Ο εθνικισμός εμφανίστηκε ως μια συγκεκριμένη δομημένη ιδεολογία το 19ο αιώνα, παράλληλα με τις φιλελεύθερες θεωρίες εκείνης της περιόδου. Αναπτυσσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ορισμένη σύνδεση με αυτές ως παράγοντας πάλης με τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων. Καθώς αναπτυσσόταν ο μαρξισμός, έμπαινε αναπόφευκτα το ζήτημα της τοποθέτησης ως προς αυτή την αρκετά διαδεδομένη για μια σειρά πολιτικούς και ιστορικούς λόγους ιδεολογία. Στο εθνικό ζήτημα είναι αφιερωμένα αρκετά έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Το συμπυκνωμένο αποτέλεσμα αυτής της τοποθέτησης εκφράστηκε με το γνωστό σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».
Συνάμα, η Μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση και η μετεπαναστατική πάλη έδειξαν ότι η επιρροή της ιδεολογίας του εθνικισμού στη σκέψη και τις διαθέσεις των πλατιών λαϊκών μαζών είχε υποεκτιμηθεί από τους επαναστάτες. Αυτό, μαζί με την ένοπλη αντίσταση του εθνικού και του διεθνούς κεφαλαίου, οδήγησε τότε στην ήττα της εργατικής τάξης σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Λετονία και η Πολωνία. Αργότερα στο φόντο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης συντέλεσε στην άνοδο στην εξουσία φασιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων στην Ιταλία και τη Γερμανία και στην εγκαθίδρυση φασιστικών δικτατοριών σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η έξαρση του εθνικισμού έγινε μια από τις κύριες αιτίες διάλυσης του πρώτου και ισχυρότερου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ.
Ο εθνικισμός αποτελεί και σήμερα το κύριο εμπόδιο για τη συσπείρωση και την αλληλεγγύη των εργαζόμενων σε μια σειρά χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης.
Έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε πως στον εθνικισμό, σαν καθολικό εργαλείο της πάλης ενάντια στο επαναστατικό κίνημα, μπορεί να καταφύγουν οι αστικές κυβερνήσεις πολλών χωρών, που τόσο καυχιόνται σήμερα για την πολιτική ορθότητα, την πολυπολιτισμικότητα και τις λοιπές φιλελεύθερες αξίες.