Θέσεις του ΚΕΚΡ: Οι σύγχρονες ιδιαιτερότητες της κρίσης του καπιταλισμού και οι ιδιομορφίες τους στη Ρωσία


Β.Α. Τιούλκιν, Πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ-ΕΚΚ, Μ.Β. Ποπόφ, καθηγητής του κρατικού πανεπιστημίου Αγ. Πετρούπολης, διδάκτωρ φιλοσοφικών επιστημών.

I. Από τη γενική θεωρία των κρίσεων

1. Οι αιτίες των κρίσεων του καπιταλισμού βρίσκονται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, στη βασική αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που ενισχύεται και της ιδιωτικής-καπιταλιστικής μορφής ιδιοποίησης, που κατά την επιδίωξη του κέρδους οδηγεί στην αναρχία της παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως η βαθύτερη αιτία της κρίσης έγκειται στην αντίθεση εργασίας κεφαλαίου. Όταν μιλάμε για την αντίθεση εργασίας κεφαλαίου, πρώτα απ’ όλα εννοούμε την αντίθεση μεταξύ του σκοπού της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας, και της χρήσης της κοινωνικοποιημένης εργασίας των άμεσων παραγωγών, των μισθωτών εργατών, για την παραγωγή και την αναπαραγωγή. Σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η άντληση υπεραξίας. Στην καπιταλιστική παραγωγή κυριαρχεί η αναρχία και οι ανταγωνισμοί, που οδηγούν στην απεριόριστη διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις και ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής γίνονται εμπόδιο στην τάση για απεριόριστη διεύρυνση της παραγωγής.

Σε συνθήκες αναρχίας της παραγωγής, από καιρό σε καιρό, μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου (με τη μορφή εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής και χρημάτων) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εκμετάλλευσης που δίνει επιπλέον κέρδος. Τότε έχουμε επιβράδυνση και ύστερα περιορισμό της παραγωγής, δηλαδή, εκτυλίσσεται κρίση υπερπαραγωγής.

 

2. Η βασική αντίθεση που παρατέθηκε παραπάνω προκαλεί την επιδίωξη του κάθε καπιταλιστή να αυξήσει την προσφορά του στην αγορά, μειώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτησή του για μέσα παραγωγής και τη ζήτηση των εργατών του για αντικείμενα κατανάλωσης, μέσω της μείωσης των μισθών. Αυτό σε οποιαδήποτε παραλλαγή του καπιταλισμού οδηγεί νομοτελειακά, με ορισμένη περιοδικότητα που σχετίζεται με τον κύκλο ανανέωσης του πάγιου κεφαλαίου, σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Είναι αδύνατο να αποφευχθούν οι κρίσεις στον καπιταλισμό. Η προέλευσή τους εξηγείται από τα ακόλουθα προτσές.

 

3. Ο καπιταλισμός, ως γνωστόν, είναι η καθολική εμπορευματική οικονομία ή με άλλα λόγια είναι εμπορευματική οικονομία που έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Η εργατική δύναμη είναι το σύνολο των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων, που χρησιμοποιούνται κάθε φορά κατά την παραγωγή υλικών και άλλων αγαθών. Είναι ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί μεγαλύτερη αξία από τη δική του.

 

4. Εξαιτίας της αυθόρμητης οργάνωσης της εμπορευματικής καπιταλιστικής οικονομίας, ακόμη και αν οι μισθωτοί αμείβονται πλήρως για την αξία της εργατικής τους δύναμης (πράγμα εξαιρετικά σπάνιο), αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή όταν ο όγκος της μάζας των εμπορευμάτων που έχει παραχθεί ξεπερνά κατά πολύ την ενεργό ζήτηση, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελεί η ζήτηση του κύριου μέρους του πληθυσμού -των εργαζόμενων, και το άλλο -η ζήτηση των καπιταλιστών επιχειρηματιών για μέσα παραγωγής. Έρχεται η κρίση. Έτσι, ο καπιταλισμός όντας εμπορευματική παραγωγή κυοφορεί κρίσεις από τη γέννησή του.

 

5. Αυτό το γεγονός τονίστηκε ειδικά ήδη στα πρώτα προγράμματα του ΣΔΕΚΡ(μπ) και ΡΚΚ(μπ). [1]

«Τη βασική ιδιομορφία αυτής της κοινωνίας την αποτελεί η εμπορευματική παραγωγή στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπου το σπουδαιότερο και σημαντικότερο μέρος των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ανήκει σε μια μικρή αριθμητικά τάξη ατόμων, ενώ η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελείται από προλετάριους και μισοπρολετάριους, που είναι αναγκασμένοι από την οικονομική τους θέση να πουλούν μόνιμα ή περιοδικά την εργατική τους δύναμη, δηλαδή να μισθώνονται στους καπιταλιστές και με την εργασία τους να δημιουργούν τα έσοδα των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας...

Εκτός απ ’αυτό, η ίδια η τεχνική πρόοδος δίνει τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα την εργασία της γυναίκας και του παιδιού στο προτσές της παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Και επειδή, από το άλλο μέρος, η τεχνική πρόοδος οδηγεί στη σχετική μείωση των αναγκών των επιχειρηματιών σε εργατικά χέρια, η ζήτηση της εργατικής δύναμης αναπόφευκτα είναι λιγότερη από την προσφορά, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η εξάρτηση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και ανεβαίνει ο βαθμός εκμετάλλευσής της.

Η κατάσταση αυτή στο εσωτερικό των αστικών χωρών και η διαρκής όξυνση του ανταγωνισμού τους στην παγκόσμια αγορά κάνουν όλο και πιο δύσκολη την πούληση των εμπορευμάτων που παράγονται σε διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα. Η υπερπαραγωγή, η οποία εκδηλώνεται στις περισσότερο ή λιγότερο βαθιές βιομηχανικές κρίσεις και τις οποίες ακολουθούν μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας περίοδοι βιομηχανικής στασιμότητας, αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην αστική κοινωνία. Οι κρίσεις και οι περίοδοι της βιομηχανικής στασιμότητας με τη σειρά τους, καταστρέφουν ακόμη πιο πολύ τους μικρούς παραγωγούς, μεγαλώνουν ακόμη πιο πολύ την εξάρτηση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, οδηγούν ακόμη πιο γρήγορα στη σχετική και καμιά φορά και στην απόλυτη επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης.

Έτσι λοιπόν, η τελειοποίηση της τεχνικής, που σημαίνει άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και αύξηση του κοινωνικού πλούτου, προκαθορίζει στην αστική κοινωνία το μεγάλωμα της κοινωνικής ανισότητας, την αύξηση της απόστασης ανάμεσα στους εύπορους και του άπορους, και το μεγάλωμα της ανέχειας, της ανεργίας και διαφόρων άλλων στερήσεων που αγκαλιάζουν όλο και πλατύτερα στρώματα των εργαζόμενων μαζών».

 

6. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι η αξία της εργατικής δύναμης στην πράξη ποτέ, σε καμία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου δεν αμείβεται πλήρως με την τιμή αυτού του εμπορεύματος, δηλαδή με το μισθό. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται ως αξία των μέσων, που είναι απαραίτητα για την κανονική (που αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικο-τεχνικής προόδου, του πολιτισμού της κοινωνίας και της ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης) αναπαραγωγή και ανάπτυξη των σωματικών και πνευματικών αναγκών του εργάτη και της οικογένειάς του. Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό το καταλάβαιναν καλά ενστικτωδώς οι πιο προοδευτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, στον εξέχοντα οργανωτή της παραγωγής, το δημιουργό των πρώτων γραμμών συναρμολόγησης αυτοκινήτων, στον Χένρι Φορντ ανήκουν τα παρακάτω λόγια: [2]

«Πληρώνουμε τον άνθρωπο για τη δουλεία του. Πόσα πρέπει να προσφέρει αυτή η δουλειά στο σπίτι, στην οικογένεια; Πόσα στον ίδιο ως πολίτη του κράτους; Ή σαν πατέρα; Ο άντρας εκτελεί τη δουλειά του στο εργοστάσιο, η γυναίκα στο σπίτι. Το εργοστάσιο πρέπει να αμείψει και τους δύο... Με άλλα λόγια, αφότου ο εργαζόμενος εκτελέσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον εαυτό του και στην οικογένειά του, αφότου έχει ντύσει, ταΐσει, μεγαλώσει και εξασφαλίσει τα αγαθά που αντιστοιχούν στο επίπεδο ζωής του, έχει δικαίωμα για περίσσευματα με τη μορφή της αποταμίευσης; Και όλα αυτά πρέπει να βαραίνουν τον προϋπολογισμό της εργάσιμης μέρας μας; Υποθέτω πως ναι!»

Ο Φορντ, βέβαια, δεν μεριμνούσε τόσο για την κοινωνική δικαιοσύνη, όσο κατανοούσε την αναγκαιότητα για την παραγωγή της διαμόρφωσης αντίστοιχης ανεβασμένης καταναλωτικής ζήτησης και καταλάβαινε τον κίνδυνο των πιθανών κοινωνικών αναταραχών για τον καπιταλισμό. Παρ’ όλα αυτά η θέση του ήταν αρκετά προοδευτική όχι μόνο για το πρώτο μισό του ΧΧ αιώνα, αλλά σε μεγάλο βαθμό και για την εποχή μας.

Ωστόσο, αυτό που καταλάβαιναν οι καλύτεροι, οι τυπικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης το βλέπουν εντελώς διαφορετικά. Αυτό απεικονίζεται καλά στο παράδειγμα της σημερινής Ρωσίας: ο μέσος μισθός στο τέλος του 2008 (πριν την κρίση) αποτελούσε περίπου 16 χιλιάδες ρούβλια το μήνα, ενώ η τεκμαρτή αξία της εργατικής δύναμης εκφρασμένη σε ρούβλια (ανάλογα με την περιοχή, το είδος της εργασίας και τον αριθμό των παιδιών) αποτελεί από 160 έως 240 χιλιάδες ρούβλια το μήνα, δηλαδή ο μισθός σήμερα αποτελεί από 7 έως 10% της αξίας της εργατικής δύναμης.

 

7. Ως γνωστόν, την αξία της εργατικής του δύναμης ο εργάτης τη δημιουργεί κατά τη διάρκεια του αναγκαίου χρόνου, ενώ το υπόλοιπο μέρος της εργάσιμης μέρας, δηλαδή κατά τον πρόσθετο χρόνο εργάζεται για τον καπιταλιστή, δημιουργώντας υπεραξία, η οποία θα περάσει στη συνέχεια στην εμπορευματική μάζα, που κατά την αυθόρμητη οργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας μπορεί να μείνει -και κατά καιρούς μένει- χωρίς αντίστοιχη ζήτηση. Ένα καταπληκτικό παράδειγμα υπολογισμού του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών στη βάση των στατιστικών δεδομένων του 1908 παραθέτει ο Β.Ι. Λένιν στο μικρό του έργο «Οι μισθοί των εργατών και τα κέρδη των καπιταλιστών στη Ρωσία»:

«Ας συγκρίνουμε τώρα τους μισθούς (σ.μ. -στα "Άπαντα " στην ελληνική έκδοση γράφει μεροκάματα, ωστόσο παρακάτω φαίνεται να μιλάει για τα ετήσια έσοδα ή μισθούς) των εργατών και τα κέρδη των καπιταλιστών. Ο κάθε εργάτης (σ.σ. - αυτές οι παράμετροι έχουν ήδη υπολογιστεί από τον Λένιν πιο πάνω) κατά μέσο όρο (δηλ. στρογγυλοποιώντας) παίρνει το χρόνο 246ρούβλια μισθό, και αποδίδει στον καπιταλιστή κέρδος 252 ρούβλια το χρόνο.

Από εδώ βγαίνει ότι ο εργάτης δουλεύει λιγότερο από μισή μέρα για τον εαυτό του και περισσότερο από μισή μέρα για τον καπιταλιστή. Αν λ.χ., πάρουμε σαν μέση διάρκεια της εργάσιμης μέρας τις 11 ώρες, τότε αποδείχνεται πως ο εργάτης πληρώνεται για 5‘Δ μόνο ώρες, και μάλιστα κάτι λιγότερο από τις 5Δ ώρες. Τις υπόλοιπες 5Δ ώρες ο εργάτης τις δουλεύει δωρεάν, χωρίς καμία πληρωμή, κι ’όλη η παραγωγή του εργάτη στη μισή αυτή μέρα αποτελεί το κέρδος των καπιταλιστών» [3]

Το ζήτημα της θεωρίας της πραγματοποίησης του Καρλ Μαρξ και της αναπόφευκτης κρίσης υπερπαραγωγής παρατίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο έργο του Β.Ι. Λένιν «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία». [4] Εδώ ο Βλαντίμιρ Ιλίτς επισημαίνει ότι η θέση του Μαρξ ότι «κύρια αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμένος χαρακτήρας της κατανάλωσης των μαζών, που δρα ενάντια στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ν' αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις με τέτοιο τρόπο, λες και μόνο η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας αποτελεί το όριο της ανάπτυξής τους» είναι αναμφίβολα σωστή, αλλά σε καμία περίπτωση (!) δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε αυτή. Ο ρόλος των μέσων παραγωγής στη διαμόρφωση της εσωτερικής αγοράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος του ρόλου των αντικειμένων κατανάλωσης. Η ανάλυση των νόμων της κυκλοφορίας του σταθερού κεφαλαίου, επίσης δείχνει το αναπόφευκτο των καπιταλιστικών κρίσεων.

 

8. Με αυτό τον τρόπο, υπογραμμίζουμε ακόμη μια φορά ότι κατά την αυθόρμητη καπιταλιστική αναπαραγωγή αναπόφευκτα και με συγκεκριμένη περιοδικότητα έρχονται στιγμές, όταν η ενεργός ζήτηση στα αντικείμενα κατανάλωσης και τα μέσα παραγωγής υπολείπεται κατά πολύ της υπάρχουσας μάζας εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Επέρχεται κρίση. Άλλο ζήτημα είναι το πώς καθορίζεται η διάρκεια των περιόδων μεταξύ των κρίσεων και το κατά πόσο είναι δυνατή η ρύθμισή τους.

II. Ορισμένα καπιταλιστικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της κατάστασης και την καθυστέρηση της στιγμής έναρξης της επόμενης κρίσης

9. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί απολογητές του καπιταλισμού δηλώνουν, πως δήθεν έχουν βρει τρόπους αποφυγής των κρίσεων μέσω της κρατικής οργάνωσης της αυτορυθμιζόμενης αγοραίας οικονομίας του καπιταλισμού.

Τα πιο γνωστά μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση είναι οι προσπάθειες του Ρούζβελτ για το ξεπέρασμα της Μεγάλης ύφεσης και η λεγόμενη κεϋνσιανή πολιτική. Όλα αυτά τα μέτρα έχουν αναλυθεί με αρκετή λεπτομέρεια στην κομμουνιστική θεωρία και έχει αποδειχθεί μονοσήμαντα ότι και η έξοδος από την κρίση και οι λεγόμενες περίοδοι χωρίς κρίση επιτυγχάνονται χάρη σε πιο εξελιγμένες και ενισχυμένες μορφές εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας αυτών των μέτρων θυμούνται, ότι στην μεταπολεμική ιστορία του καπιταλισμού δεν υπήρξαν τόσο βαθιές αναταράξεις, όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 - 1932. Έχει άραγε πραγματικά ο καπιταλισμός βρει ένα μοντέλο ρύθμισης χωρίς κρίσεις και ποιοι νέοι ρυθμιστές χρησιμοποιούνται για την αναβολή της κρίσης;

 

10. Θεωρούμε απαραίτητο να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι αναμφίβολα, στην άμβλυνση και την καθυστέρηση των επόμενων κρίσεων του ιμπεριαλισμού λίαν ουσιαστικό ρόλο έπαιξε ο σοσιαλισμός, για την ακρίβεια η επίδρασή του. Η ύπαρξη ισχυρού σοσιαλιστικού στρατοπέδου με επικεφαλής την ΕΣΣΔ, τα εκπληκτικά επιτεύγματα του σοσιαλισμού στον τομέα της εξασφάλισης των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων ανάγκαζαν τους καπιταλιστές, για να αποφύγουν την άνοδο της δυσαρέσκειας των εργαζομένων εντός των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, να ανεβάζουν σημαντικά το επίπεδο αμοιβής της αξίας της εργατικής δύναμης, όπως και να επενδύουν πολύ ουσιαστικά ποσά στην ανάπτυξη της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας, της παιδείας, της υγείας, της επιστημονικής-τεχνικής προόδου και του τεχνικού επανεξοπλισμού, στην εισαγωγή στοιχείων κρατικής ρύθμισης στην οικονομία κ.ο.κ.

 

11. Μια αρκετά αποτελεσματική καινοτομία των καπιταλιστών ήταν η εισαγωγή του τρόπου ζωής με «δανεικά». Παρέχονται δάνεια για τα πάντα, παντού και πάντα, παρέχονται πλατιά μεγάλα ποσά όχι μόνο σε χωριστούς πολίτες, αλλά και σε ολόκληρες εταιρίες, ακόμη και σε κράτη. Αντί να δίνεται στους εργάτες η πλήρης αξία της εργατικής τους δύναμης, το κύριο μέρος της δινόταν ως δάνειο με επιτόκιο. Έτσι, η κοινωνία φαινομενικά ζούσε κανονικά, στηρίζονταν η ζήτηση, αλλά το χρέος ολοένα και αυξανόταν... ως ένα όριο.

 

12. Η κατανομή των αξιών που είχαν παραχθεί με την επιστημονική-τεχνική πρόοδο και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων πραγματοποιούταν άκρως δυσανάλογα. Αυτή η δυσαναλογία αυξανόταν και σε διεθνές επίπεδο. Όπως επισήμαινε ο Β.Ι. Λένιν στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»: «Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και χρηματιστικής κατάπνιξης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης. ...Ο καπιταλισμός έχει ξεχωρίσει τώρα μια χούφτα... πολύ πλούσια και ισχυρά κράτη που ληστεύουν όλο τον κόσμο - “κόβοντας ” απλώς “κουπόνια ”». [5] Αλλά οι κύριοι ήθελαν όλο και περισσότερα. Το δεύτερο μισό του ΧΧ αιώνα δόθηκε νέα ώθηση στην τάση πλουτισμού μέσω του λεγόμενου χρηματιστηριακού- χρηματιστικού κεφαλαίου με την αυξανόμενη εισαγωγή πολλών διαφορετικών αξιογράφων (μετοχών, γραμματίων, ομολόγων, τίτλων, ομολόγων του δημοσίου κ.ο.κ.).

Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό ήταν κάτι εντελώς καινούργιο ή κάποια νέα εφεύρεση του καπιταλισμού, εφόσον ο Ένγκελς στο συμπλήρωμα στο τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», στο κεφάλαιο «Το χρηματιστήριο», επισήμαινε ότι «μαζί με τη συσσώρευση αυτή όμως αυξήθηκε και η μάζα των εισοδηματιών, των ανθρώπων που είχαν βαρεθεί την καθημερινή ένταση στην επιχείρηση και που γι' αυτό θέλουν απλώς να διασκεδάζουν ή να ασχολούνται μόνο ελαφρά σαν διευθυντές ή σαν εποπτικοί σύμβουλοι εταιριών. Και, ... για να διευκολύνουν την επένδυση της μάζας που κυκλοφορούσε έτσι με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου, δημιούργησαν παντού, όπου δεν είχε γίνει αυτό ακόμα, νέες νομικές μορφές των εταιριών περιορισμένης ευθύνης και περιόρισαν ... τις υποχρεώσεις των ως τότε απεριόριστα υπεύθυνων μετόχων...

Ακολούθησε μετά η βαθμιαία μετατροπή της βιομηχανίας σε μετοχικές επιχειρήσεις.

Το ίδιο γίνεται με το εμπόριο...

Το ίδιο γίνεται... με τις Τράπεζες και με τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα...

Το ίδιο γίνεται και στον τομέα της γεωργίας...

Τώρα, όμως, όλες οι επενδύσεις που γίνονται στο εξωτερικό, γίνονται με τη μορφή μετοχών... κτλ.». [6]

Έχουν εμφανιστεί διάφορες μορφές παρασιτικής ύπαρξης τον 20ο, πόσο μάλλον τον 21ο αιώνα. Ο βαθμός της νοητικής-τεχνικής τους τελειότητας φτάνει να προκαλεί θαυμασμό. Ωστόσο, όλες τους χωράνε στον καμβά που προσδιόρισε ήδη από τον 19ο αιώνα ο κλασσικός: «...η μάζα των ανθρώπων που είχαν βαρεθεί την καθημερινή ένταση...».

Τα λεγόμενα αξιόγραφα που δήθεν αντικειμενικά αντανακλούν την πραγματική αξία της παραγωγής, στην πραγματικότητα σε συνθήκες που έχουν ανάψει τα πνεύματα στην αγορά, φούσκωναν σε τιμή, καμιά φορά έπεφταν, αλλά προοπτικά αυξάνονταν, αυξάνονταν και αυξάνονταν.

 

13. Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι το κεφάλαιο προσέλκυε με αρκετή επιτυχία (ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες) πλατιά στρώματα εργαζομένων, όπως και πολλούς μικροαστούς επιχειρηματίες και υπαλλήλους στις διαδικασίες της λεγόμενης αύξησης της κεφαλαιοποίησης της οικονομίας. Σε αυτή τη διαδικασία, βέβαια, τεράστιο ρόλο έπαιξε η προπαγάνδα των αρχουσών τάξεων που είχε στόχο την καλλιέργεια του ονείρου του πιθανού πλουτισμού για τους τυχερούς, τη διαμόρφωση του καταναλωτισμού. Ο Ρώσος πρόεδρος Β. Πούτιν, μιλώντας για τα αποτελέσματα του 2005, με ενθουσιασμό τόνιζε τους ρυθμούς της αύξησης της κεφαλαιοποίησης της ρωσικής οικονομίας, τους μεγαλύτερους παγκοσμίως που έφταναν ως και το 80% το χρόνο. Οι πολίτες καλούνταν να συμμετέχουν σε αυτές τις πετυχημένες επενδύσεις στην οικονομία μέσω διαφόρων αμοιβαίων κεφαλαίων, δηλαδή η χρηματοοικονομική φούσκα ετοιμαζόταν με την άμεση συμμετοχή των αρχών.

 

14. Με την ανάπτυξη της πληροφορικής και των υπολογιστών εντάθηκε ιδιαίτερα η αύξηση των μη εξασφαλισμένων με τίποτα χρηματοοικονομικών φουσκών. Ωστόσο, έφτασε η στιγμή που τα βασικά στρώματα του πληθυσμού δεν μπορούσαν πια να εξοφλήσουν τα δάνειά τους και τις άλλες σοβαρές αγορές τους.

Η φούσκα έσκασε, εκδηλώθηκε το πρώτο κύμα πανικού, στη συνέχεια η διαδικασία πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας, εξαπλούμενη τόσο γεωγραφικά όσο και στο βάθος της κοινωνικής δομής της παραγωγής (από το χρηματοπιστωτικό-τραπεζικό τομέα στην πραγματική παραγωγή).

 

15. Πρέπει να υπογραμμίσουμε για μια ακόμη φορά ότι κύριο στοιχείο της κρίσης υπερπαραγωγής παραμένει και στην εποχή μας η αγοραστική ικανότητα του βασικού τμήματος του πληθυσμού, που αποδείχτηκε πολύ χαμηλότερη από τη διαμορφωμένη προσφορά.

III. Οι ιδιομορφίες της κρίσης που διανύουμε για τη Ρωσία

16. Οι ιδιομορφίες της Ρωσίας καθορίζονται πρώτα και κύρια από το γεγονός πως ο ρώσικος καπιταλισμός, που ήδη εισέρχεται στην ιμπεριαλιστική φάση, βγήκε πρόσφατα από την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο βασικός τρόπος της διαμόρφωσης των ρώσικων κεφαλαίων ήταν η καταλήστευση, υπό το σύνθημα της ιδιωτικοποίησης, της τεράστιας παλλαϊκής ιδιοκτησίας, που δημιουργήθηκε με την εργασία μερικών γενεών σοβιετικών ανθρώπων την περίοδο του σοσιαλισμού (ακόμη και οι νόμοι που επέτρεπαν τις ιδιωτικοποιήσεις, ουσιαστικά τη ληστεία, παραβιάζονταν κατά κόρον, μια και δεν αντιστοιχούσαν στις ορέξεις όσων ιδιωτικοποιούσαν). Κάθε καπιταλισμός είναι συνυφασμένος με την εγκληματικότητα και τη διαφθορά. Ο ρώσικος όμως καπιταλισμός έχει ακόμη πιο εγκληματικό, αρπακτικό χαρακτήρα, πράγμα που εκφράζεται στα ακόλουθα στοιχεία.

 

17. Η μειωμένη αμοιβή σε σύγκριση με την αξία της εργατικής δύναμης, όπως ήδη είπαμε, πήρε τεράστιες διαστάσεις στη Ρωσία: ο μέσος μισθός αποτελεί μονάχα από 7 έως 10% της αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτή η κατάσταση επιβλήθηκε στους εργαζόμενους από τον ταξικό τους αντίπαλο σε συνθήκες μη αναπτυγμένου συνδικαλιστικού κινήματος και άκρως περιορισμένων νόμιμων δυνατοτήτων πάλης, ενώ ο αστυνομικός χαρακτήρας του καθεστώτος ολοένα και ενισχυόταν. Με αυτόν τον τρόπο, η ελλιπής ανάπτυξη της οικονομικής πάλης τη δεδομένη περίοδο είναι μια από τις αιτίες του χαμηλού επιπέδου αμοιβής της εργατικής δύναμης στη Ρωσία.

 

18. Η απόλυτη πλειοψηφία των ρώσων καπιταλιστών δεν υιοθετεί την κανονική πρακτική αναπαραγωγής του πάγιου κεφαλαίου, ουσιαστικά δεν δημιουργεί αποθεματικό για την απόσβεση και την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. Πρακτικά αυτά τα χρήματα μετατρέπονται σε έσοδα των ιδιοκτητών που βγαίνουν από τον κύκλο της «παραγωγής - κυκλοφορίας» (κέρδος, που στέλνεται στις οφ- σόρ εταιρίες, μισθοί των διευθυντικών στελεχών, μπόνους και άλλα). Δηλαδή, από τον κύκλο παραγωγής αφαιρούνται τα μέσα που είναι απαραίτητα ακόμη και για την απλή αναπαραγωγή, πόσο μάλλον για τη διευρυμένη.

Για να γίνει κατανοητό για τι ποσά γίνεται λόγος, θα πούμε ότι η επίσημη στατιστική εκτιμά την αξία των πάγιων παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων της Ρωσία στις αρχές του 2008 σε 60,4 τρισ. ρούβλια, ο μέσος συντελεστής της ανανέωσης των πάγιων κεφαλαίων ανά είδος οικονομικής δραστηριότητας το 2007 ήταν από 1,9% (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) ως 6,6% (βιομηχανίες μεταποίησης). Με βάση τα πρότυπα της σοβιετικής περιόδου ο συντελεστής ανανέωσης για τη μεταποίηση δεν έπρεπε να είναι μικρότερος του 13%. Με αυτό τον τρόπο, κάθε χρόνο στην πραγματική οικονομία επενδύονται τουλάχιστον κατά 6 τρισ. ρούβλια λιγότερα, μόνο σε βάρος της απόσβεσης, χωρίς να αναφερόμαστε στη συσσώρευση. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που εξηγεί την αύξηση των Ρώσων δισεκατομμυριούχων (σε δολάρια), συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της διακυβέρνησης του Πούτιν (από 13 το 1999 σε πάνω από 100 το 2008). Από τη μια πλευρά, η παραβίαση των νόμων της αναπαραγωγής του πάγιου κεφαλαίου οδήγησε στη μείωση της αξιοποίησης της παραγωγικής ισχύος της Ρωσίας, στη μείωση των θέσεων εργασίας, που αντίστοιχα μείωσε τη χρηματική μάζα που μπορούσε να φτάσει στα χέρια των εργαζόμενων διαμορφώνοντας τη ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, οδηγούσε στην υποβάθμιση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων και του τεχνικού επιπέδου της παραγωγής, πρώτα απ’ όλα των κλάδων υψηλής τεχνολογίας. Αντίστοιχα, έπεφτε ο όγκος της πραγματικής παραγωγής και η αμοιβή της εργατικής δύναμης.

 

19. Μια νέα έκφραση της ρώσικης ιδιομορφίας που έχει μελετηθεί λίγο είναι η είσοδος στις διαμορφούμενες αγορές ενός τεράστιου αριθμού πραγματικών αξιών, που επί σοσιαλισμού δεν ήταν εμπορεύματα: πάγια παραγωγικά κεφαλαιακά κονδύλια, διαφόρων ειδών ακίνητα, πρακτικά όλες οι κατοικίες, η γη, τα δάση κ.ο.κ. μετατρέπονταν σε εμπορεύματα χωρίς να δαπανηθεί γι’ αυτά σύγχρονη εργασία και αντίστοιχα, φούσκωναν τη χρηματική μάζα που κυκλοφορούσε στη χώρα, που και πάλι κατά βάση συγκεντρωνόταν στα χέρια των «χορτάτων». Ως παρηγοριά στην κύρια μάζα του πληθυσμού προσφέρονταν κυβερνητικά προγράμματα σαν το «Προσιτή κατοικία», που γίνονταν ολοένα και πιο απρόσιτα (οι τιμές το 2007-2008 αυξήθηκαν κατά 2 φορές και αποτέλεσαν στη Μόσχα και την Αγ. Πετρούπολη επτά και τέσσερις χιλιάδες δολάρια το τετραγωνικό μέτρο αντίστοιχα). πει να απαντήσουμε ότι αυτό δεν ισχύει διόλου. Ήταν φανερό πως η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχε αρκετά χρήματα, επαρκή ενεργό ζήτηση για κανονική αναπαραγωγή. Επίσης, το ρώσικο κεφάλαιο εκδήλωσε αντικανονικά χαμηλή ζήτηση για μέσα παραγωγής.

 

20. Η σημερινή Ρωσία, το παραδέχονται ακόμη και οι τωρινές αρχές, χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διαφθοράς (βάσει ορισμένων εκτιμήσεων το μέγεθος του τζίρου της διαφθοράς είναι μεγαλύτερο από το ένα τρίτο του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού). Και αυτή η σκιώδης ανακατανομή των χρημάτων ενισχύει τη διαφορά υπέρ των «χορτάτων».

Έτσι, όταν οι τωρινοί απολογητές του καπιταλισμού λένε ότι η κρίση που διανύουμε έχει εντελώς νέα φύση, ότι δεν υπήρξε παρόμοια, ότι είναι πρώτα και κύρια χρηματοοικονομική κρίση και ότι δήθεν δεν υπάρχει υπερπαραγωγή κτλ. πρέπει να απαντήσουμε ότι αυτό δεν ισχύει διόλου. Ήταν φανερό πως η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχε αρκετά χρήματα, επαρκή ενεργό ζήτηση για κανονική αναπαραγωγή. Επίσης, το ρώσικο κεφάλαιο εκδήλωσε αντικανονικά χαμηλή ζήτηση για μέσα παραγωγής.

Αυτό αποτέλεσε την αιτία της αρχής της κρίσης. Την ώθηση έδωσε η χρηματοοικονομική φούσκα που έσκασε στις ΗΠΑ και ο πανικός που ακολούθησε. Η ανισομετρία της ρώσικης οικονομίας υπέρ της παραγωγής πρώτων υλών, η πτώση των τιμών του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, το τεράστιο εξωτερικό χρέος των ρώσικων επιχειρήσεων (πάνω από 500 δισ. δολάρια στο τέλος του 2008) βαθαίνουν αυτό το προτσές. Στη Ρωσία λόγω της πτώσης του χρηματιστηρίου, που ήταν 3 φορές βαθύτερη απ’ ότι στις ΗΠΑ (κατά 75% το Μάρτη του (2008) και των τεράστιων χρεών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, από δάνεια που πάρθηκαν με εγγύηση μετοχές των επιχειρήσεων που υφίστανται υποτίμηση, δεν αποκλείεται να συμβεί περαιτέρω εξαγορά μέρους της εθνικής οικονομίας από το μεγαλύτερο υπερεθνικό κεφάλαιο. Εν τω μεταξύ, αυτή η διαδικασία δεν είναι πιθανό να ακολουθηθεί από εξυγίανση των κλάδων επεξεργασίας και μηχανοκατασκευών υψηλής τεχνολογίας. Όλα συνηγορούν στο ότι η κατάσταση θα αξιοποιηθεί για την κατάπνιξη των ανταγωνιστών και για την παγίωση της εξαρτημένης από τις υπερεθνικές εταιρίες θέσης των κλάδων καυσίμων και πρώτων υλών.

Με αυτό τον τρόπο, θα υπογραμμίσουμε για ακόμη μια φορά, ότι από την άποψη της επιστήμης έχουμε να κάνουμε με μια κανονική, δηλαδή αναπόφευκτη και αναμενόμενη κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

IV. Ποιος θα πληρώσει; (Το ξεπέρασμα της κρίσης και η αντίθεση των θέσεων των κομμουνιστών και των οπορτουνιστών)

21. Είναι πολύ δύσκολο να προβλεφτούν οι λεπτομέρειες και το βάθος της ανάπτυξης της κρίσης. Αυτό εξαρτάται από πολλές συγκυρίες. Ωστόσο, η γενική κατεύθυνση της πολιτικής του καπιταλισμού είναι εντελώς ξεκάθαρη. Πρώτον, οι αστικές κυβερνήσεις θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να αποποιηθούν της ευθύνης τους για την εξελισσόμενη κρίση, ρίχνοντας όλο το φταίξιμο σε πραγματικούς είτε κατασκευασμένους «αποδιοπομπαίους τράγους». Έχουν ήδη βρεθεί και θα βρεθούν περισσότεροι χρηματοοικονομικοί απατεώνες, αξιωματούχοι και τράπεζες που διέπραξαν μεγάλα λάθη κ.ο.κ. Το μεγάλο κεφάλαιο είναι έτοιμο να θυσιάσει οποιαδήποτε πρόσωπα και αυθεντίες, για να απαλλάξει από την ευθύνη τον ίδιο τον καπιταλισμό, το ίδιο το σύστημα της οργάνωσης του κοινωνικού είναι, που βασίζεται στην ιδιωτική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης.

Δεύτερον, έχουν ήδη προταθεί και θα προταθούν δεκάδες μέτρα, σχέδια, μοντέλα «αλλαγής» του υπάρχοντος συστήματος ώστε αλλάζοντας κάτι, στην ουσία να μην αλλάξουν τίποτα στη βάση του καπιταλιστικού συστήματος.

Συνάμα, είναι απόλυτα εμφανές πως ο καπιταλισμός θα κάνει το παν για να ρίξει τα βάρη της εξόδου από την κρίση στους ώμους των εργαζομένων. Σε αυτές τις συνθήκες στην ιστορία και την πρακτική του κομμουνιστικού κινήματος γνωρίσαμε δύο τακτικές του αριστερού κινήματος σε συνθήκες κρίσης. Το οπορτουνιστικό ρεύμα σε περιόδους κρίσης επιδιώκει την εξομάλυνση της κατάστασης και την αποφυγή των κοινωνικών συγκρούσεων, κρατά «υπεύθυνη πατριωτική στάση», ουσιαστικά ταυτιζόμενο πολιτικά με τις αρχές, σώζοντας τους ντόπιους παραγωγούς, την εγχώρια αγορά, καλώντας τους πολίτες να κάνουν υπομονή, να είναι υπεύθυνοι, να μην προκαλούν αποσταθεροποίηση, για να ξεπεράσει όλος ο κόσμος τους δύσκολους καιρούς.

Βέβαια, οι οπορτουνιστές είναι αναγκασμένοι να στηρίζουν και μια σειρά από προοδευτικά αιτήματα προς την κυβέρνηση, όπως: εισαγωγή μέτρων κρατικής ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένης της μερικής εθνικοποίησης, τη διατήρηση των μέτρων κοινωνικής στήριξης των ανέργων, των εργαζόμενων και των λοιπών πολιτών της χώρας. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα έχουν αντιφατικό χαρακτήρα και εξυπηρετούν το κύριο ζητούμενο, την αποφυγή των πλατιών κινητοποιήσεων των εργαζομένων και της μείωσης του κέρδους των καπιταλιστών.

Στη Ρωσία υπάρχει ένα πρόσφατο παράδειγμα μιας τέτοιας σύμπτωσης συμφερόντων της οπορτουνιστικής-κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και της αστικής κυβέρνησης. Το 1998 σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση κήρυξε πτώχευση, δηλαδή προκλήθηκε η στιγμιαία υποτίμηση του ρουβλίου κατά 4 φορές. Ως τότε σε όλη τη χώρα παρατηρούνταν άνοδος των κινητοποιήσεων των εργαζόμενων με βασικό αίτημα την εξόφληση των χρεών σε μισθούς ύψους δισεκατομμυρίων. Η πλατύτητα και η οξύτητα των κινητοποιήσεων ξεπερνούσε όλα τα γνωστά έως τότε στην νεότερη ιστορία της Ρωσίας παραδείγματα. Οι διαμαρτυρίες πήραν μορφές, όπως αποκλεισμοί δρόμων και σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένου του Υπερσιβηρικού αυτοκινητοδρόμου που έφτασαν στο σημείο να ονομαστούν «πόλεμος των σιδηροδρομικών γραμμών».

Τη στιγμή της μέγιστης όξυνσης της κατάστασης η κυβέρνηση των νέων μεταρρυθμιστών με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Σ. Κιριγιένκο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ρίξανε σε αυτή όλο το φταίξιμο για τα λάθη που είχαν γίνει στη διεύθυνση της οικονομίας. Νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ένα παλιό στέλεχος, επί Γκορμπατσόφ ακόμα, ο Ε. Πριμακόφ, που διακήρυξε μια δήθεν εθνικοπατριωτική πολιτική σωτηρίας της εθνικής οικονομίας. Τον στήριξε η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΡΟ, που εξουσιοδότησε τον Γ. Μασλιουκόφ ως αντιπρόσωπο του στην κυβέρνηση.

Ως αποτέλεσμα, αυτή η ονομαζόμενη κυβέρνηση «λαϊκής εμπιστοσύνης» κάλυψε με τα υποτιμημένα ρούβλια τα χρέη σε μισθούς πολλών δισεκατομμυρίων, έσπασε το κύμα των λαϊκών κινητοποιήσεων, βοήθησε την κυρίαρχη τάξη και όλο το αστικό σύστημα να ξεπεράσει την κρίση μέσω της δεύτερης σε μέγεθος (μετά του 1991) καταλήστευσης του λαού στη νεότερη ιστορία της Ρωσίας. Η υποτίμηση του ρουβλίου κατά τέσσερις φορές συντέλεσε στη μερική αναζωογόνηση της ρωσικής βιομηχανίας.

Μόλις πέρασε η πιο οξεία περίοδος της κρίσης (από τον Αύγουστο του 1998 έως το Μάη του 1999), η ίδια κυβέρνηση της «λαϊκής εμπιστοσύνης» εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αφού είχε εκτελέσει το ρόλο της. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο υπουργός εσωτερικών Σ. Στεπάσιν (από το Μάη έως τον Αύγουστο του 1999) και ύστερα τον αντικατέστησε ο διευθυντής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφάλειας Β. Πούτιν.

Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε μπροστά μας ένα κλασσικό παράδειγμα μετακύλισης των βαρών της εξόδου από την κρίση στους ώμους των εργαζομένων με τη βοήθεια της λεγόμενης πατριωτικής, μα στην ουσία οπορτουνιστικής αντιπολίτευσης.

Σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται: ξανακούγονται εκκλήσεις από τις αρχές προς την αντιπολίτευση για υπευθυνότητα, για πανεθνική ομοφωνία, για την ένταση όλων των δυνάμεων στην κατεύθυνση των απαραίτητων μεταθέσεων στελεχών στο κυβερνητικό-χρηματοοικονομικό μπλοκ κτλ. Η οπορτουνιστική πτέρυγα του αριστερού κινήματος στηρίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτή τη γραμμή. Δίνονται ποικίλες εποικοδομητικές συμβουλές στην κυβέρνηση, από το να «εκδώσει ομόλογα του δημοσίου για την κάλυψη των δάνειων με στόχο την καταπολέμηση της κρίσης, που θα μπορούν να αγοράσουν όσοι το επιθυμούν (σ.σ.- με απαραίτητη την αγορά τους από το κεφάλαιο)» έως και ότι «... χρειάζεται πραγματική επάρκεια στο πολιτικό προτσές, να απαρνηθεί η εξουσία τη διοικητική πίεση, να επιστραφεί στις εκλογές η αρχική τους λειτουργία, η αντιπαραβολή των προγραμμάτων και η δυνατότητα των πολιτών για ελεύθερη έκφραση της βούλησής τους». Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με τους επικεφαλείς του ΚΚΡΟ, [7] «…μπορεί να γίνεται λόγος για κάποια μορφή αλληλεπίδρασης και πραγματοποίησης των μέτρων ενάντια στην κρίση».

Το καθήκον των ορθόδοξων κομμουνιστών και η τακτική τους την περίοδο της κρίσης είναι από θέση αρχής διαφορετικά. Το καθήκον των κομμουνιστών δεν είναι να δουλεύουν για την εξομάλυνση της κατάστασης, αλλά να αξιοποιούν την κατάσταση για την εξήγηση των πραγματικών αιτιών της κρίσης και την προπαγάνδα της αναγκαιότητας της μέγιστης δυνατής ανάπτυξης της αυτοτελούς πάλης της εργατικής τάξης. Τα αιτήματα των κομμουνιστών πρέπει από τη μια πλευρά να περιλαμβάνουν προτάσεις για μείωση της πίεσης που ασκείται στα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα και συμφέροντα των εργαζόμενων και από την άλλη να κατευθύνουν την αντίσταση προς την κατάκτηση νέων δυνατοτήτων για τη διεξαγωγή της πολιτικής και οικονομικής πάλης στην περίοδο της αποδυνάμωσης όλου του καπιταλιστικού συστήματος.

Το ελάχιστο καθήκον των κομμουνιστών είναι να βγει η εργατική τάξη από την κρίση πιο οργανωμένη, πιο συσπειρωμένη, πιο μαχητική απ’ ότι την περίοδο πριν από την κρίση. Υπό συγκεκριμένες ευνοϊκές συνθήκες η ανάπτυξη της κρίσης σε ορισμένες χώρες μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική κατάσταση και οι κομμουνιστές πρέπει να είναι έτοιμοι γι’ αυτό και όχι να φοβίζουν τον εαυτό τους και τις εργαζόμενες μάζες με τον κίνδυνο μιας κοινωνικής έκρηξης. Όπως έλεγε ο Β.Ι. Λένιν: «Όποιος αγωνίζεται στ’ αληθινά, αυτός αγωνίζεται φυσικά υπέρ πάντων. Όποιος προτιμάει τους συμβιβασμούς από τον αγώνα, αυτός φυσικά υποδείχνει εκ των προτέρων τα «ψιχία» με τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, είναι διατεθειμένος να ικανοποιηθεί (στη χειρότερη περίπτωση ικανοποιείται ακόμα και με την έλλειψη αγώνα, δηλαδή συμβιβάζεται για πολύν καιρό με τους τρανούς του παλιού κόσμου)...». [8]

 

22. Τώρα από ορισμένες προσωπικότητες του αριστερού κινήματος μπορεί κανείς να ακούσει τη θέση ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έχει υποστεί ολοκληρωτική κατάρρευση, ότι τα συμπεράσματα που θα βγάλει η παγκόσμια κοινότητα από την κρίση θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός εντελώς διαφορετικού κόσμου, που δεν θα είναι καπιταλιστικός, αλλά διαφορετικός, πιο λογικός, τελειότερος, πιο δίκαιος και γι’ αυτό καθήκον των κομμουνιστών είναι να συμβάλουν σε αυτές τις διαδικασίες, να απαιτήσουν την κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση κ.ο.κ. Έτσι, ο πρόεδρος του ΚΚΡΟ Γ. Ζιουγκάνοφ στη συνέντευξη τύπου στις 9 Απρίλη του 2009 έκανε, κατά λέξη, την ακόλουθη δήλωση: «Πρόκειται για κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά. Έξοδος από αυτή υπάρχει μόνο στη σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αλλά αν και οι πιο διορατικοί πολιτικοί και οι εγγράμματοι ειδικοί στη Δύση το έχουν καταλάβει, και ήδη παίρνουν ανάλογα μέτρα σε κρατικό επίπεδο, στις δικές μας δομές εξουσίας αυτό το θέμα ούτε καν συζητείται». (Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεν έχουμε ακούσει από τα κομμουνιστικά κόμματα των δυτικών χωρών παρόμοιες δηλώσεις για σοσιαλιστικό προσανατολισμό των κυβερνήσεων τους).

Θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας όχι μόνο να διαφωνήσουμε, αλλά και να αντιπαρατεθούμε έντονα με αυτές τις εκφράσεις. Οι εφεδρείες του καπιταλισμού μακράν δεν έχουν εξαντληθεί: ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο, ούτε στις χωριστές καπιταλιστικές χώρες. Επιπλέον, σήμερα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι μια από τις βασικές εφεδρείες του σύγχρονου καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού, είναι η ουσιαστική ενίσχυση του οπορτουνισμού στο αριστερό κίνημα. Ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός έχει μεγάλη πείρα και τεράστιες εφεδρείες για τη διεύθυνση των διαδικασιών διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Είναι γνωστό πως σε περιόδους κρίσης μια από τις διεξόδους είναι η ένταση του φασισμού στην πολιτική και η εξαπόλυση νέων πολέμων. Όμως, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν δεν υπάρχει εμφανής ένταση του φασισμού στο σύστημα, η αστική τάξη παλεύει πρώτα και κύρια ενάντια στις αριστερές ταξικές δυνάμεις. Γι’ αυτό οι καπιταλιστές πάντα στήριζαν και θα στηρίζουν εκείνα τα οπορτουνιστικά κόμματα, που το όνομα τους και η φρασεολογία τους μοιάζουν περισσότερο, απ’ ότι άλλων κομμάτων, με αυτά των επαναστατικών οργανώσεων. Θα στηρίζουν την πάλη τους ενάντια στις ορθόδοξες μαρξιστικές οργανώσεις. Μιλώντας μεταφορικά, αν η κατάσταση τους πιέσει, οι ίδιοι οι καπιταλιστές θα σηκώσουν την κόκκινη σημαία και θα τραγουδούν τη «Διεθνή» (πάλι καλά που θα βρουν μεταξύ των οπορτουνιστών κάποιους που γνωρίζουν τα λόγια του προλεταριακού ύμνου), και θα λένε πως οικοδομούν το σύγχρονο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.

Με αυτό τον τρόπο, σήμερα σε συνθήκες κρίσης και επεξεργασίας της τακτικής των κομμουνιστών για την οργάνωση της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τους υπερασπιστές και δορυφόρους του είναι επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε τα προφητικά λόγια του Β.Ι. Λένιν: «Πιο επικίνδυνοι είναι στην περίπτωση αυτή οι άνθρωποι που δεν θέλουν να καταλάβουν ότι ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δεν συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό». [9]


[1] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 38, σελ. 417-419.

[2] Χένρι Φορντ, «Η ζωή μου».

[3] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 22, σελ. 27.

[4] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 3, σελ. 46-48.

[5] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 27, σελ. 311-314.

[6] Συμπλήρωμα του Ένγκελς στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», II «Το χρηματιστήριο».

[7] Βλέπε τα υλικά της συνέντευξης τύπου στην εφημερίδα «Πράβντα» της 10-13 Απρίλη 2009.

[8] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 10, σελ. 199.

[9] Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 27, σελ. 431.