Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας και η δουλειά του στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα


Πέδρο Έουσε, μέλος της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας, υπεύθυνος για το Εργατικό και Συνδικαλιστικό Κίνημα και Γενικός Συντονιστής του Εθνικού Μετώπου Αγώνα της Εργατικής Τάξης (FNLCT).

1. Εισαγωγή. Στρατηγική και τακτική των κομμουνιστών στην πάλη για την εξουσία στη Βενεζουέλα

Η Βενεζουέλα συγκεντρώνει την προσοχή των διεθνών Μέσων Ενημέρωσης, στο πλαίσιο της εκστρατείας των δυνάμεων του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, με σκοπό τη δημιουργία ενός πλέγματος απόψεων που θα εξυπηρετεί το σχέδιο ανάκτησης του πλήρους ελέγχου αυτής της χώρας της Νότιας Αμερικής και της οριστικής διάλυσης των προοδευτικών διαδικασιών στη Λατινική Αμερική, χρησιμοποιώντας εγγενείς αδυναμίες και περιορισμούς, βασικά, του ταξικού χαρακτήρα αυτών των διαδικασιών.

Το Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (ΚΚΒ), που υιοθετήθηκε στο 6ο Συνέδριο (1980), παραμένει σε ισχύ στα κεντρικά σημεία του, καθορίζοντας μια στρατηγική γραμμή βασισμένη στην εθνική ιστορική πραγματικότητα, που δεν έχει διαφοροποιηθεί στα βασικά της σημεία. Το Πρόγραμμά μας καθορίζει ότι οι Βενεζουελάνοι κομμουνιστές παλεύουμε για: «Μία επανάσταση, για αληθινή ανεξαρτησία και δημοκρατία, αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή και σε πορεία προς το σοσιαλισμό. Η εργατική τάξη είναι η κύρια δύναμη αυτής της επανάστασης, λόγω του θεμελιώδους ρόλου της στην παραγωγή, (...) της αγωνιστικότητας και της οργάνωσής της και γιατί είναι η δύναμη που ιστορικά θα την οδηγήσει προς τη σοσιαλιστική αλλαγή.»

Αυτά τα προγραμματικά κριτήρια έχουν να κάνουν με την ανάγκη να επιλυθεί, με την ίδια τη διαδικασία του επαναστατικού αγώνα, η κύρια αντίθεση που υπάρχει ιστορικά μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του έθνους της Βενεζουέλας και της θεμελιώδους αντίφασης της καπιταλιστικής κοινωνίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Γι’ αυτόν το λόγο, το ΚΚΒ έχει εδώ και χρόνια θέσει το ζήτημα σχηματισμού ενός ευρύτερου εθνικού, πατριωτικού, αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, το οποίο ενώνει και εκφράζει τις ανόμοιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να σπάσουν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, να κατακτήσουν την εθνική απελευθέρωση και να ανοίξουν το δρόμο για τη νίκη του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Ένα ευρύ μέτωπο αυτού του χαρακτήρα μπορεί να εκπληρώσει αυτά τα καθήκοντα, μόνο αν καθοδηγείται από τις εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, την εργατική τάξη και τις δυνάμεις του εργαζόμενου λαού της πόλης και της υπαίθρου.

Προκειμένου να προχωρήσουμε προς την υλοποίηση των στρατηγικών μας στόχων, στις σημερινές συνθήκες, όπου η ταξική πάλη ξεδιπλώνεται στον κόσμο και στη χώρα μας, οι κομμουνιστές της Βενεζουέλας χαράξαμε την τακτική –που επιβεβαιώθηκε από το 15ο Συνέδριο του ΚΚΒ τον Ιούνη του 2017– για να πετύχουμε μια συνεχή συσπείρωση εργαζόμενων, αγροτών, κοινοτικών και λαϊκών δυνάμεων, για να διαμορφώσουμε στην κοινωνία της Βενεζουέλας ένα συσχετισμό δυνάμεων ευνοϊκό για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου.

Το ΚΚΒ εφαρμόζει τις τακτικές κατευθυντήριες γραμμές του με ένα σχέδιο ιδεολογικής, πολιτικής, μαζικής επίθεσης και οργανωτικής αναζωογόνησης, το οποίο αναπτύσσεται αντιμετωπίζοντας τόσο τις φιλοϊμπεριαλιστικές ακροδεξιές δυνάμεις όσο και τις δυνάμεις του ξεπουλημένου ρεφορμισμού, που, από τη διοίκηση του αστικού κράτους, εξαπατούν το λαό μας προτείνοντας ένα «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», που αρνείται τον ταξικό αγώνα και το ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικό υποκείμενο, εμποδίζοντας την αφύπνιση της επαναστατικής συνείδησης των εργαζόμενων μαζών και εξυπηρετώντας τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος.

Ο έντονος ιδεολογικός, πολιτικός και μαζικός αγώνας που διεξάγει το ΚΚΒ, για να οικοδομήσει και να αναπτύξει μια επιλογή επαναστατικής εξουσίας από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, οδηγεί τους κομμουνιστές της Βενεζουέλας να συσχετίσουν διαλεκτικά τον αδιαμφισβήτητο διαχωρισμό τους από το μικροαστικό ρεφορμισμό που είναι στην κυβέρνηση, με την αναγκαιότητα μιας ευρείας αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Αναγνωρίζοντας καθαρά ποιος είναι ο άμεσος εχθρός που πρέπει να ηττηθεί, δημιουργούμε την κοινωνική και πολιτική ενότητα, που μας επιτρέπει να τον αντιμετωπίσουμε και να τον νικήσουμε, αλλά στηρίζοντας και ενισχύοντας την προσπάθεια έτσι ώστε το προλεταριάτο της Βενεζουέλας, σε σύνδεση με όλο τον εργαζόμενο λαό, να βρεθεί στην πρωτοπορία στον ευρύ αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, που, τελικά, είναι ένας αντικαπιταλιστικός αγώνας και, ως εκ τούτου, για να είναι νικηφόρος, είναι επιτακτική ανάγκη η εργατική τάξη να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

Ήδη, στο 14ο Συνέδριό του –τον Αύγουστο του 2011– το ΚΚΒ είχε εκτιμήσει ότι η πολιτική διαδικασία της Βενεζουέλας, γνωστή ως Μπολιβαριανή Επανάσταση, δεν ήταν μια πραγματική σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά περιοριζόταν σε μια σειρά προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, που καθοδηγούνταν κυρίως από μικροαστικά ρεύματα και τμήματα της αστικής τάξης, που προσπάθησαν να ελέγξουν το έσοδα από το πετρέλαιο υπό την κρατική διακυβέρνηση, αμφισβητώντας τον ηγεμονικό έλεγχο που παραδοσιακά ασκούσαν τα μονοπωλιακά κεφάλαια, εθνικά και ξένα, κυρίως της Βόρειας Αμερικής. Το ΚΚΒ κατέληξε, τότε, στο συμπέρασμα ότι η μπολιβαριανή διαδικασία θα μπορούσε μόνο να προχωρήσει, αποτελεσματικά, στην κατάκτηση της εθνικής απελευθέρωσης και να ανοίξει δρόμους προς τη σοσιαλιστική προοπτική, εξαρτώμενη από ένα συσχετισμό δυνάμεων ευνοϊκό για την εργατική τάξη, πρωτοπορώντας σε ένα μπλοκ επαναστατικών λαϊκών δυνάμεων, που θα τοποθετούνταν επικεφαλής της ευρείας αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Αυτή η ανάγκη καθόρισε την πολιτική του ΚΚΒ και τα καθήκοντα των κομμουνιστών της Βενεζουέλας στο κίνημα των εργαζόμενων, με διαφορετικές προσαρμογές στην τακτική, από το 2011 έως και σήμερα.

2. Θεωρητική βάση: Ο Μαρξισμός-Λενινισμός και το συνδικαλιστικό κίνημα

Η δουλειά των κομμουνιστών μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στις υπόλοιπες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων, γενικά, ξεκινά από την κατανόηση της διαλεκτικής διαδικασίας της ταξικής πάλης ως οικονομική, ιδεολογική και πολιτική έκφραση των αντιθέσεων μεταξύ των τάξεων, ιδιαίτερα μεταξύ των δύο θεμελιωδών και ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας: Της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.

Για να κυριαρχήσει σωστά η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη της ταξικής πάλης, χρειάζεται να ορίσουμε ακριβώς την κατηγορία της κοινωνικής τάξης. Το 1919, ο σύντροφος Λένιν στο άρθρο του «Η Μεγάλη Πρωτοβουλία» θα εκθέσει τον –κατά την άποψή μας– πληρέστερο και ακριβέστερο ορισμό των τάξεων [1]. Παίρνοντας υπόψη έναν τέτοιο ορισμό, αντιλαμβανόμαστε την ταξική πάλη ως την κινητήρια δύναμη πίσω από τις σημαντικότερες ιστορικές αλλαγές.

Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του βιομηχανικού καπιταλισμού η εργατική τάξη, συγκεντρωμένη στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, υπό απάνθρωπες συνθήκες, αναγκάστηκε να δώσει ισχυρές αμυντικές και απελπισμένες μάχες, με αποδιοργανωμένο και αφελή τρόπο, χωρίς καμία ιστορική προοπτική. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε την ανάγκη σύστασης ενώσεων εργαζόμενων για να συνενωθούν κατά εργοστάσια, συντεχνίες και τομείς, σε εθνικό και ακόμη και διεθνές επίπεδο. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα εργατικά συνδικάτα.

Το εργατικό κίνημα, σε διαφορετικές φάσεις της αρχικής ανάπτυξής του, επηρεάστηκε από αντιεπιστημονικές και υποκειμενικές αντιλήψεις που προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση για την πραγματικότητα που υπέφεραν οι εργαζόμενες μάζες, προσπαθώντας να διατυπώσουν –χωρίς επιτυχία– ιστορικές λύσεις, όπως ο ουτοπικός σοσιαλισμός και ο αναρχισμός.

Η εμφάνιση του επιστημονικού σοσιαλισμού, ενσωματώνοντας τους γενικούς νόμους της ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης, επέτρεψε στο εργατικό κίνημα να κατανοήσει τα αίτια της κατάστασής του και να θέσει στη διάθεσή του τις απαραίτητες ιδέες για να σπάσει τις αλυσίδες και να οδηγήσει την ανθρωπότητα προς την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης.

Οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, εκτός από την πραγματοποίηση ενός έντονου θεωρητικού και πρακτικού έργου διεθνούς χαρακτήρα, που αποτέλεσε μέρος της δημιουργίας επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων, παρακολούθησαν επίσης στενά την ανάπτυξη των συνδικάτων της εποχής και καθόρισαν κριτήρια για το ρόλο που θα έπρεπε να παίξουν οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος στη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης στις εργαζόμενες μάζες, αλλά, πάντοτε, διασαφηνίζοντας τις διαφορές και τη σχέση μεταξύ των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης, χωρίς να κάνουν παραχωρήσεις ή να κάνουν ανακωχή με τις αντικομματικές ιδέες του αναρχισμού του Μπακούνιν και στο ρεφορμιστικό οικονομισμό.

Στο Συνέδριο της Α΄ Διεθνούς, που πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη το 1866, υιοθετήθηκε ένα ψήφισμα που επεξεργάστηκε ο Μαρξ με τίτλο «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των συνδικάτων» και μεταξύ των βασικών ιδεών του ξεχωρίζουν οι εξής:

  • Ο άμεσος στόχος των συνδικάτων καθορίζεται από τις απαιτήσεις των ημερών, στα μέσα αντίστασης ενάντια στις αδιάκοπες επιθέσεις του κεφαλαίου, με μια λέξη, στο ζήτημα του μισθού και της εργάσιμης μέρας.
  • Από την άλλη, τα συνδικάτα είναι σημαντικά ως μέσο για την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
  • Τα συνδικάτα έχουν δώσει πολύ συχνά το παρόν σε τοπικούς και άμεσους αγώνες κατά του κεφαλαίου. Εξακολουθούν να μην έχουν κατανοήσει πλήρως τη δύναμή τους να επιτεθούν στο σύστημα μισθωτής σκλαβιάς και στον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής. Έχουν παραμείνει, για τον ίδιο λόγο, πολύ απομακρυσμένα από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.
  • Εκτός από τους αρχικούς τους στόχους, τα συνδικάτα πρέπει να μάθουν να ενεργούν τώρα πιο συνειδητά, ως άξονες της οργάνωσης της εργατικής τάξης, προς όφελος του κορυφαίου συμφέροντος της συνολικής χειραφέτησής της. Πρέπει να στηρίξουν κάθε πολιτικό ή κοινωνικό κίνημα που βαδίζει άμεσα προς αυτόν το σκοπό.

Με τον ίδιο τρόπο ο Β. Ι. Λένιν, εφαρμόζοντας τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στις συνθήκες της εποχής του, ξεκινώντας από την αρχή ότι ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση, συνέβαλε σε σημαντικές έννοιες και διευκρινίσεις όσον αφορά το ρόλο των συνδικάτων στον ταξικό αγώνα και τη στάση των κομμουνιστών σε σχέση με τέτοιες μαζικές οργανώσεις. Από τη λενινιστική αντίληψη συνθέτουμε τις ακόλουθες θέσεις αρχής για τους κομμουνιστές:

  • Πρέπει να καταπολεμούν τις τάσεις για αυθορμητισμό, οικονομισμό και τρεϊντγιουνιονισμό στους κόλπους του εργατικού κινήματος. Εάν αποδεχθούμε ως τελικό στόχο του εργατικού αγώνα καθαρά οικονομικούς στόχους, αποσπάμε τις εργατικές μάζες από την ιστορική τους αποστολή. Ομοίως, το να προσπαθούμε να αποδώσουμε καθεστώς πολιτικού αγώνα στην οικονομική πάλη, θεωρώντας έτσι ότι τα συνδικάτα αρκούν ή ότι δε χρειάζονται την πολιτική καθοδήγηση του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου, τούτο αφοπλίζει την εργατική τάξη μπροστά στις εκμεταλλεύτριες τάξεις που κάνουν χρήση των οργάνων εξουσίας τους και της ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας. «Η εργατική τάξη, αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις, είναι μόνο ικανή να αναπτύξει μια συνδικαλιστική συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι απαραίτητο να οργανωθεί σε συνδικάτα, να παλέψει ενάντια στους εργοδότες, να απαιτήσει από την κυβέρνηση την θέσπιση τέτοιων νόμων απαραίτητων για τους εργαζόμενους κλπ.» (Β. Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε;, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
  • Η πολιτική συνείδηση μεταφέρεται στην εργατική τάξη «έξω» από τη σφαίρα των σχέσεων εργάτη-εργοδότη. Την επαναστατική ιδεολογία της τάξης την φέρνει το Κόμμα, του οποίου τα στελέχη έχουν διαμορφωθεί με τη διδασκαλία του επιστημονικού σοσιαλισμού και την πρακτική εκπλήρωση των οργανωτικών τους καθηκόντων, της πολιτικής πάλης και της επαναστατικής αγκιτάτσιας. Προκειμένου να αποκτήσει σοσιαλιστική συνείδηση και να εξελιχθεί σε επαναστατική πρωτοπορία, η εργατική τάξη πρέπει να κατανοήσει το σύνολο των αντιφάσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και να προσδιορίσει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και τα συμφέροντα που μοιράζεται με τα υπόλοιπα εκμεταλλευόμενα και καταπιεσμένα τμήματα του πληθυσμού, κάτι το οποίο είναι απίθανο να επιτευχθεί στο στενό πλαίσιο της αντιπαράθεσης εργάτη-εργοδότη.
  • Οι εργατικές οργανώσεις για τον οικονομικό αγώνα πρέπει να είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις. «Κάθε σοσιαλδημοκράτης εργάτης (βλέπε κομμουνιστής) πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να υποστηρίξει αυτές τις οργανώσεις και να δρα εντατικά μέσα τους.» (Β. Ι. Λένιν)
  • Η συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο εκτενής και ευρεία. Να συμμετέχει σε αυτήν κάθε εργαζόμενος που καταλαβαίνει την αναγκαιότητα για ενότητα και οργάνωση για τον αγώνα ενάντια στα αφεντικά και την κυβέρνηση στην υπηρεσία της αστικής τάξης. «Όσο ευρύτερες είναι αυτές οι οργανώσεις τόσο ευρύτερη θα είναι η επιρροή μας μέσα σε αυτές.» (Β. Ι. Λένιν)
  • Ο Λένιν προειδοποιεί για την εμφάνιση αντιδραστικών χαρακτηριστικών στο συνδικαλιστικό κίνημα και, ως εκ τούτου, καλεί σε πάλη ενάντια στις τάσεις για κορπορατιστική στενότητα, για αποπολιτικοποίηση, για γραφειοκρατικές συμπεριφορές και μια ορισμένη διάθεση ρουτίνας στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η ανάπτυξη του προλεταριάτου «δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αλλιώς σε καμία άλλη χώρα, παρά από τα συνδικάτα και με τη συντονισμένη δράση τους με το κόμμα της εργατικής τάξης».
  • Οι κομμουνιστές πρέπει να δρουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακόμα κι αν κυριαρχούνται από αντιδραστικές τάσεις. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στους «αριστερούς κομμουνιστές» της Γερμανίας, που έθεταν το ζήτημα της εξόδου τους από τα συνδικάτα που κυριαρχούσαν ο οπορτουνισμός και ο σοβινισμός, δήλωνε κατηγορηματικά (στο βιβλίο του Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού: «Το να μη δρούμε μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα, σημαίνει να εγκαταλείψουμε τις υπανάπτυκτες ή καθυστερημένες εργαζόμενες μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης…» Επέμεινε στην ανάγκη να καταπολεμήσουμε την εργατική αριστοκρατία, για να φέρουμε με το μέρος μας τις εργατικές μάζες, «τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και τους σοσιαλσοβινιστές ηγέτες τον διεξάγουμε για να κατακτήσουμε την εργατική τάξη...»
  • Οι κομμουνιστές, στη δράση και στη σχέση μας με τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, όπως είναι τα συνδικάτα, δεν πρέπει να μεταφέρουμε σε τέτοιες ευρείες οργανώσεις τις μεθόδους που είναι εγγενείς στο επαναστατικό κόμμα. Επίσης, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι αγώνες για μεταρρυθμίσεις, που διεξάγει το συνδικαλιστικό κίνημα και άλλες μαζικές οργανώσεις, χωρίς να είναι αυτοί οι στόχοι, ο τελικός σκοπός, μπορούν και πρέπει να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία συγκέντρωσης δυνάμεων, συμβάλλοντας στο ατσάλωμα της μαχητικότητας της εργατικής τάξης έναντι των ιστορικών εχθρών της και στη διαμόρφωση συνείδησης της τάξης σαν τάξη για τον εαυτό της, ιδιαίτερα εάν οι αγώνες αυτοί οδηγούνται από μια ταξική ηγεσία και επομένως κατά τη διεξαγωγή τους αποκαλύπτεται η ουσία του καπιταλιστικού καθεστώτος.

Μια άλλη θεωρητική και πρακτική πτυχή που επιλύθηκε από τους συνεπείς μαρξιστές στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, ιδιαίτερα από το σύντροφο Λένιν, που αντιπάλευε τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις του Τρότσκι, αφορά το ρόλο και το χαρακτήρα των συνδικάτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του προλεταριάτου, της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Σε αυτές τις συνθήκες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να διατηρήσουν την ταξική ανεξαρτησία και την αυτονομία και τον ευρύ χαρακτήρα τους, ενεργώντας ως σχολεία διαμόρφωσης κομμουνιστικής συνείδησης. Σε αυτήν την άνευ προηγουμένου πραγματικότητα, τα συνδικάτα έχουν πολύ διαφορετικούς στόχους και καθήκοντα πολύ διαφορετικά σε σχέση με αυτά που εκπληρώνουν σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η αστική τάξη και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Προσέγγιση ενός μαρξιστικού ορισμού του συνδικαλισμού και προσδιορισμός των κύριων τάσεων που δρουν στο εργατικό κίνημα

Είναι σαφές ότι η πάλη των τάξεων εκδηλώνεται ως οικονομική πάλη, πολιτική πάλη και θεωρητική ή ιδεολογική πάλη. Η κάθε μια από αυτές συνδέεται με το επίπεδο ανάπτυξης των ταξικών αντιθέσεων και, ως εκ τούτου, με τα διαφορετικά επίπεδα συνείδησης που επιτεύχθηκαν από την εργατική τάξη και, κατά συνέπεια, σε κάθε μια από αυτές αντιστοιχούν διαφορετικοί τρόποι οργάνωσης και μέθοδοι πάλης, αν και αλληλοσυνδέονται και συμπλέκονται μεταξύ τους διαλεκτικά.

Με αυτόν τον τρόπο, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εμφανίζονται για να διεξάγουν τον οικονομικό αγώνα και στο εσωτερικό τους εκδηλώνονται και συγκρούονται διάφορες ιδεολογικές-πολιτικές τάσεις. Ανάλογα με την τάση που κυριαρχεί, οι οργανώσεις αυτές μπορούν ή όχι να υπηρετήσουν τον απελευθερωτικό αγώνα του προλεταριάτου, δηλαδή, τα συνδικάτα δεν υπάρχουν και λειτουργούν ανεξάρτητα από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς αγώνες μέσα στην εργατική τάξη.

Με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική άποψη, τα συνδικάτα είναι οι ευρύτερες οργανώσεις των εργατών, στο επίπεδο της ταξικής πάλης, που ενώνονται ανεξάρτητα και εθελοντικά για την υπεράσπιση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων τους, απέναντι στους εργοδότες και σε οποιονδήποτε παράγοντα ξένο προς τα ταξικά τους συμφέροντα. Στο καμίνι των αγωνιστικών τους δράσεων τα συνδικάτα μπορούν και πρέπει να ευνοούν τη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης στους εργαζόμενους.

Οι πιο σημαντικές τάσεις που έχουν παρουσιαστεί μέσα στις οργανώσεις του εργατικού κινήματος είναι: Η ταξική, βασισμένη στις αντιλήψεις του επιστημονικού σοσιαλισμού, αντιλαμβάνεται την ταξική πάλη ως την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας και έχει ως τελικό στόχο την επίλυση της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας, μέσω της επαναστατικής νίκης της εργατικής τάξης επί του κεφαλαίου. Η ρεφορμιστική, βασισμένη στην αστική θέση της συμφιλίωσης και συνεργασίας των τάξεων, θεωρεί ως λόγο ύπαρξης των συνδικάτων τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις και δε θέτει ως στόχο να νικήσει το σύστημα που κυριαρχεί, το κεφάλαιο. Η αναρχοσυνδικαλιστική, βασισμένη σε αναρχικές θέσεις, αρνείται την αναγκαιότητα της ταξικής πολιτικής οργάνωσης και θέτει ως στόχο την αυτόματη κατάργηση κάθε μορφής κράτους. Αυτή η τελευταία τάση, αφού είχε πολύ μεγάλη επιρροή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, συρρικνώθηκε στα όρια της εξαφάνισης, θέτοντας μέσα στο εργατικό κίνημα σε παγκόσμια κλίμακα, μέχρι σήμερα και με όλο και μεγαλύτερη πόλωση, την αντιπαράθεση ανάμεσα στις τάσεις του ταξικού συνδικαλισμού και του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού.

Σε διάφορες περιστάσεις και ιστορικές, εθνικές και διεθνείς ιδιαιτερότητες, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι τα μόνα εργαλεία για τη μαζική πάλη των εργαζόμενων εναντίον των εργοδοτών, των κυβερνήσεών τους και του καπιταλιστικού συστήματος. Κατά την εξέλιξη της ταξικής πάλης γεννιούνται, συνήθως, διάφορες μορφές οργάνωσης, μερικές από τις οποίες προκύπτουν αυθόρμητα και χωρίς νομική αναγνώριση –αλλά με τη νομιμότητα που τους προσδίδουν οι αγωνιζόμενες μάζες– και άλλες που δημιουργήθηκαν υπό την προστασία των κεκτημένων νομικών οργάνων. Επίσης, σε τέτοιες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα στις ταξικές και τις ρεφορμιστικές τάσεις.

3. Γενικός και ειδικός προσανατολισμός της δουλειάς του ΚΚΒ στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Πλαίσιο και συνθήκες κάτω από τις οποίες δρούμε στην εργατική τάξη

Δίνουμε μια εικόνα της κατάστασης, αναπαράγοντας τμήματα της πολιτικής γραμμής που εγκρίθηκε στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΒ (Ιούνης του 2017).

«Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει, ιστορικά, την εργατική τάξη της Βενεζουέλας, ιδιαίτερα το τμήμα του βιομηχανικού προλεταριάτου, είναι η αριθμητική του αδυναμία σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό και σε σύγκριση με τα τμήματα των μισθωτών στη δημόσια διοίκηση και τις υπηρεσίες, ως συνέπεια της περιορισμένης βιομηχανικής δραστηριότητας, που απορρέει από το παραδοσιακό εξαρτημένο και τοκογλυφικό οικονομικό μοντέλο, βασισμένο στην εξόρυξη πετρελαίου, ρόλος που δόθηκε στη χώρα μας στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Διατηρώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το μοντέλο συσσώρευσης του εξαρτημένου, καθυστερημένου και τοκογλυφικού καπιταλισμού που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, (…) οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να υπόκεινται σε όλες τις μορφές επιθετικότητας, υποβάθμισης των κατακτήσεων, ταπείνωσης και δόλιων επιθέσεων που χρησιμοποιούνται από τους εργοδότες, κράτος και ιδιώτες, που τείνουν να παραβιάζουν τις νομικές διατάξεις, συνήθως με την υποστήριξη και διευκόλυνση ενός μεγάλου μέρους της δημόσιας διοίκησης, του υπουργείου με αρμοδιότητα σε εργασιακά ζητήματα και των δικαστικών αρχών, σχεδόν χωρίς εξαίρεση. (...) Εξακολουθούν να καταγράφονται επαναλαμβανόμενα κρούσματα αστυνομικής καταστολής και ποινικοποίησης του αγώνα των εργατών (...). Τέτοιες πράξεις πραγματοποιούνται με ατιμωρησία και χτυπάνε σκληρά την εργατική μας τάξη, ως συνέπεια της αδύναμης κατάστασης του εργατικού και ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ρεφορμιστική συνδικαλιστική τάση, η οποία οικοδομήθηκε και διατηρήθηκε από την κυβερνητική εξουσία και προωθείται, στηρίζεται και προστατεύεται από τους ιδιώτες εργοδότες, οι οποίοι ενδιαφέρονται, κυρίως, για την προώθηση της συμφιλίωσης των τάξεων και για την υποταγή της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας (...).

Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια επιταχυνόμενη και αυξανόμενη επιδείνωση των υλικών συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού. Εδραιώνεται η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, ως αποτέλεσμα της πτώσης του πραγματικού μισθού, στο οποίο προστίθεται το τελευταίο διάστημα η αυξανόμενη “απομισθοποίηση” του εισοδήματος των εργαζόμενων (αύξηση των κουπονιών για τρόφιμα εις βάρος του μισθού) (…). Τείνουν να επιβάλλουν, ακολουθώντας τη ροή των πραγμάτων, μηχανισμούς εργασιακής ευελιξίας και απελευθέρωσης της εργασίας για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που εργάζονται σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Προχωράει η κατάργηση και η προοδευτική εκ νέου ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων και αγροκτημάτων που εθνικοποιήθηκαν και ανακτήθηκαν από την κυβέρνηση του Προέδρου Τσάβες, έχοντας ως αποτέλεσμα μαζικές απολύσεις και πρόθεση διάλυσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

(...) Η αστική τάξη απαιτεί την επιβολή “εργασιακής ειρήνης”, ενώ η τάση του ξεπουλημένου ρεφορμισμού, η οποία διαχειρίζεται την κρίση του εξαρτημένου καπιταλισμού υπέρ του κεφαλαίου, ενεργεί αναλόγως: Aκυρώνει, πνίγει ή διαλύει τους εργατικούς αγώνες, γενικά, για να συμβάλλει στην υποταγή της εργατικής τάξης στα σχέδια του κεφαλαίου και του κράτους, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να την αναγκάσει να περιορίσει τα αιτήματά της, να αρνηθεί τη χειραφέτησή της και να χάσει κάθε ανεξαρτησία. Προσπαθούν να αποδυναμώσουν ή να εξαφανίσουν τις εκφράσεις του ταξικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, πράγμα που γίνεται μέσα από πρακτικές που αρνούνται τις συνδικαλιστικές ελευθερίες ή που περιορίζουν και χρησιμοποιούν τους εκλεγμένους στα συμβούλια υγιεινής και ασφάλειας ή εμποδίζουν την ύπαρξη συμβουλίων εργαζόμενων, εκτός εάν είναι υπό τον έλεγχο της εργοδοσίας.

Το παραπάνω διευκολύνεται από το γεγονός ότι ο σημερινός Νόμος Πλαίσιο για την εργασία και τους εργαζόμενους (...) είναι ουσιαστικά ένα όργανο ταξικής συνεργασίας, στο οποίο, παρά το ότι περιέχει προοδευτικά στοιχεία στα ατομικά δικαιώματα, αποδυνάμωσε τα συλλογικά δικαιώματα στη συνδικαλιστική ελευθερία και στην απεργία (...).»

Ιστορική διαδρομή και συνεπής γραμμή του ΚΚΒ στο συνδικαλιστικό κίνημα

Η ιστορία του ΚΚΒ, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, συνδέεται στενά με το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βενεζουέλας. Από τη δεκαετία του ’30, του περασμένου αιώνα, συμμετείχε στην ίδρυση των πρώτων ταξικών συνδικάτων, ιδιαίτερα των εργαζόμενων στα πετρέλαια, που έδωσαν σημαντικές μάχες εναντίον των αμερικανικών, αγγλικών και ολλανδικών πολυεθνικών εταιριών, καθώς και κατά των δικτατοριών και των ψευτοδημοκρατικών κυβερνήσεων που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους και καταδίκασαν τη Βενεζουέλα στην ιμπεριαλιστική υποταγή, βυθίζοντας τη χώρα σε μια τρομερή κοινωνική ανισότητα. Τέτοιες ήταν οι απεργίες στα πετρέλαια το 1936 και το 1950. Η απεργία του 1936 ήταν μια πρωτοφανής ταξική, αντιιμπεριαλιστική και δημοκρατική κινητοποίηση, μια σκληρή μάχη των εργατών και με τεράστια λαϊκή αλληλεγγύη, που καθοδηγήθηκε εξ ολοκλήρου από το νεαρό τότε ΚΚΒ.

Το ΚΚΒ πάντα θεωρούσε τη συνδικαλιστική ενότητα των εργατών ως στρατηγική αναγκαιότητα, αντιμετωπίζοντας ρεφορμιστικά ρεύματα διαφόρων τύπων που υπονομεύουν την ταξική ανεξαρτησία του κινήματος. Μερικά από αυτά τα ρεύματα έγιναν κυρίαρχα, μέσω των μηχανισμών καταναγκασμού και χειραγώγησης της κρατικής εξουσίας και με την άμεση στήριξη των εργοδοτών, κράτους και ιδιωτών, ευνοώντας τις συνθήκες για τη διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Η συνεπής και με συνοχή ιστορική γραμμή των κομμουνιστών της Βενεζουέλας στο συνδικαλιστικό κίνημα τους οδήγησε να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολιγαρχίας, που συνωμοτούσαν κατά της συνδικαλιστικής ενότητας της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας, με σκοπό να επιβληθεί η αποκλειστική κυριαρχία των φιλοϊμπεριαλιστικών σοσιαλδημοκρατικών συνδικαλιστικών ηγετών, να εξασθενήσει στο έπακρο η επιρροή της ταξικής γραμμής στις εργαζόμενες μάζες και να σπείρει τον αντικομμουνισμό βαθιά μέσα στη συνείδηση των εργαζόμενων.

Ο ιμπεριαλισμός, οι κυβερνήσεις των λακέδων του και οι ενώσεις εργοδοτών γνώριζαν ότι, για να επιβάλουν την πλήρη υποταγή της Βενεζουέλας στα συμφέροντα των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιριών, χρειαζόταν να βάλουν τέρμα στο κύρος και την επιρροή των κομμουνιστών στις σημαντικότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (AD - Acción Democrática), μετατράπηκε σε όργανο στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και, χωρίς να είναι ακόμα κυβέρνηση, το 1941, σχεδίασε την πρώτη διάσπαση στο πετρελαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα, επιτυγχάνοντας να βγουν παράνομα τα συνδικάτα που καθοδηγούσαν οι κομμουνιστές. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ίδιο κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (AD), αλλά ως κυβέρνηση πια, εφαρμόζοντας μια βίαιη πολιτική αντικομμουνιστικού διαχωρισμού υπαγορευμένη από τις ΗΠΑ, ανέπτυξε ένα σχέδιο για τη διάσπαση της τότε μοναδικής εργατικής συνομοσπονδίας, της Συνομοσπονδίας Εργαζόμενων της Βενεζουέλας (CTV - Confederación de Trabajadores de Venezuela), αποβάλλοντας από αυτήν όλους τους κομμουνιστές συνδικαλιστές και άλλα αριστερά ρεύματα, αναγκάζοντας έτσι τη γέννηση της Ενωτικής Συνομοσπονδίας Εργαζόμενων Βενεζουέλας (CUTV - Central Unitaria de Trabajadores de Venezuela). Ξεκινάει λοιπόν η οργανωτική διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος της Βενεζουέλας, που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Όπως εξηγεί το ντοκουμέντο «Η δουλειά του ΚΚΒ στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα» της 13ης Εθνικής Συνδιάσκεψης για οργανωτικά ζητήματα και τη μαζική δουλειά (Αύγουστος 2014): «Κατά τη διάρκεια των δικομματικών κυβερνήσεων που προέκυψαν από το σύμφωνο Punto Fijo, το CTV ήταν ένα συνδικαλιστικό όργανο στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής και ολιγαρχικής κυριαρχίας στη χώρα μας. Ως αντιστάθμιση, από τις θέσεις του ταξικού συνδικαλισμού, η Ενωτική Συνομοσπονδία Εργαζόμενων (CUTV), υπό την πλειοψηφική ηγεσία των μελών του ΚΚΒ, υπήρξε ένα συνεπές συνδικαλιστικό σημείο αναφοράς στην υπεράσπιση των γνήσιων συμφερόντων της εργατικής τάξης και κατά των πολιτικών στην υπηρεσία του κεφαλαίου που ανέπτυξαν οι κυβερνήσεις της AD και του Copei, ενώ αργότερα εντάχτηκε στην κοινωνική βάση του μπλοκ δυνάμεων που συμμετείχε στις προοδευτικές αλλαγές που ξεκίνησαν το 1999.»

4. Για τη νίκη της επαναστατικής ταξικής γραμμής στη Βενεζουέλα

Η πολιτική γραμμή του ΚΚΒ καθορίζει ότι ο γενικός και θεμελιώδης στόχος της πολιτικής, ιδεολογικής, οργανωτικής και μαζικής δουλειάς του ΚΚΒ είναι να επιταχύνει τη συγκέντρωση δυνάμεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, για να δημιουργήσει ένα νέο συσχετισμό ταξικών δυνάμεων, που εξυπηρετούν την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό να πραγματοποιήσουν την ιστορική τους αποστολή.

Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, η πολιτική γραμμή έβαλε επίσης στις οργανώσεις του ΚΚΒ μια σειρά καθήκοντα, ομαδοποιημένα σε τρεις κύριους άξονες άρρηκτα συνδεδεμένους: Ενίσχυση του Κόμματος, ενίσχυση της εργατικής τάξης σε ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό επίπεδο, οικοδόμηση πολιτικών και εργαλείων για την αντιιμπεριαλιστική ενότητα και την προώθηση της προοπτικής κατάκτησης του σοσιαλισμού. Από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ένας βασικός προσανατολισμός: «Η ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική και μαζική δουλειά των κομμουνιστών στην εργατική τάξη είναι υποχρεωτικό καθήκον ολόκληρου του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας και όχι μόνο των συντρόφων που είναι χρεωμένοι στις μαζικές οργανώσεις του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.»

Η πολιτική γραμμή, κατά συνέπεια, μας προσανατολίζει στο να επιλύσουμε βασικές πτυχές, ώστε η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός να αναλάβουν έναν επαναστατικό ρόλο: Το ζήτημα της ταξικής συνείδησης, την ανάγκη για μια ισχυρή οργάνωση με ταξική ανεξαρτησία και την ενότητα του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Από αυτήν τη βάση και τις λενινιστικές αρχές για τη δράση των κομμουνιστών στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, προκύπτουν οι κατευθυντήριες γραμμές του Κόμματος, όσον αφορά την ανάπτυξή του και το έργο του στις τάξεις του μαζικού και εργατικού κινήματος.

Η ανάγκη να υπερασπιζόμαστε και να ενισχύουμε την αυτονομία και την ανεξαρτησία του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και όλων των μαζικών οργανώσεων, απέναντι στην εργοδοσία, το κράτος και τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, τονίζεται από το γεγονός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια γενικευμένη τάση να τίθενται όλες οι κοινωνικές οργανώσεις υπό την κυριαρχία της εθνικής κυβέρνησης και άλλων θεσμών της κρατικής εξουσίας όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου λαού.

Για τους κομμουνιστές της Βενεζουέλας, ο αγώνας να προχωρήσουμε προς την οργανωτική και προγραμματική ενότητα του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι μέρος του αγώνα για να αλλάξει ο συνδικαλισμός στη Βενεζουέλα, επανεξοπλίζοντάς τον με τις ταξικές αρχές. Αρχές που καθοδηγούν την απελευθερωτική δράση της τάξης μας, έτσι ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να ξεπερνά τους αποκλειστικά οικονομικούς στόχους και να αποτελεί παράγοντα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ένα σχολείο που να διαμορφώνει την ταξική συνείδηση των εργαζόμενων μαζών.

Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να προχωρήσει η ενίσχυση του ταξικού συνδικαλισμού, καταπολεμώντας και κατανικώντας τις ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές τάσεις που δρουν στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βενεζουέλας. Με βάση τον προσανατολισμό και τις αποφάσεις που καθόρισαν τα τελευταία μας Συνέδρια και τη 13η Εθνική Συνδιάσκεψη για οργανωτικά ζητήματα και τη μαζική δουλειά που έλαβε χώρα το 2014, το Κόμμα μας έχει καθορίσει και φέρει σε πέρας μια σειρά πολιτικών, μηχανισμών και εργαλείων για την ολοκληρωμένη προσέγγιση και ανάπτυξη της δουλειάς μας στην εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, ιδιαίτερα:

  1. Παρακολούθηση των αγώνων και των οργανωτικών διαδικασιών του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος της Βενεζουέλας, στο σύνολό του, ιδιαίτερα των τριών μαζικών παραγόντων: Συνδικαλιστικές οργανώσεις, εκλεγμένοι στα συμβούλια υγιεινής και ασφάλειας (υπερασπιστές της υγιεινής και ασφάλειας εκλεγμένους στα κέντρα εργασίας) και τα σοσιαλιστικά συμβούλια των εργαζόμενων.
  2. Διαμόρφωση των μαζικών πολιτικών μετώπων του ΚΚΒ για την ανάπτυξη της δράσης του στους χώρους δουλειάς, σε συγκεκριμένους τομείς και εντός των οργανώσεων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος: Το Ταξικό Ρεύμα Εργατών Cruz Villegas (CCT-CV), η Ταξική Συλλογικότητα για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία Emigdio Cañizalez Guedez, η Ταξική Συλλογικότητα Εργατολόγων Δικηγόρων Pedro Ortega Díaz, το Ταξικό Ρεύμα Εργαζόμενων στα Πετρέλαια Jesús Faría, το Ταξικό Ρεύμα Εργαζόμενων στην Παιδεία Carmen Conzoño.
  3. Σύσταση και ενίσχυση του Εθνικού Μετώπου Αγώνα της Εργατικής Τάξης (FNLCT- Frente Nacional de Lucha de la Clase Trabajadora), με διάφορους και ανόμοιους κλάδους εργαζόμενων.

Το Ταξικό Ρεύμα Εργατών Cruz Villegas (CCT-CV), αποτελεί ένα ευρύ οργανωτικό εργαλείο –πέρα από τα κομματικά μέλη– για τον αγώνα της ενίσχυσης των ταξικών θέσεων στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Έχει σχεδιαστεί, μαζί με τα άλλα μαζικά πολιτικά μέτωπα που αναφέρθηκαν παραπάνω, για να αμφισβητεί και να κερδίζει από το ρεφορμισμό την καθοδήγηση και την επιρροή των οργανώσεων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.

Για το Εθνικό Μέτωπο Αγώνα της Εργατικής Τάξης

Στο ντοκουμέντο «Το Κόμμα της Επανάστασης», που εγκρίθηκε στο 13ο έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΒ (Μάρτης 2007), αναφέρεται: «(...) Μεταξύ των σημαντικότερων καθηκόντων του επαναστατικού κόμματος είναι ο σχεδιασμός μιας πολιτικής ικανής να κατακτήσει το συνδικαλιστικό κίνημα, για να το καθαρίσει, να εξαλείψει τα τεράστια ελαττώματα ως αποτέλεσμα των τρομερών διαστρεβλώσεων του ρεφορμισμού, των πρακτικών που αναπτύχθηκαν από τα εργοδοτικά συνδικάτα και τα αποτελέσματα του πελατειακού συστήματος, να αντιπαλέψει οριστικά τον ατομισμό, να τα μετατρέψει σε δύναμη πρώτης γραμμής στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας.»

Σύμφωνα με την προηγούμενη προϋπόθεση και σε συνάρτηση με την ανάγκη να υπάρξει ένα σενάριο συνάντησης, αλληλεγγύης, σχηματισμού και ενιαίας μάχης των οργανώσεων βάσης του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος με σκοπό την οικοδόμηση ενός ισχυρού και ευρύτερου εθνικού κινήματος με ταξικό προσανατολισμό, αποφασίστηκε η ίδρυση του Εθνικού Μετώπου Αγώνα της Εργατικής Τάξης (FNLCT - Frente Nacional de Lucha de la Clase Trabajadora), ως οργάνωση για τη συνάντηση και τη συνένωση ταξικά ανεξάρτητων εργατικών οργανώσεων.

Το FNLCT παλεύει για την ενιαία διαδικασία συσσώρευσης εργατικών, αγροτικών, κοινοτικών και λαϊκών δυνάμεων, που είναι κεντρικός άξονας της πολιτικής του Κόμματος στον αγώνα για την εξουσία της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού της πόλης και της υπαίθρου.

Αυτή η πρωτοβουλία βρίσκεται σε σαφή ανάπτυξη, μπροστά στην ανάγκη συσσώρευσης δυνάμεων υπέρ της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης μας, σε μια εποχή που αναπτύσσεται η νεοφασιστική επίθεση κατευθυνόμενη από το γιάνκικο ιμπεριαλισμό ενάντια στο λαό μας. Το FNLCT είναι επίσης σημαντικό να αντιμετωπίσει και να νικήσει τα συνδικαλιστικά ρεύματα της φιλοϊμπεριαλιστικής Δεξιάς. Αυτό το Μέτωπο είναι, σίγουρα, η μόνη εναλλακτική λύση της ταξικής πάλης, επειδή ο φιλοκυβερνητικός συνδικαλιστικός ρεφορμισμός, ο οποίος καθοδηγεί την Μπολιβαριανή Σοσιαλιστική Συνομοσπονδία Εργαζόμενων (CBST- Central Bolivariana Socialista de Trabajadores), δεν είναι σε θέση να μπει μπροστά στους αγώνες των εργαζόμενων, καθώς δε διαθέτει την απαραίτητη ανεξαρτησία και αυτονομία.

Η FNLCT καταπολεμά την εργοδοσία στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, για την υπεράσπιση των νόμιμων και άμεσων οικονομικών, κοινωνικών και εργασιακών απαιτήσεων, την οργάνωση κινητοποιήσεων για το δικαίωμα στην εργασία και κατά αδικαιολόγητων απολύσεων, για την υπεράσπιση και την ενίσχυση των μισθών, ενάντια στις ελαστικές σχέσεις απασχόλησης και την εργασιακή ανασφάλεια, για το σεβασμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών, την υπεράσπιση του δικαιώματος της απεργίας, της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία, κατά της ποινικοποίησης και των διώξεων των εργατικών αγώνων, αλλά, ταυτόχρονα, καταγγέλλοντας το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος του, προτείνει στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό να ενισχύσουν τη συνείδησή τους και την οργάνωσή τους να κινηθούν προς την κατάκτηση της εξουσίας.

Άλλοι πολιτικοί και οργανωτικοί προσανατολισμοί του ΚΚΒ στο εργατικό κίνημα

Μια ουσιαστική και θεμελιώδης πτυχή της δουλειάς μας στους κόλπους των οργανώσεων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος είναι η δουλειά της ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής και τεχνικο-νομικής κατάρτισης, για να εξοπλίσει τα ηγετικά στελέχη του κινήματος και τους εργάτες, γενικά, με θεωρητικό και μεθοδολογικό οπλοστάσιο για την ταξική πάλη, διδασκόμενοι επίσης από την εθνική και διεθνή πείρα, με στόχο να μας ενδυναμώσει και να μας καταστήσει ικανούς στη δυναμική των γενικών και ειδικών αγώνων που πρέπει να διεξάγει το εργατικό και ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Για το σκοπό αυτό, δουλεύουμε για την ανάπτυξη μόνιμων και συστηματικών σχεδίων κατάρτισης και έχει προβλεφθεί η εκκίνηση διαδικασιών έρευνας και μελέτης, αξιοποιώντας εξειδικευμένα ινστιτούτα του Κόμματος και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Από την πλευρά της, είναι πολύ σημαντική η δουλειά της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Βενεζουέλας (ΚΝΒ) στους νέους εργαζόμενους, με τις αντίστοιχες ιδιαιτερότητες, σε αντιστοιχία με τους γενικούς προσανατολισμούς που υπαγορεύει το Κόμμα για τη δουλειά των κομμουνιστών στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Η ΚΝΒ με την δουλειά της στην εργαζόμενη νεολαία συνεισφέρει στην ενίσχυση των μαζικών πολιτικών μετώπων του ΚΚΒ.

Όλη η δράση των κομμουνιστών μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα έχει, με λίγα λόγια, το στόχο να ενισχύσει το Κόμμα μας. Να το ενισχύσει οργανωτικά με ταξικά χαρακτηριστικά, στρατολογώντας σε αυτό τους πιο συνειδητούς και μαχητικούς εργάτες, δημιουργώντας εργατικές οργανώσεις, ειδικά στα πιο σημαντικά εργοστάσια και βιομηχανίες· να ενισχύσει την επιρροή και την καθοδήγηση του μέσα σε ευρύτερες εργατικές μάζες, με στόχο να τις κερδίσει στον αγώνα για το νέο συσχετισμό δυνάμεων που χρειαζόμαστε για να νικήσουμε τον ταξικό εχθρό και η εργατική τάξη να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η ηγέτιδα τάξη της κοινωνίας, να διασφαλίσει την πρόοδο προς την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

Καράκας, Μάης του 2018


[1] «(...) Ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.»