Ο Γκράμσι, στις λεγόμενες «Θέσεις της Λιόν», που εγκρίθηκαν στο 3ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας που πραγματοποιήθηκε παράνομα στη Λιόν το Γενάρη του 1926, εξηγεί με ακρίβεια την ιστορικά διαμορφωμένη κατάσταση στο ιταλικό εργατικό κίνημα:
«Στην Ιταλία, οι συνθήκες γέννησης κι εξέλιξης του εργατικού κινήματος μέχρι τον πόλεμο δεν επέτρεπαν τη διαμόρφωση ενός μαρξιστικού αριστερού ρεύματος με μόνιμο και συνεχή χαρακτήρα. Ο αρχικός χαρακτήρας του ιταλικού εργατικού κινήματος ήταν πολύ συγκεχυμένος. Σε αυτό συνέρρεαν διάφορες τάσεις, από τον ιδεαλισμό του Μαντζίνι και τον ακαθόριστο ανθρωπισμό των συνεταιριστών και των οπαδών της αλληλοβοήθειας μέχρι τον μπακουνινισμό, που ισχυριζόταν ότι δήθεν και πριν την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ιταλία υπήρχαν οι συνθήκες για ένα γρήγορο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Εξαιτίας της καθυστερημένης διαμόρφωσης της βιομηχανικής οργάνωσης, απουσίαζε ο επεξηγηματικός παράγοντας απουσίας ενός ισχυρού προλεταριάτου, ως αποτέλεσμα του οποίου η απόσπαση των αναρχικών από τους σοσιαλιστές συνέβη με εικοσαετή καθυστέρηση (1892, Συνέδριο στη Γένοβα).
Στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μετά από το Συνέδριο της Γένοβα, υπήρχαν δύο κύρια ρεύματα. Από τη μια πλευρά υπήρχε μια ομάδα διανοούμενων που δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από μια τάση δημοκρατικού μετασχηματισμού' ο μαρξισμός τους δεν έβγαινε από τα όρια της πρόθεσης να σηκωθεί και να οργανωθεί το προλεταριάτο ώστε να υπηρετήσει την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (Τουράτι, Μπισολάτι κοκ.). Από την άλλη, υπήρχε μια ομάδα που συνδεόταν πιο άμεσα με το εργατικό κίνημα, αποτελώντας την εργατική τάση, που όμως δεν είχε την κατάλληλη θεωρητική συνείδηση (Λατζάρι). Μέχρι το 1900, το Κόμμα δεν έθετε άλλους στόχους, πέρα από δημοκρατικούς. Μετά από την κατάκτηση της ελευθερίας οργάνωσης το 1900 και την αρχή της δημοκρατικής περιόδου, η ανικανότητα όλων των συνιστωσών ομάδων να του δώσουν φυσιογνωμία μαρξιστικού κόμματος του προλεταριάτου έγινε προφανής.
Επιπλέον, τα στοιχεία της διανόησης αποχωρίζονταν όλο και περισσότερο από την εργατική τάξη και η προσπάθεια, που έγινε από μια άλλη ομάδα διανοούμενων και μικροαστών, να δημιουργηθεί μαρξιστική αριστερή πτέρυγα με τη μορφή του συνδικαλισμού, δε στέφθηκε με επιτυχία. Ως αντίδραση σε αυτήν την προσπάθεια, στο Κόμμα θριάμβευσε η φονταμενταλιστική φράξια. Με την κενή ειρηνευτική φλυαρία της, ήταν η έκφραση του βασικού χαρακτηριστικού του ιταλικού εργατικού κινήματος, που επίσης εξηγείται από την αδύναμη βιομηχανική οργάνωση και την ανεπαρκώς κριτική συνείδηση του προλεταριάτου.
Ο επαναστατισμός των προπολεμικών ετών διατηρούσε επίσης αυτόν το χαρακτήρα και ποτέ δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια ενός ακαθόριστου λαϊκισμού ώστε να φτάσει μέχρι την οικοδόμηση του κόμματος της εργατικής τάξης και την εφαρμογή της μεθόδου της ταξικής πάλης. Στο εσωτερικό αυτής της επαναστατικής τάσης, πριν ακόμα από την αρχή του πολέμου, άρχισε να ξεχωρίζει μια “ακραία αριστερή” ομάδα, που όμως δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει πραγματικά το εργατικό κίνημα λόγω της αστάθειάς της.
Έτσι εξηγείται ο αρνητικός και διφορούμενος χαρακτήρας της αντίθεσης στον πόλεμο από την πλευρά του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Έτσι, επίσης, εξηγείται, γιατί μετά από τον πόλεμο το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρέθηκε μπροστά σε μια διογκούμενη επαναστατική κατάσταση χωρίς να έχει λύσει και χωρίς να έχει θέσει κανένα από τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να λύσει η πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου για την εκτέλεση της αποστολής της: Πρώτ’ απ’ όλα, το ζήτημα της “επιλογής τάξης” και της κατάλληλης οργανωτικής μορφής. Έπειτα, το ζήτημα του Προγράμματος του Κόμματος, το ζήτημα της ιδεολογίας του και, τέλος, τα στρατηγικά και τακτικά ζητήματα, η λύση των οποίων οδηγεί στη συσπείρωση γύρω από το προλεταριάτο εκείνων των δυνάμεων που είναι οι φυσικοί του σύμμαχοι στην πάλη με το κράτος και το οδηγεί (η λύση) στην κατάκτηση της εξουσίας. Η συστηματική συσσώρευση πείρας, ικανής να συμβάλλει θετικά στη λύση αυτών των ζητημάτων, αρχίζει στην Ιταλία μόνο μετά από τον πόλεμο. Μόνο στο Συνέδριο του Λιβόρνο μπήκε το θεμέλιο για τη δημιουργία ταξικού κόμματος του προλεταριάτου. Για να γίνει μπολσεβίκικο κόμμα και να πραγματοποιήσει πλήρως τη λειτουργία του, πρέπει να εξαλείψει όλες τις αντιμαρξιστικές τάσεις που παραδοσιακά ενυπάρχουν στο (ιταλικό) εργατικό κίνημα.» [3]
Στο 16ο Συνέδριο (Μπολόνια, 5-8 Οκτώβρη 1919), το Σοσιαλιστικό Κόμμα πήρε απόφαση να ενταχτεί στη Γ' Διεθνή, όμως συνέχισε να διατηρεί όλες τις εσωτερικές τάσεις, πράγμα που στην πράξη το εμπόδιζε ν’ ακολουθεί μια σαφή και συνεπή γραμμή. Στο Συνέδριο αντιπαρατέθηκαν τέσσερα Σχέδια Απόφασης: Οι μαξιμαλιστές με επικεφαλής τους Τζατσίντο, Μενότι, Σεράτι έθεταν το στόχο εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής δημοκρατίας των Σοβιέτ και ισχυρίζονταν με αναμφισβήτητο μηχανιστικό ντετερμινισμό το αναπόφευκτο της σοσιαλιστικής έκβασης, χωρίς παρόλ’ αυτά ν’ απορρίπτουν τη συμμετοχή στις εκλογές. Η πρόταση του Κοσταντίνο Λατζάρι έθετε τον ίδιο στόχο, όμως θεωρούσε ότι η δραστηριότητα πρέπει να περιορίζεται σε νόμιμους τρόπους πάλης. Οι αριστεροί ρεφορμιστές αντίθετα, με επικεφαλής τον Φίλιππο Τουράτι, η δεξιά πτέρυγα του Κόμματος, δεν αποδέχονταν τη δυνατότητα εφαρμογής του σοβιετικού μοντέλου στην Ιταλία και δεν πίστευαν στην επαναστατική διέξοδο από την κρίση, συνεπώς η πάλη έπρεπε να περιορίζεται στη διεκδίκηση αύξησης των μισθών και βελτίωσης των συνθηκών ζωής κι εργασίας, ενώ ο σοσιαλισμός παραμένει τελικός, αλλά μακρινός στόχος, στον οποίο πρέπει να τείνουμε με βαθμιαία διείσδυση στο κράτος και τα υπόλοιπα κρατικά ιδρύματα μέσω των εκλογών και της κοινοβουλευτικής τακτικής (δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η θέση είναι μειοψηφική στο Κόμμα, αλλά κυριαρχεί ανάμεσα στα κομματικά μέλη του κοινοβουλίου και των τοπικών διοικήσεων). Τέλος, το Σχέδιο Απόφασης του Αμαντέο Μπορτίγκα, ηγέτη των κομμουνιστών-οπαδών της αποχής από το κοινοβούλιο, έθετε επίσης το στόχο της σοβιετικής δημοκρατίας, όμως, σε διάκριση από τους μαξιμαλιστές, δε θεωρούσε τη σοσιαλιστική έκβαση αναπόφευκτη, αλλά επιτεύξιμη μόνο μέσω της δραστήριας επαναστατικής πάλης χωρίς καμιά συμμετοχή στις εκλογές και την αστική δημοκρατία. Επιπλέον απαιτούσε την απομάκρυνση των ρεφορμιστών και πρότεινε την αλλαγή της ονομασίας του Κόμματος σε Κομμουνιστικό. Μετά από τριήμερη συζήτηση, πρώτ’ απ’ όλα για τη σχέση με τη δεξιά πτέρυγα του Κόμματος, η απόφαση του Σεράτι απέσπασε την πλειοψηφία.
Λόγω των φόβων του Σεράτι και του Λατζάρι, το Κόμμα επιβεβαίωσε μια επίπλαστη ενότητα και δεν έλυσε το ζήτημα της διαγραφής των αριστερών ρεφορμιστών, όπως απαιτούσε η εσωτερική κομμουνιστική μειοψηφία ως τήρηση του όρου συμμετοχής στην Κομιντέρν. «Κάθε οργάνωση που επιθυμεί ν’ ανήκει στην Κομμουνιστική Διεθνή είναι υποχρεωμένη ν’ απομακρύνει σχεδιασμένα και συστηματικά από τα κάπως υπεύθυνα πόστα του εργατικού κινήματος (κομματική οργάνωση, Σύνταξη, συνδικάτα, κοινοβουλευτική ομάδα, συνεταιρισμούς, δήμους κτλ.) τους ρεφορμιστές και τους οπαδούς του “Κέντρου” και να βάζει στη θέση τους σταθερούς κομμουνιστές -χωρίς να παραζαλίζεται αν καμιά φορά θ’ αναγκαστεί στις αρχές ν’ αντικαταστήσει “έμπειρους” παράγοντες με απλούς εργάτες.» [4] Και πιο κάτω: «Τα κόμματα που επιθυμούν ν’ ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή είναι υποχρεωμένα να παραδεχτούν την ανάγκη να ξεκόψουν ολοκληρωτικά και απόλυτα από το ρεφορμισμό και την πολιτική του “Κέντρου” και να προπαγανδίζουν το ξέκομμα αυτό στους πιο πλατιούς κύκλους των μελών του Κόμματος. Χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει συνεπής κομμουνιστική πολιτική. Η Κομμουνιστική Διεθνής απαιτεί κατηγορηματικά και τελεσιγραφικά να πραγματοποιηθεί αυτό το ξέκομμα στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει σε πασίγνωστους ρεφορμιστές, σαν, λ.χ., τον Τουράτι, τον Μοντιλιάνι κ.ά., το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους μέλη της Γ' Διεθνούς. Μια τέτοια κατάσταση θα κατέληγε στο σημείο η Γ' Διεθνής να μοιάζει πολύ με τη Β' Διεθνή, που έχει πια πεθάνει.» [5]
Η συμμετοχή στους θεσμούς της αστικής τάξης οδήγησε τους οπορτουνιστές και τους ρεφορμιστές στην ανεκτικότητα και την ταξική συνεργασία και στην αποδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως του μοναδικού δυνατού πολιτικού ορίζοντα, αποδιοργανώνοντας την εργατική τάξη και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Λένιν, που είχε εκτιμήσει θετικά τη διαγραφή της δεξιάς ρεφορμιστικής ομάδας των σοσιαλσοβινιστών (Λεονίντα Μπισολάτι, Ιβανόε Μπονόμι κλπ.) στο 13ο Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος (Ρέτζιο Εμίλια, 1912), υπογράμμιζε συχνά και με αποφασιστικότητα την ανάγκη τελικής ρήξης με αυτούς.
Στην ουσία, ο Σεράτι και ο Λατζάρι δεν καταλάβαιναν ότι αυτή ακριβώς η διατήρηση της τυπικής ενότητας του Κόμματος το παρέλυε και το αδυνάτιζε, ενώ μια ρήξη, που θα οφειλόταν στην απομάκρυνση από το Κόμμα εκείνων των στοιχείων που σαμποτάρανε την επανάσταση και συνεργάζονταν με την αστική τάξη, θα το έκανε πολιτικά δυνατότερο.
Η απραξία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που ταλαντευόταν ανάμεσα στην αναποτελεσματική επαναστατική φρασεολογία των μαξιμαλιστών και τη συναινετική, νομοταγή και οπορτουνιστική πρακτική των ρεφορμιστών και της συνδικαλιστικής ηγεσίας της ΓΟΕ, πριν ακόμα από το 16ο Συνέδριο, οδήγησαν στη δημιουργία ενός εμβρύου οργάνωσης μιας επαναστατικής μαρξιστικής φράξιας λενινιστικού προσανατολισμού. Οι πιο οργανωμένοι πυρήνες δημιουργήθηκαν στο Μιλάνο, όπου ο Αμαντέο Μπορτίγκα ίδρυσε το Δεκέμβρη του 1918 το εβδομαδιαίο Σοβιέτ, και στο Τορίνο, μια πόλη με μεγάλο αριθμό μεταλλουργών και μηχανικών, όπου την 1η Μάη 1919 μια ομάδα νέων σοσιαλιστών (μεταξύ τους ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Παλμίρο Τολιάτι, ο Ουμπέρτο Τερατσίνι, ο Άντζελο Τάσκα) ίδρυσε τη L’ Ordine Nuovo (Νέα Τάξη), εβδομαδιαία έκδοση σοσιαλιστικής κουλτούρας. Γύρω από τις δύο συντακτικές ομάδες συγκεντρώνονταν εργάτες, διανοούμενοι και νεαροί σοσιαλιστές, που διάκειντο κριτικά προς την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της ΓΕΟ.
Από την πρωταρχική διανοουμενίστικη και ανθολογική κατάσταση που απαιτούσε ο Άντζελο Τάσκα, [6] την οποία ο Γκράμσι θα ορίσει αυτοκριτικά ως μια «σύνοψη αφηρημένης κουλτούρας, αφηρημένης πληροφόρησης ... παραγωγή μέτριου διανοουμενισμού, που αναζητά άτακτα την πραγματική προσέγγιση και το δρόμο για τη δράση», [7] το περιοδικό L’ Ordine Nuovo άλλαξε το χαρακτήρα του. Μπαίνοντας στη φωτιά του πραγματικού αγώνα και αποκαθιστώντας στενή σχέση με το προλεταριάτο του Τορίνο, έγινε το κέντρο της θεωρητικής ανάλυσης και της πρακτικής οργάνωσης του ταξικού αγώνα, συγκεντρώνοντας την προσοχή του σε αυτό που θα γινόταν ένα από τα βασικά στρατηγικά ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης στην Ιταλία: Την ανάπτυξη των εργοστασιακών Σοβιέτ, ως το θεμελιώδη πυρήνα του σοσιαλιστικού κράτους. «Το ζήτημα της ανάπτυξης της Εργοστασιακής Επιτροπής έγινε κεντρικό θέμα, (κεντρική) σκέψη του L’ Ordine Nuovo. Αυτό τέθηκε σαν το βασικό ζήτημα της εργατικής επανάστασης. Αυτό ήταν το ζήτημα της προλεταριακής ελευθερίας. Το L’ Ordine Nuovo έγινε για μας και τους συναγωνιστές μας το περιοδικό των εργοστασιακών Σοβιέτ.» [8]
Την ίδια περίοδο, η Γ' Διεθνής και ο Λένιν, που παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη της κατάστασης στην Ιταλία, παίρνουν σαφώς συγκεκριμένη θέση σχετικά με τη συζήτηση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα: «... Πρέπει απλώς να πούμε στους Ιταλούς συντρόφους πως στην κατεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ανταποκρίνεται η κατεύθυνση των μελών του L’ Ordine Nuovo και όχι της σημερινής πλειοψηφίας των καθοδηγητών του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της κοινοβουλευτικής τους ομάδας.» [9]
Την άνοιξη του 1919 ένα μαζικό κύμα απεργιών και ταραχών κατέλαβε τη χερσόνησο. Προσανατολισμένες, αρχικά, ενάντια στις αυξήσεις των τιμών των διατροφικών προϊόντων, οι ταραχές βαθμιαία οξύνονταν και άρχισαν να προβάλλουν πιο συγκεκριμένες διεκδικήσεις: Οχτάωρη εργάσιμη μέρα και αύξηση μισθών. Όλο και συχνότερα στις διαδηλώσεις εκφραζόταν η αλληλεγγύη στη Σοβιετική Ρωσία και η πρόθεση ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά της.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φραντσέσκο Σαβέριο Νίτι έδωσε εντολή στις περιφέρειες του βασιλείου να επιτρέπουν τις απεργίες οικονομικού χαρακτήρα και να καταστέλλουν σκληρά κάθε πολιτική απεργία. Μπροστά στη δυναμική εργατική και λαϊκή διαμαρτυρία, οι βιομήχανοι αμέσως σχεδόν υποχώρησαν στη μείωση του εργάσιμου χρόνου στις οχτώ ώρες τη μέρα.
Στις 20-21 Ιούλη του ίδιου έτους ανακοινώθηκε γενική απεργία υποστήριξης της Σοβιετικής Ρωσίας και ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ και των συμμάχων της, που αγκάλιασε όλες τις κατηγορίες των εργαζόμενων, περιλαμβανομένων των υπαλλήλων του κρατικού μηχανισμού. Η εσωτερική αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και οι αναρχικοί επιθυμούσαν μια άμεση απεργία εξεγερσιακού χαρακτήρα, αλλά η μετριοπαθής ηγεσία της ΓΕΟ επέβαλε τήρηση της νομιμότητας, απορρίπτοντας την οποιαδήποτε επαναστατική εξέλιξη της απεργίας και αρνούμενη να την χαρακτηρίσει άμεση. Αυτό είναι ένα από τα προφανέστερα παραδείγματα συνεργασίας της ηγεσίας του συνδικάτου με το κράτος και την κυβέρνηση της αστικής τάξης σε αντιστοιχία με τις κατευθύνσεις του πρωθυπουργού Νίτι. Η θέση της κυβέρνησης είναι σαφής: Συμβολή στη συνεργασία των κομμάτων της «τάξης», κατάπνιξη των «υπονομευτικών στοιχείων», αξιοποίηση στην καταστολή ιδιωτικών ένοπλων σχηματισμών, όπως των φασιστών, που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα. [10] Λιγότερο σαφής είναι η μετριοπαθής και ανεκτική θέση της ρεφορμιστικής ηγεσίας του συνδικάτου, που αποπροσανατόλιζε κι έριχνε το ηθικό της μάζας των εργατών, υπονομεύοντας την επαναστατική τους διάθεση. Παρόλ’ αυτά, η ικανότητα κινητοποίησης και το μαχητικό πνεύμα του ιταλικού προλεταριάτου τρόμαξαν αρκετά την αστική τάξη.
Τον καιρό που οι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, με τη συμμετοχή της κυβέρνησης και του στέμματος, αύξαναν την υποστήριξή τους στους φασίστες που είχαν εμφανιστεί πρόσφατα και αξιοποιούνταν εναντίον του εργατικού και του αγροτικού κινήματος, η Καθολική Εκκλησία κινητοποιήθηκε κι αυτή εναντίον της διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών στο λαό. Η υπόδειξη του Πίου του 9ου, «non expedit» («δεν είναι σκόπιμο»), που διατυπώθηκε το 1874, διευρύνθηκε και αυστηροποιήθηκε από την Αγία Έδρα το 1886, με ποντίφικα τον Λέοντα 13ο («non expedit prohibitionem importat», «η μη σκοπιμότητα συνεπάγεται απαγόρευση»), απαγορεύοντας τη συμμετοχή των καθολικών στην πολιτική ζωή της Ιταλίας, ως απάντηση στο τέλος της κοσμικής κυριαρχίας του Πάπα, που συνέβη με την ένωση της χώρας στο Βασίλειο της Ιταλίας. Το 1919, η απαγόρευση άρθηκε από τον Βενέδικτο 15ο και, τον ίδιο χρόνο, ο ιερωμένος Λουίτζι Στούρτσο, μαζί με άλλους καθολικούς διανοούμενους, ίδρυσε το Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα, καθολικής κατεύθυνσης και διαταξικού προσανατολισμού, βασισμένο στην κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο την επιστροφή των καθολικών στη δραστήρια πολιτική ζωή. Ο Γκράμσι κατάλαβε επακριβώς το ρόλο του νέου κόμματος: «Με αυτήν την πράξη, ο καθολικισμός δεν ανταγωνίζεται ούτε το φιλελευθερισμό, ούτε το κοσμικό κράτος, ανταγωνίζεται το σοσιαλισμό, στέκει στο ίδιο έδαφος με το σοσιαλισμό, απευθύνεται στις μάζες σα σοσιαλισμός.» [11]
Στις εκλογές του 1919, που έγιναν για πρώτη φορά με το αναλογικό σύστημα στην Ιταλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έγινε το πρώτο κόμμα του βασιλείου, λαμβάνοντας το 32,28% των ψήφων. Δεύτερο αναδείχτηκε το πρωτοεμφανιζόμενο Λαϊκό Κόμμα, λαμβάνοντας το 20,5% των ψήφων. Οι παραδοσιακοί Φιλελεύθεροι, τα δημοκρατικά και τα ριζοσπαστικά κόμματα έχασαν την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Αυτό σήμανε την πτώση των κομμάτων της εποχής του Ρισορτζιμέντο («ανάσταση», η περίοδος απελευθέρωσης από την ξένη κυριαρχία κι εγκαθίδρυσης του εθνικού κράτους), που αποτελούσαν απλώς εκλογικές επιτροπές του ενός ή του άλλου ηγέτη των διάφορων τομέων της αστικής τάξης, και την άνοδο στην πολιτική αρένα σύγχρονων μαζικών κομμάτων. Παρόλ’ αυτά, οι κυβερνήσεις αυτής της κοινοβουλευτικής περιόδου θα παραμείνουν υπό τον έλεγχο των παραδοσιακών κομμάτων, με τη συμμετοχή, ωστόσο, του Λαϊκού Κόμματος και του Σοσιαλιστικού ρεφορμιστικού Κόμματος που ίδρυσε ο Μπισολάτι μετά από τη διαγραφή του από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1912. Οι κομμουνιστές από τη L’ Ordine Nuovo έδειξαν ξεκάθαρα πώς πρέπει ν’ αξιοποιηθεί μια εκλογική νίκη και ποια έπρεπε να είναι η κατεύθυνση των προσπαθειών: «Η κομμουνιστική επανάσταση δεν επιτρέπεται να γίνει με πραξικόπημα ... είναι απαραίτητο η επαναστατική πρωτοπορία με τα δικά της μέσα και τρόπους να δημιουργήσει τις υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις στις οποίες η τάξη των ιδιοκτητών δε θα μπορεί πλέον να διοικεί ειρηνικά τις πλατιές ανθρώπινες μάζες και θ’ αναγκαστεί από τη μαχητικότητα των σοσιαλιστών αντιπροσώπων, που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο και την πειθαρχία του Κόμματος, να τρομοκρατεί τις πλατιές μάζες με τυφλά χτυπήματα, οδηγώντας τες στην εξέγερση. Σήμερα μπορούμε να επιδιώκουμε αυτόν το στόχο μόνο μέσα από την κοινοβουλευτική δραστηριότητα, ως μια δραστηριότητα που επιδιώκει την ακινητοποίηση του κοινοβουλίου, την απόσπαση της δημοκρατικής μάσκας από το άτιμο πρόσωπο της αστικής δικτατορίας, αποκαλύπτοντας όλη της τη φρίκη και την αποκρουστική ασχήμια της.» [12] Εδώ γίνεται λόγος για τη συμμετοχή σε ορισμένους εκλογικούς θεσμούς της αστικής τάξης με σκοπό την αποτροπή της δυνατότητας των προλεταριακών μαζών από το «να εξαπατηθούν, το να εξαναγκαστούν να πιστέψουν ότι η τρέχουσα κρίση είναι δυνατό να ξεπεραστεί με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα, τις μεταρρυθμίσεις. Είναι απαραίτητο να βαθύνει η ρήξη μεταξύ των τάξεων, είναι απαραίτητο να δείξει η αστική τάξη την απόλυτη ανικανότητα να ικανοποιεί τις ανάγκες των μαζών, είναι απαραίτητο οι τελευταίες να πειστούν από την πείρα τους ότι υπάρχει ένα οξύ και ανελέητο δίλημμα: Είτε ο θάνατος από πείνα ... είτε ένα ηρωικό, υπεράνθρωπο κατόρθωμα των Ιταλών εργατών και αγροτών για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής τάξης ... Μόνο με τέτοια κίνητρα η συνειδητή πρωτοπορία του ιταλικού προλεταριάτου μπήκε βαθιά στον εκλογικό αγώνα και καθιερώθηκε σταθερά στο κοινοβουλευτικό παζάρι. Όχι από δημοκρατικές αυταπάτες, ούτε από ρεφορμιστική άμβλυνση, αλλά για να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη νίκη του προλεταριάτου και για να εξασφαλίσει την επιτυχία της επαναστατικής προσπάθειας, στην κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης της προλεταριακής δικτατορίας, που ενσαρκώθηκε στο σύστημα των Σοβιέτ, έξω από και ενάντια στο κοινοβούλιο.» [13]
Παρόλ’ αυτά, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις των κομμουνιστών της L’ Ordine Nuovo και αποδείχτηκε ανίκανο να επεξεργαστεί αποτελεσματική τακτική ώστε ν’ αξιοποιήσει με επιτυχία το καλό αποτέλεσμα στις εκλογές σε όφελος του προλεταριάτου. Αντί να προωθήσει την κοινοβουλευτική πάλη στην κατεύθυνση που υπέδειξαν ο Λένιν και ο Γκράμσι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα συνεχίσει να ελίσσεται ανάμεσα στον επαναστατισμό στα λόγια και στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» [14] στην πράξη.
Από την άλλη, η αναποφασιστικότητα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, η ανοιχτή συνεργασία της ηγεσίας του από τη ρεφορμιστική πτέρυγα με την κυβέρνηση και τον ταξικό εχθρό, η μετριοπάθεια και η αδράνεια της ΓΕΟ ενοχλούσαν την εργατική τάξη. Στις αρχές Αυγούστου, οι εργάτες του εργοστασίου ΦΙΑΤ-Κέντρο καθαίρεσαν την παλιά εργοστασιακή επιτροπή κι εξέλεξαν νέα, στη σύνθεση της οποίας μπήκαν πρωτοπόροι εργάτες. Αυτή ήταν μια σαφής πρόκληση στην ηγεσία της ΓΕΟ και, ταυτόχρονα, το πρώτο βήμα δημιουργίας των εργοστασιακών επιτροπών.
Η Συνομοσπονδία Βιομηχανίας εκείνη την περίοδο προετοίμαζε τη ρεβάνς και αναζητούσε πρόσχημα για σύγκρουση με την εργατική τάξη, με την πρόθεση να νικήσει με κάθε τρόπο και τελεσίδικα. Γι’ αυτό αρνήθηκε προκλητικά να συζητήσει το ζήτημα της αύξησης των μισθών.
Στις 22 Μάρτη 1920, λόγω της εφαρμογής της θερινής ώρας, μετακίνησαν τους δείκτες των ρολογιών των εργοστασίων μία ώρα μπροστά. Η εργοστασιακή επιτροπή του εργοστασίου ΦΙΑΤ-Μεταλλουργικά Εργοστάσια απαίτησε από τη διεύθυνση να μεταθέσει και την έναρξη της εργάσιμης μέρας μία ώρα αργότερα. Αφού εισέπραξαν την άρνηση των ιδιοκτητών, οι εργάτες με δική τους πρωτοβουλία μετακίνησαν τους δείκτες των ρολογιών μία ώρα πίσω, κάτι που οδήγησε τη διεύθυνση του εργοστασίου για τιμωρία ν’ απολύσει τρία μέλη της εργοστασιακής επιτροπής και ν’ απαιτήσει από έξι μέλη του συνδικάτου να χάσουν το δικαίωμα εκλογής τους για ένα χρόνο, καταπατώντας με αυτόν τον τρόπο προκλητικά «τα προλεταριακά αστικά δικαιώματα» και την αυτοτέλεια λήψης αποφάσεων που αφορούσαν την εργατική τάξη. Οι δείκτες του ρολογιού ήταν μόνο ένα πρόσχημα' στην πραγματικότητα, η σύγκρουση αφορούσε τις αρμοδιότητες και το ρόλο των εργοστασιακών επιτροπών, που είχαν μετατραπεί σε εργοστασιακά Σοβιέτ. Ο πραγματικός στόχος ήταν να σπάσουν οι εργάτες, να καταργηθεί η ταξική τους συνείδηση και οι θεσμοί στους οποίους ενσαρκωνόταν.
Σε απάντηση προκηρύχτηκε απεργία αλληλεγγύης για τις 29 Μάρτη, που θα μπει στην Ιστορία ως η «απεργία των δεικτών του ρολογιού». Στις 14 Απρίλη η πάλη αγκάλιασε όλη την περιοχή του Πιεμόντε και μετατράπηκε σε γενική απεργία με τη συμμετοχή των σιδηροδρομικών, τυπογράφων, ακτημόνων, μισθωτών του εμπορίου, υπαλλήλων των τοπικών διοικήσεων. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και η συνδικαλιστική ηγετική ομάδα απέρριψαν και αυτήν τη φορά το αίτημα των εργοστασιακών εργατών και της ομάδας L’ Ordine Nuovo να διευρύνουν τον αγώνα με την προσέλκυση όλων των κατηγοριών των εργαζόμενων σε όλη την επικράτεια, οδηγώντας τον σε επαναστατική έκβαση. Χωρίς την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και με την απειλή επέμβασης 50.000 στρατιωτικών που στάλθηκαν από την κυβέρνηση για την προστασία της πόλης, στις 24 Απρίλη οι εργάτες διέκοψαν την απεργία χωρίς να πετύχουν τίποτα και βγήκαν από τη σύγκρουση ηττημένοι. Ο Γκράμσι σχολίασε ως εξής το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης: «Η εργατική τάξη του Τορίνο ηττήθηκε και δεν μπορούσε να μην ηττηθεί. Την εργατική τάξη του Τορίνο την τράβηξαν στον αγώνα · δεν είχε ελευθερία επιλογής, δεν μπορούσε ν’ αναβάλει τη μέρα της μάχης, επειδή η πρωτοβουλία στον πόλεμο των τάξεων ανήκει ακόμα στους καπιταλιστές και στην εξουσία του αστικού κράτους ... Η πλατιά καπιταλιστική επίθεση είχε προετοιμαστεί λεπτομερειακά και το “γενικό επιτελείο” της εργατικής τάξης δεν το αντιλήφθηκε, δεν ανησυχούσε· αυτή η απουσία οργανωμένου κέντρου έγινε στοιχείο της πάλης, τρομερό όπλο στα χέρια των βιομήχανων και της κρατικής εξουσίας, πηγή αδυναμίας των τοπικών ηγετών του μεταλλουργικού τομέα. Οι βιομήχανοι πραγματοποίησαν τις ενέργειές τους με μεγάλη τέχνη. Οι βιομήχανοι είναι χωρισμένοι εξαιτίας του κέρδους, εξαιτίας του οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού, όμως μπροστά στην εργατική τάξη γίνονται ένα ατσάλινο μπλοκ…» [15] Οι εργάτες υπέστησαν ένα ισχυρό πλήγμα, όμως δεν έσκυψαν το κεφάλι: «Η εργατική τάξη του Τορίνο απέδειξε ήδη ότι δε βγήκε από τον αγώνα με τσακισμένη θέληση, με υποταγμένη συνείδηση. Θα συνεχίσει την πάλη σε δύο μέτωπα. Πάλη για την κατάληψη της εξουσίας, κρατικής και βιομηχανικής· πάλη για την κατάκτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της προλεταριακής ενότητας ... Πρέπει να συντονίσουμε το Τορίνο με τις συνδικαλιστικές επαναστατικές δυνάμεις όλης της Ιταλίας, για να συστήσουμε ένα οργανικό σχέδιο ανανέωσης του συνδικαλιστικού μηχανισμού, που θα επιτρέπει στις μάζες να εκφράζουν τη θέλησή τους και που θα ωθεί το ίδιο τα συνδικάτα στο στρατόπεδο πάλης της Γ' Κομμουνιστικής Διεθνούς.» [16]
Ως αποτέλεσμα των προλεταριακών διαδηλώσεων της Πρωτομαγιάς, που κατεστάλησαν με σκληρότητα από τη βασιλική φρουρά, και της νέας απεργίας εναντίον της αύξησης στο ψωμί, στις 9 Ιούνη 1920 ο πρωθυπουργός Νίτι παραιτήθηκε και ο βασιλιάς ανέθεσε στον ογδοντάχρονο Τζιοβάνι Τζιολίτι το σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Στις 18 Ιούνη 1920, η ΙΟΕΜ (Ιταλική Ομοσπονδία Εργατών Μεταλλουργίας, το συνδικάτο των εργατών μεταλλουργών) έστειλε στην Ομοσπονδία Μηχανολογικής και Μεταλλουργικής Βιομηχανίας το αίτημα αύξησης των μισθών σε αντιστοιχία με την αύξηση του κόστους ζωής. Κατά το παράδειγμα της ΙΟΕΜ, συνδικαλιστικές οργανώσεις άλλων κατηγοριών έκαναν το ίδιο. Οι βιομήχανοι απάντησαν με κατηγορηματική άρνηση και στις 13 Αυγούστου διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις. Τότε η ΙΟΕΜ αποφάσισε να εφαρμόσει την τακτική της λευκής απεργίας: Επιβράδυνση των ρυθμών και της παραγωγής, αποχή από την πληρωμή με το κομμάτι, αυστηρή εφαρμογή των κανόνων ασφάλειας της εργασίας, χωρίς να καταφεύγει στη δολιοφθορά.
Οι βιομήχανοι, εμφορούμενοι από αποφασιστικότητα να οδηγήσουν τη μάχη μέχρι την τελική νίκη, πήραν απαντητικά μέτρα. Στις 30 Αυγούστου 1920 το μηχανουργικό εργοστάσιο Οφιτσίνε Ρομέο και Σία πραγματοποιεί λοκ-άουτ. Την ίδια μέρα οι εργάτες απαντούν με ένοπλη κατάληψη των μεταλλουργικών και μηχανουργικών εργοστασίων του Τορίνο. Στις 31 Αυγούστου, η Συνομοσπονδία Βιομηχανίας ανακοινώνει λοκ-άουτ σε όλη την επικράτεια της Ιταλίας. Από εκείνη τη στιγμή, οι καταλήψεις διαδίδονται από το Τορίνο στα εργοστάσια του Μιλάνο, της Γένοβα, της Φλωρεντίας, της Μπολόνια και της Νάπολης και συναντούν την αυθόρμητη αλληλεγγύη των εργαζόμενων των άλλων κλάδων, ιδιαίτερα των σιδηροδρομικών, των λιμενεργατών, των ακτημόνων και των μόνιμων μισθωτών εργατών γης. Στα κατειλημμένα εργοστάσια οι εργάτες αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της παραγωγής, σχηματίζουν τις πρώτες μονάδες κόκκινης φρουράς -στις οποίες αναθέτουν τη φύλαξη των εργοστασίων και, σε περίπτωση ανάγκης, τις στρατιωτικές ενέργειες εναντίον του στρατού- και αρχίζουν να παράγουν όπλα για τη συνέχεια του αγώνα.
Η κυβέρνηση αυτήν τη φορά επέλεξε την πολιτική διαμεσολάβησης μεταξύ των εργατών και των βιομήχανων, με σκοπό να μεταφέρει τη σύγκρουση στο καθαρά συνδικαλιστικό επίπεδο και ν’ αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση, αναμένοντας την εξάντληση του μαχητικού πνεύματος του κινήματος και χωρίς τη βοήθεια των ρεφορμιστών καθοδηγητών της ΓΕΟ.
Εκείνη την περίοδο το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η ΓΕΟ υποχρεώθηκαν να λύσουν το ζήτημα πώς και πού να οδηγήσουν το κίνημα, που στην πράξη αποδείχτηκε πολύ πιο προχωρημένο από τους ηγέτες του. Από τις 9 μέχρι τις 11 Σεπτέμβρη συγκεντρώθηκαν στο Μιλάνο οι γενικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου.
Στις 9 Σεπτέμβρη, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΕΟ συζήτησε το ζήτημα της γενικής εξεγερσιακής απεργίας. Η ρεφορμιστική πλειοψηφία των συνδικαλιστικών στελεχών τοποθετήθηκε εναντίον αυτής της υπόθεσης και πρότεινε ύπουλα την παραίτησή της και την ανάθεση των καθοδηγητικών χρεώσεων στους επαναστατικά διακείμενους αντιπροσώπους, εάν οι ίδιοι συμφωνούν ν’ αναλάβουν την ευθύνη. Η ομάδα των κομμουνιστών, που εδώ την εκπροσωπούσε ο Τολιάτι, δεν έπεσε στην παγίδα, καταλαβαίνοντας καθαρά το στόχο αυτής της ιδέας: Να προκληθεί επαναστατική πρωτοβουλία, ν’ απομονωθεί και να σαμποταριστεί επιτρέποντας τη στρατιωτική κατάπνιξή της κι έπειτα να κατηγορηθούν οι επαναστάτες καθοδηγητές γι’ ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό και να φανούν στις μάζες ως υπεύθυνοι της αποτυχίας. Στην πραγματικότητα, η αναμονή της επιτυχίας της προσπάθειας εξέγερσης μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο από μια πλατιά οργανωτική παρουσία, συντονισμένη σε πανεθνικό επίπεδο, πράγμα που η κομμουνιστική φράξια στο Σοσιαλιστικό Κόμμα δε διέθετε.
Η πρόταση για παραίτηση επαναλήφθηκε στην κοινή συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΕΟ και της Γραμματείας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έγινε στις 10 Σεπτέμβρη. Σε αυτήν η Γραμματεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σαν τον Πιλάτο, αποφάσισε να παρουσιάσει την απόφαση στην Εθνική Επιτροπή της ΓΕΟ, που θα συνεδρίαζε την επόμενη μέρα.
Συνεπώς, στην Εθνική Επιτροπή παρουσιάστηκαν δύο ψηφίσματα: Το ένα πρότεινε την παραχώρηση της διεύθυνσης του κινήματος στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ώστε να το οδηγήσει στην επαναστατική έκβαση για την πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού προγράμματος-μάξιμουμ, και το άλλο, που πρότεινε η Γραμματεία της ΓΕΟ, έθετε μοναδικό στόχο την κατάκτηση αύξησης των μισθών και την αναγνώριση από τ’ αφεντικά του ελέγχου των επιχειρήσεων από τα συνδικάτα. Αυτό το τελευταίο ψήφισμα απέσπασε τη συντριπτική πλειοψηφία, επικυρώνοντας την άρνηση μετατροπής της κατάληψης των εργοστασίων σε προλεταριακή επανάσταση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στη βάση της συμφωνίας συμμαχίας με τη ΓΕΟ που υπογράφτηκε το 1918, θα μπορούσε ακόμα ν’ αναλάβει την καθοδήγηση του κινήματος με μια πράξη κύρους. Αντίθετα, αρνήθηκε να εκμεταλλευτεί αυτό το δικαίωμα με μια ανοιχτή δήλωση του τότε Γραμματέα του, Ετζίντιο Τζενάρι, βγαίνοντας, στην πράξη, από τη μάχη και το παιχνίδι.
Καταλαβαίνοντας ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η ΓΕΟ άφησαν στην άκρη κάθε επαναστατική πρόθεση, ο πρωθυπουργός Τζολίτι εκδήλωσε τη διαμεσολαβητική του δραστηριότητα και στις 19 Σεπτέμβρη 1920 η ΓΕΟ και η Συνομοσπονδία Βομηχανίας υπέγραψαν μια προκαταρκτική συμφωνία που προέβλεπε την αύξηση του μισθού και θεσμοθετημένες βελτιώσεις για τις άδειες και τις απολύσεις, με αντάλλαγμα το τέλος της κατάληψης των εργοστασίων και τη συνέχιση της παραγωγής. Προβλεπόταν επίσης η προετοιμασία από την κυβέρνηση νομοσχεδίου για τον εργατικό έλεγχο που, παρεμπιπτόντως, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η τελική συμφωνία υπογράφτηκε στο Μιλάνο την 1η Οκτώβρη 1920, μετά από την επιστροφή των κατειλημμένων εργοστασίων στους ιδιοκτήτες.
Η πάλη των εργατών ήταν η βασική, αλλά όχι η μόνη κοινωνική ταραχή της «κόκκινης διετίας». Στις αγροτικές περιοχές της χώρας, περιλαμβανομένου και του Νότου, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κατάληψης γαιών από ακτήμονες και μόνιμους εργάτες γης και σκληρές συμπλοκές με τους γαιοκτήμονες, που όλο και συχνότερα χρησιμοποιούσαν τους φασίστες μελανοχίτωνες για την τρομοκράτηση και την καταπίεση του αγροτικού προλεταριάτου. Οι ταραχές αγκάλιασαν ακόμα και το στρατό, τον οποίο χρησιμοποιούσαν συχνά ως ενίσχυση της βασιλικής φρουράς για τη συγκράτηση και την καταστολή των ταραχών. Παρατηρήθηκαν πολλές περιπτώσεις που οι απλοί στρατιώτες ήταν αλληλέγγυοι με τους απεργούς. Στην Αγκόνα, τη νύχτα προς την 25η Ιούνη, οι στρατιώτες του 11ου Συντάγματος Βερσαλιέρων (επίλεκτα τμήματα πεζικού υψηλής κινητικότητας στον ιταλικό στρατό), αφοπλίζοντας κι αιχμαλωτίζοντας τους αξιωματικούς τους, ξεσηκώθηκαν εναντίον της αποστολής στρατευμάτων στην Αλβανία, όπως προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου. Ξεκίνησαν σκληρότατες μάχες με τους καραμπινιέρους και τη βασιλική φρουρά, στους οποίους ανατέθηκε η καταστολή της ανταρσίας. Οι εργαζόμενοι της Αγκόνα ξεσηκώθηκαν στο πλευρό των Βερσαλιέρων και γρήγορα οι μάχες αγκάλιασαν τις επαρχίες Μάρκε και Ούμπρια. Όσο διάστημα οι σιδηροδρομικοί απέκλειαν τις διόδους προς την πόλη, στο Μιλάνο προκηρύχτηκε διήμερη απεργία αλληλεγγύης στους Βερσαλιέρους και τους εργαζόμενους της Αγκόνα, ενώ στη Ρώμη προκηρύχτηκε έκτακτη απεργία παρά την αντίθετη άποψη της ΓΕΟ. Για να καταπνίξει την εξέγερση, η κυβέρνηση αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον πολεμικό στόλο. Στις 28 Ιούνη, μετά από έντονα πλήγματα από τα πλοία, η εξέγερση καταπνίγηκε. Παρόλ’ αυτά, η εξέγερση των Βερσαλιέρων συνέβαλε στην αποχώρηση από την Αλβανία των ιταλικών στρατευμάτων και στην υπογραφή της Συμφωνίας των Τιράνων.
Μετά από μερικά χρόνια, ο Γκράμσι θα σχολιάσει τη βαριά πολιτική ήττα, με την οποία τελείωσε η «κόκκινη διετία», ως εξής: «Οι Ιταλοί εργάτες, που κατέλαβαν τα εργοστάσια, αντεπεξήλθαν με τα καθήκοντα και τις λειτουργίες τους ως τάξη. Όλα τα ζητήματα που τους τέθηκαν από τις ανάγκες του κινήματος λύθηκαν με λαμπρό τρόπο. Δεν μπόρεσαν να λύσουν τα θέματα της τροφοδοσίας και των επικοινωνιών, γιατί οι σιδηρόδρομοι και ο στόλος δεν καταλήφθηκαν. Δεν μπόρεσαν να λύσουν τα ζητήματα χρηματοδότησης, επειδή οι τράπεζες και οι εμπορικές επιχειρήσεις δεν καταλήφθηκαν. Δεν μπόρεσαν να λύσουν τα μεγάλα εθνικά και διεθνή ζητήματα, επειδή δεν κατέλαβαν την κρατική εξουσία. Με αυτά τα ζητήματα έπρεπε ν’ ασχοληθούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα που, αντίθετα, συνθηκολόγησαν επονείδιστα, αναφερόμενοι στην καθυστέρηση των μαζών στην πραγματικότητα, οι ηγέτες, και όχι η τάξη, ήταν καθυστερημένοι και ανίκανοι. Γι ’ αυτό στο Λιβόρνο έγινε η διάσπαση και ιδρύθηκε ένα νέο κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα.» [17]