Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και τα καθήκοντα των κομμουνιστών


Τμήμα Ιδεολογίας της ΚΕ του ΚΚ Μεξικού

Στη μνήμη του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν

Όταν το Φλεβάρη του 2022 η Ρωσική Ομοσπονδία επενέβη στρατιωτικά στην Ουκρανία, οι διαφορετικές θέσεις που εξέφρασαν τα κομμουνιστικά κόμματα επαλήθευσαν την ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Δεν πρόκειται για ποικιλία προσεγγίσεων, για πολυφωνία, αλλά για ζητήματα αρχών, στα οποία δεν επιτρέπεται διπλή ερμηνεία: Είτε πορεύεται κανείς κάτω από τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού είτε ακολουθεί τον καταστροφικό, ολισθηρό δρόμο που ακολούθησε η παρακμάζουσα Β’ Διεθνής στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η υλική πραγματικότητα είναι γνώσιμη με την επιστημονική προσέγγιση του μαρξισμού-λενινισμού, όπως φυσικά η κοινωνική διαδικασία, η κοινωνική ανάπτυξη. Αν ξεκινήσουμε από ταξική αφετηρία, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο διαφορετικά ή αντικρουόμενα συμπεράσματα, εκτός αν η προσέγγιση δεν είναι ταξική, εκτός αν τυπικά λέγεται ότι ξεκινάει από τη θεωρία μας, αλλά στην πραγματικότητα όχι, διότι κάποια από τα στοιχεία της έχουν νοθευτεί από τον αναθεωρητισμό ή το δογματισμό, από τον υποκειμενισμό ή τον εκλεκτικισμό. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού και με το ζήτημα των πολέμων. Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ορισμένα βασικά στοιχεία, χωρίς να κάνουμε ευθεία αναλογία, της κατάστασης που επικρατούσε στη Β΄ Διεθνή ενόψει του ιμπεριαλιστικού πολέμου που ξέσπασε το 1914.

Στο προοίμιο του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, η σοσιαλδημοκρατία επικύρωσε τη διεθνιστική της θέση προειδοποιώντας ότι αυτός θα έδινε επίσης το πλαίσιο για επαναστατικά ξεσπάσματα, όπως στην περίπτωση του Γαλλογερμανικού Πολέμου με την Κομμούνα και του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου με την επανάσταση του 1905. Πολύ ξεκάθαρα, το Μανιφέστο της Βασιλείας εξηγεί ότι «οι εργάτες θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν ο ένας τον άλλον προς όφελος των καπιταλιστών», καλώντας σε εναντίωση στο μιλιταρισμό και μάλιστα σε ανάληψη δράσης. Αλλά με το ξέσπασμα του πολέμου όλα προδόθηκαν και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ψήφισε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, με το επιχείρημα ότι το 30% του γερμανικού στρατού έτρεφε συμπάθεια προς το σοσιαλισμό, και κάποια άλλα επιχειρήματα, ορισμένα πολύ περίεργα, όπως αυτά που επικαλέστηκε ο Άντλερ και οι Αυστριακοί. Γενικά, η Β’ Διεθνής χρεοκόπησε, υποκαθιστώντας το μαρξισμό με το σοσιαλσοβινισμό. Μία τέτοια υποκατάσταση, ξαφνική και άκαιρη όπως κάθε ποιοτική αλλαγή, αλλά όχι απρόβλεπτη, ήταν το αποτέλεσμα μίας σταδιακής αποσύνθεσης εξαιτίας της επίμονης δουλειάς του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού, που υπονόμευαν τις επαναστατικές πολιτικές θέσεις των εργατικών κομμάτων, αλλά και επειδή τα εμπόδιζαν να κατανοήσουν τη μετάβαση από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο μονοπώλιο στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η μεγάλη διαφορά μπορεί να φανεί στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, για παράδειγμα, μεταξύ του Λένιν και του Κάουτσκι, μεταξύ της θεώρησης του σταδίου αυτού ως φάση αποσύνθεσης και πρόθυρα της σοσιαλιστικής επανάστασης ή ως προοδευτικό παράγοντα για την παγκόσμια ειρήνη, όπως διατυπώθηκε θεωρητικά ο «υπεριμπεριαλισμός».

Κόντρα στο ρεύμα, μία μειοψηφία μέσα στο διεθνές εργατικό κίνημα κατάφερε και εκπλήρωσε την ευθύνη της· χωρίς να πάψει να αγωνίζεται, αντιμετώπισε τις καθημερινές αντιξοότητες της ταξικής πάλης, υπερασπίστηκε τη μαρξιστική θεωρία από τους αποστάτες και την ανέπτυξε δημιουργικά. Πάνω απ’ όλα, ήταν το Κόμμα των Μπολσεβίκων και ο Λένιν που οδήγησαν τη θεωρία σε ένα ανώτερο σημείο σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα, καθώς και οι Σπαρτακιστές που πήραν σωστή θέση στα κεφαλαιώδη ζητήματα, αν και ταλαντεύτηκαν σε κάποια παρά τις ειλικρινείς προσπάθειές τους. Η θεωρητική ανάπτυξη των μπολσεβίκων άντεξε με επιτυχία στη δοκιμασία της Ιστορίας με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και ωστόσο, δυστυχώς, μία από τις ανεπάρκειες της Γερμανικής Επανάστασης του 1919 ήταν ότι το Κόμμα, όπως το αντιλαμβάνονταν οι Σπαρτακιστές, δεν είχε τα χαρακτηριστικά που απαιτούνταν. Τόσο οι μπολσεβίκοι όσο και οι Σπαρτακιστές, οι οποίοι είχαν καλό επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης και πραγματική επιρροή στο προλεταριάτο, δε δίστασαν να συνεργαστούν με πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες οργανώσεις, οι οποίες βρίσκονταν σε επίπεδο ομάδων, αλλά δρούσαν στη βάση αρχών σε μία εποχή γενικευμένης ιδεολογικής αποσύνθεσης. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες, που στο Τσίμερβαλντ και στο Κίνταλ [1] υποστήριξαν τους διεθνιστές και τον Λένιν και οι οποίες συνέβαλαν στη θεμελίωση της Γ’ Διεθνούς, έγιναν αργότερα κόμματα, ενώ άλλες δεν μπόρεσαν ποτέ να εγκαταλείψουν το χαρακτήρα της ομάδας –όπως συνέβη με εκείνη στην οποία συμμετείχαν ο Γκόρτερ και ο Πάνεκουκ– αλλά την κρίσιμη στιγμή τοποθετήθηκαν σωστά.

Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες της χρεοκοπίας ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία προηγουμένως έδειχναν να κινούνται προς μία σωστή κατεύθυνση και, στρεφόμενα απότομα προς το στρατόπεδο του οπορτουνισμού, προκαλούν την ανάδυση ρευμάτων στις τάξεις τους που είναι αποφασισμένα να μην απαρνηθούν τις επαναστατικές θέσεις και τον προλεταριακό διεθνισμό, γι’ αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου το κριτήριο ότι η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε μία περίοδο σύγχυσης αποτελεί τη λυδία λίθο.

Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι μία τέτοια περίοδος κρίσης και χρεοκοπίας του εργατικού κινήματος ήταν επίσης μία περίοδος ζωτικής θεωρητικής και στρατηγικής ανάπτυξης του μαρξισμού, το χωνευτήρι του μαρξισμού-λενινισμού, στην οικονομία, στο κράτος και στους προγραμματικούς στόχους, που άνοιξε το δρόμο για την ιστορική εποχή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η προσέγγιση της ταξικής φύσης του πολέμου τότε, όπως και σήμερα, είναι το σταυροδρόμι διαφορετικών δρόμων, όχι παράλληλων δρόμων προς τον ίδιο στόχο, αλλά διαφορετικών θέσεων μάχης στην ταξική πάλη, είτε με την εργατική τάξη και τα άμεσα και ιστορικά της συμφέροντα είτε με την ταξική κυριαρχία του καθεστώτος της εκμετάλλευσης. Και σε αυτό το σημείο η θεωρητική προσπάθεια των επαναστατών μαρξιστών οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα: Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα των ασυμβίβαστων συγκρούσεων και ανταγωνισμών μεταξύ των διάφορων καπιταλιστικών χωρών και όσο υπάρχει ο καπιταλισμός οι πόλεμοι θα είναι αναπόφευκτοι, επομένως άλλο θέμα είναι η συνεχής καταγγελία και αντιπαράθεση με το μιλιταρισμό και άλλο ένας ουτοπικός και στείρος πασιφισμός που θεωρεί ότι ο πόλεμος μπορεί να αποφευχθεί χωρίς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Για μία ορισμένη περίοδο, ενώ στο σημερινό τρόπο παραγωγής –τον τελευταίο στον οποίο θα υπάρχει εκμεταλλευτική τάξη– η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης δεν έχει ακόμη εκτοπίσει το ελεύθερο εμπόριο, κάποιοι πόλεμοι θα μπορούσαν να είναι δίκαιοι, αλλά από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως είπε ο Λένιν, οι πόλεμοι ήταν ιμπεριαλιστικοί και από τις δύο πλευρές.

Το 1914, ούτε στη Ρωσία, ούτε στην Αυστροουγγαρία, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Αγγλία υπήρχε μία δίκαιη πλευρά, δεν ήταν ένας δίκαιος πόλεμος από καμιά πλευρά και γι’ αυτό, με μπροστάρη τον Λένιν, οι διεθνιστές επαναστάτες έθεσαν ως καθήκον τους να μη βρεθούν κάτω από ξένη σημαία, αλλά να υπερασπιστούν την ταξική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης.

Σήμερα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος δεν είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, αλλά ότι υπάρχει μία δίκαιη πλευρά, παρότι αναγνωρίζεται ότι οι εμπλεκόμενες χώρες είναι καπιταλιστικές και ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό.

Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η Ρωσία έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την κυριαρχία της ή ότι πρόκειται για έναν αντιφασιστικό πόλεμο. Πλανώνται πλάνην οικτρά! Αυτή είναι μία θλιβερή θέση ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων και άλλων προβοκατόρικων ομάδων, όπως η Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα, η οποία δημιουργήθηκε με το συγκεκριμένο καθήκον να επιτεθεί στα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα.

Σχετικά με τη φύση του πολέμου στην Ουκρανία

Για τους επαναστάτες, το ξέσπασμα του πολέμου έθεσε στην ημερήσια διάταξη συζητήσεις για το βαθμό ανάπτυξης του καπιταλισμού και τη σημασία του ιμπεριαλισμού, για τη στρατηγική και την τακτική, για το ρόλο των κομμουνιστών και τα καθήκοντα της περιόδου. Αλλά για να αντιμετωπιστεί αυτή η συζήτηση είναι απαραίτητο να ορίσουμε τη φύση του πολέμου στην Ουκρανία και τη σημασία του.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία έχει τις ρίζες του στη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Στην περιοχή αυτήν, οι ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις οξύνθηκαν ραγδαία και είχαν τα σημεία καμπής τους, όπως: Την απόφαση της Ουκρανίας να ενισχύσει τους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία εις βάρος των ΗΠΑ και της ΕΕ και την επακόλουθη επέμβαση του μπλοκ ΗΠΑ-ΕΕ το 2014 με την εγκαθίδρυση μίας κυβέρνησης ευθυγραμμισμένης με τα συμφέροντά τους, την απάντηση της Ρωσίας να προσαρτήσει τη Χερσόνησο της Κριμαίας και το 2022 την επίσημη έναρξη του πολέμου.

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας φάσης στην ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη, όπου κάθε πλευρά είναι έτοιμη να θυσιάσει ολόκληρους λαούς στην προσπάθεια να εξασφαλίσει το μέγιστο μερίδιο κέρδους, όπου εγείρεται ο κίνδυνος της χρήσης πυρηνικών όπλων και οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης και στις δύο πλευρές μιλούν ανοιχτά για τις αναγκαίες προετοιμασίες για γενικευμένο πόλεμο. Στο υπόβαθρο του πολέμου βρίσκονται οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών πόλων και ειδικότερα της Κίνας και των ΗΠΑ και συνεπώς η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ-ΕΕ.

Για τον Λένιν, ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτερο στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα στάδιο που χαρακτηρίζεται από τη διαδικασία οικονομικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, στάδιο μονοπωλιακής κυριαρχίας και ξεπεράσματος του ελεύθερου ανταγωνισμού που χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο, στάδιο στο οποίο όχι μόνο η εξαγωγή εμπορευμάτων, αλλά και η εξαγωγή κεφαλαίου έχει κεντρικό ρόλο. Στην ανάλυση του Λένιν αυτό το στάδιο δεν μπορεί να αξιολογηθεί μόνο ως μονομερής ανάπτυξη ορισμένων χωρών, πρέπει να εξεταστεί συνολικά ως στάδιο στο οποίο φτάνει ο καπιταλισμός, με όλες τις χώρες να συνδέονται μεταξύ τους βάσει του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Ο Λένιν παρατήρησε την ανάπτυξη αυτού του φαινομένου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μία εποχή που ορισμένες χώρες άρχισαν να φτάνουν στο ιμπεριαλιστικό στάδιο και αυτό άρχισε να συνδέει τις σχέσεις του καπιταλισμού στο σύνολό του. Ο Λένιν επεσήμανε το πρόβλημα των εξαρτημένων, αποικιακών και ημιαποικιακών χωρών, ωστόσο η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ταξική πάλη (στην οποία η ΕΣΣΔ και οι κομμουνιστές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο) άλλαξε τον κόσμο. Χώρες που στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν μικρή ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων (όπως η Βραζιλία, το Μεξικό ή η Αυστραλία) ή βρίσκονταν υπό αποικιακή ή ημιαποικιακή κυριαρχία (όπως οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας) έχουν τώρα περάσει σε μία διαδικασία επιταχυνόμενης ανάπτυξης και διαπλέκονται σε πολύπλοκους δεσμούς αλληλεξάρτησης. Σε πολλές από αυτές τις χώρες η Ιστορία δείχνει τη γέννηση της αστικής τάξης και την ανάπτυξή της με ειρηνικά και με βίαια μέσα για να καταλάβει σημαντικές θέσεις.

Είναι απαραίτητο να απορρίψουμε τις αναλύσεις που αντιμετωπίζουν τον ιμπεριαλισμό με αναγωγικό τρόπο, θεωρώντας τον όχι ως ένα στάδιο της γενικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά ως ένα στάδιο στην ανάπτυξη ορισμένων χωρών ή μία σειρά επιθετικών εξωτερικών πολιτικών και οδηγούν στην ταύτιση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα μόνο με τον αγώνα ενάντια σε ορισμένες εκφράσεις ορισμένων καπιταλιστικών χωρών. Αυτή η άποψη συχνά περιορίζει τον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού μόνο στον αγώνα κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στο πλαίσιο του οποίου τμήματα των κομμουνιστών άνοιξαν την πόρτα σε συμμαχίες χωρίς αρχές και συντάχτηκαν πίσω από τον αστικό πόλο που αντιτίθεται στις ΗΠΑ, χωρίς να προωθήσουν ούτε εκατοστό τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο συνεπής αντιιμπεριαλιστικός αγώνας είναι ο αγώνας ενάντια στα μονοπώλια, ο αγώνας ενάντια στην αστική τάξη σε κάθε χώρα. Σε μία εποχή ιμπεριαλιστικού πολέμου, μόνο όποιος δρα για την ανατροπή της αστικής τάξης είναι συνεπής επαναστάτης όπως τόνισε ο Λένιν: «Σε κάθε χώρα, η πάλη ενάντια στη δική της κυβέρνηση που διεξάγει ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν πρέπει να σταματά μπροστά στο ενδεχόμενο ήττας αυτής της χώρας ως αποτέλεσμα της επαναστατικής ζύμωσης.» [2]

Έχοντας επισημάνει το πρόβλημα του χαρακτηρισμού του σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού, ας δούμε το ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία.

Με τη νίκη-θρίαμβο της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπτύχθηκαν ραγδαία τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία με την αξιοποίηση των τεχνικών επιτευγμάτων και της παραγωγικής βάσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας, η κοινωνική ιδιοκτησία πέρασε σε ιδιωτικά χέρια που συγκέντρωσαν γρήγορα τον πλούτο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μονοπώλια που ελέγχουν τομείς της οικονομίας και τα οποία στο σύνολό τους έχουν το κράτος ως εκπρόσωπό τους. Η εργατική τάξη στη Ρωσία και στην Ουκρανία επλήγη σοβαρά από την ανατροπή του σοσιαλισμού και την παλινόρθωση του καπιταλισμού και την απώλεια κοινωνικών κατακτήσεων, όπως: Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση, στέγαση, οχτάωρο, εγγυημένη σύνταξη για όλους τους εργαζόμενους, εξάλειψη της ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση, σημαντικά βήματα προς την κατάργηση της ανισότητας των γυναικών, άμεση εκλογή αντιπροσώπων από τους χώρους εργασίας και το δικαίωμα ανάκλησής τους. Επιπλέον, επανεμφανίστηκαν άγνωστα φαινόμενα, όπως ο σχηματισμός ενός εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, η επανεμφάνιση της μάστιγας της φτώχειας, της εξαθλίωση, της εκμετάλλευσης κλπ. Η αποκατάσταση του καπιταλισμού σήμαινε επίσης τη διαίρεση και την αντιπαράθεση του ρωσικού και του ουκρανικού λαού, λαών που ζούσαν μαζί για δεκαετίες οικοδομώντας μία σοσιαλιστική κοινωνία και που πολέμησαν μαζί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού. Ταυτόχρονα, επιχειρήθηκε συστηματικά η απαξίωση των επιτευγμάτων του σοσιαλισμού.

Κατά τη διαδικασία αποκατάστασης του καπιταλισμού, τόσο η Ρωσία όσο και οι άλλες χώρες που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ ενσωματώθηκαν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ωστόσο ενσωματώθηκαν σε διαφορετικές θέσεις λόγω του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης.

Την ίδια στιγμή που η εκκολαπτόμενη ρωσική και ουκρανική αστική τάξη εδραιώνονταν, τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της ΕΕ διεκδικούσαν μερίδιο από τα λάφυρα. Δημιουργήθηκαν πολιτικές, διπλωματικές, στρατιωτικές και οικονομικές συμμαχίες, αρκετές χώρες εντάχτηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ (η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Τσεχία το 1999, η Βουλγαρία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία το 2004) στηρίζοντας έναν ιμπεριαλιστικό πόλο. Οι Ρώσοι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν θέσεις τους επειδή δεν είχαν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων στη διεθνή σκηνή. Αλλά σιγά-σιγά η Ρωσία –με πλήρη πλέον κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων– κατάφερε να κερδίσει έδαφος μέσα από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Τα μονοπώλιά της, και ιδιαίτερα όσα δραστηριοποιούνται στην ενέργεια, απέκτησαν δύναμη και θέσεις μέσα στις αγορές της ΕΕ, ενώ στρατιωτικά ξεκίνησε μία σειρά από εκστρατείες, όπως συνέβη με τη Γεωργία, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία (1992-1994 και 2008), τις επεμβάσεις στη Συρία και στη Μέση Ανατολή, την καταστολή διαδηλώσεων εργαζόμενων στο Καζακστάν υπό τη διοίκηση του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας –ο οποίος συγκέντρωσε στρατεύματα από τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Αρμενία, το Τατζικιστάν και την Κιργιζία– και την περίπτωση της Ουκρανίας από το 2014. Σήμερα, η Ρωσία έχει υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, καθώς είναι η ενδέκατη μεγαλύτερη οικονομία βάσει ονομαστικού ΑΕΠ και με ισχυρά μονοπώλια, όπως η Gazprom.

Ταυτόχρονα, νέοι καπιταλιστικοί ανταγωνιστές αναδύονται και αρχίζουν να ανταγωνίζονται για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών, των κόμβων μεταφοράς και του εμπορίου. Ειδικότερα, την τελευταία δεκαετία η Κίνα έχει γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία, εκτοπίζοντας χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία και με αντικειμενική τάση να εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η Κίνα είναι η κύρια δύναμη στους BRICS και προωθεί σχέδια όπως ο «Νέος Δρόμος του Μεταξιού». Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία μέσα από αντιπαραθέσεις που εκφράζονται σε διάφορα μέτωπα, οι οποίες κατά καιρούς κλιμακώνονται σε εμπορικούς πολέμους, θέσπιση δασμών, απαγόρευση της χρήσης ορισμένων τεχνολογιών, λύση και διαμόρφωση νέων συμφωνιών, στρατιωτική κλιμάκωση κλπ.

Ήταν βολικό για τη ρωσική αστική τάξη να δημιουργήσει συμμαχίες με το κινεζικό κεφάλαιο και τις αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες που ομαδοποιούνται στους BRICS, καθώς και άλλες περιφερειακές συμμαχίες, όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, στο πλαίσιο των οποίων γίνονται μεγαλόστομες δηλώσεις, όπως αυτή που προέκυψε από την επίσημη συνάντηση των ηγετών της Ρωσίας και της Κίνας στο πλαίσιο των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2022, όπου διακήρυξαν ότι η φιλία και η συνεργασία μεταξύ των δύο δεν έχει όρια ή απαγορευμένες ζώνες.

Μετά από την κρίση του 2009, ο καπιταλισμός προσπάθησε να ρίξει τα βάρη στις πλάτες της εργατικής τάξης σε διεθνές επίπεδο. Στις ανεπτυγμένες χώρες υπήρξαν χρόνια προσαρμογών και ανοιχτά αντεργατικών πολιτικών, την ίδια στιγμή που οι καπιταλιστές προσπάθησαν να μετριάσουν την κρίση επιδιώκοντας να ελέγξουν νέες αγορές, πόρους, κόμβους μεταφοράς κλπ. Ωστόσο, σε αντίθεση με το 19ο αιώνα, δεν υπάρχουν παρθένα εδάφη όπου μπορεί να επεκταθεί ο καπιταλισμός, πράγμα που οδηγεί στην ταχεία κλιμάκωση αντιπαραθέσεων μεταξύ των διάφορων ιμπεριαλιστικών πόλων, οι οποίες εκφράστηκαν με εμπορικούς πολέμους, διπλωματικές μηχανορραφίες, οικονομικές κυρώσεις, ακόμα και με το ξέσπασμα πολέμων.

Μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, η Ουκρανία γνώρισε μία καπιταλιστική ανάπτυξη που σημαδεύτηκε από την ασύμμετρη αλληλεξάρτησή της από τη Ρωσία και τη διαμάχη για τις αγορές, τους φυσικούς πόρους κλπ., στα οποία διεκδικούν μερίδιο και οι αστικές τάξεις της ΕΕ και των ΗΠΑ. Αυτή η διαμάχη αναπτύχθηκε στην Ουκρανία και εξηγεί τις πολιτικές αναταραχές των τελευταίων δεκαετιών.

Κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η Ουκρανία ανέπτυξε μία πολιτική που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας και συνάφθηκαν συμφωνίες τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, καθώς οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο μπλοκ αναπτύσσονταν, ο διπλός προσανατολισμός δεν μπορούσε να διατηρηθεί επ’ αόριστο και, ήδη κατά τη δεύτερη δεκαετία, η Ουκρανία βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ μίας Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ ή μίας συμφωνίας στο πλαίσιο της Ευρασιατικής Τελωνειακής Ένωσης που προωθούσε η Ρωσία.

Το 2010, ανήλθε στην εξουσία ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ένας πολιτικός που υποστηριζόταν από το φιλορωσικό τμήμα της αστικής τάξης, και τότε εντάθηκε η πάλη των διάφορων τάσεων της αστικής τάξης στην Ουκρανία. Το 2014, η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς έκανε βήματα πίσω από την εφαρμογή της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και προχώρησε στην ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσία. Μέρος της αστικής τάξης, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, πραγματοποίησε πραξικόπημα, ανατρέποντας τα σχέδια για την εμβάθυνση της οικονομικής ολοκλήρωσης της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Σε αυτά τα σχέδια χρησιμοποίησαν εθνικιστικές και φιλοφασιστικές ομάδες, που εξαπέλυσαν βίαιες επιθέσεις εναντίον κάθε κομμουνιστικής έκφρασης. Η Ρωσία απάντησε γρήγορα διακηρύσσοντας την προσάρτηση της Χερσονήσου της Κριμαίας. Την ίδια στιγμή που και οι δύο πλευρές άρχισαν επιχειρήσεις για τη διατήρηση του ελέγχου της Ανατολικής Ουκρανίας, η Ρωσία αναγνώρισε τις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάσκ στην περιοχή του Ντονμπάς και, με πρόσχημα την αυτοάμυνα και την καταπολέμηση του φασισμού, έγιναν περαιτέρω βήματα προς τον πόλεμο, έναν πόλεμο που τελικά ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 22 Φλεβάρη 2022.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί μέρος της γενικής κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών πόλων, η οποία οδεύει προς πολέμους όλο και μεγαλύτερης κλίμακας.

Ο ρόλος των κομμουνιστών ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο

Μετά από την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, οι δυνάμεις των μονοπωλίων απελευθερώθηκαν στον ανελέητο ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο των παγκόσμιων αγορών και πόρων. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να επεκτείνουν την οικονομική και τη στρατιωτική τους επιρροή στον κόσμο, όταν πλέον το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε εξαφανιστεί. Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου και οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι οι πιο εμβληματικές περιπτώσεις αυτής της περιόδου. Για ένα διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκμεταλλεύτηκαν την υπεροχή τους στην παγκόσμια οικονομία και το προσωρινό τέλος του σοσιαλισμού για να επεκτείνουν την παρέμβασή τους σε όλο τον κόσμο. Δεν το έκαναν αυτό χωρίς αντιθέσεις, ακόμη και από τους ίδιους τους ευρωατλαντικούς συμμάχους τους.

Μετά από αρκετές δεκαετίες ιδεολογικής άμβλυνσης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, το σοκ που προκάλεσε η προσωρινή υποχώρηση του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ έφερε σοβαρή σύγχυση σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα. Παλιές και λαθεμένες θέσεις σχετικά με τον ιμπεριαλισμό άρχισαν να διεισδύουν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, όπως, για παράδειγμα, η απογύμνωση της οικονομικής και της ιστορικής ουσίας του ιμπεριαλισμού ως του ανώτερου και τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού και η μονομερής εξέταση μόνο των πολιτικοστρατιωτικών αποτελεσμάτων του, όπως ο επιθετικός και επεκτατικός χαρακτήρας ορισμένων δυνάμεων. Με αυτόν τον τρόπο, ο ιμπεριαλισμός έγινε συνώνυμο των Ηνωμένων Πολιτειών και, αν μη τι άλλο, αναγνωρίστηκε ο ρόλος ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων στο επίπεδο των υποτελών συμμάχων. Οι θέσεις του Κάουτσκι, που αποκρούστηκαν από τον Λένιν και την Κομμουνιστική Διεθνή, επανεμφανίστηκαν στο εργατικό κίνημα.

Ωστόσο, η αστική τάξη και τα μονοπώλια που επικράτησαν στην αντεπανάσταση στη Ρωσία και στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες σταδιακά ισχυροποιήθηκαν, εκμεταλλευόμενα τη μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο πλαίσιο του σοσιαλισμού. Αρχικά, η κρατική εκπροσώπηση της αστικής τάξης περιορίστηκε στην υπεράσπιση του ελέγχου της στη σφαίρα των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, όπως οι πόλεμοι στην Τσετσενία ή η επέμβαση στις συγκρούσεις στην Αμπχαζία, στην Οσετία και στην Υπερδνειστερία. Ωστόσο, μετά από είκοσι χρόνια ισχυροποίησης, η καπιταλιστική Ρωσία άρχισε να έχει μεγαλύτερη διεθνή στρατιωτική παρέμβαση, πρώτα στον πόλεμο στη Συρία, στη συνέχεια στην Ουκρανία, καθώς και στην Αφρική, αξιοποιώντας την ομάδα μισθοφόρων της «Βάγκνερ».

Στην περίπτωση της Κίνας, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που είχαν ενισχυθεί ήδη από τη δεκαετία του 1970, έλαβαν ισχυρή ώθηση στις αρχές του 21ου αιώνα, ιδίως με την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Κίνα, η οποία το 1990 ήταν μόλις η ενδέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε όρους ΑΕΠ, άρχισε να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο σύστημα το 2010. Αυτή η επιταχυνόμενη καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από την ενίσχυση της κινεζικής αστικής τάξης εντός του ΚΚ Κίνας και την ανάγκη των κινεζικών μονοπωλίων να ανταγωνιστούν για τον έλεγχο των δρόμων, των πόρων και των αγορών στον κόσμο. Ο «Δρόμος του Μεταξιού» είναι ένα σαφές παράδειγμα αυτής της ανάγκης. Σε μικρότερο βαθμό, άλλες χώρες που είχαν μικρότερη καπιταλιστική ανάπτυξη τον προηγούμενο αιώνα, με κυρίως αγροτική οικονομία, απογείωσαν γρήγορα τους ρυθμούς ανάπτυξης μέσα σε τριάντα χρόνια, ακολουθώντας το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης που διατύπωσε ο Λένιν. Χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία, το Μεξικό ή η Τουρκία έχουν ξεπεράσει ακόμη και πρώην αποικιοκρατικές χώρες και έχουν δημιουργήσει ισχυρά μονοπώλια, ικανά να υπερασπιστούν τα οικονομικά τους συμφέροντα τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο.

Αυτοί οι μετασχηματισμοί του διεθνούς πλαισίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών δεν είναι παρά η συγκεκριμένη μορφή με την οποία εκδηλώνεται η ανάπτυξη του σημερινού καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, δηλαδή του ιμπεριαλισμού. Και αυτή η ανάπτυξη είναι η βάση όλων των σημερινών στρατιωτικών συγκρούσεων και του όλο και πιο πιθανού ιμπεριαλιστικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την παγκόσμια κυριαρχία.

Σε αυτό το πλαίσιο, βασικό καθήκον των κομμουνιστών είναι ο ανυποχώρητος αγώνας ενάντια σε όλες τις πολιτικές και τις ιδεολογικές θέσεις που επιδιώκουν να καταστήσουν την εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου βορά για τα κανόνια των σημερινών και των μελλοντικών ιμπεριαλιστικών πολέμων. Το κύριο καθήκον στο ιδεολογικό επίπεδο είναι να εξηγήσουμε στους εργαζόμενους ότι η προέλευση των διπλωματικών συγκρούσεων, των στρατιωτικών συμπλοκών και των ιμπεριαλιστικών πολέμων προέρχεται τελικά από την ίδια αιτία: Τον ανταγωνισμό μεταξύ των μονοπωλίων και των κρατικών εντολοδόχων τους για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων, των πόρων, των αγορών και των επενδύσεων.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαχωριστούμε απ’ όσους προσπαθούν να δημιουργήσουν αυταπάτες για μονοπωλιακό καπιταλισμό χωρίς πόλεμο, για διαρκή ειρήνη στον ιμπεριαλισμό. Αυτές τις θέσεις τις υπερασπίζονται οι πολιτικοί παράγοντες τόσο των ΗΠΑ όσο και των ευρωπαϊκών δυνάμεων, προβάλλοντας τη δυνατότητα μίας «Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ειρήνη» ή ενός «ΝΑΤΟ χωρίς στρατιωτικά σχέδια και επιθετικά συστήματα», αλλά και όσοι υπερασπίζονται την ψευδαίσθηση ενός ειρηνικού «πολυπολικού κόσμου» στον καπιταλισμό. Αυτές οι ιδέες είναι πολύ ολέθριες, γιατί με την υπόσχεση μίας μελλοντικής ιμπεριαλιστικής ειρήνης κρύβουν την ανάγκη να τοποθετηθεί κανείς ανοιχτά υπέρ της στρατιωτικής στρατηγικής του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ.

Το παράδειγμα του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία δείχνει ότι η ειρήνη στον ιμπεριαλισμό δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προπαρασκευαστική φάση ενός ευρύτερου και πιο αιματηρού πολέμου. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 ήταν μία νέα φάση στον εσωτερικό πόλεμο που είχε ξεκινήσει από το 2014. Οι δηλώσεις του Ζελένσκι και της Μέρκελ έδειξαν ότι δεν υπήρχε πραγματική πρόθεση από την πλευρά του ΝΑΤΟ ή της Ουκρανίας να εφαρμόσουν τα μέτρα των Συμφωνιών του Μινσκ. Ήταν απλώς μία ανακωχή για να βελτιώσουν το συσχετισμό των δυνάμεών τους, να επανεξοπλίσουν και να εκπαιδεύσουν τον ουκρανικό στρατό και να αφομοιώσουν φασιστικές συμμορίες, όπως το Τάγμα Αζόφ. Από την πλευρά της, ούτε η Ρωσική Ομοσπονδία, όπως έχει ομολογήσει ο πρώην σύμβουλος του Ρώσου Προέδρου Σούρκοφ, δεν πίστευε στη σταθερότητα των Συμφωνιών του Μινσκ. Αντίθετα, χρησιμοποίησε το χρόνο αυτόν για να εξαλείψει τα ανεξάρτητα στοιχεία στις δυνάμεις αυτοάμυνας του Ντονμπάς και να αφομοιώσει τη στρατιωτική και τη διοικητική ηγεσία των «Λαϊκών Δημοκρατιών» σε συμμαχία με την περιφερειακή αστική τάξη. Όπως μας προειδοποίησε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα το 1961, «δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον ιμπεριαλισμό ούτε στο παραμικρό, σε τίποτα». Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά για όλες τις χώρες όπου βασιλεύει η εξουσία των μονοπωλίων, γιατί η ιμπεριαλιστική αποκτήνωση «δεν έχει συγκεκριμένα σύνορα, ούτε ανήκει σε μία συγκεκριμένη χώρα (...) γιατί είναι η φύση του ιμπεριαλισμού που αποκτηνώνει τους ανθρώπους, που τους μετατρέπει σε αιμοδιψή θηρία».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διεξάγεται ο μετωπικός αγώνας ενάντια στις ιδεολογικές εκδηλώσεις του ιμπεριαλισμού, όπως η τρομοκρατία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός ή ο κοσμοπολιτισμός της αστικής τάξης, που επιδιώκει να διχάσει την εργατική τάξη και να στρέψει τους εργάτες της μίας χώρας ενάντια στους εργάτες της άλλης. Απέναντι σε αυτό πρέπει να δείξουμε στους εργάτες ότι οι μόνοι φυσικοί σύμμαχοί τους είναι οι εργαζόμενοι και οι λαοί των άλλων εθνών.

Σε πολιτικό επίπεδο, ένα από τα κύρια καθήκοντα των κομμουνιστών για τα οποία πρέπει να αγωνιστούν είναι η έξοδος της χώρας τους από ιμπεριαλιστικές ενώσεις, μπλοκ και συμφωνίες. Δηλαδή, τις συμφωνίες οικονομικού, πολιτικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα. Αυτές οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις αυξάνουν τη δύναμη των μονοπωλίων, τόσο για να υποτάξουν τους αντίστοιχους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα όσο και για να αντιπαρατεθούν με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Δυσκολεύουν τον αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λαών και τελικά τον αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Επιπλέον, γίνονται μαγνήτης για πιθανές επιθέσεις σε ενδεχόμενους μελλοντικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Στην περίπτωση της χώρας μας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεξικού έχει ως έναν από τους κύριους στρατηγικούς του στόχους την έξοδο του Μεξικού από την TMEC, πρώην NAFTA. Επιπλέον, εναντιωνόμαστε στις προσπάθειες της μεξικανικής αστικής τάξης και των κυβερνήσεών της να στείλουν μεξικανικό στρατό σε στρατιωτικές συγκρούσεις στο εξωτερικό.

Σε αυτό το σημείο υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, το οποίο είναι η συμμετοχή των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις. Η τρέχουσα εμπειρία του πολέμου στην Ουκρανία είναι εμφανής απόδειξη του πόσο λαθεμένες είναι αυτές οι θέσεις. Ορισμένα κόμματα υπερασπίζονται τη συμμετοχή σε αυτές τις κυβερνήσεις, έχοντας την ιδέα ότι έτσι θα μπορέσουν να ωθήσουν τις κυβερνήσεις προς θέσεις υπέρ της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίθετο, γίνονται συνένοχοι των αντεργατικών και των αντιλαϊκών πολιτικών που αυτές οι κυβερνήσεις πρέπει αναγκαστικά να εφαρμόσουν μπροστά στην καπιταλιστική κρίση. Το αστικό κράτος, ως συλλογικός διαχειριστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, ασκεί τη διπλωματία και τη διεθνή πολιτική του σύμφωνα με τις αντικειμενικές ανάγκες των μονοπωλίων του. Αυτός είναι ο λόγος που σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, όπως στην Πορτογαλία, στην Ισπανία ή στη Χιλή, χρηματοδοτούν ή στέλνουν εξοπλισμό στην αντιδραστική κυβέρνηση Ζελένσκι, παρά την όποια φρασεολογία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση του Λόπες Ομπραδόρ στο Μεξικό ενισχύει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τον Καναδά και διαβεβαιώνει ότι το Μεξικό θα τοποθετηθεί υπέρ των ΗΠΑ στον εμπορικό ανταγωνισμό με την Κίνα, παρά τις όποιες δημαγωγικές διακηρύξεις. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές πρέπει να αντιταχτούν σε όλες τις αστικές κυβερνήσεις, είτε συντηρητικές είτε φιλελεύθερες είτε σοσιαλδημοκρατικές. Η στήριξη ή η συμμετοχή σε τέτοιες κυβερνήσεις έχει αποδείξει στην πράξη ότι δεν ενισχύει το εργατικό και λαϊκό κίνημα, αντίθετα το παραλύει και το αφήνει αδρανές απέναντι στην αστική ιδεολογία.

Ένα άμεσο καθήκον στο πλαίσιο των ανοιχτών πολέμων, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, είναι ο αγώνας ενάντια στην αποστολή πολεμικού υλικού και οικονομικής στήριξης προς οποιαδήποτε πλευρά. Να μην επιτρέψουμε να γίνει η στεριά, η θάλασσα ή ο αέρας της κάθε χώρας ορμητήριο για ιμπεριαλιστικούς πολέμους, κάτι που περιλαμβάνει τον αγώνα για την απόσυρση όλων των ξένων στρατιωτικών βάσεων. Αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο της Λατινικής Αμερικής, δεδομένης της μεγάλης παρουσίας αμερικανικών βάσεων, ιδιαίτερα στην Κολομβία. Αλλά αυτό πρέπει επίσης να επεκταθεί στην παρουσία αστυνομικών και πρακτόρων υπηρεσιών πληροφοριών, όπως στην περίπτωση του Μεξικού, όπου η DEA [3], η CIA και το FBI έχουν ιστορικό ασυλίας και ατιμωρησίας για τις ενέργειές τους εντός της χώρας, εκτελώντας αποστολές ενάντια στην ανατρεπτική λαϊκή πάλη, ακόμη και σε συμμαχία με τα καρτέλ ναρκωτικών.

Τέλος, πρωταρχικό καθήκον των κομμουνιστών είναι η αλληλεγγύη με τον αγώνα των λαών. Ο προλεταριακός διεθνισμός σε όλες του τις εκφάνσεις είναι ένα κρίσιμο στοιχείο στον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Μπροστά σε αυτό το καθήκον πρέπει πάντα να είμαστε σε επιφυλακή απέναντι στους εκλεπτυσμένους τρόπους με τους οποίους η αστική ιδεολογία προσπαθεί να διεισδύσει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Παλαιστίνης μέσω της κατηγορίας για τρομοκρατία γίνεται προσπάθεια να ποινικοποιηθεί και να απορριφθεί εκ των πραγμάτων το δικαίωμα του Παλαιστινιακού λαού να χρησιμοποιήσει όλες τις μορφές και τις μεθόδους του αγώνα για την απελευθέρωσή του από τον κατακτητή.

Σίγουρα, όμως, όπως ακριβώς και κατά τη διάρκεια του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου και όπως τόνισαν ήδη δύο κοινές Διακηρύξεις σχετικά με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία, το κεντρικό ζήτημα είναι να διασφαλιστεί η πολιτική αυτοτέλεια των κομμουνιστικών κομμάτων, τόσο από τις δύο ιμπεριαλιστικές πλευρές που βρίσκονται σε σύγκρουση όσο και από την παράλογη θέση να θεωρείται ότι αυτός ο πόλεμος έχει μία δίκαιη πλευρά. Είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές και επομένως δεν μπορούμε να σηκώσουμε αυτές τις ξένες σημαίες.


[1] «Οι διασκέψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίνταλ είχαν τη σημασία τους σε μία εποχή που ήταν απαραίτητο να ενωθούν όλα τα προλεταριακά στοιχεία που ήταν έτοιμα να διαμαρτυρηθούν, με τη μία ή την άλλη μορφή, ενάντια στην ιμπεριαλιστική σφαγή. Αλλά στην ομάδα του Τσίμερβαλντ διείσδυσαν, παράλληλα με τα αμιγώς κομμουνιστικά στοιχεία, “κεντρώα”, πασιφιστικά και αμφιταλαντευόμενα στοιχεία», λέει η Διακήρυξη των συμμετεχόντων στη Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ προς το Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, την οποία υπογράφει μεταξύ άλλων ο Λένιν.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Η Συνδιάσκεψη των Τμημάτων Εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 166.

[3] Σ.τ.Μ.: Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ.