Οι απολογητές του καπιταλισμού πασχίζουν να πείσουν την κοινή γνώμη πως η μείωση των μισθών είναι συνέπεια της οικονομικής κρίσης και πως για να ξεπεραστεί η κρίση είναι αναγκαίες περαιτέρω θυσίες «για τα συμφέροντα της χώρας», οι οποίες παρουσιάζονται σαν κάτι το ανεξήγητο χωρίς ταξικό στίγμα. Αυτή η δήλωση απέχει πολύ από την αλήθεια.
Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε πως η κρίση δεν είναι απλά «κρίση της οικονομίας» χωρίς κανένα χαρακτηρισμό, αλλά είναι κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας που προέρχεται από τις αντιθέσεις του καπιταλισμού και είναι εγγενής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επιπλέον, υπό αυτό το πρίσμα, είναι λάθος και κίβδηλο να αναφερόμαστε σε «συμφέροντα της χώρας», καθώς η χώρα χωρίζεται σε ανταγωνιστικές τάξεις, οι οποίες δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν κοινά συμφέροντα.
Εξαιτίας της ίδιας της φύσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (η αντίστροφη αναλογικότητα μεταξύ μισθού και κέρδους), οι καπιταλιστές προσπαθούσαν πάντοτε να συμπιέζουν τους μισθούς προς τα κάτω, όμως, όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ, προκειμένου να αποτρέψουν την επαναστατική ριζοσπαστικοποίηση των διαθέσεων και αγώνων της εργατικής τάξης, οι καπιταλιστές ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν υψηλότερους μισθούς, προνόμια και πρόνοια ώστε η πολιτική τους εξουσία και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής να μην τεθούν υπό αμφισβήτηση. Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε η χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας και της ανάδειξης του κοινωνικού συμβιβασμού. Από τη στιγμή που η ΕΣΣΔ εξαφανίστηκε, οι καπιταλιστές έχουν αποκαταστήσει ολοκληρωτικά την πολιτική τους εξουσία για να επιβάλλουν το κέρδος ως τη μόνη ανεξάρτητη οικονομική μεταβλητή, χωρίς καμία ευελιξία υποχώρησης. Οι εργατικές αποδοχές σε όλες τους τις μορφές, άμεσες (μισθοί), ετεροχρονισμένες (συντάξεις) ή έμμεσες (κοινωνικές υπηρεσίες), και οποιαδήποτε άλλη κατανομή υπεραξίας μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, να μειωθούν ή να περικοπούν, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με το κέρδος. Ο γενικευμένος ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών χωρών και ομάδων ενίσχυσε αυτήν την τάση και έβαλε τέλος στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική του συμβιβασμού και της κοινωνικής ειρήνης.
Ένα παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η επιτάχυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά από το 1991. Στην Ιταλία, αυτή η διαδικασία, και κυρίως η είσοδος στο σύστημα του ευρώ ως το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, συνοδεύτηκε από μείωση των μισθών και επιβολή επώδυνων οικονομικών θυσιών στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Εκείνη την εποχή, κεντροαριστερές κυβερνήσεις πάσχιζαν να παρουσιάσουν τις θυσίες ως προσωρινά αναγκαίες προς όφελος ενός λαμπρού μέλλοντος σε μια ενωμένη Ευρώπη. Η Ιστορία ξεσκέπασε τα ψέματά τους. Από την πρώτη στιγμή, η Ευρώπη της ολοκλήρωσης έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο ως μια ιμπεριαλιστική σύμπραξη, ως εχθρός των εργατών και των λαών, με στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης και την καταλήστευση της μισθωτής εργασίας. Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα για την εργατική τάξη, παρά μόνο τη συνεχή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, πολύ πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή του ευρώ στην Ιταλία εφαρμόστηκε με δόλιο τρόπο, παραποιώντας τους εθνικούς λογαριασμούς, προκειμένου να πληρούνται τυπικά οι παράμετροι του Μάαστριχτ, ενώ η ιταλική οικονομία απέχει πολύ από αυτές. Η απώλεια της δυνατότητας να χρησιμοποιηθεί η υποτίμηση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, λόγω της καθορισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (1 ευρώ = 1,927.36 λίρες Ιταλίας), η αντιπληθωριστική πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας που έπληξε τις συντάξεις και τις κοινωνικές υπηρεσίες και η αποδυνάμωση της ταξικής πάλης από ρεφορμιστικά εργατικά σωματεία που στηρίζουν τα αντεργατικά μέτρα, που πέρασαν οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις, έχουν ρίξει από κοινού τους μισθούς, πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Επιπλέον, πολλές τιμές προσαρμόστηκαν στο ευρώ με λόγο 1 προς 1000, χωρίς καμία παρέμβαση από τις κυβερνήσεις και τα εποπτικά όργανα των τιμών. Οι μειωμένοι μισθοί προκάλεσαν ύφεση στην εγχώρια ζήτηση, που τελικά έπληξε τους επιμέρους τομείς που στην ουσία είχαν αποκτήσει αθέμιτα πλεονεκτήματα από τη μετατροπή της ιταλικής λίρας σε ευρώ (εμπόριο, εστιατόρια, μπαρ και υπηρεσίες τροφοδοσίας κλπ.), παρασέρνοντας και τη μεσαία τάξη στη δίνη της κρίσης. Το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών υπήρξε η τεράστια μεταφορά πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο.
Η τελευταία κρίση συνέβαλε αναμφίβολα στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατών, όμως δεν είναι η κύρια αιτία μείωσης των μισθών μακροπρόθεσμα. Η μείωση των μισθών αποτελεί αναπόφευκτη τάση υπό καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όπως μας έμαθε ο Καρλ Μαρξ. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να θυμίσουμε εν συντομία τη διάκριση μεταξύ του ονομαστικού (χρηματικού) μισθού, του πραγματικού μισθού και του σχετικού μισθού σύμφωνα με τον Μαρξ. Ο ονομαστικός μισθός είναι το χρηματικό ποσό που λαμβάνει ο εργάτης, η τυπική τιμή της εργατικής δύναμης. Ο πραγματικός μισθός είναι το ποσό των αγαθών και υπηρεσιών που ο εργάτης μπορεί να αγοράσει με τον ονομαστικό του μισθό. Ο σχετικός μισθός εξετάζεται σε σχέση με το κέρδος, καθώς και τα δύο είναι στοιχεία της κατανομής της παραγόμενης υπεραξίας, και μετρά τη δυναμική της κοινωνικής θέσης των εργατών. Ο μισθός, που είναι η τιμή της εργατικής δύναμης, καθορίζεται και συνδέεται με την αξία του, δηλαδή με την ποσότητα αγαθών, υπηρεσιών και πνευματικών αξιών που χρειάζονται κοινωνικά και ιστορικά για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτή η αξία αλλάζει βάσει της οικονομικής, πολιτιστικής, επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της κοινωνίας με μία αυξητική τάση. Να θέσουμε ένα απλό παράδειγμα: Πριν εμφανιστούν τα smartphones στην αγορά, κανείς δεν τα χρειαζόταν, αλλά μετά έγιναν σύντομα αναγκαία σε όλους. Οι τιμές ποτέ δεν αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις αξίες από τις οποίες προέρχονται, πρωτίστως λόγω της σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και δευτερευόντως λόγω άλλων συνθηκών της αγοράς. Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της παραγωγής (αναδιοργάνωση του καταμερισμού εργασίας) και της τεχνολογικής αντικατάστασης της εργατικής δύναμης με μηχανήματα, η προσφορά εργασίας γενικά υπερβαίνει τη ζήτηση εργασίας και αυτό αντικειμενικά καθορίζει τη σταθερή τάση μείωσης των μισθών στον καπιταλισμό. Αυτή είναι μια από τις κύριες αντιθέσεις της αγοράς εργασίας στον καπιταλισμό: Ιστορικά, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει, αλλά η τιμή της (μισθός) τείνει να ακολουθεί το φυσικό κατώτατο όριό της και, σε κάποιες περιπτώσεις, να πέφτει ακόμα και κάτω από αυτό. Ο πραγματικός μισθός δεν εξαρτάται μόνο από το ποσό του ονομαστικού μισθού, αλλά και από πολλές άλλες μεταβλητές, όπως τα επίπεδα τιμών και ο πληθωρισμός, η φορολογία, το ποσοστό ανεργίας, τα πάντα μπορούν να επηρεάσουν τη σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που ο ονομαστικός μισθός αυξηθεί, ο πραγματικός μισθός μπορεί να μειωθεί λόγω της αύξησης των τιμών ή της φορολογίας ή την υποτίμηση του νομίσματος, στην περίπτωση που η ανάπτυξή τους είναι δυσανάλογη της αύξησης του ονομαστικού μισθού. Όπως είπαμε παραπάνω, ο σχετικός μισθός, όπως και το κέρδος, είναι μέρος της κατανομής της υπεραξίας που παράγεται. Λαμβάνοντας υπόψη ένα συγκεκριμένο ποσό της υπεραξίας, εάν το κέρδος αυξηθεί, ο μισθός μειώνεται αυτόματα. Από αυτήν την αντίστροφη αναλογικότητα του μισθού και του κέρδους προκύπτει αντικειμενικά η ασίγαστη σύγκρουση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Από τη μια μεριά, κυρίως σε ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, μια αύξηση τόσο στον ονομαστικό όσο και στον πραγματικό μισθό μπορεί να σημειωθεί, αλλά «ο σχετικός μισθός της εργασίας μπορεί να πέφτει, παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός μισθός της εργασίας ανεβαίνει ταυτόχρονα με τον ονομαστικό μισθό της εργασίας, δηλαδή με τη χρηματική αξία της εργασίας, μόνο που δεν ανεβαίνει όμως στη ίδια αναλογία που ανεβαίνει το κέρδος. Αν, λ.χ., στις περιόδους που οι δουλειές πάνε καλά ο μισθός της εργασίας ανεβαίνει κατά 5%, ενώ αντίθετα μεγαλώνει το κέρδος κατά 30%, τότε ο συγκριτικός, ο σχετικός μισθός εργασίας δεν αυξήθηκε αλλά έπεσε». [7] Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός πως ο καπιταλισμός βελτιώνει συνεχώς την παραγωγικότητα και ένταση της εργασίας, εφαρμόζοντας νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης της εργασίας και μορφές καταμερισμού της εργασίας, που επιτρέπουν τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας που χρειάζεται για να παραχθούν μέσα συντήρησης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και για να επεκταθεί ο χρόνος υπερεργασίας, από τον οποίο προέρχονται η υπεραξία και το κέρδος. Λόγω αυτού, υπάρχει μια αντικειμενική τάση να πέφτει ο σχετικός μισθός. Γενικά, ακόμα και σε αυτές τις σπάνιες και σύντομες περιόδους, όταν βελτιώνονται ο πραγματικός μισθός και οι υλικές συνθήκες διαβίωσης των εργατών, αυτό «δεν καταργεί την αντίθεση ανάμεσα στα δικά του συμφέρονται και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, τα συμφέροντα του κεφαλαιοκράτη» [8], καθώς ο σχετικός μισθός έχει ούτως ή άλλως μειωθεί και το κοινωνικό χάσμα σε σχέση με τους καπιταλιστές έχει μεγαλώσει.
Καθώς το καπιταλιστικό κέρδος προστατεύεται σταθερά από την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης, αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες και το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στην Ιταλία. Ο πληθωρισμός ενθαρρύνεται τεχνητά από την ΕΚΤ και συμβάλλει στην όξυνση της κατάστασης, μειώνοντας τον πραγματικό μισθό, δηλαδή την αγοραστική δύναμη των εργατών. Επιπροσθέτως, δεδομένης της αντίστροφης αναλογικότητας μεταξύ μισθού και ποσοστού ανεργίας, το τωρινό υψηλό επίπεδο της τελευταίας προκαλεί μια πλεονάζουσα προσφορά εργασίας έναντι της ζήτησης, που οφείλεται στο ίδιο το σύστημα, αλλά εντείνεται σε συνθήκες κρίσης.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τον Πίνακα 3.1, που βασίζεται σε στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπου εξετάζονται ο μέσος ετήσιος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός, ο δείκτης W και ο πληθωρισμός (τόσο σε ποσοστιαία ετήσια διακύμανση όσο και σε δείκτη).
Πίνακας 3.1. Μέσος ετήσιος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός, ο δείκτης του και η ετήσια διακύμανσή του, και ο πληθωρισμός (2005-2017)
|
Ετήσιος Μέσος Μισθός σταθερές τιμές σε € 2017
|
W
|
Πληθωρισμός
|
δείκτης 2005=100
|
%
|
%
|
δείκτης 2005=100
|
2005
|
29.630,33
|
100,00
|
0,00%
|
1,99%
|
100,00
|
2006
|
29.834,76
|
100,69
|
0,69%
|
2,09%
|
102,09
|
2007
|
29.805,48
|
100,59
|
-0,10%
|
1,83%
|
103,96
|
2008
|
29.837,94
|
100,70
|
0,11%
|
3,35%
|
107,44
|
2009
|
29.985,41
|
101,20
|
0,49%
|
0,77%
|
108,27
|
2010
|
30.272,54
|
102,17
|
0,96%
|
1,53%
|
109,92
|
2011
|
29.800,04
|
100,57
|
-1,56%
|
2,78%
|
112,98
|
2012
|
28.902,03
|
97,54
|
-3,01%
|
3,04%
|
116,42
|
2013
|
28.946,86
|
97,69
|
0,16%
|
1,22%
|
117,84
|
2014
|
29.055,92
|
98,06
|
0,38%
|
0,24%
|
118,12
|
2015
|
29.302,24
|
98,89
|
0,85%
|
0,04%
|
118,17
|
2016
|
29.512,07
|
99,60
|
0,72%
|
-0,09%
|
118,06
|
2017
|
29.213,56
|
98,59
|
-1,01%
|
1,23%
|
119,50
|
Πηγή: ΟΟΣΑ, επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία
Η μείωση των μισθών είναι άμεσα φανερή ακόμα και στην περίπτωση που εξετάσουμε μόνο τον ονομαστικό ακαθάριστο μισθό [9], ο οποίος έπεσε κατά 1,41% σε σχέση με το 2005 και κατά 3,5% σε σχέση με το 2010. Παρά τις δηλώσεις κινδυνολογίας της ΕΚΤ και των εργοδοτικών οργανώσεων, ο πραγματικός αποπληθωρισμός περιορίζεται ουσιαστικά στο 2016 με διακύμανση της τιμής μόνο κατά -0,10%. Αντιθέτως, όλα τα υπόλοιπα υπό εξέταση χρόνια, υπάρχει μια μέση αύξηση στις τιμές κατά 1,54%, ακόμη κι αν η ετήσια διακύμανσή τους είναι μερικές φορές τόσο αδύναμη που επιβεβαιώνει μια φάση υποτίμησης. Ωστόσο, για τους σκοπούς της ανάλυσής μας, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως η ετήσια διακύμανση των μισθών παραμένει σχεδόν πάντα κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού, που υπολογίζεται ως ετήσια διακύμανση του δείκτη τιμών του καταναλωτή, εκτός από το 2014, 2015 και 2016. Στην περίπτωση που αυτή είναι η δυναμική του ακαθάριστου ονομαστικού μισθού, είναι εύκολο να μαντέψουμε, ακόμα και χωρίς διαγράμματα και πίνακες, πως η δυναμική του πραγματικού μισθού είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση, εάν λάβουμε υπόψη:
– Τη φορολογική επιβάρυνση: οι φορολογικοί συντελεστές στο ατομικό εισόδημα και τα εισοδηματικά κλιμάκια για την προοδευτική τους εφαρμογή έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές, αλλά πάντα στο όνομα της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των υψηλότερων εισοδημάτων. Μετά από τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση του 1974, είχαμε 32 εισοδηματικά κλιμάκια, όπου ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής για εισοδήματα άνω των 500 εκατομμυρίων ιταλικών λιρών (250.000 ευρώ) ήταν 72%, ο χαμηλότερος ήταν 10%. Το 2018 έχουμε 5 εισοδηματικά κλιμάκια, όπου ο υψηλότερος συντελεστής για εισοδήματα άνω των 75.000 ευρώ είναι 43% (μόνο για το μέρος του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 75.000 ευρώ), ο χαμηλότερος είναι 23%. Υπάρχει η τάση να εξαλειφθεί η έννοια προοδευτικότητας του φόρου εισοδήματος. Δεν είναι τυχαίο πως η κυβέρνηση Λίγκας-Κινήματος 5 Αστέρων, που αντιπροσωπεύει έναν ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό του βιομηχανικού κεφαλαίου, ανεξαρτήτως μεγέθους της εταιρίας, προσπαθεί να εισάγει το λεγόμενο ενιαίο φόρο (flat tax), ο οποίος έχει μια αναλογικά υψηλότερη επίπτωση στα χαμηλότερα εισοδήματα. Σήμερα, εάν πάρουμε ένα μέσο ακαθάριστο μισθό των 29.213,56 ευρώ (βλ. Πίνακας 3.1), η επίπτωση της άμεσης φορολογίας και των κοινωνικών επιβαρύνσεων, που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, ισούται με το 39% του μισθού. Επομένως, ο καθαρός μισθός μετά φόρων ανέρχεται στα 17,820.27 ευρώ. Ωστόσο, αυτό που πλήττει κυρίως τους εργάτες και αντιβαίνει στην αρχή προοδευτικής φορολόγησης με βάση το Σύνταγμα είναι οι άμεσοι φόροι (ΦΠΑ που δεν εκπίπτει για τους τελικούς καταναλωτές, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και δασμοί επί των οποίων εφαρμόζεται συχνά ο ΦΠΑ με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στις τελικές τιμές κλπ.), καθώς μειώνουν την κατανάλωση ανεξαρτήτως εισοδήματος και κυρίως επηρεάζουν τους εργάτες, οι οποίοι αναγκάζονται να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για κατανάλωση. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, ο συντελεστής ΦΠΑ έχει αυξηθεί από το 20% στο 21% το 2011 και στο 22% το 2013, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης για το αλκοόλ, τον καπνό, τη βενζίνη και τα παράγωγα πετρελαίου αυξάνονται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Τα τέλη χαρτοσήμου και τα τέλη ταξινομήσεως έχουν επίσης αυξηθεί, μαζί με διάφορες άλλες εισφορές που χρεώνονται σε εταιρίες, οι οποίες όμως φορτώνονται στους τελικούς καταναλωτές.
Τις περικοπές βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση και τις μεταφορές: Μετά από την ιδιωτικοποίηση, οι υπηρεσίες αυτές χρεώνονται ή υπήρξε αύξηση αντιτίμου.
Ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών δεν υπολογίζεται στη βάση του πραγματικού πληθωρισμού, αλλά του προγραμματισμένου πληθωρισμού με τα γνωστά τεχνάσματα λογιστικής.
Εξετάζοντας τα παραπάνω, είναι εύκολο να κατανοήσουμε πως οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν πολύ περισσότερο από τους ονομαστικούς. Η δυναμική των μισθών και του πληθωρισμού φαίνεται στο Διάγραμμα 3.2. (μακροπρόθεσμη διακύμανση) και το Διάγραμμα 3.3. (ετήσια διακύμανση).
Διάγραμμα 3.2. Δείκτης μέσου μισθού και δείκτης πληθωρισμού