1. Οι αιτίες των κρίσεων του καπιταλισμού βρίσκονται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, στη βασική αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που ενισχύεται και της ιδιωτικής-καπιταλιστικής μορφής ιδιοποίησης, που κατά την επιδίωξη του κέρδους οδηγεί στην αναρχία της παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως η βαθύτερη αιτία της κρίσης έγκειται στην αντίθεση εργασίας κεφαλαίου. Όταν μιλάμε για την αντίθεση εργασίας κεφαλαίου, πρώτα απ’ όλα εννοούμε την αντίθεση μεταξύ του σκοπού της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας, και της χρήσης της κοινωνικοποιημένης εργασίας των άμεσων παραγωγών, των μισθωτών εργατών, για την παραγωγή και την αναπαραγωγή. Σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η άντληση υπεραξίας. Στην καπιταλιστική παραγωγή κυριαρχεί η αναρχία και οι ανταγωνισμοί, που οδηγούν στην απεριόριστη διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις και ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής γίνονται εμπόδιο στην τάση για απεριόριστη διεύρυνση της παραγωγής.
Σε συνθήκες αναρχίας της παραγωγής, από καιρό σε καιρό, μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου (με τη μορφή εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής και χρημάτων) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εκμετάλλευσης που δίνει επιπλέον κέρδος. Τότε έχουμε επιβράδυνση και ύστερα περιορισμό της παραγωγής, δηλαδή, εκτυλίσσεται κρίση υπερπαραγωγής.
2. Η βασική αντίθεση που παρατέθηκε παραπάνω προκαλεί την επιδίωξη του κάθε καπιταλιστή να αυξήσει την προσφορά του στην αγορά, μειώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτησή του για μέσα παραγωγής και τη ζήτηση των εργατών του για αντικείμενα κατανάλωσης, μέσω της μείωσης των μισθών. Αυτό σε οποιαδήποτε παραλλαγή του καπιταλισμού οδηγεί νομοτελειακά, με ορισμένη περιοδικότητα που σχετίζεται με τον κύκλο ανανέωσης του πάγιου κεφαλαίου, σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Είναι αδύνατο να αποφευχθούν οι κρίσεις στον καπιταλισμό. Η προέλευσή τους εξηγείται από τα ακόλουθα προτσές.
3. Ο καπιταλισμός, ως γνωστόν, είναι η καθολική εμπορευματική οικονομία ή με άλλα λόγια είναι εμπορευματική οικονομία που έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Η εργατική δύναμη είναι το σύνολο των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων, που χρησιμοποιούνται κάθε φορά κατά την παραγωγή υλικών και άλλων αγαθών. Είναι ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί μεγαλύτερη αξία από τη δική του.
4. Εξαιτίας της αυθόρμητης οργάνωσης της εμπορευματικής καπιταλιστικής οικονομίας, ακόμη και αν οι μισθωτοί αμείβονται πλήρως για την αξία της εργατικής τους δύναμης (πράγμα εξαιρετικά σπάνιο), αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή όταν ο όγκος της μάζας των εμπορευμάτων που έχει παραχθεί ξεπερνά κατά πολύ την ενεργό ζήτηση, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελεί η ζήτηση του κύριου μέρους του πληθυσμού -των εργαζόμενων, και το άλλο -η ζήτηση των καπιταλιστών επιχειρηματιών για μέσα παραγωγής. Έρχεται η κρίση. Έτσι, ο καπιταλισμός όντας εμπορευματική παραγωγή κυοφορεί κρίσεις από τη γέννησή του.
5. Αυτό το γεγονός τονίστηκε ειδικά ήδη στα πρώτα προγράμματα του ΣΔΕΚΡ(μπ) και ΡΚΚ(μπ). [1]
«Τη βασική ιδιομορφία αυτής της κοινωνίας την αποτελεί η εμπορευματική παραγωγή στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπου το σπουδαιότερο και σημαντικότερο μέρος των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ανήκει σε μια μικρή αριθμητικά τάξη ατόμων, ενώ η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελείται από προλετάριους και μισοπρολετάριους, που είναι αναγκασμένοι από την οικονομική τους θέση να πουλούν μόνιμα ή περιοδικά την εργατική τους δύναμη, δηλαδή να μισθώνονται στους καπιταλιστές και με την εργασία τους να δημιουργούν τα έσοδα των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας...
Εκτός απ ’αυτό, η ίδια η τεχνική πρόοδος δίνει τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα την εργασία της γυναίκας και του παιδιού στο προτσές της παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Και επειδή, από το άλλο μέρος, η τεχνική πρόοδος οδηγεί στη σχετική μείωση των αναγκών των επιχειρηματιών σε εργατικά χέρια, η ζήτηση της εργατικής δύναμης αναπόφευκτα είναι λιγότερη από την προσφορά, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η εξάρτηση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και ανεβαίνει ο βαθμός εκμετάλλευσής της.
Η κατάσταση αυτή στο εσωτερικό των αστικών χωρών και η διαρκής όξυνση του ανταγωνισμού τους στην παγκόσμια αγορά κάνουν όλο και πιο δύσκολη την πούληση των εμπορευμάτων που παράγονται σε διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα. Η υπερπαραγωγή, η οποία εκδηλώνεται στις περισσότερο ή λιγότερο βαθιές βιομηχανικές κρίσεις και τις οποίες ακολουθούν μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας περίοδοι βιομηχανικής στασιμότητας, αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην αστική κοινωνία. Οι κρίσεις και οι περίοδοι της βιομηχανικής στασιμότητας με τη σειρά τους, καταστρέφουν ακόμη πιο πολύ τους μικρούς παραγωγούς, μεγαλώνουν ακόμη πιο πολύ την εξάρτηση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, οδηγούν ακόμη πιο γρήγορα στη σχετική και καμιά φορά και στην απόλυτη επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης.
Έτσι λοιπόν, η τελειοποίηση της τεχνικής, που σημαίνει άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και αύξηση του κοινωνικού πλούτου, προκαθορίζει στην αστική κοινωνία το μεγάλωμα της κοινωνικής ανισότητας, την αύξηση της απόστασης ανάμεσα στους εύπορους και του άπορους, και το μεγάλωμα της ανέχειας, της ανεργίας και διαφόρων άλλων στερήσεων που αγκαλιάζουν όλο και πλατύτερα στρώματα των εργαζόμενων μαζών».
6. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι η αξία της εργατικής δύναμης στην πράξη ποτέ, σε καμία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου δεν αμείβεται πλήρως με την τιμή αυτού του εμπορεύματος, δηλαδή με το μισθό. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται ως αξία των μέσων, που είναι απαραίτητα για την κανονική (που αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικο-τεχνικής προόδου, του πολιτισμού της κοινωνίας και της ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης) αναπαραγωγή και ανάπτυξη των σωματικών και πνευματικών αναγκών του εργάτη και της οικογένειάς του. Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό το καταλάβαιναν καλά ενστικτωδώς οι πιο προοδευτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, στον εξέχοντα οργανωτή της παραγωγής, το δημιουργό των πρώτων γραμμών συναρμολόγησης αυτοκινήτων, στον Χένρι Φορντ ανήκουν τα παρακάτω λόγια: [2]
«Πληρώνουμε τον άνθρωπο για τη δουλεία του. Πόσα πρέπει να προσφέρει αυτή η δουλειά στο σπίτι, στην οικογένεια; Πόσα στον ίδιο ως πολίτη του κράτους; Ή σαν πατέρα; Ο άντρας εκτελεί τη δουλειά του στο εργοστάσιο, η γυναίκα στο σπίτι. Το εργοστάσιο πρέπει να αμείψει και τους δύο... Με άλλα λόγια, αφότου ο εργαζόμενος εκτελέσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον εαυτό του και στην οικογένειά του, αφότου έχει ντύσει, ταΐσει, μεγαλώσει και εξασφαλίσει τα αγαθά που αντιστοιχούν στο επίπεδο ζωής του, έχει δικαίωμα για περίσσευματα με τη μορφή της αποταμίευσης; Και όλα αυτά πρέπει να βαραίνουν τον προϋπολογισμό της εργάσιμης μέρας μας; Υποθέτω πως ναι!»
Ο Φορντ, βέβαια, δεν μεριμνούσε τόσο για την κοινωνική δικαιοσύνη, όσο κατανοούσε την αναγκαιότητα για την παραγωγή της διαμόρφωσης αντίστοιχης ανεβασμένης καταναλωτικής ζήτησης και καταλάβαινε τον κίνδυνο των πιθανών κοινωνικών αναταραχών για τον καπιταλισμό. Παρ’ όλα αυτά η θέση του ήταν αρκετά προοδευτική όχι μόνο για το πρώτο μισό του ΧΧ αιώνα, αλλά σε μεγάλο βαθμό και για την εποχή μας.
Ωστόσο, αυτό που καταλάβαιναν οι καλύτεροι, οι τυπικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης το βλέπουν εντελώς διαφορετικά. Αυτό απεικονίζεται καλά στο παράδειγμα της σημερινής Ρωσίας: ο μέσος μισθός στο τέλος του 2008 (πριν την κρίση) αποτελούσε περίπου 16 χιλιάδες ρούβλια το μήνα, ενώ η τεκμαρτή αξία της εργατικής δύναμης εκφρασμένη σε ρούβλια (ανάλογα με την περιοχή, το είδος της εργασίας και τον αριθμό των παιδιών) αποτελεί από 160 έως 240 χιλιάδες ρούβλια το μήνα, δηλαδή ο μισθός σήμερα αποτελεί από 7 έως 10% της αξίας της εργατικής δύναμης.
7. Ως γνωστόν, την αξία της εργατικής του δύναμης ο εργάτης τη δημιουργεί κατά τη διάρκεια του αναγκαίου χρόνου, ενώ το υπόλοιπο μέρος της εργάσιμης μέρας, δηλαδή κατά τον πρόσθετο χρόνο εργάζεται για τον καπιταλιστή, δημιουργώντας υπεραξία, η οποία θα περάσει στη συνέχεια στην εμπορευματική μάζα, που κατά την αυθόρμητη οργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας μπορεί να μείνει -και κατά καιρούς μένει- χωρίς αντίστοιχη ζήτηση. Ένα καταπληκτικό παράδειγμα υπολογισμού του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών στη βάση των στατιστικών δεδομένων του 1908 παραθέτει ο Β.Ι. Λένιν στο μικρό του έργο «Οι μισθοί των εργατών και τα κέρδη των καπιταλιστών στη Ρωσία»:
«Ας συγκρίνουμε τώρα τους μισθούς (σ.μ. -στα "Άπαντα " στην ελληνική έκδοση γράφει μεροκάματα, ωστόσο παρακάτω φαίνεται να μιλάει για τα ετήσια έσοδα ή μισθούς) των εργατών και τα κέρδη των καπιταλιστών. Ο κάθε εργάτης (σ.σ. - αυτές οι παράμετροι έχουν ήδη υπολογιστεί από τον Λένιν πιο πάνω) κατά μέσο όρο (δηλ. στρογγυλοποιώντας) παίρνει το χρόνο 246ρούβλια μισθό, και αποδίδει στον καπιταλιστή κέρδος 252 ρούβλια το χρόνο.
Από εδώ βγαίνει ότι ο εργάτης δουλεύει λιγότερο από μισή μέρα για τον εαυτό του και περισσότερο από μισή μέρα για τον καπιταλιστή. Αν λ.χ., πάρουμε σαν μέση διάρκεια της εργάσιμης μέρας τις 11 ώρες, τότε αποδείχνεται πως ο εργάτης πληρώνεται για 5‘Δ μόνο ώρες, και μάλιστα κάτι λιγότερο από τις 5Δ ώρες. Τις υπόλοιπες 5Δ ώρες ο εργάτης τις δουλεύει δωρεάν, χωρίς καμία πληρωμή, κι ’όλη η παραγωγή του εργάτη στη μισή αυτή μέρα αποτελεί το κέρδος των καπιταλιστών» [3]
Το ζήτημα της θεωρίας της πραγματοποίησης του Καρλ Μαρξ και της αναπόφευκτης κρίσης υπερπαραγωγής παρατίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο έργο του Β.Ι. Λένιν «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία». [4] Εδώ ο Βλαντίμιρ Ιλίτς επισημαίνει ότι η θέση του Μαρξ ότι «κύρια αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμένος χαρακτήρας της κατανάλωσης των μαζών, που δρα ενάντια στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ν' αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις με τέτοιο τρόπο, λες και μόνο η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας αποτελεί το όριο της ανάπτυξής τους» είναι αναμφίβολα σωστή, αλλά σε καμία περίπτωση (!) δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε αυτή. Ο ρόλος των μέσων παραγωγής στη διαμόρφωση της εσωτερικής αγοράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος του ρόλου των αντικειμένων κατανάλωσης. Η ανάλυση των νόμων της κυκλοφορίας του σταθερού κεφαλαίου, επίσης δείχνει το αναπόφευκτο των καπιταλιστικών κρίσεων.
8. Με αυτό τον τρόπο, υπογραμμίζουμε ακόμη μια φορά ότι κατά την αυθόρμητη καπιταλιστική αναπαραγωγή αναπόφευκτα και με συγκεκριμένη περιοδικότητα έρχονται στιγμές, όταν η ενεργός ζήτηση στα αντικείμενα κατανάλωσης και τα μέσα παραγωγής υπολείπεται κατά πολύ της υπάρχουσας μάζας εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Επέρχεται κρίση. Άλλο ζήτημα είναι το πώς καθορίζεται η διάρκεια των περιόδων μεταξύ των κρίσεων και το κατά πόσο είναι δυνατή η ρύθμισή τους.