Ο φεμινισμός, ως πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, έχει αστική προέλευση και ξεκίνησε τη στιγμή που η αστική τάξη ήταν ανερχόμενη τάξη, προοδευτική τάξη. Από τις πρώτες νικηφόρες αστικές επαναστάσεις γεννήθηκε, ως η πρώτη φεμινιστική έκφραση, το «κίνημα των σουφραζετών», το οποίο επικεντρωνόταν στη μερική απαίτηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες και της νομικής ισότητας των γυναικών, αν και η επίσημη ανακήρυξη του κινήματος αυτού, συμβατικά, πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιούλη 1848, που υπεγράφη η Διακήρυξη του Seneca Falls στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Παράλληλα, η βιομηχανική επανάσταση έφερε μαζί της την ένταξη των γυναικών στη βιομηχανική εργασία, η οποία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστική τάξη -όπως και η παιδική εργασία- λόγω του μικρότερου κόστους της. Τότε γεννήθηκε ένα ταξικά συνειδητοποιημένο κίνημα προλεταρισσών γυναικών, που συνδέθηκε από το ξεκίνημά του με το γενικό επαναστατικό εργατικό κίνημα, το οποίο, ενώ διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες και τη νομική τους ισότητα, παράλληλα συνέδεε αυτά τα αιτήματα με τη γενική πάλη της εργατικής τάξης για τη χειραφέτησή της.
Στο βαθμό που σ’ ένα μεγάλο μέρος των καπιταλιστικών χωρών κατακτήθηκε το δικαίωμα ψήφου και αναγνωρίστηκε η τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου στον έναν ή στον άλλο βαθμό, το κίνημα των σουφραζετών διαλύεται, ως κίνημα που χαρακτηρίζεται από το αστικό του περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, που συνδέεται με την έννοια της ατομικότητας που είναι χαρακτηριστική της φιλελεύθερης πολιτικής παράδοσης, φτάνοντας στο τέλος του μετά από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ο ταξικός χαρακτήρας οδήγησε ορισμένες αστές φεμινίστριες ν’ αρνηθούν στη γυναίκα προλετάρισσα αυτό που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους.
Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών βρέθηκε, λοιπόν, στα χέρια του επαναστατικού εργατικού κινήματος, το οποίο από την αρχή αντιπαρατέθηκε ανοιχτά με τις αστικές θέσεις, ακόμη και σε διεκδικήσεις που περιστασιακά θα μπορούσαν να είναι κοινές, όπως η διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες. Σχετικά με αυτό, η Κλάρα Τσέτκιν στο έργο της Το γυναικείο ζήτημα και η πάλη ενάντια στο ρεφορμισμό δήλωσε:
«Η διεκδίκησή μας για το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες δεν είναι μια φεμινιστική διεκδίκηση, αλλά μια ταξική και μαζική διεκδίκηση του προλεταριάτου ... Το δικαίωμα ψήφου βοηθά τις αστές γυναίκες να ξεπεράσουν τα εμπόδια στην ανάπτυξη και στη δράση τους, υπό τη μορφή προνομίων για το αρσενικό φύλο. Για τις προλετάρισσες το δικαίωμα αυτό αποτελεί ένα όπλο για τη μάχη που πρέπει να διεξάγουν ώστε η ανθρωπότητα ν’ απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και την ταξική κυριαρχία.»
Ξεκίνησε μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από την πάλη του εργατικού κινήματος. Η Διεθνής των Σοσιαλιστριών Γυναικών διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, με το 1ο της Συνέδριο να πραγματοποιείται το 1907 και το 2ο το 1910. Στο 2ο οι κομμουνίστριες πρότειναν τον εορτασμό της Παγκόσμιας Μέρας Εργαζόμενων Γυναικών, που διοργανώθηκε για πρώτη φορά στις 19 Μάρτη 1911 και όπου, όπως είπε τότε η κομμουνίστρια Αλεξάνδρα Κολοντάι, «το σύνθημα σε αυτήν τη σημαντική κινητοποίηση ήταν το δικαίωμα ψήφου για τις εργαζόμενες και να ενώσουμε δυνάμεις στην πάλη για το σοσιαλισμό».
Ήταν στις 8 Μάρτη 1917 (23 Φλεβάρη με το γρηγοριανό ημερολόγιο) η μέρα που οι Ρωσίδες εργάτριες διαδήλωσαν στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ) ζητώντας ψωμί, την επιστροφή των στρατιωτών που είχαν σταλεί στο μέτωπο του πολέμου, ειρήνη και ανακήρυξη της δημοκρατίας, προκαλώντας τη διάδοση της απεργίας σε ολόκληρο το προλεταριάτο, μετατρέποντάς την σε εξέγερση που μετά από πέντε μέρες ανέτρεψε τον τσαρισμό.
Με το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 άρχισε η περίοδος μετάβασης στο σοσιαλισμό, η εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων. Η σοβιετική εξουσία ανύψωσε τις γυναίκες σε μια νέα κατάσταση και το παγκόσμιο επαναστατικό εργατικό κίνημα αγωνίστηκε έχοντας δεδομένα, όσον αφορά στις γυναίκες, τα αναμφισβήτητα επιτεύγματα του σοσιαλισμού στο δρόμο προς την οριστική υπέρβαση της καταπίεσης των γυναικών.
Δυο χρόνια μετά από τον επαναστατικό θρίαμβο, ο Λένιν επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα η σοβιετική εξουσία, σε μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης, έκανε περισσότερα για την απελευθέρωση των γυναικών και για την ισότητά τους με το «ισχυρό» φύλο απ’ όσα έκαναν επί 150 χρόνια όλα μαζί τα προοδευτικά, πολιτισμένα και «δημοκρατικά» αστικά καθεστώτα του κόσμου.
Η νομική θέσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών, το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα διαζυγίου, η κατάργηση του θρησκευτικού γάμου, το δικαίωμα έκτρωσης, η προστασία της μητρότητας ως κοινωνικής λειτουργίας, η προστασία της υγείας, το δικαίωμα στην εργασία, στην επιλογή επαγγέλματος, η ίση αμοιβή για ίση εργασία κλπ., επέτρεψε στις γυναίκες της Σοβιετικής Ένωσης και των υπόλοιπων χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου απαράμιλλη πρόοδο σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών στις καπιταλιστικές χώρες.
Εκατομμύρια γυναίκες αγωνίστηκαν μαζί με τους ταξικούς τους συντρόφους σε κάθε απεργία, κάθε διαδήλωση, κάθε καινούργια προσπάθεια επίθεσης στην εξουσία και, επίσης, στην αντιφασιστική αντίσταση. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ήταν υπεύθυνο για την οργάνωση της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών (FDIM) το 1945. Στη χώρα μας ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα που δημιούργησε τη Συσπείρωση Αντιφασιστριών Γυναικών το 1933 και αργότερα, σε πλήρη παρανομία, προώθησε τη δημιουργία του Δημοκρατικού Κινήματος Γυναικών (MDM) το 1965.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον αγώνα των προλεταρισσών γυναικών στην Ισπανία. Από τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Καταλονία το 19ο αιώνα, στα εργοστάσια καπνού στη Σεβίλλη, στη Βαλένθια και στο Αλικάντε, στα εργοστάσια κονσερβοποιίας των ακτών της Κανταβρίας και του Ατλαντικού, οι γυναίκες ήταν πάντα παρούσες στην προλεταριακή πάλη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις προόδους όλων των ειδών που κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας (δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, συνταγματική ισότητα για τα δύο φύλα στο γάμο, δικαίωμα διαζυγίου κλπ.), το ρόλο των γυναικών στα μέτωπα και στα μετόπισθεν στον εθνικό-επαναστατικό πόλεμο, στο αντιφασιστικό αντάρτικο, στην υποστήριξη των πολιτικών κρατουμένων και των οικογενειών τους, στην εξορία, στη μαζική πάλη ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, στο εργατικό και φοιτητικό κίνημα και σε καθεμιά από τις μάχες που διεξάγει καθημερινά η εργατική μας τάξη.
Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε το ρόλο των εργαζόμενων γυναικών από τις μέρες της Παρισινής Κομμούνας μέχρι σήμερα, τη σημασία που αποδίδει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο στην πάλη των γυναικών κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και όλων των μορφών καταπίεσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση που προώθησε το επαναστατικό εργατικό κίνημα σχετικά με τις διεκδικήσεις για πολιτικά, ατομικά και εργατικά δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών συνέβαλε στη δημιουργία της οργανικής βάσης της πάλης των εργαζόμενων γυναικών για συγκεκριμένες διεκδικήσεις, με συγκεκριμένους ταξικούς στόχους και ενταγμένες στην πάλη για το σοσιαλισμό σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από τη μαζική ένταξη των γυναικών στη βιομηχανική εργασία όπου η ανάπτυξη και η ενίσχυση του κομμουνιστικού κινήματος οδήγησε στην εντατικοποίηση του αγώνα των γυναικών για καλύτερες συνθήκες εργασίας και για κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.
Η αστική τάξη δεν ξεχνά τον επαναστατικό χαρακτήρα της προόδου στον τομέα της χειραφέτησης των γυναικών, που είναι βαθιά συνδεδεμένος με την πάλη των εργαζόμενων γυναικών και του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο σύνολό του. Και ακριβώς γι’ αυτό αποκρύπτεται αυτή η ιστορία αγώνων με φαντασιακά κατασκευάσματα ότι το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού κερδήθηκε το δικαίωμα ψήφου, με τη διάλυση του κινήματος των σουφραζετών και επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60.
Με τη γέννηση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Νέας Αριστεράς (New Left) και τη μεταφορά της στην Ευρώπη στη θέρμη των αγώνων του Μάη του ’68, άρχισε να γίνεται λόγος από την αστική ιστοριογραφία για ένα Δεύτερο Φεμινιστικό Κύμα, που νοείται ως ένα από τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα, που καλούνται ν’ αμφισβητήσουν την κεντρική θέση του εργατικού κινήματος και την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Οι θέσεις του βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ στο έργο της Το δεύτερο φύλο, στη βάση του υπαρξισμού, σε συνδυασμό με μια συγκεκριμένη ερμηνεία των φυλετικών κινημάτων στις ΗΠΑ, με τον πασιφιστικό αγώνα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις θέσεις του κινήματος των χίπηδων. Στην Ευρώπη, με τη βοήθεια της Σχολής της Φρανκφούρτης και συγγραφέων όπως ο Βίλχελμ Ράιχ, έγιναν προσπάθειες να συντεθούν αυτές οι θεωρίες με τις θέσεις της νέας ψυχαναλυτικής σχολής και είχαν μια κάποια επιρροή σε μικροαστικές οργανώσεις με αναρχική, τροτσκιστική και μαοϊκή βάση, που, μαζί με άλλα τμήματα, διαμόρφωσαν τη λεγόμενη «Νέα Αριστερά» και ξεκίνησαν μια καθολική ιδεολογική επίθεση εναντίον των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, αντιμετωπίζοντας το φεμινισμό και το μαρξισμό από μια ανοιχτά μικροαστική και αντισοβιετική θέση.
Ήταν ακριβώς εκείνη την εποχή που το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα έμπαινε σε μια σοβαρή κρίση, η οποία ξεκίνησε με την προώθηση των ρεβιζιονιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), η οποία θα βάθαινε με τη μαοϊκή διάσπαση και το θρίαμβο του ευρωκομουνιστικού ρεβιζιονισμού σε μια ολόκληρη σειρά κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο. Το κομμουνιστικό κίνημα έχασε την πρωτοπόρα θέση του εν γένει και συγκεκριμένα στην πάλη για την απελευθέρωση της γυναίκας.
Το φαινόμενο αυτό έφτασε στην Ισπανία με κάποια καθυστέρηση, τη δεκαετία του ’70, βρίσκοντας ένα απαράμιλλο έδαφος για την αναπαραγωγή του. Η ευρωκομμουνιστική στροφή του ΚΚ Ισπανίας και η ύπαρξη μιας γενιάς που ξεκινούσε να μπαίνει στο πανεπιστήμιο και στην οποία ο φασισμός αρνούταν τις πιο βασικές ελευθερίες, δημιούργησε τις ιδανικές συνθήκες για τη γέννηση μιας σειράς οργανώσεων από τη λεγόμενη άκρα Αριστερά, οι οποίες αγκάλιασαν τις μικροαστικές θεωρίες σχετικά με το ζήτημα των γυναικών και τις περισσότερες από τις απόψεις της Νέας Αριστεράς, μεταξύ των οποίων ήταν το Κομμουνιστικό Κίνημα Ισπανίας (MCE), το Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PTE), η Κομμουνιστική Οργάνωση Ισπανίας-Κόκκινη Σημαία (OCE-BR), η Επαναστατική Οργάνωση Εργατών (ORT), η Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR) κλπ.
Οι αγώνες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν εμφανείς τις ειδικές συνθήκες της καταπίεσης των γυναικών και να κατακτήσουν μερικούς στόχους. Εντούτοις, εν μέσω της κρίσης του ΚΚΙ, τα μέλη και οι Οργανώσεις που επέμεναν στην υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού δεν ήταν τότε σε θέση ν’ ανταποκριθούν με την αναγκαία αποφασιστικότητα στις ιδεολογικές επιθέσεις που γίνονταν, τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά, να διαμορφώσουν τη δική τους θέση και να δώσουν στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών το αναγκαίο βάθος με μια επαναστατική προοπτική.
Το γυναικείο ζήτημα δεν εξαφανίστηκε από την κομμουνιστική πολιτική. Στο Συνέδριο Ενότητας των Κομμουνιστών στη Μαδρίτη, στις 13-15 Γενάρη 1984, εγκρίθηκε Ψήφισμα για την απελευθέρωση των γυναικών, όπου τοποθετούνταν σωστά τόσο η ανησυχία του Κόμματος όσο και η προσέγγιση των εργασιών. Σε αυτό το ψήφισμα, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:
«Το γυναικείο ζήτημα είναι μια πτυχή της πάλης μας γύρω από την οποία υπάρχει πολλή σύγχυση. Η καταπίεση των γυναικών ξεκινά από τη στιγμή της εμφάνισης της ατομικής ιδιοκτησίας, εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας και αποκτά ένα νέο χαρακτηριστικό στον καπιταλισμό.
Εμείς, ως οργάνωση που παλεύει για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, θα πρέπει να εξετάζουμε επίσης από επαναστατική σκοπιά το πρόβλημα της διπλής καταπίεσης των γυναικών...»
Αλλά τα γεγονότα στην ΕΣΣΔ, η προώθηση της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ, οι απόπειρες διάλυσης του Κόμματος και, τέλος, ο αντεπαναστατικός θρίαμβος στο μεγαλύτερο μέρος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, βύθισαν το Κόμμα μας και το σύνολο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος σε μια σοβαρή κρίση, που έφερε μαζί της μια ακραία πολιτική-ιδεολογική αποδυνάμωση. Επομένως, οι επιθέσεις κατά του μαρξισμού-λενινισμού εκ μέρους της Νέας Αριστεράς και από κάθε είδους μικροαστικές οργανώσεις, τόσο στο πεδίο της πάλης για χειραφέτηση των γυναικών όσο και σε άλλους τομείς, παρέμειναν στην πλειοψηφία τους αναπάντητες. Αυτές οι επιθέσεις, όπως συνέβη σε άλλες εποχές στην ιστορία της ταξικής πάλης, επικεντρώθηκαν σε τρεις βασικές πτυχές:
- Το λενινιστικό μοντέλο του Κόμματος.
- Τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου.
- Τη δικτατορία του προλεταριάτου και τις σοσιαλιστικές χώρες.
Αν ανατρέξουμε στη φεμινιστική, αστική και μικροαστική ιστοριογραφία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, γίνονται επιθέσεις ενάντια σε αυτούς τους τρεις πυλώνες του μαρξισμού-λενινισμού. Εν ολίγοις, η αστική τάξη δεν μπόρεσε ν’ αγνοήσει το γεγονός ότι εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο απαιτούσαν το τέλος των διακρίσεων και της καταπίεσης των οποίων είναι θύματα, ότι γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτό το γεγονός ότι η χειραφέτηση των γυναικών περνάει από την κατάργηση του καθεστώτος της εκμετάλλευσης και, κατά συνέπεια, ανέπτυξε μια μεγάλη προσπάθεια ώστε να παρεκκλίνουν οι αγώνες για τη χειραφέτηση προς μερικούς στόχους, καταφεύγοντας στην ιδεολογική παραπλάνηση.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, οι θέσεις που υποστήριζε η Νέα Αριστερά συνδυάζονταν με την άνοδο των μεταμοντέρνων θεωριών στα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς. Στις προηγούμενες επεξεργασίες, με τις οποίες τα Κομμουνιστικά Κόμματα αντιπαρατέθηκαν ανοιχτά, προστέθηκαν οι θεωρητικές προσεγγίσεις συγγραφέων όπως ο Τόνι Νέγκρι, ο Μάικλ Χαρντ, ο Σλαβόι Ζίζεκ κλπ. Ιδεαλιστικές και αντιδραστικές θέσεις που υποστηρίζουν κατά βάθος, αν και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ότι η συνείδηση καθορίζει την κοινωνική θέση, διαβεβαιώνοντας ότι οι ανισότητες είναι καρπός της αδυναμίας ν’ αξιοποιηθούν μεμονωμένα οι υπάρχουσες ευκαιρίες και όχι της σχέσης με τα μέσα της παραγωγής και της θέσης στην παραγωγική διαδικασία, αρνούμενες την ταξική κοινωνία.