Ο ταξικός χαρακτήρας της πάλης για τη χειραφέτηση των γυναικών στον καπιταλισμό. Η κατάσταση στην Ισπανία


Ραούλ Μαρτίνεθ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΛΙ και Μαρίνα Κιντιγιάν, Γραμματέας του Τμήματος για την Απελευθέρωση της Γυναίκας της ΚΕ του ΚΚΛΙ.

«Η χειραφέτηση των γυναικών, όπως όλης της ανθρωπότητας, θα γίνει πραγματικότητα μόνο τη μέρα που η εργασία θα χειραφετηθεί από το κεφάλαιο. Μόνο στη σοσιαλιστική κοινωνία οι γυναίκες, όπως και οι εργαζόμενοι, θα έχουν πλήρη δικαιώματα.»

Κλάρα Τσέτκιν, 1889

1. Εισαγωγή

Η διαδικασία χειραφέτησης των γυναικών είναι αδιαχώριστη από την ταξική πάλη και τους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς μετασχηματισμούς που ο επαναστατικός αγώνας φέρνει στην κοινωνία.

Ο επιστημονικός σοσιαλισμός, αποκαλύπτοντας τους αντικειμενικούς νόμους της ιστορικής εξέλιξης, έδειξε ότι οι βασικές αιτίες της καταπίεσης των γυναικών στην κοινωνία και στην οικογένεια βρίσκονται στις αντικειμενικές (κοινωνικοοικονομικές) συνθήκες και επεσήμανε το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουν για την απελευθέρωσή τους.

Οι Μαρξ και Ένγκελς διατύπωσαν την αρχή ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας από τότε που εμφανίστηκε η ατομική ιδιοκτησία, οδηγώντας αναπόφευκτα στην εξαφάνιση των κοινωνικών τάξεων στη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία και εγκαινιάζοντας έτσι την αληθινή Ιστορία της ανθρωπότητας.

Κανένα κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή πολιτιστικό ζήτημα δεν προκύπτει έξω ή πάνω από την ταξική πάλη, ούτε το γυναικείο ζήτημα και το ζήτημα της χειραφέτησης της γυναίκας. Σε αντίθεση με τις ιδεαλιστικές ερμηνείες της ιστορικής εξέλιξης, που, ενώ αρνούνται την ταξική πάλη, υποστηρίζουν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, ότι η θέση των γυναικών στην κοινωνία οφείλεται σε φυσικά ή και θεϊκά σχέδια και ότι δεν άλλαξε, ούτε θ’ αλλάξει ποτέ, η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας μας επιτρέπει να καταλάβουμε πως η καταπίεση των γυναικών στην κοινωνία είχε αρχή και θα έχει και τέλος, διότι είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ταξικής πάλης.

Οι Μαρξ και Ένγκελς υποστήριξαν ότι ο βαθμός της χειραφέτησης των γυναικών θα πρέπει να θεωρείται φυσικό μέτρο του βαθμού της γενικής χειραφέτησης, συνδέοντας με αυτόν τον τρόπο τον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών με τους κοινωνικούς επαναστατικούς μετασχηματισμούς. Από την πλευρά της, η Κλάρα Τσέτκιν, σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Die Gleichheit (Η Ισότητα) στις 25 Μάρτη 1903, δήλωσε σχετικά με το έργο του Μαρξ ότι: «Η συμβολή του είναι αναντικατάστατη και απολύτως απαραίτητη στην πάλη των γυναικών για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους. Με την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας κατορθώσαμε να τοποθετήσουμε με σαφήνεια την πάλη των γυναικών στο ρου της γενικής ιστορικής εξέλιξης και επομένως να δούμε την αιτία και τα ιστορικά όρια υπό το πρίσμα των γενικών κοινωνικών σχέσεων, ν’ αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις που την προωθούν και την κατευθύνουν, τους στόχους που επιδιώκει, τις συνθήκες υπό τις οποίες τα υπάρχοντα προβλήματα μπορούν να βρουν λύση.»

Έτσι, ο επιστημονικός σοσιαλισμός κατέληξε σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα που βρίσκεται σε πλήρη ισχύ: Η πλήρης χειραφέτηση των γυναικών, η οποία αποτελεί μακρά και περίπλοκη ιστορική διαδικασία, μπορεί να επιτευχτεί μόνο με την κατάργηση της κοινωνίας που χωρίζεται σε ανταγωνιστικές τάξεις, με την οικοδόμηση μιας νέας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας στην οποία θα λάβει τέλος η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και προοδευτικά όλες οι μορφές καταπίεσης, απελευθερώνοντας τη συνείδηση του ανθρώπου από τις προκαταλήψεις και τις επιρροές χιλιάδων χρόνων που αναπαράγονται απ’ όλα τα στοιχεία του εποικοδομήματος —πολιτικό, νομικό, ηθικό, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα— των κοινωνιών που βασίζονται στην εκμετάλλευση, από την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, της οικογένειας και του κράτους.

Όπως είπε ο Καρλ Μαρξ: «Ηεπανάσταση είναι απαραίτητη... όχι μόνο γιατί η άρχουσα τάξη δεν μπορεί ν’ ανατραπεί με κανέναν άλλον τρόπο, αλλά επειδή η τάξη που την ανατρέπει μπορεί να φτάσει στην επιτυχία μόνο με την επανάσταση, αν απελευθερωθεί η ίδια απ’ όλα τα παλιά σκουπίδια και αποδειχτεί ικανή να οικοδομήσει μια νέα κοινωνία.»

Έχουμε ως αφετηρία το γεγονός ότι ο θρίαμβος της σοσιαλιστικής επανάστασης δημιουργεί τις υλικές συνθήκες για τη χειραφέτηση των γυναικών, αλλά δεν την επιφέρει αυτόματα. Μέσω της επαναστατικής διαδικασίας, διατηρώντας μια έντονη ταξική πάλη μετά από την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, που θα καταπολεμήσει όλα τα υπολείμματα του παρελθόντος, θα καταστεί εφικτό ν’ απαλλαγούμε απ’ όλες τις μορφές καταπίεσης.

2. Ο ταξικός χαρακτήρας της πάλης για τη χειραφέτηση των γυναικών στον καπιταλισμό

Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας που υπήρξε στην Ιστορία (φυσικός καταμερισμός), που έγινε κατά βάση μεταξύ αντρών και γυναικών (αν και επίσης με βάση την ηλικία), δεν μπορούσε να έχει εκμεταλλευτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι δουλειές γίνονταν από κοινού και στο πλαίσιο της συλλογικής συνύπαρξης, όπου η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας εμπόδιζε τη δημιουργία υπερπροϊόντος που θα υπόκειτο σε ατομική ιδιοποίηση.

Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κατέστη δυνατό να δημιουργηθεί υπερπροϊόν, συντελώντας στη γέννηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής μέσω της ατομικής τους ιδιοποίησης, χωρίζοντας την κοινωνία σε κοινωνικές τάξεις. Η εργασία της γυναίκας έχασε τον κοινωνικό χαρακτήρα της και θεσμοθετήθηκε η κυριαρχία των αντρών στις γυναίκες. Η ανισότητα κατοχυρώθηκε στο οικογενειακό δίκαιο, που αντανακλά αυτό που συμβαίνει στο πεδίο της οικονομίας.

Όπως επεσήμανε ο Ένγκελς: «Το γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα.» Οποιοσδήποτε μετέπειτα καταμερισμός της εργασίας είναι κοινωνικός καταμερισμός που βασίζεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας που χαρακτηρίζουν τις ταξικές κοινωνίες.

Το λεγόμενο γυναικείο ζήτημα συνδέεται ιστορικά με τους οικονομικούς μετασχηματισμούς που προκάλεσε η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία, στο βαθμό που η γέννηση του καπιταλισμού ανέτρεψε την προϋπάρχουσα οικονομική και κοινωνική τάξη. Από τη μια πλευρά, ανέκυψαν οι πρώτες διεκδικήσεις για την ισότητα των γυναικών στο πλαίσιο της νέας καπιταλιστικής κοινωνίας: Ο αστικός φεμινισμός και συγκεκριμένα το κίνημα των σουφραζετών, που είχε τη ρίζα του στη Γαλλική Επανάσταση. Από την άλλη πλευρά, η ένταξη εκατομμυρίων γυναικών στη βιομηχανική εργασία οδήγησε στη σύνδεση μεταξύ του ιδιαίτερου αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών με το εργατικό κίνημα, που αποτέλεσε υλική προϋπόθεση για την απελευθέρωση των γυναικών και αυτή, με τη σειρά της, ταξικό ζήτημα.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, εντάσσοντας μαζικά τις γυναίκες στην παραγωγή, συγκεντρώνοντάς τες στη μεγάλη βιομηχανία και επεκτείνοντας έτσι το πεδίο εκμετάλλευσης, οδήγησε σε μια ποιοτική αλλαγή στην πάλη για τη χειραφέτηση των γυναικών. Με την άνοδο του επαναστατικού εργατικού κινήματος, η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών και την εξάλειψη της αστικής κοινωνίας συνδέθηκαν άρρηκτα.

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων πηγών της αστικής ιστοριογραφίας, ο καπιταλισμός ενέταξε τις γυναίκες στην παραγωγική εργασία από την αρχή, αλλά το έκανε με βάση ένα συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας με βάση το φύλο, δίνοντας στην εργασία των γυναικών δευτερεύοντα χαρακτήρα, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία στην οποία βρίσκεται το οικονομικοκοινωνικό καθεστώς, με σκοπό να εντείνει το βαθμό εκμετάλλευσης και ν’ αντλεί τη μεγαλύτερη δυνατή υπεραξία.

Οι γυναίκες δεν αποτελούν ομοιογενές κοινωνικό στρώμα, αλλά, όπως και οι άντρες, ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, οι οποίες, μεταξύ των εργατριών και των αστών γυναικών, είναι ανταγωνιστικές. Η ύπαρξη επιμέρους κοινών στόχων, συγκυριακών τις περισσότερες φορές και που αφορούν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικά τμήματα, δεν αλλάζει αυτήν την πραγματικότητα. Οι εργαζόμενες γυναίκες είναι θύματα καταπίεσης λόγω φύλου και ταξικής εκμετάλλευσης με συγκεκριμένο περιεχόμενο, με αποτέλεσμα οι αποκλίσεις μεταξύ του γυναικείου εργατικού κινήματος και του αστικού φεμινισμού ν’ αντικατοπτρίζουν έναν ιδιαίτερο ταξικό ανταγωνισμό.

Η τυπική ισότητα, νομικά αναγνωρισμένη στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών, είναι αδύνατο να επιτευχτεί στην πραγματική ζωή των εργαζόμενων γυναικών στον καπιταλισμό, ο οποίος βασίζεται στην εκμετάλλευση, στην καταπίεση, στην αδικία και στις διακρίσεις.

Για το κομμουνιστικό κίνημα η χειραφέτηση των γυναικών σημαίνει, αφενός, απελευθέρωση της εργαζόμενης γυναίκας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αφετέρου και ταυτόχρονα, χειραφέτηση των γυναικών από τις διακρίσεις, τις ανισότητες και τις αδικίες τις οποίες υφίστανται λόγω φύλου. Η Κλάρα Τσέτκιν σημείωνε: «Η πάλη για τη χειραφέτηση της γυναίκας προλετάρισσας δεν μπορεί να είναι μια πάλη παρόμοια με αυτήν που αναπτύσσει η αστή γυναίκα ενάντια στους άντρες της τάξης της. Αντίθετα, η πάλη της είναι μια πάλη ενιαία με αυτήν του άντρα της τάξης της ενάντια στην τάξη των καπιταλιστών.»

3. Η πάλη του κομμουνιστικού κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κομμουνιστικό κίνημα έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα ότι έχει επιδείξει μια κάποια αδιαφορία ή ότι δεν κατανοεί την πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών. Πρόκειται για μια επίμονη προσπάθεια εκ μέρους της αστικής ιστοριογραφίας να κρύψει τη στενή σχέση μεταξύ των σημαντικών επιτευγμάτων του 20ού αιώνα και της δράσης του εργατικού κινήματος και του κομμουνιστικού κινήματος.

Οι κυρίαρχες τάξεις, τη στιγμή που προβάλλουν μεμονωμένες ιστορίες προσωπικοτήτων του αστικού φεμινισμού, υπερασπίζονται την ύπαρξη δήθεν κοινών συμφερόντων μεταξύ των γυναικών ανεξάρτητα από το σε ποια τάξη ανήκουν. Η Αλεξάνδρα Κολοντάι, στην αντιπαράθεσή της με τον αστικό φεμινισμό, έθεσε με σαφήνεια ένα βασικό ζήτημα:

«Είναι πραγματικά δυνατό να μιλάμε για τις φεμινίστριες ως πρωτοπόρες στο δρόμο για την εργασία των γυναικών, όταν σε κάθε χώρα εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες προλετάρισσες είχαν πλημμυρίσει τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, κατακτώντας τον έναν κλάδο της βιομηχανίας μετά από τον άλλο, πριν υπάρξει καν το κίνημα των αστών γυναικών; Μόνο χάρη στην αναγνώριση της εργασίας των εργαζόμενων γυναικών στην παγκόσμια αγορά οι αστές γυναίκες μπόρεσαν να καταλάβουν ανεξάρτητη θέση στην κοινωνία για την οποία είναι τόσο υπερήφανες...»

Οι γυναίκες δεν αποτελούν τάξη, αλλά μια ετερογενή κοινωνική ομάδα από ταξική άποψη, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να καταγγείλουν και να καταπολεμήσουν τις φαντασιώσεις για δήθεν κοινά συμφέροντα των γυναικών. Οι γυναίκες της αστικής τάξης, ακόμα και όταν προβάλλουν ορισμένα αιτήματα, το κάνουν στα πλαίσια της κοινωνικής τους τάξης: Υποστηρίζουν τον καπιταλισμό, που είναι η βάση της εκμετάλλευσης ολόκληρης της εργατικής τάξης, αλλά και της καταπίεσης των γυναικών της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Στην ιδεολογική πάλη η αστική τάξη χρησιμοποιεί ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης και όσους μηχανισμούς αναπαραγωγής της ιδεολογίας της έχει στα χέρια της -και, επίσης, το ρόλο της οπορτουνιστικής Αριστεράς στους αστικούς θεσμούς- για να προωθήσει ένα είδος θεσμικού φεμινισμού που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατό να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα των εργαζομένων γυναικών στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κράτους.

Είναι απαραίτητο ν’ αναχαιτίσουμε κάθε χειραγώγηση και το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα ν’ ανακτήσει το ρόλο του στην προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών -και ιδιαίτερα ν’ ανακτήσουν το ρόλο τους οι κομμουνίστριες και οι επαναστάτριες.

Η ενίσχυση του κομμουνιστικού κινήματος απαιτεί αντιπαράθεση με κάθε αναθεώρηση της ιστορίας μας και με τη συνεχή απόκρυψη των αναμφισβήτητων κατακτήσεων για τις γυναίκες που επέφερε η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Δεν υπάρχει περιθώριο για ουδετερότητα στον πολιτικό-ιδεολογικό αγώνα, διότι κάθε θέση αντιστοιχεί στο ένα ή στο άλλο ταξικό συμφέρον, οπότε η πάλη μας στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών πρέπει να διεξαχθεί χωρίς κανενός είδους παραχωρήσεις.

Τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση δεν εμποδίζουν το Κόμμα να έχει, όπως και σε άλλους τομείς, την υποχρέωση ν’ αναλύει αυτοκριτικά τα σφάλματα που έγιναν και τις ανεπάρκειες του ίδιου του κινήματός μας, με βάση τις κατηγορίες του μαρξισμού-λενινισμού, με μεγάλη αυστηρότητα και χωρίς να πέφτει σε ιδεολογικές παγίδες, συκοφαντίες και ιστορικές αναθεωρήσεις που σπέρνουν τα ιδεολογικά κέντρα του ιμπεριαλισμού και οι οπορτουνιστές πράκτορές του μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Επαναβεβαιώνουμε ότι ο αγώνας του κομμουνιστικού κινήματος και ο θρίαμβος του σοσιαλισμού σε μια σειρά χώρες, απελευθερώνοντας τις εργαζόμενες γυναίκες από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, πέτυχε υψηλή συμμετοχή στην εργασία, στην επιστήμη και στον πολιτισμό και επηρέασε αποφασιστικά τον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών σε παγκόσμια κλίμακα. Αποδείχτηκε ιστορικά ότι οι γυναίκες, καταργώντας το καπιταλιστικό καθεστώς, μπορούν και πρέπει να κατακτήσουν μια πραγματικά αξιοπρεπή ζωή, καταργώντας τις υλικές βάσεις της εκμετάλλευσής τους και εξαλείφοντας προοδευτικά κάθε ιδεολογικό κατάλοιπο διακρίσεων και κοινωνικής καταπίεσης.

4. Η εξέλιξη του κινήματος για τη χειραφέτηση των γυναικών

Ο φεμινισμός, ως πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, έχει αστική προέλευση και ξεκίνησε τη στιγμή που η αστική τάξη ήταν ανερχόμενη τάξη, προοδευτική τάξη. Από τις πρώτες νικηφόρες αστικές επαναστάσεις γεννήθηκε, ως η πρώτη φεμινιστική έκφραση, το «κίνημα των σουφραζετών», το οποίο επικεντρωνόταν στη μερική απαίτηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες και της νομικής ισότητας των γυναικών, αν και η επίσημη ανακήρυξη του κινήματος αυτού, συμβατικά, πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιούλη 1848, που υπεγράφη η Διακήρυξη του Seneca Falls στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Παράλληλα, η βιομηχανική επανάσταση έφερε μαζί της την ένταξη των γυναικών στη βιομηχανική εργασία, η οποία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστική τάξη -όπως και η παιδική εργασία- λόγω του μικρότερου κόστους της. Τότε γεννήθηκε ένα ταξικά συνειδητοποιημένο κίνημα προλεταρισσών γυναικών, που συνδέθηκε από το ξεκίνημά του με το γενικό επαναστατικό εργατικό κίνημα, το οποίο, ενώ διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες και τη νομική τους ισότητα, παράλληλα συνέδεε αυτά τα αιτήματα με τη γενική πάλη της εργατικής τάξης για τη χειραφέτησή της.

Στο βαθμό που σ’ ένα μεγάλο μέρος των καπιταλιστικών χωρών κατακτήθηκε το δικαίωμα ψήφου και αναγνωρίστηκε η τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου στον έναν ή στον άλλο βαθμό, το κίνημα των σουφραζετών διαλύεται, ως κίνημα που χαρακτηρίζεται από το αστικό του περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, που συνδέεται με την έννοια της ατομικότητας που είναι χαρακτηριστική της φιλελεύθερης πολιτικής παράδοσης, φτάνοντας στο τέλος του μετά από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ο ταξικός χαρακτήρας οδήγησε ορισμένες αστές φεμινίστριες ν’ αρνηθούν στη γυναίκα προλετάρισσα αυτό που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους.

Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών βρέθηκε, λοιπόν, στα χέρια του επαναστατικού εργατικού κινήματος, το οποίο από την αρχή αντιπαρατέθηκε ανοιχτά με τις αστικές θέσεις, ακόμη και σε διεκδικήσεις που περιστασιακά θα μπορούσαν να είναι κοινές, όπως η διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες. Σχετικά με αυτό, η Κλάρα Τσέτκιν στο έργο της Το γυναικείο ζήτημα και η πάλη ενάντια στο ρεφορμισμό δήλωσε:

«Η διεκδίκησή μας για το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες δεν είναι μια φεμινιστική διεκδίκηση, αλλά μια ταξική και μαζική διεκδίκηση του προλεταριάτου ... Το δικαίωμα ψήφου βοηθά τις αστές γυναίκες να ξεπεράσουν τα εμπόδια στην ανάπτυξη και στη δράση τους, υπό τη μορφή προνομίων για το αρσενικό φύλο. Για τις προλετάρισσες το δικαίωμα αυτό αποτελεί ένα όπλο για τη μάχη που πρέπει να διεξάγουν ώστε η ανθρωπότητα ν’ απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και την ταξική κυριαρχία.»

Ξεκίνησε μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από την πάλη του εργατικού κινήματος. Η Διεθνής των Σοσιαλιστριών Γυναικών διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, με το 1ο της Συνέδριο να πραγματοποιείται το 1907 και το 2ο το 1910. Στο 2ο οι κομμουνίστριες πρότειναν τον εορτασμό της Παγκόσμιας Μέρας Εργαζόμενων Γυναικών, που διοργανώθηκε για πρώτη φορά στις 19 Μάρτη 1911 και όπου, όπως είπε τότε η κομμουνίστρια Αλεξάνδρα Κολοντάι, «το σύνθημα σε αυτήν τη σημαντική κινητοποίηση ήταν το δικαίωμα ψήφου για τις εργαζόμενες και να ενώσουμε δυνάμεις στην πάλη για το σοσιαλισμό».

Ήταν στις 8 Μάρτη 1917 (23 Φλεβάρη με το γρηγοριανό ημερολόγιο) η μέρα που οι Ρωσίδες εργάτριες διαδήλωσαν στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ) ζητώντας ψωμί, την επιστροφή των στρατιωτών που είχαν σταλεί στο μέτωπο του πολέμου, ειρήνη και ανακήρυξη της δημοκρατίας, προκαλώντας τη διάδοση της απεργίας σε ολόκληρο το προλεταριάτο, μετατρέποντάς την σε εξέγερση που μετά από πέντε μέρες ανέτρεψε τον τσαρισμό.

Με το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 άρχισε η περίοδος μετάβασης στο σοσιαλισμό, η εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων. Η σοβιετική εξουσία ανύψωσε τις γυναίκες σε μια νέα κατάσταση και το παγκόσμιο επαναστατικό εργατικό κίνημα αγωνίστηκε έχοντας δεδομένα, όσον αφορά στις γυναίκες, τα αναμφισβήτητα επιτεύγματα του σοσιαλισμού στο δρόμο προς την οριστική υπέρβαση της καταπίεσης των γυναικών.

Δυο χρόνια μετά από τον επαναστατικό θρίαμβο, ο Λένιν επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα η σοβιετική εξουσία, σε μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης, έκανε περισσότερα για την απελευθέρωση των γυναικών και για την ισότητά τους με το «ισχυρό» φύλο απ’ όσα έκαναν επί 150 χρόνια όλα μαζί τα προοδευτικά, πολιτισμένα και «δημοκρατικά» αστικά καθεστώτα του κόσμου.

Η νομική θέσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών, το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα διαζυγίου, η κατάργηση του θρησκευτικού γάμου, το δικαίωμα έκτρωσης, η προστασία της μητρότητας ως κοινωνικής λειτουργίας, η προστασία της υγείας, το δικαίωμα στην εργασία, στην επιλογή επαγγέλματος, η ίση αμοιβή για ίση εργασία κλπ., επέτρεψε στις γυναίκες της Σοβιετικής Ένωσης και των υπόλοιπων χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου απαράμιλλη πρόοδο σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών στις καπιταλιστικές χώρες.

Εκατομμύρια γυναίκες αγωνίστηκαν μαζί με τους ταξικούς τους συντρόφους σε κάθε απεργία, κάθε διαδήλωση, κάθε καινούργια προσπάθεια επίθεσης στην εξουσία και, επίσης, στην αντιφασιστική αντίσταση. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ήταν υπεύθυνο για την οργάνωση της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών (FDIM) το 1945. Στη χώρα μας ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα που δημιούργησε τη Συσπείρωση Αντιφασιστριών Γυναικών το 1933 και αργότερα, σε πλήρη παρανομία, προώθησε τη δημιουργία του Δημοκρατικού Κινήματος Γυναικών (MDM) το 1965.

Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον αγώνα των προλεταρισσών γυναικών στην Ισπανία. Από τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Καταλονία το 19ο αιώνα, στα εργοστάσια καπνού στη Σεβίλλη, στη Βαλένθια και στο Αλικάντε, στα εργοστάσια κονσερβοποιίας των ακτών της Κανταβρίας και του Ατλαντικού, οι γυναίκες ήταν πάντα παρούσες στην προλεταριακή πάλη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις προόδους όλων των ειδών που κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας (δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, συνταγματική ισότητα για τα δύο φύλα στο γάμο, δικαίωμα διαζυγίου κλπ.), το ρόλο των γυναικών στα μέτωπα και στα μετόπισθεν στον εθνικό-επαναστατικό πόλεμο, στο αντιφασιστικό αντάρτικο, στην υποστήριξη των πολιτικών κρατουμένων και των οικογενειών τους, στην εξορία, στη μαζική πάλη ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, στο εργατικό και φοιτητικό κίνημα και σε καθεμιά από τις μάχες που διεξάγει καθημερινά η εργατική μας τάξη.

Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε το ρόλο των εργαζόμενων γυναικών από τις μέρες της Παρισινής Κομμούνας μέχρι σήμερα, τη σημασία που αποδίδει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο στην πάλη των γυναικών κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και όλων των μορφών καταπίεσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση που προώθησε το επαναστατικό εργατικό κίνημα σχετικά με τις διεκδικήσεις για πολιτικά, ατομικά και εργατικά δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών συνέβαλε στη δημιουργία της οργανικής βάσης της πάλης των εργαζόμενων γυναικών για συγκεκριμένες διεκδικήσεις, με συγκεκριμένους ταξικούς στόχους και ενταγμένες στην πάλη για το σοσιαλισμό σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από τη μαζική ένταξη των γυναικών στη βιομηχανική εργασία όπου η ανάπτυξη και η ενίσχυση του κομμουνιστικού κινήματος οδήγησε στην εντατικοποίηση του αγώνα των γυναικών για καλύτερες συνθήκες εργασίας και για κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.

Η αστική τάξη δεν ξεχνά τον επαναστατικό χαρακτήρα της προόδου στον τομέα της χειραφέτησης των γυναικών, που είναι βαθιά συνδεδεμένος με την πάλη των εργαζόμενων γυναικών και του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο σύνολό του. Και ακριβώς γι’ αυτό αποκρύπτεται αυτή η ιστορία αγώνων με φαντασιακά κατασκευάσματα ότι το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού κερδήθηκε το δικαίωμα ψήφου, με τη διάλυση του κινήματος των σουφραζετών και επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60.

Με τη γέννηση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Νέας Αριστεράς (New Left) και τη μεταφορά της στην Ευρώπη στη θέρμη των αγώνων του Μάη του ’68, άρχισε να γίνεται λόγος από την αστική ιστοριογραφία για ένα Δεύτερο Φεμινιστικό Κύμα, που νοείται ως ένα από τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα, που καλούνται ν’ αμφισβητήσουν την κεντρική θέση του εργατικού κινήματος και την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Οι θέσεις του βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ στο έργο της Το δεύτερο φύλο, στη βάση του υπαρξισμού, σε συνδυασμό με μια συγκεκριμένη ερμηνεία των φυλετικών κινημάτων στις ΗΠΑ, με τον πασιφιστικό αγώνα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις θέσεις του κινήματος των χίπηδων. Στην Ευρώπη, με τη βοήθεια της Σχολής της Φρανκφούρτης και συγγραφέων όπως ο Βίλχελμ Ράιχ, έγιναν προσπάθειες να συντεθούν αυτές οι θεωρίες με τις θέσεις της νέας ψυχαναλυτικής σχολής και είχαν μια κάποια επιρροή σε μικροαστικές οργανώσεις με αναρχική, τροτσκιστική και μαοϊκή βάση, που, μαζί με άλλα τμήματα, διαμόρφωσαν τη λεγόμενη «Νέα Αριστερά» και ξεκίνησαν μια καθολική ιδεολογική επίθεση εναντίον των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, αντιμετωπίζοντας το φεμινισμό και το μαρξισμό από μια ανοιχτά μικροαστική και αντισοβιετική θέση.

Ήταν ακριβώς εκείνη την εποχή που το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα έμπαινε σε μια σοβαρή κρίση, η οποία ξεκίνησε με την προώθηση των ρεβιζιονιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), η οποία θα βάθαινε με τη μαοϊκή διάσπαση και το θρίαμβο του ευρωκομουνιστικού ρεβιζιονισμού σε μια ολόκληρη σειρά κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο. Το κομμουνιστικό κίνημα έχασε την πρωτοπόρα θέση του εν γένει και συγκεκριμένα στην πάλη για την απελευθέρωση της γυναίκας.

Το φαινόμενο αυτό έφτασε στην Ισπανία με κάποια καθυστέρηση, τη δεκαετία του ’70, βρίσκοντας ένα απαράμιλλο έδαφος για την αναπαραγωγή του. Η ευρωκομμουνιστική στροφή του ΚΚ Ισπανίας και η ύπαρξη μιας γενιάς που ξεκινούσε να μπαίνει στο πανεπιστήμιο και στην οποία ο φασισμός αρνούταν τις πιο βασικές ελευθερίες, δημιούργησε τις ιδανικές συνθήκες για τη γέννηση μιας σειράς οργανώσεων από τη λεγόμενη άκρα Αριστερά, οι οποίες αγκάλιασαν τις μικροαστικές θεωρίες σχετικά με το ζήτημα των γυναικών και τις περισσότερες από τις απόψεις της Νέας Αριστεράς, μεταξύ των οποίων ήταν το Κομμουνιστικό Κίνημα Ισπανίας (MCE), το Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PTE), η Κομμουνιστική Οργάνωση Ισπανίας-Κόκκινη Σημαία (OCE-BR), η Επαναστατική Οργάνωση Εργατών (ORT), η Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR) κλπ.

Οι αγώνες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν εμφανείς τις ειδικές συνθήκες της καταπίεσης των γυναικών και να κατακτήσουν μερικούς στόχους. Εντούτοις, εν μέσω της κρίσης του ΚΚΙ, τα μέλη και οι Οργανώσεις που επέμεναν στην υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού δεν ήταν τότε σε θέση ν’ ανταποκριθούν με την αναγκαία αποφασιστικότητα στις ιδεολογικές επιθέσεις που γίνονταν, τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά, να διαμορφώσουν τη δική τους θέση και να δώσουν στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών το αναγκαίο βάθος με μια επαναστατική προοπτική.

Το γυναικείο ζήτημα δεν εξαφανίστηκε από την κομμουνιστική πολιτική. Στο Συνέδριο Ενότητας των Κομμουνιστών στη Μαδρίτη, στις 13-15 Γενάρη 1984, εγκρίθηκε Ψήφισμα για την απελευθέρωση των γυναικών, όπου τοποθετούνταν σωστά τόσο η ανησυχία του Κόμματος όσο και η προσέγγιση των εργασιών. Σε αυτό το ψήφισμα, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:

«Το γυναικείο ζήτημα είναι μια πτυχή της πάλης μας γύρω από την οποία υπάρχει πολλή σύγχυση. Η καταπίεση των γυναικών ξεκινά από τη στιγμή της εμφάνισης της ατομικής ιδιοκτησίας, εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας και αποκτά ένα νέο χαρακτηριστικό στον καπιταλισμό.

Εμείς, ως οργάνωση που παλεύει για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, θα πρέπει να εξετάζουμε επίσης από επαναστατική σκοπιά το πρόβλημα της διπλής καταπίεσης των γυναικών...»

Αλλά τα γεγονότα στην ΕΣΣΔ, η προώθηση της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ, οι απόπειρες διάλυσης του Κόμματος και, τέλος, ο αντεπαναστατικός θρίαμβος στο μεγαλύτερο μέρος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, βύθισαν το Κόμμα μας και το σύνολο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος σε μια σοβαρή κρίση, που έφερε μαζί της μια ακραία πολιτική-ιδεολογική αποδυνάμωση. Επομένως, οι επιθέσεις κατά του μαρξισμού-λενινισμού εκ μέρους της Νέας Αριστεράς και από κάθε είδους μικροαστικές οργανώσεις, τόσο στο πεδίο της πάλης για χειραφέτηση των γυναικών όσο και σε άλλους τομείς, παρέμειναν στην πλειοψηφία τους αναπάντητες. Αυτές οι επιθέσεις, όπως συνέβη σε άλλες εποχές στην ιστορία της ταξικής πάλης, επικεντρώθηκαν σε τρεις βασικές πτυχές:

  • Το λενινιστικό μοντέλο του Κόμματος.
  • Τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου.
  • Τη δικτατορία του προλεταριάτου και τις σοσιαλιστικές χώρες.

Αν ανατρέξουμε στη φεμινιστική, αστική και μικροαστική ιστοριογραφία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, γίνονται επιθέσεις ενάντια σε αυτούς τους τρεις πυλώνες του μαρξισμού-λενινισμού. Εν ολίγοις, η αστική τάξη δεν μπόρεσε ν’ αγνοήσει το γεγονός ότι εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο απαιτούσαν το τέλος των διακρίσεων και της καταπίεσης των οποίων είναι θύματα, ότι γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτό το γεγονός ότι η χειραφέτηση των γυναικών περνάει από την κατάργηση του καθεστώτος της εκμετάλλευσης και, κατά συνέπεια, ανέπτυξε μια μεγάλη προσπάθεια ώστε να παρεκκλίνουν οι αγώνες για τη χειραφέτηση προς μερικούς στόχους, καταφεύγοντας στην ιδεολογική παραπλάνηση.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, οι θέσεις που υποστήριζε η Νέα Αριστερά συνδυάζονταν με την άνοδο των μεταμοντέρνων θεωριών στα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς. Στις προηγούμενες επεξεργασίες, με τις οποίες τα Κομμουνιστικά Κόμματα αντιπαρατέθηκαν ανοιχτά, προστέθηκαν οι θεωρητικές προσεγγίσεις συγγραφέων όπως ο Τόνι Νέγκρι, ο Μάικλ Χαρντ, ο Σλαβόι Ζίζεκ κλπ. Ιδεαλιστικές και αντιδραστικές θέσεις που υποστηρίζουν κατά βάθος, αν και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ότι η συνείδηση καθορίζει την κοινωνική θέση, διαβεβαιώνοντας ότι οι ανισότητες είναι καρπός της αδυναμίας ν’ αξιοποιηθούν μεμονωμένα οι υπάρχουσες ευκαιρίες και όχι της σχέσης με τα μέσα της παραγωγής και της θέσης στην παραγωγική διαδικασία, αρνούμενες την ταξική κοινωνία.

5. Η σημερινή κατάσταση του κινήματος για τη χειραφέτηση των γυναικών στην Ισπανία

Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας που περιγράφηκε, το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών βρίσκεται βυθισμένο εδώ και χρόνια σε μια σοβαρή κρίση:

  • Ο συγκεκριμένος ρόλος των εργαζόμενων γυναικών και οι ταξικές προσεγγίσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτα ή μειοψηφούν έντονα μέσα στο κίνημα, στο οποίο κυριαρχούν μικροαστικές θέσεις.
  • Δεν υπάρχει οργανωτικό σημείο αναφοράς σ’ επίπεδο κράτους, αντιθέτως, η γενική τάση είναι η διασπορά σε πολλές ενώσεις και πλατφόρμες σε τοπικό, κλαδικό και, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, περιφερειακό επίπεδο ή σ’ επίπεδο αυτόνομων κοινοτήτων.
  • Οι κρατικές οργανώσεις αποτελούν διαύλους προβολής ορισμένων πολιτικών κομμάτων, όπως στην περίπτωση του Ιδρύματος για τις Γυναίκες αναφορικά με το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ^ΟΕ) ή του Δημοκρατικού Κινήματος Γυναικών, που ανασυγκροτήθηκε από το ΚΚ Ισπανίας το 2013 χωρίς να έχει σημαντική οργανωτική κατάσταση.
  • Η κομμουνιστική παρουσία στο κίνημα είναι εξαιρετικά αδύναμη, χωρίς να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο σε υπάρχουσες οργανώσεις και πλατφόρμες, εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις και περιοχές.

Ξεκινώντας από τον καθοριστικό χαρακτήρα που παίζει στην κομμουνιστική στρατηγική η ένταξη της εργαζόμενης γυναίκας στη γενική ταξική πάλη, καθώς και η οργάνωση ενός κινήματος για τη χειραφέτηση των γυναικών που να καθιστά τον καθημερινό αγώνα για τις διεκδικήσεις τους μέρος της διαδικασίας συσσώρευσης δυνάμεων και ταξικής ανασύνταξης, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί με σαφήνεια η τακτική που πρέπει καθοδηγεί τη δράση των κομμουνιστών στη χώρα μας.

6. Ο γενικός προσανατολισμός της δουλειάς του Κόμματος

6.1. Η σχέση μεταξύ της ταξικής πάλης και των ειδικών διεκδικήσεων των γυναικών

Μεταξύ της γενικής πάλης για την πολιτική εξουσία και της συγκεκριμένης για τη χειραφέτηση των γυναικών υπάρχει μια διαλεκτική σχέση. Ο αγώνας για το μετασχηματισμό του κόσμου, για τον τερματισμό του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι ένας κοινός αγώνας αντρών και γυναικών που απαιτεί μια μόνιμη και αποφασιστική πάλη ενάντια στην ανισότητα στο πεδίο της οικονομικής βάσης - αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου καταμερισμού της εργασίας με βάση το φύλο- και στον αντίκτυπό του στις οπισθοδρομικές ιδέες και πρακτικές, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση του νέου ανθρώπου και της νέας γυναίκας και τη διαμόρφωση προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων με βάση την αδελφοσύνη, τον αμοιβαίο σεβασμό και την ισότητα.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε την ανάγκη να εμβαθύνει η πάλη για συγκεκριμένες διεκδικήσεις των γυναικών, η πάλη για συγκεκριμένους στόχους που να συμβάλλουν στη βελτίωση των άμεσων συνθηκών διαβίωσής τους, στην κατανόηση της καταπίεσης την οποία υφίστανται και στην ανάπτυξη της πολιτικής και κοινωνικής συνείδησής τους. Αλλά, όπως αναφέρθηκε στις θέσεις του 9ου Συνεδρίου μας, «στον αγώνα για τα άμεσα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και για τη βελτίωση της ζωής του, το Κόμμα μας δε δημιουργεί προσδοκίες ρεφορμιστικού τύπου μέσα στην εργατική τάξη. Την ίδια στιγμή που επεξεργάζεται σε βάθος κάθε διεκδίκηση, το Κόμμα τονίζει την αδυναμία επίτευξης μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο ενός χειραφετημένου μέλλοντος στο οποίο να ικανοποιούνται οριστικά οι προσδοκίες των πλειοψηφιών, καθοδηγώντας και εισάγοντας κάθε επιμέρους αγώνα στη γενική διαδικασία της επαναστατικής οργανωμένης πάλης για το σοσιαλισμό, ως μια διαλεκτική διαδικασία με προόδους και πισωγυρίσματα».

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών δεν πρέπει να υποβιβαστεί σε καμιά περίπτωση σε ιδιαίτερα προβλήματα. Αυτό θα οδηγούσε στην απομόνωσή του από το γενικό αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης και κοινωνικής εκμετάλλευσης και στη δημιουργία της αντιδραστικής αυταπάτης ότι η ισότητα μπορεί να κατακτηθεί μέσα στα πλαίσια αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Ο αγώνας για την ικανοποίηση των ειδικών διεκδικήσεων των γυναικών θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας όσο περισσότερο ενσωματώνεται στο γενικό αγώνα για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, ο οποίος, εκτός από την υλική βάση για την εξαφάνιση της ταξικής κοινωνίας, θέτει ως ιστορικό καθήκον την απελευθέρωση των γυναικών απ’ όλες τις μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ζήτημα που αφορά μόνο τις γυναίκες, αλλά, αντίθετα, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που πρέπει ν’ αφορά ολόκληρο το επαναστατικό κίνημα.

Η Ινέσα Αρμάντ, προλετάρια ηγέτιδα και υπεύθυνη του πρώτου Τμήματος για τις Γυναίκες στη ρωσική επανάσταση, δήλωσε ότι «αν η απελευθέρωση των γυναικών είναι αδιανόητη χωρίς τον κομμουνισμό, ο κομμουνισμός είναι αδιανόητος χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών».

Με λίγα λόγια, η γενική πάλη βαθαίνει στο βαθμό που ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών ενισχύεται και, επίσης, η απελευθερωτική πάλη των γυναικών θα είναι ισχυρότερη όσο πιο στενά συνδέεται με τη συνολική πάλη για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, όσο πιο σταθερές και συνεκτικές είναι οι οργανικές βάσεις της.

6.2. Η πάλη για την ένταξη των γυναικών στην παραγωγή

Μια από τις βασικές πτυχές του κομμουνιστικού προγράμματος και υλική προϋπόθεση για τη χειραφέτηση των εργαζόμενων γυναικών είναι η μαζική τους ένταξη στην παραγωγή, με ίσα δικαιώματα με τους άντρες της εργατικής τάξης και με τη διασφάλιση συνθηκών εργασίας που να επιτρέπουν την οικονομική τους ανεξαρτησία.

Η πρόσβαση των γυναικών στην εργασία και στην επαγγελματική ολοκλήρωση αποτελεί αντικειμενική προϋπόθεση για την ισότητα αντρών και γυναικών μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία, μαζί με την ισότητα στην εργασία, στην πολιτική δράση, στον πολιτισμό και στη ζωή. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην εργασία και η ιστορική διεκδίκηση που συμπυκνώνεται στο σύνθημα ίση αμοιβή για ίση εργασία είναι βασικά στοιχεία της κομμουνιστικής πάλης για τη χειραφέτηση των γυναικών.

Προηγουμένως αναφέρθηκε ότι η ένταξη των γυναικών στην παραγωγή στον καπιταλισμό έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα. Αυτός ο συγκεκριμένος καταμερισμός της εργασίας με βάση το φύλο έχει γίνει αντιληπτός σαφώς με την πρόσφατη καπιταλιστική κρίση, η οποία έχει επηρεάσει ιδιαίτερα σοβαρά τη ζωή και τη δουλειά των γυναικών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που αμείβονται χειρότερα, βλέποντας το μισθό τους να μειώνεται, έχουν πληγεί από τη μερική απασχόληση και την πρόσληψη στην παραοικονομία, με την τιμή της εργατικής τους δύναμης κάτω από το κόστος της αναπαραγωγής, πράγμα που σημαίνει φτώχεια και οικονομική εξάρτηση.

Ως εκ τούτου, η διεκδίκηση του δικαιώματος στην εργασία για τη γυναίκα εργάτρια και η πάλη για τα εργασιακά της δικαιώματα αποκτά ουσιαστική σημασία για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο, η πρόσβαση στην εργασία, όντας αντικειμενική προϋπόθεση για τη χειραφέτηση των γυναικών, δεν είναι από μόνη της επαρκής προϋπόθεση για την εξαφάνιση της καταπίεσης λόγω φύλου. Συχνά οι γυναίκες εργάζονται οχτώ ή περισσότερες ώρες στο εργοστάσιο, στον τομέα των υπηρεσιών ή στην ύπαιθρο και στη συνέχεια πέφτουν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο πάνω τους όλες οι αναπαραγωγικές εργασίες, η φροντίδα για τα παιδιά, τους εξαρτώμενους συγγενείς και του άντρα. Αυτό όχι μόνο καταπιέζει την εργαζόμενη γυναίκα με μια γενική έννοια, αλλά καθιστά δύσκολη την τακτική συμμετοχή της στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Με αυτήν την έννοια, η ιστορική πάλη του κομμουνιστικού κινήματος για την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας αποκτά αποφασιστική σημασία και γίνεται εξαιρετικά επίκαιρη, διευκολύνοντας έτσι την ένταξη των γυναικών μαζικά στην επαναστατική πάλη.

Η καταπίεση των εργαζόμενων γυναικών δε βρίσκεται μόνο στον επαγγελματικό ή στον οικονομικό τομέα, αν και εκεί βρίσκεται η κύρια αντίθεση, αλλά αντικατοπτρίζεται στο κοινωνικό εποικοδόμημα, αποδίδοντας έναν κοινωνικό ρόλο στις γυναίκες που βασίζεται στην ανισότητα και στην καταπίεση. Ως εκ τούτου, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν εξασφαλίζει αυτόματα και οριστικά την υπέρβαση του δευτερεύοντα ρόλου της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία, γιατί μετά από την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα επιβιώνουν ακόμη στη συνείδηση και στις συνήθειες ευρέων κοινωνικών στρωμάτων φαλλοκρατικές προκαταλήψεις που οδηγούν σε κοινωνικές πρακτικές καταπίεσης.

Επομένως, είναι απαραίτητο ν’ αντιμετωπιστεί η φαλλοκρατία μέσα στην εργατική τάξη και στις οργανώσεις της ως ουσιώδες στοιχείο στην πάλη για την άνοδο της επαναστατικής συνείδησης, ως μέρος της ανάγκης, την οποία επισήμανε ο Λένιν, να τεθεί σ’ εφαρμογή μια συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη πολιτική για τις εργαζόμενες γυναίκες.

6.3. Η σημασία της κοινωνικοποίησης της αναπαραγωγικής εργασίας

Ενάντια σε ορισμένες μικροαστικές θέσεις που υποστηρίζουν την αμοιβή της οικιακής εργασίας, με συνέπεια την προλεταριοποίηση των γυναικών μέσα στο σπίτι και την αναπαραγωγή ρόλων, υπερασπιζόμαστε την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας ως δεύτερη αντικειμενική προϋπόθεση για την πλήρη χειραφέτηση των εργαζόμενων γυναικών και την καταστροφή του αστικού μοντέλου οικογένειας.

Η ανάλυση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ως ουσιαστικό μέρος της καπιταλιστικής οικονομικής λειτουργίας είναι αναγκαία για να κατανοήσουμε την καταπίεση των γυναικών. Σήμερα οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης που θα επέτρεπε χωρίς προβλήματα, εφαρμόζοντας τις επιστημονικές-τεχνικές εξελίξεις στην αναπαραγωγική εργασία και αφιερώνοντας σε αυτήν ένα πολύ μικρό ποσοστό εργατικής δύναμης -ισότιμα κατανεμημένης- την κοινωνική ικανοποίηση της κοινωνικής ανάγκης που περικλείει κάθε αναπαραγωγική εργασία. [1]

Το αίτημα για συλλογικά πλυντήρια, λαϊκές τραπεζαρίες, παιδικούς σταθμούς και άλλα κέντρα εκπαίδευσης και σπουδών, φροντίδας των ηλικιωμένων και των εξαρτώμενων ατόμων, για επαρκείς και κατάλληλους χώρους γι’ αθλητικές δραστηριότητες και αναψυχή για το λαό κλπ. σήμερα αντιμετωπίζει μετωπικά τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που σε συνθήκες έντονης κρίσης βρήκαν σε όλους αυτούς τους τομείς αυτό που υποκριτικά ονομάζουν «νέα αγορά», προσφέροντας ιδιωτικά αυτές τις υπηρεσίες και εμπορεύματα σε αυτούς που μπορούν να τα αγοράσουν.

Η κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας δοκιμάστηκε μ’ επιτυχία σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες και ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση, πράγμα που μας προσφέρει πολλά και πλούσια παραδείγματα από τις νέες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται η πάλη για τη χειραφέτηση των γυναικών, ενταγμένων πλέον μαζικά στην παραγωγή και απαλλαγμένων από τις αλυσίδες των δουλειών του σπιτιού:

  • Πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση το 83,4% των Ρωσίδων ήταν αναλφάβητες. Το 1982 το 59% των ατόμων που ολοκλήρωναν εξειδικευμένες και ανώτατες σπουδές ήταν γυναίκες και ο αναλφαβητισμός είχε εξαλειφτεί εντελώς δεκαετίες πριν.
  • Το 1982 οι γυναίκες αντιπροσώπευαν το 51% του συνόλου της εργατικής τάξης και του προσωπικού που εργαζόταν στην ΕΣΣΔ.
  • Η ανεργία είχε πλήρως εξαλειφτεί και μπήκε τέλος σε κάθε μισθολογικό χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών, με την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
  • Αναγνωρίστηκαν δικαιώματα επιδόματος ανά εξαρτημένο τέκνο, άδειας μετ’ αποδοχών για τη μητρότητα, σύνταξη πέντε χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι οι άντρες και με πέντε χρόνια υπηρεσίας λιγότερα, που μειωνόταν ακόμη περισσότερο σε ιδιαίτερα βαριές εργασίες.
  • Η παιδεία ήταν εντελώς δωρεάν, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων, της μεταφοράς, της εστίας σε πολλές περιπτώσεις, με δωρεάν λέσχες σίτισης ή με συμβολικές τιμές κ.ά.
  • Η ιατρική περίθαλψη του πληθυσμού ήταν εντελώς δωρεάν, με μια σειρά παροχών για τις γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, για τα γηρατειά και γι’ ασθένειες.
  • Δημιουργήθηκε ένα δίκτυο κέντρων εκπαίδευσης, παιδικών σταθμών και νοσοκομείων για παιδιά, ψυχαγωγικών ιδρυμάτων και κατασκηνώσεων για τους πρωτοπόρους τόσο στους τόπους κατοικίας όσο και εργασίας, δωρεάν ή με συμβολικές τιμές.
  • Έγιναν σχέδια για να δοθούν στις οικογένειες ηλεκτρικές συσκευές, με σκοπό να διευκολυνθεί η αναπαραγωγική εργασία και η μείωση του χρόνου που δαπανάται γι’ αυτά τα καθήκοντα.
  • Αναπτύχθηκαν θεαματικά οι συλλογικές υπηρεσίες (πλυντήρια, νηπιαγωγεία, τραπεζαρίες κλπ.), τα πολιτιστικά ιδρύματα, τα κέντρα διασκέδασης και αναψυχής (τόσο στο χώρο εργασίας όσο και κατοικίας) και η βελτίωση της ποιότητάς τους αναπτύχθηκε θεαματικά στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του λαού.
  • Το 1976 συστάθηκαν σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας, από τα Ανώτατα Σοβιέτ μέχρι τα Τοπικά, μόνιμες επιτροπές αντρών και γυναικών βουλευτών, υπεύθυνων για τη μελέτη θεμάτων που σχετίζονταν με την εργασία και τη ζωή των γυναικών, την προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Επιπλέον, είχαν πλήρη δικαιώματα και εξουσίες για τη λήψη αποφάσεων, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της τήρησής τους.

Αυτά και πολλά άλλα παραδείγματα προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, με την υπεράσπιση της ανωτερότητας του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και σε αυτόν τον τομέα.

Ταυτόχρονα με τη διεκδίκηση και επεξήγηση του καθοριστικού χαρακτήρα της κοινωνικοποίησης της αναπαραγωγικής εργασίας, η διεκδίκηση εντός του καπιταλισμού διαφόρων προτάσεων κοινωνικοποίησης προσφέρει αμέτρητες ευκαιρίες να δουλέψουμε στις γειτονιές των πόλεών μας και στην ύπαιθρο, καθώς μας επιτρέπει ν’ ανοίξουμε μια γραμμή επίθεσης ενάντια στον καπιταλισμό με βάση τις άμεσες ανάγκες του λαού -και ιδιαίτερα των εργαζόμενων γυναικών- και συγκέντρωσης δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Όπως είπαμε, η κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας θα κάλυπτε τις περισσότερες υλικές ανάγκες και είναι μια αντικειμενική προϋπόθεση για να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση της χειραφέτησης των εργαζομένων γυναικών. Αλλά από μόνη της δε λύνει όλες τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης στην οικογένειά τους και στην προσωπική τους ζωή. Ακόμη και αν επιτευχθεί η μαζική ένταξη των γυναικών στην παραγωγική εργασία και η κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας, κάτι που είναι αδύνατο να επιτευχτεί στον καπιταλισμό, μένει να επιλυθεί το ζήτημα των προσωπικών σχέσεων και της συμβίωσης μέσα στην οικογένεια.

Υπάρχουν πολλές γυναίκες και οικογένειες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που, λόγω των όρων και ωραρίων εργασίας τους, έχουν πολύ μειωμένο ή σχεδόν ανύπαρκτο χρόνο ν’ ασχοληθούν με τα παιδιά τους, τα εξαρτώμενα μέλη λόγω ηλικίας ή ασθενείας ή την οικογένεια γενικά. Αρκεί ως παράδειγμα ν’ αναφέρουμε τις εκατοντάδες χιλιάδες γυναικών που εργάζονται στον τουρισμό, με ωράρια που εμποδίζουν τη σύνδεσή τους με την οικογένεια και τα παιδιά πέρα από τον περιορισμένο χρόνο ανάπαυσης που έχουν στη διάθεσή τους.

Έτσι, στην πράξη μας και στο λόγο μας για την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας, ενώ συμμετέχουμε στους αγώνες για την πραγματική αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων για όλες τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πρέπει να τονίσουμε ως ένα κεντρικό στοιχείο ότι μόνο στο σοσιαλισμό, με την κοινωνικοποίηση και τον Κεντρικό Σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να επιλυθεί η λεγόμενη συμφιλίωση της επαγγελματικής, οικογενειακής και προσωπικής ζωής των γυναικών και των αντρών, υποτάσσοντας τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας στις κοινωνικές ανάγκες και προσωπικές-οικογενειακές ανάγκες που πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν επί ίσοις όροις.

7. Βασικές γραμμές δουλειάς για την πάλη των κομμουνιστών για την απελευθέρωση των γυναικών

Ο ρόλος των κομμουνιστριών και η όλη δομή του Κόμματος είναι αναντικατάστατα στον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών, ώστε οι εργαζόμενες και όλες οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων ν’ αντιληφτούν ότι η καταπολέμηση της ανισότητας και της καταπίεσης, η πάλη για τα δικαιώματά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό.

Ως εκ τούτου, οι βασικές γραμμές δουλειάς μας είναι οι εξής:

  1. Η επαναστατική πάλη για κοινωνικούς μετασχηματισμούς με στόχο τη μαζική ένταξη των γυναικών στην παραγωγή, για τα εργασιακά τους δικαιώματα και την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας, που αποτελούν τη βάση και το βασικό δυναμικό παράγοντα για την προώθηση της διαδικασίας χειραφέτησης των εργαζομένων γυναικών και της σχέσης τους με τη γενική πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
  2. Η πάλη ολόκληρου του Κόμματος στην πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και ιδεολογική σφαίρα ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης, διακρίσεων και καταπίεσης των εργαζόμενων γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της πορνείας.
  3. Προώθηση της ενεργού συμμετοχής των εργαζόμενων γυναικών και των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων στις τάξεις του Κόμματος και των Κολεκτίβων Νέων Κομμουνιστών (CJC) σε όλα τα μέτωπα δουλειάς και σε όλα τα επίπεδα ευθύνης. Να οριστούν υπεύθυνοι σε κάθε Οργάνωση και σε κάθε επίπεδο της καθοδήγησης, ανάλογα με το ρυθμό ανάπτυξής τους, για την οργάνωση και τη συστηματική παρακολούθηση της δουλειάς για τις μάζες των εργαζόμενων γυναικών και των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων.
  4. Η οργάνωση και κινητοποίηση των γυναικών από το Κόμμα και τις Κολεκτίβες Νέων Κομμουνιστών στην πάλη για την υπεράσπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων τους και για συγκεκριμένους και άμεσους στόχους, κατά προτίμηση που να σχετίζονται με ό,τι αναφέρεται στο σημείο 1.
  5. Η αποφασιστική συμμετοχή των κομμουνιστριών στη δημιουργία και στην ανάπτυξη των γυναικείων οργανώσεων.

8. Η πάλη για τη χειραφέτηση των γυναικών στην επαναστατική στρατηγική του ΚΚΛΙ

Ο επαναστατικός θρίαμβος στην Ισπανία, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, είναι αδύνατος χωρίς μια ισχυρή συμμετοχή της εργάτριας γυναίκας, που πρέπει να διαδραματίσει καθοδηγητικό ρόλο στο γενικό κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών. Και για να συμβεί αυτό, οι κομμουνίστριες και όλο το κομματικό δυναμικό θα πρέπει να διαδραματίσουν πρωτοπόρο ρόλο, προσαρμόζοντας την τακτική ανά πάσα στιγμή για να γίνουν βήματα προς την κατεύθυνση του στρατηγικού στόχου: Την κατάληψη της εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Όσον αφορά στο θέμα των γυναικών, όπως και στα υπόλοιπα μαζικά μέτωπα, έχουν περάσει οι εποχές της αντίστασης, όταν ήταν αρκετή η διατήρηση ενός γενικού προσανατολισμού. Είναι ζωτικής σημασίας ν’ ανακτηθεί μια πρωτοπόρα θέση που να επιτρέπει την προετοιμασία της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης. Σήμερα η ανάπτυξη της ταξικής πάλης απαιτεί το Κομμουνιστικό Κόμμα να επεξεργαστεί συγκεκριμένα σχέδια δράσης σε κάθε τομέα.

Το γυναικείο ζήτημα, όπως και όλα τα ζητήματα για τα οποία παρεμβαίνουν οι κομμουνιστές, διέπεται από το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, την εποχή της προλεταριακής επανάστασης. Σήμερα τάσσονται αντιμέτωπες δυο κοινωνικές τάξεις: Το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη. Τα ενδιάμεσα στρώματα, από την αντικειμενική άποψη των υλικών συνθηκών ζωής τους, είναι εν δυνάμει σύμμαχοι της εργατικής τάξης, αλλά ως επί το πλείστον υιοθετούν πολιτικές θέσεις που ευνοούν την καπιταλιστική κυριαρχία. Μπροστά σε αυτήν την τάξη πραγμάτων, το Κόμμα μας εργάζεται για τη συγκέντρωση των ταξικών δυνάμεων σε κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλισμού, της εξουσίας των μονοπωλίων στην Ισπανία, για την καταστροφή του αστικού κράτους και όλων των μηχανισμών κυριαρχίας και καταπίεσης που αυτό διαθέτει.

Χωρίς πολιτική συμμαχιών δεν υπάρχει πιθανότητα σοβαρής προσέγγισης σχετικά με την κατάληψη της εξουσίας. Γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί το γεγονός ότι οι ιδέες μας είναι δίκαιες, αλλά είναι απαραίτητο να έχουμε τη δύναμη και την απαραίτητη οργάνωση για να θριαμβεύσουν οι ιδέες, αγωνιζόμενοι για ν’ αλλάξουμε το συσχετισμό των δυνάμεων. Έχουμε ως βάση το γεγονός ότι αυτό το μέτωπο δεν είναι το άθροισμα των υφιστάμενων αδυναμιών, αλλά η συμμαχία των καταπιεσμένων στρωμάτων. Μεταξύ αυτών των καταπιεσμένων στρωμάτων βρίσκονται οι γυναίκες της εργατικής τάξης και του λαού, που καλούνται να ενταχτούν στην κοινωνική συμμαχία που οικοδομούμε για να προχωρήσει η οργάνωση της αντεπίθεσης, που θα οδηγήσει στην εργατική-λαϊκή εξουσία και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

9. Επίλογος. Η ανάγκη να συνεχίσουμε να εμβαθύνουμε στην ανάλυση

Τέλος, θέτουμε δυο ζητήματα που, λόγω του πολιτικού-ιδεολογικού εύρους τους, θα πρέπει να μελετηθούν περισσότερο από το Κόμμα μας, αλλά επί των οποίων σημειώνουμε κάποιες πρώτες σκέψεις.

Το ζήτημα της πατριαρχίας

Η θεωρία της πατριαρχίας δεν έχει μαρξιστική προέλευση. Ούτε οι Ένγκελς, Μπέμπελ, Τσέτκιν, Κολοντάι, ούτε οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε μαρξιστής ή μαρξίστρια θεωρητικός δε διατύπωσαν τη θεωρία αυτήν, η οποία δε είχε αποδοχή στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ούτε στο παρελθόν, ούτε σήμερα.

Για τον Ένγκελς, για παράδειγμα, η αναφορά στην πατριαρχία ή στη μητριαρχία περιορίζεται κατά βάση στην κατανομή της εξουσίας μέσα στην οικογένεια με βάση το φύλο [2], ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό της καταγωγής των παιδιών, ακολουθώντας τη μητρική γραμμή (μητρογραμμική) ή πατρική γραμμή, η οποία έχει άμεση σχέση με το μοντέλο οικογένειας (πολυγαμικό ή μονογαμικό) και την καταγωγή της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία θα καθιστούσε ιδιαίτερα σημαντικό αυτόν τον προσδιορισμό της καταγωγής για να εξασφαλιστεί η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας από γενιά σε γενιά μέσω του θεσμού της κληρονομιάς και που αρνούταν και αρνείται τη σεξουαλική ελευθερία των γυναικών.

Από τη δεκαετία του ’60 του περασμένου αιώνα και, όπως επισημάνθηκε, με μια μη μαρξιστική προέλευση αρχίζει να θεωρητικοποιείται η ύπαρξη ενός πατριαρχικού συστήματος (θεωρία της πατριαρχίας) που θα συνυπήρχε με την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος και, στο παρελθόν, με τους υπόλοιπους κοινωνικούς σχηματισμούς που υπήρχαν σε όλη την Ιστορία.

Η χρήση της κατηγορίας της πατριαρχίας δεν έχει αναλυθεί αρκετά καλά από το ΚΚΛΙ, αλλά υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού και σύμφωνα με τις μαρξιστικές θεωρητικές εξελίξεις που έχουν εισαχτεί στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, του οποίου είμαστε μέρος (πέρα από ορισμένες θεωρίες που υποστηρίζουν τροτσκιστικές, μαοϊκές και άλλες ομάδες, άσχετες με το μαρξισμό-λενινισμό), καταλαβαίνουμε ότι η υπεράσπιση ενός κοινωνικού συστήματος ξέχωρα από τον τρόπο παραγωγής δεν είναι συνεπής με την ιστορική υλιστική αντίληψη του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.

Πρέπει, επίσης, να γίνεται κατανοητό ότι στο βαθμό που η καταπίεση των γυναικών, που εντάσσονται σ’ ένα συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας με βάση το φύλο, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και ο δευτερεύον χαρακτήρας της γυναικείας εργατικής δύναμης στην καπιταλιστική παραγωγή έχει μια συγκεκριμένη αντανάκλαση στο επίπεδο του νομικού, ηθικού, θρησκευτικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος, θα μπορούσε τότε να γίνεται λόγος για πατριαρχική ιδεολογία. Ως ένα σύνολο από ιδέες, αξίες, συνήθειες κλπ. που αποτελούν ιδεολογική αντανάκλαση στο εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας ενός συγκεκριμένου καταμερισμού της εργασίας με βάση το φύλο στον καπιταλισμό, με στόχο τη διαιώνιση των συνθηκών καταπίεσης των εργαζόμενων γυναικών και μαζί με αυτές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στο σύνολό της.

Χρησιμοποιώντας τον όρο πατριαρχία, πρέπει ν’ αποφεύγεται να γίνεται αναφορά σε αυτόν σα να πρόκειται για ένα κοινωνικό σύστημα ή μια δομή διαχωρισμένη από τον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, αντιπαλεύοντας ιδεολογικά τις έννοιες της «διπλής εκμετάλλευσης» -με την οικονομική έννοια- της «υπεραξίας με βάση το φύλο» κλπ. ή τις δηλώσεις ότι ο σοσιαλιστικός κομμουνιστικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός είναι το ίδιο πατριαρχικός με τους ταξικούς σχηματισμούς, όπως ο καπιταλισμός.

Το ζήτημα του «φεμινισμού»

Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση της έννοιας του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα -και όπως έχει ειπωθεί στο άρθρο αυτό- υπάρχουν διάφορα είδη φεμινισμού, αλλά αποτελούν όλα τους μια ιδεολογία. Αντίθετα, ο κομμουνισμός βασίζεται στο μαρξισμό-λενινισμό, που νοείται ως επιστήμη, ως κοσμοθεωρία ικανή να καλύπτει όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.

Σε όλη την Ιστορία το κομμουνιστικό κίνημα έχει μιλήσει γενικά για το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών ή για το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών, καταπολεμώντας το φεμινισμό ως έκφραση της θέσης των αστών γυναικών ενάντια στις γυναίκες προλετάρισσες. Αυτό συνέβη τόσο στο ΚΚ Ισπανίας, όσο και στο ΚΚΛΙ από τη γένεσή του. Στην πραγματικότητα, η γενίκευση της χρήσης του όρου φεμινισμός και η ονομασία της Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής για τη δουλειά στις γυναίκες προήλθε μετά από το 8ο Συνέδριο μετά από συζήτηση στην Κεντρική Επιτροπή (όχι στο Συνέδριο) στην οποία το όνομα της αντίστοιχης Επιτροπής τροποποιήθηκε από Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Γυναικών σε Φεμινιστική Επιτροπή. Το ζήτημα αυτό επιλύθηκε στο 11ο Συνέδριο.

Τα ζητήματα αυτά, που δεν έχουν συζητηθεί αρκετά, μερικές φορές οδήγησαν στο λάθος της σύγχυσης του υποκειμένου που καλείται να ενταχτεί στη λαϊκή συμμαχία. Στην περίπτωση αυτήν, το σφάλμα θα ήταν να συγχέουμε τις εργαζόμενες γυναίκες και τις γυναίκες που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα με την πολιτική-ιδεολογική θέση αυτών των γυναικών, ανάλογα με τον προσδιορισμό τους ως φεμινίστριες ή όχι ή ως προς την ταύτισή τους μ’ ένα ορισμένο είδος φεμινισμού. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο που καλείται να ενταχτεί στις γραμμές της λαϊκής συμμαχίας δεν είναι το φεμινιστικό κίνημα ή κινήματα, αλλά οι γυναίκες μ’ εργατική-λαϊκή καταγωγή και οι οργανώσεις τους.


[1] Ο Ένγκελς το 1885 είπε: «Η πραγματική ισότητα δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τους άντρες μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να πραγματοποιηθεί μόνο όταν η εκμετάλλευση και των δύο από το κεφάλαιο καταργηθεί και η ιδιωτική οικιακή εργασία μετατραπεί σε δημόσια βιομηχανία.»

[2] Ο Ένγκελς αναφέρει στην Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους ότι: «Η ανατροπή του μητρικού δικαίου ήταν η μεγάλη ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου σε όλο τον κόσμο. Ο άντρας άρπαξε τα ηνία στο σπίτι, η γυναίκα υποβαθμίστηκε, μετατράπηκε σε υπηρέτρια, σε σκλάβα της λαγνείας του άντρα, σ’ ένα απλό εργαλείο αναπαραγωγής. Αυτή η υποδεέστερη θέση των γυναικών, η οποία εκδηλώνεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων των ηρωικών χρόνων και ακόμη περισσότερο στους κλασικούς χρόνους, σταδιακά αναδιαμορφώθηκε, αποκρύφτηκε και, σε ορισμένες περιοχές, ακόμα και επικαλύφτηκε με ηπιότερες μορφές, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν καταργήθηκε.» Εκδόσεις Endymion, σελ. 56.