Η συμβολή του Λένιν στην ανάπτυξη της θεωρίας των Μαρξ και Ένγκελς για τις γενικές νομοτέλειες του περάσματος στο σοσιαλισμό σε διάφορες χώρες


Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας

Μία από τις κατευθύνσεις της αστικής και της οπορτουνιστικής προπαγάνδας εναντίον του λενινισμού είναι η προσπάθεια να στερήσουν από το λενινισμό τη διεθνή του σημασία, να περιορίσουν τη συμβολή του Β. Ι. Λένιν στο μαρξισμό στα εθνικά όρια της Ρωσίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Στη Ρωσία τέτοιες «θεωρίες» είναι χαρακτηριστικές για τους αριστερούς εθνικιστές, που επιδιώκουν να «ιδιωτικοποιήσουν» τη σοβιετική ιστορία. Βασικά αυτό αφορά τον Στάλιν, μερικές, όμως, φορές προσπαθούν με τον ίδιο τρόπο να εγγράψουν στους «δικούς τους» και τον Λένιν. Ο Λένιν δήθεν ήταν μόνο τυπικά μαρξιστής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν Ρώσος πατριώτης, άνθρωπος της πράξης, που ερμήνευσε και άλλαξε το μαρξισμό με τον τρόπο που του ήταν αναγκαίος για να επιλύσει τα τρέχοντα ζητήματα της Ρωσίας κλπ.

Αυτοί οι εθνο-πατριώτες, στην πραγματικότητα, απλά επαναλαμβάνουν την προπαγάνδα των Ευρωπαίων οπορτουνιστών της Β΄ Διεθνούς, των σοσιαλδημοκρατών, που αυτοανακηρύχτηκαν μαρξιστές στον καιρό του Λένιν, ενώ είχαν ήδη ξεπουληθεί στην αστική τάξη και, φυσικά, δεν επιθυμούσαν να αναγνωρίσουν τον Λένιν ως αυθεντικό και τον πλέον συνεπή μαρξιστή. Επειδή τότε τέθηκε αναπόφευκτα το ερώτημα «τι ήταν αυτοί οι ίδιοι;».

Μία παρόμοια ερμηνεία του λενινισμού μπορεί να βρεθεί στον περίπου αριστερό θεωρητικό, έναν από τους δημιουργούς της θεωρίας της «παγκόσμιας συστημικής ανάλυσης», Ιμάνουιλ Βαλερστάιν. Γράφει ότι ο Λένιν ήθελε απλά η Ρωσία να φτάσει τις πρωτοπόρες χώρες στο επίπεδο ανάπτυξης και ότι ο λενινισμός δεν ταιριάζει σε χώρες με ήδη ανεπτυγμένη οικονομία.

Φυσικά, όλες αυτές οι θεωρίες των οπορτουνιστών και των αστών ιδεολόγων δεν έχουν τίποτα κοινό με την αλήθεια και καλούνται να στερήσουν από το διεθνές προλεταριάτο το πιο αξιόπιστο και μοναδικό ιδεολογικό όπλο που οδηγεί στη νίκη –το μαρξισμό-λενινισμό. Ο Λένιν ήταν ηγέτης όχι μόνο του ρωσικού, αλλά και του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και η συμβολή του στη θεωρία του Μαρξ αφορούσε και σημαντικότατα ζητήματα, που ήταν επίκαιρα όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για όλες τις χώρες, τόσο τις πιο ανεπτυγμένες από την τότε Ρωσία όσο και τις πιο καθυστερημένες, όπως και τα ζητήματα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των τμημάτων του προλεταριακού κινήματος στις χώρες διαφορετικού τύπου.

«Μερικοί λένε πως ο λενινισμός είναι η εφαρμογή του μαρξισμού στις ιδιόμορφες συνθήκες της ρωσικής πραγματικότητας. Ο ορισμός αυτός περιέχει ένα μέρος της αλήθειας, απέχει, όμως, πολύ από το να εξαντλεί όλη την αλήθεια. Πραγματικά, ο Λένιν εφάρμοσε το μαρξισμό στη ρωσική πραγματικότητα –και τον εφάρμοσε μαστορικά. Αν, όμως, ο λενινισμός ήταν μόνο η εφαρμογή στις ιδιόμορφες συνθήκες της Ρωσίας, τότε θα ήταν ένα καθαρά εθνικό και μόνο εθνικό, ένα καθαρά ρωσικό και μόνο ρωσικό φαινόμενο. Εμείς, όμως, ξέρουμε ότι ο λενινισμός δεν είναι μόνο ρωσικό, αλλά διεθνές φαινόμενο, που έχει τις ρίζες του σε όλη τη διεθνή εξέλιξη.» [1]

Στο παρόν άρθρο δε θα εξετάσουμε τη συνολική συμβολή του Λένιν στη μαρξιστική θεωρία –που αφορά και ζητήματα της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου στην περίοδο του καπιταλισμού– και τη συμβολή του στη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού και πολλά ακόμα. Θα εξετάσουμε τη συμβολή του Β. Ι. Λένιν σε ένα εξαιρετικά σημαντικό τμήμα του μαρξισμού –στο ζήτημα της μετάβασης της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

1. Ο Λένιν στην πάλη του με τον οπορτουνισμό όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά συστηματοποίησε και τεκμηρίωσε ολόπλευρα τη θεωρία των Μαρξ και Ένγκελς για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, οι βασικές ιδέες της οποίας εκτέθηκαν σε διάφορα έργα τους: Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Στον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, Στην καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστια συμβολή του Β. Ι. Λένιν. Ακριβώς το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το σημαντικότερο ζήτημα του πρακτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, το ζήτημα στη βάση του οποίου πραγματοποιείται η διαίρεση σε επαναστάτες και σε οπορτουνιστές. Και σήμερα οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις που απορρίπτουν τη δικτατορία του προλεταριάτου –όπως οι θεωρίες περί μεταβατικών σταδίων και των κεντροαριστερών κυβερνήσεων λαϊκής εμπιστοσύνης, του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» (όταν σε μία «σοσιαλιστική χώρα» κυριαρχεί το κεφάλαιο και λειτουργούν ελεύθερα όχι μόνο τα αντιδραστικά κόμματα, αλλά και η άμεση εκπροσώπηση των ιμπεριαλιστών), του «σοσιαλισμού με κινεζική ιδιαιτερότητα» (στον οποίο οι δισεκατομμυριούχοι είναι μέλη του «κομμουνιστικού» κόμματος) και άλλες– αποτελούν απειλή για το επαναστατικό προλεταριακό κίνημα.

Όμως, ο Λένιν στα περίφημα βιβλία του Κράτος και επανάσταση, Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι και σε άλλα έργα όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά και ανέπτυξε τη μαρξιστική θεωρία για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, παίρνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού και την πείρα της επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία.

2. Ο Λένιν δημιούργησε τη θεωρία για το κομμουνιστικό κόμμα ως την πρωτοπορία του προλεταριάτου τόσο κατά την περίοδο της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού όσο και κατά την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ανέδειξε σημαντικότατες θέσεις (που στη συνέχεια έγιναν αντικείμενο λεπτομερέστερης επεξεργασίας από τον Ι. Β. Στάλιν) για την εσωτερική δομή του πολιτικού συστήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή για τα συστατικά μέρη –το Κόμμα, τα Σοβιέτ, τα συνδικάτα και τις άλλες οργανώσεις, το ρόλο τους και τις αλληλεπιδράσεις τους. Τα Σοβιέτ είναι η κρατική μορφή της δικτατορίας της τάξης των προλετάριων, μέσω της οποίας η τάξη πραγματοποιεί την εξουσία της. Τα συνδικάτα είναι η επαγγελματική οργάνωση του προλεταριάτου. Όμως, το προλεταριάτο δεν είναι ομοιογενές, ούτε το επίπεδο ανάπτυξης και πολιτικής συνειδητότητας των προλετάριων είναι ίδιο. Γι’ αυτό σημαντικότατο ρόλο παίζει το Κόμμα –η πολιτική πρωτοπορία, το πρωτοπόρο τμήμα και ταυτόχρονα το επιτελείο του προλεταριάτου. «Έχουμε σε γενικές γραμμές έναν προλεταριακό μηχανισμό που τυπικά δεν είναι κομμουνιστικός, έναν προλεταριακό μηχανισμό ευλύγιστο και σχετικά πλατύ και πολύ ισχυρό, που μέσω αυτού το Κόμμα συνδέεται στενά με την τάξη και με τη μάζα και μέσω αυτού, με την καθοδήγηση του Κόμματος, πραγματοποιείται η δικτατορία της τάξης.» [2]

3. Ο Λένιν όχι μόνο εμπλούτισε τη μαρξιστική θεωρία της επανάστασης, αλλά και την εφάρμοσε θαυμάσια στην πράξη. Όπως έγραφε ο Στάλιν:

«Ο Λένιν ήταν γεννημένος για την επανάσταση. Ήταν πραγματικά η μεγαλοφυΐα των επαναστατικών εκρήξεων και ο μεγαλύτερος μάστορας της επαναστατικής καθοδήγησης. Ποτέ δεν ένιωθε τον εαυτό του τόσο ελεύθερο και χαρούμενο όσο σε μία εποχή επαναστατικών κλονισμών. Με αυτό δε θέλω να πω καθόλου ότι ο Λένιν επιδοκίμαζε με τον ίδιο τρόπο κάθε επαναστατικό κλονισμό ή ότι πάντα και σε οποιεσδήποτε συνθήκες ήταν υπέρ των επαναστατικών εκρήξεων. Καθόλου. Θέλω μόνο να πω ότι ποτέ η μεγαλοφυής διορατικότητα του Λένιν δεν εκδηλωνόταν τόσο ολοκληρωμένα και καθαρά όσο τον καιρό των επαναστατικών εκρήξεων. Τις μέρες των επαναστατικών στροφών άνθιζε κυριολεκτικά, γινόταν οξυδερκής, μάντευε την κίνηση των τάξεων και τα πιθανά ζιγκ-ζαγκ της επανάστασης, λες και τα διάβαζε μέσα στην παλάμη του. Δε λένε του κάκου στους κομματικούς μας κύκλους ότι “ο Ίλιτς ξέρει να κολυμπά στα κύματα της επανάστασης, όπως το ψάρι στο νερό”.» [3]

Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από τον Λένιν να αλλάζει ευέλικτα την τακτική ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και με το στάδιο ανάπτυξης της επανάστασης, να χτίζει τις σχέσεις με τους συμμάχους και τους συνοδοιπόρους του προλεταριάτου. Για παράδειγμα, αρχικά με ολόκληρη την αγροτιά ενάντια στους γαιοκτήμονες, έπειτα με τη φτωχή αγροτιά ενάντια στους κουλάκους με αδρανοποίηση των μεσαίων αγροτών, μετά από αυτό σταθερή συμμαχία με το μεσαίο αγρότη. Παρακάτω θα γίνει αναφορά στην αξιοποίηση από τον Λένιν των κοινοβουλευτικών μεθόδων πάλης, στην εναλλαγή των μορφών της σχέσης προς τον κοινοβουλευτισμό, όπως τη συμμετοχή στις εκλογές, την αποχή, τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης.

Ή η επιλογή της κατεύθυνσης του κύριου χτυπήματος. Το βασικό πλήγμα ενάντια στους καντέτους, ως κόμμα της συμφωνίας με την απολυταρχία, το 1905- 1907, τον καιρό της πρώτης ρωσικής επανάστασης και το βασικό πλήγμα ενάντια στους μενσεβίκους και στους εσέρους, που μετά από την επανάσταση του Φλεβάρη κατάντησαν οι κύριοι διασώστες της αστικής τάξης και το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης το 1917. Αν και βρέθηκαν πολλοί άνθρωποι που φώναζαν ότι «δεν πρέπει να σπέρνουμε τη διχόνοια ανάμεσα στους δημοκράτες» στην πρώτη περίπτωση και «ανάμεσα στους σοσιαλιστές» στη δεύτερη.

Αλλάζοντας την τακτική στις μεγάλες στροφές της επανάστασης, ο Λένιν ταυτόχρονα εκδήλωνε αταλάντευτη σκληρότητα στα ζητήματα που αυτό ήταν απαραίτητο. Η ανελέητη πάλη με τους σοσιαλσοβινιστές την περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η προβολή του συνθήματος της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο προκάλεσε για ένα ορισμένο διάστημα την απομάκρυνση ενός μέρους συμπαθούντων από τους μπολσεβίκους, ανάγκασε το Κόμμα να αντέξει το χτύπημα του κατασταλτικού μηχανισμού του τσαρισμού και έπειτα και της Προσωρινής Κυβέρνησης, όμως, τελικά οδήγησε τους μπολσεβίκους στη νίκη.

Ο Λένιν προσέγγιζε με σοβαρότητα την ένοπλη εξέγερση, που την θεωρούσε τέχνη.

«Να κατηγορείς τους μαρξιστές για μπλανκισμό επειδή βλέπουν την εξέγερση ως τέχνη! Μπορεί άραγε να υπάρξει πιο κατάφωρη διαστρέβλωση της αλήθειας, τη στιγμή που κανένας μαρξιστής δε θα αρνηθεί ότι ακριβώς ο Μαρξ εκφράστηκε με τον πιο συγκεκριμένο, ακριβολογημένο και κατηγορηματικό τρόπο πάνω σε αυτό το ζήτημα, ονομάζοντας την εξέγερση ακριβώς τέχνη, λέγοντας ότι την εξέγερση πρέπει να την βλέπουμε ως τέχνη, ότι πρέπει να κατακτήσουμε την πρώτη επιτυχία και να βαδίσουμε από επιτυχία σε επιτυχία, χωρίς να σταματάμε την επίθεση ενάντια στον εχθρό, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυσή του κτλ. κτλ.

Η εξέγερση, για να πετύχει, δεν πρέπει να στηρίζεται σε συνωμοσία, ούτε σε ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα τάξη, αυτό είναι το πρώτο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται στην επαναστατική άνοδο του λαού. Αυτό είναι το δεύτερο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται σε τέτοιο σημείο στροφής στην ιστορία της αναπτυσσόμενης επανάστασης, όταν στις πρωτοπόρες γραμμές του λαού παρατηρείται η μεγαλύτερη δραστηριότητα, όταν οι ταλαντεύσεις στις γραμμές των εχθρών και στις γραμμές των αδύναμων, μεσοβέζικων, αναποφάσιστων φίλων της επανάστασης είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά. Αυτό είναι το τρίτο. Και με αυτούς ακριβώς τους τρεις όρους στην τοποθέτηση του ζητήματος της εξέγερσης ξεχωρίζει ο μαρξισμός από τον μπλανκισμό.» [4]

Ο Λένιν, επιθυμώντας σφοδρά την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο, ήξερε να μην παραδίδεται σε πειρασμούς και να μην εκδηλώνεται πρόωρα, όπως έγινε στις 3-4 Ιούλη 1917, και να μη χάνει την ευνοϊκή στιγμή για την εξέγερση, όπως τον Οκτώβρη του 1917, όταν ο Λένιν χρειάστηκε να αφιερώσει πολύ χρόνο για να πείσει την ΚΕ του Κόμματος για την αναγκαιότητα της άμεσης δράσης.

«Στις 3 και 4 Ιούλη θα μπορούσαμε, χωρίς να αμαρτήσουμε απέναντι στην αλήθεια, να βάλουμε το ζήτημα έτσι: Πιο σωστό θα ήταν να πάρουμε την εξουσία, γιατί διαφορετικά οι εχθροί θα μας κατηγορήσουν οπωσδήποτε για εξέγερση και θα μας χτυπήσουν ως στασιαστές. Από αυτό, όμως, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως έπρεπε τότε να πάρουμε την εξουσία, γιατί οι αντικειμενικοί όροι για τη νίκη της εξέγερσης δεν υπήρχαν τότε.

1) Δε μας ακολουθούσε ακόμη η τάξη που αποτελεί την πρωτοπορία της επανάστασης. Δεν είχαμε ακόμη την πλειοψηφία μέσα στους εργάτες και στους στρατιώτες στις δύο πρωτεύουσες. Τώρα την έχουμε και στα δύο Σοβιέτ. Δημιουργήθηκε μόνο με την ιστορία του Ιούλη και του Αυγούστου, με την πείρα των “άγριων διωγμών” κατά των μπολσεβίκων και την πείρα του κορνιλοφισμού.

2) Δεν υπήρχε τότε παλλαϊκή επαναστατική άνοδος. Τώρα, μετά από τον κορνιλοφισμό, υπάρχει. Η επαρχία και η κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ σε πολλά μέρη το αποδεικνύουν.

3) Δεν υπήρχαν τότε ταλαντεύσεις σε σοβαρή γενική πολιτική κλίμακα στους εχθρούς μας και στη μεσοβέζικη μικροαστική τάξη. Τώρα υπάρχουν τεράστιες ταλαντεύσεις: Ο κύριος εχθρός μας, ο συμμαχικός και ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός –γιατί οι “σύμμαχοι” βρίσκονται επικεφαλής του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού– ταλαντεύτηκε ανάμεσα στη συνέχιση του πολέμου ως τη νίκη και στη χωριστή ειρήνη ενάντια στη Ρωσία. Οι μικροαστοί δημοκράτες μας, χάνοντας ολοφάνερα την πλειοψηφία στο λαό, ταλαντεύτηκαν σε τεράστιο βαθμό, παραιτήθηκαν από το μπλοκ, δηλαδή από το συνασπισμό με τους καντέτους.

4) Γι’ αυτό στις 3 και 4 Ιούλη η εξέγερση θα ήταν λάθος: Δε θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την εξουσία ούτε υλικά, ούτε πολιτικά. Υλικά, παρά το ότι υπήρχαν στιγμές που η Πετρούπολη ήταν στα χέρια μας, γιατί οι εργάτες και οι στρατιώτες μας δε θα πολεμούσαν, δε θα πέθαιναν τότε για την Πετρούπολη. Πολιτικά δε θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την εξουσία στις 3 και 4 Ιούλη, γιατί ο στρατός και η επαρχία πριν τον κορνιλοφισμό μπορούσαν να βαδίσουν και θα βάδιζαν ενάντια στην Πετρούπολη.

Τώρα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική.

Μας ακολουθεί η πλειοψηφία της τάξης που είναι η εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, η εμπροσθοφυλακή του λαού, που είναι ικανή να συναρπάσει τις μάζες.

Μας ακολουθεί η πλειοψηφία του λαού, γιατί η παραίτηση του Τσερνόφ δεν είναι καθόλου η μοναδική, είναι, όμως, η πιο φανερή, η πιο χειροπιαστή ένδειξη ότι από το συνασπισμό των εσέρων (και από τους ίδιους τους εσέρους) η αγροτιά δε θα πάρει τη γη. Και αυτό είναι το ουσιαστικότερο σημείο του παλλαϊκού χαρακτήρα της επανάστασης.

Βρισκόμαστε στην ευνοϊκή θέση ενός κόμματος που ξέρει σταθερά το δρόμο του, σε στιγμές που ολόκληρος ο ιμπεριαλισμός και ολόκληρος ο συνασπισμός των μενσεβίκων με τους εσέρους έχουν πρωτάκουστες ταλαντεύσεις.

Η νίκη μας είναι σίγουρη, γιατί ο λαός έχει πια φτάσει πολύ κοντά στην απόγνωση και εμείς προσφέρουμε σε όλο το λαό μία σίγουρη διέξοδο, γιατί του δείξαμε στις “κορνιλιφικές μέρες” τι αξίζει η καθοδήγησή μας και έπειτα προτείναμε συμβιβασμό στους ανθρώπους του συνασπισμού, που αρνήθηκαν να τον δεχτούν, χωρίς να έχουν καθόλου σταματήσει οι ταλαντεύσεις τους.» [5]

4. Ο Λένιν ανέπτυξε τις ιδέες του Ένγκελς για το ρόλο των εκλογών και του κοινοβουλευτισμού κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης.

«Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει ως το μόνο δυνατό και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερά της πτέρυγα. Στο μέτρο, όμως, που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι, έτσι, ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δε θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά και αυτό φτάνει. Τη μέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν και αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες, τι να κάνουν.» [6] Ο Λένιν δίδασκε ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών στις κοινοβουλευτικές εκλογές μπορεί να είναι χρήσιμη και αναγκαία όταν οι μάζες πιστεύουν ακόμα στο κοινοβούλιο, συνεπώς όταν οι εκλογές προκαλούν το ενδιαφέρον των εργαζόμενων, τους γεννούν κάποιες ελπίδες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κομμουνιστές οφείλουν να συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές με το σκοπό να αξιοποιήσουν αυτές τις εκλογές για την προπαγάνδιση των ιδεών τους, όπως και για την αποκάλυψη του αστικού κοινοβουλευτισμού.

Ο Λένιν, επίσης, έδειξε λαμπρά παραδείγματα εναλλαγής της τακτικής σχετικά με τις κοινοβουλευτικές εκλογές ανάλογα με την κατάσταση. Για παράδειγμα, τον καιρό της επανάστασης του 1905-1907. Όταν το 1905 η επανάσταση ανέβαινε και η κυβέρνηση αποφάσισε να συγκαλέσει τη λεγόμενη Δούμα του Μπουλίγκιν (Σ.τ.Μ.: Με τσαρικό διάταγμα στις 6 Αυγούστου 1905 που επεξεργάστηκε το υπουργείο Εσωτερικών στο οποίο ήταν επικεφαλής ο Α. Μπουλίγκιν), ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν την τακτική της αποχής από τις εκλογές, επειδή έμπαινε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επανάστασης και της ανατροπής της μοναρχίας και η όλη επιχείρηση των εκλογών είχε σκοπό να αποτρέψει το προλεταριάτο και την αγροτιά από την επανάσταση. Όμως, μετά από την ήττα της επανάστασης ο Λένιν επέμενε στη συμμετοχή των μπολσεβίκων στις τσαρικές Δούμες, παρά το γεγονός ότι οι εκλογές γι’ αυτές τις Δούμες γίνονταν όλο και λιγότερο δημοκρατικές. Και αυτό επειδή σε εκείνες τις συνθήκες –αρχικά της πτώσης της επανάστασης και μετά της επίθεσης της περιόδου της Αντίδρασης– οι εκλογές στη Δούμα και το κοινοβουλευτικό βήμα έδιναν σοβαρές δυνατότητες για προπαγάνδα και ζύμωση, ενώ πλέον δεν υπήρχε απειλή απόσπασης του προλεταριάτου από αποφασιστικότερες μορφές πάλης.

Από αυτό προκύπτει ότι το ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο και στις αστικές εκλογές είναι ένα ζήτημα τακτικής. Και σφάλλουν όσοι καλούν πάντα και παντού σε συμμετοχή ή προσπάθεια συμμετοχής σε αυτές τις εκλογές, όπως και όσοι απορρίπτουν κάθε δυνατότητα μίας τέτοιας συμμετοχής. Όλα πρέπει να αποφασίζονται με αφετηρία τις συγκεκριμένες συνθήκες και προς το συμφέρον της ανάπτυξης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου.

Ο Λένιν έδειξε, ακόμα, με πειστικό τρόπο ότι για την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει η προϋπόθεση να προηγηθεί η κατάκτηση της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο.

«Μόνο παλιάνθρωποι ή κουτεντέδες μπορούν να νομίζουν πως το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πλειοψηφία στις εκλογές που διενεργούνται κάτω από το ζυγό της αστικής τάξης, κάτω από το ζυγό της ταξικής δουλείας και έπειτα να προσπαθήσει να κατακτήσει την εξουσία. Αυτό είναι αποκορύφωμα της αμβλύνοιας ή υποκρισίας, είναι αντικατάσταση της ταξικής πάλης και της επανάστασης με εκλογές σε συνθήκες του παλιού καθεστώτος, της παλιάς εξουσίας.» [7]

«“Ας εκδηλωθεί πρώτα η πλειοψηφία του πληθυσμού σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή σε συνθήκες διατήρησης της εξουσίας και καταπίεσης του κεφαλαίου, υπέρ του κόμματος του προλεταριάτου –μόνο τότε το κόμμα αυτό μπορεί και πρέπει να πάρει την εξουσία”, έτσι λένε οι μικροαστοί δημοκράτες, οι πραγματικοί υπηρέτες της αστικής τάξης, που αυτοαποκαλούνται “σοσιαλιστές”.

“Ας ανατρέψει πρώτα το επαναστατικό προλεταριάτο την αστική τάξη, ας τσακίσει το ζυγό του κεφαλαίου, ας συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό –τότε το προλεταριάτο που κέρδισε τη νίκη θα μπορέσει να κατακτήσει γρήγορα τη συμπάθεια και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μη προλεταριακών μαζών, ικανοποιώντας τα αιτήματά τους σε βάρος των εκμεταλλευτών”, λέμε εμείς.» [8]

Θυμόμαστε τις εκλογές για τη Δούμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας του 1999, όταν στην εφημερίδα Σοβιέτσκαγια Ρωσία ένας εκπρόσωπος του ΚΚΡΟ έγραφε περίπου τα εξής: «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξαναπάρουμε μόνο το 50%+1 των ψήφων. Γιατί για την υπερψήφιση νόμων με συνταγματική ισχύ απαιτείται πλειοψηφία 2/3. Καθήκον μας είναι να αποσπάσουμε τα 2/3 των ψήφων. Αλλιώς χάθηκαν όλα.» Αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε, πως ήταν η πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Με την ευκαιρία, το ΚΚΡΟ τότε όχι μόνο δεν απέσπασε τα 2/3 των ψήφων, αλλά ούτε το 25%.

Μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα και τους τσαβιστές στη Βενεζουέλα, που, αν και έχουν σημαντικές υπηρεσίες σε όφελος των εργαζόμενων, παραμένουν μικροαστοί σοσιαλιστές και είναι επιρρεπείς στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Ορκίζονταν συνεχώς ότι αναγνωρίζουν τα οποιαδήποτε αποτελέσματα των εκλογών και όταν, μετά από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και το θάνατο του Τσάβες το 2015, νίκησε στις κοινοβουλευτικές εκλογές η δεξιά αντιπολίτευση, η «μπολιβαριανή» κυβέρνηση βρέθηκε όμηρος των υποσχέσεών της και δεν τόλμησε να διαλύσει το αντιδραστικό κοινοβούλιο, πράγμα που όχι μόνο θα βελτίωνε την κατάσταση στη χώρα, αλλά και θα έδινε ώθηση για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και την εμβάθυνση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Ως αποτέλεσμα, η Βενεζουέλα βυθίστηκε σε οικονομική και πολιτική κρίση και ο πολυδιαφημισμένος «σοσιαλισμός» των τσαβιστών παρέμεινε κυρίως μία διακήρυξη. (Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η αιτία αυτής της συμπεριφοράς της κυβέρνησης Μαδούρο δεν ήταν μόνο οι αστικοδημοκρατικές αυταπάτες των τσαβιστών, αλλά και ο μικροαστικός χαρακτήρας ολόκληρου του κινήματός τους, που δε βάζει το στόχο της πραγματικής εξάλειψης του καπιταλισμού και του ριζικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και, επιπλέον, ενίοτε πραγματοποιεί επιθέσεις ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας.)

Ενώ οι μπολσεβίκοι δε φοβήθηκαν να διαλύσουν την αντεπαναστατική Συντακτική Συνέλευση, ανεβάζοντας το κύρος τους ανάμεσα στους εργαζόμενους.

5. Ο Λένιν ανέπτυξε ακόμα τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς για το δημιουργικό ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου, με τη βοήθεια της οποίας το προλεταριάτο όχι μόνο καταστέλλει τους εκμεταλλευτές, αλλά οργανώνει την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας –τόσο από οικονομική όσο και από ιδεολογική και ηθική άποψη.

«Η διαφορά της σοσιαλιστικής επανάστασης από την αστική συνίσταται ακριβώς στο ότι η αστική επανάσταση βρίσκει έτοιμες τις μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων, ενώ η σοβιετική εξουσία –η προλεταριακή– δεν κληρονομεί τέτοιες έτοιμες σχέσεις, αν δεν παρθούν υπόψη οι πιο αναπτυγμένες μορφές του καπιταλισμού, που ουσιαστικά έχουν αγκαλιάσει ένα μικρό μέρος από τα ανώτερα στρώματα της βιομηχανίας και δεν έχουν θίξει ακόμη παρά ελάχιστα τη γεωργία. Η οργάνωση της καταγραφής, ο έλεγχος στις πιο μεγάλες επιχειρήσεις, η μετατροπή όλου του κρατικού οικονομικού μηχανισμού σε μία ενιαία μεγάλη μηχανή, σε οικονομικό οργανισμό που να λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι να καθοδηγούνται από ένα σχέδιο –να πού είναι το τεράστιο οργανωτικό καθήκον που επωμιστήκαμε.» [9]

Ένα άλλο καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου, εκτός από την κατάπνιξη των εκμεταλλευτών που έχουν ανατραπεί, την υπεράσπιση των σοσιαλιστικών κρατών από μία πιθανή καπιταλιστική επέμβαση και την οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας, είναι η καθοδήγηση των συμμάχων του προλεταριάτου που προέρχονται από την τάξη των μικροϊδιοκτητών, ακόμα και η «επαναδιαπαιδαγώγησή» τους στο πνεύμα του κομμουνισμού, καθώς και το ξεπέρασμα των μικροαστικών συνηθειών και επιδράσεων στο εσωτερικό του ίδιου του προλεταριάτου.

6. Ένα άλλο σημαντικότατο ζήτημα που επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν –και, μάλιστα, τα συμπεράσματα αυτών των επεξεργασιών αξιοποιήθηκαν με τρόπο λαμπρό στην πράξη– είναι το ζήτημα του ρόλου της αγροτιάς και γενικά των μεσαίων στρωμάτων τόσο στην επανάσταση όσο και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Λένιν, βασιζόμενος στις προβλέψεις των κλασικών του μαρξισμού, απέδειξε ότι η αγροτιά μπορεί και πρέπει να είναι σύμμαχος του προλεταριάτου στην επανάσταση. Και ότι αυτή η συμμαχία μπορεί και πρέπει να διατηρηθεί και κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (πράγμα με το οποίο, παρεμπιπτόντως, οι τροτσκιστές διαφωνούσαν λυσσασμένα), στην πορεία της οποίας η αγροτιά η ίδια θα μετασχηματιστεί και θα γίνει σοσιαλιστική. Αυτό το ζήτημα είχε και έχει και τώρα τεράστια σημασία με παγκόσμια εμβέλεια, επειδή και σήμερα σε πολλές καπιταλιστικές χώρες (ιδιαίτερα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, δηλαδή σε εκείνες όπου είναι οξύτερες οι ταξικές αντιθέσεις και πιθανότερη η επαναστατική κατάσταση) η τάξη των μικροϊδιοκτητών αποτελεί σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Ο Λένιν απέδειξε και ότι στη δικτατορία του προλεταριάτου, που κρατά στα χέρια της τη βιομηχανία, την Πίστη και τα άλλα «κλειδιά της οικονομίας», η αγροτιά μπορεί κάλλιστα και πρέπει εθελοντικά (φυσικά, με την υποστήριξη και την παροχή κινήτρων από πλευράς του σοσιαλιστικού κράτους) να περάσει στην κοινωνική οικονομική δραστηριότητα. Ο Λένιν επεξεργάστηκε και το ζήτημα του συνεταιρισμού ως βασικής μορφής αυτού του περάσματος (Β. Ι. Λένιν, «Για το συνεταιρισμό», Άπαντα, τόμ. 33).

(Σε αυτό το σημείο και για την αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο συνεταιρισμός των μικρών αγροτικών νοικοκυριών που πραγματοποιείται κάτω από την καθοδήγηση του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ αποτελεί ένα γιγαντιαίο βήμα προς το σοσιαλισμό, διατηρεί ταυτόχρονα την ομαδική ιδιοκτησία και την εμπορευματική παραγωγή και γι’ αυτό αποτελεί ένα μεταβατικό μόνο στάδιο προς την πλήρη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας. Σε περίπτωση που οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, είναι δυνατό ένα άμεσο πέρασμα των μικροϊδιοκτητών στην παλλαϊκή ιδιοκτησία, υπερπηδώντας τη συνεταιριστική μορφή.)

7. Ο Λένιν, έχοντας αναλύσει τις αλλαγές που έγιναν στον καπιταλισμό γύρω στις αρχές του 20ού αιώνα, δημιούργησε τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού. Ο ιμπεριαλισμός, όπως θεμελίωσε ο Λένιν στο έργο του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, είναι πρώτ’ απ’ όλα μονοπωλιακός καπιταλισμός. Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έζησαν μέχρι τη χρονική στιγμή του περάσματος του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού στον ιμπεριαλισμό και γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν θεωρητικά αυτό το ζήτημα. Ο Λένιν έδειξε ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός προετοιμάζει ακόμα περισσότερο τις αντικειμενικές οικονομικές προϋποθέσεις (μεγάλη, συγκεντροποιημένη στα πλαίσια των μεγάλων εταιριών παραγωγή που αγγίζει την κλίμακα της κοινωνίας, έτοιμο σύστημα διεύθυνσης αυτής της παραγωγής) για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και κάνει αυτό το πέρασμα σημαντικά ευκολότερο μετά από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης.

«Ένας έξυπνος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης της 8ης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικού-καπιταλιστικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει βαθμιαία όλα τα τραστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους “απλούς” εργαζόμενους, που ξεθεώνονται στη δουλειά και πεινάνε, στέκεται εδώ η ίδια αστική γραφειοκρατία. Εδώ, όμως, είναι ήδη έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους καπιταλιστές, ας συντρίψουμε με το σιδερένιο χέρι των ένοπλων εργατών την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους και μπροστά μας θα προβάλλει ένας απαλλαγμένος από “παράσιτα” μηχανισμός, που θα μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές και αμείβοντας τη δουλειά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των “δημόσιων” υπαλλήλων με μισθό εργάτη. Αυτό είναι ένα συγκεκριμένο, πρακτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα που εγκαινίασε ήδη πρακτικά (ιδίως στον τομέα της οικοδόμησης του κράτους) η Κομμούνα.» [10]

Ο Λένιν ακόμα έδειξε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μόνο το ανώτατο, αλλά και το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, μεταξύ του οποίου και του σοσιαλισμού δεν υπάρχει καμία ενδιάμεση βαθμίδα. «Ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης.» [11]

8. Ο Λένιν στο άρθρο «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ανέδειξε τη θέση για τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μερικές ή ακόμα και σε μία χώρα, στηριζόμενος στο νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης των καπιταλιστικών χωρών στον καπιταλισμό.

«Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από ’δώ βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μία μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη που δε θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό χωρίς μία λίγο-πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη.» [12]

Μέχρι τότε ανάμεσα στους μαρξιστές ήταν αποδεκτή η άποψη ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Είναι αλήθεια ότι, μιλώντας για τα έργα των κλασικών, η δεδομένη άποψη στηριζόταν σε ένα απόσπασμα από το πρώιμο έργο του Ένγκελς με την ονομασία Αρχές του κομμουνισμού, που γράφτηκε το 1847 (πριν τη συγγραφή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος).

Ο Λένιν, όμως, έδειξε ότι για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού είναι πολύ περισσότερο πιθανή η νίκη του σοσιαλισμού αρχικά σε μερικές ή ακόμα και σε μία χώρα. Μάλιστα, αυτή η χώρα δε θα επαναπαυτεί, φυσικά, αλλά θα γίνει η βάση της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτή η παγκόσμια επανάσταση, παίρνοντας διαφορετικές μορφές, τόσο εξεγέρσεων του προλεταριάτου στις καπιταλιστικές χώρες όσο και πολέμων των σοσιαλιστικών κρατών με τα καπιταλιστικά, θα αποσπά από τον καπιταλισμό τη μία χώρα μετά από την άλλη σε όφελος του σοσιαλισμού. Αυτή είναι η θεωρία της αδιάκοπης («συνεχούς») επανάστασης των Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν - Στάλιν, που αργότερα προσπάθησε να διαστρεβλώσει και να ιδιοποιηθεί ο Τρότσκι. Αυτή η θεωρία επαληθεύτηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τη δημιουργία του στρατοπέδου των σοσιαλιστικών χωρών μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την περαιτέρω διεύρυνσή του.

9. Ο Λένιν είχε μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη της θεωρίας του μαρξισμού για το εθνικό ζήτημα, τόσο για τις συνθήκες της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου όσο και για τις συνθήκες οικοδόμησης του προλεταριακού κράτους. Ο ρόλος του Λένιν είναι τεράστιος στην επεξεργασία της πολιτικής της εργατικής τάξης στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στις αποικίες. Αν πριν τον Λένιν οι σοσιαλδημοκράτες της Β΄ Διεθνούς αγνοούσαν στην πράξη ένα σημαντικότατο τότε μέρος του εθνικού ζητήματος –το αποικιακό ζήτημα– μπαίνοντας στο χαλινάρι της αστικής τους τάξης, ο Λένιν έβαλε αυτό το ζήτημα σε μία από τις πρώτες θέσεις. Εξέταζε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των αποικιακών λαών ως μία μεγάλη δύναμη που αδυνατίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο Λένιν πάλευε για τη συμμαχία μεταξύ του προλεταριακού επαναστατικού κινήματος στα ιμπεριαλιστικά κράτη και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες. Απαιτούσε από τα κομμουνιστικά κόμματα των ιμπεριαλιστικών χωρών δραστήρια υποστήριξη της πάλης των λαών των αποικιών για απελευθέρωση και από τα κομμουνιστικά κόμματα των αποικιών την εισαγωγή στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της ταξικής συνιστώσας και, κατά το δυνατόν, την κατάκτηση ηγετικού ρόλου σε αυτό, ώστε από την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση να γίνει αμέσως το πέρασμα στη σοσιαλιστική.

Ο Λένιν ανέδειξε το σύνθημα του δικαιώματος των λαών για «αυτοδιάθεση μέχρι τον αποχωρισμό». Επιπλέον, το κύριο για τον Λένιν δεν ήταν η ίδια η αφηρημένη αρχή της αυτοδιάθεσης –οι μαρξιστές δεν είναι φιλελεύθεροι για να βάζουν πρώτες τις αφηρημένες αρχές, ούτε είναι εθνικιστές για να προωθούν στο πρώτο πλάνο την ανεξαρτησία με κάθε τίμημα. Το κύριο ήταν να κατανοηθεί πως μόνο η απόρριψη των εργατών των εθνών-καταπιεστών οποιασδήποτε ιμπεριαλιστικής αξίωσης, να αναγνωριστεί –και όχι μόνο να αναγνωριστεί, αλλά και να υποστηριχτεί δραστήρια– το πλήρες δικαίωμα των καταπιεσμένων και μικρών εθνών να σχηματίσουν ξεχωριστά από τα «δικά τους» κράτη, οδηγούν στο ξεπέρασμα του τοίχου της δυσπιστίας μεταξύ των προλετάριων των μεγάλων και των μικρών, των καταπιεστών και των καταπιεσμένων, των μεγαλοκρατικών και των αποικιακών εθνών.

Ταυτόχρονα, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δε σημαίνει την αναγκαιότητα αποχωρισμού. Και ο Λένιν υπογράμμιζε ότι, «όπως ακριβώς για να φτάσουμε σε ένα σημείο που βρίσκεται στη μέση μίας σελίδας ο δρόμος τραβάει προς τα αριστερά αν ξεκινήσουμε από τη μία άκρη της σελίδας ή δεξιά αν ξεκινήσουμε από την αντίθετη άκρη της σελίδας» [13], έτσι και η ορθή πολιτική στο εθνικό ζήτημα, έχοντας τον ίδιο στόχο, διαφέρει για τα εργατικά κόμματα των εθνών καταπιεστών και των καταπιεσμένων εθνών. Αν οι κομμουνιστές των μεγαλοκρατικών εθνών πρέπει να δίνουν έμφαση στο δικαίωμα του αποχωρισμού από το «δικό τους» κράτος, οι κομμουνιστές του υποταγμένου έθνους πρέπει, αντίθετα, να επιμένουν στην ενότητα με το προλεταριάτο του μεγαλοκρατικού έθνους και, αν αυτό είναι δυνατό, στην ωφελιμότητα διατήρησης του ενός κράτους. Με τέτοιον ακριβώς τρόπο δίνεται το ισχυρότερο χτύπημα στον αστικό εθνικισμό και ενισχύεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη των προλετάριων. Γιατί ο αστικός εθνικισμός σε αυτούς τους δύο τύπους εθνών έχει, αντίστοιχα, διαφορετική μορφή και οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις της προπαγάνδας σε όφελος του προλεταριακού διεθνισμού πρέπει, επίσης, να διαφέρουν.

Η λενινιστική πολιτική για το εθνικό ζήτημα έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, στη νίκη επί των λευκοφρουρών και των επεμβασιών κατά την πορεία του εμφύλιου πολέμου και βρισκόταν στη βάση της συμφωνίας για την Ένωση του 1922, που αφορούσε τη δημιουργία της ΕΣΣΔ –της πρώτης στην Ιστορία εθελοντικής ένωσης ελεύθερων εθνών. Η ΕΣΣΔ ιδρύθηκε ως ισότιμη ένωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών που εμφανίστηκαν στην πορεία της επανάστασης και του εμφύλιου πολέμου –της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ομοσπονδίας της Υπερκαυκασίας. Μάλιστα, ο Λένιν, θεωρώντας το ενιαίο κράτος καλύτερο από την ομοσπονδία, στη συγκεκριμένη περίπτωση επέμενε σε μία ομοσπονδιακή ένωση, υποβάλλοντας σε κριτική το σχέδιο ένταξης των άλλων Δημοκρατιών στη Δημοκρατία της Ρωσίας ως αυτόνομων.

Το θέμα είναι ότι σε εκείνες τις συνθήκες, που οι λαοί των πρώην εθνικών περιοχών της τσαρικής Ρωσίας δεν είχαν ακόμα ξεχάσει την καταπίεσή τους, που οι αντεπαναστατικές δυνάμεις έπαιζαν δραστήρια το εθνικό χαρτί και υπήρχε η εμπειρία της ύπαρξης των αντεπαναστατικών «ανεξάρτητων» εθνικιστικών κυβερνήσεων στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου –σε εκείνες τις συνθήκες, για την ενίσχυση της συμμαχίας των εργαζόμενων όλων των εθνών της χώρας, σε πλήρη αντιστοιχία με ολόκληρη τη λογική του λενινισμού που εκτέθηκε πιο πάνω, ήταν απαραίτητο, πρώτ’ απ’ όλα, οι καταπιεσμένοι λαοί να αποκτήσουν πλήρη ισότητα, ώστε οι εργάτες και οι αγρότες αυτών των λαών να μην έχουν ούτε σκιά αμφιβολίας για την ειλικρίνεια της ρωσικής εργατικής τάξης, που απέρριψε το μεγαλοκρατικό σοβινισμό της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων.

Οι διακηρύξεις για κάποια λάθη που δήθεν έκανε ο Λένιν, οι προσπάθειες να αντιπαρατεθεί ο Στάλιν στον Λένιν, ότι δήθεν το αρχικό σχέδιο «αυτονόμησης» ήταν καλύτερο, δεν αντέχουν καμία κριτική.

Πρόσφατα, ακόμα και ο πρόεδρος Πούτιν ξεπρόβαλε με επιθέσεις στον Λένιν, ότι δήθεν ο Λένιν με την ομοσπονδιακή δομή «έβαλε μία βόμβα στη Ρωσία», αν και ο Λένιν διατήρησε ακριβώς την ενότητα της πλειοψηφίας των λαών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου και της εθελοντικής ένωσης, ενώ τη χώρα την κατέστρεψαν οι αντεπαναστάτες, περιλαμβανομένου και του ίδιου του Πούτιν, που και συμμετείχε ο ίδιος στην αντεπαναστατική ανατροπή και πρόεδρος έγινε ως διάδοχος του προδότη και ηγέτη της αντεπανάστασης Γιέλτσιν.

Το θέμα είναι ότι το ένα ή το άλλο σχήμα εθνοκρατικής δομής για τους κομμουνιστές δεν είναι μία αφηρημένη αρχή που είναι παντού και πάντα σωστή (μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν αντιμαρξιστική, συνεπώς εσφαλμένη), αλλά μέσο για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Σε εκείνες τις συγκεκριμένες συνθήκες, όπως δείχτηκε πιο πάνω, το λενινιστικό σχέδιο ήταν το πιο σωστό, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και με τη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στο φασισμό. Ο Στάλιν όχι μόνο αναγνώριζε την ορθότητα του Λένιν, αλλά και στη συνέχεια υπερασπιζόταν δραστήρια τη λενινιστική θέση. Και όταν ο Στάλιν ήταν ηγέτης του κράτους, οι Ενωσιακές Δημοκρατίες δε μετασχηματίστηκαν σε αυτόνομες, αλλά, αντίθετα, το Τουρκεστάν –αυτόνομη περιοχή στη σύνθεση της Δημοκρατίας της Ρωσίας– ξεχωρίστηκε από τη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ και διαμόρφωσε πέντε αυτοτελείς Ενωσιακές Δημοκρατίες.

10. Ο Λένιν δεν παρέλειψε και το ζήτημα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων περάσματος στο σοσιαλισμό. Ιδιαίτερα, σχολιάζοντας τη σημείωση του Ένγκελς όταν έγραφε για την ανάγκη σπασίματος του αστικού κρατικού μηχανισμού «στην ήπειρο», κάνοντας με αυτόν τον τρόπο μία ευχάριστη εξαίρεση για την Αγγλία και τις ΗΠΑ, όπου η γραφειοκρατία και οι πολεμοκάπηλοι δεν ήταν τότε τόσο πολύ ανεπτυγμένοι, ο Λένιν έδειξε ότι αυτή η θέση για την ήπειρο είχε ήδη παλιώσει και για την Αγγλία και για τις ΗΠΑ, όπου η καπιταλιστική κρατική μηχανή πρέπει να σπάσει και εκεί, αν όχι περισσότερο από άλλες χώρες, επειδή είχαν μετατραπεί και αυτές σε στρατιωτικο-αστυνομικά κράτη όπως και τα υπόλοιπα (Β. Ι. Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 38). Με την ευκαιρία, από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο ρόλος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων στο ζήτημα του περάσματος στο σοσιαλισμό μάλλον μειώνεται, παρά αυξάνεται.

Αυτά είναι ορισμένα νέα στοιχεία με τα οποία ο Λένιν εμπλούτισε τη μαρξιστική θεωρία στο τμήμα της προλεταριακής επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Έχοντας παρουσιάσει το βασικό θέμα του άρθρου, θα σταθούμε σύντομα σε ένα ακόμα ζήτημα, που εγείρουν πάντα όσοι καταπιάστηκαν με τη μελέτη του μαρξισμού, καθώς και οι σύντροφοί μας από το εξωτερικό: Τι σοσιαλισμός υπήρξε στην ΕΣΣΔ (και τι σοσιαλισμός υπάρχει γενικά);

Θεωρητικοί κάθε είδους –οπαδοί της σοσιαλιστικής ιδέας και ακόμα περισσότερο αντίπαλοί της– έδωσαν πολλούς χαρακτηρισμούς στο σοβιετικό σοσιαλισμό. Και πώς δεν ονόμασαν το σύστημά μας: Πρώιμο και υπανάπτυκτο, της ολοκληρωτικής κοινωνικοποίησης, παραμορφωμένο, του στρατώνα, με γραφειοκρατικές παραμορφώσεις κλπ.

Είναι διαδεδομένη η άποψη, την οποία στηρίζουν και οι επικεφαλής θεωρητικοί του ΚΚΡΟ, ότι ηττήθηκε το μοντέλο του πρώιμου σοσιαλισμού, που λειτούργησε καλά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αλλά έπαψε δήθεν να αντιστοιχεί στις αλλαγμένες συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής προόδου και της περισσότερο απελευθερωμένης δημοκρατικής κοινωνίας.

Εμείς ξεκινάμε από τη λενινιστική θέση ότι ο σοσιαλισμός είναι ατελής (Σ.τ.Μ.: Μη πλήρης) κομμουνισμός, η κατώτερη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού. Φέρει αναπόφευκτα σε όλες τις σχέσεις το ίχνος του παλιού –του καπιταλιστικού– συστήματος, από το οποίο βγήκε. Στο σοσιαλισμό ο καθένας, αντικειμενικά, ενδιαφέρεται ακόμα τόσο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου όσο και για τη μεγέθυνση του δικού του μεριδίου στον πλούτο αυτόν.

Αξιοποιώντας αυτό το γεγονός, οι οπορτουνιστές στο κομμουνιστικό κίνημα προσπαθούν να αποκόψουν θεωρητικά το σοσιαλισμό από τον κομμουνισμό, να κατασκευάσουν μοντέλα του σοσιαλισμού με οργανικά ενσωματωμένη την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ανεργία, τον πολιτικό και οικονομικό πλουραλισμό. Ωστόσο, κανείς άλλος επιστημονικός σοσιαλισμός, εκτός από το σοσιαλισμό ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, δεν μπορεί να υπάρξει. Επιπλέον, βάση του αυθεντικού κομμουνισμού είναι οι γενικά κομμουνιστικές σχέσεις, που διαπερνούν (εννοείται, με διαφορετικό επίπεδο ωριμότητας) τη μεταβατική (από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό) περίοδο και τις δύο φάσεις του κομμουνισμού. Τέτοιες γενικές κομμουνιστικές σχέσεις, που αναπτύσσονται μαζί με την κίνηση στην πορεία προς τον πλήρη κομμουνισμό, περιλαμβάνουν: Την κοινωνική ιδιοκτησία στη γη και σε όλα τα βασικά μέσα παραγωγής και τη σφαίρα της κυκλοφορίας, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας και των άλλων σφαιρών της κοινωνικής ζωής, την πλήρη απασχόληση του πληθυσμού, τη φροντίδα της κοινωνίας για τη στήριξη όσων ακόμα δεν είναι ικανοί για εργασία (παιδιά) και όσων πλέον δεν είναι ικανοί για εργασία (ηλικιωμένοι και ανάπηροι), την εξασφάλιση από την κοινωνία ίσων προϋποθέσεων για την ανάδειξη και την ανάπτυξη των ικανοτήτων όλων των μελών της κοινωνίας (δωρεάν, εξίσου προσβάσιμη παιδεία και προστασία της υγείας), διεύθυνση της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής μέσα από το σύστημα των Σοβιέτ (Σ.τ.Μ.: Συμβουλίων) των εργαζόμενων σε όλα τα επίπεδα. Στο βαθμό της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα εξαλείφονται βαθμιαία οι διαφορές μεταξύ της πνευματικής και της φυσικής εργασίας, μεταξύ του χωριού και της πόλης κλπ. Η εργασία, από κοινωνική υποχρέωση που κινητοποιείται από το υλικό ενδιαφέρον, θα μετατραπεί σε δημιουργία και, έτσι, η ίδια θα αποτελεί επιβράβευση, επειδή η δυνατότητα της δημιουργίας αποτελεί πρώτιστη ζωτική ανάγκη του ανθρώπου. Η βασική αρχή του σοσιαλισμού –«ο καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του»– θα αλλάξει στη βασική αρχή του κομμουνισμού «ο καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Στη διαδικασία ανάπτυξής του ο σοσιαλισμός (ο κομμουνισμός στην πρώτη φάση, ατελής) απελευθερώνεται από τα ίχνη του καπιταλισμού από οικονομική, ηθική και πνευματική άποψη και περνά στην ανώτερη φάση του –τον πλήρη κομμουνισμό.

Η κίνηση προς τον κομμουνισμό είναι νομοτελειακή και ολόκληρη η ανθρωπότητα πρόκειται να ολοκληρώσει αυτήν την πορεία.

Η κίνηση προς τον κομμουνισμό πραγματοποιείται με μεγαλύτερη επιτυχία όσο η πάλη και η ιστορική δημιουργικότητα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι πιο συνειδητή και οργανωμένη. Η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται δυνατή μόνο όταν συνειδητοποιεί την αναγκαιότητά της η πραγματική πολιτική πλειοψηφία των οργανωμένων εργατών, που είναι ικανή να ξεσηκώσει στην πάλη και να καθοδηγήσει τις πλατύτερες μάζες των εργαζόμενων. Τις επαναστάσεις δεν τις κάνουν συνωμότες, ούτε κόμματα, αλλά οι μάζες με επικεφαλής την επαναστατική τάξη. Η επανάσταση στη συνείδηση των ανθρώπων προηγείται της επαναστατικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος. Το κομμουνιστικό κόμμα βλέπει το χρέος του στο να εξοπλίσει ιδεολογικά την εργατική τάξη, να κάνει τον αγώνα της αυστηρά στοχοπροσηλωμένο και, έτσι, να την προφυλάξει από περιττές θυσίες και σφαλερές αυταπάτες. Η κομμουνιστική ιδέα γίνεται υλική δύναμη ικανή για δράση μόνο όταν κατακτά τις μάζες των εργατών.

Η μαρξιστικολενινιστική θεωρία δεν υπαγορεύει λεπτομερείς συνταγές και ιδανικά μοντέλα της μελλοντικής κοινωνίας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν ότι ο κομμουνισμός δεν είναι μία κατάσταση που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, δεν είναι ένα ιδανικό με το οποίο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Κομμουνισμό ονόμαζαν την πραγματική κίνηση που καταργεί την τωρινή κατάσταση, που είναι άδικη και επιβραδύνει την ανάπτυξη της κοινωνίας.

Ο σοσιαλισμός είναι τέτοιος όπως βγήκε από τον καπιταλισμό, σε εξάρτηση από τις διαμορφωμένες συνθήκες. Μπορεί να είναι και αυστηρός και σκληρός και πεινασμένος, ακόμα και αιματηρός. Στο σοσιαλισμό δε σταματά η ταξική πάλη, αλλά αποκτά νέες μορφές, συνεχίζεται ως η πάλη της προλεταριακής, κομμουνιστικής συνειδητής τάσης με τη μικροαστική τάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Υποχρεωτικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι η εξουσία, που πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου και εξασφαλίζει τη νίκη της θετικής κομμουνιστικής τάσης.

Ο σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται:

Στον πολιτικό τομέα ο σοσιαλισμός, σύμφωνα με το λενινιστικό ορισμό, είναι η εξάλειψη των τάξεων. Δηλαδή η κίνηση προς το ξεπέρασμα των ταξικών αντιθέσεων, των αντιθέσεων μεταξύ της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας κλπ. Ο Β. Ι. Λένιν διευκρινίζει ότι «η εξάλειψη των τάξεων είναι υπόθεση μακρόχρονης, δύσκολης, επίμονης ταξικής πάλης, που μετά από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, μετά από την καταστροφή του αστικού κράτους, μετά από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν εξαφανίζεται (όπως φαντάζονται οι αγύρτες του παλιού σοσιαλισμού και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά μόνο αλλάζει τις μορφές της και γίνεται από πολλές απόψεις σκληρότερη».

Στον τομέα των οικονομικών σχέσεων ο σοσιαλισμός είναι το ξεπέρασμα των στοιχείων της εμπορευματικότητας στην άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Στο ηθικό επίπεδο ο σοσιαλισμός εξασφαλίζει όλο και περισσότερες δυνατότητες για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων και του καθένα χωριστά.

Έγιναν άραγε λάθη από τη σοβιετική ηγεσία και το Κόμμα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού; Αναμφίβολα έγιναν. Όταν οι άνθρωποι προχωρούν για πρώτη φορά σε πρωτοφανέρωτους δρόμους και σε συνθήκες όχι μόνο άγνωστες, αλλά και απίστευτα δύσκολες, με τη λυσσασμένη αντίσταση όλου του παλιού αστικού κόσμου, το να λέγεται ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς λάθη, ότι «δεν έπρεπε να γίνει έτσι», είναι πολιτική υποκρισία και αλαζονεία. Εμείς ξεχωρίζουμε τα λάθη στην πάλη από την αποστασία και την αυθαιρεσία. Οι πρόγονοί μας, οι κομμουνιστές-μπολσεβίκοι, με την καθοδήγηση του Λένιν και του Στάλιν, πέρασαν άξια το δικό τους κομμάτι του δρόμου. Οι μπολσεβίκοι ήταν ορθόδοξοι μαρξιστές επαναστάτες. Στη θεωρία και στην πράξη δε στηρίζονταν σε κάποιο δόγμα, αλλά καθοδηγούνταν απαρέγκλιτα από τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού και, πρώτ’ απ’ όλα, στην ταξική πάλη. Γι’ αυτό, παρά τις υπαρκτές παραλείψεις και τα λάθη, η πορεία της κίνησης προς «τα μπρος και προς τα πάνω» διατηρήθηκε. Η αδράνεια της κίνησης προς τα μπρος διατηρήθηκε και μετά από ένα αρκετά μακρό διάστημα, όμως, με όλο και μεγαλύτερη υστέρηση. Η απόρριψη της επιστήμης του κομμουνισμού οδήγησε νομοτελειακά το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης στη σημερινή ήττα του σοσιαλισμού. Εμείς πρέπει να αντλήσουμε τα αντίστοιχα διδάγματα από αυτό.

Ας βαδίσουμε στο δρόμο του Λένιν, της επιστήμης του κομμουνισμού!


[1] Ι. Β. Στάλιν, «Οι βάσεις του λενινισμού», Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 80.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 31.

[3] Ι. Β. Στάλιν, «Για τον Λένιν», Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 70.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Ο μαρξισμός και η εξέγερση», Άπαντα, τόμ. 34, σελ. 242-243.

[5] Β. Ι. Λένιν, «Ο μαρξισμός και η εξέγερση», Άπαντα, τόμ. 34, σελ. 244-245.

[6] Φρ. Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1997, σελ. 214.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Χαιρετισμός στους Ιταλούς, Γάλλους και Γερμανούς κομμουνιστές», Άπαντα, τόμ. 39, σελ. 219.

[8] Β. Ι. Λένιν, «Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», Άπαντα, τόμ. 40, σελ. 22.

[9] Β. Ι. Λένιν, «Το 7ο Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 36, σελ. 7.

[10] Β. Ι. Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 50.

[11] Β. Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τόμ. 27, σελ. 307.

[12] Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Άπαντα, τόμ. 26, σελ. 362-363.

[13] Β. Ι. Λένιν, «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση», Άπαντα, τόμ. 30, σελ. 44.