Ο ταξικός χαρακτήρας του γυναικείου ζητήματος και η εξέλιξή του. Η ευθύνη του ΚΚ για τη χειραφέτηση της γυναίκας


Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Η κομμουνιστική αντίληψη και πολιτική για την ανισοτιμία της γυναίκας

Στα έργα του επιστημονικού κομμουνισμού η ιστορική έρευνα για την κοινωνική-οικονομική, νομοθετική και εν γένει πολιτισμική θέση της γυναίκας στον εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό σχετίζεται με την ανάλυση της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και την αποκάλυψη των νομοτελειών λειτουργίας των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, πρώτ’ απ’ όλα των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής/κατανομής. Υπήρξε και παραμένει κορυφαίο το έργο του Φρ. Ένγκελς Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Η διαλεκτική υλιστική ανάλυση της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία διαχέεται σε πλήθος έργων των θεμελιωτών της κομμουνιστικής ιδεολογίας με ειδικές αναφορές όχι μόνο σε αναλυτικό-θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της πολιτικής. Αυτές αναφέρονται τόσο στις συνθήκες της ταξικής πάλης στον καπιταλισμό όσο και σε αυτές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μετά από τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.

Η νικηφόρα έκβαση της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία -25 Οκτώβρη (ή με το σημερινό ημερολόγιο 7 Νοέμβρη) 1917- μας ωθεί να θυμηθούμε ότι ο Λένιν, ως ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος των Μπολσεβίκων, έβαλε τη σφραγίδα του ώστε ανάμεσα στα πρώτα επαναστατικού χαρακτήρα νομοθετικά μέτρα να περιλαμβάνονται τέτοια που αφορούσαν την άρση των διακρίσεων για τη γυναίκα εργάτρια, αγρότισσα, γενικότερα την εργαζόμενη. Ήταν μέτρα που εξίσωναν τα δικαιώματα της γυναίκας μ’ εκείνα του άντρα μέσα και έξω από την οικογένεια, κατοχύρωναν το δικαίωμά της να εκλέγει και να εκλέγεται, ν’ αποφασίζει για τη μητρότητα χωρίς άλλες προϋποθέσεις, ενώ κατοχύρωναν πλήρη δικαιώματα και για τα εκτός γάμου παιδιά. Παράλληλα, αναγνώριζαν και έμπρακτα στήριζαν το δικαίωμά της στην κοινωνική εργασία, κάτι που αποτελεί θεμελιακή προϋπόθεση για την οικονομική της χειραφέτηση.

Πρόκειται για τη δημιουργία των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών προϋποθέσεων ώστε η γυναίκα να συμμετέχει στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα ισότιμα με τον άντρα.

Η σημασία, αλλά και ο ποιοτικός-επαναστατικός χαρακτήρας τέτοιων μέτρων μπορούν ν’ αναδειχτούν μόνο τοποθετώντας τα στην ιστορική τους διάσταση, στις συνθήκες περάσματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση από τη Ρωσία, η οποία, παρά το ότι ήταν καπιταλιστική, χαρακτηριζόταν από βαθιά ανισομετρία και προκαπιταλιστική καθυστέρηση με τη διατήρηση ισχυρών φεουδαρχικών κατάλοιπων σε μια σειρά τομείς της κοινωνικής ζωής.

Αλλά ακόμα και σε σύγκριση με τα τότε προηγμένα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, τα νομοθετικά και έμπρακτα πολιτικά μέτρα της νεαρής σοβιετικής εξουσίας ήταν πρωτόγνωρα, επιδρούσαν σε κατακτήσεις ακόμα και σε καπιταλιστικές κοινωνίες, ήταν νέο κεφάλαιο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, στο «πέρασμά της από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό».

Η πολιτική θέση του Λένιν για μέτρα που θ’ απάλλασσαν τη γυναίκα από τη σκλαβιά των κοπιαστικών και άχαρων εργασιών του ατομικού νοικοκυριού, π.χ., με τη δημιουργία δημόσιων πλυντηρίων, εστιατορίων στους χώρους εργασίας, πυκνού δικτύου βρεφονηπιακών σταθμών, προστασίας του γυναικείου οργανισμού, ειδικότερα των εγκύων, γυναικών που θήλαζαν, μη εργασιακή μετακίνηση μανάδων παιδιών έως και 12-14 χρόνων μακριά από τον τόπο κατοικίας, όλ’ αυτά θα πρέπει ν’ αξιολογηθούν στην ιστορική τους διάσταση.

Για παράδειγμα, είναι άλλη κατάσταση η γυναίκα να βγαίνει στην κοινωνική παραγωγή μ’ ένα επίπεδο γενικής μόρφωσης, ειδίκευσης και άλλη πολεμώντας ταυτόχρονα τον αναλφαβητισμό της. Είναι άλλη κατάσταση η ειδίκευση της γυναίκας να προέρχεται ουσιαστικά από τις «εντός του οίκου» εργασίες (π.χ., ράψιμο, ύφανση κλπ.) και άλλη να έχει ήδη περάσει μέσα από ένα ενιαίο ως προς τα δύο φύλα επίπεδο ειδίκευσης. Πολύ περισσότερο, είναι άλλη κατάσταση να ξεκινά η σοσιαλιστική οικοδόμηση μ’ ένα πολύ χαμηλό μερίδιο μισθωτής εργασίας στον εργαζόμενο πληθυσμό όπως στη Ρωσία (περίπου 20% αντρών-γυναικών, με τη συμμετοχή των γυναικών στο 31°% του εργατικού δυναμικού) και άλλο να ξεκινά με πολύ υψηλά μερίδια (από 60% και πάνω και με γυναικεία συμμετοχή κοντά στο 50%).

Ας μην ξεχνάμε ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκινούσε σε μια χώρα που δεν ήταν ακόμα εξηλεκτρισμένη και, βεβαίως, ούτε λόγος γι’ ατομικά ηλεκτρικά πλυντήρια, κουζίνες και άλλες σχετικές οικιακές συσκευές. Στην Τσαρική Αυτοκρατορία κυριαρχούσε ο αναλφαβητισμός, ενώ η συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική παραγωγή, στις μεταφορές, σε κρατικές υπηρεσίες μόνο στα προηγμένα τμήματά της ήταν συγκρίσιμη με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, στις οποίες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε δώσει μια νέα ώθηση.

Τα ταχύτατα και θεαματικά αποτελέσματα στα εργασιακά, κοινωνικά, πολιτικά δικαιώματα, η συνολική θέση της γυναίκας στην οικοδομούμενη σοσιαλιστική κοινωνία και η επίδραση που άσκησαν και στον καπιταλιστικό κόσμο αναδεικνύουν τις τεράστιες δυνατότητες των κομμουνιστικών σχέσεων. Μόνο κατ’ αναλογία μπορούμε να τις προσεγγίσουμε, να τις προβάλλουμε στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και ν’ αναδείξουμε πώς οι καπιταλιστικές σχέσεις αποτελούν τροχοπέδη της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών.

Αποκαλυπτικό για το περιεχόμενο της πολιτικής, αλλά και ιδεολογικής παρέμβασης της επαναστατικής εργατικής εξουσίας υπό την καθοδήγηση του ΚΚ Ρωσίας (Μπ.) είναι το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κολοντάι (1925) Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή. [1]

Η Κολοντάι, σε αντιστοιχία με τον Λένιν, χρησιμοποιεί το σύνθημα γι’ «απαλλαγή των γυναικών από τις κατσαρόλες τους». Σήμερα, λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η «σκλαβιά του ατομικού νοικοκυριού» έχει διαφορετικούς τεχνικούς και κοινωνικούς όρους απ’ ό,τι πριν έναν αιώνα. Σε πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου καπιταλισμού η γυναίκα δεν πλένει στη σκάφη, δε μαγειρεύει στην γκαζιέρα. Βέβαια, υπάρχει και αυτό, ακόμα και στο σύγχρονο καπιταλισμό, πολύ περισσότερο σ’ εκτεταμένες ζώνες της Ασίας, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής. Υπάρχουν, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, οι εκτεταμένες ζώνες των άστεγων γυναικών, όπως και αντρών, λόγω μακρόχρονης ανεργίας και εξαθλίωσης. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και οι άθλιες συνθήκες για τις γυναίκες πρόσφυγες, τα παιδιά τους, ακόμα και σε χώρες της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα.

Η προσφυγιά έφερε πιο κοντά μας όχι απλά ακραίες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, αλλά τη βαρβαρότητα φαινομένων όπως η κλειτοριδεκτομή, ο καταναγκαστικός γάμος ανηλίκων, η διγαμία των αντρών, αναχρονιστικές παραδόσεις -που περιβάλλονται με το κύρος κυρίαρχων θρησκευτικών δογμάτων- που επιβάλλουν στη γυναίκα να συγκαλύπτει πρόσωπο και σώμα.

Πρόκειται για προκαπιταλιστικά κατάλοιπα, που επιβιώνουν σε καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες ο μουσουλμανισμός εξακολουθεί να έχει ειδικό βάρος. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο χριστιανισμός, ιδιαίτερα ο καθολικισμός, είχε επιβάλει τις δικές του αντιδραστικές αντιλήψεις και ανάλογες πρακτικές (π.χ., μη αναγνώριση της εξωγαμιαίας σεξουαλικής ζωής, του διαζυγίου, της διακοπής εγκυμοσύνης κλπ.), ακόμα και την Ιερά Εξέταση και την πυρά των «μαγισσών».

Ο επιστημονικός κομμουνισμός αποκάλυψε ότι ιστορικά διαμορφωμένοι οικονομικοί-κοινωνικοί παράγοντες μετέτρεψαν την εργασία της γυναίκας από κοινωνική σε ατομική-οικογενειακή και με την πάροδο χιλιάδων χρόνων νέοι οικονομικοί-κοινωνικοί παράγοντες την ξαναμετέτρεψαν σε κοινωνική.

Η αιτία της πρόσθετης -δηλαδή και σε σχέση με τον άντρα- ανισοτιμίας της γυναίκας είναι πολύ βαθιά στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης. Δε συνέβαινε πάντα έτσι στην κοινωνία. Συνέβη όταν η κοινωνία χωρίστηκε σε τάξεις, πριν πολλές χιλιάδες χρόνια, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν πολύ-πολύ χαμηλή και άρχισε να μεγαλώνει στους τομείς που δούλευε ο άντρας, ενώ έμειναν πίσω οι τομείς που εργαζόταν η γυναίκα. Με βάση εκείνη τη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας για την προστασία της αναπαραγωγής του είδους, η γυναίκα δεν μπορούσε να υπερβεί τις βιολογικές διαφορές με τον άντρα που την καθιστούσαν πιο ευάλωτη στη φύση.

Σ’ εκείνα τα πολύ παλιά χρόνια που πρωτοεμφανίστηκε η δυνατότητα κάποιοι να ζουν σε βάρος κάποιων άλλων, κάποιοι να εκμεταλλεύονται τα αποτελέσματα της δουλειάς κάποιων, να συγκεντρώνουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής, σ’ εκείνα τα χρόνια έχασε η δουλειά των γυναικών τον κοινωνικό της χαρακτήρα, υποτάχτηκε η γυναίκα στον άντρα. Ακόμα και η γυναίκα της τάξης που ήταν στην εξουσία δεν είχε τα ίδια δικαιώματα με τον άντρα.

Αλλά και αυτή η κατάσταση είχε τις εξαιρέσεις της. Υπήρχαν γυναίκες με προνόμια, υπήρχαν βασίλισσες και στη δουλοκτητική και στη φεουδαρχική κοινωνία, όπως υπήρχαν και γυναίκες πρωτοπόρες στις τέχνες, στις επιστήμες, στους κοινωνικούς αγώνες, γυναίκες υφάντρες, εργάτριες στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, στη δουλοκτητική Ρώμη κλπ.

Η καπιταλιστική βιομηχανία ήδη από το 18ο και κυρίως στο 19ο αιώνα δημιούργησε τις συνθήκες ώστε η εργασία των γυναικών να πάρει μέσω των μηχανών εκτεταμένο κοινωνικό χαρακτήρα. Πήραν κοινωνικό χαρακτήρα εκείνα που όλα τα προηγούμενα χρόνια έκαναν οι γυναίκες στο ευρύτερο ή στενότερο ατομικό νοικοκυριό: Η ύφανση, το ράψιμο, το γνέσιμο του μαλλιού, η επεξεργασία του μεταξιού, διάφορες χειροτεχνικές εργασίες.

Οι καπιταλιστές εργοδότες διαμόρφωσαν στρατιές εργατριών, στις οποίες δεν αναγνώριζαν τις κατακτήσεις των αντρών εργατών. Τις πλήρωναν λιγότερο, τις υποχρέωναν να δουλεύουν περισσότερες ώρες, τις χρησιμοποιούσαν απειλητικά και απέναντι στις κατακτήσεις των αντρών. Γι’ αυτό και οι εργάτες συχνά στρέφονταν όχι ενάντια στους καπιταλιστές-εργοδότες, αλλά ενάντια στις εργάτριες.

Υπήρχε περίοδος που δεν τις έγραφαν στα σωματεία. Έτσι, φτιάχτηκαν ξεχωριστά γυναικεία σωματεία, έγιναν ξεχωριστές απεργίες, διαδηλώσεις εργατριών, όπως η 8η Μάρτη 1857 στη Νέα Υόρκη.

Εμφανής συμμετοχή γυναικών, όχι μόνο μικροαστών και χωρικών, αλλά και εργατριών (πλύστρες, ανθοπώλισσες, ράφτρες), υπήρξε στις αστικές επαναστάσεις, όπως της Γαλλίας το 1789 και αργότερα στο 19ο αιώνα, αλλά και στην Παρισινή Κομμούνα (1871).

Εντυπωσιακή ήταν η συμμετοχή των γυναικών καθ’ όλη την επαναστατική περίοδο στη Ρωσία, από το Φλεβάρη του 1917 ως την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Σήμερα όλ’ αυτά εν μέρει αποτελούν Ιστορία. Όμως, αν δεν τα γνωρίσουμε, δεν μπορούμε με αποτελεσματικότητα να πολεμήσουμε τις αιτίες της σύγχρονης ανισοτιμίας των γυναικών της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ταξικότητα του γυναικείου ζητήματος στις μέρες μας.

Η σημερινή έκφραση του γυναικείου ζητήματος

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κυρίως η καπιταλιστική της έκφραση, επέφερε μια σχετική οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας από τον άντρα (σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ σήμερα [2] το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών κατά μέσο όρο βρίσκεται στο 63,5% του ικανού προς εργασία γυναικείου δυναμικού στην ΕΕ). Αυτή η πραγματικότητα με πολύ μεγάλη χρονική καθυστέρηση οδήγησε και σε αντίστοιχη νομοθετική προσαρμογή. Π.χ., εδώ και δεκαετίες έχει κατοχυρωθεί η ίση αμοιβή για ίση εργασία, αλλά στην πράξη παραμένει μεγάλη η μισθολογική απόκλιση. [3] Η μελέτη «Women in work Index» της PWC, Απρίλης 2017, χρησιμοποιώντας στοιχεία του 2015, εκτιμά ότι «η μέση εργαζόμενη γυναίκα στις χώρες του ΟΟΣΑ εξακολουθεί να πληρώνεται 16% λιγότερο από τον άντρα συνάδελφό της, παρά το γεγονός ότι έχει τα ίδια ή περισσότερα προσόντα». [4] Ας σημειωθεί ότι πρόκειται για μέσο όρο, που σημαίνει πολύ μεγαλύτερη απόκλιση από χώρα σε χώρα.

Ωστόσο, αυτό που είναι γενικευμένο σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο είναι η ανασφάλεια της μισθωτής εργαζόμενης -και αυτοαπασχολούμενης- γυναίκας, η έλλειψη σταθερού ημερήσιου και βδομαδιάτικου χρόνου εργασίας, η εντατικοποίηση της δουλειάς χωρίς ουσιαστικά η γυναίκα να έχει απαλλαγεί από την ατομική φροντίδα και ευθύνη όχι μόνο για την αναπαραγωγή της δικής της εργατικής δύναμης, αλλά και των παιδιών της, συχνά και του άνεργου άντρα της ή την επιβίωση ανασφάλιστων γονέων κλπ. Ουσιαστικά, καθίσταται ατομική υπόθεση ό,τι θα έπρεπε να είναι κοινωνικό δικαίωμα.

Έτσι, η όποια οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας από τον άντρα δεν μπορούσε να πάρει χαρακτήρα ουσιαστικής οικονομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης σε συνθήκες εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν απάλλαξε τη γυναίκα από τον ταξικό οικονομικό και κοινωνικό καταναγκασμό, όπως δεν απάλλαξε και τον άντρα.

Σήμερα στην Ελλάδα και σε μεγάλο μέρος των καπιταλιστικών κρατών έχουν τυπικά-νομικά καταργηθεί μια σειρά αναχρονιστικά εμπόδια σε σχέση με το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση, έχει εκσυγχρονιστεί το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, αποτελεί πραγματικότητα η μαζική είσοδος της γυναίκας στην κοινωνική εργασία· όλη αυτή η κοινωνική πρόοδος δεν αναιρεί την ανισότιμη θέση της γυναίκας στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Η ανισοτιμία, με νέες μορφές στις σύγχρονες συνθήκες, συχνά αναπαράγεται στο όνομα της ισότητας άντρα-γυναίκας· έτσι, καταργήθηκαν θετικές ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών (π.χ., χαμηλότερο όριο συνταξιοδότησης κλπ.).

Γίνεται πιο δύσκολη η κατανόηση της ύπαρξης του γυναικείου ζητήματος, ιδιαίτερα από κοπέλες, σπουδάστριες-φοιτήτριες, ταξικά συνειδητοποιημένες γυναίκες, συνδικαλίστριες, ακόμα και κομμουνίστριες.

Οι νέες πριν να βιώσουν τα κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται με τη μητρότητα, την οικογένεια, το πολύ-πολύ να συνειδητοποιούν την ταξική φύση των γενικότερων προβλημάτων ή, αν έχουν αρνητικές εμπειρίες στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εργασία ως προς τη στάση των αντρών (π.χ., υποτιμητικής ή χυδαίας ή και βίαιης συμπεριφοράς), υιοθετούν τις απόψεις περί ανδροκρατούμενης κοινωνίας.

Αυτές οι απόψεις συχνά υιοθετούνται από οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις που έχουν ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα, διανθίζονται με μια γενική φιλελευθεριότητα, αντικαθιστώντας το παλιότερο σύνθημα «δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, είμαι ο εαυτός μου» με το περί «έμφυλων ταυτοτήτων».

Ταυτόχρονα, παρατηρούμε μια εκλεπτυσμένη προσαρμογή της θέσης και της επιχειρηματολογίας γυναικών εκπροσώπων αστικών κομμάτων.

Για παράδειγμα, στη χώρα μας πριν μερικούς μήνες πραγματοποιήθηκε ημερίδα με θέμα: «Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής στην εποχή της κρίσης», που διοργανώθηκε από την Ελληνική Αντιπροσωπία του Ευρωπαϊκού Λόμπι Γυναικών. Οι ομιλήτριες δε δίστασαν να περιγράψουν με αντικειμενικότητα τα καθημερινά προβλήματα της εργαζόμενης γυναίκας, να παραδεχτούν την επιδείνωση στη ζωή της, π.χ., μείωση και όχι αύξηση των παιδικών σταθμών, το πολύ μεγάλο ποσοστό άνεργων γυναικών και μερικά απασχολούμενων, την ατομική ευθύνη για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, των ΑμΕΑ της οικογένειας κλπ.

Πρώην υπουργός της ΝΔ [5] και νυν ευρωβουλευτής μίλησε για δικαιώματα «πολιτών», αντρών και γυναικών, κρατώντας αποστάσεις από τις ακραίες θεωρίες περί ανδροκρατούμενων κοινωνιών. Τόλμησε να παραδεχτεί ότι υπάρχει οπισθοχώρηση στην ασφάλεια εργασίας στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και σε σύγκριση με το 2000. Υποστήριξε ότι η προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης πρέπει να ξεκινήσει από το κράτος. Υπερασπίστηκε, όμως, το «να πληρώνουν οι γονείς στους παιδικούς σταθμούς» (εννοώντας τους δημοτικούς ή κρατικούς). Υποστήριξε και την πατρική γονική άδεια, αλλά με το σκεπτικό «η γονική άδεια, βέβαια, ίσως πρέπει να δίνεται σε αυτόν που δεν έχει αξιοζήλευτη ή σημαντική θέση εργασίας». Εδώ αποκαλύπτεται πλήρως η αστική αντίληψη περί εργασίας, καριέρας, που, βέβαια, υποτιμά την ανειδίκευτη εκτελεστική και κατά συνέπεια χαμηλόμισθη εργασία.

Η, δε, «αριστερή» κυβερνητική εκπρόσωπος (Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων) υποστήριξε καθαρά τη «σύσταση επιχειρήσεων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (που) θα συνιστούσε έναν τρόπο αντιμετώπισης και μείωσης του ποσοστού της ανεργίας των γυναικών και ειδικότερα των γυναικών με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και προώθηση της ισότητας των φύλων στον τομέα της επιχειρηματικότητας», προβάλλοντάς την ως λύση-αντίδοτο στην άρνηση πολλών επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν γυναίκες.

Με άλλα λόγια, το καπιταλιστικό κράτος επειδή δε θέλει να στηρίξει κοινωνικά τη μητρότητα με κρατικά μέτρα στα οποία θα υποχρεώνονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, καλεί κάποιες γυναίκες της αστικής τάξης να φανούν αλληλέγγυες στις γυναίκες της εργατικής τάξης, προσφέροντάς τους κάποια ευκαιριακή, ελαστική σχέση εργασίας στις επιχειρήσεις «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας».

Ορισμένες αστές πολιτικοί, καθηγήτριες πανεπιστημίων, γενικότερα ερευνήτριες δεν κρύβουν ότι μιλάνε για τη γυναικεία εργασία από τη σκοπιά της αύξησης του ΑΕΠ.

Φυσικά είναι και εκείνες, όπως άλλη βουλευτής της ΝΔ, που εμμένουν να εξηγούν ως αιτία της μη «ισότιμης πρόσβασης και εξέλιξης των γυναικών στην αγορά εργασίας», παρά τη νομοθετική ισότητα, το ότι «υφίσταται ένα πλέγμα νοοτροπιών και αντιλήψεων που επηρεάζει και διαμορφώνει την κοινωνική συνείδηση αναπαράγοντας την έμφυλη ασυμμετρία».

Έτσι, αντιστρέφουν τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος, γιατί συνειδητά επιδιώκουν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι οι εκμεταλλευτικές σχέσεις ιδιοκτησίας με βάση τις οποίες οργανώνεται η κοινωνική παραγωγή αξιοποιούν ό,τι αναχρονιστικό υπάρχει στις αντιλήψεις, στη συμπεριφορά, στην κοινωνική συνείδηση και το αναπαράγουν, αν αυτό υποβοηθά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, δηλαδή την απομύζηση μεγαλύτερης υπεραξίας. Πρόκειται για τελείως διαφορετικό ζήτημα από αυτό που θα έχει ν’ αντιμετωπίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση, που, ενώ θα έχει ανατρέψει και καταργήσει τις εκμεταλλευτικές σχέσεις ιδιοκτησίας, θα συναντά ακόμα τις χρόνιες παρενέργειές τους σ’ επίπεδο συνείδησης, ίσως και κατά την άσκηση της εργατικής εξουσίας.

Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Αλ. Κολοντάι στη διάλεξη με θέμα «Η δικτατορία του προλεταριάτου. Οργάνωση της εργασίας», όπου αναφέρεται στο «νέο δίκαιο πάνω στο γάμο που ψηφίστηκε στις 18 και 19Δεκέμβρη 1917, όπου ορίζεται ότι ο γάμος είναι η ένωση δυο ισότιμων ατόμων. Αυτή η δικονομική διευθέτηση δεν είναι ουσιαστικά παρά μια τυπική ισοτιμία μπροστά στο νόμο». Οι δυσκολίες για το πέρασμα από την τυπική στην ουσιαστική ισοτιμία σχετίζονταν με το γενικό οικονομικό-πολιτιστικό επίπεδο εκκίνησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία και συνολικά στη Σοβιετική Ένωση.

Αλλά και σήμερα σε καπιταλιστικές χώρες, όπως στην Ελλάδα, έχει κατακτηθεί η τυπική ισοτιμία στην κατά νόμο ένωση άντρα-γυναίκας στο γάμο (όχι, βέβαια, στο θρησκευτικό χριστιανικό, πολύ περισσότερο στο μουσουλμανικό δόγμα). Όμως, η ουσιαστική ανισοτιμία υφίσταται κυρίως γιατί η καπιταλιστική εκμετάλλευση εξακολουθεί να εκδηλώνεται με πολλαπλάσιο τρόπο στη μισθωτή γυναίκα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι η αντεπαναστατική ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που γνώρισε η ανθρωπότητα στον 20ό αιώνα επέφερε επιδείνωση της θέσης της γυναίκας όχι μόνο στις συγκεκριμένες χώρες, αλλά και σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως και στην Ελλάδα.

Σήμερα, αν και αστές με νεοφεμινιστικές απόψεις παραδέχονται τη γενική οπισθοχώρηση σε κατακτήσεις των γυναικών, την αποδίδουν στην υποχώρηση του φεμινιστικού κινήματος των δεκαετιών 1960, 1970, 1980, στις αδυναμίες του, στην εκδήλωση γενικευμένης οικονομικής κρίσης, χωρίς ν’ αναδεικνύουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, τη συσχέτιση της ανισοτιμίας της γυναίκας με την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Η ευθύνη του ΚΚ για την ισοτιμία της γυναίκας στην πάλη για το σοσιαλισμό

Ο βαθμός κινητοποίησης

Στο Κόμμα μας, αλλά και σε συνάντηση με εκπροσώπους ΚΚ για την εξειδίκευση της δουλειάς τους στις γυναίκες, μας απασχόλησαν τα εξής ερωτήματα- ζητήματα:

  • Η άνοδος της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική εργασία, κυρίως ως μισθωτών, αλλά και ως αυτοαπασχολούμενων, σε ποιο βαθμό αντανακλάται στη σύνθεση πρώτ’ απ’ όλα των ΚΚ, στη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στα κινήματα των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις; Πώς επηρεάζει την αντίληψή της για την τάξη στην οποία αντικειμενικά ανήκει, πώς διαμορφώνεται η πολιτική ταξική της συνείδηση;
  • Η κομμουνίστρια, δηλαδή η πολιτικά και ταξικά συνειδητοποιημένη γυναίκα, πώς αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στην πολιτική και κοινωνική της δράση, δυσκολίες που προκύπτουν από το σύνολο των κοινωνικών προβλημάτων της τάξης της, αλλά και από τις ιδιαίτερες ανισοτιμίες σε βάρος της ή και από την έλλειψη ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών της;

Σε όλα τα παραπάνω ζητήματα οι αριθμητικοί δείκτες δείχνουν ότι η συμμετοχή των εργαζόμενων γυναικών υστερεί συγκριτικά με το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών στον οικονομικά ενεργό γυναικείο πληθυσμό (ηλικίες 20-64 ετών), αλλά και συγκριτικά με την αντίστοιχη συμμετοχή των αντρών.

Στην Ελλάδα το ποσοστό εργαζόμενων γυναικών στον οικονομικά ενεργό γυναικείο πληθυσμό είναι 41,7%.

Ο βαθμός συνδικαλιστικής οργάνωσης της γυναίκας είναι σε αρκετούς κλάδους χαμηλότερος των αντρών, ενώ δύσκολα αναδεικνύονται γυναίκες σε ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα, παρά το γεγονός ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος.

Στοιχεία από 73 ομοσπονδίες δίνουν αναλογία συμμετοχής γυναικών στα διοικητικά συμβούλια 12,5%. Πιο ανεβασμένη είναι η συμμετοχή των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των πρωτοβάθμιων σωματείων που συμμετέχουν στις ομοσπονδίες, περίπου 30%.

Δεν είναι, όμως, ευκαταφρόνητη η συμμετοχή γυναικών ως ψηφισάντων μελών στα σωματεία τους, π.χ., στους κλάδους: Καπνού (80,51%), Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών (60,85%), στις Τράπεζες (51,59%), Επισιτισμού-Τουρισμού (45%), Ιδιωτικών Υπαλλήλων-Εμπόριο (45%). [6]

Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση στην ύπαιθρο. Τα τελευταία 3-4 χρόνια έγιναν συγκεκριμένα βήματα στην ανασυγκρότηση του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, ωστόσο μόλις τον τελευταίο χρόνο υπήρξε γυναικεία συμμετοχή στους συλλόγους, στα μπλόκα των αγροτών, στις Πανελλαδικές Συσκέψεις που αποφασίζουν για την πορεία του αγώνα.

Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες δραστηριοποιούνται πιο εύκολα σε ό,τι σχετίζεται με το παιδί, π.χ., συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, αλλά συνήθως όχι με χαρακτήρα διεκδίκησης, αλλά υποκατάστασης των ελλείψεων, των κενών που αφήνει η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική.

Επίσης, οι γυναίκες είναι ευαίσθητες σε ζητήματα αλληλεγγύης, π.χ., προς τους και τις πρόσφυγες, μετανάστες-μετανάστριες και τα παιδιά τους, αλλά και ως προς αυτό εύκολα παρασύρονται σε δράσεις υποκατάστασης και όχι διεκδίκησης από το κράτος.

Από τη δική τους σκοπιά και οι αστοί αναδεικνύουν τη χαμηλότερη συμμετοχή γυναικών σε διοικήσεις επιχειρήσεων, ομίλων, στα όργανα αστικών κομμάτων, στη Βουλή, Ευρωβουλή κλπ. [7]

Βέβαια, εμείς ενδιαφερόμαστε για τη συμμετοχή της γυναίκας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Από αυτήν τη σκοπιά μας νοιάζει η συμμετοχή των γυναικών στην ΚΝΕ, στο Κόμμα.

Στο Κόμμα μας η συμμετοχή των γυναικών στο σύνολο των δυνάμεών μας είναι 32%. Ωστόσο, η κατανομή αυτών των δυνάμεων πανελλαδικά, αλλά και ηλικιακά παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πολύ πιο ανεβασμένη είναι η συμμετοχή στην περιφέρεια της πρωτεύουσας (40%). Υστερεί η συμμετοχή όχι μόνο στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, αλλά και σε σημαντικές πόλεις της Ελλάδας, π.χ., στη Λάρισα, στα Γιάννενα.

Ως προς την ένταξη γυναικών στο Κόμμα, συχνά διαπιστώνουμε πρόσθετα εμπόδια που οφείλονται στη μακροχρόνια επίδραση ορισμένων αντιδραστικών αντιλήψεων, θρησκευτικών καταβολών, παρά την ταξική πολιτική τους συνειδητοποίηση.

Παρατηρούμε τάση υποχώρησης στην ανάληψη καθηκόντων αυξημένης ευθύνης από νέες γυναίκες κομματικά μέλη και στελέχη της ΚΝΕ στη φάση της ζωής τους που κάνουν παιδιά.

Παρόμοια τάση παρατηρούμε και σε συνδικαλισμένες γυναίκες ή σε γυναίκες που δραστηριοποιούνται στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα.

Η έλλειψη ελεύθερου χρόνου για ενημέρωση, μελέτη, συμμετοχή κάνει ακόμα και κομμουνίστριες πιο διστακτικές στη συζήτηση πολιτικών θεμάτων, περιορίζει τη δράση τους.

Η ψαλίδα συμμετοχής μεταξύ αντρών-γυναικών ανοίγει σε ηλικίες που είναι παραγωγικές τόσο εργασιακά όσο και αναπαραγωγικά.

Ακόμα και μέλη του Κόμματος, πολύ περισσότερο μέλη των σωματείων, των γυναικείων συλλόγων, έχουν τύψεις ν’ αφήσουν τα μικρά παιδιά περισσότερες ώρες στον παιδικό σταθμό, σε γιαγιάδες-παππούδες ή άλλα συγγενικά πρόσωπα προκειμένου ν’ ανταπεξέλθουν σε καθήκοντα της πολιτικής και κοινωνική δράσης.

Αγκαλιάζει και μέλη του Κόμματος η άποψη ότι η μάνα έχει την πρώτη και κύρια ευθύνη για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, για την απόδοσή του στο σχολείο, ότι η σωματική-πνευματική-ψυχική ανάπτυξή του είναι κυρίως υπόθεση της οικογένειας, όχι της κοινωνίας.

Αυτή η αντίληψη οδηγεί ακόμα και κομμουνίστριες να βλέπουν περιορισμένα, στενά χρονικά τη σχέση τους με τα παιδιά, άθελά τους να υποβαθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο εμπλουτίζεται το περιεχόμενο αυτής της σχέσης μέσω της πρωτοπόρας στάσης της μητέρας.

Η εξειδίκευση της δράσης του Κόμματος στις γυναίκες

Η παραπάνω αντικειμενική κατάσταση μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι και σήμερα, στον 21ο αιώνα, μέσα στις γραμμές του Κόμματος και της ΚΝΕ χρειάζεται εξειδικευμένη δουλειά με τις γυναίκες, για να εξουδετερώνονται οι πρόσθετοι ανασταλτικοί παράγοντες στη συμμετοχή-ωρίμανση των κομμουνιστριών, των γυναικών που συνεργάζονται με το Κόμμα.

Τίποτα δε γίνεται αυθόρμητα. Το Κόμμα μας έχει πολύ μεγάλη ιστορία στη συμμετοχή γυναικών, έχει μεγάλη ιστορία και πείρα στη δουλειά, στην προετοιμασία για τη συμμετοχή των γυναικών.

Το σύνθημα «γυναίκα στην πρώτη γραμμή για την ανατροπή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας» το απευθύνουμε βλέποντας τη δική μας ευθύνη για την πραγματοποίησή του.

Πολλές φορές στις διμερείς συναντήσεις με κομμουνιστικά, εργατικά κόμματα παρατηρούμε ότι εντυπωσιάζει το ποσοστό συμμετοχής γυναικών στο Κόμμα μας.

Όμως, εμείς γνωρίζουμε ότι η ρίζα του βρίσκεται σε αυτήν την ιστορία του Κόμματός μας, στο γεγονός ότι οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στην Ελεύθερη Ελλάδα την απελευθερωμένη από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στη συμμετοχή των γυναικών στα λαϊκά δικαστήρια και στις άλλες λαϊκές επιτροπές επί ΔΣΕ [8], στο 1/4 της γυναικείας συμμετοχής στη δύναμη του ΔΣΕ, στην ιδιαίτερη οργανωτική, ιδεολογική, μορφωτική, παιδαγωγική, ακόμα και στρατιωτική εκπαιδευτική δουλειά που έκανε το Κόμμα μας στις γυναίκες.

Μέσα στο καμίνι του ταξικού εμφύλιου πολέμου, ο ΔΣΕ οργάνωσε Πανελλαδική Σύσκεψη Γυναικών στην οποία πήραν μέρος αντιπρόσωποι από μάχιμες μονάδες σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αψηφώντας κινδύνους, την υπεροπλία του ταξικού αντιπάλου, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, διασχίζοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα σε χιονισμένα βουνά. Η πίστη στο σκοπό τις έκανε να υπερβαίνουν την ίδια τους τη φύση.

Τότε έγινε πολλή δουλειά, ειδικές συσκέψεις, ακόμα και εν μέσω σκληρών μαχών, ειδικά μαθήματα, έντυπα κλπ. Δίπλα σε κάθε Πολιτικό Επίτροπο υπήρχε στέλεχος του Κόμματος ως βοηθός για την ειδική δουλειά με τις γυναίκες.

Ήταν πολύ πρωτοποριακό όταν το 1945 το 7ο Συνέδριο του Κόμματός μας έβαζε στόχο ν’ ανέβει η συμμετοχή των γυναικών στο 50% της δύναμής του.

Ο αγώνας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, κυρίως του ΔΣΕ, καθώς και η οργάνωση της ζωής στις απελευθερωμένες περιοχές προσφέρει απαράμιλλη πείρα και διαχρονικής σημασίας συμπεράσματα για την εξειδίκευση της δουλειάς του Κόμματος στις γυναίκες.

Δίνει πείρα για την πολιτική αφύπνιση νεότερης ηλικίας γυναικών στο πώς ξεπέρασαν αναχρονιστικές συνήθειες, πώς με την τόλμη και τη στάση τους σε όλες τις δραστηριότητες του αγώνα κατάφεραν να σπάσουν τις προκαταλήψεις ακόμα και κομμουνιστών στρατιωτικά ειδικευμένων.

Η δική μας γνώση και δύναμη για εξειδικευμένη δουλειά στις γυναίκες πατά στην ιστορία χιλιάδων κομμουνιστριών και αγωνιστριών που πέρασαν από τις φυλακές και τις εξορίες, με τις περισσότερες όχι μόνο να μη λυγίζουν, αλλά να οργανώσουν τη ζωή εκεί, να μεταδίδουν τη φλόγα της εκπαίδευσης, της γνώσης, της καλλιτεχνικής, λογοτεχνικής δημιουργίας, να εξουδετερώνουν τον ατομικό φόβο μέσα από τη συλλογικότητα και αλληλεγγύη, να δίνουν πιο πλούσιο περιεχόμενο στη ζωή της φυλακισμένης-εξόριστης από αυτό που είχε γνωρίσει ως ελεύθερη.

Μέσα απ’ όλη αυτήν τη δράση έσπασαν και οι προκαταλήψεις, τα βιώματα συμπεριφοράς αντρών και γυναικών μέσα στο Κόμμα, αναδείχτηκαν γυναίκες στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος μέχρι την ΚΕ και το ΠΓ, ακόμα και γυναίκα ΓΓ επί χρόνια.

Και αργότερα το Κόμμα μας πρωτοστάτησε στη δημιουργία γυναικείων συλλόγων, Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Γυναικών, γυναικείων επιτροπών σε κλαδικές ομοσπονδίες εργαζομένων.

Ωστόσο, δεν υπήρξε συστηματοποιημένη παρέμβαση του Κόμματος για το περιεχόμενο ορισμένων αστικών εκσυγχρονισμών (π.χ., στο οικογενειακό δίκαιο) που στόχευαν στην άρση της επίδρασης αναχρονιστικών αντιλήψεων για τη θέση της γυναίκας στην καπιταλιστική κοινωνία, στην οικογένεια, ώστε ν’ ανέβει η γυναικεία συμμετοχή στην κοινωνική παραγωγή. Βέβαια, δυσκόλεψε και η γενική υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος με τη νίκη της αντεπανάστασης.

Έτσι, κάποιες νεότερες γενιές κομμουνιστριών δυσκολεύτηκαν ν’ αντιληφτούν τη σύγχρονη έκφραση του γυναικείου ζητήματος και να συνειδητοποιήσουν ότι τυπική-νομική ισότητα των φύλων δεν μπορεί ν’ άρει την ανισότιμη θέση των γυναικών στις ταξικές, εκμεταλλευτικές κοινωνίες.

Με βάση και τις σύγχρονες μορφές ανισοτιμίας της γυναίκας, καθώς και τις σύγχρονες ανάγκες της, χρειάζεται μέσα στα όργανα του Κόμματος και της Νεολαίας του, με την ευθύνη των κομμουνιστριών και μέσα στα όργανα του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, σε συσπειρώσεις με αντιμονοπωλιακό πλαίσιο πάλης, να πείθουμε γιατί δεν είναι περιττή η επεξεργασμένη, εξειδικευμένη δουλειά στις γυναίκες εργατικής-λαϊκής ένταξης ή καταγωγής για την άνοδο της συμμετοχής τους στον αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό αγώνα, στην πάλη για την καπιταλιστική ανατροπή, το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Και αυτή η εξειδίκευση δεν μπορεί να γίνει αν δεν αφιερωθούν σε αυτήν πρώτ’ απ’ όλα τα γυναικεία στελέχη του Κόμματος και της Νεολαίας του, ανεξάρτητα από τις χρεώσεις και άλλες εξειδικεύσεις καθηκόντων που έχουν. Παράλληλα, αυτή η εξειδίκευση πρέπει να διαπερνά όλους τους τομείς: Τον ιδεολογικό, τον παιδαγωγικό, τη μαζική διαφώτιση, τη δουλειά στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, στο κίνημα των αγροτών, των αυτοαπασχολουμένων στις πόλεις, στο μαθητικό, σπουδαστικό, φοιτητικό κίνημα.

Ορισμένα ζητήματα του ιδεολογικού αγώνα για το γυναικείο ζήτημα

Σήμερα υπάρχουν πολλές και νέες αντιλήψεις που κρύβουν την ταξική ρίζα των σύγχρονων ανισοτιμιών της γυναίκας. Πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνες αντιλήψεις με αρνητικές συνέπειες στον αγώνα αντρών και γυναικών μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα σε βάρος των κοινών τους ταξικών συμφερόντων.

Για παράδειγμα, η άποψη που λέει ότι η ανισότητα της γυναίκας είναι προϊόν, γέννημα των αντιλήψεων των αντρών καταλήγει στο ότι η γυναίκα πρέπει να βλέπει ως αντίπαλο το σύζυγο, τον αδερφό, τον πατέρα, το συνάδελφο και όχι το σύστημα που γεννά την ανισοτιμία της, τη φτώχεια, την ανεργία, την εκμετάλλευση και την ανασφάλεια για την ίδια και την οικογένειά της.

Αυτές οι θεωρίες και οι αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές, όπως ήδη αναφέραμε, κυριαρχούν σε κοινωνίες που διατηρούν προκαπιταλιστικά κατάλοιπα, που δεν έχουν ακόμα νομικές και πολιτιστικές προσαρμογές σε σχέση με την οικονομική βάση μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρουσιάζουν ως πηγή της ανισότιμης θέσης της γυναίκας την ιδιαιτερότητα των βιολογικών λειτουργιών των γυναικών και τις διαφορές των δύο φύλων. Την παρουσιάζουν ως ζήτημα νοοτροπίας, συμπεριφοράς, αποτέλεσμα της πατριαρχικής εξουσίας. Θεωρούν ότι οι αντιλήψεις, οι ιδέες γεννούν τα κοινωνικά προβλήματα και ανάμεσα σε αυτά και το γυναικείο.

Τελικά, καταλήγουν στην άποψη ότι κυρίως με νομοθετικές ρυθμίσεις και παιδαγωγικό τρόπο μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν οι φυλετικές διακρίσεις.

Παραβλέπουν ότι οι ιδέες γεννιούνται πάνω στη βάση των υλικών σχέσεων των ανθρώπων, αποτελούν την αντανάκλασή τους, έχοντας φυσικά και τις δικές τους ιδιαιτερότητες ανάπτυξης στο χώρο και στο χρόνο.

Το ΚΚΕ δεν υποτιμά καθόλου το ρόλο των ιδεών, της συνήθειας, της παιδείας, της Εκκλησίας, των ΜΜΕ, άλλων θεσμών του συστήματος που αναπαράγουν τις σύγχρονες μορφές ανισότητας. Δεν υποτιμά την ιδιαίτερη δουλειά για να καταπολεμηθούν, ξέροντας, όμως, ότι η πηγή της γυναικείας ανισοτιμίας είναι η διαίρεση της κοινωνίας σ’ εκμεταλλευτές και σε όσους υφίστανται την εκμετάλλευση.

Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες η αστική προπαγάνδα και πολιτική, στο όνομα της δήθεν «ελευθερίας», αναπαράγει θεωρίες που φτάνουν μέχρι και σε ανορθολογικές απόψεις για την τεκνοποίηση και την τεκνοθεσία.

Οι θεωρίες για το «κοινωνικό φύλο» κάνουν μια λαθροχειρία: Μιλώντας μόνο για κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσέδωσε η κάθε κοινωνία στα δύο φύλα, αρνούνται τη βιολογική βάση τους. Ορισμένες από αυτές τις θεωρίες παρουσιάζουν το φύλο ως μια κοινωνική κατασκευή, μια γλωσσική κατασκευή. Ακόμα πιο ακραίες απόψεις φτάνουν να μην αναγνωρίζουν το βιολογικό διαχωρισμό αντρών και γυναικών. Δεν παραδέχονται ότι υπάρχει ένα βιολογικό υπόβαθρο στην έλξη άντρα-γυναίκας για την πραγματοποίηση της σεξουαλικής πράξης, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η έλξη έχει αποκλειστικά κοινωνική αφετηρία.

Το βασικό είναι ότι γενικεύουν, θεωρητικοποιούν κάποιες ιδιαίτερες καταστάσεις στο σεξουαλικό προσανατολισμό, στον οποίο, βέβαια, επιδρούν και κοινωνικές συμπεριφορές, κοινωνικά προβλήματα. Είναι, όμως, λάθος να θεωρείται η βιολογική ταυτότητα φύλου ως εγκεφαλικό, γλωσσικό κατασκεύασμα.

Το βασικό είναι ότι η γλώσσα αντανακλά την πραγματικότητα, δεν την διαμορφώνει. Οι λέξεις άντρας-γυναίκα είναι κάτι παραπάνω από απλά σύμβολα. Δεν είναι μια σύμβαση για να καταλαβαινόμαστε. Έχουν υλικό υπόβαθρο, αντανακλούν την ιστορικότητα αυτού του υπόβαθρου.

Όσο σεβαστός και αν είναι ο ομοφυλόφιλος σεξουαλικός προσανατολισμός, δεν μπορεί να διαμορφώσει αμφίπλευρες γονεϊκές σχέσεις, ν’ αποτελέσει τη βάση συγκρότησης μιας ιστορικά νέου τύπου οικογένειας.

Θεωρούμε ότι όσο επικρατεί η ατομική-καπιταλιστική ιδιοκτησία αναπαράγονται ο ατομισμός και ο ανταγωνισμός, ο εγωιστικός τρόπος ζωής, που επιδρούν και στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα και σμπαραλιάζουν τις κοινωνικές σχέσεις, τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, τις προσωπικές σχέσεις. Το κίνητρο του κέρδους περνάει και ως οικονομικό κίνητρο μέσα στον ίδιο το θεσμό της οικογένειας, αναπαράγοντας οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς καταναγκασμούς. Αυτό που ρυθμίζεται -και νομοθετικά- στην καπιταλιστική κοινωνία είναι οι οικονομικές σχέσεις των γονιών μεταξύ τους και με τα παιδιά, η σχέση διαδοχής περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα αντανακλάται και σε αντιλήψεις νέων ανθρώπων.

Επίσης, πολλές νέες αποκτούν στρεβλή αντίληψη για την οικονομική ανεξαρτησία όταν έχουν δουλειά, όταν είναι ακόμα στα σπίτια των γονιών τους. Επομένως, χρειάζεται βαθιά ιδεολογική δουλειά για ν’ αντιληφτούν τους πραγματικούς όρους της οικονομικής χειραφέτησης πριν τους χτυπήσει την πόρτα η ανεργία, η πιο ωμή εργοδοτική εκμεταλλευτική και καταπιεστική συμπεριφορά.

Χρειάζεται εξειδίκευση στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, στην εκδοτική δραστηριότητα.

Η ιδεολογική-πολιτική δουλειά με τις γυναίκες να εξειδικεύεται στις θέσεις για τη σχέση εργασίας-μητρότητας, στην πολιτική μας συνολικά για τη θέση της γυναίκας στη σοσιαλιστική κοινωνία, στην κοινωνία που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στις αποκλειστικά κρατικές, δωρεάν παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες παιδείας, υγείας, πρόνοιας με Κεντρικό Σχεδιασμό.

Να εκλαϊκεύει τις οικονομικές-κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί το δικαίωμα και η υποχρέωση εργασίας όλων των ικανών γυναικών στην προσδιορισμένη ηλικιακή περίοδο, αλλά και η κρατική κοινωνική ευθύνη για τον ελεύθερο χρόνο της γυναίκας. Δηλαδή, η εκλαΐκευση στις γυναίκες ότι η δυνατότητα να ζήσουν σε άλλη κοινωνία με ικανοποίηση των αναγκών και των δικαιωμάτων τους απαιτεί επαναστατικές ανατροπές στη σκέψη και στη δράση τους.

Η εξειδίκευση της ιδεολογικής-πολιτικής μας δουλειάς στις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πιστεύουμε ότι γίνεται πιο απαιτητικά αναγκαία και εξαιτίας των αντεπαναστατικών ανατροπών, της καπιταλιστικής οπισθοχώρησης.

Όσο περισσότερο απορροφάται η γυναίκα του λαού από τα προβλήματα της καθημερινής επιβίωσης, τόσο περισσότερο προσηλώνεται στη δική της εμπειρία ή γενικότερα περιορίζει την κρίση της στα όρια της εμπειρίας, τόσο δυσκολεύεται να μπει στο βάθος των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων, ν’ ανακαλύψει τις αιτίες τους, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται σε αδιέξοδα, ψεύτικα διλήμματα, απογοητεύεται, βυθίζεται σε ψυχολογικές κρίσεις, επιλέγει πολιτικές ξένες προς τα πραγματικά της συμφέροντα.

Όλοι αυτοί οι αρνητικοί παράγοντες για τη συνειδητοποίηση της γυναίκας, αποτέλεσμα του πιο αρνητικού παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων που γνώρισε η ανθρωπότητα στον τελευταίο ενάμιση αιώνα, αναπαράγουν το γυναικείο ζήτημα, τη σύμφυση της ταξικής εκμετάλλευσης και ανισοτιμίας φύλου στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού. Αναπαράγουν τις ανισοτιμίες σε βάρος της γυναίκας με νέες, πολύ πιο συγκαλυμμένες μορφές.

Εργαζόμενες γυναίκες, γυναίκες λαϊκών στρωμάτων πιο εύκολα πείθονται ότι η ρίζα της μη ικανοποίησης των κοινωνικών τους αναγκών οφείλεται στη νοοτροπία, στη συμπεριφορά των αντρών. Πιο τυφλά ακολουθούν αστικές πολιτικές και στόχους, όπως της ΕΕ και πολλών καπιταλιστικών κυβερνήσεων που υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με υποχρεωτικά ποσοστά στη σύνθεση των οργάνων στα κόμματα, στη Βουλή, στην Ευρωβουλή, γενικότερα στα «κέντρα λήψης αποφάσεων».

Δύσκολα αντιλαμβάνονται ότι, αν και έχει ικανοποιηθεί το αίτημα για εκλογικό δικαίωμα αντρών και γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, σε μεγάλο βαθμό παραμένει τυπικό, είναι δικαίωμα χειραγωγούμενο από την καπιταλιστική εξουσία.

Μια εργατοϋπάλληλος, μια αυτοαπασχολούμενη, μια αγρότισσα μπορούν ν’ αξιοποιήσουν το δικαίωμα να εκλέγονται χρησιμοποιούμενες από τα αστικά κόμματα σε βάρος της τάξης τους. Μόνο με την ένταξή τους -άμεσα ή ως συνεργαζόμενες- στο επαναστατικό εργατικό κίνημα, στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μπορούν ουσιαστικά ν’ ασκήσουν αυτό το δικαίωμα προς όφελος της ολόπλευρης κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας.

Η αστική τάξη σε κάθε χώρα καταλαβαίνει ότι πρέπει να διαμορφώσει μια μεγαλοαστική γυναικεία «πρωτοπορία», η οποία θα περνάει τις δικές της αξίες και ιδέες, την ιδεολογία της αστικής τάξης στις γυναίκες, σβήνοντας από τα μάτια τους τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα που τις χωρίζουν. Αυτή η ιδεολογική χειραγώγηση έχει ως αποτέλεσμα γυναίκες της εργατικής τάξης, λαϊκών στρωμάτων να λησμονούν ότι η Θάτσερ, η Μέρκελ, η Κλίντον, η Λαγκάρντ είναι γυναίκες που πρωτοστάτησαν σε πολιτικές σε βάρος των γυναικών, ότι στις διοικήσεις καπιταλιστικών επιχειρήσεων οι γυναίκες ήταν συχνά πιο αμείλικτες από τους άντρες στην εφαρμογή αντεργατικών μέτρων, στη μη πρόσληψη γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας· υιοθέτησαν και έγιναν κήρυκες μεθόδων «κρυοσυντήρησης ωαρίων» για να μην παρεμποδίζει η μητρότητα την επαγγελματική καριέρα· σε περιόδους παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης πάλι πρωτοστάτησαν στη διάδοση αντιδραστικών αντιλήψεων περί συνδυασμού εργασίας-μητρότητας με μορφές μισθωτής εργασίας με κουτσουρεμένα δικαιώματα και μισθούς. Πρόκειται για τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις που προωθούνται-υλοποιούνται από την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ, τις αστικές κυβερνήσεις. Χρησιμοποίησαν την ισότητα γυναικών-αντρών για να καταργηθούν κατακτήσεις, όπως το μειωμένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, η απαγόρευση νυχτερινής εργασίας και άλλα, δηλαδή θετικές διακρίσεις αναγκαίες για την προστασία του γυναικείου οργανισμού.

Σήμερα κρίσιμο ζήτημα είναι η μείωση των απαιτήσεων, η παθητική στάση απέναντι στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις μειωμένες απαιτήσεις και στις αυξανόμενες ανάγκες, ο φόβος και η χειραγώγηση που συχνά είναι πιο έντονα στη στάση των γυναικών.

Η μείωση των απαιτήσεων έχει σχέση με τη συνολική οπισθοχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών, τις αδυναμίες στην εξήγηση των αιτιών νίκης της αντεπανάστασης.

Ενίσχυση της καθοδηγητικής ικανότητας

Παρά την πείρα του Κόμματός μας, θεωρούμε ότι δεν επιτρέπεται ο εφησυχασμός.

Ξέρουμε ότι, ιδιαίτερα σε αντιδραστικές καμπές της ιστορίας της κοινωνικής εξέλιξης, εύκολα μπορείς να χάσεις ό,τι με μακρόχρονους κόπους έχεις κατακτήσει. Και αυτό αφορά και τη συμμετοχή, την ανάδειξη, την εξέλιξη των γυναικείων στελεχών στο Κόμμα, στην ΚΝΕ, στο ρόλο τους στα κινήματα, στην ικανότητα των κομμουνιστριών να εμπνέουν και να προσελκύουν γυναίκες στον αγώνα.

Έχοντας επίγνωση αυτών των δυσκολιών, προκύπτει η ανάγκη ενός μακροπρόθεσμου ιδεολογικού-οργανωτικού σχεδίου για την οικοδόμηση των ΚΚ στην εργατική τάξη, για στρατολογία γυναικών εργατριών, υπαλλήλων, πρωτοπόρων στον τομέα των επιστημών και της Τέχνης.

Η πείρα του Κόμματός μας βεβαιώνει την αναγκαιότητα ύπαρξης και κατάλληλης στελέχωσης Τμήματος της ΚΕ για την επεξεργασία των θέσεων και της παρέμβασης του Κόμματος στις γυναίκες, για τη διάχυσή της σε όργανα και Οργανώσεις του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας, για την παρέμβαση των κομμουνιστριών στα όργανα των κινημάτων.

Το Τμήμα της ΚΕ για την Ισοτιμία των Γυναικών επεξεργάζεται θέσεις για τις μισθωτές, τις αυτοαπασχολούμενες, τις αγρότισσες, τις νέες γυναίκες, για κάθε ζήτημα που απασχολεί τη γυναίκα του λαού. Μπορεί να έχει καθοριστική συμβολή στην προσπάθεια ανάπτυξης των δεσμών του Κόμματος με γυναίκες από την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, με διανοούμενες και καλλιτέχνιδες με ριζοσπαστικό προσανατολισμό, γενικότερα στην ανάπτυξη δεσμών του ΚΚ με το λαό.

Στην Ελλάδα, σε κλάδους συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού, αυξάνει η γυναικεία συμμετοχή, συχνά γίνεται πλειοψηφική. Πρόκειται για τους κλάδους Τηλεπικοινωνιών, Επισιτισμού-Τουρισμού, Τροφίμων-Ποτών, Χρηματοπιστωτικού, Υγείας, Παιδείας κ.ά. Αφορούν προσλήψεις με ολιγόμηνες συμβάσεις και μερικής απασχόλησης. Η πορεία της κομματικής οικοδόμησης, της ανασύνταξης του συνδικαλιστικού κινήματος στους συγκεκριμένους κλάδους και συνολικά εξαρτάται σ’ ένα βαθμό από την πορεία εξειδίκευσης της πολιτικής μας στις εργαζόμενες.

Η σχέση του ΚΚΕ με το γυναικείο κίνημα

Το ΚΚΕ έχει πολύχρονη πείρα δράσης των γυναικών-μελών του σε μαζική γυναικεία οργάνωση, η οποία εκτίνεται στις πιο διαφορετικές συνθήκες της ταξικής πάλης.

Τα τελευταία 41 χρόνια οι κομμουνίστριες δρουν μέσα από τις γραμμές της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας. Η ΟΓΕ είχε και έχει τη δική της συμβολή στην οργάνωση χιλιάδων γυναικών ανά την Ελλάδα, στη συνειδητοποίηση της σχέσης της γυναικείας ανισοτιμίας και της μη ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών με το ζήτημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Σε αυτό ακριβώς βρίσκεται ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της ΟΓΕ, η σχέση της με τα ταξικά προσανατολισμένα εργατικά σωματεία, η συχνά κοινή δράση με το ΠΑΜΕ ως συσπείρωση τέτοιων σωματείων, με τις αγροτικές και άλλες οργανώσεις και κινήματα που στον έναν ή στον άλλο βαθμό έχουν δράση ενάντια στα μονοπώλια και στις διακρατικές ενώσεις τους.

Ο προσανατολισμός της ΟΓΕ, βέβαια και με την αδιάκοπη και ακούραστη δράση των κομμουνιστριών ως μελών των συλλόγων και ομάδων της ΟΓΕ, ήταν αποφασιστικός παράγοντας, ώστε ν’ αντέξει σε δύσκολες συνθήκες υποχώρησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, σχεδόν διάλυσης του «φεμινιστικού» κινήματος, το οποίο ουσιαστικά διατήρησε κάποιες ομάδες ελίτ και τροφοδότησε με στελέχη κάποια σχετικά θεσμικά όργανα της καπιταλιστικής εξουσίας.

Ως κομμουνίστριες συνεχίζουμε να στηρίζουμε τη δράση του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος, γιατί γνωρίζουμε από την πολύχρονη πείρα μας ότι βοηθά στη δραστηριοποίηση, στην κινητοποίηση, στη συνειδητοποίηση των γυναικών. Διευκολύνει τη δράση ακόμα και μεγάλου μέρους φιλοκομματικών γυναικών, με δεδομένο ότι η δομή των σωματείων σε συνδυασμό με τις δυσκολίες, τον τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις δυσκολεύουν τη συμμετοχή στις λειτουργίες των σωματείων.

Επίσης, στις μικρές πόλεις και στα χωριά οι ομάδες και οι σύλλογοι γυναικών πιο εύκολα σπάνε τις μεγαλύτερες προκαταλήψεις, τις αναχρονιστικές επιβιώσεις, δίνουν διέξοδο στην πολιτιστική άπνοια.

Το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε κατασταλάξει είναι ότι το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα είναι αναγκαίο για το ανέβασμα της συμμετοχής της γυναίκας στους κοινωνικούς αγώνες. Μπορεί να συμβάλλει στη συμμετοχή της στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί κυρίως μπορεί να συμβάλλει στην εξειδίκευση των διεκδικήσεών του με στόχους πάλης που απαντούν στις ανάγκες των γυναικών της εργατικής τάξης. Το ίδιο ισχύει και για τα κινήματα των αυτοαπασχολούμενων, των αγροτών, αλλά και για την κοινή πάλη τους, την Κοινωνική Συμμαχία. Το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα μπορεί να συμβάλει και στη διαπαιδαγώγηση των αντρών της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων.

Είναι ζήτημα των κομμουνιστριών η κατανόηση της σχέσης Κόμματος-κινήματος, να βοηθήσουν να ξεπεραστούν προβληματισμοί, όπως «πού να οργανωθούν οι γυναίκες, στο γυναικείο σύλλογο, στο σωματείο ή στο Κόμμα».

Πρόκειται για διαφορετικές μορφές οργάνωσης που απαντούν σε διαφορετικό βαθμό συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας πάλης-δράσης, που πάνε χέρι-χέρι όταν έχουν σωστή κατεύθυνση, την οποία μπορούν ν’ αποκτήσουν μόνο με τη δράση των κομμουνιστριών, του Κομμουνιστικού Κόμματος ως ανώτερης μορφής της συνειδητοποίησης και πάλης.

Πιστεύουμε ότι ριζοσπαστικός προσανατολισμός πρέπει περισσότερο να διαπεράσει και την ΠΔΟΓ, μέλος της οποίας είναι η ΟΓΕ. Πιο αποφασιστικά να εκφραστεί: Στην αντιμετώπιση ενεργειών ενσωμάτωσης στην καπιταλιστική εξουσία· στην καταπολέμηση των νεοφεμινιστικών αντιλήψεων που με προσαρμογές αναπαράγουν την αταξικότητα, το δήθεν πλουραλισμό, εξάρουν το ατομικό δικαίωμα αποξενώνοντάς το από το κοινωνικό δικαίωμα.

Ο νεοφεμινισμός -και όχι μόνο- πρόβαλε κατά κόρον το «Women’s March» της Ουάσιγκτον. Επικέντρωσε την αντίθεσή του στον Τραμπ και στην ακραία σεξιστική συμπεριφορά σε αντιπαράθεση με το δημοκράτη Αφροαμερικανό Ομπάμα, συγκάλυψε ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για διαχειριστές των ισχυρότερων μονοπωλίων των ΗΠΑ, από τα ισχυρότερα παγκόσμια.

Η ενίσχυση του προσανατολισμού και της εμβέλειας της ΠΔΟΓ σ’ εργαζόμενες, άνεργες, γυναίκες λαϊκών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο είναι καθήκον της δράσης των κομμουνιστριών στις γυναικείες οργανώσεις της χώρας τους. Εξαρτάται και από κοινές δράσεις και παρεμβάσεις ανά περιοχή, ήπειρο, παγκόσμια.

Επίσης, πιστεύουμε ότι αυτός ο προσανατολισμός μπορεί να εξασφαλιστεί στο βαθμό που κομμουνίστριες συμβάλλουν στη συγκρότηση ανάλογων μαζικών γυναικείων οργανώσεων σε χώρες όπου δεν υπάρχουν.

Επίλογος

Το Κόμμα μας το 2018 συμπληρώνει 100 χρόνια αδιάκοπης ύπαρξης και δράσης.

Είχαμε εκπονήσει ήδη από το 19ο Συνέδριό μας (2013) ένα 5ετές πρόγραμμα εξειδίκευσης της δράσης μας στις γυναίκες. Έγιναν πλήθος εκδηλώσεων, εκδόσεων, συζητήσεων με στόχο την ανάδειξη της διαδικασίας ταξικής πολιτικής συνειδητοποίησης της γυναίκας. Αναδείχτηκαν και τιμήθηκαν τέτοιες γυναικείες μορφές, η μαχήτρια εργάτρια, αγρότισσα, φοιτήτρια, επιστημόνισσα, ειδικότερα εκπαιδευτικοί όπως η Ρόζα Ιμβριώτη. Φιλοδοξούμε σύντομα να εκδώσουμε όλη την 100χρονη εμπειρία του Κόμματός μας στο ζήτημα της πάλης κατά της ανισοτιμίας της γυναίκας, αλλά και της ιδεολογικής-πολιτικής αφύπνισής της.

Πιστεύουμε στην αναγκαιότητα των κοινών δράσεων των ΚΚ και στην εξειδικευμένη δουλειά στις γυναίκες σε όλα τα επίπεδα.

Νομίζουμε ότι μπορούν ν’ αναπτυχθούν κοινές προσπάθειες μελέτης των σύγχρονων προβλημάτων των γυναικών, κοινές δράσεις ενημέρωσης, διαφώτισης, κινητοποίησης και αλληλεγγύης με ανάλογο υλικό, κοινές καμπάνιες με αφορμή ιστορικές επετείους, π.χ., 8η Μάρτη, για τη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση, για την καταδίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων, όπως στη Συρία, των ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών συμμαχιών, όπως του ΝΑΤΟ.

Η όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλισμού, η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η μη ικανοποίηση των νέων αναγκών που ξεπηδούν από την ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας, των παραγωγικών ικανοτήτων του ανθρώπου, δεν πρέπει ν’ αφήνουν περιθώρια για ηττοπάθεια.

Το κομμουνιστικό κίνημα καλείται για μια νέα έφοδο στους ουρανούς για την απελευθέρωση από την οικονομική σκλαβιά της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η απελευθέρωση είναι προϋπόθεση για την οικονομική-ιδεολογική-πολιτική χειραφέτηση της γυναίκας. Προϋποθέτει την κοινωνική και πολιτική εργατική επανάσταση για την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας με στόχο τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Και σε αυτό επαληθεύτηκαν πλήρως οι αναλύσεις και εκτιμήσεις των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, άλλων θεωρητικών-πολιτικών στελεχών του επαναστατικού εργατικού κινήματος, μεταξύ των οποίων και η Κολοντάι.

Αυτό το συμπέρασμα αποδείχτηκε από την ίδια τη ζωή, από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ένωση, η οποία έδειξε τις δυνατότητες των κομμουνιστικών σχέσεων, ακόμα και στην περίοδο διαμόρφωσής τους και μάλιστα σε συνθήκες πάλης με τις προγενέστερες κοινωνικές σχέσεις, όχι μόνο τις καπιταλιστικές, αλλά και τις προκαπιταλιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων.

Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, όπως και κάθε άλλο πέρασμα από έναν κατώτερο σ’ έναν ανώτερο οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό, δεν απεικονίζεται ως μια ευθύγραμμα ανοδική πορεία, αλλά περισσότερο ως μια σπειροειδής ανέλιξη που διαπερνάται από τομές, άλματα, ακόμα και οπισθοδρομήσεις, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης απαιτείται τόσο υψηλός βαθμός συνείδησης, γνώσης των νομοτελειών του νέου τρόπου παραγωγής, του κομμουνιστικού.

Απαιτείται και η ανάλογη ανάπτυξη του νέου τύπου ανθρώπου ως κατόχου της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ως φορέα και οργανωτή της κοινωνικής παραγωγής και των υπηρεσιών, ως παραγωγού γνώσης-επιστήμης- τέχνης, εν γένει πολιτισμού, ως υπερασπιστή του νέου από το παλιό στο επίπεδο της χώρας του, μιας ομάδας χωρών, παγκόσμια.

Ο βαθμός συμμετοχής της γυναίκας σε αυτήν τη διαδικασία είναι δείκτης επιτυχίας της επαναστατικής διαδικασίας, της ανάπτυξης των προϋποθέσεων για να θεμελιωθεί ανεπίστρεπτα η νίκη του κομμουνισμού.

Θέλουμε να ζούμε με κοινωνικό-πολιτικό όραμα, στόχο αντικειμενικά ρεαλιστικό, βασισμένο στη γνώση και πρόβλεψη, γιατί μόνο έτσι ξεχωρίζει η ανθρώπινη ζωή από οποιαδήποτε άλλη ζωώδη, γιατί αυτό σημαίνει πολιτισμός.


[1] Διαβάζοντας τον «Πρόλογο» της ίδιας της συγγραφέως, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για διαλέξεις επί του γυναικείου ζητήματος που πραγματοποιήθηκαν από την ίδια το 1921 στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόβ του Λένινγκραντ σε φοιτήτριες που προορίζονταν να δουλέψουν στους γυναικείους τομείς. Στα χρόνια 1921-1922 η Κολοντάι ήταν γραμματέας της Παγκόσμιας Γραμματείας Γυναικών, οργάνωσης της Κομιντέρν (Κομμουνιστικής Διεθνούς), ενώ είχε διατελέσει επικεφαλής του Γυναικείου Τμήματος της ΚΕ του ΚΚ Ρωσίας (Μπ.) το 1920. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα έκδοση με νέα γλωσσική επιμέλεια από το εκδοτικό Σύγχρονη Εποχή.

[2] Πρόκειται για τα στοιχεία του 2014, όπως καταγράφονται στο Γυναίκες και λιτότητα, επιμ. Μαρία Καραμεσίνη - JillRubery, εκδ. Νήσος, σελ. 31.

[3] Ο μισθός, η σύνταξη των γυναικών επηρεάζεται αρνητικά από το χρόνο που αναγκάζονται να διακόψουν τον εργάσιμο βίο τους (άδειες άνευ αποδοχών κατά τη διάρκεια ασθένειας παιδιών, ηλικιωμένων κ. ά.) ή ν’ αποδεχτούν μειωμένα ωράρια, άρα και μικρότερες μισθολογικές αποδοχές, για να φροντίσουν τα παιδιά και άλλα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας. Ταυτόχρονα, επιδρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών εργάζεται ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό.

[4] https://www.pwc.com/gr/en/pubUcations/specific-to-aU-industries-index/women-in-work-index-2017.html

[5] Νέα Δημοκρατία, αστικό φιλελεύθερο κόμμα που για χρόνια εναλλασσόταν στην κυβέρνηση με το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ.

[6] «Η συμμετοχή των γυναικών στα όργανα διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων δομής της ΓΣΕΕ», Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, Φλεβάρης 2015.

[7] 21% των εταιριών, κυρίως μικρομεσαίες, διοικούνται από γυναίκες, ICAP Group, 2015.

[8] Στην Ελλάδα στον ένοπλο ταξικό αγώνα του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) το 1946-1949, που ακολούθησε μετά από τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι γυναίκες αποτελούσαν το 25% των μάχιμων δυνάμεων, ενώ υπήρχαν τμήματα, σώματα που έφταναν στο 40%, ακόμα και 50%.