Στη μνήμη του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν
Όταν το Φλεβάρη του 2022 η Ρωσική Ομοσπονδία επενέβη στρατιωτικά στην Ουκρανία, οι διαφορετικές θέσεις που εξέφρασαν τα κομμουνιστικά κόμματα επαλήθευσαν την ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Δεν πρόκειται για ποικιλία προσεγγίσεων, για πολυφωνία, αλλά για ζητήματα αρχών, στα οποία δεν επιτρέπεται διπλή ερμηνεία: Είτε πορεύεται κανείς κάτω από τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού είτε ακολουθεί τον καταστροφικό, ολισθηρό δρόμο που ακολούθησε η παρακμάζουσα Β’ Διεθνής στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η υλική πραγματικότητα είναι γνώσιμη με την επιστημονική προσέγγιση του μαρξισμού-λενινισμού, όπως φυσικά η κοινωνική διαδικασία, η κοινωνική ανάπτυξη. Αν ξεκινήσουμε από ταξική αφετηρία, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο διαφορετικά ή αντικρουόμενα συμπεράσματα, εκτός αν η προσέγγιση δεν είναι ταξική, εκτός αν τυπικά λέγεται ότι ξεκινάει από τη θεωρία μας, αλλά στην πραγματικότητα όχι, διότι κάποια από τα στοιχεία της έχουν νοθευτεί από τον αναθεωρητισμό ή το δογματισμό, από τον υποκειμενισμό ή τον εκλεκτικισμό. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού και με το ζήτημα των πολέμων. Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ορισμένα βασικά στοιχεία, χωρίς να κάνουμε ευθεία αναλογία, της κατάστασης που επικρατούσε στη Β΄ Διεθνή ενόψει του ιμπεριαλιστικού πολέμου που ξέσπασε το 1914.
Στο προοίμιο του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, η σοσιαλδημοκρατία επικύρωσε τη διεθνιστική της θέση προειδοποιώντας ότι αυτός θα έδινε επίσης το πλαίσιο για επαναστατικά ξεσπάσματα, όπως στην περίπτωση του Γαλλογερμανικού Πολέμου με την Κομμούνα και του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου με την επανάσταση του 1905. Πολύ ξεκάθαρα, το Μανιφέστο της Βασιλείας εξηγεί ότι «οι εργάτες θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν ο ένας τον άλλον προς όφελος των καπιταλιστών», καλώντας σε εναντίωση στο μιλιταρισμό και μάλιστα σε ανάληψη δράσης. Αλλά με το ξέσπασμα του πολέμου όλα προδόθηκαν και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ψήφισε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, με το επιχείρημα ότι το 30% του γερμανικού στρατού έτρεφε συμπάθεια προς το σοσιαλισμό, και κάποια άλλα επιχειρήματα, ορισμένα πολύ περίεργα, όπως αυτά που επικαλέστηκε ο Άντλερ και οι Αυστριακοί. Γενικά, η Β’ Διεθνής χρεοκόπησε, υποκαθιστώντας το μαρξισμό με το σοσιαλσοβινισμό. Μία τέτοια υποκατάσταση, ξαφνική και άκαιρη όπως κάθε ποιοτική αλλαγή, αλλά όχι απρόβλεπτη, ήταν το αποτέλεσμα μίας σταδιακής αποσύνθεσης εξαιτίας της επίμονης δουλειάς του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού, που υπονόμευαν τις επαναστατικές πολιτικές θέσεις των εργατικών κομμάτων, αλλά και επειδή τα εμπόδιζαν να κατανοήσουν τη μετάβαση από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο μονοπώλιο στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η μεγάλη διαφορά μπορεί να φανεί στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, για παράδειγμα, μεταξύ του Λένιν και του Κάουτσκι, μεταξύ της θεώρησης του σταδίου αυτού ως φάση αποσύνθεσης και πρόθυρα της σοσιαλιστικής επανάστασης ή ως προοδευτικό παράγοντα για την παγκόσμια ειρήνη, όπως διατυπώθηκε θεωρητικά ο «υπεριμπεριαλισμός».
Κόντρα στο ρεύμα, μία μειοψηφία μέσα στο διεθνές εργατικό κίνημα κατάφερε και εκπλήρωσε την ευθύνη της· χωρίς να πάψει να αγωνίζεται, αντιμετώπισε τις καθημερινές αντιξοότητες της ταξικής πάλης, υπερασπίστηκε τη μαρξιστική θεωρία από τους αποστάτες και την ανέπτυξε δημιουργικά. Πάνω απ’ όλα, ήταν το Κόμμα των Μπολσεβίκων και ο Λένιν που οδήγησαν τη θεωρία σε ένα ανώτερο σημείο σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα, καθώς και οι Σπαρτακιστές που πήραν σωστή θέση στα κεφαλαιώδη ζητήματα, αν και ταλαντεύτηκαν σε κάποια παρά τις ειλικρινείς προσπάθειές τους. Η θεωρητική ανάπτυξη των μπολσεβίκων άντεξε με επιτυχία στη δοκιμασία της Ιστορίας με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και ωστόσο, δυστυχώς, μία από τις ανεπάρκειες της Γερμανικής Επανάστασης του 1919 ήταν ότι το Κόμμα, όπως το αντιλαμβάνονταν οι Σπαρτακιστές, δεν είχε τα χαρακτηριστικά που απαιτούνταν. Τόσο οι μπολσεβίκοι όσο και οι Σπαρτακιστές, οι οποίοι είχαν καλό επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης και πραγματική επιρροή στο προλεταριάτο, δε δίστασαν να συνεργαστούν με πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες οργανώσεις, οι οποίες βρίσκονταν σε επίπεδο ομάδων, αλλά δρούσαν στη βάση αρχών σε μία εποχή γενικευμένης ιδεολογικής αποσύνθεσης. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες, που στο Τσίμερβαλντ και στο Κίνταλ [1] υποστήριξαν τους διεθνιστές και τον Λένιν και οι οποίες συνέβαλαν στη θεμελίωση της Γ’ Διεθνούς, έγιναν αργότερα κόμματα, ενώ άλλες δεν μπόρεσαν ποτέ να εγκαταλείψουν το χαρακτήρα της ομάδας –όπως συνέβη με εκείνη στην οποία συμμετείχαν ο Γκόρτερ και ο Πάνεκουκ– αλλά την κρίσιμη στιγμή τοποθετήθηκαν σωστά.
Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες της χρεοκοπίας ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία προηγουμένως έδειχναν να κινούνται προς μία σωστή κατεύθυνση και, στρεφόμενα απότομα προς το στρατόπεδο του οπορτουνισμού, προκαλούν την ανάδυση ρευμάτων στις τάξεις τους που είναι αποφασισμένα να μην απαρνηθούν τις επαναστατικές θέσεις και τον προλεταριακό διεθνισμό, γι’ αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου το κριτήριο ότι η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε μία περίοδο σύγχυσης αποτελεί τη λυδία λίθο.
Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι μία τέτοια περίοδος κρίσης και χρεοκοπίας του εργατικού κινήματος ήταν επίσης μία περίοδος ζωτικής θεωρητικής και στρατηγικής ανάπτυξης του μαρξισμού, το χωνευτήρι του μαρξισμού-λενινισμού, στην οικονομία, στο κράτος και στους προγραμματικούς στόχους, που άνοιξε το δρόμο για την ιστορική εποχή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Η προσέγγιση της ταξικής φύσης του πολέμου τότε, όπως και σήμερα, είναι το σταυροδρόμι διαφορετικών δρόμων, όχι παράλληλων δρόμων προς τον ίδιο στόχο, αλλά διαφορετικών θέσεων μάχης στην ταξική πάλη, είτε με την εργατική τάξη και τα άμεσα και ιστορικά της συμφέροντα είτε με την ταξική κυριαρχία του καθεστώτος της εκμετάλλευσης. Και σε αυτό το σημείο η θεωρητική προσπάθεια των επαναστατών μαρξιστών οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα: Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα των ασυμβίβαστων συγκρούσεων και ανταγωνισμών μεταξύ των διάφορων καπιταλιστικών χωρών και όσο υπάρχει ο καπιταλισμός οι πόλεμοι θα είναι αναπόφευκτοι, επομένως άλλο θέμα είναι η συνεχής καταγγελία και αντιπαράθεση με το μιλιταρισμό και άλλο ένας ουτοπικός και στείρος πασιφισμός που θεωρεί ότι ο πόλεμος μπορεί να αποφευχθεί χωρίς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Για μία ορισμένη περίοδο, ενώ στο σημερινό τρόπο παραγωγής –τον τελευταίο στον οποίο θα υπάρχει εκμεταλλευτική τάξη– η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης δεν έχει ακόμη εκτοπίσει το ελεύθερο εμπόριο, κάποιοι πόλεμοι θα μπορούσαν να είναι δίκαιοι, αλλά από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως είπε ο Λένιν, οι πόλεμοι ήταν ιμπεριαλιστικοί και από τις δύο πλευρές.
Το 1914, ούτε στη Ρωσία, ούτε στην Αυστροουγγαρία, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Αγγλία υπήρχε μία δίκαιη πλευρά, δεν ήταν ένας δίκαιος πόλεμος από καμιά πλευρά και γι’ αυτό, με μπροστάρη τον Λένιν, οι διεθνιστές επαναστάτες έθεσαν ως καθήκον τους να μη βρεθούν κάτω από ξένη σημαία, αλλά να υπερασπιστούν την ταξική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης.
Σήμερα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος δεν είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, αλλά ότι υπάρχει μία δίκαιη πλευρά, παρότι αναγνωρίζεται ότι οι εμπλεκόμενες χώρες είναι καπιταλιστικές και ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό.
Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η Ρωσία έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την κυριαρχία της ή ότι πρόκειται για έναν αντιφασιστικό πόλεμο. Πλανώνται πλάνην οικτρά! Αυτή είναι μία θλιβερή θέση ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων και άλλων προβοκατόρικων ομάδων, όπως η Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα, η οποία δημιουργήθηκε με το συγκεκριμένο καθήκον να επιτεθεί στα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα.