Ο προλεταριακός διεθνισμός ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πάλη ενάντια στην αστική τάξη


Ίνγκαρς Μπούρλακς, Γραμματέας του Πολιτικού Συμβουλίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας (ΣΚΛ).

Ο εθνικισμός εμφανίστηκε ως μια συγκεκριμένη δομημένη ιδεολογία το 19ο αιώνα, παράλληλα με τις φιλελεύθερες θεωρίες εκείνης της περιόδου. Αναπτυσσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ορισμένη σύνδεση με αυτές ως παράγοντας πάλης με τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων. Καθώς αναπτυσσόταν ο μαρξισμός, έμπαινε αναπόφευκτα το ζήτημα της τοποθέτησης ως προς αυτή την αρκετά διαδεδομένη για μια σειρά πολιτικούς και ιστορικούς λόγους ιδεολογία. Στο εθνικό ζήτημα είναι αφιερωμένα αρκετά έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Το συμπυκνωμένο αποτέλεσμα αυτής της τοποθέτησης εκφράστηκε με το γνωστό σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».

Συνάμα, η Μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση και η μετεπαναστατική πάλη έδειξαν ότι η επιρροή της ιδεολογίας του εθνικισμού στη σκέψη και τις διαθέσεις των πλατιών λαϊκών μαζών είχε υποεκτιμηθεί από τους επαναστάτες. Αυτό, μαζί με την ένοπλη αντίσταση του εθνικού και του διεθνούς κεφαλαίου, οδήγησε τότε στην ήττα της εργατικής τάξης σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Λετονία και η Πολωνία. Αργότερα στο φόντο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης συντέλεσε στην άνοδο στην εξουσία φασιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων στην Ιταλία και τη Γερμανία και στην εγκαθίδρυση φασιστικών δικτατοριών σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Η έξαρση του εθνικισμού έγινε μια από τις κύριες αιτίες διάλυσης του πρώτου και ισχυρότερου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ.

Ο εθνικισμός αποτελεί και σήμερα το κύριο εμπόδιο για τη συσπείρωση και την αλληλεγγύη των εργαζόμενων σε μια σειρά χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης.

Έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε πως στον εθνικισμό, σαν καθολικό εργαλείο της πάλης ενάντια στο επαναστατικό κίνημα, μπορεί να καταφύγουν οι αστικές κυβερνήσεις πολλών χωρών, που τόσο καυχιόνται σήμερα για την πολιτική ορθότητα, την πολυπολιτισμικότητα και τις λοιπές φιλελεύθερες αξίες.

Η ιστορική βάση του Διεθνισμού του ΣΚΛ (1904-1906)

Τον Ιούνη του 1904 στη Ρίγα πραγματοποιήθηκε το πρώτο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Λετονίας (ΣΕΚΛ), του οποίου «ιδεολογικός και νομικός κληρονόμος είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας». [1] Από τη στιγμή της ίδρυσής του το μαχητικό κόμμα του λετονικού προλεταριάτου διαμορφωνόταν στη στερεή βάση του προλεταριακού διεθνισμού και διεξήγε ακατάπαυστη πάλη με τον αστικό εθνικισμό.

Τα αιματηρά γεγονότα της 9ης Γενάρη του 1905, που μετεξελίχτηκαν σε αστικοδημοκρατική επανάσταση, συντέλεσαν στην πρώτη μαζική εκδήλωση των εργαζομένων της Λετονίας και στην έκφραση της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Η ΚΕ του ΣΕΚΛ απευθύνθηκε προς τους εργάτες: «Τώρα που το χιόνι των δρόμων της Πετρούπολης έχει βαφτεί με το αίμα των συντρόφων μας, είναι ντροπή να εργαζόμαστε και να ιδρώνουμε για το καλό των εκμεταλλευτών μας. Αυτή τη σημαντική στιγμή καθήκον μας και καθήκον όλων των εργαζόμενων είναι να παρατήσουμε τη δουλειά και να συμπορευτούμε με τους συντρόφους της Πετρούπολης! Ανακηρύσσουμε γενική απεργία!». [2] Η πείρα της κοινής διεθνιστικής πάλης στην πορεία της επανάστασης αποτέλεσε έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες, που επέφεραν το τελειωτικό χτύπημα στην κυρίαρχη έως τότε στο κόμμα θέση των ομοσπονδιακών, δηλαδή στον «οπορτουνισμό με ομοσπονδιακή μορφή». [3] Ήδη από το Μάρτη του 1906 στην «Πλατφόρμα τακτικής για το ενωτικό συνέδριο του ΣΔΕΚΡ» ο Β. Ι. Λένιν σημείωνε: «...είναι απαραίτητο να παρθούν τα πιο δραστήρια μέτρα για την ταχύτατη συγχώνευση όλων των εθνικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ρωσίας σε ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας.». [4] Η ενοποίηση του ΣΕΚΛ και του ΣΔΕΚΡ έγινε με βάση τις λενινιστικές αρχές σύμφωνα με το «Σχέδιο των όρων ενοποίησης του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Λετονίας με το ΣΔΕΚΡ», που υιοθετήθηκε στο 4ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ. Οριστικά το ζήτημα της συγχώνευσης λύθηκε στο 3ο Συνέδριο του ΣΕΚΛ και τον Ιούλη του 1906 το ΣΕΚΛ έγινε οργάνωση περιοχής του ΣΔΕΚΡ και μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατία της Λετονικής Περιοχής (ΣΛΠ).

Η επαναστατική πείρα: Νίκες και ήττες (1914-1920)

Πριν αρχίσει ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, η ΣΛΠ είχε στέρεες λενινιστικές θέσεις, δρούσε υπό το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο.

Το 1915 με πρωτοβουλία της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης, που προσπαθούσε να υπερασπίσει τα ταξικά της συμφέροντα, να εκτοπίσει τη γερμανική αστική τάξη και τους ευγενείς από τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις που είχαν καταλάβει στη Λετονία, δημιουργήθηκαν εθνικοί ένοπλοι σχηματισμοί, οι λετονικές μονάδες επίλεκτου πεζικού.

Μετά τη Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917 οι Λετονοί καπιταλιστές έλπιζαν ότι οι εθνικές μονάδες επίλεκτου πεζικού θα συνταχθούν υπό τις σημαίες του αστικού εθνικισμού και των αποσχιστικών τάσεων. Ωστόσο αυτό δε συνέβη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου η ΣΛΠ έκανε αγκιτάτσια στις μονάδες του επίλεκτου πεζικού, επεξηγούσε τη μαρξιστική τοποθέτηση πάνω το εθνικό ζήτημα και υπερασπιζόταν τη διεθνιστική θέση για τη συσπείρωση των εργαζόμενων. Το Μάη του 1917 πραγματοποιήθηκε το συνέδριο του επίλεκτου πεζικού της Λετονίας, όπου εγκρίθηκε η απόφαση που πρότεινε η ΚΕ της ΣΛΠ, η οποία έθεσε το ζήτημα της αναγκαιότητας αδελφοποίησης με τους Γερμανούς στρατιώτες και πάλης με τους καπιταλιστές όλων των χωρών. Το συνέδριο τόνισε επίσης ότι: «Σύνθημά μας εξακολουθεί να είναι το κάλεσμα της επαναστατικής δημοκρατίας: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών». [5] Το συνέδριο σήμανε την εμφάνιση του κόκκινου λετονικού επίλεκτου πεζικού, των πιστών στρατιωτών της επανάστασης.

Αποφασιστικά ενάντια στις αποσχιστικές τάσεις στάθηκε και το 5 ο Συνέδριο της Σοσιαλδημοκρατίας της Λετονίας (από τον Ιούλη του 1917 η ΣΛΠ μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατία της Λετονίας (ΣΛ). Το συνέδριο τόνισε ότι: «έως ότου το προλεταριάτο δεν έχει τον αποφασιστικό λόγο στη ζωή του κράτους και των ξεχωριστών ατόμων, έως τότε κάθε πολιτική και οικονομική αυτονόμηση καθυστερεί... την ανάπτυξη και συμφέρει την αστικής τάξη, εμποδίζει την διεθνή συνένωση του προλεταριάτου στην πάλη για το σοσιαλισμό». [6] Στις 16 Οκτώβρη η έκτακτη συνδιάσκεψη της ΣΛ αποφάσισε: «...το προλεταριάτο της Λετονίας πρέπει να αναπτύσσει τις πιο στενές σχέσεις με τους εργάτες της επαναστατικής Πετρούπολης και της Μόσχας, να θέτει μπροστά του το στόχο να στηρίζει σε όλα και με όλες τις δυνάμεις και τα μέσα την πάλη του ρωσικού προλεταριάτου για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας». [7]

Μόλις οι εργάτες της Λετονίας έμαθαν για τη νίκη της ένοπλης εξέγερσης της Πετρούπολης, τα Σοβιέτ στο μη κατεχόμενο από το γερμανικό στρατό τμήμα της Λετονίας άρχισαν να παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους. Στις εκλογές στην Πανρωσική Συντακτική Συνέλευση στη Λιβονία υπέρ των υποψηφίων μπολσεβίκων ψήφισε το 72% των εκλογέων. Στα συντάγματα επίλεκτου πεζικού της Λετονίας υπέρ των υποψηφίων του κόμματος των μπολσεβίκων, στο ψηφοδέλτιο των οποίων την πρώτη θέση είχε ο Β. Ι. Λένιν, ψήφισε το 96,5% των εκλογέων. [8]

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ως τα μέσα του Φλεβάρη του 1918 το διεθνιστικό τους χρέος στο έδαφος της Σοβιετικής Ρωσίας εκτελούσαν περίπου 5,5 χιλιάδες άντρες του κόκκινου επίλεκτου πεζικού της Λετονίας, μεταξύ αυτών και το 6ο Σύνταγμα του Τουκούμσκ, που βρισκόταν στη διάθεση της σοβιετικής κυβέρνησης και υπεράσπιζε το Σμόλνι (και αργότερα το Κρεμλίνο). Στο μη κατεχόμενο έδαφος της Λετονίας υπήρχαν εκείνη την περίοδο 9,5 χιλιάδες άντρες του επίλεκτου πεζικού. Ωστόσο, έως το τέλος του Φλεβάρη όλο το έδαφος της Λετονίας κατακτήθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Και πάλι μετά από έκκληση της ΚΕ της ΣΛ οι επαναστάτες άντρες του επίλεκτου πεζικού πήραν την απόφαση ότι: «...οι Λετονοί άντρες του επίλεκτου πεζικού δεν πρέπει να παρατήσουν τα όπλα και να συνθηκολογήσουν μπροστά στους γερμανούς μιλιταριστές, αντίθετα, πρέπει να ενωθούν με τον προλεταριακό στρατό της Ρωσίας». [9] Στη Ρωσία διέφυγαν όλα ανεξαιρέτως τα τμήματα του επίλεκτου πεζικού της Λετονίας. Ήδη τον Απρίλη σχηματίστηκε η λετονική σοβιετική μεραρχία επίλεκτου πεζικού, που ήταν ένας από τους πρώτους εθνικούς σχηματισμούς της νεαρής Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Το Νοέμβρη του 1918, μετά την επανάσταση στη Γερμανία, η σοβιετική κυβέρνηση κατάργησε τη συνθήκη του Μπρεστ. Οι εργαζόμενοι της Λετονίας απόκτησαν την ελπίδα για κατάκτηση της σοβιετικής εξουσίας και οικοδόμηση του πρώτου κράτους των εργατών και των αγροτών.

Αυτό το καταλάβαιναν και οι ιμπεριαλιστές της Αντάντ και των ΗΠΑ. Με την άμεση συμμετοχή τους («αποφασιστικό ρόλο έπαιξε το μίσος της Αγγλίας προς τον μπολσεβικισμό») [10] στο υπό γερμανική κατοχή έδαφος της Λετονίας στις 18 Νοέμβρη ανακηρύχθηκε η δημιουργία αστικής Λετονικής Δημοκρατίας, διαμορφώθηκε προσωρινή κυβέρνηση, το λεγόμενο Λαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο εντάχθηκαν όλα τα αστικά και μικροαστικά κόμματα που δρούσαν εκείνο τον καιρό.

Η 17η παράνομη συνδιάσκεψη της ΣΛ, που πραγματοποιήθηκε στη Ρίγα στις 18-19 Νοέμβρη, πήρε την απόφαση προετοιμασίας ένοπλης εξέγερσης, εκδίωξης από το έδαφος της Λετονίας των γερμανικών στρατευμάτων και ανατροπής της αστικής κυβέρνησης. Στην απόφαση για το εθνικό ζήτημα το συνέδριο διακήρυξε: «Το προλεταριάτο της Λετονίας δεν έχει τίποτα το κοινό με τον αστικό εθνικισμό ... ο αστικός εθνικισμός και η επιδίωξη της αστικής τάξης για ανεξαρτησία της Λετονίας αποτελούν μέσο πάλης ενάντια στο προλεταριάτο της Λετονίας». [11]

Ανεκτίμητη ήταν η συμβολή της Σοβιετικής Ρωσίας στη νίκη της επανάστασης στη Λετονία. Τα τμήματα της Δυτικής και της 7ης στρατιάς βοήθησαν τη λετονική μεραρχία επίλεκτου πεζικού να κατατροπώσει τους αστούς εθνικιστές. Στις 3 Γενάρη του 1919 οι εργάτες της Ρίγας πραγματοποίησαν ένοπλη εξέγερση και πήραν την εξουσία της πόλη στα χέρια τους.

Στις 13 Γενάρη του 1919 στη Ρίγα ξεκίνησε το 1ο Συνέδριο των Σοβιέτ της Λετονίας, που ψήφισε το πρώτο Σύνταγμα της Σοβιετικής Λετονίας, σημαίνοντας τη νίκη της επανάστασης στο έδαφος της Λετονίας. Το 6ο Συνέδριο της ΣΛ, που πραγματοποιήθηκε το Μάρτη, μετονόμασε το κόμμα σε Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας (ΚΚΛ).

Ωστόσο, η σοβιετική εξουσία στο έδαφος της Λετονίας κατάφερε να διατηρηθεί λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς χτυπήθηκε από τις ενωμένες δυνάμεις των Λετονών λευκοφρουρών, των Γερμανών βαρόνων και των άγγλο-αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Παράλληλα η λετονική αστική τάξη κατάφερε να συνεπάρει με την ιδέα της εθνικής κυριαρχίας, του «δικού τους» κράτους, σημαντικό μέρος του λαού και πρώτα απ’ όλα τους βιοτέχνες, τους αγρότες και ορισμένους εργάτες. Τα στρατεύματα της σοβιετικής κυβέρνησης ηττούνταν και υποχωρούσαν. Στις αρχές του 1920 αναγκάστηκαν να ανακηρύξουν την αυτοδιάλυσή τους. Το ΚΚΛ έγινε παράνομο και ανακοίνωσε την ένταξή του στην Κομιντέρν ως ανεξάρτητο τμήμα.

Από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου (1920-1940)

Την περίοδο της αστικής δικτατορίας το παράνομο ΚΚΛ άπλωσε ενεργό δράση οργώνοντας την πάλη των εργαζόμενων για τα νόμιμα δικαιώματά τους. Ιδιαίτερα ενεργό ρόλο έπαιξε το ΚΚΛ στην οργάνωση και διεξαγωγή της απεργιακής πάλης, διαδηλώσεων και απεργιών. Οι κομμουνιστές αξιοποίησαν τις δυνατότητες διεξαγωγής νόμιμης δουλειάς μέσα από τα αριστερά συνδικάτα και τις εργατικές κοινωνικές οργανώσεις. Στις εκλογές στο 3 ο Σέιμ (σ. μ. - Βουλή) (1928) οι κομμουνιστές κατόρθωσαν να διαμορφώσουν το μπλοκ των «εργατών και της εργαζόμενης αγροτιάς», που εξέλεξε 6 βουλευτές (στο σύνολο των 100 βουλευτών του κοινοβουλίου) και διαμόρφωσε την εργατο-αγροτική φράξια. Αυτό ήταν μεγάλη κατάκτηση. Οι κομμουνιστές βουλευτές αξιοποιούσαν ενεργά το βήμα της βουλής για την προπαγάνδα των απόψεών τους. Έδιναν μεγάλη προσοχή στην επεξήγηση στους εργαζόμενους του κινδύνου της έντασης των φασιστικών τάσεων και του αστικού εθνικισμού. Χρησιμοποιούσαν συνεχώς ως παράδειγμα τη ζωή των εργαζόμενων στην ΕΣΣΔ. Η θέση του ΚΚΛ ενισχυόταν αισθητά στο φόντο της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Στις εκλογές στο 4ο Σέιμ (1931) οι κομμουνιστές εξέλεξαν 7 βουλευτές. Παράλληλα, το 1931-1933 υπό την καθοδήγηση του ΚΚΛ σε όλη τη χώρα διεξάγονταν απεργίες εργαζόμενων και διαδηλώσεις ανέργων. Σημειώθηκε η πιο απότομη όξυνση της ταξικής πάλης των τελευταίων 10 χρόνων. Βλέποντάς το οι αντιδραστικοί αστικοί κύκλοι προχώρησαν σε κρατικό πραξικόπημα και εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας με επικεφαλής τον Κ. Ούλμανις. Το Σέιμ διαλύθηκε, ενώ η εργατο-αγροτική φράξια συνελήφθη. Σταμάτησαν να λειτουργούν και όλες οι εργατικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Αυτή η δικτατορία, μαζί με την παραδοσιακή δεξιά συντηρητική ιδεολογία που χαρακτήριζε πολλά καθεστώτα της τότε Ευρώπης, είχε μια έντονα εθνικιστική πλευρά. Εκείνη ακριβώς την περίοδο έγιναν οι περισσότερες εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές κινήσεις της αστικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο πως η περίοδος της αστικής δικτατορίας του 1933-1940 εξακολουθεί να αποτελεί πρότυπο για τους εθνικιστές-ριζοσπάστες και τους νεοναζιστές της Λετονίας.

Σε εκείνες τις συνθήκες το ΚΚΛ επεξεργαζόταν την τακτική του με βάση την ανάγκη δημιουργίας ενιαίου αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου. Με πρωτοβουλία του ΚΚΛ υπεγράφη συμφωνία με το Σοσιαλιστικό Εργατο-αγροτικό Κόμμα Λετονίας (δημιουργήθηκε με βάση την αριστερή πτέρυγα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος), επίσης δημιουργήθηκε η Ένωση της Εργαζόμενης Νεολαίας Λετονίας (στη βάση της συνένωσης της Κομσομόλ και της Ένωσης Σοσιαλιστικής Νεολαίας Λετονίας). Μετά από κάλεσμα του ΚΚΛ πολλοί εργαζόμενοι της Λετονίας επιτελούσαν το διεθνιστικό τους χρέος στην Ισπανία, στα πλαίσια των διεθνιστικών μπριγάδων.

Στις 5 Οκτώβρη του 1939 μεταξύ της Λετονίας και της ΕΣΣΔ υπεγράφη Σύμφωνο Αλληλοβοήθειας. Στο έδαφος της χώρας εγκαταστάθηκαν 25 χιλιάδες σοβιετικοί στρατιωτικοί. Ωστόσο ο Κ. Ούλμανις παραβίαζε πολλάκις το Σύμφωνο και στις 16 Ιούνη του 1940 η σοβιετική κυβέρνηση επέδωσε στο Λετονό πρέσβη νότα διαμαρτυρίας, στην οποία επισήμανε την παραβίαση του Συμφώνου και απαιτούσε τη διαμόρφωση κυβέρνησης, που να εξασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων που είχαν καθοριστεί, καθώς και την εγκατάσταση στο έδαφος της Λετονίας επιπλέον τμημάτων του Κόκκινου Στρατού.

Στις 17 Ιούνη αυτά τα τμήματα του Κόκκινου Στρατού μπήκαν στη Λετονία. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλη επίδραση στις μετέπειτα επαναστατικές εξελίξεις, ωστόσο η επιρροή του δεν υπήρξε καθοριστική, όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι αστοί ιστορικοί. Στις μέρες της επανάστασης που ακολούθησαν δε σημειώθηκε ούτε μια μαρτυρία για την παραβίαση από τον Κόκκινο Στρατό της κυριαρχίας της Λετονίας. Οι εργαζόμενοι της Λετονίας ήταν εκείνοι που βίωσαν πάνω στο πετσί τους ότι το «εθνικό κράτος» της «δικής τους» αστικής τάξης δε διαφέρει σε τίποτα από κάθε άλλο εκμεταλλευτικό κράτος και έγιναν η πραγματική κινητήρια δύναμη των επαναστατικών αλλαγών.

Παρά τη συγκριτικά μικρή αριθμητική του δύναμη και χωρίς να έχει συνέλθει από τις διώξεις του δικτατορικού καθεστώτος Ούλμανις το ΚΚΛ οργάνωσε μαζικές προλεταριακές διαδηλώσεις στις 17-21 Ιούνη με αιτήματα την παραίτηση της παλιάς κυβέρνησης και τη διαμόρφωση μιας νέας δημοκρατικής, τη νομιμοποίηση του ΚΚ και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων.

Η λαϊκή κυβέρνηση που διαμορφώθηκε (στη σύνθεσή της δεν υπήρχαν κομμουνιστές!) προκήρυξε εκλογές του νέου Λαϊκού Σέιμ. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλη του 1940 το «Μπλοκ του Εργαζόμενου λαού της Λετονίας», που συνένωνε κομμουνιστές και ακομμάτιστους, ψηφίστηκε από το 97,8% των εκλογέων. Ήδη στις 21 Ιούλη 100 χιλιάδες εργαζόμενοι διαδήλωσαν, απαιτώντας την προσχώρηση της Λετονίας στην ΕΣΣΔ. Στις 5 Αυγούστου το Ανώτατο Σοβιέτ αποφάσισε την ένταξη της Λετονίας στην ΕΣΣΔ.

Οι εργαζόμενοι της Λετονικής ΣΣΔ άρχισαν να εργάζονται ειρηνικά και δημιουργικά. Ωστόσο αυτό διακόπηκε από το Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο.

Η δοκιμασία με φωτιά (1941-1945)

Τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου έγιναν προσωρινή δοκιμή της αντοχής όχι μόνο της σοσιαλιστικής οικονομίας, αλλά και της δύναμης του προλεταριακού διεθνισμού όλου του σοβιετικού λαού. Τα σχέδια των φασιστών ότι με την αρχή του πολέμου στις Δημοκρατίες της Ένωσης θα άρχιζαν εθνικές αποσχιστικές εκδηλώσεις ενάντια στη σοβιετική εξουσία και ότι η πολυεθνική Σοβιετική Ένωση θα κατέρρεε υπό τη φασιστική εισβολή και το χτύπημα στο εσωτερικό της, δε δικαιώθηκαν.

Η Λετονία αποτελεί επίσης παράδειγμα της ορθότητας της πολιτικής που εφαρμοζόταν εκείνη την περίοδο με στόχο την εξάλειψη της αστικής τάξης ως τάξης (ως δύναμης που τη συμφέρει περισσότερο απ’ όλους η αναστήλωση του καπιταλισμού) και τον αποκεφαλισμό των εθνικιστικών «πέμπτων φαλαγγών». Για τη Λετονία ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος ήταν ταυτόχρονα και αρένα σκληρής ταξικής πάλης. Παρά το γεγονός ότι μέρος της «πέμπτης φάλαγγας» είχε εκτοπιστεί και περιοριστεί εκτός Λετονίας μια εβδομάδα πριν την έναρξη του πολέμου, στη χώρα όπου η σοβιετική εξουσία επικράτησε μόλις πριν από ένα χρόνο, δεν είχαν ακόμη εξουδετερωθεί τα αγροτικά αστικά στοιχεία, ενώ η αστική τάξη της πόλης ονειρευόταν την αποκατάσταση της εθνικοποιημένης ιδιοκτησίας. Και πάλι για το κοίμισμα της συνείδησης των εργαζόμενων χρησιμοποιήθηκε ο εθνικισμός, που συνέφερε το ίδιο την ντόπια αστική τάξη και τους φασίστες κατακτητές. Οι παρατρεχάμενοι των ναζιστών και οι προδότες του λαού τους καλλιέργησαν την ιδέα της «δυνατότητας για οικονομική και πολιτιστική αυτοτέλεια», [12] διέδιδαν προπαγανδιστικά ψέματα για τον πρώτο χρόνο της σοβιετικής εξουσίας, λέγοντας πως ήταν «μια τρομερή χρονιά» και ότι γινόταν «σκόπιμη γενοκτονία του λετονικού λαού». [13] Ως αποτέλεσμα της προπαγάνδας, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού πήρε μέρος στο σχηματισμό της λεγεώνας των Βάφεν Ες-Ες. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σημαντικό μέρος των Λετονών του χωριού (πρώτα και κύρια οι πλούσιοι που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και μέσα παραγωγής) στήριζαν ενεργά και με συνέπεια τις εθνικιστικές συμμορίες.

Τον ταξικό χαρακτήρα της πάλης επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι μαζί με τον Κόκκινο Στρατό στο βάθος της ΕΣΣΔ υποχωρούσαν κυρίως οι εργάτες, τα σοβιετικά και κομματικά στελέχη, οι μικροκαλλιεργητές και οι ακτήμονες αγρότες. Η ταξική σύνθεση της εθελοντικής 201ης λετονικής μεραρχίας επίλεκτου πεζικού, που σχηματίστηκε το 1941, δείχνει παραστατικά τις δυνάμεις που συντάχθηκαν κάτω από τις σημαίες του προλεταριακού διεθνισμού και της υπεράσπισης της επανάστασης από το πιο αντιδραστικό τμήμα της παγκόσμιας αστικής τάξης - το γερμανικό φασισμό: «62% εργάτες, 29% σοβιετικοί υπάλληλοι και 9% αγρότες». [14]

Δοκιμή των δυνάμεων: «Εθνικο-κομμουνιστές» (1956-1959)

Η ένταξη της Λετονικής ΣΣΔ στο ενιαίο οικονομικό σύμπλεγμα της αδελφότητας των λαών της ΕΣΣΔ, η αποκατάσταση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο οικονομίας, η εκβιομηχάνιση που άρχισε, απαιτούσαν έναν τεράστιο αριθμό εργαζόμενων της πνευματικής και της χειρονακτικής εργασίας, έμπειρο σοβιετικό και κομματικό στελεχικό δυναμικό. Για αντικειμενικούς λόγους η Λετονική ΣΣΔ (ο πληθυσμός το 1950 ήταν 1.943 χιλιάδες, εκ των οποίων στην ύπαιθρο βρίσκονταν οι 1.063 χιλιάδες [15]) δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τους ειδικούς που είχε ανάγκη. Ως αποτέλεσμα σημειώθηκε σημαντική μηχανιστική αύξηση του πληθυσμού. Δεν υιοθετήθηκε μια λογική και ισορροπημένη προσέγγιση στο εθνικό ζήτημα ως προς τους πολίτες που ήρθαν από τις άλλες Δημοκρατίες της Ένωσης (η διδασκαλία της λετονικής γλώσσας, η στοχευμένη γνωριμία τους με τον πολιτισμό και τα έθιμα του ντόπιου πληθυσμού κτλ). Αντίθετα, η εμφάνισή τους στη Δημοκρατία αξιοποιήθηκε από μέρος των κομματικών και σοβιετικών στελεχών για την επίτευξη εθνικιστικών και αποσχιστικών σκοπών. «Καταλύτης» στο να εκδηλωθούν οι λεγόμενοι «εθνικο-κομμουνιστές» ήταν οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου και η πολιτική της αναθεωρητικής «αποσταλινοποίησης» που άρχισε. Με πρόσχημα τη «διατήρηση του αυτοφυούς πολιτισμού» έγιναν προσπάθειες σημαντικού περιορισμού της μηχανιστικής αύξησης του πληθυσμού της πρωτεύουσας. Τον καιρό που η Ρίγα μετατρεπόταν σε μια από τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά πόλεις της ΕΣΣΔ εμφανίζονταν απόψεις για την «αναγκαιότητα να μη δοθεί βάρος στη βαριά βιομηχανία, την "παραγωγή μέσων παραγωγής”, αλλά στην ελαφριά βιομηχανία, για την ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων της Δημοκρατίας» [16], ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια παραβίασης του ενιαίου σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας και αποκοπής της Λετονικής ΣΣΔ από την οικονομία της ΕΣΣΔ.

Ωστόσο, σε εκείνο το στάδιο το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ακόμη ικανό να αποκρούσει τις εκδηλώσεις των αποσχιστών και στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΛ, που πραγματοποιήθηκε το 1959, ηττήθηκαν ιδεολογικά οι ηγέτες του «εθνικο-κομμουνισμού».

Ο εθνικισμός ως όργανο της αντεπανάστασης (1988-1991)

Οι καταστροφικές οπορτουνιστικές διαδικασίες που άρχισαν με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ολοκληρώθηκαν με την ανοιχτή αντεπαναστατική αναστήλωση του καπιταλισμού στο έδαφος της ΕΣΣΔ και οδήγησαν στην προσωρινή ήττα του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος.

Αναμφίβολα μια από τις μέθοδες που χρησιμοποίησαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις για το διαμελισμό του ενωσιακού κράτους ήταν ο μικροαστικός εθνικισμός, με τη βοήθεια του οποίου καλλιεργούνταν οι αποσχιστικές διαθέσεις σημαντικού μέρους του πληθυσμού πολλών Ενωσιακών Δημοκρατιών. Αυτές οι διαδικασίες εκφράστηκαν έντονα στις χώρες της Βαλτικής, συμπεριλαμβανομένης της Λετονίας.

Οι κύκλοι που επιδίωκαν την αναστήλωση του καπιταλισμού καταλάβαιναν πολύ καλά ότι τα συνθήματα για ανοιχτή στροφή της χώρας προς τον καπιταλισμό δε θα γίνονταν κινητήρια δύναμη των μαζών, αφού ο λαός δε θα παρέδιδε κατακτήσεις της σοβιετικής εξουσίας, όπως η δωρεάν υγεία και παιδεία, η ουσιαστικά δωρεάν κατοικία και το δικαίωμα στην εργασία και την εγγυημένη ανάπαυση κτλ. Γι’ αυτό το κύριο βάρος δόθηκε στα εθνικά αισθήματα των ανθρώπων. Πλασάρονταν ιδέες για «μείωση της επιρροής του κέντρου της Ένωσης» στην περιφέρεια, μείωση του επιπέδου μηχανιστικής αύξησης του πληθυσμού κτλ. Σταδιακά αυτά τα συνθήματα αντικαθιστούνταν από πιο ριζοσπαστικά αιτήματα, από την «αυτονόμηση από το σύμπλεγμα της λαϊκής οικονομίας της ΕΣΣΔ», την «αυτονομία» και τελικά την «αποκατάσταση του κράτους που υπήρχε πριν το 1940». Ωστόσο σε κανένα ουσιαστικά ντοκουμέντο δεν αναφερόταν ότι η «αποκατάσταση» δε θα είναι τίποτε άλλο παρά αναστήλωση του καπιταλισμού.

Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης απέκτησαν οργανωτική μορφή τον Οκτώβρη του 1988 με το σχηματισμό του Λαϊκού Μετώπου της Λετονίας (ΛΜΛ). Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι έως τότε είχαν διαμορφωθεί και οι προϋποθέσεις για την ιδεολογική διάσπαση του ΚΚΛ. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι μέρος της τότε ηγεσίας του ΚΚΛ δεν εμπόδισε, αλλά χαιρέτησε τη δημιουργία μιας τέτοιας δομής, ενώ το άλλο μέρος τάχθηκε ανοιχτά ενάντια, θεωρώντας το ΛΜΛ βήμα προς την αναστήλωση του καπιταλισμού. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, στο 2ο Συνέδριο του ΛΜΛ (Ιούλης-Αύγουστος του 1989) τα συνθήματα της «δημοκρατικοποίησης» και της «κυριαρχίας στα πλαίσια της ΕΣΣΔ» αντικαταστάθηκαν από δηλώσεις για την ανάγκη «πλήρους ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Λετονίας και εξόδου από την ΕΣΣΔ». [17] Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τότε ήδη σχεδιαζόταν η αποβιομηχάνιση της χώρας από την αστική τάξη, η εξάλειψη της βιομηχανικής εργατικής τάξης, ο κατακερματισμός των συσπειρωμένων εργατικών κολεκτίβων που αριθμούσαν χιλιάδες μέλη. Όλα αυτά επίσης γίνονταν υπό εθνικιστικά συνθήματα. Λέγονταν μεγάλα λόγια για την ανάγκη αριθμητικής διατήρησης του ντόπιου πληθυσμού μέσω της μείωσης της μετανάστευσης της εργατικής δύναμης. Έτσι στο πρόγραμμα του ΛΜΛ έγραφε: «Το ΛΜΛ τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης της οικονομίας της Λετονικής ΣΣΔ αποκλειστικά στη βάση της ντόπιας εργατικής δύναμης. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να μειωθεί ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας στη Δημοκρατία». [18] Το ΛΜΛ ενίσχυε τις θέσεις του, προπαγανδίζοντας την «εθνική» αγροτική οικονομία (υποσχόμενο επιπλέον το διαμελισμό των κολχόζ και τη μετέπειτα ιδιωτική καπιταλιστική χρήση της γης), σε αντίθεση με τη βιομηχανία που «στηριζόταν στους μετανάστες». Αυτό προκαλούσε τη συμπάθεια των κατοίκων της υπαίθρου, όπου κυριαρχούσε ο ντόπιος πληθυσμός. Η θέση ότι: «Το ΛΜΛ δίνει προτεραιότητα στην αγροτική παραγωγή και τάσσεται υπέρ της συνεπούς υλοποίησης αυτής της γραμμής» [19] είχε καταγραφεί στο πρώτο κιόλας πρόγραμμα του ΛΜΛ.

Το Απρίλη του 1990 διασπάστηκε το ΚΚΛ. Την αίθουσα, όπου πραγματοποιούνταν το συνέδριο εγκατέλειψαν οι 242 από τους 100 βουλευτές και σχημάτισαν το ανεξάρτητο ΚΚΛ, που υποστήριζε το ΛΜΛ.

Παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της Λετονίας, που δεν επηρεάστηκαν από την εθνικιστική ρητορική και συνειδητοποίησαν την καταστροφικότητα της γραμμής που διαγράφηκε προσπάθησαν να διατηρήσουν τη σοβιετική εξουσία (στις αρχές του 1989 δημιουργήθηκε το Διεθνές Μέτωπο Εργαζόμενων, το Ιντερφρόντ, ενώ το Μάη του 1991 με τη συμμετοχή του ΚΚΛ δημιουργήθηκε η Πανλετονική Επιτροπή Σωτηρίας) δεν κατορθώθηκε να διατηρηθεί ο σοσιαλισμός.

Μετά την αναστήλωση του καπιταλισμού η αστική τάξη εξακολουθούσε (και συνεχίζει να το κάνει) να χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για να διασπά το εργατικό κίνημα.

Το πρώτο βήμα της αστικής εξουσίας για να εδραιώσει την επιρροή της ήταν η απαγόρευση της οργάνωσης που εφάρμοζε απαρέγκλιτα τη γραμμή του προλεταριακού διεθνισμού. Ήδη από τις 24 Αυγούστου του 1991 απαγορεύτηκε αυθαίρετα η δράση του ΚΚΛ. Απαγορεύτηκε η κομμουνιστική αγκιτάτσια και προπαγάνδα και ο Α' Γραμματέας της ΚΕ φυλακίστηκε.

Πέρα από την καταστροφή των μεγάλων εργατικών κολεκτίβων, οι καπιταλιστές αφαίρεσαν τα πολιτικά δικαιώματα (υπηκοότητα) απ’ όλους τους κατοίκους που ήρθαν στη Λετονία τα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, καταλαβαίνοντας πολύ καλά ότι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν στην πλειοψηφία τους το βιομηχανικό προλεταριάτο.

Παράλληλα με αυτές τις αποφάσεις, τα ΜΜΕ άρχισαν εντεινόμενες επιθέσεις στη συνείδηση των ανθρώπων, προπαγανδίζοντας ενεργά τον εθνικισμό και τη ρωσοφοβία. Η επιτροπή των ιστορικών, που δημιουργήθηκε υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Λετονίας, ξεκίνησε ενεργά το ξαναγράψιμο της ιστορίας, την ηρωοποίηση των λεγεωνάριων των Βάφεν Ες-Ες και των συμμοριών των αστών εθνικιστών που συνέχιζαν την ένοπλη αντίσταση στη σοβιετική εξουσία και μετά τον πόλεμο. Παρουσιάζεται ως αναμφισβήτητο γεγονός η «κατοχή» της Λετονίας το 1940 και αποσιωπάται σκόπιμα η ηρωική επαναστατική πάλη του λετονικού λαού ενάντια στους καπιταλιστές του.

Όλη αυτή η δουλειά της αστικής προπαγανδιστικής μηχανής οδήγησε στο να διαμορφωθεί σε σημαντικό τμήμα του ντόπιου πληθυσμού -και ιδιαίτερα στη νεολαία- ψευδής αντίληψη για τη σοβιετική περίοδο της ιστορίας της Λετονίας. Έχει διαστρεβλωθεί η ιδέα του προλεταριακού διεθνισμού και έχει ριζωθεί βαθιά στη συνείδηση ο μικροαστικός εθνικισμός. Αυτό αποδεικνύουν παραστατικά οι «πορείες των λεγεωνάριων», που πραγματοποιούνται με τη σιωπηλή συγκατάθεση των επίσημων αρχών και που κάθε χρόνο συσπειρώνουν όλο και περισσότερους νέους. Για το επίπεδο του εθνικισμού στην κοινωνία μπορούμε να κρίνουμε και από το γεγονός ότι στο κοινοβούλιο της χώρας στις τελευταίες εκλογές εκλέχθηκαν 6 βουλευτές από το νεοφασιστικό κόμμα «Όλα για τη Λετονία!». Εν τω μεταξύ, ένας από τους «εκλεκτούς του λαού», που επανεκλέγηκε, ήταν πρώην λεγεωνάριος των Ες-Ες!

Δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε και το γεγονός ότι τα προβλήματα της ρωσόφωνης μειοψηφίας της Λετονίας έγιναν ένα από τα σημεία στα οποία στηρίζει τα συμφέροντά της η σύγχρονη ιμπεριαλιστική Ρωσία. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η όποια στήριξη υπήρξε από τη Ρωσία ήταν προς τα αστικά κόμματα που εμφανίζονται ως «υπερασπιστές του ρωσικού πληθυσμού» της Δημοκρατίας και ταυτόχρονα προωθούν τη ριζοσπαστικοποίηση των απόψεων περί διεθνικής ομόνοιας και απορρίπτουν πλήρως το διεθνισμό και την ταξική προσέγγιση στην κατανόηση των κοινωνικών διεργασιών. Δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός στη δράση τους η προπαγάνδα εθνικιστικών συνθημάτων, όπως: «Έρχονται οι Ρώσοι!».

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, που δουλεύει στις σύγχρονες συνθήκες, υλοποιεί σταθερά τις ιδέες του προλεταριακού διεθνισμού, της αδελφότητας και της φιλίας των λαών. Το ΣΚΛ δεν εξηγεί τις συντελούμενες διεργασίες από τη σκοπιά κάποιας εθνικότητας, αλλά από ταξική σκοπιά, εξηγώντας στους εργαζόμενους ότι η ιστορική πείρα απάρνησης των αρχών του προλεταριακού διεθνισμού οδηγεί στην εξουσία της αστικής τάξης και στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων, διασπά το ενιαίο μέτωπο της εργατικής πάλης για την απελευθέρωση από τα δεσμά του κεφαλαίου!

Το τελευταίο καταφύγιο του κεφαλαίου

Η ιστορία βρίθει από περιπτώσεις όπου σε περιόδους κρίσεων και απειλής εμφάνισης επαναστατικής κατάστασης το κεφάλαιο δεν είχε ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει ακόμη και τις πλέον άθλιες μεθόδους για τη διατήρηση της εξουσίας του: ενάντια στο λαό χρησιμοποιεί ανοιχτή βία, προκαλεί πολεμικές συγκρούσεις και παγκόσμιους πολέμους. Ωστόσο, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με την εμφάνιση όπλων μαζικής καταστροφής ο πόλεμος έγινε επικίνδυνος και για το ίδιο το διεθνές κεφάλαιο. Σε περίπτωση που η σύγκρουση γινόταν πυρηνική, δε θα έμενε μέρος στη γη όπου οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου να μπορούν να εξασφαλίσουν ασφαλή διαβίωση για τον εαυτό τους. Πέρα από αυτό, με την εμφάνιση των σοσιαλιστικών χωρών και την πάλη των εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών για τα δικαιώματά τους, η αστική τάξη ήταν αναγκασμένη, σε ένα βαθμό, να κάνει πιο ανθρώπινες τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Με τη διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος η ανάγκη αυτή εξαλείφθηκε. Όμως δεν είναι δυνατό να αφαιρεθούν από τους εργαζόμενους αμέσως όλες τους οι κατακτήσεις. Αυτό θα προκαλούσε κοινωνική έκρηξη. Γι’ αυτό τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες συντελείται η σταδιακή αποξήλωσή τους με τη μορφή «μέτρων για το ξεπέρασμα της κρίσης», με τη «σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων» ή τη «βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας».

Παρ’ όλα αυτά και αυτές οι πράξεις προκαλούν τη διαμαρτυρία των εργαζόμενων, που συχνά εξελίσσεται σε μαζικές κινητοποιήσεις που οργανώνουν τα αριστερά κόμματα και τα συνδικάτα. Για να εξουδετερωθεί αυτή η διαμαρτυρία χωρίς τη χρήση άμεσης βίας, οι αστικές κυβερνήσεις πρέπει να κατευθύνουν τη δυσαρέσκεια των μαζών σε άλλα αντικείμενα και τομείς. Φαίνεται πως ως τέτοιοι θα χρησιμοποιηθούν ξανά μαζικά οι διεθνικές σχέσεις, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, ως ιδεολογική βάση.

Ως προς αυτό είναι πολύ χαρακτηριστική όχι μόνο η ενίσχυση της επιρροής των ακροδεξιών και των νεοναζιστικών κομμάτων σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και, για παράδειγμα, οι δημόσιες δηλώσεις για το «κραχ της πολιτικής της πολυπολιτισμικότητας» από την ηγεσία μιας χώρας, όπως η Γερμανία. Αυτό στην ουσία αποτελεί μια προσωρινά συγκαλυμμένη, αλλά πολύ συγκεκριμένη απάρνηση των αρχών, που ανακηρύσσονταν στον τομέα των διεθνικών σχέσεων το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Συνάμα, η πολυπολιτισμική πολιτική και πολιτική εθνοτικής πολιτικής ορθότητας που έως τώρα εφαρμοζόταν στην ΕΕ ήταν στην πραγματικότητα αναποτελεσματική και ορισμένες φορές ανοιχτά τραγελαφική. Στην ουσία, η ίδια αυτή πολιτική προκαλεί σε διάφορες χώρες τη δημιουργία καταστάσεων που προσανατολίζονται σε μια πιθανή εθνοτική αντιπαράθεση.

Οι αιτίες που η ιδεολογία του εθνικισμού θα χρησιμοποιείται από την αστική τάξη σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα στην πάλη για τη διατήρηση της εξουσίας της φαντάζουν οι ακόλουθες:

  1. Η ευκολία της χρήσης της. Τα γεγονότα δείχνουν ότι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Λετονίας, δεν απαιτούνται γι’ αυτό το σκοπό ούτε σοβαρά επιχειρήματα, ούτε μακροχρόνια προετοιμασία. Όλα περιορίζονται στην απλή αντίληψη «δεν είναι σαν εμάς, είναι ξένοι. Οι ξένοι είναι εχθροί». Έτσι οι πρώην συνάδελφοι στη δουλειά, οι κομματικοί σύντροφοι, οι γείτονες γίνονται ασυμφιλίωτοι αντίπαλοι, έτοιμοι, αν όχι για ένα εθνοτικό πογκρόμ, τότε να στερήσουν από τους «ξένους» τα πολιτικά τους δικαιώματα.
  2. Η καθολική χρήση. Δεν υπάρχουν χώρες όπου να μην μπορούν «να δημιουργηθούν τριβές» με τη βοήθεια μιας τέτοιας ιδεολογίας. Οι περισσότερες χώρες είναι ή υπήρξαν πρόσφατα πολυεθνικές. Είτε έγιναν πολυεθνικές ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης της εργατικής δύναμης από το εξωτερικό είτε σε αποτέλεσμα ορισμένων ιστορικών γεγονότων. Ακόμη και οι λίγο-πολύ μονοεθνικές χώρες έχουν τις διασπορές τους στο εξωτερικό και μπορεί να επηρεαστεί η κατάσταση σε αυτές με τη βοήθεια του συνθήματος της «υπεράσπισης των συμπατριωτών του εξωτερικού».
  3. Αθροιστικό αποτέλεσμα. Εάν δεν επαρκούν ή είναι αδύναμοι οι εθνοτικοί παράγοντες, μπορεί εύκολα να αναζωπυρωθούν οι ιστορικές εδαφικές βλέψεις, γεγονότα ή μύθοι περί κατοχής, μετανάστευσης των λαών, μετανάστευσης κτλ.

Το παράδειγμα της Λετονίας είναι χαρακτηριστικό, δεδομένου και του γεγονότος ότι ο εθνικισμός χρησιμοποιήθηκε σε αυτή ως αποτελεσματικό όπλο όχι μόνο την περίοδο διάλυσης της ΕΣΣΔ, αλλά και όλη την επόμενη περίοδο ως και τις μέρες μας. Παράλληλα, οι αρχές της Λετονίας εφαρμόζουν μορφές και μεθόδους υλοποίησης της εθνοτικής πολιτικής, απίθανες είτε για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είτε για τις ΗΠΑ. Οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, που αυτοαποκαλούνται «αριστερές» και που ασκούν αμείλικτη κριτική στα άλλα κράτη για την απαγόρευση των παρελάσεων των ομοφυλόφιλων ή για την έλλειψη σεβασμού προς τα δικαιώματα των ζώων, παρακολουθούσαν με απόλυτη απάθεια την αφαίρεση από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους των πολιτικών τους δικαιωμάτων, το φανερό εθνοτικό προστατευτισμό ή την ηρωοποίηση των νεοναζί της περιόδου του Β' Παγκόσμιου πολέμου.

Αυτή η εσκεμμένη μη ανάμειξη δείχνει ότι το διεθνές κεφάλαιο ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη Λετονία και ορισμένες άλλες χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ ως ιδιόμορφο «πεδίο δοκιμών» για την επεξεργασία των μελλοντικών μεθόδων διοχέτευσης της επαναστατικής ενέργειας των μαζών από τον τομέα της κοινωνικής-ταξικής πάλης στον τομέα των εσωτερικών ή εξωτερικών εθνοτικών διενέξεων. Πρόκειται για μια πολύ ανησυχητική τάση και η αγνόησή της θα ήταν ανεπίτρεπτη αφέλεια. Ουσιαστικά ο εθνικισμός, παντού και πάντα, συνδέεται στενά με τον αντικομμουνισμό και έχει την τάση να παίρνει νεοναζιστικές και νεοφασιστικές μορφές, καθώς και να εκδηλώνεται ως ρατσισμός.

Παράλληλα, η κατάσταση στη Λετονία δείχνει ότι η αντίσταση στον εθνικισμό με όπλο τις φιλελεύθερες κοσμοπολίτικες ιδέες, στενά τη συνηγορία, καθώς και τον «απαντητικό εθνικισμό» είναι αδύνατη. Οι πολιτικές δυνάμεις που προσπάθησαν να το κάνουν, είτε ηττήθηκαν είτε απαρνήθηκαν τις ιδέες τους προς όφελος μιας ανοιχτά αστικής ιδεολογίας.

Μόνο η πολιτική και η ιδεολογία του συνειδητού διεθνισμού της εργατικής τάξης, που προσανατολίζεται στο ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορεί να αντιπαρατεθεί στην πράξη τόσο στον εθνικισμό όσο και στον κοσμοπολιτισμό και τις διάφορες αρνητικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.


[1] Πρόγραμμα του ΣΚΛ, σελ. 4 (στα ρώσικα).

[2] Προκηρύξεις των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων της Λετονίας την περίοδο της πρώτης ρωσικής επανάστασης, Ρίγα, 1956, σελ. 26.

[3] Ι. Β. Στάλιν, «Πώς βλέπει η σοσιαλδημοκρατία το εθνικό ζήτημα;», «Άπαντα», τόμ.1, σελ. 60.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 12, σελ. 234.

[5] «Η ιστορία του λετονικού επίλεκτου πεζικού», Ρίγα, 1972, σελ. 136.

[6] Β. Ο. Μίλλερ, «Το πρώτο κυρίαρχο κράτος του λετονικού λαού», Ρίγα, 1988, σελ. 40-41.

[7] «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας στην Οκτωβριανή επανάσταση του 1917», Ρίγα, σελ. 466-467.

[8] «Η ιστορία της Λετονικής ΣΣΔ», τόμ. 2, σελ. 32 (μετάφραση από τα λετονικά).

[9] Ό.π., σελ. 42.

[10] «Ιστορία της Λετονίας, 20ός αιώνας», Ρίγα, 2005, σελ. 106, (μετάφραση από τα λετονικά).

[11] «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας το 1918 και 1919. Ντοκουμέντα και υλικά», Ρίγα, 1958, σελ. 160-161, (μετάφραση από τα λετονικά).

[12] «Ιστορία της Λετονίας, 20ός αιώνας», Ρίγα, 2005, σελ. 247, (μετάφραση από τα λετονικά).

[13] «Ιστορία της Λετονίας, 20ός αιώνας», Ρίγα, 2005, σελ. 225, (μετάφραση από τα λετονικά).

[14] «Η πάλη του λετονικού λαού στο Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο», Ρίγα, 1966, σελ. 108 (μετάφραση από τα λετονικά).

[15] «Λετονική Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», Ρίγα, 1984, σελ. 117 (μετάφραση από τα λετονικά).

[16] «Ιστορία της Λετονίας, 20ός αιώνας», Ρίγα, 2005, σελ. 364, (μετάφραση από τα λετονικά).

[17] «Εγκυκλοπαίδεια της Λετονίας», 2007, 4ος τόμ., σελ. 28, (μετάφραση από τα λετονικά).

[18] «Η ιστορία μας, 1985-2005», Ρίγα, 2007, σελ. 126.

[19] Ό.π., σελ. 128.