Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο


Άστορ Γκαρσία, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ των Εργαζόμενων της Ισπανίας

 «Όμως, με όσο μεγαλύτερο ζήλο προσπαθούν οι κυβερνήσεις και η αστική τάξη όλων των χωρών να διαιρέσουν τους εργάτες και να τους στρέψουν τον έναν ενάντια στον άλλον, όσο πιο θηριωδώς χρησιμοποιείται γι’ αυτόν τον υψηλό σκοπό το σύστημα του στρατιωτικού νόμου και της στρατιωτικής λογοκρισίας (...) τόσο πιο επιτακτικό είναι το χρέος του συνειδητού προλεταριάτου να υπερασπιστεί την ταξική ενότητά του, το διεθνισμό του, τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις ενάντια στην αποχαλίνωση του σοβινισμού της “πατριωτικής” καπιταλιστικής κλίκας όλων των χωρών.» [1]

1. Εισαγωγή

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που ισοπέδωσε την Ευρώπη από το 1914 έως το 1919 οδήγησε στην ολοκληρωτική ρήξη στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας, όπως λεγόταν τότε το επαναστατικό μαρξιστικό εργατικό κίνημα που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η κύρια συνέπεια αυτής της πολιτικής-ιδεολογικής ρήξης από οργανωτική άποψη ήταν η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Μάρτη του 1919, μετά από τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, που απέδειξε την ορθότητα της τακτικής των μπολσεβίκων όχι μόνο στην επαναστατική τους προσέγγιση, αλλά ακριβώς στην ενσωμάτωση της ολομέτωπης πάλης ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ως ουσιώδους πλευράς της τακτικής τους.

Η ντροπιαστική κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς απαιτούσε την αλλαγή στην ονομασία, όπως αποτυπωνόταν στα ντοκουμέντα του 1ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, ως εκ τούτου υπήρξε στροφή στη χρήση του όρου «κομμουνιστική» για τον πλήρη διαχωρισμό από τις θέσεις που είχαν οδηγήσει τους προλετάριους του κόσμου να γίνουν κρέας για τα κανόνια προς όφελος των καπιταλιστών και των κυβερνήσεών τους.

Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, οι ίδιες οπορτουνιστικές θέσεις που είχαν διαβρώσει τη Β’ Διεθνή κέρδισαν έδαφος στους κόλπους πολλών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Στις μέρες μας, δεν είναι δύσκολο να συναντήσουμε κόμματα που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστικά με πολιτική πρακτική που δε διαφέρει πολύ από τη ρητορική των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που συγκροτούν τη Σοσιαλιστική Διεθνή (ΣΔ).

Σε σχέση με το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της στάσης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, είναι εύκολο να εντοπίσουμε πόσο έχουν απομακρυνθεί τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από τις επαναστατικές θέσεις. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός, αλλά είναι συνέπεια της γενικής αποδοχής των οπορτουνιστικών θέσεων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει κατά κύριο λόγο η άρνηση της ταξικής πάλης και η εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, χωρίς πιθανή εναλλακτική.

Η αποδοχή των πολιτικοοικονομικών βάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας οδηγεί αναπόφευκτα στην αποδοχή της συνέχισης της πολιτικής με άλλα μέσα, δηλαδή με τον πόλεμο. Και αυτό συμβαίνει παρότι στη θεωρία πολλά κόμματα της μεγάλης οικογένειας της σοσιαλδημοκρατίας εκδηλώνουν την αντίθεσή τους στους πολέμους ή σε ορισμένες συνέπειες των πολέμων, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο μία νέα θλιβερή εκδοχή των θρήνων που εκστόμιζαν οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες στη Γερμανία ή στη Γαλλία λίγο διάστημα αφότου είχαν υποστηρίξει τις πολεμικές πιστώσεις.

Η θέση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στους πολέμους είναι αντικειμενικά μία αντεπαναστατική θέση. Ενώ ανακηρύσσουν τον πασιφισμό ως καθοδηγητικό κριτήριο της θέσης τους έναντι κάθε πολεμικής σύγκρουσης, συναινούν στη συμμετοχή σε ληστρικούς πολέμους, συμβάλλουν στην ενίσχυση των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και δικαιολογούν στα μάτια των μαζών τους πολέμους.

Την ίδια στιγμή, προσπαθούν να αρνηθούν την εγκυρότητα των διεθνιστικών θέσεων, οι οποίες, διδασκόμενες από την ιστορική εμπειρία του κινήματός μας, δέχονται ότι κάθε πόλεμος πρέπει να αναλυθεί στη βάση του ιστορικού υλισμού και ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι πόλεμοι γίνονται γενικά για το μοίρασμα των αγορών, των πηγών πρώτων υλών, των σφαιρών επιρροής και των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων.

2. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η στάση των κομμουνιστών

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι προϊόν των συνθηκών της ιμπεριαλιστικής εποχής της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διεξάγεται για την πολιτική και την οικονομική εκμετάλλευση του κόσμου, για τον έλεγχο των εξαγωγικών αγορών, για τις πηγές πρώτων υλών, τις σφαίρες επιρροής και επενδύσεων του κεφαλαίου και για τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων.

Κατά κύριο λόγο, πρόκειται για τον ίδιο ορισμό που διατύπωσε η Αριστερά του Τσίμερβαλντ στην πρόταση απόφασης του Αυγούστου του 1915 ή που ενέκρινε η Συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ στις αρχές του ίδιου έτους. Το ότι εξακολουθεί να είναι έγκυρη μετά από περισσότερο από έναν αιώνα οφείλεται στο ότι η ανθρωπότητα δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού και στο ότι ουσιαστικά οι σχέσεις ανάμεσα σε χώρες και σε συμμαχίες στην εποχή μας εξακολουθούν να διαμορφώνονται με τους ίδιους όρους όπως και τότε.

Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να μιλάμε πραγματικά για ύπαρξη αποικιών στον κόσμο ή για το ότι οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν απολέσει τη σπουδαιότητά τους τα τελευταία εκατό χρόνια, δε μειώνει την εγκυρότητα των ισχυρισμών μας. Δεν είναι δυνατό να παραδεχτούμε σήμερα ότι έχουν εξαλειφτεί οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ή οι καπιταλιστικές κρίσεις, που αποτελούν πηγή των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Ούτε η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ού αιώνα μειώνει την εγκυρότητα των προηγούμενων και, πάνω απ’ όλα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα είχαν τις ρίζες τους στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. [2]

Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι ολοφάνερη και, ουσιαστικά, είναι ίδια όπως το 1914. Όπως σωστά έδειχνε ο Λένιν στο «Σοσιαλισμός και πόλεμος»:

«Οι σοσιαλιστές καταδίκαζαν πάντα τους πολέμους ανάμεσα στους λαούς σαν κάτι το βάρβαρο και το απάνθρωπο. Η στάση μας, όμως, απέναντι στον πόλεμο είναι καταρχάς διαφορετική από τη στάση των αστών πασιφιστών (αυτοί είναι οπαδοί και κήρυκες της ειρήνης) και των αναρχικών. Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και στην πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μίας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφτούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλαδή οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοκτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη. Και από τους πασιφιστές και από τους αναρχικούς εμείς, οι μαρξιστές, διαφέρουμε γιατί παραδεχόμαστε την ανάγκη να μελετιέται ιστορικά ο κάθε πόλεμος χωριστά (από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ).» [3]

Η αναγκαιότητα να μελετάμε ιστορικά κάθε πόλεμο συγκεκριμένα, όπως συνοψίζεται στην ιδιαίτερη ανάλυση του πώς έχουν εξελιχτεί οι διαφορετικές χώρες και γενικότερα ο κόσμος από οικονομική και πολιτική άποψη, αποτελεί δίδαγμα που δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα, δε γίνεται να αφήσουμε κατά μέρος και να χαρακτηρίσουμε, όπως είχαν ήδη κάνει οι προδότες ηγέτες της Β’ Διεθνούς το 1914, ως «αμυντικούς» πολέμους ή «δίκαιους» πολέμους εκείνους που αποτελούν σαφή παραδείγματα πολέμων ανάμεσα σε δουλοκτήτες για το «πιο ισότιμο» μοίρασμα των δούλων.

Στην εποχή μας, όπως και τότε, είναι ουσιώδους σημασίας να αναγνωρίσουμε σωστά τις πραγματικές αιτίες που βρίσκονται πίσω από κάθε πόλεμο. Αλλά είναι επίσης σημαντικό να αναπτύξουμε αποφασιστική πάλη ενάντια σε θέσεις που, βάσει μίας πασιφιστικής αστικής θεώρησης ή μίας δήθεν επαναστατικής θεώρησης, προσπαθούν να πείσουν την εργατική-λαϊκή πλειοψηφία για την ανάγκη υποστήριξης της μίας ή της άλλης δύναμης που συγκρούονται μεταξύ τους.

Η εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας από τη χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς έως τις μέρες μας είναι μία συνεχής υποχώρηση. Τις θέσεις που υπερασπίζονταν τότε οι Έμπερτ, οι Ντουμπρέιγ, οι Ζίντεκουμ ή οι Γκεσντέ τις συναντάμε σήμερα, ουσιαστικά, στα κόμματα των δύο μεγάλων οικογενειών της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας: Από τη μία, στην οικογένεια των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που είναι μέλη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και αποτελούν τους άμεσους απόγονους εκείνων των ηγετών· από την άλλη, σε εκείνη των παλιών κομμουνιστικών κομμάτων που κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα υπέστησαν σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη, η οποία τα οδήγησε στη συγχώνευσή τους με άλλα αντεπαναστατικά ρεύματα και έτσι οδηγήθηκαν στην κοινή συμμετοχή σε κυβερνήσεις καπιταλιστικής διαχείρισης, όπως γίνεται στην Ισπανία από το 2020.

Αυτό συμβαίνει επειδή το στοιχείο που χαρακτηρίζει όλους αυτούς είναι ο οπορτουνισμός. Όπως έλεγαν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι το 1914, η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς ήταν χρεοκοπία του οπορτουνισμού:

«Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς είναι χρεοκοπία του οπορτουνισμού που καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος των ιδιομορφιών μίας περασμένης ιστορικής εποχής (της λεγόμενης “ειρηνικής” εποχής) και που τα τελευταία χρόνια κυριάρχησε μέσα στη Διεθνή. Οι οπορτουνιστές από καιρό προετοίμαζαν αυτήν τη χρεοκοπία με το να αρνούνται τη σοσιαλιστική επανάσταση και να την υποκαθιστούν με τον αστικό ρεφορμισμό· με το να αρνούνται την ταξική πάλη και την αναγκαία μετατροπή της, σε ορισμένες στιγμές, σε εμφύλιο πόλεμο και διακηρύσσοντας τη συνεργασία των τάξεων· με το να κηρύσσουν τον αστικό σοβινισμό, που τον ονομάζουν πατριωτισμό και υπεράσπιση της πατρίδας και αγνοώντας ή αρνούμενοι τη βασική αλήθεια του σοσιαλισμού, που έχει ήδη διατυπωθεί στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα· με το να περιορίζουν τον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό σε μία συναισθηματική-μικροαστική άποψη, αντί να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του επαναστατικού πολέμου των προλετάριων όλων των χωρών ενάντια στην αστική τάξη όλων των χωρών· με το να μετατρέπουν την απαραίτητη χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας σε φετίχ αυτής της νομιμότητας και ξεχνώντας ότι σε εποχή κρίσεων είναι υποχρεωτικές οι παράνομες μορφές οργάνωσης και ζύμωσης.» [4]

Η βασική διαφορά ανάμεσα στην εποχή μας και στις αρχές του 20ού αιώνα έγκειται στο ότι η σημερινή σοσιαλδημοκρατία δεν κρύβει το ότι παίρνει το μέρος της μίας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής δύναμης ή συμμαχίας, ανέχεται ή αποδέχεται τις ιμπεριαλιστικές επιθετικές ενέργειες που υλοποιούνται κάθε χρόνο στον κόσμο. Η σοσιαλδημοκρατία έχει συμφιλιωθεί με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους διότι έχει συμφιλιωθεί με τον ιμπεριαλισμό και δεν είναι ικανή να προσφέρει καμιά εναλλακτική ούτε στη θεωρία, ούτε στην πράξη. Η «σοσιαλιστική» της πρόταση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία πρόταση καπιταλιστικής διαχείρισης που βασίζεται στην άρνηση των ίδιων των τάσεων του καπιταλισμού και σκοπεύει να πείσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική που να μη βρίσκεται εντός του πλαισίου του καπιταλισμού. Όμως, λησμονεί ότι ο καπιταλισμός είναι μία «ολοκληρωμένη συσκευασία» και ότι οι τάσεις και οι δυναμικές του δεν εξαρτώνται από τη βούληση κάποιων πολιτικών διαχειριστών, γι’ αυτό και οι πόλεμοι, η φτώχεια και η αύξηση της εξαθλίωσης είναι έμφυτα γνωρίσματά του και δε γίνεται να εξαλειφτούν όσο θα επιβιώνει ο καπιταλισμός.

3. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο καταλύτης των αντιθέσεων που ήδη υπήρχαν στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας. Η κρίση που ξέσπασε φανέρωσε τους πραγματικούς στόχους ενός πλειοψηφικού τμήματος του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, το οποίο πρόδωσε ολοκληρωτικά ό,τι έλεγε μέχρι εκείνη τη στιγμή και έτσι κατάφερε να απομακρύνει σε μεγάλο βαθμό σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης από τις επαναστατικές θέσεις και τα έθεσε στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων, όχι μόνο ως εργατικό δυναμικό, αλλά επίσης ως κρέας για τα κανόνια τους.

Η άρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, η αφοσίωσή τους στον αστικό ρεφορμισμό και στην ταξική συμφιλίωση θα αποτελέσουν από εκείνη τη στιγμή και στο εξής την κύρια θέση των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες αρνήθηκαν επίσης να αξιοποιήσουν σε επαναστατική κατεύθυνση την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο τελικό στάδιο του πολέμου. Εκείνοι που είχαν παραβιάσει όλες τις συμφωνίες και τις αρχές τους υποστηρίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις, αποδεχόμενοι τα σοβινιστικά κηρύγματα και εκδίδοντας διατάγματα περί του τέλους της ταξικής πάλης στις χώρες τους το 1914, δεν επρόκειτο στα τέλη του 1918 να δώσουν σημασία ούτε στις κατευθύνσεις που είχαν εγκριθεί πριν έντεκα χρόνια στην απόφαση ενάντια στο μιλιταρισμό στο Συνέδριο της Στουτγάρδης, με την οποία εξουσιοδοτούνταν όλα τα κόμματα της Διεθνούς να «αξιοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλούνταν από τον πόλεμο ώστε να ξεσηκώσουν τα πιο βαθιά στρώματα του λαού και να επισπεύσουν την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας».

Παρά την προδοσία αυτήν, το επαναστατικό εργατικό κίνημα είχε την ικανότητα να συνεχίσει να πορεύεται προς τα μπρος. Η νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία απέδειξε ότι η επαναστατική θέση για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αναπότρεπτα δεμένη με την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, ήταν πράγματι ικανή να «επισπεύσει την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας». Εκείνη τη στιγμή, οι παλιοί ηγέτες της Διεθνούς και τα κόμματά τους ήδη ακολουθούσαν το μονοπάτι της διαχείρισης των συμφερόντων της αστικής τάξης, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις και αναλαμβάνοντας δραστήριο ρόλο στην καταστολή των επαναστατικών εξεγέρσεων που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.

Έπειτα από τη νίκη της εργατικής τάξης στη Ρωσία, επιβεβαιώθηκε ολοκληρωτικά η διαίρεση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: Σε δεξιά που απαρτιζόταν από τους ρεβιζιονιστές και η οποία μετατράπηκε σε αστικό κόμμα· σε αριστερή που απαρτιζόταν από τους κομμουνιστές, με επικεφαλής τους μπολσεβίκους· και σε κεντριστική πτέρυγα, επίσημα μαρξιστική, η οποία στην πράξη προσαρμόστηκε στον οπορτουνισμό, ενώ ισχυριζόταν ότι επιδίωκε την ενότητα και την ειρήνη μέσα στο Κόμμα.

Η αστική τάξη, φοβισμένη από την περαιτέρω πρόοδο των εξελίξεων στη Ρωσία, ήξερε πώς να αξιοποιήσει την κατάσταση και, βασιζόμενη στους ρεβιζιονιστές και στο κέντρο, είχε την ικανότητα να οδηγήσει διάφορες επαναστατικές εξεγέρσεις σε αποτυχία. Υπό αυτήν την έννοια, ξεχωρίζει ο ρόλος του γερμανικού SPD, που υπήρξε καθοριστικός για τη συγκράτηση της εξέγερσης του Κίελου το Νοέμβρη του 1918 ή για την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το Γενάρη του 1919. Η μεθόδευσή του για τη δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζα Λούξεμπουργκ απέδειξε ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο υποστήριζε τις αστικές δυνάμεις, αλλά αποτέλεσε ενεργό παράγοντα για την υπεράσπιση της αστικής σταθερότητας ύστερα από την καταστροφή που έφερε ο πόλεμος. Με αυτήν τη στάση, η σοσιαλδημοκρατία επικύρωσε για πάντα το ρόλο της ως αντεπαναστατική δύναμη.

Όπως αναφερόταν στο άρθρο μας στο 3ο τεύχος της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης [5], την περίοδο του Μεσοπολέμου, με την Γ’ Διεθνή να έχει μόλις ιδρυθεί, στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία επικράτησε το κεντρίστικο τμήμα, που ακολουθούσε τη γραμμή να διακηρύσσει επίσημα τις επαναστατικές και μαρξιστικές αποφάσεις, αλλά στην πράξη υποχωρούσε στις απαιτήσεις της δεξιάς πτέρυγας, φτάνοντας στο σημείο να υποχρεώσει, σε πολλές περιπτώσεις, τη σοσιαλδημοκρατία να συμμετάσχει σε αστικά υπουργικά συμβούλια, είτε σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις είτε σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

Το γερμανικό SPD συμμετείχε αρκετές φορές σε κυβερνήσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σε συνεργασία με δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Οι Βρετανοί Εργατικοί κυβέρνησαν το 1924 με την υποστήριξη των Φιλελεύθερων και έπειτα μεταξύ 1929 και 1931. Το αυστριακό SPÖ κυβέρνησε μεταξύ 1918 και 1920 με τη μορφή της μεγάλης συμμαχίας με το Χριστιανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το S/SAP της Σουηδίας εναλλασσόταν από τη θέση της κυβέρνησης σε εκείνη της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Το δανέζικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβέρνησε αδιάκοπα από το 1924 έως τη δεκαετία του 1940, όντας επικεφαλής μέχρι και της κυβέρνησης συνεργασίας κατά τη ναζιστική κατοχή της χώρας. Το νορβηγικό Εργατικό Κόμμα συμμετείχε επίσης σε διάφορες κυβερνήσεις μεταξύ 1928 και 1940.

Ιδιαίτερα στις βόρειες χώρες, η παλιά σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο απομακρύνθηκε επίσημα από το μαρξισμό και εναντιώθηκε μέχρι και στην ιδέα της επανάστασης, αλλά συμμετείχε δραστήρια στον καθορισμό και στην πραγματοποίηση των αποκαλούμενων «μεγάλων συμβιβασμών» (όπως υπήρξε η συμφωνία του Saltsjöbaden στη Σουηδία ή η συμφωνία του Kanslergade στη Δανία), που έθεσαν τις βάσεις για εκείνο που εκ των υστέρων θα παρουσιαζόταν ως το μεγάλο επίτευγμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: Το αποκαλούμενο «κράτος πρόνοιας» που βασίστηκε στην πολιτική της καταστολής της ταξικής πάλης και της προώθησης διακομματικών οικονομικών και πολιτικών σχεδίων, και όλ’ αυτά σταθερά πλαισιωμένα με αντικομμουνισμό.

Από την άλλη, η ανάληψη εκ μέρους των Βρετανών και των Γάλλων σοσιαλδημοκρατών της θέσης του Τσάμπερλεν περί «κατευνασμού» (η λεγόμενη πολιτική του κατευνασμού) προς τις ναζιστικές-φασιστικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1930, συνέβαλλε αποφασιστικά ώστε εκείνες οι δυνάμεις να αρνηθούν να προσφέρουν βοήθεια στην πλευρά των Δημοκρατικών κατά τη διάρκεια του εθνικού επαναστατικού πολέμου του 1936-1939 στην Ισπανία. [6] Αυτή η στάση εξέφρασε, εκ νέου και με οδυνηρό τρόπο, ότι σε κάθε πλευρά της πολιτικής και της οικονομίας η σοσιαλδημοκρατία αναβίωνε πάλι την Ιερή Ένωση [7], σύμφωνα με την οποία τα διεθνιστικά καθήκοντα υποβαθμίζονταν πίσω από τα υποτιθέμενα εθνικά συμφέροντα.

Ύστερα από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η αστική τάξη βρισκόταν μπροστά σε ένα σκηνικό που χαρακτηριζόταν από τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Το θρίαμβο επί του ναζισμού-φασισμού, για τον οποίο καθοριστικός είχε υπάρξει ο ρόλος της ΕΣΣΔ και του Κόκκινου Στρατού.
  • Τις επιτυχίες στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
  • Την επέκταση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού μπλοκ με μία σειρά χωρών.
  • Την ανάπτυξη των αντιθέσεων στις καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης ως συνέπεια της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων εξαιτίας του πολέμου.
  • Τη μείωση της υλικής βάσης του καπιταλισμού.
  • Το τεράστιο κύρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ανάμεσα στις εργατικές μάζες της Δύσης.

Σε αυτές τις συνθήκες, η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε εκ νέου αντεπαναστατικό ρόλο και, πέραν τούτου, έκανε το τελευταίο και οριστικό βήμα στη διαδικασία της μετάλλαξής της από απλά οπορτουνιστική δύναμη σε αστική δύναμη, με την αυστηρή έννοια, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί ανάμεσα στους φιλελεύθερους και στον κομμουνισμό. Ανέλαβε έναν ρόλο όχι μόνο για την υποστήριξη της σταθεροποίησης του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη, αλλά μία ηγετική στάση σε όλη τη διαδικασία της αναδιοργάνωσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην περιοχή. Και όλο αυτό το έκανε εκμεταλλευόμενη δύο παράγοντες: Τις εμπειρίες της ταξικής συνεργασίας στις βόρειες χώρες και τα τεράστια χρηματικά ποσά που προέρχονταν από το Σχέδιο Μάρσαλ.

4. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά από το 1945. Η δημιουργία των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών

Η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε υπό μορφή «επανίδρυσης» της σοσιαλδημοκρατίας, συνοδευόμενης από μία νέα διεθνή οργάνωση: Τη Σοσιαλιστική Διεθνή (ΣΔ), που ιδρύθηκε το 1951 στη Φρανκφούρτη.

Η Διακήρυξη της Φρανκφούρτης [8] της ΣΔ του 1951, η κύρια επεξεργασία της οποίας έγινε από το SPD, έθετε ήδη αρκετά βασικά στοιχεία που σηματοδοτούσαν την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η σοσιαλδημοκρατία. Αφενός, την εγκατάλειψη του μαρξισμού, εξισώνοντάς τον με «άλλες μεθόδους ανάλυσης της κοινωνίας, είτε εμπνέονται από θρησκευτικές είτε από ανθρωπιστικές αρχές». Από την άλλη πλευρά, τον ανοιχτό και ειλικρινή αντικομμουνισμό, λέγοντας ότι ο κομμουνισμός «διαστρεβλώνει τη σοσιαλιστική παράδοση» και ότι είναι ένας «νέος ιμπεριαλισμός», καθώς και μία αντίληψη για την ειρήνη και την ασφάλεια που βασίζεται στην ανάγκη για «ένα συλλογικό σύστημα ασφάλειας» στο οποίο να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι «ο διεθνής κομμουνισμός είναι το όργανο ενός νέου ιμπεριαλισμού».

Το πρόγραμμα του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, που υιοθετήθηκε το 1959 και θεωρείται το βασικό πολιτικό-ιδεολογικό ντοκουμέντο της σοσιαλδημοκρατίας μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισε στην πραγματικότητα την πορεία που είχε χαραχτεί στη Φρανκφούρτη, κάνοντας ωστόσο ένα ουσιαστικό βήμα στον τομέα των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας, αναφέροντας την ανάγκη δημιουργίας «περιφερειακών συστημάτων ασφάλειας στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών», προσθέτοντας ότι «η επανενωμένη Γερμανία πρέπει να είναι μέλος με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας».

Λίγα χρόνια αργότερα, η Διακήρυξη του Όσλο του 1962 [9] του Συμβουλίου της ΣΔ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και δήλωσε τα εξής:

«Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν συχνά συμβάλλει στην επίλυση διαφορών μεταξύ εθνών. Ωστόσο, στην παρούσα μορφή τους δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν την προστασία μίας χώρας που είναι θύμα επίθεσης και να εγγυηθούν την ασφάλεια όλων των χωρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε έθνος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τη δική του ασφάλεια. Ορισμένοι θεωρούν ότι μία αδέσμευτη εξωτερική πολιτική εξυπηρετεί καλύτερα την ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα στη δική τους περιοχή. Η Διεθνής σέβεται την επιθυμία των εθνών να είναι ελεύθερα να ακολουθούν το πεπρωμένο τους χωρίς να επηρεάζονται οι σχέσεις ισχύος στον κόσμο. Οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες έχουν ενωθεί για να σχηματίσουν τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Τα σοσιαλιστικά δημοκρατικά κόμματα στις χώρες της Συμμαχίας την θεωρούν προπύργιο της ειρήνης και εκφράζουν τη σθεναρή αποφασιστικότητά τους να την υπερασπιστούν.»

Στην πραγματικότητα, τα λόγια αυτά ήταν απλώς η λογική κατάληξη της διαδικασίας που ακολουθούσαν αρκετά από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από το 1948. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πρώτ’ απ’ όλα, ότι, πριν τη γέννηση του ΝΑΤΟ το 1949, ιδρύθηκε η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση το 1948 «ως απάντηση στις σοβιετικές κινήσεις επιβολής ελέγχου στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης» [10] με τη Συνθήκη των Βρυξελλών [11], που υπογράφηκε μεταξύ του Βελγίου, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, με υπογράφοντες τους σοσιαλδημοκράτες υπουργούς Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (Έρνεστ Μπέβιν) και του Βελγίου (Πολ-Ανρί Σπάακ). Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το ΝΑΤΟ ισχυρίζεται ότι αντλεί την εξουσία και τη νομιμοποίησή του από τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και καταρχάς θεωρείται περιφερειακό σύμφωνο συλλογικής ασφάλειας.

Η σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία του ΝΑΤΟ. Από τις δώδεκα ιδρυτικές χώρες το 1949, τέσσερις (Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία και Ηνωμένο Βασίλειο) είχαν σοσιαλδημοκρατικές ή εργατικές κυβερνήσεις. Ο Πολ-Ανρί Σπάακ θα γίνει Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας από το 1957 έως το 1961, ακολουθούμενος από άλλες προσωπικότητες της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Βίλι Κλάες, ο Χαβιέρ Σολάνα, ο Τζορτζ Ρόμπερτσον και ο Γενς Στόλτενμπεργκ, γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας σε όλες τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις που εξαπέλυσε το ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις ή τα ψηφίσματα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και των μελών της από την ίδρυσή της.

Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην αρχή οι πρωτοβουλίες οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης δεν έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό απ’ όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, παρόλο που υπήρχαν σημαντικές προσωπικότητες της σοσιαλδημοκρατίας που είχαν δεσμευτεί απέναντι σε αυτές. Αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού οφειλόταν κυρίως στην προτεραιότητα που δινόταν τότε στα εθνικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, χωρίς αυτό να σημαίνει ευθεία αντίδραση στη διαδικασία. Συγκεκριμένα, το ισπανικό και το πορτογαλικό κόμμα πραγματοποίησαν μία σημαντική προσπάθεια σύνδεσης της συμμετοχής των χωρών τους στις ευρωπαϊκές δομές με την ενίσχυση του αστικοδημοκρατικού συστήματος που είχε προκύψει μετά από τις αντίστοιχες φασιστικές δικτατορίες, αλλά κυρίως με το «άνοιγμα και την οικονομική φιλελευθεροποίηση» που θα συνεπαγόταν. [12]

Παρά τις διαφορετικές πορείες και τους διαφορετικούς ρυθμούς της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η αποφασιστική στιγμή ήρθε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, όταν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως την ξέρουμε σήμερα, η οποία υποστηρίχτηκε με ενθουσιασμό απ’ όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ήταν ήδη στα σκαριά οι θέσεις του «νέου κέντρου» ή του «τρίτου δρόμου» του Μπλερ και του Σρέντερ, που θα θόλωναν τις πολιτικοϊδεολογικές διαφορές μεταξύ φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών την επόμενη περίοδο.

5. Η εξέλιξη της ισπανικής σοσιαλδημοκρατίας

Στην Ισπανία, όπως ήδη αναφέρθηκε, η σοσιαλδημοκρατία αγκάλιασε με ενθουσιασμό την ιδέα της ένταξης στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου. Ωστόσο, όσον αφορά το ΝΑΤΟ, η διαδικασία διήρκεσε περισσότερο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της χώρας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οδήγησε στην εδραίωση αστικών δημοκρατιών.

Η πρακτική ανυπαρξία του Σοσιαλιστικού Κόμματος επί δεκαετίες στον αγώνα κατά της δικτατορίας του Φράνκο είχε ως αποτέλεσμα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται ως απαραίτητο κόμμα για τη φάση μετά από το τέλος της δικτατορίας με την ανεκτίμητη υποστήριξη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, να υιοθετήσει ορισμένες από τις θέσεις-ορόσημα στα διεθνή ζητήματα που υπερασπίζονταν οι κομμουνιστές, όπως συνέβη συγκεκριμένα στην περίπτωση του ΝΑΤΟ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE) διατήρησε στα συνέδριά του πριν την είσοδό του στην κυβέρνηση το 1982, και για αρκετό καιρό ακόμα, μία επίσημη θέση κατά της ένταξης και της παραμονής στο ΝΑΤΟ.

Στα συνεδριακά του ντοκουμέντα πριν την είσοδό του στην κυβέρνηση (1982), το PSOE απέρριπτε τόσο τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις (27ο Συνέδριο) όσο και την ένταξη της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ (28ο Συνέδριο), ξεκινώντας από μία θέση πολύ παρόμοια με εκείνη που είχαν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες τη δεκαετία του 1950, δηλαδή μία θεωρητική προσέγγιση μη συμπόρευσης με κανένα από τα δύο κύρια «μπλοκ» που βρίσκονταν σε σύγκρουση, η οποία τους έκανε να επιμείνουν στην αποστασιοποίηση τόσο από το ΝΑΤΟ όσο και από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, κάτι που πλέον αναμφίβολα απείχε παρασάγγας, λόγω της εποχής, από τις προσεγγίσεις άλλων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων.

Το έκτακτο συνέδριο του PSOE το 1979 έμεινε στην Ιστορία ως το συνέδριο στο οποίο επήλθε η αποκήρυξη του μαρξισμού, με τους ίδιους όρους που είχαν διατυπωθεί στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, και από τότε άρχισε να υπάρχει σαφής αλλαγή στάσης, η οποία προερχόταν μεταξύ άλλων από τη σημαντική επιρροή των Γερμανών και των Σουηδών σοσιαλδημοκρατών κυρίως στους νέους Ισπανούς σοσιαλιστές ηγέτες. [13]

Στο 30ό Συνέδριό του (1984), το PSOE αποφάσισε να θέσει σε δημοψήφισμα την ένταξη στο ΝΑΤΟ, η οποία είχε πραγματοποιηθεί το 1982, εκφράζοντας τη διαφωνία του με τον τρόπο με τον οποίον είχε πραγματοποιηθεί η ένταξη στη Συμμαχία από την προηγούμενη κυβέρνηση («με απερίσκεπτο, βιαστικό και ανέξοδο τρόπο, παραβιάζοντας τη συναίνεση των αντιπροσωπευτικών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα εθνικά συμφέροντα και χωρίς επαρκείς εξηγήσεις προς τον ισπανικό λαό»), αλλά ταυτόχρονα συμπεριέλαβε δύο εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία στη θέση του: Την ανάγκη οικοδόμησης της «εθνικής συναίνεσης» ώστε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να έχει ευρεία υποστήριξη και τη συνεκτίμηση των «υφιστάμενων ισορροπιών» (σε διεθνές επίπεδο) ώστε η διεθνής ένταση «να μην επηρεαστεί αρνητικά από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος». Δύο ζητήματα που από την ίδια τη διατύπωσή τους προανήγγειλαν ήδη μία ευνοϊκή θέση υπέρ της παραμονής στο ΝΑΤΟ.

Τέλος, το PSOE, το οποίο έκανε διάσημο το σύνθημα «ΝΑΤΟ, ΟΧΙ για αρχή» το 1982, το 1986 προέβαλε το σύνθημα «Ψηφίστε Ναι για το συμφέρον της Ισπανίας». Το δημοψήφισμα έβγαλε 56,85% υπέρ της παραμονής στο ΝΑΤΟ. Ορίστε ένα άριστο παράδειγμα «εθνικής συναίνεσης». Ο Χαβιέρ Σολάνα, υπουργός Πολιτισμού του PSOE το 1986, θα γινόταν Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ από το 1995 έως το 1999 και άμεσα υπεύθυνος για το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας εκείνη τη χρονιά.

6. Ο ρόλος της νέας σοσιαλδημοκρατίας

Η διαδικασία της οπορτουνιστικής μετάλλαξης που έλαβε χώρα στα κόμματα της Β’ Διεθνούς αναπαράχθηκε στη συνέχεια στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, με τρόπους που έχουμε ήδη αναλύσει στο άρθρο μας στο 2ο τεύχος της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. [14]

Οι ευρωκομμουνιστικές θέσεις, με ισχυρή παρουσία σε πολλά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, διακήρυξαν για άλλη μία φορά την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας, την εγκατάλειψη της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης και τη μετατροπή της αστικής νομιμότητας σε φετίχ με τη βοήθεια της προέλασης των οπορτουνιστικών θέσεων στο ΚΚΣΕ, ιδιαίτερα από το 20ό Συνέδριό του και ύστερα.

Στην Ισπανία, ο «ευρωκομμουνισμός» συμμετείχε ενεργά και πρωταγωνιστικά στην εκστρατεία για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για το ΝΑΤΟ το 1986 και μέσα από αυτήν τη διαδικασία ιδρύθηκε η Ενωμένη Αριστερά (Izquierda Unida), ένας συνασπισμός στον οποίο συμμετείχαν και άλλες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που αντιτάχτηκαν στο PSOE. Για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις συνασπισμού δοκιμάστηκαν αρκετές φορές σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατική ρητορική και στάση κυριάρχησαν στο εσωτερικό της Ενωμένης Αριστεράς, σε σημείο που, κατά τη συμμετοχή της σε εθνικές κυβερνήσεις με το PSOE, προωθήθηκε σε θέσεις αποδοχής της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Με αυτήν την έννοια, τα λόγια του Γενικού Γραμματέα του ΚΚ Ισπανίας, Ενρίκε Σαντιάγο, όταν ρωτήθηκε για τη θέση του σχετικά με τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (Ιούνης 2022) που διοργάνωσε η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε τότε ως υφυπουργός για την Ατζέντα 2030, είναι απολύτως διαφωτιστική. [15]

Παράλληλα, άλλες οργανώσεις που εμφανίστηκαν στη συνέχεια στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως το PODEMOS και πιο πρόσφατα το SUMAR, διατηρούν στα λόγια θέσεις πολύ κοντά στον αστικό πασιφισμό που κατήγγειλε ο Λένιν και οι επαναστάτες στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα προγραμματικά τους ντοκουμέντα εκφράζονται σαφώς υπέρ της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτείνοντας «ένα νέο σχήμα συλλογικής ασφάλειας για την Ευρώπη που θα υπερβαίνει τη σημερινή ομπρέλα του ΝΑΤΟ και θα βασίζεται στα συμφέροντα της περιοχής μας» [16] ή τη «σταδιακή μετατόπιση των εγγυήσεων ασφάλειας του ΝΑΤΟ προς μία ολοκληρωμένη στρατηγική αυτονομία στην υπηρεσία των Ευρωπαίων πολιτών και όχι της οπλικής βιομηχανίας, έναν ευρωπαϊκό χώρο ασφάλειας που θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο». [17] Η «μετατόπιση» του ΝΑΤΟ (ούτε καν η «διάλυσή» του, όπως προτείνουν άλλα οπορτουνιστικά κόμματα σε άλλες χώρες) δεν οφείλεται στον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, αλλά στην ανάγκη προώθησης μίας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που θα επιτρέψει στην ιμπεριαλιστική συμμαχία, την ΕΕ, να υπερασπιστεί καλύτερα τα συμφέροντά της στον κόσμο υπό τις εντολές της «δημοκρατικής πολυμέρειας», της «παγκόσμιας κλιματικής δικαιοσύνης» και μίας «φεμινιστικής εξωτερικής πολιτικής».

Η αποδοχή κάθε ουσιαστικού στοιχείου της πολιτικής της ΕΕ και η αποδοχή της παρουσίας του ΝΑΤΟ αποτελούν έκφραση της χρεοκοπίας της νέας ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη διατήρηση της παρουσίας της στις κυβερνήσεις καπιταλιστικής διαχείρισης.

7. Συμπέρασμα: Η πάλη των κομμουνιστών ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο

Η πάλη των κομμουνιστών ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία εξακολουθεί να έχει πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα του 1914, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας της σοσιαλδημοκρατίας δεν κρύβεται ούτε στην ουσία, ούτε στη μορφή και οι εμπειρίες καπιταλιστικής διαχείρισης που είχαν οι δυνάμεις της νέας σοσιαλδημοκρατίας επιδείνωσαν αυτήν την κατάσταση.

Καθήκον των κομμουνιστών παραμένει επομένως το να καταγγέλλουν και να αποκαλύπτουν τη φύση αυτών των κομμάτων, τώρα ειδικά στην εξωτερική πολιτική υπό το φως των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην Παλαιστίνη και στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας. Η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο προχωρά στη νομιμοποίηση των θέσεων του Ισραήλ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά στην πράξη διασπά το κίνημα αλληλεγγύης με την Παλαιστίνη με σκοπό την προώθηση των θέσεων της ισπανικής κυβέρνησης. Η σημερινή άρνηση συμμετοχής στην επιχείρηση «Φύλακας της Ευημερίας» δεν αλλάζει το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή που όλο και περισσότερα ισπανικά στρατεύματα έχουν αναπτυχθεί στο εξωτερικό και που η Ισπανία συμμετέχει ενεργά σε όλες τις ασκήσεις και τις επιχειρήσεις των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών στις οποίες είναι μέλος.

Είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία προωθεί τα πολεμικά σχέδια της ΕΕ στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενός μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η ρητορική του αστικού πασιφισμού δεν μπορεί να αποκρύψει την έμπρακτη πολιτική συμφωνία με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και την απόλυτη δέσμευση να υπερασπιστούν και να προωθήσουν αυτά τα συμφέροντα.

Το 2ο Συνέδριο του ΚΚ των Εργαζόμενων της Ισπανίας καθόρισε ως μία από τις προτεραιότητές του να παρέμβει αποφασιστικά στον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και ενάντια στην ένταξη της Ισπανίας σε κάθε είδους ιμπεριαλιστική συμμαχία, δίνοντας προτεραιότητα στα εξής:

  • Να αντισταθούμε σε κάθε είδους ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, δίνοντας έμφαση στο διεθνισμό και στο δικαίωμα όλων των λαών να επιλέξουν το δρόμο ανάπτυξής τους.
  • Να εξηγήσουμε στην εργατική τάξη και στο λαό τα συμφέροντα που έχει η ισπανική αστική τάξη στις διάφορες ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα και τα διάφορα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που διακυβεύονται σε κάθε σύγκρουση.
  • Να απαιτήσουμε τη μονομερή αποδέσμευση της Ισπανίας απ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες είναι μέλος, ιδίως την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, και το κλείσιμο των ξένων στρατιωτικών βάσεων στην ισπανική επικράτεια.
  • Να προωθήσουμε τις Επιτροπές Αλληλεγγύης με τους Λαούς και για την Ειρήνη (CoSPAZ).

Όλες αυτές οι προτεραιότητες περνούν αναπόφευκτα μέσα από την οργανωτική ενίσχυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, τη μεγαλύτερη ικανότητα παρέμβασης στην εργατική τάξη και στον εργαζόμενο λαό, μετατρέποντας όλους τους χώρους δουλειάς, σπουδών και κατοικίας της τάξης μας σε χώρους άμεσης αντιπαράθεσης με τη σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό.


[1] Β. Ι. Λένιν, «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 17.

[2] Ελισαίος Βαγενάς, «Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η θέση του ΚΚΕ για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο», Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 5, 2014.

[3] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 317.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 20.

[5] Ραούλ Μαρτίνεθ - Ραμόν Λόπεθ, «Η σοσιαλδημοκρατία στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης. Η πάλη του κομμουνιστικού κόμματος», Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 3, 2012.

[6] Βλ. το άρθρο μας στο 10ο τεύχος της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης «Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες και ο Προλεταριακός Διεθνισμός», του Ραούλ Μαρτίνεθ.

[7] Η Ιερή Ένωση ήταν μία πολιτική ανακωχή στη Γαλλία με την οποία η σοσιαλιστική Αριστερά συμφώνησε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου να μην αντιταχτεί στην κυβέρνηση και να μην προκηρύξει απεργίες. Πραγματοποιήθηκε στο όνομα του πατριωτισμού, αλλά αντιτάχτηκε στη δέσμευση που είχε αναλάβει το Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς (SFIO) και ο πρώην ηγέτης του, Ζαν Ζορές, να μη συμμετάσχει σε κανέναν «αστικό πόλεμο». Παρόλο που ένα σημαντικό μέρος του σοσιαλιστικού κινήματος προσχώρησε στην Ιερή Ένωση, ορισμένοι συνδικαλιστές, όπως ο Πιέρ Μονάτ, αντιτάχτηκαν σε αυτήν.

[8] «Στόχοι και καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας. Διακήρυξη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που υιοθετήθηκε στο 1ο Συνέδριό της που πραγματοποιήθηκε στη Φρανκφούρτη από τις 30 Ιούνη έως τις 3 Ιούλη 1951». Η αγγλική έκδοση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση https://www.internacionalsocialista.org/congresos/i-frankfurt/.

[9] «Ο κόσμος σήμερα: Η σοσιαλιστική προοπτική. Διακήρυξη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που υιοθετήθηκε στη Διάσκεψη του Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στο Όσλο στις 2-4 Ιούνη 1962». Η αγγλική έκδοση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση https://www.internacionalsocialista.org/consejos/oslo-1962/.

[10] Ιστορία της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, δική μας μετάφραση. Η αγγλική έκδοση βρίσκεται στη διεύθυνση https://web.archive.org/web/20120811173845/http://www.weu.int/.

[11] Βλ. το άρθρο του Κόμματος Εργατών Ιρλανδίας στο τεύχος 6 της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης: «ΝΑΤΟ και ΕΕ: Διακρατικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, επεκτατισμός, η απειλή για την ειρήνη και οι κίνδυνοι της επιθετικότητας και του πολέμου», του Τζέρι Γκρέιντζερ.

[12] Η διαδικασία αυτή συνοψίζεται στο άρθρο «Τα σοσιαλιστικά κόμματα και η ευρωπαϊκή οικοδόμηση» που δημοσιεύτηκε από το μέλος του πορτογαλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζοζέ Λαμέγκο στο τεύχος 57-58 (1994) του περιοδικού Leviatán, που εκδίδεται από το Ίδρυμα Pablo Iglesias, το οποίο συνδέεται με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE).

[13] Είναι γνωστό ότι το PSOE έλαβε πολιτική, υλικοτεχνική και οικονομική υποστήριξη από το SPD τη δεκαετία του 1970, τόσο άμεσα όσο και μέσω του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ. Ο Βίλι Μπραντ, σε μία συνδιάσκεψη για τη διεθνή πολιτική του SPD το 1976, δήλωσε: «Ως το σημαντικότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ευρώπη, έχουμε το ιδιαίτερο καθήκον, μέσω της πολιτικής και της ηθικής υποστήριξης των σοσιαλδημοκρατών στο τμήμα της Ευρώπης που μας αντιστοιχεί, όχι μόνο να αποκρούσουμε τη δεξιά αντίδραση, αλλά κυρίως να ενισχύσουμε την εναλλακτική προς τον κομμουνισμό.»

[14] Ραούλ Μαρτίνεθ, «Από τον “ευρωκομμουνισμό” στο σύγχρονο οπορτουνισμό», Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 2, 2011.

[15] Ερωτηθείς σε συνέντευξη Τύπου, στις 11 Ιούνη 2022, ανέφερε ότι «η θέση μας για το ΝΑΤΟ είναι γνωστή, θα προτιμούσαμε να μην είμαστε στο ΝΑΤΟ (...) αλλά, αν είμαστε μέρος ενός διεθνούς οργανισμού και έχουμε υποχρεώσεις, είναι προφανές ότι, όσο είμαστε μέρος του, πρέπει να τις εκπληρώνουμε».

[16] Πολιτική Απόφαση. IV Συνέλευση Πολιτών του PODEMOS (2021), σελ. 56.

[17] Εκλογικό πρόγραμμα του SUMAR για τις εθνικές εκλογές του Ιούλη 2023, σελ. 139.