Το πραξικόπημα του Μαϊντάν στο Κίεβο το 2014 και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, αλλά ακόμη περισσότερο ο διακρατικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Ουκρανίας, που ξεκίνησε το 2022, έχουν φέρει το αυστριακό κεφάλαιο σε διφορούμενη θέση. Αυτό έχει να κάνει και με την πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία είναι φυσικά μέρος του δυτικού μπλοκ των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα συμφέροντα του αυστριακού ιμπεριαλισμού. Το Κόμμα Εργασίας Αυστρίας (PdA) κάνει μία ανάλυση της κατάστασης και αντλεί από αυτήν τις θέσεις του.
Το αυστριακό κεφάλαιο στην Ανατολική Ευρώπη
Το αυστριακό κεφάλαιο ήταν ένας από τους μεγάλους κερδισμένους διεθνώς από την αντεπανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ την περίοδο 1989-1991. Οι αυστριακές τράπεζες και εταιρίες διείσδυσαν με επιτυχία στις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης –πράγμα που επέδρασε αρχικά στην άμεση γειτονιά, την Τσεχία και τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, τη Ρουμανία και την Κροατία. Στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων και της φιλελευθεροποίησης, η επέκταση του αυστριακού κεφαλαίου σε χώρες που εβδομήντα πέντε χρόνια νωρίτερα αποτελούσαν μέρος των εδαφών της μοναρχίας των Αψβούργων και οι οποίες εξακολουθούν να θεωρούνται «πίσω αυλή» της Αυστρίας ήταν επιτυχής, τουλάχιστον οικονομικά, ακόμη και για την περιορισμένης ισχύος αυστριακή δημοκρατία. Στη μάχη για επενδυτικές σφαίρες, μερίδια αγορών, πρώτων υλών και φθηνού εργατικού δυναμικού, η Αυστρία κατάφερε να διεισδύσει κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στις αλυσίδες λιανικής πώλησης, στις τηλεπικοινωνίες και στα Μέσα Ενημέρωσης, στον ενεργειακό εφοδιασμό, στη γεωργία, στον κατασκευαστικό κλάδο, αλλά και σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς. Αυτή η νέα οικονομική ανάπτυξη του αυστριακού ιμπεριαλισμού είχε και πολιτικό αντίκτυπο.
Το αυστριακό κεφάλαιο είχε καταρχάς ένα πλεονέκτημα: Λόγω της τυπικής ουδετερότητάς του, η οποία βέβαια ποτέ δεν ήταν πραγματική ουδετερότητα, είχε ήδη δημιουργήσει σημαντικές σχέσεις με τις σοσιαλιστικές οικονομίες τις προηγούμενες δεκαετίες, τις οποίες μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δεκαετία του 1990. Βέβαια, προωθήθηκαν οι «διαδικασίες μετασχηματισμού» της Ανατολικής Ευρώπης και η ενδεχόμενη ένταξη των εν λόγω κρατών στην ΕΕ, η οποία από το 1995 και μετά λειτούργησε ως ένα επιπλέον όχημα για τον αυστριακό ιμπεριαλισμό. Τέλος, οι τότε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη Βιέννη υποδαύλισαν με ιδιαίτερο ζήλο τα αυτονομιστικά κινήματα στα Δυτικά Βαλκάνια και το διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η Αυστρία είναι επίσης στρατιωτικά παρούσα στην περιοχή αυτήν, και συγκεκριμένα με σχετικά αποσπάσματα του ομοσπονδιακού στρατού ως μέρος των στρατών κατοχής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στο σερβικό Κοσσυφοπέδιο. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, το επόμενο στάδιο της επέκτασης του αυστριακού κεφαλαίου κατευθύνθηκε και πάλι ανατολικότερα, προς τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και το Καζακστάν.
Για άλλη μία φορά, το αυστριακό κεφάλαιο και το κράτος του μπόρεσε να κερδίσει πόντους από την πρότερη «ουδετερότητα» σε μία περιοχή που είχε αντιΝΑΤΟϊκά αντανακλαστικά. Ενώ ο δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός έδρασε πιο διστακτικά, η Αυστρία μπόρεσε να κάνει δουλειές με τα καθεστώτα Λουκασένκο και Ναζαρμπάγεφ ως μία άτυπη πρωτοπορία, ας πούμε. Μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, είχε η ξεχωριστή «φιλία» της αυστριακής οικονομίας με τη Ρωσία. Ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και διάφοροι Ρώσοι ολιγάρχες ήταν επίτιμοι καλεσμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα ως εμπορικοί εταίροι, με ανοιχτές πόρτες για τις αυστριακές επενδύσεις, αλλά και ως επενδυτές στην Αυστρία. Οι διμερείς σχέσεις αναπτύχθηκαν ιδίως στον κατασκευαστικό κλάδο, στον τουρισμό και στο χρηματοπιστωτικό τομέα και εξαρτήσεις στον τομέα της ενέργειας: Οι συμβάσεις προμήθειας με την ΕΣΣΔ ισχύουν από το 1969 και πρόσφατα παρατάθηκαν εκ νέου, το 2018, με τη ρωσική Gazprom μέχρι το 2040. Το 80% του φυσικού αερίου που προμηθεύεται η Αυστρία προέρχεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία, ενώ ένα εξίσου υψηλό ποσοστό των εισαγωγών πετρελαίου προέρχεται από το Καζακστάν.
Αντίστοιχα, εξακόσιες πενήντα αυστριακές εταιρίες δραστηριοποιούνται στη Ρωσία με επενδύσεις δισεκατομμυρίων. Σε αυτές περιλαμβάνονται και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά η αιχμή του δόρατος είναι η Raiffeisenbank International (RBI).Διαθέτει περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους περίπου 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Ρωσία και είναι πλέον η μεγαλύτερη ξένη τράπεζα στην Ομοσπονδία, μπροστά από την αμερικανική τράπεζα Citigroup και την ιταλική UniCredit. Η RBI διαθέτει εκατόν τριάντα υποκαταστήματα στη Ρωσία, δέκα χιλιάδες υπαλλήλους και τέσσερα εκατομμύρια πελάτες. Η Raiffeisen είναι επίσης ένα εξέχον όνομα στη χορηγία, αλλά τα κέρδη φυσικά προέρχονται από την πραγματική τραπεζική δραστηριότητα. Πρόσφατα, 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου το 50% των καθαρών κερδών της RBI, προήλθε από τη Ρωσία –είναι αυτονόητο ότι η τράπεζα αντιτίθεται σθεναρά στις κυρώσεις και δε θέλει να εγκαταλείψει τη «χρυσή αγελάδα» των κερδών της. Ωστόσο, η Raiffeisen είναι κάτι περισσότερο από μία απλή τράπεζα, είναι ένας ολοκληρωμένος όμιλος που περιλαμβάνει επίσης επενδύσεις σε εταιρίες Μέσων Ενημέρωσης ή στον κατασκευαστικό όμιλο Strabag, καθώς και στην ασφαλιστική εταιρία Uniqa. Πάνω απ’ όλα, όμως, η Raiffeisen –ως διαστροφή της αρχικής έννοιας του αγροτικού συνεταιρισμού– είναι πλέον ένα τεράστιο αγροτικό μονοπώλιο. Μέσω της Agrana AG, η εταιρία είναι επίσης σημαντικός παίχτης στην επεξεργασία φρούτων στη Ρωσία.
Βεβαίως, υπάρχει αντίστοιχος προσανατολισμός και προς την Ουκρανία. Το αυστριακό κεφάλαιο εμπλέκεται και εκεί σε μεγάλο βαθμό, ως ο έκτος μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα. Πριν την έναρξη του πολέμου, υπήρχαν διακόσιες αυστριακές εταιρίες, εκ των οποίων πενήντα βιομηχανικές επιχειρήσεις με είκοσι χιλιάδες εργαζόμενους. Αυτές δραστηριοποιούνται κυρίως στους κλάδους της ξυλείας, του χαρτονιού και του χαρτιού, αλλά οι αυστριακές εταιρίες παράγουν επίσης στην Ουκρανία χιονοπέδιλα ανωμάλου δρόμου (Fischer), καθώς και κοινά αντικείμενα, όπως ετικέτες μπουκαλιών και σιδερώστρες. Ιδιαίτερης σημασίας, ωστόσο, είναι η προαναφερθείσα Agrana AG, η οποία ανήκει έμμεσα στη Raiffeisen: Παράγει επίσης φρούτα και χυμούς φρούτων στην Ουκρανία. Στην Ουκρανία, ωστόσο, οι άνθρωποι είναι πλέον λιγότερο ευχαριστημένοι με τη Raiffeisen λόγω των ρωσικών της δραστηριοτήτων, γι’ αυτό και η RBI τοποθετήθηκε προσωρινά στον κατάλογο των εταιριών που κατηγορούνται από το Κίεβο ότι υποστηρίζουν το ρωσικό επιθετικό πόλεμο. Η αυστριακή κυβέρνηση παρενέβη επιτυχώς εναντίον αυτού μέσω της ΕΕ.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι το αυστριακό κεφάλαιο έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση. Η άνευ αρχών επιδίωξη του κέρδους παντού έχει δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες, που ήταν προβλέψιμες εδώ και καιρό, όχι μόνο στην Ουκρανία. Η «Πορτοκαλί Επανάσταση» έγινε κάτι σα δίλημμα το 2004, όταν ο Βίκτορ Γιούσενκο είχε προσωρινά το επιχειρησιακό του κέντρο στη Βιέννη. Αν και η πρώτη ανατροπή του Γιανουκόβιτς υποστηρίχτηκε, η αποτυχία του Γιούσενκο το 2010 αποτέλεσε πρόπλασμα για το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014. Εκείνη την εποχή, ωστόσο, η Αυστρία και η Ρωσία, καθώς και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ο Πούτιν, εξακολουθούσαν να έχουν τις καλύτερες σχέσεις, όπως αποδείχτηκε, για παράδειγμα, στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σότσι. Η προτεραιότητα των αυστριακών οικονομικών συμφερόντων στο έδαφος της πρώην ΕΣΣΔ βρισκόταν σαφώς στη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η εν μέρει κρατική αυστριακή εταιρία ενέργειας OMV απέκτησε το 2015 μερίδιο 10% στο έργο του αγωγού Nord Stream 2. Το φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία επρόκειτο να ρέει μέσω μίας ασφαλούς διαδρομής, παρακάμπτοντας την Ουκρανία, φτάνοντας στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Αυστρία –όχι απαραίτητα για να μπορούν τα ιδιωτικά νοικοκυριά να θερμαίνονται και να μαγειρεύουν, αλλά για ευρύτερες οικονομικές σκοπιμότητες, αφού στην Αυστρία το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ υπάρχουν επίσης σημαντικοί τομείς παραγωγής που χαρακτηρίζονται από εντατική κατανάλωση φυσικού αερίου, όπως η χαλυβουργία και η χαρτοβιομηχανία.
Αυτό μας παρέχει μία ελλιπή, αλλά πολύ κατατοπιστική επισκόπηση των οικονομικών δεσμών μεταξύ του αυστριακού ιμπεριαλισμού και της Ρωσίας, από τη μία πλευρά, και της Ουκρανίας, από την άλλη. Στην περίπτωση της Ρωσίας, πρέπει να μιλήσουμε ακόμη και για κλασικούς κρατικομονοπωλιακούς δεσμούς. Επιφανείς Αυστριακοί πρώην πολιτικοί κατείχαν καθήκοντα ή θέσεις σε εποπτικά συμβούλια ρωσικών εταιριών, όπως ο Wolfgang Schüssel (ομοσπονδιακός καγκελάριος, ÖVP) στη Lukoil, ο Christian Kern (ομοσπονδιακός καγκελάριος, SPÖ) στον κρατικό σιδηρόδρομο RZhD, ο Hans Jörg Schelling (υπουργός Οικονομικών, ÖVP) στην Gazprom/Nord Stream ή η Karin Kneissl (υπουργός Εξωτερικών, FPÖ) στη Rosneft. Ο πρώην επικεφαλής της κυβέρνησης Alfred Gusenbauer (SPÖ) ήταν υπεύθυνος για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και τις δημόσιες σχέσεις, μεταξύ άλλων, για τον όμιλο Hapsburg Group υπέρ του Γιανουκόβιτς, αλλά και για τα καθεστώτα του Καζακστάν και του Αζερμπαϊτζάν. Παράλληλα, Ρώσοι ολιγάρχες αγόρασαν πακέτα μετοχών σε μεγάλες αυστριακές εταιρίες, όπως ο Oleg Deripaska στον κατασκευαστικό όμιλο Strabag, ο οποίος ανήκει κατά πλειοψηφία στις Raiffeisen και Uniqa. Στο παρασκήνιο, ο Christoph Leitl (ÖVP), ο επί μακρόν πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου, κινεί τα νήματα, εκπροσωπώντας μάλιστα την Αυστρία σε ένα είδος αποστολής στη Δυτική Ουκρανία: Σε μία δημόσια εκδήλωση, αστειεύτηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για μία πιθανή «διαίρεση» της Ουκρανίας, καθώς το «Lemberg» (γερμανική ονομασία του Λβιβ) ήταν αυστριακή πόλη μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν τη συνολική κατάσταση των αυστριακών συμφερόντων στην Ανατολική Ευρώπη, το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014, η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και ο εμφύλιος πόλεμος στο Ντονμπάς δεν ήταν απαραίτητα ευνοϊκά για το αυστριακό κεφάλαιο. Στη συνέχεια, κατέβαλλε προσπάθειες να προσπεράσει τα προβλήματα και να διατηρήσει τις σχέσεις με όλους. Η στρατηγική κλιμάκωσης των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, του ΝΑΤΟ και των νέων ηγετών στο Κίεβο έπρεπε να ακολουθείται και επισήμως να υποστηρίζεται.
Πόλεμος στην Ουκρανία, ουδετερότητα, στρατιωτικοποίηση
Έφτασε η 24η Φλεβάρη 2022, σηματοδοτώντας τη ρωσική εισβολή και την άμεση έναρξη του διακρατικού πολέμου μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Ουκρανίας. Έξι βδομάδες αργότερα, στις αρχές του Απρίλη του 2022, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας Karl Nehammer (ÖVP) ήταν ο πρώτος αρχηγός κυβέρνησης της ΕΕ που ταξίδεψε στη Μόσχα για να συναντηθεί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Το περιεχόμενο των συνομιλιών σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε μυστικό. Είναι απίθανο ο Nehammer να ήταν πράγματι τόσο αφελής ώστε να αναλάβει μόνος του μία «ειρηνευτική πρωτοβουλία». Μάλλον επρόκειτο για προσπάθεια εξασφάλισης των οικονομικών συμφερόντων, δηλαδή, αφενός, για την απρόσκοπτη προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Αυστρία –τότε και μέσω του Nord Stream 1– και, αφετέρου, για τις δραστηριότητες της Raiffeisenbank (RBI), αφού το ÖVP θεωρείται ως έναν βαθμό ο πολιτικός βραχίονας της Raiffeisen λόγω των στενών δεσμών τους. Και τα δύο ενδέχεται να αντιμετωπίστηκαν με ψυχραιμία και επαγγελματισμό προς το συμφέρον και των δύο μερών: Τα συμβόλαια της Gazprom θα τηρούνταν, η Raiffeisen δε θα υφίστατο κυρώσεις στη Ρωσία, κυρίως επειδή η RBI, σε αντίθεση με τις εγχώριες ρωσικές τράπεζες, δεν αποκλείστηκε από το σύστημα SWIFT.
Ταυτόχρονα, σημαντικοί εκπρόσωποι της Αυστριακής Ομοσπονδίας Βιομηχάνων επέμεναν ότι οι κυρώσεις και ο οικονομικός πόλεμος κατά της Ρωσίας θα ήταν παράλογα και μαζικά επιζήμια για την αυστριακή οικονομία. Σε έναν βαθμό, έχουν διαμορφωθεί δύο παρατάξεις εντός του κεφαλαίου, εκ των οποίων η μία –η μικρότερη– είναι σαφώς φιλική προς τη Ρωσία λόγω του αντίστοιχου προσανατολισμού των επενδύσεων, των εξαγωγών και των εισαγωγών. Πολιτικά, η πτέρυγα αυτή στηρίζει το ακροδεξιό αντιπολιτευόμενο Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ), το οποίο ζητά να είναι η Αυστρία πιο ουδέτερη. Μπορεί να προβλεφτεί ότι το FPÖ, υπό τον ηγέτη του Herbert Kickl, θα επιτύχει συντριπτική νίκη στις επερχόμενες εκλογές για το Εθνικό Κοινοβούλιο, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για το φθινόπωρο. Οι τρέχουσες προβλέψεις και οι δημοσκοπήσεις του δίνουν πάνω από 30% των ψήφων και σαφές προβάδισμα έναντι των αντιπολιτευόμενων σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) και του κυβερνώντος συντηρητικού ÖVP. Σε περίπτωση που ο Kickl μπορέσει πράγματι να ηγηθεί κυβέρνησης, για την οποία θα χρειαστεί εταίρο, η προσανατολισμένη στη Ρωσία παράταξη του κεφαλαίου ελπίζει ότι θα έχει τουλάχιστον παρόμοια προσέγγιση στη ρωσική πολιτική με τον Όρμπαν στην Ουγγαρία ή τον Φίτσο στη Σλοβακία. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι όταν ο Ζελένσκι μίλησε μέσω τηλεδιάσκεψης στο αυστριακό κοινοβούλιο, οι βουλευτές του FPÖ εγκατέλειψαν την αίθουσα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ωστόσο, και ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες απείχαν.
Βέβαια, η σαφής πλειοψηφία του αυστριακού κεφαλαίου έχει προσχωρήσει στο αντιρωσικό μέτωπο. Διότι, όσο επικερδείς και θεωρητικά ελπιδοφόρες και αν είναι οι συναλλαγές με τη Ρωσία, άλλες αγορές είναι σήμερα πιο σημαντικές για τη βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αν πάρουμε για παράδειγμα τις χώρες προορισμού των αυστριακών αγαθών, μπορούμε να δούμε ότι το 2021, δηλαδή πριν την έναρξη του πολέμου, το 68% καταλήγει σε μέλη της ΕΕ. Η με διαφορά σημαντικότερη αγορά, με μερίδιο 30,2%, είναι η Γερμανία, ακολουθούμενη από την Ιταλία (6,8%), την Πολωνία (4,0%), τη Γαλλία (3,8%), την Ουγγαρία (3,7%) και την Τσεχία (3,6%). Εκτός της ΕΕ, η Ελβετία εξακολουθεί να έχει κάποια σημασία (4,9%), ενώ η σημαντικότερη υπερπόντια εξαγωγική χώρα είναι οι ΗΠΑ με μερίδιο 6,7% επί του συνόλου των αυστριακών εξαγωγών αγαθών. Αντίθετα, το μερίδιο της Ρωσίας είναι αρκετά μικρό, 1,2%, αν και εξακολουθεί να αφορά δισεκατομμύρια ευρώ. Παρόλ’ αυτά, ο προσανατολισμός είναι σαφής: Το αυστριακό κεφάλαιο χρειάζεται τη Γερμανία, τις γειτονικές χώρες και την ΕΕ, καθώς και τις ΗΠΑ. Αυτές οι σχέσεις (και τα κέρδη) δεν μπορούν να τεθούν σε κίνδυνο υπέρ της Ρωσίας, ακόμη και αν εδώ είναι δυνατές περαιτέρω προοπτικές επέκτασης των σχέσεων σε νέες διαστάσεις.
Η κατάσταση είναι παρόμοια με τις εξαγωγές κεφαλαίων. Οι άμεσες αυστριακές επενδύσεις στο εξωτερικό ανήλθαν σε 238 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022. Το 60% από αυτά αντιστοιχούν σε κράτη-μέλη της ΕΕ, περίπου το 15% στη Γερμανία και περίπου 7% στην Ολλανδία, στην Τσεχία, στην Ελβετία και στις ΗΠΑ. Συγκριτικά, η Ρωσία αποτελεί λιγότερο σημαντική χώρα-προορισμό, με ποσοστό 3%. Από την άποψη αυτήν, το ίδιο ισχύει και εδώ. Το αυστριακό κεφάλαιο είναι φυσικά πιο πιθανό να εγκαταλείψει τη ρωσική επενδυτική σφαίρα απ’ ό,τι την ΕΕ και τη Βόρεια Αμερική. Αυτό βάζει τουλάχιστον ένα ισχυρό φρένο στη στρατηγική επέκτασης των σχέσεων με τη Ρωσία, αφού η Αυστρία ως χώρα μεσαίου μεγέθους –αν και με υπερμεγέθη χρηματοοικονομική οικονομία– πρέπει να συμβιβαστεί με τις διεθνείς εξελίξεις. Επομένως, είναι αρκετά τα βαθιά οικονομικά συμφέροντα του αυστριακού κεφαλαίου, που είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την τελική θέση σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Με δισταγμό, αλλά, παρόλ’ αυτά, κόβονται ένα-δύο επενδυτικά σχέδια με τη Μόσχα και διάφορα άλλα μπαίνουν στον πάγο –τουλάχιστον προς το παρόν. Άλλωστε, πολλές εταιρίες, όχι μόνο η Raiffeisenbank, έχουν παραμείνει στη Ρωσία και ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να αντέξουν μέσα στον πόλεμο για να συμμετάσχουν στη διανομή των λαφύρων μετά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν εξαιρετικά σημαντικό για την αυστριακή ομοσπονδιακή κυβέρνηση, της οποίας ηγείται το συντηρητικό ÖVP και στην οποία οι Πράσινοι είναι κατώτεροι εταίροι, να δημιουργήσει όσο το δυνατό λιγότερες αμφιβολίες για την πολιτική αξιοπιστία της Αυστρίας στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και στην Ουάσιγκτον. Αυτό αφορούσε αρχικά την πλευρά της ρητορικής. Η Αυστρία μπορεί να είναι στρατιωτικά ουδέτερη, αλλά δεν είναι πολιτικά ουδέτερη, δήλωσε ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Nehammer. Σε κάθε ευκαιρία τόνιζε ότι θα στηρίξει την Ουκρανία για λόγους ηθικής και διεθνούς δικαίου, προκειμένου να υπερασπιστεί τις ευρωπαϊκές αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Μερικές φορές, οι κυβερνητικές δηλώσεις ακούγονταν σα να είχαν υπαγορευτεί απευθείας από το αρχηγείο του ΝΑΤΟ. Σε πρακτικό επίπεδο, βρέθηκαν δημιουργικές λύσεις. Στο θέμα του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη» και της χρηματοδότησης των εξοπλισμών για την Ουκρανία από την ΕΕ, η Αυστρία πήρε τη θέση της «εποικοδομητικής αποχής», η οποία επέτρεψε τη λήψη κοινής απόφασης σύμφωνα με την αρχή της ομοφωνίας. Ωστόσο, το μερίδιο της Αυστρίας από τα κονδύλια της ΕΕ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για μη στρατιωτικά αγαθά. Φυσικά, είναι παράλογη η ιδέα ότι αυτό θα μπορούσε να διαχωριστεί κατά τη διάρκεια των προμηθειών και των παραδόσεων της ΕΕ. Η Αυστρία πληρώνει επίσης ουσιαστικά για όπλα για την Ουκρανία και σε κάθε περίπτωση συγχρηματοδοτεί το στρατιωτικό διοικητικό μηχανισμό.
Αυτό που δεν υπάρχει, ωστόσο, είναι οι απευθείας παραδόσεις όπλων από την Αυστρία στην Ουκρανία –άλλωστε, οι αυστριακές Ένοπλες Δυνάμεις θα έπαιρναν σαράντα οχτώ από τα περίφημα άρματα μάχης Leopard-2. Αλλά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αρνήθηκε να παρέχει «επιθετικά όπλα» και τα μόνα στρατιωτικά εφόδια που μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία από τα αποθέματα του ομοσπονδιακού στρατού ήταν χαλύβδινα κράνη και προστατευτικά γιλέκα –εξοπλισμός αμυντικού χαρακτήρα. Ωστόσο, όλη η διφορούμενη θέση της Αυστρίας έρχεται στο φως όταν πρόκειται για τις μεταφορές όπλων. Η απαγόρευση των μεταφορών ξένων όπλων μέσω του αυστριακού εδάφους σε εμπόλεμη χώρα παρακάμπτεται χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα για την αδειοδότηση και το χαρακτηρισμό των φορτίων· για παράδειγμα, τα ιταλικά άρματα παραδίδονται επίσημα στη Σλοβακία μέσω του αυστριακού εδάφους και επομένως εντός της ΕΕ και μόνο τότε φτάνουν στην Ουκρανία. Και έτσι, οι μεταφορές όπλων και στρατευμάτων του ΝΑΤΟ κυλούν τακτικά με τρένα πάνω σε αυστριακές ράγες –το 2023 ήταν πάνω από τεσσερισήμισι χιλιάδες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραμένει εξίσου απαθής για το γεγονός ότι αεροσκάφη του ΝΑΤΟ πετούν τακτικά στον αυστριακό εναέριο χώρο, ορισμένα μάλιστα χωρίς καμιά άδεια. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν σαφείς παραβιάσεις του αυστριακού νόμου περί ουδετερότητας, ο οποίος έχει συνταγματικό κύρος.
Η γενική κατάργηση της αυστριακής ουδετερότητας, που ιστορικά πρότεινε και στήριζε και η ΕΣΣΔ, είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής στον πληθυσμό. Μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στην αρχή του πολέμου το ÖVP επιχείρησε να ξεκινήσει μία διαδικασία συζήτησης σχετικά με το θέμα αυτό. Το ενδεχόμενο η Αυστρία να ακολουθήσει το παράδειγμα της Φινλανδίας και της Σουηδίας και να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ μπορεί να αποκλειστεί εντελώς προς το παρόν. Ωστόσο, το κλίμα εξακολουθεί να δημιουργείται προς αυτήν την κατεύθυνση, για παράδειγμα, μέσω τακτικών εμφανίσεων αξιωματικών του στρατού σε ειδησεογραφικά προγράμματα της εθνικής τηλεόρασης. Στην πραγματικότητα, η Αυστρία είναι ήδη εν μέρει ενταγμένη, συγκεκριμένα μέσω των στρατιωτικών δομών της ΕΕ και της Σύμπραξης του ΝΑΤΟ για την Ειρήνη. Η ουδετερότητα έχει αποδυναμωθεί κατά πολύ μετά από την ένταξη της Αυστρίας στην ΕΕ και έχει πληγεί περαιτέρω στον τρέχοντα πόλεμο στην Ουκρανία. Η τρέχουσα στρατηγική των κυβερνώντων είναι να προωθήσουν μία σιωπηλή ή, σε κάποιον βαθμό, μερική ένταξη στο ΝΑΤΟ και να υποβαθμίσουν τελικά την ουδετερότητα σε κενό γράμμα. Επομένως, δεν μπορούμε να είμαστε αφελείς. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ιδέα της ουδετερότητας στον αγώνα ενάντια στην ενίσχυση των δεσμών με το ΝΑΤΟ, αλλά δεν μπορούμε να στηριζόμαστε εξ ολοκλήρου σε αυτήν. Πρέπει να αναδεικνύεται ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας και ο εγκληματικός ρόλος του ΝΑΤΟ σε βάρος των λαών.
Στο πλαίσιο των σχεδίων της κυβέρνησης για ενίσχυση των δεσμών με το ΝΑΤΟ είναι επίσης απαραίτητο να εξοπλιστεί μαζικά ο στρατός –και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μία καλοδεχούμενη ευκαιρία για να δικαιολογηθεί αυτό. Ενώ ο τακτικός προϋπολογισμός του υπουργείου Άμυνας αυξήθηκε σε πάνω από 4 δισεκατομμύρια ευρώ, διάφορες διαδικασίες προμηθειών έλαβαν χώρα και εκτός αυτού. Εκτός από χίλια μεταφορικά οχήματα και είδη, όπως μάσκες προστασίας NBC και εξοπλισμός νυχτερινής όρασης, οι αυξήσεις του προϋπολογισμού από το 2023 και μετά περιλάμβαναν επίσης τέσσερις χιλιάδες νέα τυφέκια εφόδου (StG77/AUG) και καλύτερα συστήματα ραντάρ και εντοπισμού. Η πολεμική αεροπορία εκσυγχρονίζεται όχι μόνο με drones, αλλά και, μεταξύ άλλων, με τριάντα έξι νέα ελικόπτερα ιταλικής κατασκευής (Leonardo AW-169), διπλασιασμό του στόλου των ελικοπτέρων Black Hawk σε είκοσι τέσσερα αεροσκάφη, τέσσερα μεταφορικά αεροσκάφη (Embraer C-390) και εκκρεμεί η απόφαση για νέα μαχητικά αεροσκάφη –τα υπάρχοντα δεκαπέντε αεροσκάφη Eurofighter θεωρούνται ξεπερασμένα και πρέπει τουλάχιστον να εκσυγχρονιστούν, αν όχι να συμπληρωθούν ή να αντικατασταθούν– συζητιούνται αμερικανικά και σουηδικά προϊόντα, με 16 δισεκατομμύρια ευρώ διαθέσιμα προς το παρόν. Όσον αφορά τα τεθωρακισμένα οχήματα, πραγματοποιούνται τεχνολογικές αναβαθμίσεις στα σαράντα οχτώ άρματα μάχης Leopard-2A4 και στα εκατόν δώδεκα άρματα μάχης Ulan. Ωστόσο, 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν για τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα και παραγγέλθηκαν διακόσιες είκοσι μονάδες του Pandur Evolution, ορισμένα από τα οποία θα εξοπλιστούν με τον πύργο πυροβόλου Sky Ranger.
Δε χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι οι αυστριακές Ένοπλες Δυνάμεις πρόκειται να εκσυγχρονιστούν και να αναβαθμιστούν συνολικά. Προφανώς, ο στρατός θέλει να μετακινηθεί από έναν πιο αυτόνομο ρόλο σε έναν πιο ενεργό συμμετέχοντα στις αποστολές της ΕΕ ή/και του ΝΑΤΟ, ο οποίος τουλάχιστον θα εκπληρώνει ειδικά καθήκοντα σε υψηλό επίπεδο. Στο τρέχον έγγραφο στρατηγικής του υπουργείου Άμυνας αναφέρεται ρητά ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να καταστούν «ικανές για πόλεμο». Ο πόλεμος στην Ουκρανία δίνει την αφορμή, καθώς η στρατιωτική απειλή από τα ανατολικά μπορεί τώρα να προσδιοριστεί συγκεκριμένα και να υπερτονιστεί για άλλη μία φορά με προπαγανδιστικούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν επίσης δυνατό για την Αυστρία να συμμετάσχει στο σχέδιο αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ Sky Shield παρά την ουδετερότητά της.
Η ουσία είναι ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Αυστρία τοποθετείται στο δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Αυτό είναι επίσης αναγκαίο, διότι, αν αφεθεί στην τύχη του, οι επιλογές του αυστριακού κεφαλαίου θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Οι φιλοδοξίες της ίδιας της Αυστρίας, οι οποίες μερικές φορές φαίνονται υπερβολικές, μπορούν να προωθηθούν ως μικρότερος εταίρος, ιδίως σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής, τουλάχιστον σε σύμπλευση με τη Γερμανία και μία στρατιωτικοποιημένη ΕΕ. Το 2024 –ακριβώς εκατόν δέκα χρόνια μετά από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου– αυτό αποτελεί μία καθόλου ευχάριστη υπενθύμιση των ιστορικών εγκλημάτων πολέμου που διαπράχτηκαν από την ένοπλη γερμανοαυστριακή συμμαχία στην Ανατολική Ευρώπη.
Ενώ οι πολιτικοί προσπαθούν να πάρουν μία σαφή, αξιόπιστη θέση, τουλάχιστον στα λόγια, αφήνουν διάφορους παράδρομους ανοιχτούς. Το αυστριακό κεφάλαιο παραμένει στη Ρωσία και στην Ουκρανία προκειμένου να διατηρήσει τα οικονομικά του προπύργια και να δηλώσει παρών όταν τελειώσει ο πόλεμος. Η κυβέρνηση προστατεύει από τις κυρώσεις της ΕΕ μεμονωμένους Ρώσους ολιγάρχες, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την Αυστρία. Επιπλέον, χρησιμοποιείται ένα είδος τακτικής καθυστέρησης για να επιμείνει στη συνέχιση των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου προς την Αυστρία, καθώς η χώρα εξακολουθεί να εξαρτάται από αυτές· λόγω της έλλειψης πρόσβασης στη θάλασσα, δεν μπορεί να κατασκευάσει δικό της τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι δεν υλοποιήθηκε ο αγωγός Nabucco, για τον οποίον το αυστριακό ενεργειακό μονοπώλιο OMV πίεζε επί μακρόν και ο οποίος θα τροφοδοτούσε την Αυστρία με φυσικό αέριο από το Καζακστάν και την περιοχή της Κασπίας μέσω Τουρκίας και Βαλκανίων, έχει το τίμημά του. Έτσι, εάν η συμφωνία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη λήξει φέτος και δεν ανανεωθεί –ή εάν ο αγωγός υποστεί ζημιές στον πόλεμο– η Αυστρία θα αντιμετωπίσει πολύ σοβαρές δυσκολίες. Τα γεγονότα αυτά (και η δυσμενής πορεία του πολέμου στην Ουκρανία) μπορεί να συμβάλουν στο γεγονός ότι το κυβερνών ÖVP μιλάει τώρα όλο και περισσότερο για την ανάγκη να ξεκινήσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα με τη βοήθεια των χωρών των BRICS –μόλις πριν λίγες εβδομάδες, μία τέτοια πρόταση θα είχε απαξιωθεί ως αντι-ουκρανική βλασφημία.
Οι θέσεις του Κόμματος Εργασίας Αυστρίας
Στο παρελθόν, το Κόμμα Εργασίας Αυστρίας θεωρούσε την επιθετικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη –και σε μία συγκεκριμένη εκτίμηση αυτό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Αυτή η συγκεκριμένη επιθετικότητα εκ μέρους των ΗΠΑ απορρέει, αφενός, από τις τεράστιες στρατιωτικές και οικονομικές τους δυνατότητες, αφετέρου, από ορισμένες εξαρτήσεις και την οικονομική παρακμή. Ο ρόλος του ΝΑΤΟ συνδέεται με αυτό. Η επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας και της Λευκορωσίας επικρινόταν πάντοτε από εμάς ως επικίνδυνη εξέλιξη, όπως και η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ. Κατά συνέπεια, τα αντιιμπεριαλιστικά μας αιτήματα περιλαμβάνουν την αποχώρηση της Αυστρίας από την ΕΕ και τον τερματισμό κάθε συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης «Σύμπραξης για την Ειρήνη», καθώς και με τις ΗΠΑ, όπως και του «Προγράμματος Κρατικής Σύμπραξης» με την Εθνική Φρουρά. Όλ’ αυτά είναι ασυμβίβαστα με την αυστριακή ουδετερότητα, την οποία υπερασπιζόμαστε παρά τις σαφείς αδυναμίες της.
Ταυτόχρονα, οι αντιμιλιταριστικές μας θέσεις συνεπάγονται την απόρριψη του περαιτέρω εξοπλισμού των αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων, τη διείσδυση στην κοινωνία των στρατιωτικών ιδεών και της πολεμοκάπηλης προπαγάνδας των ΜΜΕ, καθώς και τη συμμετοχή των Ενόπλων Δυνάμεων σε ιμπεριαλιστικές αποστολές. Οι αυστριακές δυνάμεις κατοχής πρέπει να αποσυρθούν από τα Βαλκάνια. Η αποστολή των αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων είναι η υπεράσπιση του αυστριακού εδάφους έναντι στρατιωτικής επίθεσης, δεν αποτελούν μέρος ενός διεθνούς στρατού επέμβασης, ούτε προορίζονται για ανάπτυξη στο εσωτερικό της χώρας. Ταυτόχρονα, το Κόμμα Εργασίας αντιτίθεται στην καθιέρωση επαγγελματικού στρατού στην Αυστρία, ενώ τάσσεται υπέρ μίας συντομευμένης και εκδημοκρατισμένης υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και ενός αντίστοιχου συστήματος πολιτοφυλακής.
Έχουμε καταδικάσει ξεκάθαρα το πραξικόπημα του Μαϊντάν στο Κίεβο το 2014. Τα καθεστώτα Ποροσένκο και Ζελένσκι αντιπροσωπεύουν τον αυταρχικό, αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό και ακροδεξιό προσανατολισμό της ουκρανικής πολιτικής, ο οποίος στρέφεται με επιθετικό, ενίοτε δολοφονικό, τρόπο εναντίον του ρωσόφωνου πληθυσμού, καθώς και της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών και των πολιτικών οργανώσεών της. Ο εμφύλιος πόλεμος στο Ντονμπάς, που ξεκίνησε πριν δέκα και πλέον χρόνια, εμπεριείχε εξαρχής τον κίνδυνο να μετατραπεί σε διακρατικό πόλεμο μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του καθεστώτος του Κιέβου. Και αυτή είναι η κατάσταση που υπάρχει τώρα για περισσότερο από δύο χρόνια, τουλάχιστον τυπικά.
Στην πραγματικότητα, οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες συγκρούονται στην Ουκρανία –πρόκειται για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, έναν άδικο πόλεμο και από τις δύο πλευρές. Η Ουκρανία επιπρόσθετα διεξάγει έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ –από σκοπιάς των ΗΠΑ– ενώ η Ρωσία είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος της Κίνας. Βρισκόμαστε στη μέση ενός πολέμου που δε διεξάγεται μόνο για τις πρώτες ύλες, τους πόρους, τους δρόμους μεταφοράς, τις επενδυτικές σφαίρες, τα μερίδια αγοράς και το φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά και για μία ισχυρότερη γεωπολιτική θέση στην αντιπαράθεση για την αναδιανομή του κόσμου και την ηγεμονική θέση παγκοσμίως. Η σύγκρουση αυτή είναι αποτέλεσμα των νόμων του ιμπεριαλισμού, της φύσης του, του ανταγωνισμού και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Διεξάγεται πολιτικά, οικονομικά και τελικά και με τα όπλα. Αυτή η συνολική κατηγοριοποίηση είναι επίσης ο λόγος για τον οποίον μία περαιτέρω κλιμάκωση προς τον παγκόσμιο πόλεμο εξακολουθεί να φαίνεται πιθανή, όχι μόνο μέσω μίας πιο άμεσης εμπλοκής του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, αλλά και, για παράδειγμα, μέσω μίας κλιμάκωσης στον Ειρηνικό.
Το Κόμμα Εργασίας δε διαλέγει πλευρά σε αυτήν την ιμπεριαλιστική σύγκρουση, ούτε καν υπέρ του ασθενέστερου ιμπεριαλισμού ή του «μικρότερου κακού», όπως δυστυχώς κάνουν ορισμένα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Είμαστε αποκλειστικά προσηλωμένοι στην εργατική τάξη και αυτή δεν έχει κανένα συμφέρον από αυτόν τον πόλεμο –ούτε η ρωσική, ούτε η ουκρανική και φυσικά ούτε η αυστριακή. Γι’ αυτό και αρνούμαστε να κάνουμε ανακωχή με την αυστριακή κυβέρνηση, απορρίπτουμε τις κυρώσεις και τον οικονομικό πόλεμο, καθώς και τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας ή την προμήθεια πολεμικού υλικού. Αυτά σημαίνουν κοινωνική αναταραχή, υπαρξιακές ανησυχίες και δυσκολίες εφοδιασμού για τον αυστριακό πληθυσμό, καθώς και τον κίνδυνο να εμπλακεί πιο άμεσα στη στρατιωτική σύγκρουση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση και το αστικό κράτος είναι βαθιά μπλεγμένα στα ιμπεριαλιστικά σχέδια του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ. Φυσικά, δεν αναμένεται η αυστριακή κυβέρνηση να στραφεί ξαφνικά σε μία ενεργή πολιτική ουδετερότητας και ειρήνης. Επομένως, είναι επίσης κεντρικό καθήκον του Κόμματος να διακηρύξει στο λαό ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται την κυβέρνηση, όπως δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε καμιά αστική κυβέρνηση και γενικότερα το αστικό κράτος.
Πρέπει να εκπαιδεύσουμε και να κινητοποιήσουμε το λαό ώστε να ηγηθεί του αγώνα κατά της ένταξης της Αυστρίας στο ΝΑΤΟ και της κατάργησης της ουδετερότητας. Χρειάζεται ένα ισχυρό κίνημα ειρήνης και μαζικός αγώνας για να περάσουμε από την άμυνα στην επίθεση. Είναι επομένως απαραίτητο να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για την ενίσχυση της ταξικής πάλης ενάντια στον κύριο εχθρό μας, ο οποίος βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα, και είναι ο αυστριακός ιμπεριαλισμός, το αυστριακό μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Σε περίπτωση πολέμου, η εργατική τάξη καλείται να στραφεί εναντίον των ηγετών που την στέλνουν στα πεδία των μαχών. Ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων μπορεί να είναι δυσμενής, αλλά οι συνεχείς αναταραχές μπορούν να δώσουν στα πράγματα μία δυναμική για την οποία πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος πρέπει να τελειώσει με την ανατροπή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Γιατί η πρόσφατη ιστορία των πρώην Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ δείχνει πολύ καθαρά: Ιμπεριαλισμός σημαίνει πόλεμος, σοσιαλισμός σημαίνει ειρήνη.
Προς το παρόν, ωστόσο, όλες οι προσπάθειες επικεντρώνονται στο να αποτραπεί η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία και η έναρξη ενός παγκόσμιου πολέμου. Οι εργάτες είναι αυτοί που πεθαίνουν στα χαρακώματα και κάθε επιπλέον μέρα πολέμου σημαίνει όλο και περισσότερα δεινά. Ως εκ τούτου, το πρωταρχικό μας αίτημα είναι η κατάπαυση του πυρός και λύσεις με διαπραγμάτευση, αν και είναι αμφίβολο ποιες επιλογές παραμένουν για το αστικό σύστημα και τα κατεστραμμένα Ηνωμένα Έθνη. Φυσικά, πρέπει να φοβόμαστε ότι θα υπάρξει ειρήνη μόνο όταν αυτό θα φαίνεται εξίσου κατάλληλο για το αμερικανικό και το ρωσικό κεφάλαιο, ότι αυτή η ειρήνη θα εξυπηρετεί μόνο την καπιταλιστική κερδοφορία στην ανοικοδόμηση και στον επανεξοπλισμό, δηλαδή ότι κάθε ειρήνη είναι μόνο μία ανάσα πριν τον επόμενο πόλεμο.
Επομένως, ακόμη και μία πιθανή ειρηνευτική λύση δε μας απαλλάσσει φυσικά από την επαναστατική ταξική πάλη για το σοσιαλισμό. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για την Αυστρία, το κεφάλαιο της οποίας προσπαθεί να βγει από τον πόλεμο στην Ουκρανία εν πολλοίς αλώβητο, κερδοσκοπώντας από τον πόλεμο, ευνοημένο και να αποκτήσει νέα κέρδη. Δε θα είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με μία σχετική «ευημερία» στην Αυστρία που βασίζεται στη λεηλασία άλλων εθνών στην Ανατολική και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Δε θα παραιτηθούμε ποτέ από τα συμφέροντα των μισθωτών σκλάβων-εργατών που καταπιέζονται πολιτικά και υφίστανται οικονομική εκμετάλλευση. Και δε θα δεχτούμε ένα σύστημα που κουβαλάει μέσα του τον πόλεμο, όπως τα σύννεφα κουβαλούν τη βροχή.