Με την ίδρυση πολλών τμημάτων της Γ΄ Διεθνούς στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική εγκαινιάστηκε μια ταραχώδης περίοδος, αφού μαζί με τις ιδέες της ταξικής χειραφέτησης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης συνυπάρχουν οι ιδέες και η επιρροή της Μεξικανικής Επανάστασης, μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, αλλά και οι διαδικασίες εθνικής απελευθέρωσης στην Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική. Κρίνοντας συνολικά, οι θέσεις που υιοθετήθηκαν τη δεκαετία του 1920, και μέχρι τα έτη 1935-36, είχαν σταθερό ταξικό και επαναστατικό προσανατολισμό, όπως ισχύει, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις της πολεμικής των κομμουνιστών του Μεξικού και του Περού ενάντια στον Χάγια Ντε Λα Τόρε, της διαφωνίας του ΚΚ Μεξικού (ΚΚΜ) με τον Σαντίνο [2], και της ορθής εναντίωσης του ΚΚΜ στην κυβέρνηση του Λάζαρο Κάρντενας [3], που αναμφίβολα αποτέλεσαν στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων ασκήθηκε σημαντική πίεση στα ΚΚ της περιοχής.
Ο Χάγια Ντε Λα Τόρε εκφράζει ιδεολογικά το μικροαστισμό που έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και εντάσσεται στο επαναστατικό κύμα που εξαπλώνεται μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο της Ρωσίας και το σχηματισμό της ΕΣΣΔ. Όπως και στην περίπτωση του Μ. Ν. Ρόι [4], πρόκειται για προσωρινούς συνταξιδιώτες, αλλά αναπόφευκτα οι πολιτικές τους θέσεις οδηγούσαν στη διαφωνία και στη σύγκρουση, αφού εξέφραζαν ένα περιεχόμενο ξένο προς τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Ο Χάγια Ντε Λα Τόρε προσπάθησε να κάνει υπόγεια δουλειά στον άμεσο περίγυρο των τμημάτων της ΚΔ, θέτοντας ένα ενδιάμεσο στάδιο ή, καλύτερα, έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, ενώ στο όνομα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προωθούσε την ενίσχυση της αστικής τάξης και του καπιταλισμού σε κάθε χώρα, προσπαθώντας δημαγωγικά να εμπλέξει σε αυτές τις θέσεις το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές. Ο απρισμός [5] του Χάγια Ντε Λα Τόρε προσπάθησε, με «μαρξιστικό» μανδύα, ν’ αναδείξει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Αμερικής (Ινδοαμερικής όπως την αποκαλεί ο ίδιος) αναφέροντας ότι ο μαρξισμός-λενινισμός δεν μπορεί να ισχύει εκεί επειδή ήταν ευρωκεντρικός, ενώ υποστήριζε ένα πρόγραμμα εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης ως αντιιμπεριαλιστική πλατφόρμα και «ενιαίο μέτωπο» ή ένα διαταξικό κόμμα ως πολιτικό όργανο. Αυτές οι αντιλήψεις διαμόρφωσαν την προγραμματική βάση που χρειαζόταν η αστική τάξη για να αντιμετωπίσει την επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης και την άνοδο της δράσης των μαζών ενάντια στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 1929. Οι κομμουνιστές απέρριψαν και αποκάλυψαν αυτές τις θέσεις. Μέσα από τις σελίδες του Ελ Ματσέτε, οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού, Τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Χούλιο Αντόνιο Μέγια (παρότι Κουβανός, ήταν στέλεχος του ΚΚΜ) ασκεί ανοιχτή πολεμική υπέρ της ταξικής ιδεολογίας και του καθολικού της χαρακτήρα, υπέρ του κομμουνιστικού κόμματος ως επαναστατικού κόμματος της εποχής έχοντας σαφή επιχειρηματολογία υπέρ του σοσιαλισμού ως λύσης για τα κοινωνικά προβλήματα ήδη από τη δεκαετία του 1920 του περασμένου αιώνα. Από την πλευρά του, ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι [6] συνδέει επίσης τη λύση του δράματος των αγροτών, των αυτόχθονων λαών, και βεβαίως της εργατικής τάξης, με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και προβλέπει το αδιέξοδο της εναπόθεσης της εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό για την αντιμετώπιση των αντιθέσεων που ο ίδιος δημιουργεί. Εκείνη τη στιγμή οι δυνάμεις του Χάγια Ντε Λα Τόρε ήταν ελάχιστες, ένας μικρός πυρήνας Περουβιανών στο Μεξικό, από τη στιγμή όμως όπου η πλατφόρμα του εκφράζει την καπιταλιστική ανάπτυξη, προβάλλεται τις επόμενες δεκαετίες ως συνταγή της κυβερνητικής διαχείρισης σε διάφορες χώρες της περιοχής. Οι κομμουνιστές σε αυτήν τη φάση στήριξαν με αφοσίωση τις αρχές και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Περίπου την ίδια περίοδο αναδείχτηκε η διαφωνία ανάμεσα στον Σαντίνο και το ΚΚΜ. Ο Σαντίνο, όπως και ο Φαραμπούντο Μαρτί [7], ήταν στελέχη που αναδείχτηκαν από τη δουλειά του μεξικανικού τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ίδρυση ΚΚ στην Κεντρική Αμερική. Ήταν μέλη του ΚΚΜ και δέχτηκαν αμέριστη βοήθεια, ώστε ν’ αναπτύξουν την πάλη στις χώρες τους. Ο Σαντίνο ήταν ακόμα μέλος του ΚΚΜ όταν εξαπέλυσε ένοπλη σύγκρουση ενάντια στην τυραννία στη Νικαράγουα, καθώς και ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, ενώ στο Γενικό Επιτελείο του βρίσκονταν εξέχοντα στελέχη του ΚΚΜ, όπως ο Αντρές Γκαρσία Σαλγκάδο (υπεύθυνος του μηχανισμού αυτοάμυνας του ΚΚΜ και στη συνέχεια μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία, Πολιτικός Επίτροπος της 14ης Διεθνούς Ταξιαρχίας) και ο Γκουστάβο Ματσάδο (ο οποίος αργότερα θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ιδρυτές του ΚΚ Βενεζουέλας). Το ΚΚΜ έδωσε πολιτική και πρακτική στήριξη στον αγώνα στη Νικαράγουα όσο κανείς άλλος, χωρίς να σταματήσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στην ταξική πάλη στο Μεξικό. Γι’ αυτόν το λόγο ήρθε σε ολοκληρωτική σύγκρουση με την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η εφημερίδα Ελ Ματσέτε και το Κόμμα, να φυλακιστούν πολλά στελέχη του Κόμματος στα Νησιά Μαρίας και να δολοφονηθούν πολλά μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γουαδαλούπε Ροντρίγκες, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Την ίδια στιγμή όπου στο Μεξικό επιβαλλόταν η κυβερνητική τρομοκρατία ενάντια στην εργατική τάξη και στους κομμουνιστές, η αστική κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει μια γελοία χειρονομία προς υποστήριξη του Σαντίνο, παραδίνοντάς του μια αστεία ποσότητα οπλισμού, για την οποία ο ίδιος ευχαρίστησε και έκανε δηλώσεις στήριξης του Μεξικανού Προέδρου, δηλαδή εκείνου που κατέστελλε τους συντρόφους του στο ΚΚΜ, με συνέπεια το Κόμμα να αποφασίσει να τον διαγράψει από τις γραμμές του. Ακόμα και σήμερα γίνεται κριτική στο ΚΚΜ γι’ αυτήν την απόφαση, χωρίς να κατανοείται πως ήταν ζητήματα αρχών.
Σε μια ιστορική αναλογία, αυτή η οπορτουνιστική στάση επαναλαμβάνεται στις μέρες μας όταν ορισμένα ΚΚ σιωπούν ενώπιον του «προοδευτισμού» και των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών του, επικαλούμενα την «αντιιμπεριαλιστική» εξωτερική πολιτική τέτοιων κυβερνήσεων. Για πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις του Μεξικού, ενώ εξαπέλυαν άγρια καταστολή ενάντια στην εργατική τάξη, δολοφονούσαν στελέχη του συνδικαλιστικού, του αγροτικού και του φοιτητικού κινήματος, ταυτόχρονα έκαναν ορισμένες δηλώσεις για την εθνική κυριαρχία της Κούβας και της Νικαράγουας. Ακόμα και σήμερα εκφράζεται συμπάθεια προς τον Πρόεδρο του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, όταν καταφέρεται δημαγωγικά ενάντια στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών ή υπέρ του Σιμόν Μπολιβάρ, αν και στην πραγματικότητα εφαρμόζει καπιταλιστική διαχείριση συνεχίζοντας ουσιαστικά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Επιπλέον, ασκεί διαχείριση ευνοϊκή για τα μονοπώλια και ως εκ τούτου επικυρώνει τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά (T-MEC), εφαρμόζει μια επιθετική αντιμεταναστευτική πολιτική, εμβαθύνει τη στρατιωτικοποίηση της χώρας, ενισχύει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ενισχύει την κερδοφορία του κεφαλαίου σε βάρος της ανεργίας, της επισφάλειας και της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική.
Άλλη μια σημαντική στιγμή για την ταξική πολιτική αυτοτέλεια των ΚΚ στην περιοχή ήταν η τοποθέτηση του ΚΚΜ ενάντια στην κυβέρνηση του Στρατηγού Λάζαρο Κάρντενας (1934-1940). Η κρίση του 1929 και οι συνέπειές της προκάλεσαν ενδοαστικές αντιπαραθέσεις μέσα στην άρχουσα τάξη, απέναντι στις οποίες οι κομμουνιστές απάντησαν με το σύνθημα «Ούτε με τον Κάγιες, ούτε με τον Κάρντενας!», παλεύοντας για τα συμφέροντα του προλεταριάτου μέσα από μαζικούς αγώνες, με αποτέλεσμα οι κομμουνιστές να αναδειχτούν οι καθοδηγητές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συνολικά το ΚΚΜ ενίσχυε με επιτυχία το πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στην αστική τάξη (τόσο ενάντια στα «προοδευτικά» τμήματά της όσο και στα πιο αντιδραστικά που στήριζαν το φασισμό), στη σοσιαλδημοκρατία, στον οπορτουνισμό και στον τροτσκισμό, και επαναβεβαιώνοντας το ρόλο του ως κόμματος της εργατικής τάξης και τη θέση της τάξης εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές. Το ΚΚΜ μεγάλωνε, ρίζωνε στο προλεταριάτο, στους αγρότες και στη διανόηση, με ισχυρούς δεσμούς με τα συνδικάτα και με μία Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων στην οποία, παρόλο που δεν είχε την πλειοψηφία, δεν ήταν μικρή δύναμη, αντίθετα είχε τη δυνατότητα να αυξηθεί και να κατακτήσει το ρόλο της καθοδήγησης της εργατικής τάξης. Οι πιέσεις ήταν μεγάλες λόγω ορισμένων μέτρων που πήρε η αστική κυβέρνηση του Κάρντενας, όπως η αναδιανομή της γης και οι κρατικοποιήσεις στη βιομηχανία, πιέσεις που αυξήθηκαν όταν ο Κάρντενας διακήρυξε ότι η εκπαίδευση που παρέχεται από το κράτος θα ήταν «σοσιαλιστική» (ένας χαρακτηρισμός που δεν είχε κανένα νόημα αφού αναπτύσσονταν εντατικά οι καπιταλιστικές σχέσεις στην οικονομία, όπως και η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της οικονομίας). Το ΚΚΜ παρέμεινε σταθερό στις θέσεις του παρά τις μεγάλες δυσκολίες, αλλά με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ οδηγήθηκε σε μία καταστροφική στροφή. Μόλις επέστρεψε η μεξικανική αντιπροσωπία που συμμετείχε στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ, η πολιτική των κομμουνιστών προς την αστική τάξη άλλαξε ολοκληρωτικά και προωθήθηκε η γραμμή του Λαϊκού Μετώπου. Η ιδεολογική αντιπαράθεση υποχώρησε και επιχείρησε να αναμίξει την ιδεολογία του με την ιδεολογία των αστικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, εκφυλίζοντας το περιεχόμενο και χάνοντας την επαναστατική αιχμή του. Το Κόμμα σταμάτησε την προσπάθεια να είναι πρωτοπορία και κατέληξε να επιδιώκει να γίνει μέρος ενός κόμματος διαταξικού στη μορφή και αστικού στο περιεχόμενο, έπαψε να είναι αυτοτελής δύναμη. Το ταξικό εργατικό κίνημα τοποθετήθηκε υπέρ της αντιφασιστικής ενότητας σε μια Γενική Συνομοσπονδία που διοικούνταν από τον κίτρινο συνδικαλισμό του Βισέντε Λομπάρντο Τολεδάνο, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούσε σαν πλατφόρμα για τον εγκλωβισμό του ταξικού συνδικαλισμού της Λατινικής Αμερικής υπό τον έλεγχο της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Λατινικής Αμερικής (CTAL). Το ΚΚΜ σε προγραμματικό επίπεδο οδηγήθηκε στην υποχώρηση από το στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, καταλήγοντας στη θεωρία των σταδίων και στην πάλη για τη συνέχεια της ανάπτυξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Κοιτώντας τα άλλα κόμματα της περιοχής κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, όπως τις περιπτώσεις του ΚΚ της Χιλής και της Κούβας, συμπεραίνουμε πως ήταν ενταγμένα στον ίδιο δρόμο. Στην περίπτωση του ΚΚ Κολομβίας, η υιοθέτηση του ντουρανισμού [8] αποτέλεσε πρώιμη έκφραση της αντίληψης που μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα γνωρίζαμε ως οπορτουνιστικό ρεύμα του μπραουντερισμού. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, όπως αυτό της Κούβας και της Κολομβίας, πριν ακόμα από το ΚΚ των ΗΠΑ και τον Μπράουντερ [9], υποστήριξαν την εγκατάλειψη της ονομασίας «κομμουνιστικό» και την αλλαγή του λενινιστικού τρόπου οργάνωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στο Μεξικό και στην Κούβα τα ΚΚ συμμετείχαν με υπουργούς σε αστικές κυβερνήσεις. Από την άλλη, ο Μπράουντερ και η λικβινταριστική του πλατφόρμα δεν ξεπρόβαλαν από το πουθενά. Αυτή η θεωρία και η πρακτική εδραιώθηκε όλη τη δεκαετία από το 1935 έως το 1945, στο σημείο να φιλοδοξούν να προβάλουν μακροπρόθεσμα τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, θεωρώντας ότι σταδιακά ο καπιταλισμός θα μετασχηματιζόταν σε σοσιαλισμό και θεωρώντας περιττό το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα ως πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, με στόχο να το αντικαταστήσουν με ιδεολογικούς-πολιτιστικούς συλλόγους που θα αποτελούσαν τμήμα των δημοκρατικών αστικών κομμάτων.
Υπενθυμίζουμε αυτά τα γνωστά γεγονότα μονάχα για να εξηγήσουμε ότι, παρόλο που τα ΚΚ της περιοχής άρχισαν να αντιμετωπίζουν την οπορτουνιστική διάβρωση, τελικά βρίσκονταν ιδεολογικά εγκλωβισμένα στις στρατηγικές αντιλήψεις των διαταξικών μετώπων και του σοσιαλισμού ως μακρινού στόχου, που πρώτα θα έπρεπε να περάσει από στάδια τελειοποίησης του καπιταλισμού.