Το 2014 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την αρχή του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Η πολιτική κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο εξακολουθεί να οξύνεται σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να μιλάμε βάσιμα για την απειλή μιας «ανεξέλεγκτης» εξέλιξής της και μετατροπής των τοπικών διενέξεων σ’ έναν ολοσχερή παγκόσμιο κατακλυσμό. Οι κομμουνιστές είναι καιρός να συζητήσουν για το ζήτημα της στάσης απέναντι στους πολέμους, για την αυξανόμενη απειλή νέου παγκόσμιου πολέμου και για τη στρατηγική και την τακτική των κομμουνιστών.
Είναι πασίγνωστη η διατύπωση του Λένιν ότι ο ιμπεριαλισμός ενέχει τον κίνδυνο πολέμων. Η θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού εξηγεί ότι στις περιόδους της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, ο καπιταλισμός που σαπίζει και πεθαίνει σε όλες τις χώρες στην εσωτερική πολιτική ψάχνει διέξοδο στην ενίσχυση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, ενώ στην εξωτερική πολιτική στην ανακατανομή των αγορών πρώτων υλών και προϊόντων, των σφαιρών επιρροής, στην κλιμάκωση της έντασης στις περιοχές στρατηγικής σημασίας και στην εξαπόλυση άμεσων επιθέσεων για την επίλυση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Από την εποχή της ανάλυσης του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν και στη βάση του παραδείγματος της δράσης των κομμάτων της Β’ Διεθνούς την περίοδο της εξέλιξης του Α Παγκόσμιου Πολέμου, είναι γνωστό πως το αριστερό κίνημα όχι μόνο διαχωρίστηκε με βάση αυτό το ζήτημα, αλλά και διασπάστηκε αποφασιστικά και ανεπίστρεπτα. Οι οπορτουνιστές πρόδωσαν τον προλεταριακό διεθνισμό, υιοθέτησαν σοσιαλ-πατριωτικές θέσεις, ενέκριναν τους πολεμικούς προϋπολογισμούς των κυβερνήσεών τους και καλούσαν τις λαϊκές μάζες σε υπεράσπιση των συμφερόντων των δικών τους αστικών πατρίδων. Τα περισσότερα κόμματα της Β' Διεθνούς πήραν στην πράξη το μέρος του ιμπεριαλισμού και δεν είχε σημασία πως βρίσκονταν σε διαφορετικές πλευρές του ιμπεριαλιστικού μετώπου. Έτσι, η Ιστορία έδειξε ότι ο οπορτουνισμός δεν είναι μόνο μια δεξιά παρέκκλιση μέρους του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά σε ορισμένες περιόδους μπορεί να καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του ή και ολόκληρο το κίνημα. Αυτό ακριβώς συνέβη την περίοδο του Α Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αναγνωρισμένες αυθεντίες της θεωρητικής μαρξιστικής σκέψης των παλιών ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πριν τον πόλεμο στα λόγια είχαν μαρξιστικές προλεταριακές διεθνιστικές θέσεις, ενώ όταν ακούστηκαν οι πρώτες κανονιές, στα κοινοβούλια ψήφιζαν ομόψυχα την παροχή πολεμικών δανείων στις κυβερνήσεις, δηλαδή υποστήριζαν τον πόλεμο. Στην πράξη, όλη η Β' Διεθνής σκόνταψε πάνω σε αυτό το ζήτημα, γλίστρησε σε σοβινιστικές θέσεις. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο οι μπολσεβίκοι. Ως αποτέλεσμα, έξι βουλευτές της Δούμας (όλη η κοινοβουλευτική ομάδα των μπολσεβίκων) κατέληξαν στη Σιβηρία. Δεν έγιναν προδότες του προλεταριακού διεθνισμού ούτε οι Βούλγαροι του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ούτε ο ένας κομμουνιστής του γερμανικού Ράιχσταγκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Δηλαδή οι διαστάσεις αυτής της προδοσίας μπορεί να είναι πραγματικά τεράστιες, πράγμα που αποδεικνύει και η μοίρα του ΚΚΣΕ.
Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να αξιοποιήσουν την κρίση, που εμβάθυνε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, ώστε η Φεβρουαριανή αστικοδημοκρατική επανάσταση να εξελιχτεί σε σοσιαλιστική. Η επαναστατική εργατική τάξη της Ρωσίας με την καθοδήγηση των μπολσεβίκων αξιοποίησε, τον Οκτώβρη του 1917, τις αδυναμίες του αστικού συστήματος που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, η κρίση του καπιταλισμού και ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ο Λένιν απαίτησε αποφασιστικά και αμετάκλητα το διαχωρισμό από τον οπορτουνισμό της Β' Διεθνούς και πήρε την πρωτοβουλία της δημιουργίας της Γ' Κομμουνιστικής Διεθνούς. Υπό την καθοδήγησή του έγινε επεξεργασία των θεωρητικών αρχών και των οργανωτικών μέτρων του διαχωρισμού από τον οπορτουνισμό, που είναι γνωστά ως Προϋποθέσεις για την ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας ιδιαίτερα στον οργανωτικό διαχωρισμό, διότι, δεδομένης της επιμονής του Λένιν στη διεξαγωγή θεωρητικής πάλης και υπομονετικής διαφωτιστικής δουλειάς, θεωρούσε ότι υπάρχουν όρια, πέρα από τα οποία απαιτούνται αποφασιστικά οργανωτικά μέτρα, που απομονώνουν τους προδότες της κομμουνιστικής υπόθεσης από τους κομμουνιστές.
Επιβεβαιώθηκε η αλήθεια, που αργότερα ο Λένιν διατύπωσε ως εξής: «ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δεν συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό» (Λένιν, Άπαντα, τ. 27, σελ. 431)
Από τότε οι κομμουνιστές απέκτησαν το δικό τους -επακριβώς ιδεολογικά καθορισμένο και οργανωτικά διαμορφωμένο- πόλο στο εργατικό κίνημα, με τη μορφή της Κομιντέρν, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες, ουσιαστικά, μετατράπηκαν σε υποστηρικτές του ιμπεριαλισμού και ασχολούνταν με τη βελτίωσή του, την άμβλυνση, τον εξανθρωπισμό, την εξυγίανση των ασθενειών του και τη διάσωσή του σε περιόδους κρίσεων και όξυνσης της ταξικής πάλης.
Η Γ' Κομμουνιστική Διεθνής διεξήγε σημαντική θεωρητική δουλειά, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, το φασισμό, δίνοντας τον ορισμό του. Ο ορισμός που παρουσιάστηκε στην απόφαση της 13ης Ολομέλειας της ΕΕ της Κομιντέρν και που επανέλαβε ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, εισηγητής γι’ αυτό το ζήτημα στο 7ο Συνέδριο της Κομνντέρν (ο λεγόμενος «ορισμός του Ντιμιτρόφ») είναι ο κλασικός μαρξιστικός ορισμός του φασισμού: «Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια ιδιαίτερη μορφή της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης [...] Ο φασισμός δεν είναι υπερταξική εξουσία, δεν είναι η εξουσία των μικροαστών ή του λούμπεν προλεταριάτου επί του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είναι η οργάνωση της τρομοκρατικής εξόντωσης της εργατικής τάξης και του επαναστατικού τμήματος της αγροτιάς και της διανόησης. Ο φασισμός στην εξωτερική πολιτική είναι η πιο βάναυση μορφή του σοβινισμού, που καλλιεργεί το ζωώδες μίσος ως προς τους άλλους λαούς.»
Λειτουργώντας σε πλήρη αντιστοιχία με τον παραπάνω ορισμό καν με βάση τα ταξικά τους συμφέροντα, ον φασίστες δημιούργησαν το δικό τους σύμφωνο ενάντια στην Κομιντέρν με στόχο να μην επιτρέψουν την περαιτέρω διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στον κόσμο (αρχικά το 1936 η Γερμανία και η Ιαπωνία, ύστερα το 1937 η Ιταλία και αργότερα και άλλα κράτη στα οποία κατέκτησαν την εξουσία είτε κυβερνήσεις που συμμερίζονταν την ιδεολογία του χιτλερικού ναζισμού και του ιταλικού φασισμού είτε κυβερνήσεις που κρατούσαν άκρως αρνητική στάση ως προς την ΕΣΣΔ και τον κομμουνισμό συνολικά: Ουγγαρία, Μαντσουκουό, Ισπανία με την κυβέρνηση του στρατηγού Φράνκο).
Στις 25 Νοέμβρη του 1941 το Αντικομιντέρν Σύμφωνο παρατάθηκε για 5 ακόμη χρόνια και τότε εντάχτηκαν σε αυτό η Φινλανδία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, καθώς και οι κυβερνήσεις ανδρείκελα της Κροατίας, της Δανίας, της Σλοβακίας, που υπήρχαν στις περιοχές, που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή, αλλά και η κυβέρνηση του Βαν Τζιν-βέι, που σχηματίστηκε από τους Ιάπωνες στην περιοχή της Κίνας που κατέλαβαν.
Η Κομιντέρν αντιπάλεψε το φασισμό ήδη από το στάδιο της προώθησης των φασιστών στην εξουσία στην Ισπανία και τη Γερμανία. Επεξεργάστηκε την τακτική των λαϊκών μετώπων και τελικά ο βασικός αντίπαλος του Χίτλερ και του Αντικομιντέρν Συμφώνου στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Σοβιετική Ένωση και η Κομιντέρν. Οι κομμουνιστές συντέλεσαν αποφασιστικά στην ήττα του φασισμού και της γερμανικής του ιδιομορφίας - του ναζισμού. Μόνο το ΠΚΚ(μπ) πρόσφερε για τη νίκη επί του φασισμού τη ζωή πάνω από τριών εκατομμυρίων από τους καλύτερους μαχητές του, ενώ η λενινιστική Κομσομόλ απόθεσε στο βωμό της νίκης πάνω από πέντε εκατομμύρια ζωές νεαρών ηρώων. Οι κομμουνιστές των περισσότερων χωρών ηγήθηκαν στον ανταρτοπόλεμο και στα αντιστασιακά κινήματα.
Το ζήτημα της διάλυσης της Γ' Κομμουνιστικής Διεθνούς χρήζει ξεχωριστής εξέτασης. Το μόνο φανερό είναι ότι το βασικό αποτέλεσμα της δράσης της ήταν η διάλυση του φασισμού και η δημιουργία ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος με ισχυρότατο οργανωτικό πυρήνα την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τις χώρες του Συμφώνου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας.
Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με επικεφαλής την ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια 50 χρόνων αποτελούσε τον πολιτικό πόλο αντίστασης στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής του εξασφάλιζε, πρώτον, τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης και ισχυροποίησης σοσιαλιστικών κρατών σε λίγο-πολύ ειρηνικές συνθήκες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη μετά το 1945 και δεύτερον, και αυτό είναι το κύριο, ο καπιταλισμός υποχρεώθηκε, λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση των κοινωνικών κατακτήσεων του σοσιαλισμού, να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις προς τους εργαζόμενους των χωρών του, που πάλευαν για τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα παραδειγματιζόμενοι από τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος.
Η ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε πλατιά επίδραση στην κατάσταση σε όλο τον κόσμο. Πρώτον, χωρίς το παράδειγμα των σοσιαλιστικών χωρών το κεφάλαιο πέρασε σε επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων. Δεύτερον, στην εξωτερική πολιτική ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός -και πρώτα απ’ όλα η δύναμη κρούσης του στο πρόσωπο του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και των χωρών του ΝΑΤΟ- άρχισε να δρα πιο ανεξέλεγκτα κι επιθετικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τη γνώμη της παγκόσμιας κοινότητας. Παράδειγμα αποτελεί η επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, σήμερα στη Συρία και οι απειλές ενάντια στη ΛΔ της Κορέας και στο Ιράν.
Η τωρινή βαθύτατη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού και η όξυνσή της από το 2008, ώθησαν τον ιμπεριαλισμό σε αναζήτηση διεξόδων στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της εξωτερικής επιθετικότητας και της βίαιης επίλυσης των ζητημάτων επέκτασης των αγορών και ενίσχυσης της επιρροής σε στρατηγικά σημαντικές περιοχές, πόσο μάλλον που δεν υπάρχει πια ο αντισταθμιστικός παράγοντας -το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα. Το κόμμα μας στην ανάλυσή της τρέχουσας πολιτικής του ιμπεριαλισμού έχει ως αφετηρία τον ορισμό του φασισμού από την Κομιντέρν: «Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια ιδιαίτερη μορφή ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.»
Ορισμένοι θεωρητικοί και κόμματα δε συμφωνούν με αυτόν τον ορισμό και στην ουσία τοποθετούνται υπέρ της παύσης της χρήσης αυτού του θεμελιώδους επιστημονικού ορισμού, που δόθηκε πριν από 70 χρόνια κατά την περίοδο εγκαθίδρυσης του φασισμού, ο οποίος στάθηκε πρώτα απ’ όλα, απέναντι στο πρώτο στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος και επίσης απέναντι στα κράτη της αστικής δημοκρατίας, με τα οποία τα φασιστικά κράτη είχαν σκοπό να εμπλακούν σε πόλεμο, για τα συμφέροντα του δικού τους χρηματιστικού κεφαλαίου, για τις αγορές εμπορευμάτων και τις πηγές πρώτων υλών. Από τότε, ούτε η ουσία του ιμπεριαλισμού ούτε η ουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου άλλαξαν ούτε εξαλείφθηκαν οι προθέσεις του, ώστε σε ορισμένες συνθήκες και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του να περνά από την εφαρμογή της αστικής δημοκρατίας στην ανοιχτή τρομοκρατική, δηλαδή τη φασιστική δικτατορία.
Εάν δε δούμε το θέμα σχολαστικά, αλλά δημιουργικά-διαλεκτικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Διεθνής όρισε σωστά το φασισμό, δίνοντας τον ορισμό του φασισμού ως τέτοιου καν όχι σαν κάποιου ιδιαίτερου φασισμού εκείνου του καιρού. Επιπλέον, ότι στις διεθνείς συναντήσεις των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων διαπιστώσαμε μαζί ότι η φύση του ιμπεριαλισμού και η ουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου παραμένει η ίδια, όπως και στον 20ό αιώνα, γι’ αυτό οι εκφάνσεις του φασισμού μπορεί ν’ αλλάζουν, όμως η ουσία του και -επομένως- ο ορισμός του είναι σωστός και σήμερα και μας επιτρέπει να κάνουμε ορθή εκτίμηση των πιο σύγχρονων πολιτικών γεγονότων.
Ο φασισμός συνίσταται στην απόρριψη των δημοκρατικών μορφών της αστικής κυριαρχίας και στο πέρασμα στην ανοιχτή αστική τρομοκρατία. Στο σύγχρονο κόσμο η πλειοψηφία των αστικών κρατών χρησιμοποιεί στην εσωτερική πολιτική διάφορες μορφές αστικής δημοκρατίας, αποφεύγοντας να εφαρμόζει τη δικτατορία στην απροκάλυπτα τρομοκρατική της μορφή. Τα πράγματα είναι διαφορετικά στη διεθνή σκηνή, όπου πραγματοποιείται η συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής ως διεθνούς πια πολιτικής. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο διεθνής ιμπεριαλισμός, μ’ επικεφαλής τις ΗΠΑ, όχι απλά αύξησε την επιθετικότητά του, αλλά άρχισε να παραβιάζει ανοιχτά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να παραβλέπει ακόμη και την αστική νομιμότητα. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αποτελεί τον πυρήνα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι στα μέσα του 20ού αιώνα. Ο φασισμός είναι μια από τις πιθανές αντιδράσεις του ιμπεριαλισμού για τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος από την απειλή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Γι’ αυτό ο φασισμός είναι οργανικά συνδεδεμένος με τον απροκάλυπτο αντικομμουνισμό και τη συνεπή αντεργατική πολιτική. Παράλληλα, για να ξεγελάσει το λαό, ο φασισμός χρησιμοποιεί το εργαλείο της πλατιάς και δραστήριας κοινωνικής δημαγωγίας. Όλα αυτά τα γνωρίσματα σήμερα είναι εμφανή στην πολιτική του ιμπεριαλισμού και υλοποιούνται κατά κόρον από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία.
Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του φασισμού ως συστήματος θεωρητικών θέσεων και του φασισμού ως πρακτικής κρατικής πολιτικής.
Οι ιδεολογικές εκφάνσεις του φασισμού είναι σήμερα ορατές σε όλες τις χώρες του ιμπεριαλισμού, τόσο ξεχωριστά όσο και στην κοινή τους πολιτική. Αρκεί να παραθέσουμε τα παραδείγματα των αντικομμουνιστικών νόμων στις χώρες της Ευρώπης (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία, Ουγγαρία, Τσεχία, Μολδαβία κ.ά.), καθώς και την απόπειρα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης να δικάσει τον κομμουνισμό, προσπαθώντας με αυθάδεια και ψεύδος να βάλει τον κομμουνισμό στην ίδια ζυγαριά με το φασισμό επειδή αποτελούν, τάχα, και οι δύο κάποια μορφή ολοκληρωτισμού. Στη Ρωσία ο αντικομμουνισμός εμφανίζεται στην παράθεση της ιστορίας, στην επίσημη αντισοβιετική προπαγάνδα, στη μετονομασία πόλεων, οδών, στην κατάργηση εορτών που έχουν νόημα για τους εργαζόμενους, στην καθιέρωση ως κρατικής ση μαίας αυτής που έφεραν οι προδότες που πολέμησαν στην πλευρά του Χίτλερ.
Καθοριστικό χαρακτηριστικό του φασισμού ως πολιτικής είναι η απόρριψη των δημοκρατικών θεσμών και η εφαρμογή ανοιχτά τρομοκρατικών μεθόδων κρατικής πολιτικής. Σήμερα, στην εξωτερική τους πολιτική οι ΗΠΑ και οι χώρες του ΝΑΤΟ διατηρούν, αν και σε συρρικνωμένη μορφή, στοιχεία της αστικής δημοκρατίας, ενώ στην εξωτερική πολιτική καταπατούν όλους τους δημοκρατικούς κανόνες. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Λένιν: «Μπροστά μας βρίσκεται τελείως γυμνός ο ιμπεριαλισμός, που ούτε το θεωρεί καν απαραίτητο να σκεπαστεί με κάτι, πιστεύοντας πως κι έτσι είναι μεγαλοπρεπής» (Άπαντα, τ. 42, σελ. 63). Ο ιμπεριαλισμός στην εξωτερική του πολιτική, που αποτελεί συστατικό μέρος της αστικής δικτατορίας, την οποία υλοποιεί, καταφεύγει όλο και συχνότερα σε μέτρα ανοιχτής βίας, αιματηρής τρομοκρατίας. Αναφερθήκαμε ήδη στη σειρά των γεγονότων, που χαρακτηρίζουν το φαινόμενο: Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία. Το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο σήμερα προσπαθεί επίμονα να βάλει και την Ουκρανία σε αυτόν τον κατάλογο.
Η εφαρμογή της πολιτικής του φασισμού από τα ισχυρότερα ιμπεριαλιστικά κράτη στη Μέση Ανατολή προσδίδει ιδιαίτερη επικινδυνότητα στην τεχνητή κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή αυτή. Σήμερα, αυτή την κατάσταση την αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια ο επιστημονικά τεκμηριωμένος και καθιερωμένος στη ρωσική πολιτική δημοσιολογία όρος «εξαγόμενος φασισμός». Ο εξαγόμενος φασισμός είναι η απροκάλυπτη τρομοκρατική ιμπεριαλιστική πολιτική βίας και αιματηρής επίλυσης των ζητημάτων εξασφάλισης των συμφερόντων του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, που αγνοεί όλους τους νόμους και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και που πυρήνας της είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια σε αυτή τη σύγχρονη μορφή του φασισμού.
Δυστυχώς ορισμένοι σύντροφοι, τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας όσο και σε άλλες χώρες, περιλαμβανομένων και εκπροσώπων ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων, δεν αποδέχονται, προς το παρόν, αυτό το συμπέρασμα, ισχυριζόμενοι ότι ο ορισμός του φασισμού, στον οποίο στηρίζεται αυτό το συμπέρασμα, δεν είναι απόλυτα σωστός. Μάλιστα λένε εντελώς σωστά, ότι δεν είναι φασισμός κάθε βία του ιμπεριαλισμού, ότι γεγονότα ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας υπήρχαν και τον καιρό της ΕΣΣΔ. Πραγματικά και πριν την εμφάνιση του φασισμού και μετά τη συντριβή του στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έκαναν επεμβάσεις και πολέμους. Υπήρχε η κατοχή της Παλαιστίνης, περιοχών της Συρίας, του Λιβάνου, το 40% του εδάφους της Κύπρου ήταν υπό κατοχή, εξαπολύθηκε ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Κορέα με απόφαση του ΟΗΕ, έγινε ιμπεριαλιστικός πόλεμος στο Βιετνάμ. Οι ιμπεριαλιστές έκαναν εκατοντάδες εγκλήματα στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική, ακόμα και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα έγινε ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας και μετά των ΗΠΑ και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος. Γιατί αυτές τις επιθέσεις δεν τις σχετίζουμε με το φασισμό, ενώ μετά τη χρεοκοπία (κραχ) της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου υιοθετήσαμε τον ορισμό «εξαγώγιμος φασισμός»; Αυτό, τάχα, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη του «εξαγώγιμου φασισμού», αλλά την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού, που γίνεται όλο και αντιδραστικότερος.
Απαντούμε σύντομα: ορισμένες από αυτές τις επιθέσεις τις σχετίζουμε ακριβώς με το φασισμό (για παράδειγμα στην Ελλάδα), ενώ άλλες δεν τις σχετίζουμε επειδή δεν εμπίπτουν στον ορισμό του φασισμού. Θα σταθούμε λεπτομερέστερα σε αυτό.
Θα επαναλάβουμε ότι καθοριστικό χαρακτηριστικό του φασισμού ως πολιτικής είναι η απόρριψη των δημοκρατικών θεσμών καν η εφαρμογή ανοιχτά τρομοκρατικών μεθόδων κρατικής πολιτικής. Και στους καιρούς της ΕΣΣΔ, από την άποψη ενός επιστημονικού ορισμού, υπήρχαν αναμφισβήτητα εκφάνσεις του φασισμού. Για παράδειγμα, στη Χιλή η κρατική εξουσία ανήκε στους φασίστες και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το καθεστώς των μαύρων συνταγματαρχών στην Ελλάδα.
Φασισμός είναι η ανοιχτά τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου, όχι όμως απαραίτητα του εγχώριου που καθόλου απαραίτητα δεν εγκαθίσταται για πολύ. Συχνότερα αυτή η δικτατορία γρήγορα καλύπτεται και πάλι από το κάλυμμα των αστικοδημοκρατικών μορφών.
Τη νεότερη περίοδο ο φασισμός εμφανίστηκε στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1993, μέσα από την επίθεση στο κοινοβούλιο. Η δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου, πραγματοποιώντας με τη βοήθεια του φασισμού την απαραίτητη για τον ιμπεριαλισμό πράξη, μπορεί να ξαναφορέσει το ρούχο της αστικής δημοκρατίας, επειδή και ο φασισμός και η αστική δημοκρατία είναι μόνο μορφές πραγματοποίησης της δικτατορίας της αστικής τάξης.
Στον καιρό της ΕΣΣΔ, η αστική δημοκρατία (η δικτατορία της αστικής τάξης) ήταν αναγκασμένη -πολύ περισσότερο από σήμερα- να προσανατολίζεται στους δημοκρατικούς κανόνες και το διεθνές δίκαιο, να χρησιμοποιεί πολύ σπανιότερα τη φασιστική πολιτική.
Τη λεπτομερέστερη εξέταση αξίζει το ερώτημα: μήπως εμείς χωρίζουμε τις ιμπεριαλιστικές χώρες σε «κακές» («φασιστικές», «νεοφασιστικές») και «καλές»; Και ακόμα, το κάλεσμα για τη δημιουργία «αντιφασιστικών μετώπων» σε μια δήθεν αταξική κατεύθυνση με όλους τους «προοδευτικούς και τίμιους ανθρώπους» μοιάζει κατά τη γνώμη σειράς συντρόφων πολύ με την αντιαμερικανική προπαγάνδα που μπορεί να ακούσει κανείς από πολλούς οπορτουνιστές, ξεκινώντας από τους οπαδούς του Τσάβες και τελειώνοντας στους αγκιτάτορες του Πούτιν στη Ρωσία. Δεν είναι άραγε επικίνδυνη αυτή η θέση για το κομμουνιστικό κίνημα και την εργατική τάξη λόγω της δημιουργίας σύγχυσης κατά τη διαμόρφωση μιας γραμμής δήθεν εξυγίανσης του ιμπεριαλισμού μέσω του διαχωρισμού από τις «φασιστικές δυνάμεις»; Δεν ηχεί άραγε εδώ ένα κάλεσμα για ένωση με άλλες δυνάμεις που δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση του σοσιαλισμού; Δεν εμφανίζεται ουσιαστικά, στο όνομα της πάλης με το φασισμό, το ρίσκο ενίσχυσης των δυνάμεων που υποστηρίζουν τη συνεργασία με τον οπορτουνισμό, τη σοσιαλδημοκρατία, με τμήματα της αστικής τάξης; Δεν ανοίγει έτσι ο δρόμος για την επιλογή του λιγότερο κακού ιμπεριαλιστή; Δηλαδή, σε περίπτωση περιφερειακής ή γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης, το κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να υποστηρίξει συγκεκριμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στο όνομα του γεγονότος ότι οι άλλες είναι «φασιστικές»; Ο Λένιν σε πολλά έργα του υπογράμμιζε ότι «η εργατική τάξη, αν είναι συνειδητή, δεν μπορεί να είναι με το μέρος καμιάς ομάδας ιμπεριαλιστών ληστών» (Λένιν, Άπαντα, τ. 32, σελ. 335). Τα ερωτήματα είναι απολύτως νόμιμα και κατανοητά. Απαιτούν ουσιαστική απάντηση.
Απαντούμε: το κομμουνιστικό κίνημα, χωρίς να εντάσσεται σε καμιά ιμπεριαλιστική ομάδα, πρέπει, ξεκινώντας από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της εξασφάλισης των ευνοϊκότερων συνθηκών για το ξεδίπλωμα της ταξικής της πάλης, να είναι ενάντιο στις φασιστικές εκφάνσεις του ιμπεριαλισμού, όπως έκαναν τα κόμματα που συμμετείχαν στην Κομμουνιστική Διεθνή και η Σοβιετική Ένωση που προχώρησε σε προσωρινή συμμαχία με τις αντιφασιστικές δυνάμεις για την ταχύτερη συντριβή του φασισμού. Το να αγνοείται και να υποτιμάται αυτή η ιστορική εμπειρία και αυτή η κομμουνιστική πρακτική θα ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο. Εμείς δεν είμαστε υπέρ κάποιας ομάδας, αλλά λέμε ότι από την άποψη της υπεράσπισης των ζωτικών και μακροχρόνιων συμφερόντων της εργατικής τάξης πρέπει να παίρνουμε θέση ενάντια στο φασισμό. Και, εάν το καταφέρουμε, να κατευθύνουμε κάποια αστικοδημοκρατικά κινήματα ενάντια στο φασισμό. Και μάλιστα να κατευθύνουμε εναντίον του φασισμού σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς! Όποιος συμφωνεί είναι σύμμαχός μας. Την αντιαμερικανική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση δεν πρέπει να τις ονομάζουμε αταξικές, στις συνθήκες που το αμερικανικό χρηματιστικό κεφάλαιο κάνει επιχειρήσεις τη μια μετά την άλλη για την καταστροφή αστικοδημοκρατικών καθεστώτων και άλλων χωρών μέσω της απροκάλυπτης τρομοκρατικής δικτατορίας και ρίχνει τους λαούς αυτών των χωρών σε στάδια πολύ λιγότερο ευνοϊκά για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, σε σύγκριση μ ’εκείνα στα οποία βρίσκονταν πριν τη φασιστική παρέμβαση.
Δε χωρίζουμε τον ιμπεριαλισμό σε κακό και καλό, λέμε ότι ο φασισμός είναι προϊόν του ιμπεριαλισμού, μορφή πραγματοποίησης της δικτατορίας της αστικής τάξης, όμως αυτή η μορφή δεν είναι καθόλου υποχρεωτική για όλα τα ιμπεριαλιστικά κράτη και για όλους τους καιρούς και αυτό εμείς πρέπει να το καταλαβαίνουμε και να το βλέπουμε. Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ιμπεριαλισμός υπήρχε και στη Γερμανία και στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, όμως εμείς δε λέμε ότι ο ιμπεριαλισμός που πολέμησε με τον Χίτλερ είναι καλός, αλλά λέμε ότι αυτοί ήταν σύμμαχοι με την ΕΣΣΔ στην πάλη με το φασισμό. Το να μπει μια σφήνα στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού με την ίδια γραμμή -εναντίον του φασισμού, όπως έκανε η ΕΣΣΔ- είναι και σήμερα δυνατό και αναγκαίο, ενώ είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να αγνοείται η αντίστοιχη επιτυχημένη ιστορική εμπειρία.
Εναντίον του φασισμού πρέπει να ξεσηκώνεται και η αστική δημοκρατία, επειδή ο φασισμός πνίγει τη δημοκρατία. Ο Στάλιν έλεγε ότι το ριγμένο στη λάσπη λάβαρο της δημοκρατίας δεν υπάρχει κανείς άλλος να το σηκώσει, εκτός από τους κομμουνιστές.
Φυσικά, πρέπει να απαντήσουμε και στην άδικη κατηγορία προς εμάς, ότι τάχα διαχωρίζουμε την εξέταση της πολιτικής των ιμπεριαλιστικών κρατών σε εξωτερική και εσωτερική. Και η εσωτερική, και η εξωτερική πολιτική κάθε ιμπεριαλιστικού κράτους κατευθύνεται στην πραγματοποίηση της δικτατορίας του ιμπεριαλιστικού κράτους καν σε αυτό το στοιχείο βρίσκεται η ενότητα και ο αδιάσπαστος χαρακτήρας τους. Γι’ αυτό ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε: «Δεν υπάρχει πιο λαθεμένη και πιο επιζήμια ιδέα από την απόσπαση της εξωτερικής πολιτικής από την εσωτερική. Και τον καιρό ακριβώς του πολέμου το τερατώδες λάθος παρόμοιας απόσπασης γίνεται ακόμα πιο τερατώδες. Ωστόσο η αστική τάξη κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εμπνεύσει και να υποστηρίξει αυτή την ιδέα.» (Άπαντα, τ. 32, σελ. 335).
Στους συντρόφους κομμουνιστές απαντάμε με πλήρη υπευθυνότητα, ότι δεν είμαστε εμείς που αποσπούμε την εξωτερική από την εσωτερική πολιτική. Αντίθετα, εμείς υπογραμμίζουμε ότι ο φασισμός είναι εσωτερικό προϊόν του ιμπεριαλισμού, όμως η αντιδραστική ουσία του ιμπεριαλισμού μπορεί να εκδηλώνεται διαφορετικά στο εσωτερικό της χώρας και στην εξωτερική πολιτική. Διαπιστώνουμε τις όλο και πιο δραστήριες προσπάθειες του αμερικανικού και του δυτικοευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του στην εξωτερική σφαίρα με φασιστικές μεθόδους ανοιχτής τρομοκρατίας. (Εάν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές δεν ασκούσαν εσωτερική τρομοκρατική πολιτική και κατεύθυναν όλη τους την επιθετικότητα προς την εξωτερική πλευρά, δε θα έπαυαν να είναι φασίστες). Τα ακόλουθα λογικά ερωτήματα προς εμάς αποτελούν και αυτά συνέχεια της ανάλυσης:
α) Τη διεξαγωγή του ιμπεριαλιστικού πολέμου θα τη συσχετίζουμε με όλες τις μορφές της αστικής δικτατορίας ή με κάποια μία;
β) Κάνουμε διάκριση μεταξύ των πολέμων που καταπατούν το διεθνές δίκαιο κι εκείνων που δεν το καταπατούν; Μπορούμε να χωρίζουμε τους πολέμους σύμφωνα με αυτό το χαρακτηριστικό;
γ) Δεν αποτελεί αντίφαση η έκκληση στο άρθρο «να διατηρήσουμε την ορθοδοξία» και ταυτόχρονα η πρόσκληση «καλούμε όλους τους προοδευτικούς και τίμιους ανθρώπους να ενωθούν σε αντιφασιστικά μέτωπα»;
Σε αυτά απαντούμε όπως προκύπτει από τη μαρξιστική επιστήμη: α) Υπογραμμίζουμε ότι ο ιμπεριαλισμός πάντα εγκυμονεί πολέμους, ενώ ο φασισμός είναι μια μόνο από τις μορφές πραγματοποίησης της δικτατορίας της αστικής τάξης. Οι αστικές δημοκρατίες διεξάγουν πολέμους, και μεταξύ τους, και με τις αδύναμες χώρες, και με τις χώρες του σοσιαλισμού. Οι χώρες αυτές δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να είναι φασιστικές στην πολιτική τους.
β) Δε χωρίζουμε τους πολέμους σε νόμιμους και σε αυτούς που καταπατούν το νόμο. Ξεκινούμε από το λενινιστικό ορισμό του πολέμου ως προϊόντος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ως ένοπλης πάλης των τάξεων, των εθνών ή των κρατών. Όμως ταυτόχρονα σημειώνουμε ότι οι πόλεμοι για τις χώρες και τους λαούς μπορεί να είναι δίκαιοι και τα ζητήματα του αστικού δικαίου εδώ δεν έχουν θέση.
γ) Η ορθοδοξία δεν απορρίπτει την εκτίμηση της θέσης των κοινωνικών στρωμάτων και των κρατών σχετικά μ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα, στη δεδομένη περίπτωση με το φασισμό, πόσο μάλλον με το φασισμό σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς. Η τακτική των λαϊκών μετώπων της Διεθνούς ήταν συνολικά σωστή. Τίθενται πολλά ερωτήματα και αυτό δείχνει ότι το θέμα είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά επίκαιρο. Σύντροφοι λένε, μεταξύ άλλων, ότι ο φασισμός, όχι στη γενική του μορφή αλλά στη μορφή του ναζισμού, χρησιμοποιεί στην ιδεολογία το ρατσισμό, τον εθνικισμό στη σοβινιστική του εκδοχή, σήμερα όμως κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται από την πλευρά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Φοβούνται ότι η πολιτική των συνασπισμών με την αστική δημοκρατία ενάντια στον αφανή φασισμό μπορεί να καταστήσει τους κομμουνιστές ουραγούς στην πρακτική πολιτική. Μια σειρά συντρόφων διαβλέπουν μεγάλο κίνδυνο φασισμού στις εθνικιστικές τάσεις και οργανώσεις στη Ρωσία (ΔΠΝΙ - Κίνημα ενάντια στην παράνομη μετανάστευση), στην Ελλάδα (Χρυσή Αυγή) και σε άλλες χώρες και ισχυρίζονται χωρίς τεκμηρίωση ότι η έννοια «εξαγώγιμος φασισμός» δήθεν προκαλεί συγχύσεις.
Απαντούμε ότι ο ορισμός του φασισμού που έδωσε η Διεθνής και η διαπίστωση της ύπαρξης του «εξαγώγιμου φασισμού» δεν αρνείται με κανένα τρόπο τις δυνατότητες εμφανίσεων του φασισμού στο εσωτερικό των χωρών. Το φτιασίδωμα του κόμματος «Χρυσή Αυγή» από το ελληνικό κεφάλαιο και η πρακτική της λειτουργίας του είναι εκδήλωση της προετοιμασίας του φασισμού στη βάση του αστικού εθνικισμού στην Ελλάδα.
Οι πυροβολισμοί ενάντια σε εργάτες στο Καζαχστάν το 2001 είναι εκδήλωση φασισμού. Τα πυρά εναντίον του Ανώτατου Σοβιέτ στη Ρωσία το 1993 είναι εκδήλωση φασισμού. Σήμερα, στις διαδηλώσεις της κατευθυνόμενης από το ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο λεγόμενης αντιπολίτευσης στο Κίεβο φαίνονται καθαρά κλασικά γνωρίσματα του φασισμού. Πίσω απ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις της τρομοκρατικής δικτατορίας στέκονται τα συμφέροντα του μεγάλου ιμπεριαλιστικού, χρηματιστικού κεφαλαίου. Σε αυτές τις συνθήκες είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να κρύβουμε το κεφάλι στην άμμο και να μη βλέπουμε τις εκδηλώσεις του φασισμού.
Δεχόμαστε μ’ ευγνωμοσύνη όλα τα επιχειρήματα που λάβαμε και απαντάμε σε αυτά με τον εξής τρόπο: είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε το κατά πόσο είναι δόκιμος ο όρος εξαγόμενος φασισμός, δεν είναι εφικτή η μετάφραση σε όλες τις γλώσσες της ρωσικής του έννοιας, ως εκδήλωσης μιας εσωτερικής ιδιότητας στον εξωτερικό κόσμο. Θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν επιμένουμε σε μια κατά γράμμα χρήση αυτού του όρου, κατά την ερμηνεία του συγκεκριμένου φαινομένου που περιγράφεται από αυτά τα λόγια, αλλά επιμένουμε στην αναγνώριση της ύπαρξης του φαινομένου. Σε ό,τι αφορά το πρωτόγνωρο φαινόμενο, εξηγούμε και τονίζουμε ότι είναι εμφανή τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- Αυτή η πολιτική εκφράζει πρώτα και κύρια τα συμφέροντα του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει στόχο τη σωτηρία του συστήματος, που βασίζεται στην άνοδο της παντοδυναμίας των διεθνικών επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης.
- Αυτές οι εκδηλώσεις, αναμφίβολα, αποτελούν εσωτερικό προϊόν του ίδιου του ιμπεριαλισμού και απλώς υλοποιούνται περισσότερο στην εξωτερική πολιτική.
- Η βία σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απλά αυτή του συνηθισμένου ιμπεριαλισμού, αλλά του ιμπεριαλισμού που διευθύνεται από το πιο αντιδραστικό χρηματιστικό κεφάλαιο της περιόδου της κρίσης, που απορρίπτει όλους τους κανόνες της διεθνούς δημοκρατίας και της νομιμότητας.
- Η ιδεολογία του ρατσισμού, που χαρακτήριζε τους φασίστες του προηγούμενου αιώνα, εμφανίζει τώρα ως υπανάπτυκτα, μη δημοκρατικά, αποδιοπομπαία ολόκληρα κράτη καν λαούς μαζί με τις σύγχρονες κυβερνήσεις τους.
- Χρησιμοποιώντας έναν καταιγισμό κοινωνικής δημαγωγίας, λένε σε όλο τον κόσμο ότι όλα τάχα γίνονται στο όνομα της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη Δυτική αστική τους έννοια.
Μαζική βάση του φασισμού, όπως και στον 20ό αιώνα είναι οι μικροαστοί, δεδομένης της διπλής τους φύσης, που πολλές φορές επισήμαναν οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν. Ο τρομοκρατικός χαρακτήρας της δικτατορίας των πιο αντιδραστικών κύκλων του κεφαλαίου συμπληρώνεται από τον εξτρεμιστικό χαρακτήρα της ιδιοσυγκρασίας των μικροαστών που αγανακτούν σε περιόδους κρίσης από το φόβο να χάσουν τη θέση τους. Αυτό το φόβο οι μικροϊδιοκτήτες τον εκφράζουν σε όλες τους τις συμμαχίες, και με την εργατική τάξη, και με την αστική. Ο εξτρεμισμός και ο τυχοδιωκτισμός που τους χαρακτηρίζει καθορίζεται επίσης και από τη διττή φύση αυτής της τάξης, από την αστάθεια της οικονομικής της θέσης: από τη μια, από την κάποια δυνατότητα ένταξής της στην τάξη των εκμεταλλευτών και τον τυχοδιωκτισμό που οφείλεται σε αυτό και, από την άλλη, από τη μεγάλη πιθανότητα σε περίπτωση αποτυχίας να εκπέσει στις γραμμές των στερούμενων τα μέσα παραγωγής προλετάριων. Αυτή η αστάθεια γεννά τον τυχοδιωκτισμό, την κυριαρχία των ακροτήτων στην ιδιοσυγκρασία αυτής της τάξης. Συζητώντας τη δυνατότητα φασιστικοποίησης στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη θέση αυτής της τάξης. Ως εργαζόμενοι είναι πιθανοί και ευπρόσδεκτοι σύμμαχοι των υφιστάμενων την εκμετάλλευση, αλλά και το κεφάλαιο παλεύει για την υποστήριξή τους, εφόσον είναι ιδιοκτήτες.