Μετά από μια περίοδο όξυνσης των διεθνικών σχέσεων στο τέλος της δεκαετίας του 1950 του περασμένου αιώνα (εμφάνιση των λεγόμενων «εθνικών κομμουνιστών», ουσιαστική ακύρωση της ΚΕ του ΚΚ Λετονίας με τη βοήθεια του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ με χρήση διοικητικών μέτρων και με την πρόσληψη στελεχών το δεύτερο εξάμηνο του 1959), ξεκίνησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας. Σε κάποια ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος αυτό δημιούργησε μια ψευδή αίσθηση ότι τα προβλήματα είχαν επιλυθεί, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να εξωραΐζουν την κατάσταση για λόγους προσωπικής καριέρας. Μερικοί από αυτούς, παραμένοντας κρυφοί υποστηρικτές της εθνικιστικής ιδεολογίας, επιδεικνύονταν ως πεπεισμένοι διεθνιστές, αναζητώντας ταυτόχρονα μεταξύ των ηγετικών στελεχών τους ιδεολογικούς υποστηρικτές του συνθήματος «Η Λετονία είναι για τους Λετονούς!». Πάνω στις ίδιες αρχές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια εφεδρική ομάδα στελεχών και να πάρουν στα χέρια τους τη διοίκηση ξεχωριστών κλάδων. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.
Ένα ξεχωριστό θέμα ήταν η επιλογή του προσωπικού των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία στη συνέχεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της προπαγάνδας για τη νίκη της αντεπανάστασης. Και αυτό, παρότι το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ το αποτελούσαν εκδόσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος (!) και της Κομσομόλ Λετονίας. Στην πιο έντονη περίοδο της σύγκρουσης 1989-1991, οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτές τις εκδόσεις, όπως και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, πέρασαν σε αντισοσιαλιστικές και εθνικιστικές θέσεις. Οι εργαζόμενοι που παρέμεναν πιστοί στο διεθνισμό και στα σοσιαλιστικά ιδεώδη κατέληξαν να είναι μειοψηφία, έχασαν τη δουλειά τους και αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν εκ νέου έντυπα μέσα (ή να δημιουργήσουν εκ νέου την υλική βάση για εκδόσεις οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν τα ιστορικά τους ονόματα).
Όλ’ αυτά φαίνονται παράδοξα εάν τα δούμε επιφανειακά, αφού ιστορικά η Λετονία ήταν πάντα ανομοιογενής σε εθνικό επίπεδο. Κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας (1991), η αναλογία των Λετονών μέσα στον πληθυσμό, σε σχέση με τις άλλες εθνότητες που ζούσαν στη Δημοκρατία, ήταν σχεδόν πενήντα-πενήντα: 52% Λετονοί έναντι 47% των άλλων εθνικοτήτων (Ρώσων, Ουκρανών, Λευκορώσων, Πολωνών, Εβραίων και άλλων, οι οποίοι κατατάσσονται σύμφωνα με τη γλώσσα επικοινωνίας με τους ρωσόφωνους). Ακόμα και τώρα, μετά από 30 χρόνια ανεξαρτησίας, το ποσοστό των Λετονών στο σύνολο του πληθυσμού δεν υπερβαίνει το 62%.
Ωστόσο, η κρυφή δραστηριότητα των εθνικά προσανατολισμένων ακτιβιστών απέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα μετά από το 1985, όταν στην ΕΣΣΔ ανακηρύχτηκε η περιβόητη «περεστρόικα». Όπως αποδείχτηκε, στη Λετονία είχε προετοιμαστεί μια πλατιά και καλά οργανωμένη βάση για την εξέλιξη των εθνικιστικών και αντισοσιαλιστικών διαδικασιών: Βάση ιδεολογική, υλική και στελεχική. Τυπικά, το λεγόμενο «Λαϊκό Μέτωπο της Λετονίας» γεννήθηκε πάνω στο κύμα ενός πολιτικού ακτιβισμού που άγγιξε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από την οικολογία μέχρι την Ιστορία.
Παράδειγμα μιας τέτοιας δραστηριότητας ήταν η ισχυρή κοινωνική εκστρατεία ενάντια στην κατασκευή του υδροηλεκτρικού σταθμού ενέργειας στο Νταουγκαβπίλς και του μετρό της Ρίγας. Οι προκαταρκτικές εργασίες για την κατασκευή του ηλεκτροσταθμού είχαν ξεκινήσει ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ένα σημαντικό μέρος του είχε ολοκληρωθεί. Ωστόσο, το 1986, ο δημοσιογράφος Ντάινις Ίβανς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Literatura un Maksla (Λογοτεχνία και Τέχνη), ζήτησε να σταματήσουν οι εργασίες προκειμένου να αποφευχθούν πλημμύρες στην προστατευόμενη κοιλάδα του ποταμού και να διατηρηθούν τα σπάνια είδη φυτών και ζώων που υπάρχουν εκεί.
Στην περίπτωση της κατασκευής του μετρό της Ρίγας, τα «σπάνια ζώα και φυτά» δε θα μπορούσαν να βλαφτούν με κανέναν τρόπο. Είναι ολοφάνερο ότι και αυτό το θέμα ήταν απλώς ένα προκάλυμμα για να σκεπάσει έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ψυχολογικής παρότρυνσης σε διαμαρτυρία –την εθνοτική ξενοφοβία. Στις συναντήσεις με τους υποστηρικτές του και σε ιδιωτικές προπαγανδιστικές συζητήσεις, ανέφερε ως κύρια αιτία της εναντίωσης στα μεγάλης κλίμακας οικονομικά σχέδια την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού ειδικών και εργατών από άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ, ενώ αρκετοί από αυτούς, κατά την άποψη των εθνικιστών, θα παρέμεναν στη Λετονία μετά από το τέλος των έργων κατασκευής και θα άλλαζαν την εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού.
Η έκκληση να σταματήσει η κατασκευή του έργου βρήκε πολλούς υποστηρικτές, ενώ ξεκίνησε και συγκέντρωση υπογραφών. Συγκεντρώθηκαν συνολικά πάνω από 30 χιλιάδες υπογραφές, ένας εντυπωσιακός αριθμός για εκείνη την εποχή [για τη σύγκριση: Σήμερα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος απαιτείται η συγκέντρωση 150 χιλιάδων επικυρωμένων συμβολαιογραφικά (!) υπογραφών], και το καλοκαίρι του 1987 η ηγεσία της Ένωσης συμφώνησε να διακόψει την κατασκευή του έργου. Η επίτευξη αυτού του σκοπού όχι απλώς ενέπνευσε τους πρωτεργάτες αυτής της διαμαρτυρίας, αλλά τους επέτρεψε επίσης να αποκτήσουν κύρος και μεγάλο αριθμό υποστηρικτών, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση αντισοβιετικών οργανωτικών δομών που προωθούσαν όλο και πιο ριζικούς στόχους, αρχικά οικονομικούς ή πολιτιστικούς και αργότερα πολιτικούς.
Ωστόσο, αυτό ήταν απλά το αποτέλεσμα. Ποιες είναι οι αιτίες που ο εθνικισμός παρέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα φορώντας επιδεικτικά το προσωπείο της νομιμοφροσύνης, ακόμα και του πιο επιδεικτικού διεθνισμού; Φαίνεται ότι ένας από τους κύριους λόγους ήταν η απουσία ενός πραγματικά επιστημονικού, ερευνητικού έργου πάνω στον τομέα της ψυχολογίας των μαζών και ιδιαίτερα πάνω στο φαινόμενο της ιδιομορφίας της εθνοτικής συνείδησης. Οι ήδη υπάρχουσες εργασίες είχαν έναν ανοιχτά σχολαστικό χαρακτήρα και συνίσταντο στην επανάληψη γνωστών θεωριών ότι τα έθνη προέκυψαν στον καπιταλισμό, ενώ στο σοσιαλισμό η εθνική (εθνοτική) ιδιομορφία συνίστατο σε έναν πολιτισμό «εθνικό στη μορφή, σοσιαλιστικό στο περιεχόμενο». Αν και, όπως αποδείχτηκε στην πραγματικότητα, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν κρατικοί σχηματισμοί σοσιαλιστικοί στη μορφή, αλλά εθνικοί στο περιεχόμενο...
Ένα ιδιαίτερο ιστορικό-ψυχολογικό μεταίχμιο στην ευρωπαϊκή επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ θεωρείται ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που λόγω της συζήτησης που προκαλεί μέχρι σήμερα (!) δεν αποδυναμώνει την ισχυρή αντιπροπαγάνδα από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών, αντικομμουνιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων. Σε πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, τέτοιες όπως η Λετονία ή η Ουκρανία, η σχέση του σύγχρονου κρατικού εθνικισμού με τους ναζί της εποχής του πολέμου είναι πλήρως εμφανής και απροκάλυπτη. Τυπικό παράδειγμα αυτού αποτελεί το γεγονός ότι πρακτικά σε όλες τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ όπου ο εθνικισμός χρησιμοποιείται ως επίσημη ιδεολογία οι ντόπιοι συνεργάτες των SS και οι δωσίλογοι ανακηρύσσονται «εθνικοί ήρωες».
Ταυτόχρονα, πρέπει να παραδεχτούμε το δυσάρεστο γεγονός ότι οι βάσεις για μια τέτοια πολιτική αναθεώρηση τέθηκαν ήδη, αν και ακούσια, στη μεταπολεμική περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτό μπορεί να φαίνεται απίστευτο, όμως μια από τις αιτίες του ήταν και η υπερεκτίμηση της δύναμης του σοσιαλιστικού συστήματος, τόσο λόγω της θεώρησης πως ο παγκόσμιος συσχετισμός είχε γείρει υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού όσο και εξαιτίας της λανθασμένης αντίληψης ότι ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπτυγμένος, που ήταν πλέον αδύνατο να ανατραπεί. Αυτό οδήγησε στην έλλειψη επαγρύπνησης απέναντι στο συγκαλυμμένο εθνικισμό, ο οποίος εκδηλώθηκε ως απρόσμενο ξέσπασμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με πιο χαρακτηριστική την απουσία του ανάλογου επιπέδου αποναζιστικοποίησης μετά από το τέλος του πολέμου.
Από την παρερμηνευμένη αρχή του διεθνισμού και την εκτίμηση της προσωρινής κατάστασης, το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που συνεργάστηκε ενεργά με τους ναζί απαλλάχτηκε ουσιαστικά από το βάρος της ηθικής ενοχής για όσα είχε διαπράξει. Για όλες τις θηριωδίες που διαπράχτηκαν στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά τα χρόνια του πολέμου κατηγορήθηκαν αποκλειστικά οι «Γερμανοί φασίστες κατακτητές». Αυτή η πονηρή διατύπωση φιγουράριζε παντού, από τα σχολικά βιβλία μέχρι τις επιγραφές στα μνημεία των θυμάτων της γενοκτονίας. Παρά το γεγονός ότι, από τη νομική άποψη, οι γερμανικές Αρχές κατοχής αναμφίβολα φέρουν την κύρια ευθύνη για ό,τι συνέβη στα εδάφη που κατέλαβαν, ένα σημαντικό μέρος των εγκλημάτων διαπράχτηκε από τους ντόπιους συνεργούς τους.
Το γεγονός ότι πάνω από 115 χιλιάδες κάτοικοι της Λετονίας, πρωτίστως κομμουνιστές, πολέμησαν ηρωικά τους ναζί στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στα παρτιζάνικα τμήματα και στις παράνομες οργανώσεις, δεν πρέπει να αποτελέσει συγχωροχάρτι για τις ευθύνες εκείνων των δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών τους οι οποίοι πήγαν εθελοντικά να υπηρετήσουν στα τάγματα των SS και της αστυνομίας και έγιναν για τους κατακτητές ένα πειθήνιο εργαλείο εξόντωσης του ντόπιου πληθυσμού.
Φυσικά, αμέσως μετά από το τέλος του πολέμου οι διαθέσεις υπέρ της σοβιετικής εξουσίας στη Λετονία δεν ήταν ομοιογενείς. Πολλοί άνθρωποι μεταξύ του πληθυσμού περίμεναν τον Κόκκινο Στρατό κυρίως επειδή μισούσαν τους χιτλερικούς κατακτητές, ενώ το ζήτημα του πολιτικού συστήματος εκείνη τη στιγμή δεν είχε γι’ αυτούς θεμελιώδη σημασία. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες που συγκέντρωναν και ανέλυαν οι επικεφαλής του παρτιζάνικου κινήματος της Λετονίας, με τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού μεγάλωνε και η συμπάθεια του λαού προς τη σοβιετική εξουσία.
Αντισοβιετικές διαθέσεις υπήρχαν στο τμήμα του πληθυσμού (εθνικιστικά στρώματα στην πόλη και στο χωριό) που ήθελε την αναστήλωση της «παλιάς Λετονίας» και ήλπιζε ότι, αφού οι σύμμαχοι εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους στη σύγκρουση με τον Χίτλερ, η Σουηδία θα εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Λετονίας. [3]
Σε αυτό ακριβώς το κοινωνικό στρώμα του πληθυσμού βρίσκονταν κρυμμένοι οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών και οι απόγονοί τους, που αποτέλεσαν το στήριγμα των εξωτερικών δυνάμεων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου για το φούσκωμα του μύθου περί «δεύτερης κατοχής» της Λετονίας το 1944-1945. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να ξανακερδίσουν το δικαίωμά τους στη διαχείριση της μεταπολεμικής μοίρας της Λετονίας.
Αυτό, όμως, δεν είχε καμιά σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε στη ζώνη της αγγλοαμερικανικής κατοχής της Γερμανίας, όπου ο τοπικός πληθυσμός υποβαλλόταν σε μια σοβαρή ψυχολογική «θεραπεία» μέσω υποχρεωτικών «επισκέψεων» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τη χρησιμοποίησή του σε εργασίες ενταφιασμού και εκταφής σε ομαδικούς τάφους θυμάτων του χιτλερικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα, εν μέσω του σοκ, που όπως ήταν φυσικό προκαλούσε η θέα των εκατοντάδων πτωμάτων των θυμάτων, τους ενημέρωναν με τον πιο ωμό τρόπο ότι αυτό το είχαν κάνει οι σύζυγοι, τα αδέρφια και οι πατεράδες τους. Ενώ σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν απελευθερωθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, επιτρέπονταν στους δρόμους οι μαζικές εξοντώσεις των ντόπιων δωσίλογων. Ως αποτέλεσμα, οι συνεργάτες των Γερμανών δεν εμφανίζονταν πουθενά στη μεταπολεμική Ευρώπη και δεν μπορούσαν να εμφανιστούν από θέσεις όμοιες με αυτές των Λετονών εθνικιστών, καθώς αυτό συνεπαγόταν αναπόφευκτα την αποναζιστικοποίηση και την περιθωριοποίηση.
Ως αποτέλεσμα, οι απόγονοι εκείνων που αναγκάζονταν από τους Αγγλοαμερικανούς στρατιώτες να κουβαλούν πτώματα αιχμαλώτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης θεωρούν τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία απελευθερωτές της Ευρώπης, ενώ θεωρούν το ΝΑΤΟ εγγυητή της ειρήνης. Ενώ οι απόγονοι των δωσίλογων, απαλλαγμένοι επιμελώς από τα συναισθήματα ενοχής για τις ενέργειες των προγόνων τους, και κάτοικοι της πρώην ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών του σοσιαλισμού γκρεμίζουν τα μνημεία των Σοβιετικών στρατιωτών και τιμούν τους πρώην συνεργάτες των SS. Η πρακτική έχει δείξει ξεκάθαρα ποια μέθοδος αντιναζιστικής προπαγάνδας είναι πιο αποτελεσματική...