Τα προσχήματα δικαιολόγησης του ιμπεριαλιστικού πολέμου «στάχτη στα μάτια» των λαών


Ελισαίος Βαγενάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ

Εισαγωγή

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ανέδειξε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία, τον οποίο διεξάγουν αστικές τάξεις πάνω στο έδαφος του μονοπωλιακού καπιταλισμού και εξαιτίας της δίψας των καπιταλιστών για το κέρδος. Η Ουκρανία είναι ένα «φιλέτο» για το κεφάλαιο· διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αξιοσημείωτες τεχνολογικές υποδομές (δώδεκα θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, έξι υδροηλεκτρικούς σταθμούς, πέντε πυρηνικούς σταθμούς, έξι αγωγούς πετρελαίου μεγάλου μεγέθους, ένα τεράστιο δίκτυο δεκάδων χιλιάδων χιλιομέτρων αγωγών μεταφοράς του ρωσικού φυσικού αερίου προς τις χώρες της Ευρώπης, οχτώ διυλιστήρια) και δεκάδες άλλες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες επεξεργασίας ξύλου, μετάλλου, χημικής βιομηχανίας, αμυντικής βιομηχανίας, παραγωγής τροφίμων, ναυπηγεία, όπως και σημαντικό εργατικό δυναμικό. Όλα τα παραπάνω, όπως και η γεωστρατηγική θέση της, ιδιαίτερα η πρόσβασή της στη Μαύρη Θάλασσα και στην Αζοφική, την καθιστούν ένα σύγχρονο «μήλον της έριδος» για τους ιμπεριαλιστές του ευρωατλαντικού μπλοκ (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) με την καπιταλιστική Ρωσία και το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό μπλοκ με επικεφαλής την Κίνα.

 Η ορθή εκτίμηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου, η ταξική προσέγγιση που αποκαλύπτει την αντιλαϊκή φύση εκείνων των ταξικών δυνάμεων που τον διευθύνουν και από τις δύο πλευρές καθόλου δεν εμπόδισε το ΚΚΕ να αναπτύξει την πάλη του ενάντια στο ΝΑΤΟ, στο οποίο ενεργά συμμετέχει η Ελλάδα, στις ΗΠΑ, με τις οποίες οι αστικές κυβερνήσεις «δεξιάς», «αριστεράς» και «κέντρου» έχουν υπογράψει «στρατηγική συμφωνία», στην εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο.

Στο διάστημα που ακολούθησε, το ΚΚΕ «όργωσε» την Ελλάδα διοργανώνοντας εκατοντάδες αντιπολεμικές-αντιιμπεριαλιστικές εκδηλώσεις. Με μαζικές κινητοποιήσεις έξω από αμερικανικές βάσεις, από λιμάνια και αεροδρόμια στρατηγικής σημασίας για τον ευρωατλαντικό ανεφοδιασμό, όπως, π.χ., της Αλεξανδρούπολης, με συμβολικούς αποκλεισμούς ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων καταδίκασε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, απαιτώντας να σταματήσει η συμμετοχή της Ελλάδας στους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία. Καταψήφισε σε κοινοβούλιο και σε Ευρωκοινοβούλιο την ενίσχυση με όπλα και χρήματα της αντιδραστικής κυβέρνησης Ζελένσκι και μάλιστα, όταν αυτός εμφανίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ ήταν η μόνη που σύσσωμη αρνήθηκε να συμμετάσχει.

Το ΚΚΕ ενημέρωσε το λαό για τις αιτίες του πολέμου, απορρίπτοντας τα προσχήματα των δύο πλευρών, καλώντας το λαό να μην επιλέξει ιμπεριαλιστική πλευρά, κάτι που, δυστυχώς, συνέβη με ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα, που αποδέχτηκαν αυτά τα προσχήματα και ανέπτυξαν και νέα, καλυμμένα με «αντιιμπεριαλιστικό μανδύα».

Άσχετα από την όποια εξέλιξη της πολεμικής σύγκρουσης, εκτιμάμε πως εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη να εστιάσουμε στην αποκάλυψη αυτών των προσχημάτων στις γραμμές του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, και αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί αυτό το άρθρο.

Η Ρωσία αναγκάστηκε να αντιδράσει στην επέκταση του ΝΑΤΟ ώστε να επιβάλει την «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας

Πρόκειται για βασικό επιχείρημα που αξιοποίησε ο Βλ. Πούτιν στην ομιλία του με την οποία ανακοίνωσε τη στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία. [1] Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως οι σχέσεις της αστικής Ρωσίας με το ΝΑΤΟ ξεκινούν νωρίτερα. Η ρωσική αστική τάξη ήταν ευγνώμων στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ που με κάθε τρόπο στήριξαν την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία. Ο ανεκδιήγητος Μπορίς Γιέλτσιν, το 1992, μιλώντας στο αμερικανικό Κογκρέσο, έδινε όρκους πως κατάφεραν μαζί «να θάψουν το είδωλο του κομμουνισμού μία και καλή» και τελείωσε την ομιλία του με την ευχή «Θεέ, ευλόγησε την Αμερική». [2] Στην πορεία, η καπιταλιστική Ρωσία εντάχτηκε στο λεγόμενο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», εμφανίστηκε το Συμβούλιο «ΝΑΤΟ-Ρωσία», ανταλλάχτηκαν πρεσβευτές, καλούσαν ο ένας τον άλλον σε στρατιωτικά γυμνάσια, η Ρωσία στήριξε την επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο Βλ. Πούτιν, ακόμη και έναν χρόνο μετά από το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ η Ρωσία προσδοκούσε να μπει και να γίνει μέλος του. [3]

Είναι χαρακτηριστικό πως η ρωσική αστική τάξη είχε σιωπήσει τόσο στην πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ –το 1999 (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία)– όσο και στη δεύτερη –το 2004 (Βουλγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Εσθονία).

Η στάση αυτή έχει σχέση με το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις των χωρών του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας εκείνη την ιστορική στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο αρχίζοντας από τη σημαδιακή ομιλία του Βλ. Πούτιν στο Μόναχο (το 2007) η Ρωσία έθεσε το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, θυμήθηκε πως είχαν δοθεί στον Γκορμπατσόφ από τις ΗΠΑ κάποιες προφορικές εγγυήσεις μη επέκτασης του ΝΑΤΟ κοκ. [4] Ήταν πια η εποχή που η αστική τάξη της Ρωσίας ένιωθε πως είχε σταθεροποιήσει την εξουσία της, πως έπρεπε να διεκδικήσει χώρο για τα δικά της μονοπώλια και με τη σειρά της να δημιουργήσει τις δικές της καπιταλιστικές ενώσεις στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, κάτι που εμποδίζει η διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Διεύρυνση που είχε σχεδιασμό περικύκλωσης της Ρωσίας με νέες βάσεις, με νέα στρατεύματα, με γυμνάσια που είχαν προσανατολισμό ενάντια στη Ρωσία. Αυτή η διεύρυνση και όλος ο ΝΑΤΟϊκός σχεδιασμός κατά της Ρωσίας, που συσσώρευε αυτό που λέμε «εύφλεκτη ύλη» για τη σύγκρουση, είχε στόχο να δείξει στη Ρωσία πως το ΝΑΤΟ, ως στρατιωτικός βραχίονας των ευρωαμερικανικών μονοπωλίων, δε θα επιτρέψει στα αντίπαλα συμφέροντα να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των δικών τους μονοπωλίων. Αυτό ίσχυε και για την Ουκρανία, που παίζει κρίσιμο ρόλο για τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των δύο πλευρών, ευρωατλαντισμού και Ρωσίας.

Σήμερα, γνωρίζουμε πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όχι μόνο δε σταμάτησε, αλλά και επιτάχυνε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ενσωμάτωση της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία.

Ούτε, βέβαια, σταμάτησε τη στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Χιλιάδες όπλα συγκεντρώθηκαν και συνεχίζουν να συγκεντρώνονται στην ουκρανική σύγκρουση. Η Ρωσία υποστηρίζει πως το ΝΑΤΟ θα έβαζε πυραύλους στην Ουκρανία που θα απέτρεπαν τη δυνατότητα απάντησης σε περίπτωση που δεχόταν το πρώτο πυρηνικό πλήγμα. Σαφώς, κάθε αστική τάξη προσπαθεί να αυξήσει την ισχύ της, όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την πολιτική και τη στρατιωτική. Σε αυτήν την κατεύθυνση κατασκευάζει νέα όπλα, προχωράει σε εξοπλισμούς, που πλέον έχουν ξεπεράσει σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε προηγούμενο.

ΗΠΑ και Ρωσία έχουν σήμερα το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο, ικανό να διαλύσει τον πλανήτη μας. Υπάρχει η λεγόμενη «ισορροπία του τρόμου». Ο ένας γνωρίζει πως θα καταστραφεί και ο ίδιος από τον άλλον εάν σε μία σύγκρουση χρησιμοποιήσει πρώτος πυρηνικά όπλα ενάντια στον αντίπαλό του.

Το ΝΑΤΟ επεκτείνεται, έχει μιλήσει για το «πρώτο πυρηνικό πλήγμα». Η Ρωσία έχει επίσης απαρνηθεί το πυρηνικό «δόγμα» που είχε η ΕΣΣΔ και που πρόβλεπε πως η ΕΣΣΔ δε θα κάνει πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων σε καμιά περίπτωση. Γενικότερα, κάθε δύναμη προσπαθεί να ανατρέψει αυτήν την «ισορροπία τρόμου» και να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, π.χ., με τους ρωσικούς πυραύλους ταχύτητας 9 μαχ που δεν μπορούν να καταρριφτούν σήμερα απ’ οποιοδήποτε σύστημα αεράμυνας και μπορούν να φέρουν πυρηνικά όπλα, όπως και οι ΗΠΑ που στοχεύουν στην εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων πολύ κοντά στα ρωσικά σύνορα ώστε να της στερήσουν την ικανότητα μαζικής απάντησης σε πρώτο πυρηνικό πλήγμα.

Το επιχείρημα που αξιοποιεί η Ρωσία είναι πως γι’ αυτήν είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου» να απομακρύνει από τα σύνορά της αυτό το ενδεχόμενο. Είτε καταφέρνοντας την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας είτε με την κατάληψη κάποιων εδαφών της, που θα λειτουργήσουν ως «ουδέτερη ζώνη» ή ακόμη και θα ενσωματωθούν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Πολύ περισσότερο που μία σειρά αποφάσεων του ΟΑΣΕ υπογραμμίζουν πως η «ενίσχυση της άμυνας του ενός κράτους δεν μπορεί να είναι σε βάρος της ασφάλειας ενός άλλου». [5] Οπότε, η Ρωσία θεωρεί πως δικαιωματικά επεμβαίνει στρατιωτικά για να σταματήσει αυτήν την εξέλιξη.

Τα παραπάνω είναι η μισή αλήθεια. Όχι μόνο γιατί το διεθνές δίκαιο και ο ΟΑΣΕ λένε και άλλα, π.χ., για το απαραβίαστο των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών [6], αλλά και γιατί ολόκληρη η αλήθεια είναι πως ο ρωσικός ισχυρισμός δεν μπορεί να ισχύει μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Φινλανδία. Αν πάρουμε έναν χάρτη, θα δούμε πως η ευθεία απόσταση από το Χάρκοβο στη Μόσχα είναι περίπου η ίδια όπως από τη Ρίγα ή το Ταλίν προς τη Μόσχα και ακόμη μικρότερη από το Ελσίνκι. Γίνεται φανερό πως η αντιμετώπιση της Ουκρανίας είναι εδώ ξεχωριστή, που σημαίνει πως άλλοι είναι τελικά οι λόγοι της ρωσικής εισβολής σε αυτήν και όχι η αποστρατιωτικοποίηση.

Η Ρωσία πολεμά το ναζισμό στην Ουκρανία

Είναι ένα άλλο βασικό πρόσχημα που αξιοποιεί επίσημα η αστική τάξη της Ρωσίας για να δικαιολογήσει την εισβολή της, λέγοντας πως κάνει «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας. Είναι αλήθεια πως, σε αντίθεση με την Ουκρανία όπου η αστική τάξη έχει επιλέξει να δικαιώσει τους φασίστες και τους συνεργάτες τους που πολέμησαν την ΕΣΣΔ, στη Ρωσία η αστική τάξη αξιοποιεί τα αντιφασιστικά αισθήματα του ρωσικού λαού. Αυτό, όμως, καθόλου δεν εμποδίζει τα παιδιά στο ρωσικό σχολείο να «ποτίζονται» με το δηλητήριο του αντικομμουνισμού, π.χ., του γνωστού αντισοβιετικού Σολζενίτσιν που δικαιολογούσε τους Ρώσους συνεργάτες των ναζί, ήταν θαυμαστής του Φράνκο και υποστήριζε τον Πινοσέτ. Τα δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ είναι γεμάτα από αντικομμουνισμό, ενώ ακόμη και η νίκη κατά της φασιστικής Γερμανίας παρουσιάζεται ως κατόρθωμα που έγινε δήθεν χωρίς, και μερικές φορές παρά, τη δράση του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως των Κοζάκων, αναλαμβάνουν αρμοδιότητες των δυνάμεων Ασφαλείας σε παραμεθόριες περιοχές. Εδώ και χρόνια η κατάργηση της αργίας της Οκτωβριανής Επανάστασης (7 Νοέμβρη) αντικαταστάθηκε από μία εθνικιστική αργία (4 Νοέμβρη), μέρα «εθνικής ενότητας». Ο ίδιος ο Βλ. Πούτιν δηλώνει δημόσια πως μελετά και συστήνει στη νεολαία τα έργα του Ιβάν Ιλίν, Ρώσου ιδεολόγου του φασισμού. Έχει επισκεφτεί και έχει καταθέσει λουλούδια στον τάφο του.

Καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω πως η άρχουσα αστική τάξη της Ρωσίας, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να καπηλευτεί την Αντιφασιστική Νίκη, τα αντιφασιστικά και τα φιλοσοβιετικά αισθήματα του ρωσικού λαού.

Επιπλέον, η αναβίωση των φασιστικών απόψεων στην Ουκρανία δεν ήταν ένα μονόπρακτο, δεν έγινε μία και έξω. Διήρκεσε χρόνια, με την επαναφορά απόψεων του Γκέμπελς περί «γενοκτονίας».

Τι έκανε όλ’ αυτά τα χρόνια για να αποτρέψει όλη αυτήν την απαράδεκτη εξέλιξη η σημερινή ρωσική ηγεσία; Επιχειρηματικές δραστηριότητες, ενώ, όπως είπε ο ίδιος ο Βλ. Πούτιν υπερηφανευόμενος, «το 2011 ο κύκλος εργασιών του διμερούς εμπορίου ξεπέρασε τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια». [7] Την ώρα που στην Ουκρανία αναβίωνε η προπαγάνδα του Γκέμπελς, η Ρωσία έδινε στην Ουκρανία, όπως δήλωσε ο Βλ. Πούτιν, «υλική υποστήριξη» και μόνο την περίοδο 1991-2013 (δηλαδή, την περίοδο που ρίζωναν εκεί οι φασιστικές ιδέες) ο ουκρανικός προϋπολογισμός είχε όφελος περίπου 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων χάρη στα προνομιακά δάνεια της Ρωσίας και στις ειδικές τιμές στη ρωσική ενέργεια. Μέχρι και τις δανειακές υποχρεώσεις της Ουκρανίας από την εποχή της ΕΣΣΔ κάλυψε ολοκληρωτικά η Ρωσία. Ευθύνεται, λοιπόν, μόνο η Δύση για την αναβίωση της φασιστικής, ναζιστικής προπαγάνδας στην Ουκρανία; Δεν έχει ευθύνη γι’ αυτό και η αστική τάξη της Ρωσίας; Με ποιον συνεργαζόταν; Ποιον χρηματοδοτούσε όλ’ αυτά τα χρόνια;

Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο φασισμός είναι γέννημα του εκμεταλλευτικού συστήματος, επιλογή της αστικής τάξης, με στόχο να επιβάλει ως «αιχμή του δόρατος» μία σκληρότερη μορφή καταπίεσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, στερώντας κάθε νόμιμη μορφή δράσης, για να διατηρήσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, το σύστημά της. Είναι, λοιπόν, κόντρα σε κάθε επαναστατική λογική να πιστεύουμε, όπως κάνουν ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα, πως μπορεί η αστική τάξη, έστω μίας άλλης χώρας, να έχει πράγματι στόχο να τελειώνει με το φασισμό, αλλά την ίδια ώρα να στηρίζει με όλα τα μέσα τη «μήτρα» που τον γεννά, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα. Καμιά δικτατορία του κεφαλαίου δεν μπορεί να διεξάγει πραγματικό αντιφασιστικό αγώνα, άρα ούτε αυτή της Ρωσίας. Δεν είναι τυχαίο που και στις δύο χώρες αναστέλλονται εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα, καταστέλλονται αντιπολεμικές φωνές, διώκονται κομμουνιστές και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι που αμφισβητούν τις επιλογές των αστικών κυβερνήσεων.

Η Ρωσία υπερασπίζεται τους ομοεθνείς της

Άλλο πρόσχημα είναι πως η Ρωσία αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τους ομοεθνείς Ρώσους και τους ρωσόφωνους του Ντονμπάς, που αντιμετώπιζαν μία γενοκτονία από το καθεστώς του Κιέβου.

Είναι αλήθεια πως εκατομμύρια Ρώσοι και ρωσόφωνοι μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ βρέθηκαν εκτός των συνόρων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως, π.χ., στις περιοχές της Κριμαίας και του Ντονμπάς.

Μήπως οι ρωσικές αντεπαναστατικές δυνάμεις, όταν διέλυαν την ΕΣΣΔ, έθεσαν ζήτημα για τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων, για το σε ποια χώρα θα ανήκουν στο εξής οι περιοχές στις οποίες ζούσαν; Όχι, βέβαια!

Πώς αντιμετωπίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι; Αυτοί οι πληθυσμοί αντιμετωπίστηκαν από την τότε νεοδιαμορφωμένη αστική τάξη της Ρωσίας ως «πιόνια» στα γεωπολιτικά σχέδιά της στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ. Υπολόγιζε πως σε κάθε περίπτωση θα στήριζαν τα διάφορα ρωσικά ή φιλορωσικά κόμματα, που συγκροτούνταν σε μία σειρά τέτοιες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, και αυτά με τη σειρά τους θα ήταν «πυλώνες» άσκησης της ρωσικής πολιτικής σε αυτές τις χώρες, θα στήριζαν τις διάφορες καπιταλιστικές ενώσεις και οργανισμούς που αυτή προωθεί.

Αυτήν την πολιτική ασκούσε το ρωσικό κράτος και σε ό,τι αφορά τους Ρώσους και τους ρωσόφωνους της Ουκρανίας μέχρι το 2014. Τότε, έγινε φανερό πως η αστική τάξη της Ουκρανίας με κατασταλτικά μέσα θα επιδιώξει το βίαιο «εξουκρανισμό» των πληθυσμών στην Ανατολική Ουκρανία, κάτι που οδήγησε στην αντίδραση έως και εξέγερση μέρους αυτών των πληθυσμών. Η ρωσική αστική τάξη αξιοποίησε αυτήν τη δικαιολογημένη αντίδραση ρωσικών και ρωσόφωνων πληθυσμών, που τάχτηκαν ενάντια στην εθνοτική και γλωσσική καταπίεση, για να προωθήσει τους δικούς της σχεδιασμούς. Έτσι, π.χ., απέκοψε και προσάρτησε την Κριμαία και μαζί και τα τρία τέταρτα της ΑΟΖ που είχε η Ουκρανία στην Αζοφική και στη Μαύρη Θάλασσα. Απέκοψε τμήμα της περιοχής του Ντονμπάς και σήμερα, με την εισβολή στην Ουκρανία, σχεδόν όλου του Ντονμπάς, αλλά και της Χερσώνας, καταλαμβάνοντας σημαντική μερίδα της βιομηχανικής βάσης, των καλλιεργούμενων εδαφών της Ουκρανίας.

Το ενδιαφέρον των Ρώσων καπιταλιστών για τους ομοεθνείς τους εκτός συνόρων, που το «ντύνουν» με το σύνθημα του «Ρωσικού Κόσμου» και της επανένωσής του, είναι καθαρά κερδοσκοπικό. Σκέφτονται ότι με αυτά τα κάμποσα εκατομμύρια ανθρώπων θα αυξήσουν την εργατική δύναμη που εκμεταλλεύονται, τους χρησιμοποιούν για να «βάλουν πόδι» στη βιομηχανική βάση και στα εδάφη μίας άλλης χώρας, καταλύοντας τα σύνορά της και προσαρτώντας εδάφη που είχαν συμφωνήσει το 1991, όταν διέλυσαν την ΕΣΣΔ, πως δεν τους ανήκουν.

Είναι γεγονός πως οι εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές μειονότητες πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα να έχουν τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά τους και θα μπορούσαν να αποτελέσουν «γέφυρες φιλίας» ανάμεσα στους λαούς και όχι «εργαλείο» διαμελισμού των χωρών. Διότι έτσι ανοίγει μεγάλος κύκλος αιματοχυσιών, κάτι που η Ιστορία έχει διδάξει σε διάφορες περιοχές, όπως, π.χ., στα Βαλκάνια, όπου βλέπουμε πώς οι αστικές τάξεις αξιοποίησαν και αξιοποιούν τέτοια ζητήματα.

Επιπλέον, ανέκαθεν οι κομμουνιστές ήταν αντίθετοι στις προσαρτήσεις εδαφών στη βάση προσχημάτων «προστασίας εθνικών μειονοτήτων».

Στην πράξη, έχει αποδειχτεί η υπεροχή του πολυεθνικού, ομόσπονδου κράτους της ΕΣΣΔ στην αντιμετώπιση ζητημάτων εθνικής καταπίεσης και μειονοτήτων, τόσο με τη δημιουργία εθνικών περιοχών με διευρυμένο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης όσο και με το σεβασμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που στοιχειοθετούσαν την κάθε δοσμένη εθνική-πολιτιστική ταυτότητα, με τη διατήρηση και την καλλιέργεια της γλώσσας, της γραφής, των ηθών και των εθίμων, της λογοτεχνίας, της ποίησης κάθε έθνους και εθνότητας. Είναι πέρα για πέρα αβάσιμη, απαράδεκτη και καταδικαστέα η επίθεση που πραγματοποιεί η ρωσική ηγεσία στον Λένιν, πως δήθεν αυτός έθεσε μία «βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της ΕΣΣΔ» με την εθνική πολιτική που ακολούθησαν οι μπολσεβίκοι.

Ο «πόλεμος των πολιτισμών»: Το «χρυσό δισεκατομμύριο» ενάντια στο «ρωσικό κόσμο»

Σύμφωνα με αυτήν την αταξική και αποπροσανατολιστική προσέγγιση, στο «χρυσό δισεκατομμύριο», στο οποίο αυθαίρετα εντάσσονται οι ΗΠΑ και οι χώρες σύμμαχοί τους, αντιπαρατίθεται ο λεγόμενος «ρωσικός κόσμος».

Η αντίληψη αυτή, στην οποία έχουν προσχωρήσει και ρωσικά κομμουνιστικά κόμματα, στηρίζεται σε μία υποτιθέμενη πολιτισμική, γεωπολιτική, θρησκευτική προσέγγιση της διεθνούς πραγματικότητας. Ξεκινά από την αντίληψη πως ο κόσμος είναι μοιρασμένος σε πολιτισμούς που συγκρούονται μεταξύ τους για το ποιος θα επικρατήσει και ποιος θα αφομοιώσει τον άλλον.

Στη βάση αυτή, βλέπουμε να παρέχεται πλήρης στήριξη στην εξωτερική πολιτική της ρωσικής άρχουσας τάξης, μεταξύ άλλων στη συγκρότηση των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων που προωθεί η Ρωσία στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, όπως είναι η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ). Επιπλέον, μετά από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στη βάση αυτής της αντίληψης εμφανίζεται και ο ισχυρισμός πως δεν υπάρχει ουκρανικό έθνος, πως είναι ένα κατασκεύασμα των μπολσεβίκων, όπως και η ίδια η Ουκρανία. Έτσι, δικαιολογείται η προσάρτηση εδαφών της Ουκρανίας στη Ρωσία και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

Πρόκειται για μία προσέγγιση αταξική, που δε λαμβάνει υπόψη της ή παρασιωπά την ταξική φύση του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος, το ποια τάξη έχει την εξουσία, ποια συμφέροντα κυβερνάνε. Από αυτήν την άποψη, είναι όχι μόνο μία αντιεπιστημονική, αλλά και πάρα πολύ επικίνδυνη προσέγγιση, γιατί «τσουβαλιάζει» τα συμφέροντα του εργάτη με αυτά του βιομήχανου στο όνομα του «πολέμου των πολιτισμών».

Η Ρωσία είναι μέρος ενός «αντιιμπεριαλιστικού άξονα» που μάχεται τον ιμπεριαλισμό

Υπάρχει η άποψη ότι η Ρωσία, από τη στιγμή που συγκρούεται με τις ΗΠΑ που είναι «η βασική δύναμη του ιμπεριαλισμού», είναι μία αντιιμπεριαλιστική δύναμη και γύρω της συσπειρώνονται και άλλες χώρες που έχουν πρόβλημα με τις ΗΠΑ. Δηλαδή, από τη μία, υπάρχει ο άξονας του ιμπεριαλισμού που εκπροσωπείται από τις ΗΠΑ και τους άλλους συμμάχους τους και, από την άλλη, οι δυνάμεις του «αντιιμπεριαλισμού». Πρόκειται για προσέγγιση πολύ προβληματική και αυθαίρετη, γιατί αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό απλώς ως μία επιθετική πολιτική και όχι με βάση τα λενινιστικά κριτήρια και τη βασική θέση πως ο ιμπεριαλισμός είναι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο καπιταλισμός όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια. Αφαιρείται από το γεγονός πως κάθε καπιταλιστική χώρα, άσχετα από τις ιδιαιτερότητες του πολιτικού της συστήματος, είναι ενταγμένη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης, το οποίο μπορείς να το παρομοιάσεις με μία ιμπεριαλιστική «πυραμίδα».

Ανοίγοντας εδώ μία παρένθεση, να προσθέσουμε πως ορισμένοι οπορτουνιστικοί κύκλοι προσπαθούν να σπεκουλάρουν με τη λενινιστική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού που ακολουθεί το Κόμμα μας. Έτσι, ισχυρίζονται πως η θέση του ΚΚΕ «τσουβαλιάζει» όλες τις χώρες που σήμερα έχουν φτάσει στο επίπεδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, ότι θεωρούμε πως «όλες οι χώρες είναι ιμπεριαλιστικές, άρα είναι όλες το ίδιο, π.χ., είναι το ίδιο η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Σερβία, η Μπουρκίνα Φάσο κοκ.». Πρόκειται για ανόητη και σκόπιμη λαθροχειρία, γιατί το ΚΚΕ πάντα διευκρινίζει πως κάθε καπιταλιστική χώρα μέσα στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα παίζει διαφορετικό ρόλο και καταλαμβάνει διαφορετική θέση στη βάση της ισχύος της, της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της παραπάνω λαθεμένης προσέγγισης είναι ότι αυτή στην πράξη περιορίζει τον ιμπεριαλισμό στις ΗΠΑ. Οπότε, «βαφτίζει» όλες τις άλλες καπιταλιστικές χώρες, που δεν έχουν την ισχύ των ΗΠΑ, ως «υποτελείς» τους και, ακόμη, όσες από αυτές για κάποια στιγμή συγκρουστούν ή αντιπαρατεθούν με τις ΗΠΑ ή τις επιλογές τους τις βλέπουν ως «αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις» ή ακόμη φαντασιώνονται κάποιον «αντιιμπεριαλιστικό άξονα» που συγκροτείται από καπιταλιστικά κράτη!

Πρόκειται για μία πολύ επικίνδυνη προσέγγιση, που απορρίπτει τα ταξικά κριτήρια ανάλυσης της πραγματικότητας και διαγράφει το ρόλο των αστικών τάξεων. Οδηγεί όχι μόνο σε λαθεμένα πολιτικά συμπεράσματα για τις αντιθέσεις που εκτυλίσσονται στο πλαίσιο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, αλλά και «σπρώχνει» τους εργαζόμενους να πάρουν τη θέση του ενός «ληστή», λησμονώντας το ποια τάξη έχει εκεί την εξουσία, ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετούνται κάθε φορά. Το πού μπορεί να οδηγήσει φαίνεται από το παράδειγμα του Τούρκου Προέδρου, Ρ. Τ. Ερντογάν, που παραπλανητικά δήλωσε πριν μερικά χρόνια: «Δε με αγαπούν στη Δύση, γιατί είμαι αντιιμπεριαλιστής»!

Η Ρωσία είναι ιμπεριαλιστική, αλλά «άγουρη», διεξάγει αμυντικό πόλεμο έναντι του «φιλελεύθερου φασισμού» και του «εξαγώγιμου φασισμού»

Ισχυρή είναι επίσης η παρουσίαση της Ρωσίας ως ένα «αδύναμο», «εξαρτημένο» ιμπεριαλιστικό κράτος, το οποίο οι άλλες «ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές χώρες» αρνούνται να αντιμετωπίσουν ως «ισότιμο εταίρο». Στη βάση αυτήν, ερμηνεύεται και ο πόλεμος στην Ουκρανία ως «αμυντική» και «δικαιολογημένη» αντίδραση της Ρωσίας έναντι των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Αυτοί οι ισχυρισμοί, ωστόσο, δε λαμβάνουν υπόψη τους πως οι σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών διακρίνονται από την ανισοτιμία, από την αλληλεξάρτηση και δεν είναι μόνο η καπιταλιστική Ρωσία που αντιμετωπίζεται ως «ανισότιμος εταίρος». Επιπλέον, αυτοί οι ισχυρισμοί λέγονται για τη Ρωσία, τη δεύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, τη μόνη καπιταλιστική χώρα που μπορεί σήμερα να απειλήσει με πυρηνική καταστροφή την ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη, τις ΗΠΑ. Μία χώρα με πολύ ισχυρά μονοπώλια, που είναι πέμπτη σε δισεκατομμυριούχους στον κόσμο, που, από τη μία, είναι ενδέκατη στο ονομαστικό μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ και, από την άλλη, έκτη σε μερίδιο στο πραγματικό παγκόσμιο ΑΕΠ, όπως και σε βιομηχανική παραγωγή στον κόσμο. Μία χώρα που έχει δυνατότητα να προωθεί την εξωτερική της πολιτική ασκώντας και το δικαίωμα του βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η πραγματικότητα δείχνει πως η Ρωσία καταλαμβάνει μία από τις σημαντικότερες θέσεις σε αυτήν την ιμπεριαλιστική «πυραμίδα», ως συνάρτηση όλων των δυνατοτήτων της (οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών). Ο υπερτονισμός του γεγονότος πως σημαντικός προσανατολισμός της ρωσικής οικονομίας είναι η εξόρυξη πρώτων υλών, αγνοώντας άλλους προηγμένους επιστημονικά τομείς στους οποίους η Ρωσία πρωτοπορεί παγκοσμίως (κατασκευή πυρηνικών σταθμών, διαστημικές αποστολές, εμπόριο σύγχρονων όπλων, εμβόλια κ.ά.), είναι παραπλανητικός. Στη βάση αυτής της στρεβλής κατανόησης, τόσο της θέσης της Ρωσίας όσο και του σύγχρονου κόσμου, αξιοποιείται απ’ ορισμένους κατά το δοκούν η ρήση του Λένιν για μία «χούφτα χώρες», που γράφτηκε όταν τα τρία τέταρτα του πλανήτη ήταν ακόμη αποικίες, και καταλήγει σήμερα στο να αποδέχεται την αταξική αντίληψη των χωρών του λεγόμενου «χρυσού δισεκατομμυρίου» (από το οποίο έχουν αφαιρεθεί ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, όπως είναι η Κίνα και η Ρωσία).

Στην ίδια κατεύθυνση δικαιολόγησης του ιμπεριαλιστικού πολέμου από τη σκοπιά της ρωσικής αστικής τάξης κινείται και η επιζήμια προσέγγιση περί «εξαγώγιμου φασισμού», που, μιλώντας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, τις χαρακτηρίζει «φιλελεύθερο φασισμό» ή στις οποίες αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «φασιστικές» ή ότι αυτές «εξάγουν το φασισμό».

Αυτός ο διαχωρισμός των κρατών του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε φιλοφασιστικά-φιλοπόλεμα και μη, στην πραγματικότητα, συσκοτίζει την αιτία γέννησης και ισχυροποίησης του φασιστικού ρεύματος, που βρίσκεται στον ίδιο το μονοπωλιακό καπιταλισμό και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Αυτός ο διαχωρισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε «κακές» («φασιστικές», «νεοφασιστικές») και σε «καλές» οδηγεί σε εκκλήσεις για να διαμορφώσουμε «αντιφασιστικά μέτωπα» σε αταξική κατεύθυνση, δηλαδή σε συμμαχίες χωρίς κοινωνικοταξικά κριτήρια, ακόμη και με αστικές δυνάμεις, και να ταχτούμε με τα δήθεν «αντιφασιστικά κράτη».

Η αντίληψη αυτή οδηγεί το κομμουνιστικό κίνημα, την εργατική τάξη στον αφοπλισμό της, στην παραίτησή της από την ιστορική αποστολή της και στη διαμόρφωση μίας γραμμής δήθεν «εξυγίανσης» του ιμπεριαλισμού από τις «φασιστικές δυνάμεις» σε συνεργασία με αστικές δυνάμεις, που εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη και χρησιμοποιούν όλα τα μέσα ενάντια στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Στην πράξη, στο όνομα της αντιμετώπισης του φασισμού ανοίγει ο δρόμος για συνεργασία με τον οπορτουνισμό, με τη σοσιαλδημοκρατία και με αστικές πολιτικές δυνάμεις, με τμήματα της αστικής τάξης. Ανοίγει ο δρόμος επιλογής ιμπεριαλιστή. Έτσι, στην πολεμική ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία το κομμουνιστικό κίνημα καλείται να στηρίξει συγκεκριμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο όνομα του ότι οι άλλες είναι «φασιστικές».

Βασικό επιχείρημα της άποψης περί «εξαγώγιμου φασισμού» είναι ότι οι ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική τους καταπατούν το διεθνές δίκαιο. Έτσι, δε λαμβάνεται υπόψη πως οι συμφωνίες που συνιστούν το διεθνές δίκαιο είναι προϊόν του συσχετισμού δυνάμεων και ως τέτοιο έχει γίνει πολύ πιο αντιδραστικό τα τελευταία χρόνια, μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές.

Η Ρωσία είναι καπιταλιστική, αλλά είναι στο ίδιο μπλοκ με τη σοσιαλιστική Κίνα (σύγκριση με τον αντιχιτλερικό άξονα)

Η αντίληψη αυτή αποδέχεται, από τη μία, πως η Ρωσία είναι καπιταλιστική χώρα, αλλά ισχυρίζεται πως δεν είναι ιμπεριαλιστική και πως δρα σε συντονισμό με τη «σοσιαλιστική» Κίνα. Μάλιστα, η λεγόμενη «Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα», που είναι ένας από τους υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης, ισχυρίζεται πως «είναι χώρες που δε ζουν με την υπερεκμετάλλευση ή τη λεηλασία του κόσμου».

Λες και η Κίνα με τη Ρωσία δε συμμετέχουν στις συνόδους των G20, των είκοσι ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών του κόσμου, μαζί με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία κοκ. Λες και τα κινεζικά και τα ρωσικά μονοπώλια δεν κάνουν εξαγωγή κεφαλαίου σε άλλες χώρες, δεν έχουν στόχο τους το κέρδος, που βγαίνει από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης όχι μόνο των εργαζόμενων της χώρας τους, αλλά και πολλών άλλων χωρών στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική, στην Αμερική, παντού όπου αναπτύσσονται τα μονοπώλιά τους. Λες και ο ιδιωτικός ρωσικός στρατός «Βάγκνερ» εξορμά στην Αφρική για φιλανθρωπικούς λόγους και όχι για να προασπιστεί τα συμφέροντα των ρωσικών μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται εκεί. Λες και η Κίνα δεν κινείται πλέον στην ανάλογη κατεύθυνση διαφύλαξης του λεγόμενου «Δρόμου του Μεταξιού», που απλώνεται σε δεκάδες κράτη, και με στρατιωτικά μέσα. Χαρακτηριστικά, π.χ., στο συγκεκριμένο «Δρόμο», στο μικρό, αλλά πολύ σημαντικό γεωγραφικά κράτος του Τζιμπουτί, που το χρέος του στην Κίνα φτάνει το 43% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματός του, εγκαινιάστηκε το 2017 η πρώτη στρατιωτική βάση της Κίνας εκτός συνόρων.

Τα περί δήθεν «μη συμμετοχής σε στρατιωτική, τεχνολογική και πιστωτική εξάρτηση» λέγονται για κράτη που έχουν ξεχωριστό ρόλο στο εμπόριο όπλων, που είναι σήμερα κράτη-δανειστές, όπως η Κίνα, η οποία βρίσκεται στις πρώτες ανάλογες θέσεις.

Η αντίληψη αυτή κρύβει επιμελώς πως τόσο στην Κίνα όσο και στη Ρωσία κουμάντο κάνουν οι αστικές τάξεις, τα μονοπώλια, που συναλλάσσονται και συγκρούονται με τα μονοπώλια των ΗΠΑ, της ΕΕ και των άλλων καπιταλιστικών κρατών, αλλά και μεταξύ τους. Η Κίνα ευθέως αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Και, όπως έχει αναδείξει ο Λένιν, η σωστή πλευρά της Ιστορίας, όταν συγκρούονται τα ιμπεριαλιστικά «αρπακτικά», δεν είναι να διαλέξεις την πλευρά του πιο αδύνατου «αρπακτικού» για να καταλάβει αυτό τη θέση του πιο ισχυρού. Η σωστή πλευρά της Ιστορίας είναι να διαλέξεις την πλευρά των λαών ενάντια στο στρατόπεδο των καπιταλιστών, που πότε κερδίζουν από την ειρήνη και πότε από τον πόλεμο, αιματοκυλώντας την εργατική τάξη και τους λαούς.

Τέλος, η αντίληψη αυτή παραπέμπει στη στάση των καπιταλιστικών χωρών του «αντιχιτλερικού άξονα», που συνεργάστηκαν με την ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι συνειρμοί που προσπαθεί να διαμορφώσει είναι φανεροί. Όπως δείξαμε, όμως, παραπάνω, η σημερινή Κίνα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ΕΣΣΔ την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γιατί έχει άλλη ταξική φύση. Επιπλέον, να υπογραμμίσουμε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός και άδικος τόσο από την πλευρά των φασιστικών όσο και των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών χωρών και δίκαιος μόνο από την πλευρά της ΕΣΣΔ όπου υπήρχε εργατική εξουσία, καθώς και από την πλευρά των αντάρτικων κινημάτων των χωρών που ήταν υπό κατοχή. Κάθε σχετική σύγκριση είναι σκόπιμη και παραπλανητική.

Η Ρωσία πρέπει να στηριχτεί στον πόλεμο για να φτιαχτεί ένας δίκαιος πολυπολικός κόσμος

Οι αντιλήψεις που υποστηρίζουν πως μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία διαμορφώνεται ένας σύγχρονος ειρηνικός (καπιταλιστικός) κόσμος με μία άλλη «διεθνή αρχιτεκτονική», ένας «δίκαιος πολυπολικός κόσμος», όπου «θα γίνεται σεβαστή η κυριαρχία της κάθε χώρας», είναι εξωπραγματικές και αποτελούν στάχτη στα μάτια των λαών.

Να θυμίσουμε πως δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται σχετικές απόψεις. Στη βάση ανάλογων αντιλήψεων, διάφορα «αριστερά» κόμματα χαιρέτισαν τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων προβάλλοντας την άποψη ότι έτσι ενώνεται ο κόσμος, μπορούν να σχηματιστούν πολλοί πόλοι, καλώντας μας να στηρίξουμε την ΕΟΚ και το μετασχηματισμό της σε ΕΕ ως ενός «νέου παγκόσμιου πόλου» που σε διεθνές επίπεδο θα είναι το «αντίβαρο» στις ΗΠΑ.

Σήμερα, επανέρχεται αυτή η λαθεμένη προσέγγιση περί «πολυπολικού κόσμου» όπου κάποιες δήθεν «φιλειρηνικές» μεγάλες χώρες (βλέπε, Κίνα, Ρωσία κ.ά.) θα «δαμάσουν» την επιθετικότητα των ΗΠΑ και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων χωρίς να είναι απαραίτητη η ανατροπή του καπιταλισμού.

Όπως, όμως, η ΕΕ δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του «αντίπαλου δέους» στις ΗΠΑ, έτσι και τα νέα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη ή οι ενώσεις που γίνονται με αυτά ως «ατμομηχανή» δε θα μπορέσουν να παίξουν έναν θετικό ρόλο «συγκράτησης» και «αποτροπής» των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των οποίων αποτελούν συστατικά μέρη, παρά μόνο να εκφράσουν ανακατατάξεις στην κορυφή της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.

Το ψεύτικο δίλημμα «μονοπολισμός-πολυπολισμός» οδηγεί στον αφοπλισμό της εργατικής τάξης, ακυρώνει την αυτοτελή εργατική-λαϊκή πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές, βάζει τους λαούς κάτω από «ξένη σημαία», ακόμη και με προσχήματα του είδους πως «δεν υπάρχουν καθαροί αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες και καθαρά σοσιαλιστικά σχέδια» και δήθεν απαιτείται «συμμαχία αντιιμπεριαλιστικών-προοδευτικών δυνάμεων», εντάσσοντας σε αυτές αστικές πολιτικές δυνάμεις, καπιταλιστικά κράτη και συμμαχίες στο όνομα της υπεράσπισης της «κυριαρχίας» και των ισότιμων διακρατικών σχέσεων.

Όμως, ο πολυπολισμός δεν καταργεί την ανισοτιμία μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, ούτε και τις επεμβάσεις των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων αστικών κρατών των οποίων οι αστικές τάξεις είναι πρόθυμες να εκχωρήσουν κυριαρχικά δικαιώματα για να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν την κυριαρχία τους. Και εδώ είναι πολύ διδακτική η καταστολή της λαϊκής εξέγερσης στο Καζακστάν το 2022 από τη Ρωσία και τους συμμάχους της με τη συναίνεση της «Δύσης».

Ο πολυπολισμός δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ύπαρξη διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία όχι μόνο δε διαμορφώνουν συνθήκες ισορροπίας και ειρήνης, αλλά το αντίθετο, οξύνουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό και οδηγούν σε τοπικούς πολέμους που προκαλούνται από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή. Επιπλέον, η ύπαρξη ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών κέντρων εγκυμονεί κινδύνους ανάφλεξης ανάμεσα και στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες.

Στην πράξη, η αντίληψη του πολυπολισμού έχει αρκετά κοινά με τις απόψεις της περιόδου της λεγόμενης «περεστρόικα», της «νέας σκέψης για τον κόσμο» του Γκορμπατσόφ ή και πιο πριν, της «ειρηνικής συνύπαρξης και άμιλλας του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό», των «περιφερειακών συστημάτων ασφαλείας», του «ειρηνικού περάσματος», απόψεις που επικράτησαν καταλυτικά στο ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης μετά από το 20ό και το 22ο Συνέδριό του και οδήγησαν σε εκφυλισμό πολλά κομμουνιστικά κόμματα σε Ανατολή και σε Δύση.

Ανάλογες αντιλήψεις σήμερα καλούν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να απαρνηθούν τα δικά τους συμφέροντα και να τα ταυτίσουν με τα συμφέροντα αστικών τάξεων και ιμπεριαλιστικών κέντρων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των αγορών.

Συμπεράσματα

Σήμερα, τα προσχήματα που αξιοποιούνται για να «επιτάξουν» την εργατική τάξη στην ιμπεριαλιστική αναμέτρηση στο πλευρό της μίας ή της άλλης πλευράς των ιμπεριαλιστών-ληστών συνεχώς θα εμπλουτίζονται.

Η ιδεολογική και η πολιτική αποκάλυψη και αντίκρουσή τους αποτελεί σημαντικό καθήκον για κάθε κομμουνιστικό κόμμα που υπερασπίζεται το μαρξισμό-λενινισμό, και ειδικότερα τη λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι ο πόλεμος είναι «μία αναπόφευκτη βαθμίδα του καπιταλισμού, μία μορφή της καπιταλιστικής ζωής εξίσου φυσιολογική όπως και η ειρήνη». Τέτοιος είναι και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Οι προϋποθέσεις για τον πόλεμο αυτόν τέθηκαν με την ιστορική οπισθοδρόμηση της αντεπανάστασης στα 1989-1991, όταν ολοκληρώθηκε η αντεπαναστατική διαδικασία ανατροπής του σοσιαλισμού, διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, τα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια, ο ορυκτός πλούτος, η εργατική δύναμη έγιναν πάλι εμπόρευμα και κυριάρχησε ο καπιταλισμός και η ταξική εκμετάλλευση.

Η πάλη μας ενάντια στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και αναγκαίο επαναστατικό καθήκον. Αυτό το επαναστατικό καθήκον δε θα το αναθέσουμε σε διάφορες αντιδραστικές οργανώσεις τύπου Ταλιμπάν, που με «χίλιες κλωστές» συνδέονταν με τους ιμπεριαλιστές, ούτε σε αστικά καθεστώτα που προέκυψαν από αντεπαναστατικές διεργασίες, όπως είναι αυτό του Πούτιν στη σημερινή Ρωσία, ούτε βέβαια στο δισεκατομμυριούχο πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, που και αυτός μιλάει για διάλυση του ΝΑΤΟ. Και αυτό, γιατί αυτό το καθήκον από μεριάς των λαϊκών συμφερόντων ενάντια σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ και σε κάθε είδους ιμπεριαλιστικό κέντρο, συμμαχίες και ενώσεις συνδέεται με το στρατηγικό μας στόχο, με την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας με αποδέσμευση από κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία.

Σήμερα, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτής της ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης, απαιτείται να αντλήσει συμπεράσματα από την ιστορία του υπερασπίζοντας κατακτήσεις της ΕΣΣΔ, την ιστορική συμβολή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μελετώντας ταυτόχρονα με κριτικό μάτι λάθη, αδυναμίες, προβληματικές προσεγγίσεις που ασκούν ως σήμερα επίδραση στις γραμμές του.

[1] Διάγγελμα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Β. Πούτιν, 22.4.2022, http://kremlin.ru/events/president/news/67843.

[2] Ομιλία του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπ. Γιέλτσιν, στη συνεδρίαση του Κογκρέσου των ΗΠΑ, 17.6.1992, https://yeltsin.ru/archive/audio/8995/.

[3] Συνέντευξη του Β. Πούτιν στον Tucker Carlson, http://kremlin.ru/events/president/news/73411.

[4] Ομιλία του Β. Πούτιν στο Μόναχο, 10.2.2007, http://www.kremlin.ru/events/president/transcripts/24034.

[5] ΟΑΣΕ, «Χάρτης Ευρωπαϊκής Ασφάλειας», Κωνσταντινούπολη, Νοέμβρης 1999, https://www.osce.org/files/f/documents/7/f/125811.pdf.

[6] ΟΑΣΕ, «Τελική Πράξη του Ελσίνκι», 1975, https://www.osce.org/ru/ministerial-councils/39505.

[7] 18.10.2011, https://tass.ru/politika/536000.