Ζητήματα ιδεολογίας και στρατηγικής στο κομμουνιστικό κίνημα της Λατινικής Αμερικής στο πλαίσιο των αντεπαναστατικών ανατροπών


Πάβελ Μπλάνκο Καμπρέρα Πρώτος Γραμματέας της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού

Πλησιάζουμε στην 30ή επέτειο από τη στιγμή της κορύφωσης της αντεπαναστατικής διαδικασίας που οδήγησε στην ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, αλλά πάνω απ’ όλα στην ΕΣΣΔ.

Αυτή η διαδικασία δεν ήταν αυθόρμητη, δεν προέκυψε εν μία νυκτί, ούτε ήταν αποτέλεσμα μόνο των εξελίξεων που προέκυψαν στο διάστημα από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ τον Απρίλη του 1985 έως τη συμφωνία για τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την απαγόρευση του ΚΚΣΕ και την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο το Δεκέμβρη του 1991. Ένα συμπέρασμα στο οποίο έχουν καταλήξει ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα είναι πως η πολιτική εκείνης της περιόδου, ως αντανάκλαση της οικονομίας, εκφράζει τη βαθμιαία ενίσχυση των εμπορευματικών σχέσεων, που είναι ασύμβατες με τη σοσιαλιστική οικονομία, διαβρώνοντας τις κατακτήσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης, μέχρι ο συσχετισμός δύναμης να γείρει υπέρ της αντιδραστικής ανατροπής, σε συγχορδία με τη διαρκή ιμπεριαλιστική επιθετικότητα από το εξωτερικό και τα όργανά της, όπως τα αντιμαρξιστικά ρεύματα του τροτσκισμού και τις άλλες αντιμαρξιστικές παρεκκλίσεις. Και βεβαίως όπως είναι αναμενόμενο, αυτό έχει μεγάλες επιπτώσεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ), στην κοινή στρατηγική και στη στρατηγική του κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ως εκ τούτου, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως μετά από την επικράτηση της οπορτουνιστικής πλατφόρμας από το 20ό μέχρι το 22ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ υποχώρησαν τα αντανακλαστικά του ΔΚΚ, τα οποία είχαν γίνει πλέον πολύ αδύναμα, κάτι που φάνηκε όταν παρουσιάστηκε η ανοιχτά αντεπαναστατική πλατφόρμα της περεστρόικα. Βεβαίως η περιορισμένη αντίσταση σε αυτήν την οπορτουνιστική πολιτική έχει επίσης τη ρίζα της στη στρατηγική και την τακτική του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), που υιοθέτησε πολιτική ταξικής συμφιλίωσης, συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και άλλες αστικές δυνάμεις.

Όλα αυτά οδήγησαν βαθμιαία στην υποχώρηση του ταξικού χαρακτήρα και των επαναστατικών θέσεων και άνοιξαν το δρόμο για τη ρεφορμιστική στροφή που μελετάμε. Επομένως είναι πολύ διδακτική η επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Λατινικής Αμερικής κατά την περίοδο της περεστρόικα, επειδή αυτή η στρατηγική προβάλλεται ακόμα και στις μέρες μας, ύστερα από τρεις δεκαετίες, ως ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει το κομμουνιστικό κίνημα στην περιοχή. Βέβαια, σήμερα υπάρχουν τοποθετήσεις που στέκονται με πνεύμα κριτικής και αντιπαράθεσης και εκφράστηκαν με την απουσία ομοφωνίας στο πλαίσιο της «Συναίνεσης της δικής μας Αμερικής» [1] αλλά και με την ειλικρινή πολεμική ενάντια στη Διακήρυξη του Μοντεβιδέο των ΚΚ της Νότιας Αμερικής.

1. Η κριτική των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς στον Απρισμό και άλλες εκδηλώσεις της συνεργασίας με την αστική τάξη

Με την ίδρυση πολλών τμημάτων της Γ΄ Διεθνούς στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική εγκαινιάστηκε μια ταραχώδης περίοδος, αφού μαζί με τις ιδέες της ταξικής χειραφέτησης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης συνυπάρχουν οι ιδέες και η επιρροή της Μεξικανικής Επανάστασης, μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, αλλά και οι διαδικασίες εθνικής απελευθέρωσης στην Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική. Κρίνοντας συνολικά, οι θέσεις που υιοθετήθηκαν τη δεκαετία του 1920, και μέχρι τα έτη 1935-36, είχαν σταθερό ταξικό και επαναστατικό προσανατολισμό, όπως ισχύει, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις της πολεμικής των κομμουνιστών του Μεξικού και του Περού ενάντια στον Χάγια Ντε Λα Τόρε, της διαφωνίας του ΚΚ Μεξικού (ΚΚΜ) με τον Σαντίνο [2], και της ορθής εναντίωσης του ΚΚΜ στην κυβέρνηση του Λάζαρο Κάρντενας [3], που αναμφίβολα αποτέλεσαν στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων ασκήθηκε σημαντική πίεση στα ΚΚ της περιοχής.

Ο Χάγια Ντε Λα Τόρε εκφράζει ιδεολογικά το μικροαστισμό που έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και εντάσσεται στο επαναστατικό κύμα που εξαπλώνεται μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο της Ρωσίας και το σχηματισμό της ΕΣΣΔ. Όπως και στην περίπτωση του Μ. Ν. Ρόι [4], πρόκειται για προσωρινούς συνταξιδιώτες, αλλά αναπόφευκτα οι πολιτικές τους θέσεις οδηγούσαν στη διαφωνία και στη σύγκρουση, αφού εξέφραζαν ένα περιεχόμενο ξένο προς τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Ο Χάγια Ντε Λα Τόρε προσπάθησε να κάνει υπόγεια δουλειά στον άμεσο περίγυρο των τμημάτων της ΚΔ, θέτοντας ένα ενδιάμεσο στάδιο ή, καλύτερα, έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, ενώ στο όνομα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προωθούσε την ενίσχυση της αστικής τάξης και του καπιταλισμού σε κάθε χώρα, προσπαθώντας δημαγωγικά να εμπλέξει σε αυτές τις θέσεις το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές. Ο απρισμός [5] του Χάγια Ντε Λα Τόρε προσπάθησε, με «μαρξιστικό» μανδύα, ν’ αναδείξει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Αμερικής (Ινδοαμερικής όπως την αποκαλεί ο ίδιος) αναφέροντας ότι ο μαρξισμός-λενινισμός δεν μπορεί να ισχύει εκεί επειδή ήταν ευρωκεντρικός, ενώ υποστήριζε ένα πρόγραμμα εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης ως αντιιμπεριαλιστική πλατφόρμα και «ενιαίο μέτωπο» ή ένα διαταξικό κόμμα ως πολιτικό όργανο. Αυτές οι αντιλήψεις διαμόρφωσαν την προγραμματική βάση που χρειαζόταν η αστική τάξη για να αντιμετωπίσει την επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης και την άνοδο της δράσης των μαζών ενάντια στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 1929. Οι κομμουνιστές απέρριψαν και αποκάλυψαν αυτές τις θέσεις. Μέσα από τις σελίδες του Ελ Ματσέτε, οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού, Τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Χούλιο Αντόνιο Μέγια (παρότι Κουβανός, ήταν στέλεχος του ΚΚΜ) ασκεί ανοιχτή πολεμική υπέρ της ταξικής ιδεολογίας και του καθολικού της χαρακτήρα, υπέρ του κομμουνιστικού κόμματος ως επαναστατικού κόμματος της εποχής έχοντας σαφή επιχειρηματολογία υπέρ του σοσιαλισμού ως λύσης για τα κοινωνικά προβλήματα ήδη από τη δεκαετία του 1920 του περασμένου αιώνα. Από την πλευρά του, ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι [6] συνδέει επίσης τη λύση του δράματος των αγροτών, των αυτόχθονων λαών, και βεβαίως της εργατικής τάξης, με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και προβλέπει το αδιέξοδο της εναπόθεσης της εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό για την αντιμετώπιση των αντιθέσεων που ο ίδιος δημιουργεί. Εκείνη τη στιγμή οι δυνάμεις του Χάγια Ντε Λα Τόρε ήταν ελάχιστες, ένας μικρός πυρήνας Περουβιανών στο Μεξικό, από τη στιγμή όμως όπου η πλατφόρμα του εκφράζει την καπιταλιστική ανάπτυξη, προβάλλεται τις επόμενες δεκαετίες ως συνταγή της κυβερνητικής διαχείρισης σε διάφορες χώρες της περιοχής. Οι κομμουνιστές σε αυτήν τη φάση στήριξαν με αφοσίωση τις αρχές και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Περίπου την ίδια περίοδο αναδείχτηκε η διαφωνία ανάμεσα στον Σαντίνο και το ΚΚΜ. Ο Σαντίνο, όπως και ο Φαραμπούντο Μαρτί [7], ήταν στελέχη που αναδείχτηκαν από τη δουλειά του μεξικανικού τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ίδρυση ΚΚ στην Κεντρική Αμερική. Ήταν μέλη του ΚΚΜ και δέχτηκαν αμέριστη βοήθεια, ώστε ν’ αναπτύξουν την πάλη στις χώρες τους. Ο Σαντίνο ήταν ακόμα μέλος του ΚΚΜ όταν εξαπέλυσε ένοπλη σύγκρουση ενάντια στην τυραννία στη Νικαράγουα, καθώς και ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, ενώ στο Γενικό Επιτελείο του βρίσκονταν εξέχοντα στελέχη του ΚΚΜ, όπως ο Αντρές Γκαρσία Σαλγκάδο (υπεύθυνος του μηχανισμού αυτοάμυνας του ΚΚΜ και στη συνέχεια μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία, Πολιτικός Επίτροπος της 14ης Διεθνούς Ταξιαρχίας) και ο Γκουστάβο Ματσάδο (ο οποίος αργότερα θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ιδρυτές του ΚΚ Βενεζουέλας). Το ΚΚΜ έδωσε πολιτική και πρακτική στήριξη στον αγώνα στη Νικαράγουα όσο κανείς άλλος, χωρίς να σταματήσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στην ταξική πάλη στο Μεξικό. Γι’ αυτόν το λόγο ήρθε σε ολοκληρωτική σύγκρουση με την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η εφημερίδα Ελ Ματσέτε και το Κόμμα, να φυλακιστούν πολλά στελέχη του Κόμματος στα Νησιά Μαρίας και να δολοφονηθούν πολλά μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γουαδαλούπε Ροντρίγκες, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Την ίδια στιγμή όπου στο Μεξικό επιβαλλόταν η κυβερνητική τρομοκρατία ενάντια στην εργατική τάξη και στους κομμουνιστές, η αστική κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει μια γελοία χειρονομία προς υποστήριξη του Σαντίνο, παραδίνοντάς του μια αστεία ποσότητα οπλισμού, για την οποία ο ίδιος ευχαρίστησε και έκανε δηλώσεις στήριξης του Μεξικανού Προέδρου, δηλαδή εκείνου που κατέστελλε τους συντρόφους του στο ΚΚΜ, με συνέπεια το Κόμμα να αποφασίσει να τον διαγράψει από τις γραμμές του. Ακόμα και σήμερα γίνεται κριτική στο ΚΚΜ γι’ αυτήν την απόφαση, χωρίς να κατανοείται πως ήταν ζητήματα αρχών.

Σε μια ιστορική αναλογία, αυτή η οπορτουνιστική στάση επαναλαμβάνεται στις μέρες μας όταν ορισμένα ΚΚ σιωπούν ενώπιον του «προοδευτισμού» και των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών του, επικαλούμενα την «αντιιμπεριαλιστική» εξωτερική πολιτική τέτοιων κυβερνήσεων. Για πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις του Μεξικού, ενώ εξαπέλυαν άγρια καταστολή ενάντια στην εργατική τάξη, δολοφονούσαν στελέχη του συνδικαλιστικού, του αγροτικού και του φοιτητικού κινήματος, ταυτόχρονα έκαναν ορισμένες δηλώσεις για την εθνική κυριαρχία της Κούβας και της Νικαράγουας. Ακόμα και σήμερα εκφράζεται συμπάθεια προς τον Πρόεδρο του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, όταν καταφέρεται δημαγωγικά ενάντια στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών ή υπέρ του Σιμόν Μπολιβάρ, αν και στην πραγματικότητα εφαρμόζει καπιταλιστική διαχείριση συνεχίζοντας ουσιαστικά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Επιπλέον, ασκεί διαχείριση ευνοϊκή για τα μονοπώλια και ως εκ τούτου επικυρώνει τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά (T-MEC), εφαρμόζει μια επιθετική αντιμεταναστευτική πολιτική, εμβαθύνει τη στρατιωτικοποίηση της χώρας, ενισχύει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ενισχύει την κερδοφορία του κεφαλαίου σε βάρος της ανεργίας, της επισφάλειας και της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική.

Άλλη μια σημαντική στιγμή για την ταξική πολιτική αυτοτέλεια των ΚΚ στην περιοχή ήταν η τοποθέτηση του ΚΚΜ ενάντια στην κυβέρνηση του Στρατηγού Λάζαρο Κάρντενας (1934-1940). Η κρίση του 1929 και οι συνέπειές της προκάλεσαν ενδοαστικές αντιπαραθέσεις μέσα στην άρχουσα τάξη, απέναντι στις οποίες οι κομμουνιστές απάντησαν με το σύνθημα «Ούτε με τον Κάγιες, ούτε με τον Κάρντενας!», παλεύοντας για τα συμφέροντα του προλεταριάτου μέσα από μαζικούς αγώνες, με αποτέλεσμα οι κομμουνιστές να αναδειχτούν οι καθοδηγητές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συνολικά το ΚΚΜ ενίσχυε με επιτυχία το πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στην αστική τάξη (τόσο ενάντια στα «προοδευτικά» τμήματά της όσο και στα πιο αντιδραστικά που στήριζαν το φασισμό), στη σοσιαλδημοκρατία, στον οπορτουνισμό και στον τροτσκισμό, και επαναβεβαιώνοντας το ρόλο του ως κόμματος της εργατικής τάξης και τη θέση της τάξης εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές. Το ΚΚΜ μεγάλωνε, ρίζωνε στο προλεταριάτο, στους αγρότες και στη διανόηση, με ισχυρούς δεσμούς με τα συνδικάτα και με μία Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων στην οποία, παρόλο που δεν είχε την πλειοψηφία, δεν ήταν μικρή δύναμη, αντίθετα είχε τη δυνατότητα να αυξηθεί και να κατακτήσει το ρόλο της καθοδήγησης της εργατικής τάξης. Οι πιέσεις ήταν μεγάλες λόγω ορισμένων μέτρων που πήρε η αστική κυβέρνηση του Κάρντενας, όπως η αναδιανομή της γης και οι κρατικοποιήσεις στη βιομηχανία, πιέσεις που αυξήθηκαν όταν ο Κάρντενας διακήρυξε ότι η εκπαίδευση που παρέχεται από το κράτος θα ήταν «σοσιαλιστική» (ένας χαρακτηρισμός που δεν είχε κανένα νόημα αφού αναπτύσσονταν εντατικά οι καπιταλιστικές σχέσεις στην οικονομία, όπως και η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της οικονομίας). Το ΚΚΜ παρέμεινε σταθερό στις θέσεις του παρά τις μεγάλες δυσκολίες, αλλά με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ οδηγήθηκε σε μία καταστροφική στροφή. Μόλις επέστρεψε η μεξικανική αντιπροσωπία που συμμετείχε στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ, η πολιτική των κομμουνιστών προς την αστική τάξη άλλαξε ολοκληρωτικά και προωθήθηκε η γραμμή του Λαϊκού Μετώπου. Η ιδεολογική αντιπαράθεση υποχώρησε και επιχείρησε να αναμίξει την ιδεολογία του με την ιδεολογία των αστικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, εκφυλίζοντας το περιεχόμενο και χάνοντας την επαναστατική αιχμή του. Το Κόμμα σταμάτησε την προσπάθεια να είναι πρωτοπορία και κατέληξε να επιδιώκει να γίνει μέρος ενός κόμματος διαταξικού στη μορφή και αστικού στο περιεχόμενο, έπαψε να είναι αυτοτελής δύναμη. Το ταξικό εργατικό κίνημα τοποθετήθηκε υπέρ της αντιφασιστικής ενότητας σε μια Γενική Συνομοσπονδία που διοικούνταν από τον κίτρινο συνδικαλισμό του Βισέντε Λομπάρντο Τολεδάνο, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούσε σαν πλατφόρμα για τον εγκλωβισμό του ταξικού συνδικαλισμού της Λατινικής Αμερικής υπό τον έλεγχο της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Λατινικής Αμερικής (CTAL). Το ΚΚΜ σε προγραμματικό επίπεδο οδηγήθηκε στην υποχώρηση από το στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, καταλήγοντας στη θεωρία των σταδίων και στην πάλη για τη συνέχεια της ανάπτυξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.

Κοιτώντας τα άλλα κόμματα της περιοχής κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, όπως τις περιπτώσεις του ΚΚ της Χιλής και της Κούβας, συμπεραίνουμε πως ήταν ενταγμένα στον ίδιο δρόμο. Στην περίπτωση του ΚΚ Κολομβίας, η υιοθέτηση του ντουρανισμού [8] αποτέλεσε πρώιμη έκφραση της αντίληψης που μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα γνωρίζαμε ως οπορτουνιστικό ρεύμα του μπραουντερισμού. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, όπως αυτό της Κούβας και της Κολομβίας, πριν ακόμα από το ΚΚ των ΗΠΑ και τον Μπράουντερ [9], υποστήριξαν την εγκατάλειψη της ονομασίας «κομμουνιστικό» και την αλλαγή του λενινιστικού τρόπου οργάνωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στο Μεξικό και στην Κούβα τα ΚΚ συμμετείχαν με υπουργούς σε αστικές κυβερνήσεις. Από την άλλη, ο Μπράουντερ και η λικβινταριστική του πλατφόρμα δεν ξεπρόβαλαν από το πουθενά. Αυτή η θεωρία και η πρακτική εδραιώθηκε όλη τη δεκαετία από το 1935 έως το 1945, στο σημείο να φιλοδοξούν να προβάλουν μακροπρόθεσμα τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, θεωρώντας ότι σταδιακά ο καπιταλισμός θα μετασχηματιζόταν σε σοσιαλισμό και θεωρώντας περιττό το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα ως πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, με στόχο να το αντικαταστήσουν με ιδεολογικούς-πολιτιστικούς συλλόγους που θα αποτελούσαν τμήμα των δημοκρατικών αστικών κομμάτων.

Υπενθυμίζουμε αυτά τα γνωστά γεγονότα μονάχα για να εξηγήσουμε ότι, παρόλο που τα ΚΚ της περιοχής άρχισαν να αντιμετωπίζουν την οπορτουνιστική διάβρωση, τελικά βρίσκονταν ιδεολογικά εγκλωβισμένα στις στρατηγικές αντιλήψεις των διαταξικών μετώπων και του σοσιαλισμού ως μακρινού στόχου, που πρώτα θα έπρεπε να περάσει από στάδια τελειοποίησης του καπιταλισμού.

2. Η οπορτουνιστική πλατφόρμα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ στη Λατινική Αμερική

Ο στρατηγικός δρόμος που προτάθηκε το 1956 σχετικά με την ειρηνική συνύπαρξη και την εγκατάλειψη του επαναστατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, καθώς και οι λεγόμενοι εθνικοί, ειρηνικοί και κοινοβουλευτικοί δρόμοι προς το σοσιαλισμό, βρήκαν πρόσφορο έδαφος και μικρή αντίσταση στο κομμουνιστικό κίνημα της περιοχής. Όπου υπήρξε αντίσταση, αυτή αντιμετωπίστηκε με τρόπο ξένο προς το λενινισμό, όπως έγινε στην Ουρουγουάη και στο Μεξικό, όπου η απομάκρυνση των ηγεσιών και η αντικατάστασή τους δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί από το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ούτε από τις αρχές των κομμουνιστών.

Το ζήτημα είναι πως καθιερώθηκε με γενικευμένο τρόπο η προγραμματική αντίληψη των ενδιάμεσων σταδίων και της πολιτικής συμμαχιών με την αστική τάξη στο πλαίσιο αντιιμπεριαλιστικών συμμαχιών ή δημοκρατικών μετώπων. Παρόλο που η Κουβανική Επανάσταση άνοιξε συζήτηση γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας και του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας, αυτό που τελικά επικράτησε στη συζήτηση ήταν οι μορφές πάλης και όχι οι προγραμματικοί στόχοι, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν ένοπλα ρεφορμιστικά κινήματα όπως οι Σαντινίστας και άλλα στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική, τα οποία σχετίζονταν ελάχιστα με την εργατική τάξη, το σοσιαλισμό και με τις επαναστατικές ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού, παρότι οι στολές παραλλαγής και η ένοπλη πάλη μπορεί να παρέπεμπαν σε τέτοιες ιδέες.

Με δογματικό τρόπο, η καπιταλιστική ανάπτυξη στην περιοχή δε μελετήθηκε βάσει της μαρξιστικής θεωρίας και μεθοδολογίας και, χωρίς να παρθούν υπόψη οι αλλαγές, διατηρήθηκε η αντίληψη σχετικά με τον εξαρτημένο και ημιαποικιακό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας στη Λατινική Αμερική. Στα προγράμματα των ΚΚ εκείνη την περίοδο εμφανίστηκε ως στόχος η λεγόμενη «Δεύτερη Ανεξαρτησία». Πρέπει να πούμε πως οι αριστερίστικες θέσεις υπέρ της Κίνας, που οδήγησαν ορισμένα ΚΚ της Λατινικής Αμερικής σε διασπάσεις, επίσης δεν καθόριζαν ως σοσιαλιστικό το χαρακτήρα της επανάστασης, αλλά συμφωνούσαν στο στόχο του ενδιάμεσου σταδίου για την εθνική απελευθέρωση και διαφοροποιούνταν μονάχα στις μορφές της πάλης.

Οι τραγικές συνέπειες του χιλιανού δρόμου προς το σοσιαλισμό δεν κρύβουν ότι η πρόοδος των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες ήταν πύρρειος, ότι ο συσχετισμός δυνάμεων δεν άλλαξε και πως παρόλο που υπήρξε ανάταση της ταξικής πάλης διαμορφώθηκε μια πορεία αποδυνάμωσης των ΚΚ. Οι προγραμματικές σημαίες της δημοκρατίας, της εθνικής απελευθέρωσης, της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των λαών χωρίς ανατροπή των θεμελίων του καπιταλισμού, έφτασαν στο σημείο το Κομμουνιστικό Κόμμα να εκτοπιστεί από κάποιον άλλον πολιτικό σχηματισμό. Έτσι το 1981, τέσσερα χρόνια πριν την έναρξη της περεστρόικα, στο ΚΚΜ κυριάρχησε ένα λικβινταριστικό ρεύμα στο όνομα της ανανέωσης και του «ευρωκομμουνισμού», και το οποίο διαμόρφωσε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όπως προκύπτει από την ονομασία, τους προγραμματικούς στόχους και τις οργανωτικές αρχές.

3. Ο αντίκτυπος της Περεστρόικα, η νέα νοοτροπία και η αντεπανάσταση

Χωρίς εξαίρεση, τα ΚΚ της περιοχής χαιρέτησαν τη διαδικασία της περεστρόικα και ασπάστηκαν τον οπορτουνιστικό δρόμο των ανοιχτών συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία, καθώς και την ισοπεδωτική κριτική της περιόδου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την ατεκμηρίωτη επίθεση στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και την αποκατάσταση οπορτουνιστικών απόψεων όπως του Τρότσκι και του Μπουχάριν, παρότι αυτό σήμαινε επίθεση στην ίδια την ιστορία του κάθε ΚΚ. Όλη αυτή η πλατφόρμα, η οποία διαμορφωνόταν και εκφραζόταν στην πορεία με την αντίληψη περί «δημοκρατικού και ανθρωπιστικού σοσιαλισμού», θεωρήθηκε ακόμα και από έμπειρα στελέχη, όπως ο Ρόντνεϊ Αρισμέντι [10], ως το «νέο επαναστατικό άλμα». Φτάνει κανείς να ξεφυλλίσει τη Διεθνή Επιθεώρηση ή τα περιοδικά και τις εφημερίδες των ΚΚ της εποχής εκείνης για να καταλάβει ποια ήταν η βασική τους στόχευση. Όταν αυτές οι επιθέσεις έγιναν ανοιχτά αντικομμουνιστικές, το ΚΚ Κούβας ενημέρωσε μέσα από την Γκράνμα πως σταματούσε τη διανομή του Σπούτνικ στην Κούβα. Τη στιγμή που κορυφωνόταν η αντεπαναστατική διαδικασία, δηλαδή όταν το 1989-91 γινόταν πλέον ορατή η ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι κριτικές ανέφεραν ότι εκείνα τα περιστατικά ήταν παρέκκλιση από τους στόχους της περεστρόικα, μια προδοσία.

Το ζήτημα είναι πως πρακτικά σε όλα τα ΚΚ της περιοχής παγιώθηκαν σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα ως συνέπεια των οπορτουνιστικών και ρεβιζιονιστικών θέσεων, τα οποία ανακήρυξαν το στόχο της μετάλλαξης των ΚΚ σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικούς ή της διάλυσής τους. Έτσι, μετά από τη διάλυση του ΚΚ Μεξικού το 1981 ακολούθησε η διάλυση του ΚΚ Ελ Σαλβαδόρ για να ιδρυθεί το FMLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης Φαραμπούντο Μαρτί), η διάλυση του Κόμματος Εργασίας Γουατεμάλας και η διάχυσή του στο URNG (Εθνική Επαναστατική Ενότητα Γουατεμάλας), η διάλυση του Κόμματος Λαϊκής Πρωτοπορίας Κόστα Ρίκα προς όφελος του κόμματος «Ενωμένος Λαός», η διάλυση του Δομινικανού ΚΚ και του Ενοποιημένου Κόμματος των Κομμουνιστών της Αϊτής. Άλλες τέτοιες προσπάθειες, παρότι απέτυχαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν μικρότερης σημασίας, αφού σε αυτές ηγήθηκαν Γενικοί Γραμματείς σε ντροπιαστικές πράξεις εγκατάλειψης των ΚΚ και προσχώρησης σε άλλους σχηματισμούς. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του ΚΚ Ουρουγουάης, του Βραζιλιάνικου ΚΚ, του ΚΚ Εκουαδόρ, ενώ το ΚΚ Αργεντινής και το ΚΚ Χιλής πέρασαν από διασπάσεις. Ίσως η μόνη εξαίρεση από αυτήν την κρίση να ήταν το ΚΚ Κούβας.

Δημιουργήθηκε μια αντίσταση υπέρ της κομμουνιστικής ταυτότητας, που όμως δεν απαλλάχτηκε από την ιδεολογική σύγχυση, αφού για ορισμένους κομμουνιστές έφτανε να αφήσουν πίσω την πολιτική που εγκαινίασε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, χωρίς να κατανοούν πως αυτή ήταν αποτέλεσμα της προηγούμενης στρατηγικής, με την οποία πρέπει να υπάρξει ρήξη ώστε ν’ αναδυθεί ξανά το Κομμουνιστικό Κόμμα με τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά και τους επαναστατικούς στόχους.

4. Κρίσιμα ιδεολογικά ζητήματα για να ξεπεραστεί η κρίση που υπάρχει μέχρι σήμερα

30 χρόνια μετά από τα αντεπαναστατικά γεγονότα η κρίση δεν έχει υποχωρήσει ακόμα. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να ξεκινήσουμε με τα θεμέλια του μαρξισμού-λενινισμού και την παραπέρα δημιουργική ανάπτυξή τους, πάντα όμως αδιάσπαστα δεμένα με τις ταξικές και διεθνιστικές θέσεις.

 

α) Το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης

Προβάλλει ως ζήτημα πρώτης γραμμής η επιστημονική μελέτη των αιτιών που γέννησαν τη διαδικασία της αντεπανάστασης. Η πλειοψηφία των ΚΚ της Αμερικής υποστηρίζουν μια ερμηνεία που βασίζεται σε επιμέρους ζητήματα, όπως, παραδείγματος χάρη, την υπονομευτική δράση του ιμπεριαλισμού, την προδοσία (άλλα κατηγορούν τον Γκορμπατσόφ και άλλα τον Στάλιν), ή υιοθετούν στοιχεία της τροτσκιστικής κριτικής όπως το ζήτημα της γραφειοκρατίας ή την υποτιθέμενη αποτυχία του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, αλλά και στοιχεία του αστικού φιλελευθερισμού όπως τα περί αυταρχισμού, έλλειψης δημοκρατίας, έλλειψης πολιτικού πλουραλισμού κλπ. Φυσικά τα παραπάνω είναι μονάχα μια ανακριβής ρητορική, καθώς δεν μπαίνουν στην ουσία του προβλήματος, που είναι το ζήτημα των ουσιωδών χαρακτηριστικών του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, όπως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ο κεντρικός σχεδιασμός, η εργατική εξουσία και η διαρκής μάχη ενάντια στις εμπορευματικές σχέσεις. Η βάση της αντεπανάστασης ήταν ακριβώς το γεγονός ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι συμβατή με τις εμπορευματικές σχέσεις και σε αυτό το ζήτημα αντιμετωπίζουμε ένα θεμελιώδες πρόβλημα το οποίο επίσης έχει να κάνει με τη στήριξη πολλών ΚΚ προς το «σοσιαλισμό της αγοράς» που αναπτύσσεται στην Κίνα, δηλαδή στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτά τα κόμματα δεν ξεχνούν μονάχα τον αρνητικό ρόλο του ΚΚ Κίνας στο παρελθόν, αλλά το μετατρέπουν σε πρότυπο και δε συνειδητοποιούν ότι η Κίνα πρωταγωνιστεί στους –ενδοϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα– ανταγωνισμούς με τις ΗΠΑ, όπως επίσης δε συνειδητοποιούν ότι η υιοθέτηση της «πολυπολικότητας» σημαίνει στοίχιση πίσω από τη μία ή την άλλη αγέλη λύκων που αντιμάχονται για τον έλεγχο των αγορών. Αν δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, τα αναγκαία χαρακτηριστικά του νέου τρόπου παραγωγής, δύσκολα θα βρεθεί κάποια εξήγηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα για τη δράση μας μέσα στην εργατική τάξη.

 

β) Το ζήτημα της ιδεολογίας του Κομμουνιστικού Κόμματος

Ένα από τα ζητήματα που προηγείται της κρίσης είναι η επίθεση στα θεμέλια της κοσμοαντίληψής μας, μια συνεχής και διαβρωτική διαδικασία η οποία φτάνει μέχρι το σημείο όπου η μετάλλαξη θα είναι αναπόφευκτη. Με το πρόσχημα της καταπολέμησης του δογματισμού σταμάτησε η ιδεολογική διαπάλη και αναπτύχθηκε διάλογος με διάφορα ρεύματα σκέψης. Πρόκειται για αντιδραστικά, συντηρητικά ρεύματα, υποστηρικτές του αστικού καθεστώτος με «προοδευτικό» περιτύλιγμα, όπως η θεολογία της απελευθέρωσης και η λεγόμενη Νέα Αριστερά, ο Δυτικός Μαρξισμός και άλλοι απατεώνες, οι οποίοι, με όχημα τις ιδέες της ανανέωσης, στρέφονται ενάντια στις θεμελιώδεις θέσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Σήμερα ορισμένα ΚΚ απομακρύνονται από τη θεωρία των Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν, παρότι τους επικαλούνται στις ιδεολογικές τους θέσεις. Αυτή η απομάκρυνση αντανακλάται στην αρθρογραφία τους, στη μέθοδο ανάλυσης που χρησιμοποιούν, στους προγραμματικούς τους στόχους, στο εκδοτικό τους έργο και στην ιδεολογική-πολιτική κατάρτιση των στελεχών τους. Η επαναστατική θεωρία δεν καθοδηγεί τη δράση τους αφού θεωρείται δογματική. Η πραγματικότητα θέτει νέα ζητήματα που απαιτούν νέες θεωρητικές και ιδεολογικές επεξεργασίες, η κίνηση είναι διαρκής και γι’ αυτό ο μαρξισμός-λενινισμός είναι το επαναστατικό πλαίσιο για τη σύγχρονη ανάλυση και την επαναστατική πράξη.

 

γ) Τα ζητήματα της οικονομίας

Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα η προλεταριακή ιδεολογία έχει εμπλουτιστεί με την επεξεργασία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, ως τον καπιταλισμό των μονοπωλίων, θέμα που αποτελεί –μεταξύ άλλων– αχίλλειο πτέρνα της ανάλυσης των ΚΚ της Αμερικής. Στην αντίληψή τους διατηρείται δογματικά ο εξαρτημένος και ημιαποικιακός χαρακτήρας του καπιταλισμού στην περιοχή, χωρίς να γίνεται εκτίμηση της αδιάκοπης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης, όπως και του γεγονότος ότι η οικονομία έχει μονοπωληθεί. Από εκεί προκύπτει η λαθεμένη πολιτική στόχευση και ο αγώνας για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία ως πρώτης τάξεως πολιτικό καθήκον, αφήνοντας στην άκρη τη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία είναι αναμφίβολα η κυρίαρχη αντίθεση που εκφράζεται στην ταξική πάλη. Η σκέψη πως ο ιμπεριαλισμός ταυτίζεται με τις ΗΠΑ ή με μία χούφτα ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες υποβαθμίζει παράλογα τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία. Εάν μελετήσουμε το βαθμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ενώ η Βραζιλία και το Μεξικό βρίσκονται ανάμεσα στις 20 πιο ανεπτυγμένες χώρες της ιμπεριαλιστικής οικονομίας. Μάλιστα, σε όλη την περιοχή νότια του Ρίο Μπράβο [11] μέχρι την Παταγονία διεξάγεται μια έντονη αντιπαράθεση για τις αγορές, τους φυσικούς πόρους και το εργατικό δυναμικό, ανάμεσα σε μονοπώλια, όχι μόνο αμερικανικά και ευρωπαϊκά, αλλά και κινεζικά, μεξικανικά και βραζιλιάνικα. Σε αυτήν τη βάση κρίνεται και το γεγονός ότι σχηματίζονται διακρατικές ενώσεις καπιταλιστικής φύσης όπως: Στο Βορρά η T-MEC (γνωστή από το 1994 μέχρι το 2020 ως TLCAN), η Mercosur [12], η Unasur [13] κ.ά. Ένα πολύ σοβαρό λάθος αρχών είναι να θεωρείται ως αντιιμπεριαλιστική η εναντίωση στις ΗΠΑ από αντίπαλες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως οι BRICS, αποφεύγοντας τον ακριβή προσδιορισμό, που είναι αυτός της ενδοϊμπεριαλιστικής διαπάλης.

 

δ) Η επικαιρότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος

Όταν επικράτησε η αντεπανάσταση, δυνάμωσε η άποψη ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι αναγκαίο για τις αλλαγές που χρειάζονται και ότι μπορεί να αντικατασταθεί από άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Ήδη αναφέραμε, ανάμεσα σε άλλες, τις περιπτώσεις του Μεξικού, του Ελ Σαλβαδόρ και της Γουατεμάλας. Τα τελευταία χρόνια το ΚΚ Βενεζουέλας δέχεται πιέσεις, ακόμα και από ορισμένα ΚΚ, προκειμένου να ενσωματωθεί στο PSUV. Άλλα ΚΚ εκ των πραγμάτων έχουν μεταφέρει την πολιτική τους δράση στα διαταξικά πολιτικά μέτωπα, εφαρμόζοντας διπλή ιδιότητα μέλους. Αλλά το ΚΚ είναι αναντικατάστατο, είναι ο υποκειμενικός παράγοντας της διαδικασίας της επαναστατικής πάλης και ο ανώτατος βαθμός οργάνωσης της εργατικής τάξης.

5. Να αφήσουμε πίσω τη ρεφορμιστική στρατηγική και να βάλουμε στο επίκεντρο την ανασυγκρότηση των ΚΚ: μια ταξική και επαναστατική στρατηγική

Όταν συζητάμε με τα ΚΚ της Λατινικής Αμερικής σχετικά με την ανάγκη επεξεργασίας μιας ενιαίας στρατηγικής, συνήθως ακούγεται ότι αυτό αντιστοιχούσε σε προηγούμενους καιρούς, ότι η πραγματικότητα κάθε χώρας απαιτεί μια δική της ανάλυση και ότι η ενιαία γραμμή θα είχε την τάση να σβήσει ο πλούτος των ιδιαιτεροτήτων. Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί ήδη εδώ και 60 χρόνια, όταν αναδύθηκε η θεωρία των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό. Παρ’ όλ’ αυτά, εδώ και 30 χρόνια υπάρχει γενική γραμμή και καθοδηγητικό κέντρο που τοποθετεί το πεδίο της πολιτικής δράσης στην ήπειρο και μέσα από τη συμμαχία του με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και με άλλες οπορτουνιστικές δυνάμεις επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή του και στην Ευρώπη: Αναφερόμαστε στο Φόρουμ του Σάο Πάολο.

Αυτό το πολιτικό και οργανωτικό κέντρο ιδρύθηκε το 1990 και έχει μετατραπεί σε χώρο όπου σχεδιάζεται η στρατηγική γραμμή της Αριστεράς –με αυτόν το χαρακτηρισμό εννοούμε τη σοσιαλδημοκρατία, τη Νέα Αριστερά, τα παλιά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τα τροτσκιστικά κινήματα και σημαντικό μέρος των ΚΚ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα η έννοια της Αριστεράς δεν εκφράζει σε κανένα βαθμό αυτό που εξέφραζε τα προηγούμενα χρόνια, όταν περιλάμβανε τους υποστηρικτές του σοσιαλισμού. Σήμερα περιορίζεται σε όσες δυνάμεις ενδιαφέρονται να διαχειριστούν τον καπιταλισμό με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ο νεοφιλελευθερισμός, δηλαδή αναλαμβάνουν το ουτοπικό καθήκον του εξανθρωπισμού του κεφαλαίου.

Το Φόρουμ του Σάο Πάολο καθιέρωσε μια στρατηγική η οποία επί της ουσίας υποστηρίζεται και από διάφορα ΚΚ: Tα αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα, τα οποία, όπως είπαμε, εναντιώνονται σε έναν από τους τρόπους διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά δεν είναι αντικαπιταλιστικά, ενώ η εναλλακτική τους πρόταση είναι η κεϊνσιανή μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού. Ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος, αφού τόσο η νεοφιλελεύθεση διαχείριση όσο και οι λεγόμενες αντινεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως προοδευτική διαχείριση, έχουν στο επίκεντρό τους τη συνέχεια και τη σταθερότητα του καπιταλισμού. Έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την πρώτη φορά που αυτό το προοδευτικό ρεύμα άρχισε να κατακτά κυβερνητικές θέσεις και είναι αναγκαίο να κάνουμε τον απολογισμό: Παρά τη «σοσιαλιστική» ρητορική και την απόδοση του τίτλου «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», η εκμετάλλευση και η κυριαρχία της αστικής τάξης παρέμειναν. Δεν αποτέλεσαν σοσιαλιστικές εναλλακτικές λύσεις στον καπιταλισμό και απέδειξαν επίσης ότι δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, παρότι ισχυρίζονταν πως κρατούσαν αποστάσεις τόσο από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση όσο και από τον καπιταλισμό. Εν τέλει, αυτό που κυριαρχεί σε κάθε μία από αυτές τις χώρες είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ενώ μάλιστα τέτοιες κυβερνήσεις παρουσίασαν καινοτομίες σε σχέση με τους μηχανισμούς κυριαρχίας των αστικών κρατών.

Στη βάση της «Αριστεράς», του «αντινεοφιλελευθερισμού» και του «προοδευτισμού» κανένα ΚΚ δεν μπορεί να εκπληρώσει τα επαναστατικά καθήκοντα που είναι ουσιαστικά. Εφόσον ενταχτεί σε αυτήν τη λογική, καταλήγει να συμβάλλει στη συνέχιση της εξουσίας των εκμεταλλευτών. Αυτή η στρατηγική είναι μεταρρυθμιστική και βρίσκεται σε αντίθεση με τους βασικούς στόχους του ΚΚ ως επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης.

Επομένως, βασιζόμενοι σε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε ότι με την αντεπανάσταση οξύνθηκε η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος στη Λατινική Αμερική, που έχει τις ρίζες της στην οπορτουνιστική παρέκκλιση. Ωστόσο, προκύπτει μια διαδικασία απάντησης, η οποία σε πρώτη φάση εκφράστηκε με τη μορφή αντίστασης στην προσπάθεια διάλυσης των ΚΚ σε Βραζιλία, Μεξικό, Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα και Ονδούρα. Βέβαια αυτές οι προσπάθειες θα μείνουν ημιτελείς αν δεν μπουν στην ουσία του ζητήματος. Δεν αρκεί μονάχα να αντιπαρατεθούμε με την περίοδο της περεστρόικα, επειδή σε αυτό το θέμα θα συμφωνούσαν μέχρι και διάφορες οπορτουνιστικές τάσεις. Δεν αρκεί μονάχα η αποκατάσταση της κομμουνιστικής ταυτότητας, αλλά είναι αναγκαίο να μπει στο επίκεντρο της ανασυγκρότησης κάθε ΚΚ το ζήτημα της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, της εξέτασης του βαθμού ανάπτυξης του καπιταλισμού, της θέσης των χωρών της περιοχής στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, το ζήτημα των ιστορικών ορίων του καπιταλισμού, ο προσδιορισμός της εργατικής τάξης ως ουσιαστικού πρωταγωνιστή. Ο στόχος του σοσιαλισμού δεν πρέπει να κατανοείται ως κάτι άγνωστο, αλλά οφείλουμε να βασιζόμαστε στις αδιαμφισβήτητες αρχές που κληρονομήσαμε από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα: Την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομίας, τον εργατικό έλεγχο και την εργατική εξουσία. Το ΚΚ είναι αναντικατάστατο. Δεν είναι περιττό, αλλά είναι ο οργανωτής και ο βασικός υποκειμενικός παράγοντας των επαναστατικών αλλαγών που αντιστοιχούν στην εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Η υποβάθμιση του ρόλου του είναι υποχώρηση, τορπιλισμός της δυνατότητας να πετύχουμε πραγματικές και απαραίτητες αλλαγές που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου.

Είναι λοιπόν καθήκον μας να συγκρουστούμε με τη στρατηγική που κυριαρχεί ηγεμονικά για περισσότερο από μισό αιώνα. Το ΚΚΜ ξεκίνησε με την αποχώρησή του από το Φόρουμ του Σάο Πάολο το 2015, όταν η Κεντρική Επιτροπή δήλωσε ότι το Φόρουμ του Σάο Πάολο είναι όργανο της σοσιαλδημοκρατίας, ανάχωμα της ταξικής πάλης, ασύμβατο με τη στρατηγική, τη δράση και τους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους των ΚΚ. Επομένως το Φόρουμ του Σάο Πάολο είναι αποφασιστικός υποστηρικτής των συμφερόντων συγκεκριμένων μονοπωλίων, των διακρατικών ενώσεων –όπως συμβαίνει σήμερα στο Μεξικό με τον Λόπες Ομπραδόρ σε βάρος των λαών– της εκμετάλλευσης και της διαχείρισης του καπιταλισμού. Αυτή η πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού έχει συνεχιστεί ανοίγοντας τη διαπάλη με τους υποστηρικτές της «Συναίνεσης της δικής μας Αμερικής», στη συνάντηση των ΚΚ που έγινε στη Λίμα του Περού, βάζοντας εμπόδιο στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ενιαία η στρατηγική του ρεφορμισμού, ώστε να επιτευχθεί σύμπλευση με τον προοδευτισμό –παρ’ όλες τις αποδείξεις για τις αντεργατικές και αντιλαϊκές του πολιτικές. Είναι σίγουρο ότι έχουμε πολλά ακόμα να κάνουμε και ότι πρέπει να γίνουμε πιο ικανοί στην πορεία αυτής της αντιπαράθεσης.


[1] Έτσι ονομάζεται το προγραμματικό-στρατηγικό πλαίσιο που διαμορφώνεται για τα κόμματα που συμμετέχουν στο Φόρουμτου Σάο Πάολο. Στοπλαίσιοαυτό, συμμετέχουν αστικά-σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα, καθώς και σημαντικός αριθμός ΚΚ της Λατινικής Αμερικής.

[2] Αουγούστο Σέζαρ Σαντίνο (1895-1934), Νικαραγουανόςηγέτηςτηςένοπληςεξέγερσης(1927-1933) ενάντια στην κατοχή της Νικαράγουας από τις ΗΠΑ.

[3] Πρόεδρος του Μεξικού το διάστημα 1934-1940.

[4] Μαναμπέντρα Ναθ Ρόι (1887-1954), Ινδός κομμουνιστής, στέλεχος της ΚΔ τη δεκαετία του 1920 που συμμετείχε στην ίδρυση του ΚΚ Μεξικού και ΚΚ Ινδίας. Στην πορεία ήρθε σε ρήξη με την ΚΔ και το ΚΚΣΕ, συνδέθηκε με διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες και τελικά το 1939 ίδρυσε το αστικό Ριζοσπαστικό Δημοκρατικό Κόμμα Ινδίας.

[5] Πολιτικό κίνημα του Περού που στήριζε το κόμμα «Αμερικανική Επαναστατική Λαϊκή Συμμαχία», που ίδρυσε ο Βίκτορ Ραούλ Χάγια Ντα Λα Τόρε το 1924.

[6] Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι (1894-1930), Περουβιανός δημοσιογράφος, κομμουνιστής επαναστάτης, εκ των βασικών ιδρυτών και πρώτος ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος Περού (1928), που το 1930 μετονομάστηκε σε Περουβιανό Κομμουνιστικό Κόμμα.

[7] Αγουστίν Φαραμπούντο Μαρτί (1893-1932), Σαλβαδοριανός επαναστάτης που συμμετείχε στην ίδρυση ΚΚ στην Κεντρική Αμερική. Το 1932 ηγήθηκε μιας μεγάλης εξέγερσης αγροτών στο Ελ Σαλβαδόρ που σφαγιάστηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις (30.000 νεκροί) και στη συνέχεια εκτελέστηκε.

[8] Εκ του Αγκούστο Ντουράν, ΓΓ του Κολομβιανού ΚΚ από το 1938 ως 1947, που ηγήθηκε λικβινταριστικής πλατφόρμας για τη διάλυση του ΚΚ.

[9] Ερλ Μπράουντερ, ΓΓ του ΚΚ ΗΠΑ από το 1930 ως το 1946, που ηγήθηκε της προσπάθειας διάλυσης του ΚΚ.

[10] ΓΓ του ΚΚ Ουρουγουάης από το 1955 ως το 1987.

[11] Ποταμός που σηματοδοτεί τα σύνορα του Μεξικό με τις ΗΠΑ.

[12] Επίσημα ονομάζεται «Κοινή Αγορά του Νότου», είναι ο οργανισμός ελεύθερου εμπορίου των κρατών της Νότιας Αμερικής που ιδρύθηκε το 1991 με τη συμφωνία της Ασουνσιόν.

[13] Ένωση Νοτιοαμερικανικών Εθνών, ιδρύθηκε το 2008 και έφτασε να αριθμεί 12 χώρες σε μία φάση που ήταν στο απόγειό τους οι διάφορες «προοδευτικές κυβερνήσεις» στη Λατινική Αμερική. Σήμερα απομένουν μόνο 4 μέλη και επί της ουσίας έχει αδρανοποιηθεί από το 2018.