Το σοσιαλιστικό κράτος στη Λετονία: Από τον επαναστατικό θρίαμβο στο δράμα της διάλυσης


Βλαντίμιρ Φρολόφ, Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας

Η Λετονία κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία του 20ού αιώνα. Ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα σημειώθηκε ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού στα κυβερνεία της Λιφλάνδης και της Κουρλάνδης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (τμήμα του εδάφους της σύγχρονης Λετονίας). Ως προς τον πληθυσμό, η Λετονία αποτελούσε μόλις το 1,5% των κατοίκων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και παρήγαγε το 5,5% των βιομηχανικών προϊόντων. Στη βαριά βιομηχανία της Λετονίας εργάζονταν 62.300 εργάτες. Στην κοινωνία της Λετονίας διαμορφώθηκαν οι κύριες ανταγωνιστικές τάξεις –η αστική τάξη και το βιομηχανικό προλεταριάτο. Λόγω των διαμορφωμένων συνθηκών, οι ιδέες των σοσιαλδημοκρατών προκαλούσαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στους κόλπους των εργατών και των αντικειμενικών συμμάχων τους – των εργατών γης. Όμως και πάλι, οι τοπικές συνθήκες καθόρισαν τις προϋποθέσεις για τον πρωταρχικό διαχωρισμό των υποστηρικτών του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος σε λετονικές, ρωσικές και εβραϊκές οργανώσεις. Παρότι αυτός ο διαχωρισμός σε εθνικές ομάδες φαινομενικά ξεπεράστηκε, στη συνέχεια αποδείχτηκε εξαιρετικά δραστήριος και εκδηλώθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της κρίσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας το 1959 και κατά τη διάσπασή του την περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ το 1991.

Την ίδια στιγμή, παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το πρώτο κράτος που διαμορφώθηκε στη βάση των Σοβιέτ δημιουργήθηκε στο έδαφος της σημερινής Δημοκρατίας της Λετονίας στις 9 Νοέμβρη 1917. Εκεί, η εξουσία άνηκε στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των ακτημόνων βουλευτών (ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1917) και είναι γνωστό με την ονομασία Δημοκρατία του Ισκολάτ. Σε αντίθεση με άλλους παρόμοιους σχηματισμούς στην επικράτεια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το Ισκολάτ έλεγχε με αρκετή σιγουριά την κατάσταση, καθώς στηριζόταν σε μια καλά οργανωμένη και ένοπλη δύναμη –στα τμήματα των Λετονών τυφεκιοφόρων– η οποία ήταν αποφασιστικής σημασίας στις συνθήκες της τότε διοικητικής «σύγχυσης και των ταλαντεύσεων».

Εξαιρετικά σημαντική εκείνη την περίοδο ήταν η υλική βοήθεια από την επίσης νεοσυσταθείσα Σοβιετική Ρωσία. Και η βοήθεια αυτή δόθηκε. Έτσι, το Δεκέμβρη του 1917, η σοβιετική κυβέρνηση έστειλε στο μη κατεχόμενο τμήμα της Λετονίας 50 χιλιάδες πούτια (815.000 κιλά) σίκαλης και 25 χιλιάδες πούτια (407.000 κιλά) σιτάλευρου. Το Δεκέμβρη του 1917, η Λετονία έλαβε οικονομική βοήθεια ύψους 68.020 ρουβλιών, ενώ το Γενάρη και το Φλεβάρη του 1918 είχε προγραμματιστεί να διατεθούν ακόμη μεγαλύτερα ποσά. [1]

Η Δημοκρατία του Ισκολάτ καταστράφηκε το Φλεβάρη του 1918, ως συνέπεια της κατάκτησης ολόκληρου του εδάφους της Λετονίας από τα γερμανικά στρατεύματα. Όμως, τα τμήματα των Λετονών τυφεκιοφόρων έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Πετρούπολη και στο μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο. Το Ισκολάτ ήταν ο πολιτικός και ιστορικός προάγγελος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λετονίας (το 1918) και μετέπειτα της ΣΣΔ Λετονίας (1940). Πώς μια Δημοκρατία με αυτές τις επαναστατικές παραδόσεις και με ένα τέτοιο ιστορικό παρελθόν βρέθηκε 70 χρόνια αργότερα στην πρωτοπορία της αστικής αντισοσιαλιστικής αντεπανάστασης;

Η αντεπανάσταση της «Περεστρόικα»: Οι γενικοί παράγοντες και οι τοπικές ιδιαιτερότητες

Καθοριστικές, κατά την άποψή μας, υπήρξαν οι εσωτερικές αιτίες που συνέβαλαν στην καταστροφή της ΕΣΣΔ: Από την κρίση της ιδεολογικής δουλειάς και την προδοσία της ελίτ έως την υποβάθμιση της ταξικής συνείδησης των μαζών. Αυτές οι αιτίες έχουν έναν αρκετά γενικό χαρακτήρα που αφορά όλη την επικράτεια του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, την ΕΣΣΔ. Έτσι, για παράδειγμα, πρώτος ηγέτης της Λετονίας μετά από την αποχώρησή της από τη σύσταση της ΕΣΣΔ έγινε ο Ανατόλι Γκορμπουνόφ, απόφοιτος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, επιτυχημένο υψηλόβαθμο στέλεχος της Κομσομόλ με δεκαπεντάχρονη θητεία, αργότερα Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος για τα θέματα ιδεολογίας στη Δημοκρατία. Παράλληλα, σε μια σειρά από Δημοκρατίες υπήρχαν και ορισμένες τοπικές διαφορές στο πώς εκφράστηκαν αυτές οι βαθύτερες αιτίες. Την ίδια στιγμή, υπήρχαν επίσης συγκεκριμένες τοπικές διαφορές που αντανακλούσαν το πώς οι πιο εκτεταμένες επιπτώσεις αυτών των αιτιών εκδηλώνονταν σε κάθε ξεχωριστή Δημοκρατία. Για παράδειγμα, στις ασιατικές Δημοκρατίες και στην Υπερκαυκασία ο εκφυλισμός των δομών της εξουσίας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 εκφράστηκε με φαινόμενα διαφθοράς και φυλετισμού. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο της Λετονίας.

Ένας κοινός και πολύ σημαντικός παράγοντας της αντεπανάστασης ήταν οι οξυμένες εθνικές σχέσεις, η ιδιαίτερη ευαισθησία των οποίων είχε εκδηλωθεί αρκετό καιρό πριν, συμπεριλαμβανομένης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, της περιόδου κατά την οποία σχηματίζονταν οι επαναστατικές δυνάμεις στη Λετονία. Οι ιδεολογικές ρίζες της κατεύθυνσης προς την πλευρά των εθνικών συμφερόντων σε βάρος των ταξικών συνέχιζαν να διατηρούνται με τη μορφή μιας λανθάνουσας ενδοεθνοτικής σύγκρουσης, που οδήγησε στη συνέχεια στην οξυμένη κρίση μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας το 1959 και στη διάσπασή του κατά την περίοδο που εξελισσόταν η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991.

Μια άλλη αιτία της μαζικής δυσαρέσκειας του πληθυσμού ήταν η κατάσταση στην οικονομία και στο επίπεδο της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί άξιο απορίας, καθώς το βιοτικό επίπεδο στη ΣΣΔ της Λετονίας ήταν υψηλότερο απ’ ό,τι σε πολλές άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Πολύ περισσότερο που αυτό το επίπεδο αυξανόταν πραγματικά από χρόνο σε χρόνο.

Μετά από το τέλος του πολέμου, στο πλαίσιο του τέταρτου πενταετούς πλάνου, για την αποκατάσταση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας της ΕΣΣΔ για τα έτη 1949-1950, καθορίστηκαν επίσης τα ζητήματα της ειρηνικής οικοδόμησης. Η Σύνοδος του Ανώτατου Σοβιέτ της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λετονίας, που πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιούλη 1946, καθόρισε τα κύρια καθήκοντα του πενταετούς πλάνου: Όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της εθνικής οικονομίας που είχε καταστραφεί από τους Γερμανούς φασίστες κατακτητές, αρχικά επίτευξη των προπολεμικών επιπέδων ανάπτυξης και κατόπιν σημαντική υπέρβασή τους.

Ήδη από το 1948, ο όγκος της ακαθάριστης βιομηχανικής παραγωγής της ΣΣΔ της Λετονίας είχε υπερβεί το επίπεδο του 1940 κατά 81%. Έτσι, ο κύριος στόχος του πενταετούς πλάνου, το οποίο προέβλεπε για το 1950 την υπέρβαση του προπολεμικού επιπέδου της βιομηχανίας κατά 80%, εκπληρώθηκε σε μόλις 3 (!) χρόνια.

Κατά τη σοβιετική περίοδο, πραγματοποιήθηκε μεγάλης κλίμακας εκβιομηχάνιση στη Δημοκρατία. Εκτός από τις προπολεμικές φάμπρικες και τα εργοστάσια (που ανακατασκευάστηκαν και επεκτάθηκαν), τέθηκαν σε λειτουργία περισσότερες από 200 επιχειρήσεις και νέα εργοστασιακά τμήματα, ενώ κατασκευάστηκε η μονάδα του υδροηλεκτρικού σταθμού στον ποταμό Νταουγκάβα, η οποία τροφοδοτεί τη Λετονία με ηλεκτρική ενέργεια μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, η όλο και υψηλότερη βιομηχανική τεχνολογία της Δημοκρατίας απέκτησε σημασία για όλη την ΕΣΣΔ, αν και, από την άλλη πλευρά, αντίστοιχη σπουδαιότητα είχε και η παραδοσιακή οικονομική ειδίκευση της Λετονίας, ο αγροτικός τομέας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η βιομηχανική παραγωγή προϊόντων συνέχισε να αυξάνεται και ξεπέρασε τα προπολεμικά επίπεδα κατά 47 φορές, ενώ η ακαθάριστη παραγωγή της εθνικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,5 φορά. Την περίοδο 1985-1990, η παραγωγή προϊόντων από τη βιομηχανία της ΣΣΔ της Λετονίας αυξήθηκε κατά 18%, τα γεωργικά προϊόντα κατά 14% και ο τζίρος στο λιανεμπόριο αυξήθηκε κατά 29%, χωρίς να υπολογίζονται τα αλκοολούχα προϊόντα. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων (IMEMO) της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, το 1990 η Σοβιετική Λετονία κατατάχτηκε στην 40ή θέση στον κόσμο (!) όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. [2] Τα επιτεύγματα ήταν προφανή. Είναι αδύνατο για κάποιον να μην τα δει ή να τα αγνοήσει συνειδητά. Ωστόσο, αυτό δε σταμάτησε τη διάλυση.

Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις πολιτικοοικονομικές βάσεις. Το πρόβλημα φαίνεται στο γεγονός ότι, παρά τις επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η πραγματική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν ανταποκρινόταν ούτε στο πραγματικό και, ακόμα περισσότερο, ούτε στο δηλωμένο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων.

Αυτό το θεμελιακό ζήτημα επιδρούσε αντικειμενικά με αρνητικό τρόπο στο πώς θα εκπληρωνόταν μια από τις βασικές νομοτέλειες του σοσιαλισμού, ότι κριτήριο της παραγωγής είναι η κάλυψη των διαρκώς διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών.

Οι μεγαλειώδεις, χωρίς υπερβολή, επιτυχίες στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης, συνυπήρχαν με φαινόμενα που δε χαρακτήριζαν το επίπεδο του θεωρούμενου από την ηγεσία του ΚΚΣΕ «αναπτυγμένου σοσιαλισμού», όπως ήταν οι ελλείψεις σε στέγαση και σε θέσεις σε ιδρύματα προσχολικής αγωγής, οι ελλείψεις σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης (συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων!), η υπάρχουσα ανάγκη για υποχρεωτική ρύθμιση της πώλησής τους και παράλληλα η χαμηλή ποιότητα αυτών των προϊόντων.

Αυτές και άλλες αρνητικές καταστάσεις δημιουργούσαν νομοτελειακά τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία δυσαρέσκειας μεταξύ των εργαζόμενων, διαμόρφωναν κλίμα δυσπιστίας προς τα καθορισμένα κοινωνικοοικονομικά καθήκοντα και διαθέσεις διαμαρτυρίας στους κόλπους της κοινωνίας απέναντι στις ιδεολογικές θέσεις που διακήρυτταν τα κομματικά όργανα. Επιπλέον, στα συνειδητοποιημένα τμήματα των εργαζόμενων προκαλούσε απορία και αγανάκτηση η ακόμα χαμηλότερη ποιότητα των οικιακών ειδών και προϊόντων στον τομέα των ανέσεων, αλλά και το γεγονός ότι τα σοβιετικά τρακτέρ, τα αγροτικά οχήματα και τα φορτηγά υστερούσαν σε σχέση με τα αντίστοιχα που κατασκευάζονταν στις καπιταλιστικές χώρες, τόσο ως προς τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά όσο και ως προς το επίπεδο ποιότητας της δουλειάς για τον εργαζόμενο που χρησιμοποιούσε αυτά τα μηχανήματα.

Προέκυπτε το συμπέρασμα ότι ο καπιταλιστής φροντίζει για τις ανέσεις και την υγεία του εργαζόμενου περισσότερο απ’ ό,τι το σοσιαλιστικό κράτος. Αν στις δεκαετίες του 1930 ή του 1950 αυτή η καθυστέρηση στην πρόοδο μπορούσε να εξηγηθεί ως αντικειμενικά αναπόφευκτη και επομένως να αντιμετωπιστεί με κατανόηση, τότε, στις δεκαετίες 1970-1980, γινόταν λόγος είτε για σοβαρή απόσπαση της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας της χώρας από την πραγματική ζωή είτε για συνειδητή υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος. Από τη σκοπιά του σήμερα, εύλογα μπορούμε να πούμε ότι προφανώς συνέβαιναν και τα δύο.

Σήμερα, πολλοί οικονομολόγοι, ακόμα και μη μαρξιστές, παραδέχονται ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ΕΣΣΔ τις δεκαετίες 1930-1950, όπως η κοινωνική/κρατική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής σε στρατηγικούς τομείς και η συνεταιριστική, ομαδική ιδιοκτησία στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και στον τομέα των υπηρεσιών, αντιπροσώπευαν το αντικειμενικό έδαφος πάνω στο οποίο εξελισσόταν η σοσιαλιστική οικοδόμηση στο συγκεκριμένο ιστορικό στάδιο ανάπτυξης των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Αποδείχτηκε ολέθρια η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι επιβιώσεις της ατομικής-συνεταιριστικής παραγωγής, που υπήρχαν ακόμα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν, με εργαλεία της αγοράς και του καπιταλισμού και όχι με το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ενώ γινόταν λόγος για «την οικοδόμηση του κομμουνισμού», στην πράξη εισάγονταν στοιχεία της αγοράς. Το «άλμα προς τα εμπρός», που διακηρύχτηκε, ήταν η αρχή μιας μεγάλης οπισθοδρόμησης. Μέτρα όπως η υιοθέτηση της αστικής κατηγορίας του «επιχειρησιακού κέρδους» της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονάδας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζόμενων, η επακόλουθη ενίσχυση των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων, η ανατροπή των αναλογιών μεταξύ της Υποδιαίρεσης I (της παραγωγής μέσων παραγωγής) και της Υποδιαίρεσης II (της παραγωγής προϊόντων κατανάλωσης), η «μεταρρύθμιση του Κοσίγκιν» τη δεκαετία του 1960, όλοι αυτοί οι παράγοντες έθεσαν σε λειτουργία μια οικονομική ωρολογιακή βόμβα, που ανατινάχτηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980 από τη «συνεταιριστική» (στην πραγματικότητα ήδη ατομική καπιταλιστική) μεταρρύθμιση του Γκορμπατσόφ. Από αυτήν την άποψη, τα γεγονότα στη Λετονία εξελίχτηκαν παράλληλα με όσα συνέβαιναν και στις άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ.

Ο παράγοντας του εθνικισμού στην ιστορία της Σοσιαλιστικής Λετονίας

Μετά από μια περίοδο όξυνσης των διεθνικών σχέσεων στο τέλος της δεκαετίας του 1950 του περασμένου αιώνα (εμφάνιση των λεγόμενων «εθνικών κομμουνιστών», ουσιαστική ακύρωση της ΚΕ του ΚΚ Λετονίας με τη βοήθεια του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ με χρήση διοικητικών μέτρων και με την πρόσληψη στελεχών το δεύτερο εξάμηνο του 1959), ξεκίνησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας. Σε κάποια ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος αυτό δημιούργησε μια ψευδή αίσθηση ότι τα προβλήματα είχαν επιλυθεί, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να εξωραΐζουν την κατάσταση για λόγους προσωπικής καριέρας. Μερικοί από αυτούς, παραμένοντας κρυφοί υποστηρικτές της εθνικιστικής ιδεολογίας, επιδεικνύονταν ως πεπεισμένοι διεθνιστές, αναζητώντας ταυτόχρονα μεταξύ των ηγετικών στελεχών τους ιδεολογικούς υποστηρικτές του συνθήματος «Η Λετονία είναι για τους Λετονούς!». Πάνω στις ίδιες αρχές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια εφεδρική ομάδα στελεχών και να πάρουν στα χέρια τους τη διοίκηση ξεχωριστών κλάδων. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.

Ένα ξεχωριστό θέμα ήταν η επιλογή του προσωπικού των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία στη συνέχεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της προπαγάνδας για τη νίκη της αντεπανάστασης. Και αυτό, παρότι το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ το αποτελούσαν εκδόσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος (!) και της Κομσομόλ Λετονίας. Στην πιο έντονη περίοδο της σύγκρουσης 1989-1991, οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτές τις εκδόσεις, όπως και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, πέρασαν σε αντισοσιαλιστικές και εθνικιστικές θέσεις. Οι εργαζόμενοι που παρέμεναν πιστοί στο διεθνισμό και στα σοσιαλιστικά ιδεώδη κατέληξαν να είναι μειοψηφία, έχασαν τη δουλειά τους και αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν εκ νέου έντυπα μέσα (ή να δημιουργήσουν εκ νέου την υλική βάση για εκδόσεις οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν τα ιστορικά τους ονόματα).

Όλ’ αυτά φαίνονται παράδοξα εάν τα δούμε επιφανειακά, αφού ιστορικά η Λετονία ήταν πάντα ανομοιογενής σε εθνικό επίπεδο. Κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας (1991), η αναλογία των Λετονών μέσα στον πληθυσμό, σε σχέση με τις άλλες εθνότητες που ζούσαν στη Δημοκρατία, ήταν σχεδόν πενήντα-πενήντα: 52% Λετονοί έναντι 47% των άλλων εθνικοτήτων (Ρώσων, Ουκρανών, Λευκορώσων, Πολωνών, Εβραίων και άλλων, οι οποίοι κατατάσσονται σύμφωνα με τη γλώσσα επικοινωνίας με τους ρωσόφωνους). Ακόμα και τώρα, μετά από 30 χρόνια ανεξαρτησίας, το ποσοστό των Λετονών στο σύνολο του πληθυσμού δεν υπερβαίνει το 62%.

Ωστόσο, η κρυφή δραστηριότητα των εθνικά προσανατολισμένων ακτιβιστών απέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα μετά από το 1985, όταν στην ΕΣΣΔ ανακηρύχτηκε η περιβόητη «περεστρόικα». Όπως αποδείχτηκε, στη Λετονία είχε προετοιμαστεί μια πλατιά και καλά οργανωμένη βάση για την εξέλιξη των εθνικιστικών και αντισοσιαλιστικών διαδικασιών: Βάση ιδεολογική, υλική και στελεχική. Τυπικά, το λεγόμενο «Λαϊκό Μέτωπο της Λετονίας» γεννήθηκε πάνω στο κύμα ενός πολιτικού ακτιβισμού που άγγιξε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από την οικολογία μέχρι την Ιστορία.

Παράδειγμα μιας τέτοιας δραστηριότητας ήταν η ισχυρή κοινωνική εκστρατεία ενάντια στην κατασκευή του υδροηλεκτρικού σταθμού ενέργειας στο Νταουγκαβπίλς και του μετρό της Ρίγας. Οι προκαταρκτικές εργασίες για την κατασκευή του ηλεκτροσταθμού είχαν ξεκινήσει ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ένα σημαντικό μέρος του είχε ολοκληρωθεί. Ωστόσο, το 1986, ο δημοσιογράφος Ντάινις Ίβανς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Literatura un Maksla (Λογοτεχνία και Τέχνη), ζήτησε να σταματήσουν οι εργασίες προκειμένου να αποφευχθούν πλημμύρες στην προστατευόμενη κοιλάδα του ποταμού και να διατηρηθούν τα σπάνια είδη φυτών και ζώων που υπάρχουν εκεί.

Στην περίπτωση της κατασκευής του μετρό της Ρίγας, τα «σπάνια ζώα και φυτά» δε θα μπορούσαν να βλαφτούν με κανέναν τρόπο. Είναι ολοφάνερο ότι και αυτό το θέμα ήταν απλώς ένα προκάλυμμα για να σκεπάσει έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ψυχολογικής παρότρυνσης σε διαμαρτυρία –την εθνοτική ξενοφοβία. Στις συναντήσεις με τους υποστηρικτές του και σε ιδιωτικές προπαγανδιστικές συζητήσεις, ανέφερε ως κύρια αιτία της εναντίωσης στα μεγάλης κλίμακας οικονομικά σχέδια την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού ειδικών και εργατών από άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ, ενώ αρκετοί από αυτούς, κατά την άποψη των εθνικιστών, θα παρέμεναν στη Λετονία μετά από το τέλος των έργων κατασκευής και θα άλλαζαν την εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού.

Η έκκληση να σταματήσει η κατασκευή του έργου βρήκε πολλούς υποστηρικτές, ενώ ξεκίνησε και συγκέντρωση υπογραφών. Συγκεντρώθηκαν συνολικά πάνω από 30 χιλιάδες υπογραφές, ένας εντυπωσιακός αριθμός για εκείνη την εποχή [για τη σύγκριση: Σήμερα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος απαιτείται η συγκέντρωση 150 χιλιάδων επικυρωμένων συμβολαιογραφικά (!) υπογραφών], και το καλοκαίρι του 1987 η ηγεσία της Ένωσης συμφώνησε να διακόψει την κατασκευή του έργου. Η επίτευξη αυτού του σκοπού όχι απλώς ενέπνευσε τους πρωτεργάτες αυτής της διαμαρτυρίας, αλλά τους επέτρεψε επίσης να αποκτήσουν κύρος και μεγάλο αριθμό υποστηρικτών, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση αντισοβιετικών οργανωτικών δομών που προωθούσαν όλο και πιο ριζικούς στόχους, αρχικά οικονομικούς ή πολιτιστικούς και αργότερα πολιτικούς.

Ωστόσο, αυτό ήταν απλά το αποτέλεσμα. Ποιες είναι οι αιτίες που ο εθνικισμός παρέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα φορώντας επιδεικτικά το προσωπείο της νομιμοφροσύνης, ακόμα και του πιο επιδεικτικού διεθνισμού; Φαίνεται ότι ένας από τους κύριους λόγους ήταν η απουσία ενός πραγματικά επιστημονικού, ερευνητικού έργου πάνω στον τομέα της ψυχολογίας των μαζών και ιδιαίτερα πάνω στο φαινόμενο της ιδιομορφίας της εθνοτικής συνείδησης. Οι ήδη υπάρχουσες εργασίες είχαν έναν ανοιχτά σχολαστικό χαρακτήρα και συνίσταντο στην επανάληψη γνωστών θεωριών ότι τα έθνη προέκυψαν στον καπιταλισμό, ενώ στο σοσιαλισμό η εθνική (εθνοτική) ιδιομορφία συνίστατο σε έναν πολιτισμό «εθνικό στη μορφή, σοσιαλιστικό στο περιεχόμενο». Αν και, όπως αποδείχτηκε στην πραγματικότητα, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν κρατικοί σχηματισμοί σοσιαλιστικοί στη μορφή, αλλά εθνικοί στο περιεχόμενο...

Ένα ιδιαίτερο ιστορικό-ψυχολογικό μεταίχμιο στην ευρωπαϊκή επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ θεωρείται ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που λόγω της συζήτησης που προκαλεί μέχρι σήμερα (!) δεν αποδυναμώνει την ισχυρή αντιπροπαγάνδα από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών, αντικομμουνιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων. Σε πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, τέτοιες όπως η Λετονία ή η Ουκρανία, η σχέση του σύγχρονου κρατικού εθνικισμού με τους ναζί της εποχής του πολέμου είναι πλήρως εμφανής και απροκάλυπτη. Τυπικό παράδειγμα αυτού αποτελεί το γεγονός ότι πρακτικά σε όλες τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ όπου ο εθνικισμός χρησιμοποιείται ως επίσημη ιδεολογία οι ντόπιοι συνεργάτες των SS και οι δωσίλογοι ανακηρύσσονται «εθνικοί ήρωες».

Ταυτόχρονα, πρέπει να παραδεχτούμε το δυσάρεστο γεγονός ότι οι βάσεις για μια τέτοια πολιτική αναθεώρηση τέθηκαν ήδη, αν και ακούσια, στη μεταπολεμική περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτό μπορεί να φαίνεται απίστευτο, όμως μια από τις αιτίες του ήταν και η υπερεκτίμηση της δύναμης του σοσιαλιστικού συστήματος, τόσο λόγω της θεώρησης πως ο παγκόσμιος συσχετισμός είχε γείρει υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού όσο και εξαιτίας της λανθασμένης αντίληψης ότι ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπτυγμένος, που ήταν πλέον αδύνατο να ανατραπεί. Αυτό οδήγησε στην έλλειψη επαγρύπνησης απέναντι στο συγκαλυμμένο εθνικισμό, ο οποίος εκδηλώθηκε ως απρόσμενο ξέσπασμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με πιο χαρακτηριστική την απουσία του ανάλογου επιπέδου αποναζιστικοποίησης μετά από το τέλος του πολέμου.

Από την παρερμηνευμένη αρχή του διεθνισμού και την εκτίμηση της προσωρινής κατάστασης, το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που συνεργάστηκε ενεργά με τους ναζί απαλλάχτηκε ουσιαστικά από το βάρος της ηθικής ενοχής για όσα είχε διαπράξει. Για όλες τις θηριωδίες που διαπράχτηκαν στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά τα χρόνια του πολέμου κατηγορήθηκαν αποκλειστικά οι «Γερμανοί φασίστες κατακτητές». Αυτή η πονηρή διατύπωση φιγουράριζε παντού, από τα σχολικά βιβλία μέχρι τις επιγραφές στα μνημεία των θυμάτων της γενοκτονίας. Παρά το γεγονός ότι, από τη νομική άποψη, οι γερμανικές Αρχές κατοχής αναμφίβολα φέρουν την κύρια ευθύνη για ό,τι συνέβη στα εδάφη που κατέλαβαν, ένα σημαντικό μέρος των εγκλημάτων διαπράχτηκε από τους ντόπιους συνεργούς τους.

Το γεγονός ότι πάνω από 115 χιλιάδες κάτοικοι της Λετονίας, πρωτίστως κομμουνιστές, πολέμησαν ηρωικά τους ναζί στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στα παρτιζάνικα τμήματα και στις παράνομες οργανώσεις, δεν πρέπει να αποτελέσει συγχωροχάρτι για τις ευθύνες εκείνων των δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών τους οι οποίοι πήγαν εθελοντικά να υπηρετήσουν στα τάγματα των SS και της αστυνομίας και έγιναν για τους κατακτητές ένα πειθήνιο εργαλείο εξόντωσης του ντόπιου πληθυσμού.

Φυσικά, αμέσως μετά από το τέλος του πολέμου οι διαθέσεις υπέρ της σοβιετικής εξουσίας στη Λετονία δεν ήταν ομοιογενείς. Πολλοί άνθρωποι μεταξύ του πληθυσμού περίμεναν τον Κόκκινο Στρατό κυρίως επειδή μισούσαν τους χιτλερικούς κατακτητές, ενώ το ζήτημα του πολιτικού συστήματος εκείνη τη στιγμή δεν είχε γι’ αυτούς θεμελιώδη σημασία. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες που συγκέντρωναν και ανέλυαν οι επικεφαλής του παρτιζάνικου κινήματος της Λετονίας, με τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού μεγάλωνε και η συμπάθεια του λαού προς τη σοβιετική εξουσία.

Αντισοβιετικές διαθέσεις υπήρχαν στο τμήμα του πληθυσμού (εθνικιστικά στρώματα στην πόλη και στο χωριό) που ήθελε την αναστήλωση της «παλιάς Λετονίας» και ήλπιζε ότι, αφού οι σύμμαχοι εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους στη σύγκρουση με τον Χίτλερ, η Σουηδία θα εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Λετονίας. [3]

Σε αυτό ακριβώς το κοινωνικό στρώμα του πληθυσμού βρίσκονταν κρυμμένοι οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών και οι απόγονοί τους, που αποτέλεσαν το στήριγμα των εξωτερικών δυνάμεων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου για το φούσκωμα του μύθου περί «δεύτερης κατοχής» της Λετονίας το 1944-1945. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να ξανακερδίσουν το δικαίωμά τους στη διαχείριση της μεταπολεμικής μοίρας της Λετονίας.

Αυτό, όμως, δεν είχε καμιά σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε στη ζώνη της αγγλοαμερικανικής κατοχής της Γερμανίας, όπου ο τοπικός πληθυσμός υποβαλλόταν σε μια σοβαρή ψυχολογική «θεραπεία» μέσω υποχρεωτικών «επισκέψεων» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τη χρησιμοποίησή του σε εργασίες ενταφιασμού και εκταφής σε ομαδικούς τάφους θυμάτων του χιτλερικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα, εν μέσω του σοκ, που όπως ήταν φυσικό προκαλούσε η θέα των εκατοντάδων πτωμάτων των θυμάτων, τους ενημέρωναν με τον πιο ωμό τρόπο ότι αυτό το είχαν κάνει οι σύζυγοι, τα αδέρφια και οι πατεράδες τους. Ενώ σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν απελευθερωθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, επιτρέπονταν στους δρόμους οι μαζικές εξοντώσεις των ντόπιων δωσίλογων. Ως αποτέλεσμα, οι συνεργάτες των Γερμανών δεν εμφανίζονταν πουθενά στη μεταπολεμική Ευρώπη και δεν μπορούσαν να εμφανιστούν από θέσεις όμοιες με αυτές των Λετονών εθνικιστών, καθώς αυτό συνεπαγόταν αναπόφευκτα την αποναζιστικοποίηση και την περιθωριοποίηση.

Ως αποτέλεσμα, οι απόγονοι εκείνων που αναγκάζονταν από τους Αγγλοαμερικανούς στρατιώτες να κουβαλούν πτώματα αιχμαλώτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης θεωρούν τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία απελευθερωτές της Ευρώπης, ενώ θεωρούν το ΝΑΤΟ εγγυητή της ειρήνης. Ενώ οι απόγονοι των δωσίλογων, απαλλαγμένοι επιμελώς από τα συναισθήματα ενοχής για τις ενέργειες των προγόνων τους, και κάτοικοι της πρώην ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών του σοσιαλισμού γκρεμίζουν τα μνημεία των Σοβιετικών στρατιωτών και τιμούν τους πρώην συνεργάτες των SS. Η πρακτική έχει δείξει ξεκάθαρα ποια μέθοδος αντιναζιστικής προπαγάνδας είναι πιο αποτελεσματική...

Συσσωρευμένα και άλυτα προβλήματα, λάθη και λανθασμένοι υπολογισμοί στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της μεταπολεμικής περιόδου ήταν η ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή ένα σύστημα δραστικών μέτρων για την περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Το κύριο κοινωνικοπολιτικό καθήκον εκείνης της περιόδου ήταν η δημιουργία σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ύπαιθρο. Αυτό έγινε μέσα σε συνθήκες οξείας ταξικής πάλης. Έτσι, στη συνάντηση των εργαζόμενων αγροτών της Δημοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε το 1945, σημειωνόταν: «Οι ληστές συνδέονται με τους ανθρώπους του παλιού καθεστώτος, με τους κουλάκους που δε συμφωνούν με τη σοβιετική εξουσία (...) Αντιτίθενται σε αυτήν όχι μόνο με τη δύναμη των όπλων, αλλά και με την προπαγάνδα, έτσι ώστε οι αγρότες να μην τακτοποιούν τις οφειλές τους προς το κράτος, ενώ επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι στις Εκτελεστικές Επιτροπές των επαρχιακών και αγροτικών Σοβιέτ δε θα υπάρχουν άνθρωποι των Σοβιέτ, αλλά κουλάκοι οι οποίοι θα υποκινούσαν τους αγρότες ενάντια στη σοβιετική εξουσία...» [4]

Η πολιτική περιορισμού και εκδίωξης των κουλάκων ως τάξης και η εφαρμογή οικονομικών μέτρων εναντίον τους στη ΣΣΔ της Λετονίας διέφερε από τα αντίστοιχα μέτρα που λήφθηκαν στις «παλιές» Δημοκρατίες στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του 1930. Στη Λετονία οι κουλάκοι δε στερήθηκαν τα εκλογικά τους δικαιώματα, παρέμεναν ατομικοί ιδιόκτητες αγροκτημάτων, τα οποία, αν και μειωμένα σε έκταση, εξακολουθούσαν να είναι μεγαλύτερα από εκείνα των υπόλοιπων αγροτών. Τους επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν εν μέρει μισθωτή εργατική δύναμη.

Κατά την κατασκευή συνεταιριστικών κτηρίων στη Δημοκρατία, ορισμένα σοβιετικά και κομματικά όργανα επέδειξαν απαράδεκτη βιασύνη και αμέλεια. Δε θα αναιρούνταν με μια προσεκτικότερη συγκρότηση των συνεταιριστικών οργανισμών τα αντικειμενικά κοινωνικά ερείσματα που διέθεταν οι κουλάκοι στην ύπαιθρο και η δυνατότητά τους να επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τους συνεταιριστικούς οργανισμούς. Όμως, η συχνή διείσδυση απατεώνων και κουλάκων μέσα στους συνεταιρισμούς και κερδοσκόπων στις διοικήσεις τους έδωσε σε αυτά τα στοιχεία μια ακόμη δίοδο υπονόμευσης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Όπου κατάφερναν να αναλάβουν ηγετικές θέσεις, έκαναν αντισοβιετική προπαγάνδα, με τις ενέργειές τους δυσφήμιζαν τα μέτρα της σοβιετικής κυβέρνησης στην αγροτική οικονομία, προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων προς την κυβέρνηση.

Η πάλη ενάντια στον αστικό εθνικισμό παρεμποδίστηκε σε ένα βαθμό και από τις ελλείψεις στις μεθόδους της κομματικής δουλειάς. Σήμερα είναι περίεργο να μαθαίνουμε γι’ αυτό, αλλά σε εκείνη την τεταμένη περίοδο, στις μαζικές πολιτικές εκδηλώσεις, στις διαλέξεις, στο δημοκρατικό και περιφερειακό Τύπο δεν αποκαλύπτονταν και ούτε ξεσκεπάζονταν στο βαθμό που έπρεπε οι υπονομευτικές ενέργειες των αστών εθνικιστών. Τα λάθη και οι εσφαλμένοι υπολογισμοί που έγιναν κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης στην ύπαιθρο της Λετονίας δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα της κολεκτιβοποίησης. Η αγροτική παραγωγή της Δημοκρατίας δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά χωρίς να συμπεριληφθεί στο ενιαίο σύμπλεγμα της λαϊκής οικονομίας ολόκληρης της χώρας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανόν σ’ εκείνες τις συνθήκες τα χαρακτηριστικά που επισημάνθηκαν σε σχέση με τους δωσίλογους, την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας και κάποιες άλλες πτυχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένας αποδεκτός συμβιβασμός, λαμβάνοντας υπόψη την εγχώρια και διεθνή κατάσταση. Ως ανάγκη μιας συμφιλίωσης των πολιτών για τη σταθεροποίηση της κατάστασης. Όμως, σήμερα ο λανθασμένος χαρακτήρας τέτοιων ενεργειών είναι αρκετά προφανής και είναι αναγκαίο να μιλήσουμε ειλικρινά γι’ αυτές και να τις αναλύσουμε αμερόληπτα. Το γεγονός ότι αυτό δεν έγινε έγκαιρα αποτέλεσε το μακροπρόθεσμο παράγοντα στην εξέλιξη των γεγονότων στη Λετονία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στην εκτίμηση που μπορούμε να κάνουμε σήμερα σε σχέση με την περίοδο της δεκαετίας του ’80, μπορεί να συναντήσουμε τον ισχυρισμό ότι όλη η ευθύνη έγκειται στην προδοσία της ηγεσίας του ΚΚΣΕ με επικεφαλής τον Γκορμπατσόφ και στο υπονομευτικό έργο της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης των σοσιαλιστικών χωρών. Αναμφίβολα, αυτοί οι δύο παράγοντες υπήρχαν και συνέβαλαν στη νίκη της αντεπανάστασης. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ΕΣΣΔ βρισκόταν ήδη σε κατάσταση σοβαρής κρίσης –τόσο στον τομέα της οικονομίας όσο και της ιδεολογίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντιλήψεις περί του «τέλους της ταξικής πάλης» και του «παλλαϊκού κράτους» κλπ. είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Όλ’ αυτά συνέβαλαν στις αλλαγές των γνωρισμάτων του επαναστατικού εργατικού κράτους, στην αποδυνάμωση της επαναστατικής επαγρύπνησης και της λειτουργίας των σοβιετικών επαναστατικών θεσμών.

Η έξοδος από αυτήν την κρίση απαιτούσε τέτοιες πολιτικές αποφάσεις που δε θα κλόνιζαν τη χώρα, αλλά θα εξυπηρετούσαν το ξεπέρασμα των λαθών που είχαν συσσωρευτεί, από τη μια, κατά την περίοδο του «άλματος προς τα εμπρός» του Χρουστσόφ με στόχο την «οικοδόμηση του κομμουνισμού μέσα σε 20 χρόνια» και, από την άλλη, κατά την περίοδο της «στασιμότητας» του Μπρέζνιεφ με το θεωρητικά συγκεχυμένο «αναπτυγμένο σοσιαλισμό». Όμως, ιδεολογικά και θεωρητικά το Κόμμα αποδείχτηκε ανέτοιμο γι’ αυτό. Τα αστήρικτα βιαστικά βήματα της οικονομίας όχι μόνο δεν ξεπεράστηκαν, αλλά επιταχύνθηκαν. Τομείς, όπως οι υπηρεσίες, το λιανεμπόριο, η εστίαση, η μικρή εμπορευματική παραγωγή, ορισμένοι τομείς της γεωργίας, στην πραγματικότητα δεν εκπλήρωναν πλήρως τις κοινωνικοοικονομικές τους λειτουργίες, αντιθέτως συσσώρευαν ένα κρίσιμο δυναμικό σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού.

Η απουσία των κατάλληλων λύσεων και των έγκαιρων ενεργειών, στην πραγματικότητα, κατέστρεφε την οικονομική βάση του σοσιαλισμού –τη σχεδιοποιημένη οργάνωση της λαϊκής οικονομίας. Οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε συνδυασμό με τους εσωτερικούς καταστροφικούς χειρισμούς, όπως η περιβόητη εκστρατεία κατά του αλκοόλ, αποτέλεσαν πρόσθετους παράγοντες για την εμβάθυνση της κρίσης.

Γιατί όλ’ αυτά είναι σημαντικά σήμερα; Επειδή οι αιτίες που οδήγησαν στην καταστροφή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους και οι παράγοντες που συνέβαλαν στη νίκη της αντεπανάστασης το 1991 δεν έχουν μικρότερη σημασία για την ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος απ’ ό,τι οι αιτίες και οι παράγοντες για την επίτευξη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο καπιταλισμός είναι ξεπερασμένος. Και το αναπόφευκτο τέλος του δε θα αποφευχθεί με τη βοήθεια των μέτρων που επιδεικνύουν σήμερα οι Αρχές τόσο των επιμέρους κρατών όσο και των ενώσεων χωρών. Εκείνοι που θα οικοδομήσουν τη νέα κοινωνία θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά και με ζήλο τη δράση των ιστορικών προκατόχων τους, να αναλύσουν όλα τα επιτεύγματα και τα λάθη τους, όπως ακριβώς έκαναν οι θεμελιωτές του μαρξισμού-λενινισμού με τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, την Κομμούνα του Παρισιού και τις λαϊκές εξεγέρσεις των προηγούμενων εποχών.


[1] Δοκίμιο της Ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας. 1893-1919, Ρίγα, 1962, σελ. 419.

[2] M. Nosovich, Ιστορία παρακμής. Γιατί τα κράτη της Βαλτικής δεν πέτυχαν, εκδ. Αλγόριθμος, 2015, σελ. 309.

[3] Λ. Μ. Βορομπιόβα, Η Ιστορία της Λετονίας από τη Ρωσική Αυτοκρατορία μέχρι την ΕΣΣΔ, Μόσχα, 2011, σελ. 359.

[4] Γ. Ριέκστινις, «Οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί και η ταξική πάλη στα χωριά της Λετονίας κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια», Η Λετονία στο μεταίχμιο των εποχών, Ρίγα, 1987.