Η εμφάνιση και η ενίσχυση του οπορτουνισμού ήταν το αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης διάφορων παραγόντων, εκ των οποίων ορισμένοι έχουν να κάνουν με την προηγούμενη περίοδο του σοσιαλισμού, ενώ άλλοι αποτελούν προϊόν των τελευταίων δυο δεκαετιών.
1. Η πλειοψηφία των μελών του Εργατικού Κόμματος μεγάλωσε στα χρόνια του σοσιαλισμού, στο πνεύμα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.
Στο σύστημα της εσωκομματικής μόρφωσης τα ζητήματα της ταξικής πάλης αντιμετωπίζονταν στο πνεύμα του 20ού συνεδρίου. Δίδασκαν ότι η ταξική πάλη περιορίζεται, πολύ περισσότερο ότι στο σοσιαλισμό εξαφανίζεται ή ότι αν υπάρχει, υπάρχει μόνο στο διεθνές πεδίο πάλης. Στην εσωτερική πολιτική είναι αποφασιστικής σημασίας η «συνεργασία», τα «εθνικά» συμφέροντα «ολόκληρης της κοινωνίας».
Η πλειοψηφία των μελών του Εργατικού Κόμματος διδασκόταν παλιότερα ότι οι κομμουνιστές πρέπει να συνεργάζονται με τους σοσιαλδημοκράτες. Ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσε να αποτραπεί η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία αν οι κομμουνιστές είχαν συνεργαστεί με τους σοσιαλδημοκράτες επαναλαμβανόταν αμέτρητες φορές αποτελούσε σχεδόν δόγμα. Αυτές οι απόψεις επιβεβαιώθηκαν από το 20ό Συνέδριο.
Σύμφωνα με το δόγμα του 20ού Συνεδρίου υπήρχε η ελπίδα ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές και τις σοσιαλιστικές χώρες θα ήταν αιώνια ειρηνική συνύπαρξη. Ξέχασαν ότι ο καπιταλισμός επεδίωκε και επιδιώκει να εξολοθρέψει το σοσιαλισμό.
2. Η πλειοψηφία του Εργατικού Κόμματος δεν είχε πείρα από ταξική πάλη.
Το 1956 το ουγγρικό κομμουνιστικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι υπήρχαν αντεπαναστατικές δυνάμεις που επεδίωκαν να ανατρέψουν την εργατοαγροτική κυβέρνηση. Η πείρα του 1956 ατσάλωσε αυτή τη γενιά. Οι γενιές που ακολούθησαν δεν είχαν τέτοια πείρα.
3. Για αρκετό καιρό στην πολιτική του Εργατικού Κόμματος δεν υπήρχε ενιαία εκτίμηση για το HSP.
Το φθινόπωρο του 1989 δημιουργήθηκαν δυο κόμματα στη βάση του πρώην Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τα μέλη του Εργατικού Κόμματος και η ηγεσία του είχαν για αρκετό καιρό αυταπάτες ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν με το HSΡ για τα συμφέροντα των εργαζομένων στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.
Από αυτή την άποψη το 2002 ήταν χρονιά αποφασιστικής σημασίας. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2002 το Εργατικό Κόμμα απέσυρε στο δεύτερο γύρο τους υποψηφίους του σε οχτώ μονοεδρικές περιφέρειες, συμβάλλοντας έτσι στην εκλογική νίκη των σοσιαλιστών και της κυβέρνησης Medgyessy. Αργότερα η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος σημείωνε συχνά αυτοκριτικά: «Γνωρίζαμε ότι παίρναμε λάθος απόφαση, αλλά τα μέλη του κόμματός μας πίστευαν στο HSΡ και η ηγεσία του κόμματος πήγε με το ρεύμα».
Στο τέλος του 2002 το 20ό Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος επανατοποθετήθηκε σχετικά με το HSΡ. Το συνέδριο δήλωσε: το HSΡ δεν είναι ούτε φίλος μας, ούτε φυσικός σύμμαχος. Το HSΡ είναι ένα από τα πολλά ουγγρικά αστικά κόμματα που υπερασπίζονται τον καπιταλισμό. Αυτή η συνεδριακή απόφαση αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία του κόμματος.
4. Η έλλειψη ιδεολογικής ετοιμότητας του κόμματος έπαιξε ρόλο στην ενίσχυση του οπορτουνισμού και την παρατεταμένη διαμάχη.
Αυτό ήταν από τη μια αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η βάση του κόμματος στους διανοούμενους ήταν μικρή. Το 1989-90 η πλειοψηφία των πρώην μαρξιστών επιστημόνων δεν εντάχθηκε στο Εργατικό κόμμα, αλλά στη σοσιαλδημοκρατία. Αφενός γιατί τους φαινόταν πιο εύκολη διέξοδος και αφετέρου γιατί το HSΡ μπορούσε να τους παρέχει τα υλικά μέσα, ενώ το Εργατικό Κόμμα δεν είχε τη δυνατότητα να το κάνει. [2]
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η ιδεολογική δουλειά δεν είχε γίνει υπόθεση όλου του κόμματος. Οι αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής παρείχαν καθαρή μαρξιστική ανάλυση, αλλά δεν καταφέρναμε να φτάσουν σε όλους. Ένα κομμάτι των κομματικών μελών βρέθηκαν υπό την επιρροή του αντι-μαρξισμού.
Μια σοβαρή αδυναμία του Εργατικού Κόμματος ήταν ότι το κόμμα δεν κατάφερε να αναπτύξει ένα σύστημα εσωκομματικής εκπαίδευσης. Έγιναν πολλές προσπάθειες αλλά χωρίς επιτυχία. Θεωρήσαμε ότι ήταν αδύνατο να διδάξουμε το μαρξισμό χρησιμοποιώντας παλιά εγχειρίδια και διδακτικά υλικά. Χρειαζόμασταν νέες μεθόδους, νέα εγχειρίδια, νέους δασκάλους, αλλά όλα αυτά χρειάζονταν χρόνο.
5. Ένα σημαντικό τμήμα των κομματικών μελών αρνούνταν για πολύ καιρό να πιστέψουν το ενδεχόμενο ύπαρξης οπορτουνιστικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Πολλοί δεν κουράστηκαν ποτέ να επαναλαμβάνουν ότι «πρέπει να δούμε τα κοινά που έχουμε και όχι αυτά που μας χωρίζουν». Πολλοί νόμιζαν ότι δεν υπήρχε ζήτημα κακών προθέσεων, ότι απλώς νεότερα στελέχη αναζητούσαν νέες μορφές εκσυγχρονισμού. Είναι λυπηρό ότι ακόμα και κάποια μέλη του προεδρείου χρειάστηκαν χρόνο για να αναγνωρίσουν ότι δεν αντιμετωπίζαμε απλά παρανοήσεις μεμονωμένων νεαρών στελεχών, αλλά μια γενική ιδεολογική και πολιτική επίθεση με στόχο τη διάσπαση του Εργατικού Κόμματος.
6. Η απογοήτευση και η απαισιοδοξία των κομματικών μελών έπαιξε επίσης ρόλο
Ήταν δύσκολο να συνηθίσουν το γεγονός ότι μετά το 1989-90 στην Ουγγαρία υπήρχε καπιταλισμός. Ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι σήμαινε η απώλεια της εξουσίας. Πολλά κομματικά μέλη δεν σταμάτησαν να ελπίζουν ότι θα σταματήσει σύντομα η ύφεση του κομμουνιστικού κινήματος και ότι ακόμα και αν δεν επέστρεφε ο σοσιαλισμός, το κόμμα θα ενισχυόταν. Πολλοί δεν καταλάβαιναν γιατί το Εργατικό Κόμμα παρά τα 15 χρόνια σκληρού και επίμονου αγώνα δεν κατάφερε να μπει στη βουλή, ενώ οι Έλληνες, οι Πορτογάλοι και οι Τσέχοι καθώς και άλλοι σύντροφοι πέτυχαν καλά αποτελέσματα.
7. Η ενίσχυση του οπορτουνισμού μέσα στο Εργατικό Κόμμα ενισχύθηκε με κάθε πιθανό τρόπο από το HSP.
Τα στελέχη των σοσιαλδημοκρατών συνειδητοποίησαν ότι στο άμεσο μέλλον το Εργατικό Κόμμα θα αποτελούσε κίνδυνο για το HSP. Τι σήμαινε αυτό;
Πρώτον, παρότι το Εργατικό Κόμμα δεν μπορούσε να μπει στη βουλή, καθώς το 2,2%-3,9% δεν ήταν αρκετό για να ξεπεράσει το όριο 5%, οι εκλογές του 2002 κρίθηκαν σε πολλές εκλογικές περιφέρειες από τις ψήφους του Εργατικού Κόμματος. Αν το Εργατικό Κόμμα δεν είχε στηρίξει τους υποψηφίους του HSP στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2002, το HSP προφανώς θα είχε χάσει. Έπειτα το HSP συγκέντρωσε 42%, ενώ το αντίπαλο Fidesz 41,07%.
Δεύτερον, το 2004 το Εργατικό Κόμμα πήρε την πρωτοβουλία για ένα εθνικό δημοψήφισμα σχετικά με την ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων και άλλων εγκαταστάσεων για την υγεία, απαιτώντας να παραμείνουν ιδιοκτησία του κράτους ή των δήμων. Αυτή η πρωτοβουλία στράφηκε ανοιχτά ενάντια στο HSP, καθώς τότε το HSP ήταν στην εξουσία και η ιδιωτικοποίηση της υγείας αποφασίστηκε από την κυβέρνηση των σοσιαλιστών και των φιλελεύθερων. Τα μέλη του Εργατικού Κόμματος παρά το χειμωνιάτικο κρύο και το χιόνι συνέλεξαν τις 200.000 υπογραφές που χρειάζονταν για το δημοψήφισμα (συνολικά μαζεύτηκαν 300.000 υπογραφές). Αυτό ήταν απόδειξη της οργανωτικής ενίσχυσης του Εργατικού Κόμματος.
Τρίτον, το 20ό Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος που διεξάχθηκε στο τέλος του 2002 άλλαξε την πολιτική του κόμματος απέναντι στο HSP και ξεκαθάρισε ότι στις μελλοντικές εκλογές το Εργατικό Κόμμα δε θα στηρίξει με κανένα τρόπο το HSP.
Η πρωτοβουλία του Εργατικού Κόμματος για εθνικό δημοψήφισμα ενόχλησε τους σοσιαλιστές που προσπάθησαν να εξαγοράσουν το Εργατικό Κόμμα. Ο τότε πρόεδρος της ηγεσίας του HSP György Janossy είχε εντολή να πείσει το Εργατικό Κόμμα και συγκεκριμένα τον Attila Vajnai να μη δώσει τις υπογραφές που είχαν μαζευτεί. Επίσης ζήτησαν από τους κομμουνιστές να μην κατεβάσουν υποψήφιους στις εκλογές για τις Ευρωεκλογές. Ως αντάλλαγμα πρόσφεραν στήριξη στις τοπικές αρχές και καλοπληρωμένες θέσεις σε κρατικούς θεσμούς. Η απάντηση της ηγεσίας του Εργατικού κόμματος ήταν σύντομη: Το Εργατικό Κόμμα δεν είναι για πούλημα! Το κόμμα μας κατέθεσε τις υπογραφές που μάζεψε και επέμεινε στο δημοψήφισμα.
Η ηγεσία του HSP συνειδητοποίησε ότι στις εκλογές του 2006 θα είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ ισχυρό αντίπαλο στο πρόσωπο του Fidesz, κι έτσι κάθε ψήφος θα είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτήν. Το σοσιαλιστικό κόμμα ποτέ δεν ήθελε να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές σε πανεθνικό επίπεδο. Ο στόχος τους ήταν πάντα να αποσπούν ψήφους από το Εργατικό Κόμμα με το σύνθημα «μπροστά στην απειλή του φασισμού η αριστερά πρέπει να ενωθεί».
8. Στην ενίσχυση του οπορτουνισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο το ΚΕΑ.
Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα ήταν ένας από τους ιδρυτές του ΚΕΑ, όμως από την αρχή αντιμετώπιζε το ΚΕΑ με σημαντικές επιφυλάξεις. Το πνεύμα του ΚΕΑ ασκούσε επιρροή στους κύκλους των διανοούμενων του Εργατικού Κόμματος, ωστόσο αυτή η επιρροή ήταν κατά κάποιο τρόπο περιορισμένη λόγω των εμποδίων της γλώσσας.
Το Δεκέμβρη του 2004 ο πρόεδρος του ΚΕΑ Fausto Bertinotti επισκέφτηκε τη Βουδαπέστη για να πείσει την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος για τη σημασία της «νέας ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας», η οποία κατά τη γνώμη του έπρεπε να αντικαταστήσει την «ξεπερασμένη» έννοια της ταξικής πάλης. Ο Bertinotti δεν κατάφερε να πείσει την ηγεσία του κόμματος, αλλά η οπορτουνιστική αντιπολίτευση είδε ότι οι απόψεις και η δράση της είχαν στήριξη σε «ευρωπαϊκό επίπεδο».
Το Γενάρη του 2005 ο Attila Vajnai, που ήταν ακόμη αντιπρόεδρος του κόμματος, πρότεινε να γίνει ψηφοφορία των μελών για να επικυρωθεί η συμμετοχή του κόμματος στο ΚΕΑ. Η πρόθεση του ήταν ξεκάθαρη: να πάρει με το μέρος του το κόμμα με το σύνθημα του «Ευρωπαϊκού» και του «σύγχρονου». Η ΚΕ απέρριψε την ιδέα της ψηφοφορίας μέσα στο κόμμα.