Αναγκασμένοι από τον ιμπεριαλισμό να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να μεταναστεύσουν υπό τη σκιά των όπλων ή ελλείψει οικονομικών εναλλακτικών, πουλώντας την εργασία τους σε άλλη χώρα μ’ επίσημο ή άτυπο καθεστώς, οι μετανάστες εργάτες αποτελούν σήμερα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η Τουρκία υπήρξε μία από τις χώρες που δέχτηκαν το μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών ζει στην Τουρκία. Πέρα από τη γεωγραφική θέση της χώρας, η κυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες, όντας πρωτίστως υπεύθυνη για τον εκτοπισμό των λαών στη Μέση Ανατολή με την άδεια που έλαβε από την τουρκική καπιταλιστική τάξη. Σήμερα, τουλάχιστον το 80% των μεταναστών, δηλαδή πάνω από 4 εκατομμύρια, ζουν στις πόλεις. Οι γυναίκες, οι άντρες και τα παιδιά αναγκάζονται να εργαστούν σε σκληρές και επισφαλείς συνθήκες, κυρίως στους τομείς χειρωνακτικής εργασίας, σχεδόν χωρίς διαπραγματευτική ισχύ. Η αστική τάξη είναι εξαιρετικά συνεπής, καθώς δεν προβλέπει την ένταξη αυτών των ανθρώπων, διότι θα ήταν πολύ οδυνηρό ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες εάν αυτό το πιο απογοητευμένο και βασανισμένο στρώμα της κοινωνίας χειραφετηθεί και προσπαθήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Από αυτήν την άποψη, η εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών είναι μία από τις απαραίτητες πηγές υπεραξίας του καπιταλισμού του 21ου αιώνα. Παρόλο που ζουν σε γκέτο και καθορισμένες περιοχές, παρόλο που ο εκπατρισμός από την ίδια χώρα και η κοινή ταυτότητα παρέχουν μία αρχική συνοχή και μία προσωρινή βάση για να προστατεύουν ο ένας τον άλλον, οι μοίρες των μεταναστών-αφεντικών και των μεταναστών-εργατών γρήγορα αποκλίνουν. Οι Σύροι εργάτες αποτελούν τα φτωχότερα στρώματα της χώρας μας, ενώ εκτίθενται στο μίσος των πολιτών, που καταλαμβάνονται από το φόβο ότι «θα χάσουμε τις δουλειές μας εξαιτίας τους». Σύμφωνα με μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης το 2018, το 70% των Σύρων αφεντικών είναι ικανοποιημένοι με τα κέρδη τους και δε θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Σήμερα, που διανύουμε το 8ο έτος του ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Συρία, μπορούμε σίγουρα να σημειώσουμε ότι οι μετανάστες εργάτες αποτελούν μέρος της τουρκικής εργατικής τάξης. Ο Διεθνισμός απαιτεί συνεργασία και πάλη μαζί με τους μετανάστες εργάτες, έχοντας κατά νου ότι εκτοπίστηκαν εξαιτίας ενός πολέμου στον οποίο η τουρκική αστική τάξη είχε παίξει άμεσο ρόλο και ότι, κατά συνέπεια, υπόκεινται στην εκμετάλλευση της ίδιας αστικής τάξης.
Το γεγονός ότι η αστική τάξη ήταν η ηγετική δύναμη για τη δημιουργία της εθνικής ενότητας κατά το αρχικό στάδιο του καπιταλισμού είχε συγκεκριμένη βάση σύμφωνα με τα ταξικά της συμφέροντα. Στα χέρια της αστικής τάξης έχασε τα προοδευτικά της χαρακτηριστικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο εθνικισμός έγινε ένα εργαλείο διαχωρισμού της εργατικής τάξης σ’ εθνοτικό και εθνικό επίπεδο, ενσωματώνοντας τις μειονοτικές ομάδες με στερεότυπα, προκαλώντας εχθρότητα στην πλειοψηφία και βαθαίνοντας την εκμετάλλευση. Στην εξωτερική πολιτική χρησιμοποιήθηκε για να σχηματίζει αποικίες και να πείσει τη μεσαία τάξη για τις καταπιεστικές και επεκτατικές πολιτικές του. Ο εθνικισμός ήταν πάντα μία αντιδραστική και αντικομμουνιστική ιδεολογία σε όλες τις εκδοχές του χωρίς εξαίρεση, η οποία διαφθείρει την εργατική τάξη κάνοντάς την να φοβάται τη σκιά της, ενώ γίνεται εχθρός των άλλων λαών.
Το πιο σημαντικό, όπως τονίζεται από τα παραπάνω παραδείγματα, είναι πως ο εθνικισμός σημαίνει ταξική συνεργασία. Ανεξάρτητα από το πρόσχημα, είτε πρόκειται για την ειρήνη, την ανεξαρτησία, την ανάπτυξη ή ούτω καθεξής, δεν πρέπει να βάζουμε πλάτη στον εθνικισμό. Το γεγονός ότι αγαπάς την πατρίδα σου δεν πρέπει να είναι η δικαιολογία για συμβιβασμούς, που, τελικά, θα είναι υπέρ της αστικής τάξης. Οι κομμουνιστές ασκούν πολιτική για ν’ αλλάξουν την πατρίδα τους όπου γεννήθηκαν, ζουν και παράγουν και να την απελευθερώσουν από την εξουσία της αστικής τάξης. Αυτό καθορίζει την αγάπη τους για την πατρίδα τους, αυτό καθορίζει τον πατριωτισμό τους.
Σήμερα το έθνος, ως στοιχείο του εποικοδομήματος, δεν μπορεί να πετύχει αυτό που έκανε πριν 2 αιώνες, δεν είναι ικανό να παράγει ενότητα, παρά τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Ο Διεθνισμός είναι ένα από τα ισχυρότερα και σύγχρονα μέσα μας για ν’ αποτρέψουμε την περαιτέρω καταστροφή των εργατών -ένα σημαντικό μέρος των οποίων εκτοπίζεται, αφήνεται χωρίς σπίτι/γη ή αισθάνεται heimatlos (άπατρις στα γερμανικά), καθώς το εποικοδόμημα του έθνους που ορίζεται υπό την εξουσία της αστικής τάξης δεν μπορεί να τους συμπεριλάβει- ή των μαζών που μπερδεύονται σ’ εθνικιστικές δημαγωγίες και γίνονται στρατιώτες σε ψεύτικους και αντεπιστημονικούς ανταγωνισμούς.
Ο ιμπεριαλισμός περνά μία κρίση. Η αστική τάξη και οι εθνικοί/διεθνείς πολιτικοί της εκπρόσωποι επιδιώκουν ν’ αποφύγουν τις επιπτώσεις της κρίσης μεταφέροντας τα βάρη της στην εργατική τάξη, είτε με τη βία είτε με άλλα μέσα. Είναι αποκλειστικά στα χέρια της εργατικής τάξης και της επαναστατικής πρωτοπορίας της ν’ αποκρούσουν την επιρροή που ασκούν τα αστικά κόμματα στην εργατική τάξη και να μην επιτρέψουν σε αυτήν την κρίση να μετατραπεί σε μία ολοκληρωτική κρίση της ανθρωπότητας. Τα κομμουνιστικά κόμματα θα πρέπει να προετοιμάζονται από σήμερα σε μία διεθνιστική βάση για να συγκεντρώσουν δυνάμεις για την επικείμενη τελική μάχη, για πιο αποτελεσματικά χτυπήματα στις γεωγραφικές περιοχές όπου η κρίση μπορεί να οδηγήσει σ’ επαναστατική κατάσταση. Ο Διεθνισμός πρέπει ν’ αποτελεί μέρος της κομμουνιστικής ταυτότητας. Όλη η εμπειρία που έχουμε αποκτήσει σχετικά με το Διεθνισμό από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να γίνει το οπλοστάσιο των σημερινών μπολσεβίκικων κομμάτων.