Ο Προλεταριακός Διεθνισμός ως όπλο της εργατικής τάξης ενάντια στον εθνικισμό και στο σοβινισμό


Εκίν Σονμέζ, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Τουρκίας

Η συνεργασία των εργατών από διαφορετικές χώρες στη βάση ενός κοινού σκοπού ξεκίνησε, ταυτόχρονα με την εμφάνιση του καπιταλισμού, τη διαμόρ­φωση της σύγχρονης εργατικής τάξης και την αντιπαράθεσή της με την αστική τάξη. Ο καπιταλισμός, ως τρόπος παραγωγής στον οποίο κοινωνικοποιήθηκε η παραγωγή, γενικεύτηκαν οι συναλλαγές και διεθνοποιήθηκε και συγκεντρώθη­κε το κεφάλαιο σε μεγάλο βαθμό, θα εξαλειφθεί όταν εκλείψει η βασική αντίθε­ση που τον χαρακτηρίζει.

Ο βασικός στόχος της πάλης των επαναστατικών οργανώσεων είναι η κατάκτηση της εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης στη χώρα όπου γεννήθηκε και ανήκει. Παρόλ’ αυτά, στην εποχή του ιμπεριαλισμού η αστική τάξη διαφοροποι­εί τους επιθετικούς της μηχανισμούς και θέτει προκλήσεις για το μέλλον της αν­θρωπότητας σε διεθνές επίπεδο, μαζί με τις ζημιές και τις καταστροφές σ’ εθνικό επίπεδο. Η οργάνωση μίας διεθνούς «αμυντικής γραμμής» ενάντια σε αυτήν την απειλή δεν έρχεται σε αντίθεση με την πάλη ενάντια στην αστική τάξη της κάθε χώρας, είναι μία αναντικατάστατη ανάγκη. Υπό αυτήν την έννοια, ο Προλεταρι­ακός Διεθνισμός είναι εξαιρετικά επίκαιρος.

Αυτός δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Διεθνισμός είναι επίκαιρος. Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού και βλέπουμε καθαρά ότι αυτά τα 30 χρόνια σήμαναν ήττες και απώλειες όχι μό­νο για τους λαούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και για τους λαούς όλου του κόσμου. Σήμερα κατανοούμε καλύτερα τις κατακτήσεις και τις αρχές του σο­σιαλισμού, καθώς βαθαίνει η αντίθεση ανάμεσα στον αυξανόμενο πλούτο μίας χούφτας ιδιοκτητών και στις τραγικές συνθήκες ζωής δισεκατομμυρίων φτωχών εργατών. Η σημασία αυτού του μοντέλου, που βασίζεται στην αδελφοσύνη των λαών σε ταξική βάση, γίνεται πλέον όλο και πιο ξεκάθαρη σήμερα.

Η προσωρινή διάλυση του σοσιαλιστικού συστήματος είχε διαβρωτική επί­δραση στα κομμουνιστικά κόμματα, απογοητεύοντας τα στελέχη τους και αλλοιώνοντας την ταξική συνείδηση. Είναι εμφανείς οι ελλείψεις ή οι αδυναμίες των κομμάτων να κατανοήσουν τις αντικειμενικές εξελίξεις και τις αυθόρμητες αντι­δράσεις των λαών από μία επαναστατική σκοπιά, ώστε να καθοδηγήσουν τον αγώνα των λαών για να μεταμορφώσουν την κοινωνία' οι μαζικές εξεγέρσεις παραμένουν ακαθοδήγητες ή αποδυναμώνονται. Είναι απαραίτητο ν’ αναζωογονή­σουμε τη διεθνιστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κόμματα της εργατικής τά­ξης και να εξαλείψουμε αυτήν την αδυναμία.

Με βάση όλες τις παραπάνω απαιτήσεις, στόχος αυτού του άρθρου είναι να υπενθυμίσει τον ορισμό του Διεθνισμού και να παρουσιάσει ορισμένες συγκε­κριμένες περιπτώσεις σχετικά με την υπεράσπιση του Διεθνισμού από πλευράς του ΚΚ Τουρκίας.

Ο Διεθνισμός αποτελεί μόνο ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη και αδελφοσύνη;

Ο Διεθνισμός είναι μία από τις αδιαμφισβήτητες αρχές της ταξικής πάλης. Το να τον υποβιβάζουμε στη λεγόμενη διεθνή αλληλεγγύη που μένει μόνο σε συν­θήματα θα ήταν άδικο για την εμπειρία που έχει συγκεντρώσει η εργατική τάξη εδώ και 150 χρόνια και θα σήμαινε την παραίτηση από τη διεθνιστική πάλη. Το καθήκον των κομμάτων της εργατικής τάξης δεν μπορεί ούτε να έχει, ούτε ν’ αρκείται σε απολιτίκ και ανειλικρινείς επιδείξεις φιλίας χωρίς κανένα περιεχόμενο. Δυστυχώς, ο αριθμός των περιπτώσεων που υποβιβάζουν το Διεθνισμό σε αυτό το επίπεδο δεν είναι μικρός και είναι λυπηρό να βλέπει κανείς τέτοιες περιπτώ­σεις να μετατρέπονται ορισμένες φορές σε καρικατούρες που χορεύουν σε αντικομμουνιστικό ρυθμό.

Αυτή η παρατήρηση δε σημαίνει άρνηση της κληρονομιάς της παγκόσμιας ιστορίας των κομμάτων της εργατικής τάξης, ούτε των συντροφικών δεσμών - καθώς παλεύουμε για ένα κοινό ιδανικό- και ούτε της σημασίας του να μοιραζό­μαστε ένα κοινό πνεύμα.

Ο Διεθνισμός αναθέτει στα κόμματα της πρωτοπορίας ορισμένα καθήκοντα στην πάλη για την οικοδόμηση μίας κοινωνίας βασισμένης στην ισότητα του δι­εθνούς προλεταριάτου, καθώς η εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων καθίσταται ο λόγος ύπαρξής του.

Η θέση των μπολσεβίκων να στρέψουν τα όπλα τους όχι ενάντια στα ταξικά τους αδέρφια, αλλά ενάντια στην ντόπια αστική τάξη κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε αυτόν το στόχο. Η μετατροπή του ιμπεριαλιστι­κού πολέμου σ’ εμφύλιο πόλεμο με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας ήταν μία από τις καθοριστικές αποφάσεις που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο βήμα για την κατάργηση της εκ­μετάλλευσης διεθνώς. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που θ’ άνοιγαν το δρόμο για την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που αναδύθηκε ως ένα παγκόσμιο κόμμα αμέσως μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επομένως, υπό αυτήν την έννοια, ο Λένιν έκανε λόγο για τη νέα Διεθνή ακόμα και πριν την ίδρυσή της. [1] Τα Τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οργανωμένα μέσα στο πλαίσιο ενός επαναστατικού προγράμματος, πήραν κοινή απόφαση για να διεξάγουν πάλη στις χώρες τους ενάντια στον οπορτουνισμό, στη σοσιαλδημοκρατία, στο σοσιαλσοβινισμό και στην προδοσία της Β' Διεθνούς. Γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΚΔ, εμείς, τα κόμματα που επιδιώκουμε την επανάσταση, πρέπει να μελετήσουμε εκ νέου γιατί και ενάντια σε τι διεξήχθη η ίδρυση της Διεθνούς.

Φυσικά, πάρα πολλοί παράγοντες, όπως είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες σε κάθε χώρα, το γενικό επίπεδο πολιτικοποίησης της εργατικής τάξης, ο ρυθμός και οι συγκεκριμένες συνθήκες της πάλης, οι διαθέσεις της αστικής τάξης στη χώρα και μέσα στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και η ύπαρ­ξη ή μη ενός επαναστατικού ξεσηκωμού, θα καθορίσουν την πολιτική στρατηγι­κή και την τακτική του κομμουνιστικού κόμματος που παλεύει σ’ εκείνη τη χώ­ρα. Το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω δε συμπίπτουν πλήρως, δε σημαίνει απαραί­τητα πως τα επαναστατικά κόμματα δε θα εκφράσουν τη διεθνιστική τους αλλη­λεγγύη, όπως είναι αναμενόμενο. Συζητώντας διεξοδικά τι σήμαινε ο Διεθνισμός στο πλαίσιο του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Λένιν σημείωνε ότι η αυτονομία των διάφορων κομμάτων είναι αναμφισβήτητη. [2] Παρομοίως, οι διαφορές στο μέγε­θος ή οι φυσικές αποστάσεις μεταξύ των κομμάτων δε δικαιολογούν την υποχώ­ρηση από το Διεθνισμό.

Παρόλ’ αυτά, ο Διεθνισμός δεν μπορεί να συνυπάρχει με μία αυτοαποκαλούμενη ένωση κομμάτων που έχουν χάσει τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά, που οι αναλύσεις τους υποδεικνύουν με κάποιον τρόπο τη στήριξη συστημικών διεξόδων και που τα προγράμματά τους είναι αντικρουόμενα στο γενικό πλαίσιο, πόσο μάλλον στις λεπτομέρειες. Εάν ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εάν είναι η εποχή των κρίσεων και των σοσιαλιστικών επα­ναστάσεων, ο Διεθνισμός θα πρέπει να έχει αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Μία τέτοια στιγμή στο μέλλον ίσως να μην είναι πολύ μακριά, άρα θα πρέπει να δράσουμε γρήγορα ώστε να μη χάνουμε χρόνο με μη ρεαλιστικές ενώσεις. Φυσι­κά, δεν πρέπει κανείς να συμπεράνει εδώ πως πρέπει να παραλείψουμε τους ιστο­ρικά αναπτυγμένους δεσμούς, αντίθετα, πρέπει να εξαντλήσουμε τα όρια ώστε να δώσουμε πραγματικό και απτό περιεχόμενο σε αυτές τις ενώσεις.

Τα ακόλουθα ζητήματα συγκαταλέγονται στα σύγχρονα καθήκοντα του ΚΚ Τουρκίας και αποτελούν καθοδηγητικά ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με το Διεθνισμό.

Αδελφοσύνη και στις δυο πλευρές του Αιγαίου

Δε χρειάζεται να πάμε μακριά για το πρώτο παράδειγμα. Η Κοινή Ανακοίνω­ση ΚΚΕ - ΚΚ Τουρκίας, που απευθύνεται στην εργατική τάξη και των δύο χω­ρών, δείχνει πως ο Διεθνισμός είναι το μοναδικό όπλο ενάντια στον τουρκικό και στον ελληνικό εθνικισμό, καθώς και στα εχθρικά αισθήματα ανάμεσα στους δύο λαούς, που έχουν αποδείξει τη χρησιμότητά τους ως όργανα του ιμπεριαλισμού στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Είναι μία υπόσχεση των κομμουνιστών ώστε «να μη στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στα ταξικά τους αδέρφια» και στις δύο καπι­ταλιστικές χώρες, των οποίων οι κυβερνήσεις συνεργάζονται με το δυτικό ιμπε­ριαλισμό και διαγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος είναι ο στενότερος σύμμα­χός του, όντας και οι δύο μέλη του ΝΑΤΟ, της πολεμικής μηχανής του ιμπεριαλι­σμού. Αντί για μια συνηθισμένη ένδειξη αλληλεγγύης, είναι ένα προγραμματι­κό κάλεσμα για την κατάργηση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Είναι ένα δι­εθνές σχέδιο δράσης υπογεγραμμένο από τα κόμματα που ερμηνεύουν τις εξελί­ξεις στην περιοχή και στον κόσμο υπό το φως του μαρξισμού-λενινισμού.

«Τα κόμματά μας απευθύνονται στους λαούς των δύο χωρών, στους λαούς της περιοχής και τους καλούμε να δυναμώσουν την πάλη ενάντια στο εκμεταλλευτικό σύστημα που γεννά κρίσεις, ανεργία, φτώχεια, προσφυγιά, εκπαιδευτική και πολιτι­στική υποβάθμιση, επεμβάσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Να δυναμώσουν τις προσπάθειες για την ταξική ενότητα της εργατικής τάξης, την κοινωνική συμμαχία με τα καταπιεσμένα από τα μονοπώλια λαϊκά στρώματα, να δυναμώσουν την ταξι­κή πάλη, την πάλη για την εργατική εξουσία, το σοσιαλισμό, που στις μέρες μας εί­ναι πιο αναγκαίος και επίκαιρος από ποτέ.»

Οι γραμμές αυτής της ανακοίνωσης θυμίζουν τους κομμουνιστές που καλούσαν σε άρνηση ν’ ανοίξουν πυρ ενάντια στους εργάτες αδέρφια τους σε βάρος της έκβασης του πολέμου, ενάντια στους Έλληνες στρατιώτες που σύρθηκαν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου για να καταλάβουν την Ανατολία κάτω από την πίε­ση της Μεγάλης Βρετανίας, της ηγέτιδας ιμπεριαλιστικής δύναμης, το 1920. Άρ­νηση ν’ ανοίξεις πυρ σε ξένο έδαφος ενάντια σε άλλο λαό σημαίνει, επίσης, ότι υποστηρίζεις την ήττα της αστικής τάξης της χώρας σου και στηρίζεις τα συμ­φέροντα των εργαζόμενων μαζών σε κάθε χώρα. Αυτή είναι η μπολσεβίκικη κα­τανόηση του Προλεταριακού Διεθνισμού. Παρόλο που οι κομμουνιστές πλήρωσαν με τη ζωή τους, άφησαν μια επαναστατική παρακαταθήκη για τα επόμενα 100 χρόνια.

Η προπαγάνδιση της ανακοίνωσης αποτελεί μία πολιτική και ιδεολογική πάλη ενάντια στην κυρίαρχη εθνικιστική ιδεολογία, που στοχεύει στην αποδυνάμωση των εργατών και στην υποχώρηση της ταξικής τους συνείδησης. Η ανακοίνω­ση στόχευσε ευθέως ενάντια στα εθνικιστικά αισθήματα της αστικής τάξης και επιπλέον έδωσε τη διέξοδο.

Διεθνισμός για την ταξική επίλυση του Κυπριακού ζητήματος

Η ιστορία της Κύπρου είναι γεμάτη από ιμπεριαλιστικές προκλήσεις εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης του νησιού, των φυσικών του πόρων και της στρατη­γικής του σημασίας από εμπορική και στρατιωτική άποψη. Τα συμφέροντα των διεθνών μονοπωλίων έχουν προκαλέσει εθνοτικές και εθνικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στον κυπριακό λαό, οδηγώντας σε αναρίθμητες καταστροφές, συμπερι­λαμβανομένων αιματηρών ενεργειών, στρατιωτικών πραξικοπημάτων και επεμ­βάσεων μέχρι σήμερα. Το Κυπριακό ζήτημα έχει γίνει «η μόνιμη πρώτη ύλη του εθνικισμού» [3] στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Αυτή η διαπάλη έχει στρέψει τον ένα λαό ενάντια στον άλλον και γίνεται η μόνιμη επωδός της αστικής τάξης για να καθυποτάξει την εργατική τάξη.

Κοιτάζοντάς το αυτό σήμερα, αναλύοντας μία προσέγγιση που είχε ανεπάρ­κειες ως προς το Διεθνισμό, θα μπορούσε να προκύψει μία ιδέα για τη στάση που πρέπει ν’ αναπτύξουν τα κομμουνιστικά κόμματα. Οι προσεγγίσεις της τουρκι­κής Αριστεράς, που στη δεκαετία του ’60 τασσόταν υπέρ αντιιμπεριαλιστικών και πατριωτικών θέσεων, ενώ στήριζε μία επέμβαση στο ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος, είναι ένα παράδειγμα στο οποίο ο εθνικισμός υπερέβη του Διεθνισμού. Αυτή η προσωρινή σύμπτωση με τις εθνικιστικές θέσεις της αστικής τάξης με­τατράπηκε σε μία αμφισβητήσιμη συμπεριφορά σε σχέση με την πάλη για την ει­ρήνη και με τον Προλεταριακό Διεθνισμό, ακόμη και αν στηρίχτηκε σε μια αντιδυτική προσέγγιση.

Αυτό που έπαιξε ρόλο στην περίπτωση αυτήν, καθώς τα εθνικά συμφέροντα αποτέλεσαν μία βασική θέση για ένα σοσιαλιστικό επαναστατικό κόμμα, μπορεί να είναι η έλλειψη ταξικής προσέγγισης στις αναλύσεις εκείνης της περιόδου. Η αυξανόμενη νομιμοποίηση των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων και οι αγώνες για εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία στη δεκαετία του ’60 κατά τη διάρ­κεια του Ψυχρού Πολέμου επισκίασαν μερικές φορές τους ταξικούς ανταγωνι­σμούς. Στην Αριστερά η υπεράσπιση του αντιιμπεριαλισμού και του πατριωτι­σμού μέσα στην πάλη για την απελευθέρωση της Τουρκίας από την ιμπεριαλιστι­κή καταπίεση σήμαινε τη χρήση της εθνικιστικής γλώσσας της τουρκικής αστι­κής τάξης αναφορικά με το Κυπριακό. Αυτή η περίοδος μας άφησε την κληρονο­μιά μίας από τις σημαντικότερες πολιτικές εμπειρίες στην ιστορία της τουρκικής εργατικής τάξης. Αν και το Κυπριακό ζήτημα είναι μόνο ένα μέρος της, εξετάζοντάς το σήμερα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί μία διαφορετική προσέγγιση.

Σήμερα η Ανατολική Μεσόγειος εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους από πο­τέ. Διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία τα ενεργειακά μονοπώλια επιδιώκουν την εκμετάλλευση των πρόσφατα ανακαλυφθέντων φυσικών πόρων για τα συμφέροντά τους και τα ιμπεριαλιστικά κράτη σχεδιάζουν τη μοιρασιά εν μέσω συμμαχιών και ανταγωνισμών. Είναι δυνατό να δούμε ακόμη και σήμερα ότι αυτά τα σχέδια αποτελούν μεγάλους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Ακολουθώ­ντας μία εξωτερική πολιτική χωρίς αρχές, παίζοντας με τις αντιφάσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και ενεργώντας πολύ ρεαλιστικά για τους επεκτα­τικούς της στόχους, η τουρκική αστική τάξη βρίσκει στήριξη γι’ αυτούς τους στό­χους στην εθνικιστική ιδεολογία που εφαρμόζει στη χώρα μέσω του ρόλου της «εγγυήτριας δύναμης» στην Κύπρο. Δεν υπάρχει προφανής λόγος ώστε η όποια σύγκρουση να μην αφορά και την Τουρκία και σε μια τέτοια σύγκρουση θα χυθεί το αίμα του εργαζόμενου λαού, τον οποίο οι ηγεμονικές δυνάμεις προσπαθούν να πείσουν με την ψευδαίσθηση της «μεγάλης δύναμης» μέσω εθνικιστικών θέσε­ων, εκτός εάν οργανώσει μια ισχυρή αντίσταση ενάντια σε αυτήν τη σύγκρουση.

Πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα, με το θάρρος των μπολσεβίκων πριν έναν αιώ­να: Για το ΚΚ Τουρκίας η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Κύπρου και η σοσιαλιστική εξουσία των εργατών της Κύπρου αποτελεί βα­σική ευθύνη. Ως οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια στα βρόμικα σχέδια του ιμπε­ριαλισμού σε ολόκληρη την περιοχή -συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου- και εναντίον της τουρκικής αστικής τάξης που κυνηγάει το δικό της μερίδιο, αυτή η ευθύνη είναι πολύ μεγαλύτερη από την έκφραση αλληλεγγύης από το εξωτερι­κό ή από τη στήριξη ενός αιτήματος. Ο Διεθνισμός πρέπει ν’ αποτελέσει βασικό στοιχείο στην πάλη του τουρκικού και του κυπριακού λαού ενάντια στον κοινό εχθρό τους, πρέπει να στηριχτεί σε ταξική βάση και ν’ απορρίψει όλες τις προτά­σεις για επίλυση που με οποιονδήποτε τρόπο συμπεριλαμβάνουν την αστική τά­ξη. Αυτή η θέση δεν έρχεται σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, καθώς ο ιμπερια­λισμός εξακολουθεί ν’ απειλεί και τους δύο λαούς στις δύο χώρες. Φυσικά, αυτή η πάλη πρέπει να στοχεύει στον τερματισμό της κατοχής της Κύπρου κάτω από την ταμπέλα του «κράτους εγγυητή» και στην κατάργηση του κοινωνικού συ­στήματος που την επιτρέπει. Θα πρέπει να συνεπάγεται την εκδίωξη του ιμπερι­αλισμού και όλων των προεκτάσεών του, των ανώτερων διοικητικών του οργά­νων, των στρατιωτικών του βάσεων και δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων εκεί­νων των Ηνωμένων Εθνών, από την Κύπρο.

Οι Κούρδοι εργάτες και το ΚΚ Τουρκίας

Η μεταστροφή των τουρκικών κυβερνήσεων προς τη Δύση στην εξωτερική πολιτική και οι σχέσεις τους με τον ιμπεριαλισμό μετά από το Β' Παγκόσμιο Πό­λεμο οδήγησαν και σε προσαρμογές στις εσωτερικές υποθέσεις. Η αστική τάξη, παραδόξως, κατέφυγε στον εθνικισμό, ενισχύοντας παράλληλα αυτήν την τάση. Όχι μόνο τα δεξιά κόμματα και η κυβέρνηση, αλλά και η σοσιαλδημοκρατία και η συστημική αντιπολίτευση χρησιμοποίησαν τον εθνικισμό. Μια πτυχή αυτού εί­ναι η εθνικιστική προπαγάνδα εναντίον των Κούρδων, των Αρμενίων και των Ελλήνων. Μια άλλη πτυχή αφορά την πιο σκληρή εκμετάλλευση των Κούρδων εργαζόμενων, γεγονός που παρέμεινε σταθερό ανεξάρτητα από τις συγκυριακές τάσεις της αστικής τάξης. Μία τρίτη πλευρά αφορούσε την καταστολή της Αριστεράς -που βρισκόταν σε μια φάση ανόδου- και τον αντικομμουνισμό, που παρέ­μεινε μόνιμα, ακόμα και αφού η Σοβιετική Ένωση σταμάτησε ν’ αποτελεί απειλή.

Από αυτήν την άποψη, δεν μπορούμε να πούμε ότι η Τουρκία είναι μία εντε­λώς ξεχωριστή περίπτωση. Σε πολλές χώρες ο εθνικισμός καλλιεργείται από τον ιμπεριαλισμό, οι οργανώσεις φορείς της εθνικιστικής/φασιστικής ιδεολογίας χρηματοδοτούνται, εκπαιδεύονται, καθοδηγούνται και οπλίζονται. Οι παραστρατιωτικές δομές του εθνικισμού είναι κατεξοχήν αντεπαναστατικές και οι πρώ­τοι στόχοι τους είναι πάντα οι αριστεροί της χώρας. Έτσι, ο εθνικισμός αποδυνα­μώνει την εργατική τάξη όχι μόνο διαιρώντας τους λαούς, αλλά και υπονομεύο­ντας τις πνευματικές πηγές της σοσιαλιστικής πάλης. [4] Ωστόσο, αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε στην περίπτωση της Τουρκίας είναι ότι ο εθνικισμός συμβα­δίζει με τον ισλαμισμό και ότι αυτές οι δύο αντιδραστικές ιδεολογίες τροφοδο­τούν η μία την άλλη, οδηγώντας από κοινού τη χώρα σε μεγαλύτερη καταστροφή.

Από την άλλη πλευρά και το κουρδικό πολιτικό κίνημα χρησιμοποιεί μία εκ­δοχή του εθνικισμού, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε ένα από τα μόνιμα στοι­χεία της τουρκικής πολιτικής, ως συνέπεια τόσο της εσωτερικής δυναμικής της Τουρκίας όσο και της ανόδου των μειονοτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο τη δεκαετία του ’80. Το κουρδικό κίνημα πρέπει να προσδιοριστεί ως αστικό κίνη­μα, όπως φανερώνεται από την πολιτική που ακολουθεί στην Τουρκία και στην ευρύτερη περιοχή. Η αποχή του από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις της Αντί­στασης του Ιούνη, που ήταν η μεγαλύτερη λαϊκή εξέγερση ενάντια στο ΑΚΡ το 2013, η θέλησή του για εμπλοκή των ΗΠΑ στη διαδικασία επίλυσης του κουρ­δικού ζητήματος, η προθυμία του να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του «μεντεσέ» ώστε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός να δρα επιχειρησιακά στην περιοχή, οι σχέ­σεις που αναπτύσσει με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις της τουρκικής αστι­κής τάξης και η ικανότητά του να καταστέλλει τα όποια αριστερά στοιχεία στο εσωτερικό του είναι τυπικά δείγματα εθνικισμού.

Το ΚΚ Τουρκίας υποστηρίζει ότι η πάλη των Κούρδων εργατών για ισότητα και ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση της εθνικής ταυτότητας, αλλά της τάξης. Από αυτήν την άποψη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε διεθνιστική αλληλεγγύη στον κουρδικό λαό, ο οποίος καταπιέζεται οικονομικά, κοι­νωνικά και πολιτιστικά, στο όνομα της Αριστεράς πρέπει να γίνεται στηρίζοντας τον ανεξάρτητο αγώνα της εργατικής τάξης της Τουρκίας και όχι τα κινήματα που έχουν μολυνθεί από τον εθνικισμό.

Μετανάστες εργάτες και Διεθνισμός

Αναγκασμένοι από τον ιμπεριαλισμό να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να μεταναστεύσουν υπό τη σκιά των όπλων ή ελλείψει οικονομικών εναλλακτι­κών, πουλώντας την εργασία τους σε άλλη χώρα μ’ επίσημο ή άτυπο καθεστώς, οι μετανάστες εργάτες αποτελούν σήμερα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Η Τουρκία υπήρξε μία από τις χώρες που δέχτηκαν το μεγαλύτερο αριθμό με­ταναστών τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών ζει στην Τουρκία. Πέρα από τη γεωγραφική θέση της χώρας, η κυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες, όντας πρωτίστως υπεύθυνη για τον εκτοπισμό των λαών στη Μέση Ανατολή με την άδεια που έλαβε από την τουρκική καπι­ταλιστική τάξη. Σήμερα, τουλάχιστον το 80% των μεταναστών, δηλαδή πάνω από 4 εκατομμύρια, ζουν στις πόλεις. Οι γυναίκες, οι άντρες και τα παιδιά αναγκάζο­νται να εργαστούν σε σκληρές και επισφαλείς συνθήκες, κυρίως στους τομείς χει­ρωνακτικής εργασίας, σχεδόν χωρίς διαπραγματευτική ισχύ. Η αστική τάξη εί­ναι εξαιρετικά συνεπής, καθώς δεν προβλέπει την ένταξη αυτών των ανθρώπων, διότι θα ήταν πολύ οδυνηρό ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες εάν αυτό το πιο απογοητευμένο και βασανισμένο στρώμα της κοινωνίας χειραφετηθεί και προσπα­θήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Από αυτήν την άποψη, η εκμετάλλευ­ση της εργασίας των μεταναστών είναι μία από τις απαραίτητες πηγές υπεραξί­ας του καπιταλισμού του 21ου αιώνα. Παρόλο που ζουν σε γκέτο και καθορισμέ­νες περιοχές, παρόλο που ο εκπατρισμός από την ίδια χώρα και η κοινή ταυτότη­τα παρέχουν μία αρχική συνοχή και μία προσωρινή βάση για να προστατεύουν ο ένας τον άλλον, οι μοίρες των μεταναστών-αφεντικών και των μεταναστών-εργατών γρήγορα αποκλίνουν. Οι Σύροι εργάτες αποτελούν τα φτωχότερα στρώματα της χώρας μας, ενώ εκτίθενται στο μίσος των πολιτών, που καταλαμβάνονται από το φόβο ότι «θα χάσουμε τις δουλειές μας εξαιτίας τους». Σύμφωνα με μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης το 2018, το 70% των Σύρων αφεντικών είναι ικανοποιημένοι με τα κέρδη τους και δε θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Σήμερα, που διανύουμε το 8ο έτος του ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Συρία, μπορούμε σίγουρα να σημειώσουμε ότι οι μετανάστες εργάτες αποτελούν μέρος της τουρκικής εργατικής τάξης. Ο Διεθνισμός απαιτεί συνεργασία και πάλη μα­ζί με τους μετανάστες εργάτες, έχοντας κατά νου ότι εκτοπίστηκαν εξαιτίας ενός πολέμου στον οποίο η τουρκική αστική τάξη είχε παίξει άμεσο ρόλο και ότι, κατά συνέπεια, υπόκεινται στην εκμετάλλευση της ίδιας αστικής τάξης.

Το γεγονός ότι η αστική τάξη ήταν η ηγετική δύναμη για τη δημιουργία της εθνικής ενότητας κατά το αρχικό στάδιο του καπιταλισμού είχε συγκεκριμένη βάση σύμφωνα με τα ταξικά της συμφέροντα. Στα χέρια της αστικής τάξης έχα­σε τα προοδευτικά της χαρακτηριστικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο εθνικι­σμός έγινε ένα εργαλείο διαχωρισμού της εργατικής τάξης σ’ εθνοτικό και εθνικό επίπεδο, ενσωματώνοντας τις μειονοτικές ομάδες με στερεότυπα, προκαλώντας εχθρότητα στην πλειοψηφία και βαθαίνοντας την εκμετάλλευση. Στην εξωτερι­κή πολιτική χρησιμοποιήθηκε για να σχηματίζει αποικίες και να πείσει τη μεσαία τάξη για τις καταπιεστικές και επεκτατικές πολιτικές του. Ο εθνικισμός ήταν πά­ντα μία αντιδραστική και αντικομμουνιστική ιδεολογία σε όλες τις εκδοχές του χωρίς εξαίρεση, η οποία διαφθείρει την εργατική τάξη κάνοντάς την να φοβάται τη σκιά της, ενώ γίνεται εχθρός των άλλων λαών.

Το πιο σημαντικό, όπως τονίζεται από τα παραπάνω παραδείγματα, είναι πως ο εθνικισμός σημαίνει ταξική συνεργασία. Ανεξάρτητα από το πρόσχημα, είτε πρόκειται για την ειρήνη, την ανεξαρτησία, την ανάπτυξη ή ούτω καθεξής, δεν πρέπει να βάζουμε πλάτη στον εθνικισμό. Το γεγονός ότι αγαπάς την πατρίδα σου δεν πρέπει να είναι η δικαιολογία για συμβιβασμούς, που, τελικά, θα είναι υπέρ της αστικής τάξης. Οι κομμουνιστές ασκούν πολιτική για ν’ αλλάξουν την πατρί­δα τους όπου γεννήθηκαν, ζουν και παράγουν και να την απελευθερώσουν από την εξουσία της αστικής τάξης. Αυτό καθορίζει την αγάπη τους για την πατρίδα τους, αυτό καθορίζει τον πατριωτισμό τους.

Σήμερα το έθνος, ως στοιχείο του εποικοδομήματος, δεν μπορεί να πετύχει αυτό που έκανε πριν 2 αιώνες, δεν είναι ικανό να παράγει ενότητα, παρά τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Ο Διεθνισμός είναι ένα από τα ισχυρότερα και σύγχρο­να μέσα μας για ν’ αποτρέψουμε την περαιτέρω καταστροφή των εργατών -ένα σημαντικό μέρος των οποίων εκτοπίζεται, αφήνεται χωρίς σπίτι/γη ή αισθάνεται heimatlos (άπατρις στα γερμανικά), καθώς το εποικοδόμημα του έθνους που ορί­ζεται υπό την εξουσία της αστικής τάξης δεν μπορεί να τους συμπεριλάβει- ή των μαζών που μπερδεύονται σ’ εθνικιστικές δημαγωγίες και γίνονται στρατιώτες σε ψεύτικους και αντεπιστημονικούς ανταγωνισμούς.

Ο ιμπεριαλισμός περνά μία κρίση. Η αστική τάξη και οι εθνικοί/διεθνείς πολι­τικοί της εκπρόσωποι επιδιώκουν ν’ αποφύγουν τις επιπτώσεις της κρίσης μεταφέροντας τα βάρη της στην εργατική τάξη, είτε με τη βία είτε με άλλα μέσα. Είναι αποκλειστικά στα χέρια της εργατικής τάξης και της επαναστατικής πρωτοπορί­ας της ν’ αποκρούσουν την επιρροή που ασκούν τα αστικά κόμματα στην εργατι­κή τάξη και να μην επιτρέψουν σε αυτήν την κρίση να μετατραπεί σε μία ολοκλη­ρωτική κρίση της ανθρωπότητας. Τα κομμουνιστικά κόμματα θα πρέπει να προ­ετοιμάζονται από σήμερα σε μία διεθνιστική βάση για να συγκεντρώσουν δυνά­μεις για την επικείμενη τελική μάχη, για πιο αποτελεσματικά χτυπήματα στις γε­ωγραφικές περιοχές όπου η κρίση μπορεί να οδηγήσει σ’ επαναστατική κατάστα­ση. Ο Διεθνισμός πρέπει ν’ αποτελεί μέρος της κομμουνιστικής ταυτότητας. Όλη η εμπειρία που έχουμε αποκτήσει σχετικά με το Διεθνισμό από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να γίνει το οπλοστάσιο των σημερινών μπολ­σεβίκικων κομμάτων.


[1] Β. Ι. Λένιν, «Σοσιαλσοβινιστές και Διεθνιστές», Άπαντα, τόμ. 24, σελ. 324-325, εκδ. Progress Publishers, Μόσχα, 1964.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Για την πάλη ενάντια στο σοσιαλσοβινισμό», Άπαντα, τόμ. 21, σελ. 199-204, εκδ. Progress Publishers, Μόσχα, 1974.

[3] Ahmet An, Kıbrıs’ta Üç Dönem Üç Aydın, σελ. 9, εκδ. Yazılama.

[4] Η πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας φέρει το στίγμα των δολοφονιών σοσιαλιστών διανοούμενων και συνδικαλιστών ηγετών, ακόμη και μαζικών δολοφονιών. Εκείνοι που υπερασπίζονταν την αδελφότη­τα των λαών χωρίς να είναι οι ίδιοι σοσιαλιστές υπέστησαν, επίσης, τη σκληρότητα του εθνικισμού.