Κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα που παραμένει αμετακίνητο στην αποστολή του και προσηλωμένο στο κύριο καθήκον του να προετοιμάσει, να οργανώσει την εργατική τάξη και να καθοδηγήσει τον αγώνα της για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής, οφείλει να καθοδηγείται από τη θεμελιακή θέση του επιστημονικού σοσιαλισμού: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα».
Οφείλει να υπερασπίζεται με αδιαλλαξία και συνέπεια αυτή τη στάση αρχών από κάθε υπονόμευση και κυρίως να την υπερασπίζεται παλεύοντας συνέχεια το ίδιο για τη διαρκή αντιστοίχιση θεωρίας και πράξης.
Η ιστορία του επαναστατικού και εργατικού κινήματος μας διδάσκει ότι δεν αρκούν ούτε η θέληση, ούτε οι διακηρύξεις για να διασφαλίζεται και να κατοχυρώνεται η επαναστατική γραμμή πάλης και η ύπαρξη του Κόμματος ως επαναστατικής πρωτοπορίας.
Απαιτούνται όχι μόνο στέρεες θεωρητικές βάσεις, αλλά και συνεχής εμπλουτισμός της θεωρίας με τη μελέτη των εξελίξεων, με οξυμένο ταξικό κριτήριο, τη μελέτη της στρατηγικής του αντιπάλου, τη γενίκευση της πείρας, αλλά και ανοιχτό πάντα το ιδεολογικό μέτωπο σε κάθε απόπειρα αναθεώρησής της. Ιδεολογική πάλη που πρέπει να φτάνει ως την ανοιχτή ρήξη με το ρεύμα του αναθεωρητισμού και οπορτουνισμού στις γραμμές του.
Χωρίς τη ρήξη με τους ηγέτες της Β' Διεθνούς δεν θα υπήρχε νίκη του μπολσεβικισμού στο εργατικό κίνημα της Ρωσίας καθώς και νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Σήμερα, χωρίς ήττα του οπορτουνισμού στο κομμουνιστικό κίνημα της κάθε χώρας ξεχωριστά και επομένως και σε διεθνές επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει ανασύνταξή του και δημιουργία συνθηκών νίκης. Το εργατικό κίνημα θα είναι καταδικασμένο να σέρνεται στην ουρά της αστικής τάξης σε κάθε χώρα.
Η πείρα του ΚΚΕ είναι πολύ πλούσια. Πλήρωσε με σοβαρές συνέπειες υποχωρήσεις σε ζητήματα αρχών, την παραμέληση της θεωρητικής του κατάρτισης και επάρκειας. Χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες και σκληροί αγώνες για να επουλώσει πληγές, να αποκαταστήσει τον κομμουνιστικό του χαρακτήρα και να επεξεργαστεί τη στρατηγική του στις σύγχρονες συνθήκες.
Η πείρα του ΚΚΕ, όπως και άλλων κομμάτων, που στέκονται με συνέπεια στη θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, δεν αποτελεί εθνική ιδιομορφία, εθνική ιδιαιτερότητα.
Κανένα κόμμα δεν θα μπορέσει, για παράδειγμα, να δώσει δυναμισμό και προοπτική στην ταξική πάλη, όπου το κεντρικό πρόβλημα είναι η πάλη για την εξουσία, αν δεν έχει ξεκαθαρισμένες αντιλήψεις σχετικά με την εργατική τάξη, το ρόλο της, την εξέλιξή της, τις σύνθετες διαδικασίες για την ανάπτυξη της ταξικής της συνείδησης και τελικά τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής.
Μήπως δεν είναι αλήθεια, ότι ορισμένα κόμματα και ειδικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έχασαν τον προσανατολισμό τους, τον προλεταριακό και επαναστατικό τους χαρακτήρα, γιατί υιοθέτησαν αστικές αντιεπιστημονικές θεωρίες για την εργατική τάξη και το ρόλο της; Θεωρίες και πρακτικές που αμφισβήτησαν ή αρνήθηκαν τον πρωτοπόρο κοινωνικό της ρόλο; Η διάχυση του εργατικού κινήματος σε διάφορα κοινωνικά φόρουμ αποδείχθηκε πολύ επιζήμια.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η εργατική τάξη εξελίσσεται, αναπτύσσεται, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, ως βασική παραγωγική δύναμη. Η δράση του νόμου της διευρυμένης κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής και συσσώρευσης αντικειμενικά δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για την αριθμητική ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης. Η διευρυμένη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι αναπόσπαστο μέρος της συνολικής κίνησης του κεφαλαίου. Οι αλλαγές στους κλάδους της οικονομίας, η εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα με την καταστροφή χιλιάδων αγροτικών νοικοκυριών, το κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μετανάστευση, η φυσιολογική αύξηση του πληθυσμού είναι ειδικότερα οι βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Σε τελική ανάλυση ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αναπαράγει σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα την τάξη των εργατών που δεν έχουν καμία ιδιοκτησία σε μέσα παραγωγής ενώ πηγή της κερδοφορίας του κεφαλαίου αποτελείτο απλήρωτο μέρος της εργασίας τους. Αυτό άλλωστε αποτελεί και το κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής, η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής υπεραξίας κι όχι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Η ερμηνεία των νέων φαινομένων που αφορούν τη σύνθεση της εργατικής τάξης, το ρόλο της, κ.ά. μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος θεωρητικά, πολιτικά συμπεράσματα, αν δε στηρίζονται στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού, στη θεωρία της ταξικής πάλης.
Αφετηριακά σημεία για την επιστημονική προσέγγιση που έχουν θέση αρχής:
1. Η εργατική τάξη είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής παραγωγής, της συγκεντρωμένης βιομηχανίας και από αυτό απορρέει ο ηγετικός της ρόλος για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
Η αστική τάξη έχει γίνει πλέον αντιδραστική γιατί αντιστέκεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τη μόνη σχέση ιδιοκτησίας που ταιριάζει στο βάθαιμα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής. Εχει επιπλέον περάσει στην ιστορική θέση της φεουδαρχίας όταν υπερασπιζόταν την καθήλωση του παραγωγικού δυναμικού στα όρια της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας.
Η αντικειμενική θέση των δυο τάξεων, της εργατικής και της αστικής, στην καπιταλιστική κοινωνία είναι που προσδιορίζει ότι η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Είναι η τελευταία εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία των κοινωνικών συστημάτων και φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής, των κομμουνιστικών. Η εργατική τάξη είναι η μόνη τάξη που αναπτύσσεται σε αντίθεση με όλες τις άλλες τάξεις που φθίνουν και η ιστορική της αποστολή συνίσταται στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, των τάξεων, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν υπάρχει άλλη κοινωνική δύναμη που μπορεί να εκπληρώσει αυτό το ρόλο.
Αυτή είναι θεμελιακή θεωρητική θέση για κάθε ΚΚ, ικανή για να εξηγηθούν φαινόμενα στην εξέλιξη της εργατικής τάξης. Τέτοια φαινόμενα είναι: Η διεύρυνση της σχέσης μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου στους εμπορευματοποιημένους τομείς της παιδείας, της υγείας-πρόνοιας, της ασφάλισης, του τουρισμού κλπ. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου γενικά της εργατικής τάξης, ακόμα και των τμημάτων της στη μεταποίηση, τις κατασκευές και στην εξόρυξη. Η διεύρυνση της εργατικής τάξης σε τμήματα μισθωτών επιστημόνων λόγω του ότι διευρύνεται η συγκεντροποίηση σε κλάδους όπου παλιότερα υπήρχε εκτεταμένη αυτοαπασχόληση (τεχνικοί επιστήμονες, δικηγόροι, λογιστές κλπ.).
Αποτέλεσμα της παραπάνω εξέλιξης είναι αφενός να αυξάνεται η εργατική τάξη αφετέρου να βαθαίνει η εσωτερική διαστρωμάτωσή της. Έτσι μειώνεται το μερίδιο του τμήματός της που βρίσκεται στη μεταποίηση. Αυτή τη μείωση χρησιμοποιούν οι αστικές θεωρίες για να ισχυρισθούν ότι η εργατική τάξη βρίσκεται σε τάση συρρίκνωσης, άποψη που συχνά υιοθετούν οι οπορτουνιστικές δυνάμεις αρνούμενες τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο.
2. Ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης ως επαναστατικής μπορεί να εκπληρωθεί μόνο μέσα από την οργάνωσή της σε τάξη για τον εαυτό της, δηλαδή στην απόκτηση συνείδησης της αποστολής της, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη αυτοτελούς επαναστατικού Κόμματος που θα εκφράζει τα γενικά συμφέροντά της και θα καθοδηγεί τον αγώνα για να γίνει η εργατική τάξη ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού. Η οργάνωση αυτής της ταξικής πάλης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα αλλά με τη συγκρότηση της ιδεολογικής-πολιτικής οργανωμένης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε Κομμουνιστικό κόμμα.
3. Καθοριστικό θεωρητικό ζήτημα για κάθε ΚΚ είναι η κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμού, τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού. Αντικειμενική του βάση είναι η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία που παίρνει τη μορφή του συλλογικού καπιταλιστή, της εταιρικής συνένωσης καπιταλιστών. Έτσι διαμορφώθηκαν ισχυρά μονοπώλια στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στις τράπεζες και σε διαπλοκή μεταξύ τους, δημιουργήθηκαν ιμπεριαλιστικές ενώσεις για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών, έγιναν γενικευμένοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.
Στον ιμπεριαλισμό, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, κυριάρχησε η εξαγωγή κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις, πήρε τεράστιες διαστάσεις η κερδοσκοπία γύρω από την εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου (μεγάλη κερδοσκοπία στην αγοραπωλησία κρατικών ομολόγων με τη μορφή συμβολαίων - στοιχημάτων κλπ.). Οξύνθηκε η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας με τον τρόπο που τη βλέπουμε σήμερα, να μειώνεται το εργατικό και το λαϊκό εισόδημα ακόμα και σε φάση ανάκαμψης της αναπαραγωγής μετά από κρίση (συμβαίνει σε χώρες της Ευρωζώνης, στις ΗΠΑ και αλλού).
Έτσι παλιά φαινόμενα, σύμφυτα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως οι περιοδικές οικονομικές κρίσης υπερπαραγωγής, απέκτησαν το βάθος και το συγχρονισμό που γνωρίσαμε το 1929 και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, αλλά και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η εκδήλωση τέτοιων βαθιών κρίσεων υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου πήραν τη μορφή χρηματοπιστωτικών ή χρηματιστηριακών κρίσεων, πάνω στις οποίες εντάθηκε ο ανταγωνισμός και οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, μέσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως της Ευρωζώνης αλλά και μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, μέσα σε ευρύτερες ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ. Ο οπορτουνισμός προσκολλήθηκε, όπως πάντοτε, στη μια ή άλλη πλευρά των ενδοαστικών ή ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, συσκοτίζοντας τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της κρίσης αλλά και της διεξόδου από αυτήν προς όφελος της εργατικής - λαϊκής πλειοψηφίας.
Είναι θεμελιακό ζήτημα του ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, το κόμμα της να αναδείξει γιατί το καπιταλιστικό σύστημα έχει χάσει τη δυναμική του, έχει περάσει σε φάση παρακμής, ότι είναι ένα σύστημα που βουλιάζει στον παρασιτισμό, σαπίζει αλλά εμποδίζει το πέρασμα στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό με τις δομές συγκρότησης και λειτουργίας της καπιταλιστικής εξουσίας, δηλαδή μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Θα είναι μια πορεία διαδοχικών συγκρούσεων, ρήξεων, ανατροπών, ειρηνικών και αιματηρών μέσα από πολλές φάσεις. Όλα θα κρίνονται από το επίπεδο οργάνωσης, αποφασιστικότητας, ηρωισμού, αυτοθυσίας και συμμαχιών της εργατικής τάξης, πράγμα που απαιτεί ισχυρή πρωτοπορία, Κομμουνιστικό Κόμμα, με σωστή στρατηγική.
Απ’ αυτόν το χαρακτήρα της εποχής προκύπτει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να έχει στρατηγική και τακτική που θα έχει στο επίκεντρό της τον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης από την αστική και μικροαστική ιδεολογία και την οργάνωσή της, να συντρίψει με τη δύναμη της ταξικής βίας την εξουσία των μονοπωλίων.
4. Για τη χάραξη σωστής στρατηγικής και τακτικής, για τη νίκη της εργατικής τάξης, για τη διαμόρφωση οργανωτικής πολιτικής και πολιτικής συμμαχιών, μια από τις βασικές προϋποθέσεις είναι ο καθορισμός των κινητήριων δυνάμεων της επανάστασης. Σύμφωνα με το Λένιν «Καθένας, όμως, που διδάχτηκε έστω και κάτι από την ιστορία και τη μαρξιστική διδασκαλία, θα πρέπει να παραδεχθεί, ότι την πρώτη θέση στην πολιτική ανάλυση πρέπει να την έχει το ζήτημα των τάξεων». [1]
Αφετηριακό σημείο αποτελεί ο ορισμός του Λένιν για τις τάξεις που συνοψίζει και επεξεργάζεται παραπέρα τις θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς για τις τάξεις: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένης και διατυπωμένης σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας». [2]
Με βάση αυτή τη θεωρητική αρχή, κάθε ΚΚ οφείλει να εκτιμήσει αντικειμενικά τις κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις, να ξεχωρίσει εκείνα τα ενδιάμεσα στρώματα που αντικειμενικά η μακροπρόθεσμη προοπτική τους τα φέρνει πιο κοντά στην εργατική τάξη από εκείνα που πιο σταθερά αναπαράγονται μαζί με την καπιταλιστική τάξη. Με την πολιτική του το ΚΚ θα πρέπει να εκφράζει τις ανάγκες εξασφάλισης βιοτικού, πολιτιστικού επιπέδου και για τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.
5. Η αστική τάξη στον αγώνα της για τη διατήρηση της εξουσίας της και των συμφερόντων της, την ατομική ιδιοκτησία και το καθεστώς της μισθωτής δουλείας, εκσυγχρονίζει συνεχώς το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του, αναδιατάσσει τις συμμαχίες της, προσαρμόζει την τακτική της απέναντι στο εργατικό κίνημα. Πάντα βέβαια επιτίθεται στην επαναστατική ιδεολογία και πρακτική ενώ στηρίζει τον οπορτουνισμό σε κάθε χώρα, γιατί εξυπηρετεί την υποταγή της εργατικής τάξης στα συμφέροντά της κάτω από την ομπρέλα του εθνικού συμφέροντος, μέσω κυρίως της εξαγοράς τμημάτων της εργατικής τάξης, της γνωστής εργατικής αριστοκρατίας σε κάθε χώρα, φορέα όχι μόνο της διάσπασης και του κατακερματισμού της εργατικής τάξης, αλλά και κήρυκα της συμφιλίωσης των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων. Επομένως, η πάλη με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με τον εγκλωβισμό στον κοινοβουλευτισμό και το ρεφορμισμό, η πάλη με τη συμμετοχή των ΚΚ σε σχήματα διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, είναι όρος για την ταξική χειραφέτησή της.
6. Διεθνισμός στην πράξη και στους πιο δύσκολους καιρούς. Οι εθνικές ιδιομορφίες δεν αναιρούν το ενιαίο διεθνώς καθήκον της εργατικής τάξης, τα ενιαία συμφέροντα.
«Ο Διεθνισμός στην πράξη είναι ένας και μόνο ένας: αφοσιωμένη δουλειά για την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και του επαναστατικού αγώνα στην ίδια σου τη χώρα, υποστήριξη (με την προπαγάνδα, ηθικά, υλικά) ενός τέτοιου αγώνα, μιας τέτοιας γραμμής σε όλες χωρίς εξαίρεση τις χώρες...»
Η ουσία δε βρίσκεται στη «διακήρυξη του διεθνισμού, μα στην ικανότητα να μένεις, ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς, διεθνιστής στην πράξη». [3]
Το ΚΚΕ στη βάση αυτών των αρχών έκανε σοβαρές προσπάθειες να εμβαθύνει στις σύγχρονες εξελίξεις και αλλαγές του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, στην πείρα από την ταξική πάλη, να μελετήσει την πείρα του ίδιου του Κόμματος και στη βάση αυτή επεξεργάστηκε τη στρατηγική του για την ανασύνταξη κι αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.
Με βάση αυτή τη γραμμή και σε σύνθετες συνθήκες, που καθορίζονται από την οικονομική κρίση και την αντεπανάσταση, παλεύει να ανοίξει το δρόμο για επαναστατικές αλλαγές. Στο μέτρο αυτό βλέπει και τη συμβολή του στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.