Η ιταλική εργατική τάξη κατά την καπιταλιστική κρίση


Γκουίντο Ρίτσι και Aλμπέρτο Λομπάρντο, μέλη του ΠΓ της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ιταλία

Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που είναι η οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, οφείλει να έχει ισχυρούς δεσμούς με αυτήν, αλλά μερικές φορές η γνώση της πραγματικής κατάστασης της εργατικής τάξης είναι φτωχή και επιφανειακή, συχνά βασισμένη σε αφηρημένες, μερικές φορές ακόμη και δογματικές, έννοιες και στερεότυπα. Η έλλειψη γνώσης των ποσοτικών δεδομένων και της τάσης τους με την πάροδο του χρόνου εμποδίζει την κατανόηση των διαδικασιών και των τάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, τον προσδιορισμό των πραγματικών αναγκών της εργατικής τάξης, τη διατήρηση της θεωρητικής επεξεργασίας σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πραγματικότητας και, ως εκ τούτου, την υιοθέτηση μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής γραμμής.

Αυτό το άρθρο αποτελεί μια προσπάθεια να κατανοηθεί η πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ιταλία, έχοντας κατά νου ότι απαιτείται συνεχής και προσεκτική παρακολούθηση, καθώς η πραγματικότητα αλλάζει γρήγορα και συνεχώς.

1. Δυναμική της απασχόλησης γενικά

Πρώτα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη δυναμική της απασχόλησης γενικά, όπως φαίνεται στους παρακάτω πίνακες και γραφήματα, προκειμένου να κατανοήσουμε τις τρέχουσες τάσεις και το γενικό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζει και δρα σήμερα η εργατική τάξη.

Πίνακας 1.1. Οικονομικά ενεργός πληθυσμός κατά μακροοικονομικό τομέα δραστηριότητας

 

ΓΕΩΡΓΙΑ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΣΥΝΟΛΟ

 

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

2007

985,20

100,00

6.866,60

100,00

17.443,10

100,00

25.294,90

100,00

2008

963,40

97,79

6.821,90

99,35

17.563,90

100,69

25.349,20

100,21

2009

942,10

95,63

6.578,60

95,81

17.404,80

99,78

24.925,50

98,54

2010

959,50

97,39

6.382,10

92,94

17.424,10

99,89

24.765,70

97,91

2011

942,20

95,64

6.307,50

91,86

17.593,00

100,86

24.842,70

98,21

2012

918,70

93,25

6.148,10

89,54

17.698,00

101,46

24.764,80

97,90

2013

892,20

90,56

5.894,20

85,84

17.536,40

100,53

24.322,80

96,16

2014

893,30

90,67

5.774,60

84,10

17.678,60

101,35

24.346,50

96,25

2015

912,90

92,66

5.714,30

83,22

17.854,20

102,36

24.481,40

96,78

2016

926,80

94,07

5.688,60

82,84

18.206,30

104,38

24.821,70

98,13

2017

919,30

93,31

5.720,10

83,30

18.466,10

105,86

25.105,50

99,25

Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής), επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία.

Διάγραμμα 1.2. Οικονομικά ενεργός πληθυσμός κατά μακροοικονομικό τομέα δραστηριότητας. Διακύμανση με την πάροδο του χρόνου (δείκτης 2007 = 100)

ICR-09-ITA01-GR

Πρώτον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το ISTAT ταυτίζει την έννοια του οικονομικά ενεργού πληθυσμού με την έννοια του εργατικού δυναμικού. Στην πραγματικότητα, από ταξικής άποψης, οι δύο έννοιες είναι διαφορετικές. Ο ενεργός πληθυσμός αποτελείται από όλους όσοι βρίσκονται σε ηλικία εργασίας και είναι ικανοί για εργασία, ανεξαρτήτως εάν ασκούν επί του παρόντος μια οικονομική δραστηριότητα ή όχι. Επομένως, η έννοια αυτή περιλαμβάνει και τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής.

Για εμάς, αντίθετα, το εργατικό δυναμικό αποτελείται από όλους όσοι, χωρίς να έχουν ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, για να ζήσουν, είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι ή αναζητούν εργασία. Εν πάση περιπτώσει, η δυναμική του ενεργού πληθυσμού μπορεί να μας βοηθήσει να έχουμε μια εικόνα των αλλαγών που συμβαίνουν στην κατανομή της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ των μακροοικονομικών τομέων. Αυτές οι έννοιες και οι ποσοτικές διαφορές μεταξύ τους θα αναλυθούν στο κεφάλαιο 2.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Πίνακα 1.1 και του Διαγράμματος 1.2, αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων, ο ενεργός πληθυσμός μειώθηκε κατά 0,75% σε σύγκριση με το 2007, παρά την αύξηση του τομέα των υπηρεσιών (+ 5,86%).

Στον τομέα της γεωργίας και της αλιείας μειώνεται συνεχώς (-6,27% σε σύγκριση με το 2007), πιθανώς λόγω της συνδυασμένης επίδρασης της τεχνολογικής αντικατάστασης της εργατικής δύναμης, της αύξησης της παραγωγικότητας και της μετάβασης στον τομέα των υπηρεσιών προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της αυξανόμενης ζήτησης για εργασία.

Ο ενεργός πληθυσμός στον τομέα της βιομηχανίας μειώθηκε κατά 16,7% σε σύγκριση με το 2007. Η καπιταλιστική κρίση επηρέασε έντονα τη βιομηχανία, επιβεβαιώνοντας ότι είναι μια κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης, που απέχει πολύ από το να ξεπεραστεί εντελώς, αλλά και το γεγονός ότι η εξάπλωση της μετεγκατάστασης στο εξωτερικό πολλών παραγωγών έχει συμβάλει σε αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα.

Εάν λάβουμε υπόψη τη δυναμική της απασχόλησης ως προς τις πραγματικές ώρες εργασίας, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.3 και το Διάγραμμα 1.4, διαπιστώνουμε ότι μειώθηκε κατά 11,68% στον κλάδο της γεωργίας & αλιείας και κατά 21,26% στη βιομηχανία σε σύγκριση με το 2007, ενώ την ίδια περίοδο η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξήθηκε μόνο κατά 1,05%. Στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων, η απασχόληση μειώθηκε κατά 6,93% σε σύγκριση με το έτος πριν την κρίση. Εκτός από το μακροοικονομικό τομέα των υπηρεσιών, η απασχόληση σε όλους τους άλλους μακροοικονομικούς τομείς και στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με τα επίπεδά της πριν την κρίση.

Πίνακας 1.3. Απασχόληση βάσει πραγματικών ωρών εργασίας και μακροοικονομικού τομέα δραστηριότητας

 

ΓΕΩΡΓΙΑ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΣΥΝΟΛΟ

 

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

χιλιάδες

δείκτης

2007

2.709.942,10

100,00

12.912.100,40

100,00

30.367.945,30

100,00

45.989.987,80

100,00

2008

2.589.275,50

95,55

12.733.538,90

98,62

30.483.998,80

100,38

45.806.813,20

99,60

2009

2.535.110,30

93,55

11.713.504,40

90,72

30.010.626,90

98,82

44.259.241,60

96,24

2010

2.504.522,70

92,42

11.452.682,60

88,70

30.058.220,90

98,98

44.015.426,20

95,71

2011

2.416.626,60

89,18

11.380.431,10

88,14

30.255.419,50

99,63

44.052.477,20

95,79

2012

2.318.336,00

85,55

10.718.647,60

83,01

29.909.506,70

98,49

42.946.490,30

93,38

2013

2.297.820,50

84,79

10.178.436,40

78,83

29.346.979,80

96,64

41.823.236,70

90,94

2014

2.287.763,20

84,42

10.012.229,80

77,54

29.546.769,70

97,30

41.846.762,70

90,99

2015

2.359.409,20

87,06

10.013.244,60

77,55

29.853.686,10

98,31

42.226.339,90

91,82

2016

2.436.053,00

89,89

10.017.281,80

77,58

30.349.584,30

99,94

42.802.919,80

93,07

2017

2.393.501,70

88,32

10.167.569,10

78,74

30.685.946,90

101,05

43.247.017,10

93,07

 

Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής), επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία.

Διάγραμμα 1.4. Απασχόληση βάσει πραγματικών ωρών εργασίας (δείκτης 2007 = 100)

ICR-09-ITA02-GR

Από τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα:

  • Tα στοιχεία αυτά, επίσης, επιβεβαιώνουν τη φύση αυτής της καπιταλιστικής κρίσης ως κρίσης υπερπαραγωγής, επηρεάζοντας πρωτίστως τη βιομηχανία, ως τον τομέα όπου παράγεται ο υλικός πλούτος και όπου οι συνέπειες της κρίσης εμπλέκονται με εκείνες της αντικατάστασης της εργασίας από νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας. Όπως γνωρίζουν καλά οι μαρξιστές, η τεχνολογική αντικατάσταση για εξοικονόμηση εργασίας είναι επίσης μία από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, οδηγώντας την τάση του ποσοστού κέρδους σε πτώση.
  • Αν μετρήσουμε την απασχόληση με όρους πραγματικών ωρών εργασίας, αντί χιλιάδων ανθρώπων, βλέπουμε ότι η μείωση της απασχόλησης αποδεικνύεται μεγαλύτερη (ή η αύξησή της είναι μικρότερη). Το χάσμα μεταξύ αυτών των δεδομένων μετράει το επίπεδο των ψευδών των αστικών κυβερνήσεων επί του θέματος και οφείλεται στην εξάπλωση των επισφαλών συλλογικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, όταν ένας εργαζόμενος υπογράψει, τυπικά, σύμβαση μηδενικού ωραρίου, τα στατιστικά στοιχεία τον κατατάσσουν στον εργαζόμενο πληθυσμό, αν και δε δουλεύει ούτε μία ώρα κατά τη διάρκεια του έτους.
  • Όπως εμείς οι κομμουνιστές περιμέναμε και καταγγείλαμε, τα τεράστια κίνητρα, από πλευράς φοροαπαλλαγών, αποδέσμευσης από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, προσωρινής δημόσιας χρηματοδότησης των μισθών των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζόμενων, που προωθούνται από τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να στηρίζουν το ιδιωτικό κεφάλαιο με δημόσιους πόρους που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι-φορολογούμενοι, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά τον παρασιτικό χαρακτήρα του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Η σημερινή συγκυβέρνηση Πέντε Αστέρων - Λίγκας του Βορρά, ως αστική κυβέρνηση, ανακοίνωσε τη θέληση να συνεχίσει την ίδια πολιτική δημόσιας χρηματοδότησης των νέων προσλήψεων από ιδιωτικές εταιρίες: Οι κυβερνήσεις μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά, αν η τάξη στην εξουσία παραμείνει η ίδια, δεν μπορούμε να αναμένουμε πραγματικές αλλαγές.

Το Διάγραμμα 1.5 παρουσιάζει και συγκρίνει τη δυναμική του ποσοστού οικονομικής δραστηριότητας (EAR, γνωστό ως Ποσοστό Συμμετοχής Εργατικού Δυναμικού, που δείχνει το ποσοστό των ατόμων σε ηλικία εργασίας άνω των 15 ετών, τόσο απασχολούμενων όσο και ανέργων, σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, ανεξαρτήτως της τρέχουσας κατάστασης εργασίας τους, δηλαδή αντιπροσωπεύει το εργατικό δυναμικό), του δείκτη απασχόλησης (ER, ποσοστό απασχόλησης προς τον πληθυσμό, δηλαδή το ποσοστό των απασχολούμενων στο σύνολο του πληθυσμού) και του ποσοστού ανεργίας (UR, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που αναζητά εργασία).

Διάγραμμα 1.5. Δυναμική του ποσοστού οικονομικής δραστηριότητας, του ποσοστού απασχόλησης και του ποσοστού ανεργίας (2005 = 100) [1]

ICR-09-ITA03-GR

Το ποσοστό οικονομικής δραστηριότητας, που χρησιμοποίησε το ISTAT για τη μέτρηση της διακύμανσης του εργατικού δυναμικού, αυξήθηκε κατά 4,91% καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και τοποθετείται ελαφρώς πάνω από το επίπεδό του πριν την κρίση.

Το ποσοστό απασχόλησης μειώνεται συνεχώς μετά από το 2008, φτάνοντας στο ελάχιστό του το 2013, με μείωση κατά 5,28% σε σύγκριση με το 2008. Το σημερινό του επίπεδο είναι κατά 1,16% χαμηλότερο απ’ ό,τι πριν την κρίση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε κατά 0,81%.

Ο δείκτης ανεργίας αυξανόταν συνεχώς από το 2007 έως το 2014, όπου έφτασε στη μέγιστη τιμή του (+108,76% σε σύγκριση με το 2007). Μετά από το 2014 μπορεί να παρατηρηθεί μικρή ανάκαμψη, αλλά το ποσοστό ανεργίας το 2017 εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από το επίπεδο του 2007 (+84,52%), αυξανόμενο συνολικά κατά 45,02% καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

Αυτό σημαίνει ότι, παρά την αναιμική ανάκαμψη, η καπιταλιστική κρίση έχει καταστρέψει σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς το ποσοστό απασχόλησης βρίσκεται κάτω από την τιμή του πριν την κρίση, ενώ ένα ακόμη σημαντικότερο μέρος του εργατικού δυναμικού δεν μπορεί να βρει εργασία, όπως αποδεικνύεται από το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο βρίσκεται πολύ πάνω από την τιμή του πριν την κρίση. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα τόσο του υψηλού εργατικού δυναμικού (EAR) όσο και του υψηλού ποσοστού ανεργίας (UR), όπως εξήγησε ο Μαρξ, μειώνει τους μισθούς ή, τουλάχιστον, δεν τους αυξάνει.

Το 2017, το ποσοστό οικονομικής δραστηριότητας στην Ιταλία ήταν 65,43%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης ήταν 57,96% και το ποσοστό ανεργίας ήταν 11,21% (19,4% στη Νότια Ιταλία). Ιδιαίτερα δραματική είναι η ανεργία των νέων: Συνολικά 34,7% για την ηλικιακή ομάδα 15-24 (37,3% για τις νέες γυναίκες, 51,4% συνολικά στη Νότια Ιταλία, όπου οι άνεργες νέες γυναίκες αποτελούν το 55,6% του εργατικού δυναμικού). [2] Το ποσοστό των NEET (ατόμων που δε συμμετέχουν ούτε σε εκπαίδευση, ούτε σε κατάρτιση, ούτε εργάζονται) είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών (20%) και το δεύτερο ψηλότερο μετά από την Ελλάδα στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών. Επιπλέον, η Ιταλία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (6,6%) στην Ευρώπη για άτομα που κατέχουν πτυχίο πανεπιστημίου. [3]

Μπροστά σε αυτά τα στοιχεία, καταρρέουν τα ψεύδη τόσο των κεντροαριστερών όσο και των κεντροδεξιών αστικών κυβερνήσεων, σχετικά με την υποτιθέμενη επιτυχία των πολιτικών τους για την απασχόληση, οι οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο από μια περαιτέρω βοήθεια για το κεφάλαιο, χρησιμοποιώντας πόρους που προέρχονται κυρίως από τη φορολόγηση της μισθωτής εργασίας. Είναι σαφές ότι ο καπιταλισμός σήμερα όχι μόνο εμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, επιπλέον, τις καταστρέφει, γενόμενος όλο και πιο παρασιτικός και αδυνατώντας να ξαναρχίσει τη συσσώρευση χωρίς δημόσιους πόρους και υποστήριξη.

2. Η ποσοτική συνοχή της εργατικής τάξης στην Ιταλία

Ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα επιχειρήματα του ταξικού εχθρού και των υπηρετών του των οπορτουνιστών είναι η λεγόμενη εξαφάνιση της εργατικής τάξης, εξαιτίας τόσο της τεχνολογικής όσο και της «κοινωνικής» προόδου, όπου η τελευταία, δήθεν, θα μετρίαζε τις ταξικές διαφορές, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να τις εξαφανίσει, επιτρέποντας ακόμη και στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα την πρόσβαση στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, που κάποτε ήταν το προνόμιο της μεσαίας τάξης, χάρη στην ανακατανομή του παραγόμενου εισοδήματος. Ως αποτέλεσμα, η ταξική πάλη θα έχανε το νόημά της στο πλαίσιο ενός αρμονικού τοπίου ευρείας εξάπλωσης της μεσαίας τάξης και της κοινωνικής ειρήνης.

Αυτό το επιχείρημα, που διαψεύδεται από τη θεωρία και την πραγματικότητα, είναι ψευδές και αντιεπιστημονικό. Δεν εξετάζει την εμφανή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους παραγωγούς και τα εκμεταλλευτικά παράσιτα και προσπαθεί να αποκρύψει τις ταξικές διαφορές, συγχωνεύοντάς τους όλους στη γενική κατηγορία των «καταναλωτών».

Από θεωρητικής άποψης, αφενός, η τάξη στην οποία ανήκει κάποιος δεν καθορίζεται με βάση το επίπεδο κατανάλωσης ή εισοδήματος, το οποίο μπορεί να ποικίλει ποσοτικά, τόσο κυκλικά όσο και μακροπρόθεσμα, χωρίς να επηρεάζεται ποιοτικά, αλλά καθορίζεται από τη θέση που κατέχει κάποιος ως προς την ιδιωτική ιδιοκτησία και τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή από κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ποικίλουν ιστορικά μόνο όταν αλλάζει ο τρόπος παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε ανακατανομή του εισοδήματος δεν μπορεί να ξεπεράσει τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, καθώς δεν επηρεάζει τις σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας. Από την άλλη πλευρά, η τεχνολογική πρόοδος και οι σχετικές αλλαγές εξοικονόμησης εργασίας στη διαδικασία παραγωγής επηρεάζουν μόνο τον τεχνικό τρόπο με τον οποίο εξάγεται η υπεραξία, αλλά δε μεταβάλλουν την ουσία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή την απόσπαση και την ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές της κοινωνικά παραγόμενης υπεραξίας.

Η αξιολόγηση της πραγματικής ποσοτικής έκτασης της εργατικής τάξης στη χώρα μας δεν είναι εύκολη λόγω των ακόλουθων αιτιών:

  • Το μεγάλο βάρος της παραοικονομίας: Εκτιμάται ότι το 33% του ιταλικού ΑΕΠ προέρχεται από παράνομες επιχειρήσεις.
  • Τη σχετική εξάπλωση της μαύρης εργασίας.
  • Την αποδόμηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων και τη χρήση άτυπων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που προκαλούν ταχείες διακυμάνσεις του επιπέδου απασχόλησης.
  • Πολλοί εργαζόμενοι εκβιάζονται και υποχρεώνονται να εγγραφούν στα μητρώα ΦΠΑ, ως ανεξάρτητα αυτόνομα πρόσωπα ή ως αυτοαπασχολούμενοι. Επίσημα είναι εγγεγραμμένοι ως ανεξάρτητοι υπεργολάβοι, αλλά είναι από κάθε άποψη εργαζόμενοι που εξαρτώνται απόλυτα από τον εργοδότη τους και, επιπλέον, στερούνται οποιασδήποτε προστασίας των εργατικών συνδικάτων.
  • Τα εργατικά συνδικάτα δεν υπάρχουν σε όλα τα εργοστάσια, ειδικά σε μικρές μονάδες με λιγότερους από 15 εργαζόμενους, οι οποίες είναι ευρέως διαδεδομένες στην Ιταλία. Εξαιτίας αυτού, ακόμη και τα συνδικάτα δεν έχουν αρκετές πληροφορίες.
  • Τα στοιχεία σχετικά με το θέμα, τα οποία παρέχονται από το ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής) βασίζονται σε αυτά που δηλώνουν οι εργοδότες. Ως εκ τούτου, οι επίσημες στατιστικές αναπόφευκτα υποτιμούν την πραγματική αριθμητική συνοχή της εργατικής τάξης.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και όσον αφορά τους εργάτες γης, λόγω της ευρείας χρήσης μεταναστών εργατών χωρίς χαρτιά. Ως παράδειγμα αυτού του γεγονότος, σύμφωνα με την αστική εφημερίδα La Repubblica, στην Ιταλία, όπου το 40% του εδάφους προορίζεται για γεωργική χρήση, στις αρχές του 2018 υπήρχαν 1.085.000 εργάτες γης (590.000 ή 54.38% στη Νότια Ιταλία), περισσότερο απ’ ό,τι αναφέρει το ISTAT, που συμβάλλουν στο ΑΕΠ για ένα μέσο ετήσιο ποσό 133 δισεκατομμυρίων ευρώ! Μεταξύ αυτών, το 33% είναι γυναίκες, το 36% είναι αλλοδαποί, συγκεντρωμένοι κυρίως στις βόρειες περιοχές, όπου αποτελούν το 57% της αγροτικής εργατικής δύναμης. Η συντριπτική τους πλειοψηφία (942.000, δηλαδή το 86%) εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, το 34% από αυτούς εργάζεται λιγότερο από 51 μέρες ετησίως, χωρίς κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, ενώ το 15% δουλεύει λιγότερο από 10 μέρες ανά έτος, κυρίως στη Βόρεια Ιταλία. Αυτό επιβεβαιώνει τον πολύ υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης αυτών των εργαζόμενων και την ακραία επισφάλεια της δουλειάς τους, αλλά δείχνει επίσης την τεράστια φοροδιαφυγή και την αποφυγή κοινωνικών επιβαρύνσεων από τους ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι δηλώνουν ένα γελοίο και μη αξιόπιστο αριθμό ωρών εργασίας. [4]

Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 1, στη σελίδα 2 αυτού του άρθρου, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις, προσδιορίζουμε τις ακόλουθες τιμές που αναφέρθηκαν από το ISTAT:

  • Οικονομικά ενεργός πληθυσμός κατά το 2ο τρίμηνο του 2018: 25.105.500.
  • Εργαζόμενος πληθυσμός κατά το 2ο τρίμηνο του 2018: 23.476.000.
  • Μισθωτοί εργαζόμενοι κατά το 2ο τρίμηνο του 2018: 18.083.567.

Ως μισθωτούς εργάτες εννοούμε εκείνους που κερδίζουν μισθό από το να εργάζονται για έναν εργοδότη. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιούμε τον όρο «εργάτες» για να υποδείξουμε εκείνο το μέρος των μισθωτών που λαμβάνουν μισθό με τη μαρξιστική έννοια.

Επίσης, σε αυτήν την κατηγορία συμπεριλάβαμε τους μαθητευόμενους και τους εργαζόμενους στο σπίτι. Τα δεδομένα στον Πίνακα 2.1, το Διάγραμμα 2.2 και το Διάγραμμα 2.3 θεωρούν ως εργάτες όχι μόνο τους εργαζόμενους στη βιομηχανία, αλλά και τη μισθωτή εργατική δύναμη σε άλλους μακροοικονομικούς τομείς.

Ο Πίνακας 2.1 δείχνει την κατανομή των εργαζόμενων ανά επαγγελματική θέση, υποδεικνύοντας επίσης την επίπτωση κάθε επαγγελματικής κατηγορίας στο σύνολο και τη διαχρονική μεταβολή του αριθμού των εργαζόμενων ανά επαγγελματική θέση, που παρουσιάζεται γραφικά στο Διάγραμμα 2.2.

Πίνακας 2.1. Εργαζόμενοι ανά επαγγελματική θέση

 

2005

2006

2007

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

2017

2018

Απόλυτες τιμές (σε χιλιάδες)

Διοικητικά στελέχη

460

475

481

497

463

428

395

403

409

401

398

401

398

404

Διευθυντές

1.200

1.243

1.218

1.214

1.191

1.167

1.163

1.141

1.167

1.219

1.170

1.177

1.220

1.267

Υπάλληλοι

6.690

6.899

7.049

7.230

7.252

7.240

7.666

7.474

7.145

7.166

7.332

7.519

7.674

7.774

Εργάτες

8.077

8.131

8.164

8.272

8.125

7.996

7.715

7.928

7.961

7.995

8.088

8.213

8.389

8.638

Σύνολο εργαζομένων

16.426

16.748

16.913

17.213

17.030

16.833

16.940

16.945

16.682

16.780

16.988

17.310

17.681

8.083

Ποσοστό ως προς το σύνολο των εργαζόμενων (%)

Διοικητικά στελέχη

2,80

2,84

2,84

2,89

2,72

2,54

2,33

2,38

2,45

2,39

2,34

2,32

2,25

2,23

Διευθυντές

7,31

7,42

7,20

7,05

6,99

6,93

6,87

6,73

7,00

7,26

6,89

6,80

6,90

7,01

Υπάλληλοι

40,73

41,19

41,68

42,00

42,58

43,01

45,25

44,11

42,83

42,71

43,16

43,44

43,40

42,99

Εργάτες

49,17

48,55

48,27

48,06

47,71

47,50

45,54

46,79

47,72

47,65

47,61

47,45

47,45

47,77

Σύνολο εργαζομένων

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

100,00

Διακύμανση με την πάροδο του χρόνου (δείκτης 2005 = 100)

Διοικητικά στελέχη

100,00

103,26

104,57

108,04

100,65

93,04

85,87

87,61

88,91

87,17

86,52

87,17

86,52

87,83

Διευθυντές

100,00

103,58

101,50

101,17

99,25

97,25

96,92

95,08

97,25

101,58

97,50

98,08

101,67

105,58

Υπάλληλοι

100,00

103,12

105,37

108,07

108,40

108,22

114,59

111,72

106,80

107,12

109,60

112,39

114,71

116,20

Εργάτες

100,00

100,67

101,08

102,41

100,59

99,00

95,52

98,16

98,56

98,98

100,14

101,68

103,86

106,95

Σύνολο εργαζομένων

100,00

101,96

102,96

104,79

103,68

102,48

103,13

103,16

101,56

102,16

103,42

105,38

107,64

110,09

 

Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής), στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στο 2ο τρίμηνο του 2018, επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία.

Διάγραμμα 2.2. Εργαζόμενοι ανά επαγγελματική θέση. Διακύμανση με την πάροδο του χρόνου

ICR-09-ITA04-GR

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, ο αριθμός των εργατών μειώνεται από τα τέλη του 2008, φτάνοντας στο ελάχιστό του στο τέλος του 2011, κατόπιν αυξάνεται συνεχώς σε απόλυτη τιμή (+11,43% σε σύγκριση με το 2011, +6,95% για ολόκληρη την περίοδο), αλλά το ποσοστό του ως προς το σύνολο των μισθωτών μειώνεται συνεχώς μέχρι το 2010, ύστερα αρχίζει να αυξάνεται περισσότερο ή λιγότερο με ελαφρές διακυμάνσεις, φτάνοντας τελικά το 47,77% το 2ο τρίμηνο του 2018. Αυτή η μείωση του όγκου, που οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά ξεκίνησε πολύ πριν από αυτή, οφείλεται στη συνδυασμένη επίδραση της τεχνολογικής αντικατάστασης της εργατικής δύναμης και της μετεγκατάστασης ορισμένων παραγωγών. Δεδομένου ότι μόνο η παραγωγή υπόκειται σε μετατόπιση στο εξωτερικό, ενώ το διοικητικό προσωπικό, η διοίκηση και τα ακίνητα, ως έδρα, παραμένουν στη χώρα προέλευσης, η μείωση αυτή δεν επηρέασε σοβαρά την επαγγελματική κατηγορία των υπαλλήλων, ενώ επηρέασε ελάχιστα την κατηγορία των διευθυντών: Οι πρώτοι, μετά από μια μείωση από το 2011 έως το 2014, τοποθετούνται σε υψηλότερο επίπεδο το 2011 και πολύ πάνω από το επίπεδο του έτους αναφοράς, ενώ οι δεύτεροι ανακάμπτουν από τη μείωση που ξεκίνησε το 2006 και ο αριθμός τους αυξάνεται κατά +16,2 % σε σχέση με το έτος αναφοράς, τοποθετούμενοι πάνω από το προηγούμενο θετικό μέγιστο του 2011 κατά σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες. Η καπιταλιστική διαδικασία αναδιάρθρωσης έχει μειώσει σημαντικά τον αριθμό κορυφαίων στελεχών επιχειρήσεων (-22,17% σε 3 χρόνια, από το 2008 έως το 2011, -12,17% σε ολόκληρη την περίοδο). Αυτό θα μπορούσε να σχετίζεται όχι μόνο με την ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης και με τη μείωση του κόστους που συνδέεται με τις αποδοχές μιας δαπανηρής και περιττής κατηγορίας, αλλά στην περίπτωση αυτή και με τη μετεγκατάσταση ορισμένων παραγωγών, που μείωσε τη ζήτηση για αυτές τις λειτουργίες στη χώρα. Εν πάση περιπτώσει, το ποσοστό τους ως προς το σύνολο των εργαζόμενων είναι μόνο ελαφρώς χαμηλότερο από ό,τι πριν. Συνολικά, ξεκινώντας από το 2015, παρατηρείται τάση αύξησης του αριθμού των εργαζόμενων γενικότερα και σε κάθε επαγγελματική κατηγορία, εκτός από τα κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων.

Ακόμη και σύμφωνα με αυτά τα υποτιμημένα επίσημα στοιχεία, η εργατική τάξη αποτελεί το 47,77% των μισθωτών, το 36,80% του ενεργού πληθυσμού και το 14,28% του συνολικού πληθυσμού, παραμένοντας το κύριο συστατικό των παραγωγικών δυνάμεων. Η σύνθεση των μισθωτών κατά το τρέχον έτος παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 2.3.

Διάγραμμα 2.3. Σύνθεση των εργαζόμενων ανά επαγγελματική θέση (2018, δεύτερο τρίμηνο)

ICR-09-ITA05-GR

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα επίσημα δεδομένα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εργατική τάξη απέχει πολύ από την εξαφάνιση, όπως υποστηρίζουν ο ταξικός εχθρός και οι οπορτουνιστές. Αυτά τα δεδομένα είναι σαφώς υποτιμημένα. Για παράδειγμα, οι στατιστικές λαμβάνουν υπόψη μόνο επίσημα δηλωμένους εργαζόμενους στο σπίτι, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η κατηγορία των ανασφάλιστων εργατών είναι μεγαλύτερη από τα επίσημα στοιχεία, λόγω της ευρείας διάδοσης της εργασίας της μαύρης αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για τους εργάτες γης, των οποίων η εκτίμηση είναι εξαιρετικά δύσκολη για τους ίδιους λόγους. Επιπλέον, θεωρούμε ότι στο παρόν υπάρχουν μισθωτοί εργαζόμενοι, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι, σήμερα, πολλοί εργάτες υποχρεώνονται από τους εργοδότες τους να δηλώνονται ως αυτοαπασχολούμενοι ανεξάρτητοι υπεργολάβοι. Εξαιτίας αυτών των λόγων, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι ο πραγματικός αριθμός των μισθωτών εργατών είναι σημαντικά υψηλότερος από αυτόν που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία.

Κατά την αντίληψή μας, η εργατική τάξη, που θεωρείται ότι επί του παρόντος εργάζεται ως μισθωτός παραγωγός υλικού πλούτου, αποτελεί συστατικό στοιχείο του προλεταριάτου γενικά. Για να πάρουμε μια ιδέα για τον αριθμό των προλετάριων, πρέπει να προσθέσουμε στα στοιχεία του Πίνακα 2.1 τον αριθμό των εργατών που έχασαν τη δουλειά τους, τον αριθμό των ατόμων χωρίς εργασιακή εμπειρία που αναζητούν εργασία ως εργάτες, τον αριθμό των συνταξιούχων εργατών. Και τι να πούμε για τα παιδιά των προλετάριων, τα οποία οι στατιστικές ταξινομούν ως «αδρανείς πληθυσμούς» μαζί με τα παιδιά της αστικής τάξης; Η καπιταλιστική κρίση έπληξε σκληρά τις μεσαίες τάξεις, προλεταριοποιώντας ένα σημαντικό τμήμα τους. Για παράδειγμα, οι 45χρονοι που μένουν χωρίς δουλειά και δεν εντάσσονται στις στατιστικές, δηλαδή απολυμένοι διευθυντές, καθηγητές και άλλα μικροαστικά στοιχεία, που είναι πολύ μεγάλοι για να βρουν μια νέα δουλειά, αλλά και πολύ μικροί για να δικαιούνται σύνταξη, άραγε δεν εντάσσονται στις γραμμές του προλεταριάτου;

Οι επίσημες στατιστικές δεν έχουν ταξικά κριτήρια ταξινόμησης. Εξαιτίας αυτού, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιήσουμε με ακρίβεια την πραγματική αριθμητική συνοχή του προλεταριάτου στην Ιταλία. Είναι προφανές ότι οι επίσημες στατιστικές την υποτιμούν, αλλά είναι επίσης προφανές ότι η οπορτουνιστική θεωρία για την υποτιθέμενη «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης και του προλεταριάτου δε στηρίζεται από στοιχεία και επομένως είναι εντελώς ψευδής. Αυτός ο ισχυρισμός επιβεβαιώνεται περισσότερο, εάν μεταβούμε από εθνικό σε διεθνές επίπεδο. Η πιθανή μείωση του αριθμού των εργαζόμενων στις πλέον οικονομικά αναπτυγμένες χώρες μπορεί να συνοδεύεται, σε μια διευρυνόμενη οικονομική φάση, από μια παραπάνω αναλογική αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή το κεφάλαιο μετεγκαθιστά την παραγωγή προς εκείνες τις χώρες στις οποίες το εργατικό κόστος είναι τόσο χαμηλό, οι φόροι και οι νόμοι είναι τόσο ελαστικοί, ώστε η αντικατάσταση της εργατικής δύναμης από τις νέες τεχνολογίες μπορεί να μην είναι βολική βραχυπρόθεσμα. Αυτή είναι η περίπτωση της παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων, η οποία μετατοπίστηκε από πολυεθνικές εταιρίες στο Πακιστάν, την Ινδονησία και το Βιετνάμ.

Μέχρι στιγμής, εξετάσαμε τα πραγματικά δεδομένα για όσους, ως εργαζόμενοι, δεν κατέχουν ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής (ακόμη και αν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανώτατα στελέχη και ανώτερα διευθυντικά στελέχη μπορούν να κατέχουν μετοχές κεφαλαίου). Ως μαρξιστές, δεν ξεχνάμε ότι μόνο η εργατική δύναμη των εργατών παράγει υπεραξία, απ’ όπου, πέραν του κέρδους και μεταξύ άλλων μεταβλητών, ο μισθός προέρχεται από τις άλλες κατηγορίες εργαζόμενων. Εν τούτοις, στη γενική πάλη μεταξύ παραγωγών πλούτου και παρασιτικών σφετεριστών της δουλειάς των άλλων, η εργατική τάξη πρέπει να ενεργήσει για να φέρει στις θέσεις τους αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων, βασικά μικροαστών, οι οποίοι ούτως ή άλλως αποκλείονται από την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την πολιτική εξουσία. Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή, καθώς οι μικροαστοί ταλαντεύονται μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου και, σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, μπορεί να γίνουν η δύναμη κρούσης της Αντίδρασης. Η Ιστορία δείχνει ότι η εργατική τάξη μπορεί να κερδίσει μόνο όταν είναι σε θέση να αναπτύξει μια πολιτική κοινωνικών συμμαχιών, να σχηματίσει ένα μπλοκ ανταγωνιστικών δυνάμεων προς την αστική τάξη, να διακηρύξει τα συμφέροντά της καθολικά και χωρίς συμβιβασμούς.

Από την άποψη της εδαφικής κατανομής, η εργατική τάξη συγκεντρώνεται κυρίως στη Βόρεια Ιταλία (51,77%), λιγότερο στο Νότο (27,97%) και στο Κέντρο (20,26%), ως συνέπεια της άνισης βιομηχανικής ανάπτυξης εντός της χώρας, η οποία ιστορικά χαρακτηρίζει τον ιταλικό καπιταλισμό. Εκτός από το χάσμα μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ιταλίας, μπορούμε επίσης να σημειώσουμε τη διατήρηση του χάσματος μεταξύ των φύλων, το οποίο εκδηλώνεται μετριασμένα από αριθμητική άποψη, αλλά σημαντικά από πλευράς μισθού. Οι γυναίκες αποτελούν το 44,54% του συνόλου των εργαζόμενων, το 32,1% των ανώτατων στελεχών, το 45,27% των διευθυντικών στελεχών, το 57,65% των υπαλλήλων και το 34,37% των εργατών. [5] Ο μέσος μισθός μιας εργάτριας που κατέχει χαμηλότερου επιπέδου πτυχίο ανέρχεται στο 64% του μισθού ενός άντρα εργάτη με το ίδιο πτυχίο. Το χάσμα αυτό μειώνεται για τις εργάτριες με απολυτήριο λυκείου, οι οποίες λαμβάνουν το 72% του μισθού των αντρών εργατών, αλλά γίνεται και πάλι πολύ υψηλό για τις γυναίκες με πανεπιστημιακό πτυχίο, οι οποίες λαμβάνουν το 66% του μισθού ενός άντρα με ισοδύναμο πτυχίο. [6]

Τα διαθέσιμα στοιχεία της ISTAT επιβεβαιώνουν πως η πλειονότητα των εργαζόμενων (δεν είναι διαθέσιμα πιο συγκεκριμένα ξεχωριστά στοιχεία ανά επαγγελματική θέση, αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι πάνω-κάτω ακολουθούν την ίδια τάση και κατανομή των εργαζόμενων γενικά) παραμένει διασκορπισμένη σε επιχειρήσεις μικρού και πολύ μικρού μεγέθους των 0 έως 9 υπαλλήλων (45,35% το 2016, με μια τάση μείωσης με την πάροδο του χρόνου), ενώ το 22,6% του συνόλου των εργαζόμενων δουλεύουν σε μεγάλες εταιρίες με πάνω από 250 υπαλλήλους. Ο αριθμός των εργαζόμενων που απασχολούνται σε μεγάλες εταιρίες δείχνει μια αξιοσημείωτη ανοδική πορεία την περίοδο από το 2012 έως το 2016 (+1,78%), ενώ ο αριθμός εργαζόμενων σε πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μειώνεται ή μένει στάσιμος. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επιβεβαιώνουν την επιμονή μιας ιστορικής αδυναμίας του ιταλικού καπιταλισμού, δηλαδή το χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης της καπιταλιστικής παραγωγής. Ωστόσο, επίσης, δείχνει πως η διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου βρίσκεται σε εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι μπορεί να γίνεται αργά ή με καθυστέρηση. Είναι εμφανής η δυσκολία στην οργάνωση της εργατικής τάξης λόγω της διασποράς της σε όλη τη χώρα και της χαμηλής της συγκέντρωσης σε παραγωγικές μονάδες μικρού και πολύ μικρού μεγέθους. Παράλληλα, αυτή η δυσκολία εντείνεται από το γεγονός πως σε εταιρίες με λιγότερους από 15 εργαζόμενους, τα εργατικά σωματεία δεν έχουν εσωτερικούς αντιπροσώπους και ο Εργατικός Κώδικας δεν εφαρμόζεται.

3. Μισθοί, τιμές και κέρδη

Οι απολογητές του καπιταλισμού πασχίζουν να πείσουν την κοινή γνώμη πως η μείωση των μισθών είναι συνέπεια της οικονομικής κρίσης και πως για να ξεπεραστεί η κρίση είναι αναγκαίες περαιτέρω θυσίες «για τα συμφέροντα της χώρας», οι οποίες παρουσιάζονται σαν κάτι το ανεξήγητο χωρίς ταξικό στίγμα. Αυτή η δήλωση απέχει πολύ από την αλήθεια.

Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε πως η κρίση δεν είναι απλά «κρίση της οικονομίας» χωρίς κανένα χαρακτηρισμό, αλλά είναι κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας που προέρχεται από τις αντιθέσεις του καπιταλισμού και είναι εγγενής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επιπλέον, υπό αυτό το πρίσμα, είναι λάθος και κίβδηλο να αναφερόμαστε σε «συμφέροντα της χώρας», καθώς η χώρα χωρίζεται σε ανταγωνιστικές τάξεις, οι οποίες δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν κοινά συμφέροντα.

Εξαιτίας της ίδιας της φύσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (η αντίστροφη αναλογικότητα μεταξύ μισθού και κέρδους), οι καπιταλιστές προσπαθούσαν πάντοτε να συμπιέζουν τους μισθούς προς τα κάτω, όμως, όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ, προκειμένου να αποτρέψουν την επαναστατική ριζοσπαστικοποίηση των διαθέσεων και αγώνων της εργατικής τάξης, οι καπιταλιστές ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν υψηλότερους μισθούς, προνόμια και πρόνοια ώστε η πολιτική τους εξουσία και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής να μην τεθούν υπό αμφισβήτηση. Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε η χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας και της ανάδειξης του κοινωνικού συμβιβασμού. Από τη στιγμή που η ΕΣΣΔ εξαφανίστηκε, οι καπιταλιστές έχουν αποκαταστήσει ολοκληρωτικά την πολιτική τους εξουσία για να επιβάλλουν το κέρδος ως τη μόνη ανεξάρτητη οικονομική μεταβλητή, χωρίς καμία ευελιξία υποχώρησης. Οι εργατικές αποδοχές σε όλες τους τις μορφές, άμεσες (μισθοί), ετεροχρονισμένες (συντάξεις) ή έμμεσες (κοινωνικές υπηρεσίες), και οποιαδήποτε άλλη κατανομή υπεραξίας μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, να μειωθούν ή να περικοπούν, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με το κέρδος. Ο γενικευμένος ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών χωρών και ομάδων ενίσχυσε αυτήν την τάση και έβαλε τέλος στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική του συμβιβασμού και της κοινωνικής ειρήνης.

Ένα παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η επιτάχυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά από το 1991. Στην Ιταλία, αυτή η διαδικασία, και κυρίως η είσοδος στο σύστημα του ευρώ ως το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, συνοδεύτηκε από μείωση των μισθών και επιβολή επώδυνων οικονομικών θυσιών στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Εκείνη την εποχή, κεντροαριστερές κυβερνήσεις πάσχιζαν να παρουσιάσουν τις θυσίες ως προσωρινά αναγκαίες προς όφελος ενός λαμπρού μέλλοντος σε μια ενωμένη Ευρώπη. Η Ιστορία ξεσκέπασε τα ψέματά τους. Από την πρώτη στιγμή, η Ευρώπη της ολοκλήρωσης έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο ως μια ιμπεριαλιστική σύμπραξη, ως εχθρός των εργατών και των λαών, με στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης και την καταλήστευση της μισθωτής εργασίας. Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα για την εργατική τάξη, παρά μόνο τη συνεχή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, πολύ πριν το ξέσπασμα της κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή του ευρώ στην Ιταλία εφαρμόστηκε με δόλιο τρόπο, παραποιώντας τους εθνικούς λογαριασμούς, προκειμένου να πληρούνται τυπικά οι παράμετροι του Μάαστριχτ, ενώ η ιταλική οικονομία απέχει πολύ από αυτές. Η απώλεια της δυνατότητας να χρησιμοποιηθεί η υποτίμηση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, λόγω της καθορισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (1 ευρώ = 1,927.36 λίρες Ιταλίας), η αντιπληθωριστική πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας που έπληξε τις συντάξεις και τις κοινωνικές υπηρεσίες και η αποδυνάμωση της ταξικής πάλης από ρεφορμιστικά εργατικά σωματεία που στηρίζουν τα αντεργατικά μέτρα, που πέρασαν οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις, έχουν ρίξει από κοινού τους μισθούς, πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Επιπλέον, πολλές τιμές προσαρμόστηκαν στο ευρώ με λόγο 1 προς 1000, χωρίς καμία παρέμβαση από τις κυβερνήσεις και τα εποπτικά όργανα των τιμών. Οι μειωμένοι μισθοί προκάλεσαν ύφεση στην εγχώρια ζήτηση, που τελικά έπληξε τους επιμέρους τομείς που στην ουσία είχαν αποκτήσει αθέμιτα πλεονεκτήματα από τη μετατροπή της ιταλικής λίρας σε ευρώ (εμπόριο, εστιατόρια, μπαρ και υπηρεσίες τροφοδοσίας κλπ.), παρασέρνοντας και τη μεσαία τάξη στη δίνη της κρίσης. Το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών υπήρξε η τεράστια μεταφορά πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο.

Η τελευταία κρίση συνέβαλε αναμφίβολα στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατών, όμως δεν είναι η κύρια αιτία μείωσης των μισθών μακροπρόθεσμα. Η μείωση των μισθών αποτελεί αναπόφευκτη τάση υπό καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όπως μας έμαθε ο Καρλ Μαρξ. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να θυμίσουμε εν συντομία τη διάκριση μεταξύ του ονομαστικού (χρηματικού) μισθού, του πραγματικού μισθού και του σχετικού μισθού σύμφωνα με τον Μαρξ. Ο ονομαστικός μισθός είναι το χρηματικό ποσό που λαμβάνει ο εργάτης, η τυπική τιμή της εργατικής δύναμης. Ο πραγματικός μισθός είναι το ποσό των αγαθών και υπηρεσιών που ο εργάτης μπορεί να αγοράσει με τον ονομαστικό του μισθό. Ο σχετικός μισθός εξετάζεται σε σχέση με το κέρδος, καθώς και τα δύο είναι στοιχεία της κατανομής της παραγόμενης υπεραξίας, και μετρά τη δυναμική της κοινωνικής θέσης των εργατών. Ο μισθός, που είναι η τιμή της εργατικής δύναμης, καθορίζεται και συνδέεται με την αξία του, δηλαδή με την ποσότητα αγαθών, υπηρεσιών και πνευματικών αξιών που χρειάζονται κοινωνικά και ιστορικά για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτή η αξία αλλάζει βάσει της οικονομικής, πολιτιστικής, επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της κοινωνίας με μία αυξητική τάση. Να θέσουμε ένα απλό παράδειγμα: Πριν εμφανιστούν τα smartphones στην αγορά, κανείς δεν τα χρειαζόταν, αλλά μετά έγιναν σύντομα αναγκαία σε όλους. Οι τιμές ποτέ δεν αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις αξίες από τις οποίες προέρχονται, πρωτίστως λόγω της σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και δευτερευόντως λόγω άλλων συνθηκών της αγοράς. Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της παραγωγής (αναδιοργάνωση του καταμερισμού εργασίας) και της τεχνολογικής αντικατάστασης της εργατικής δύναμης με μηχανήματα, η προσφορά εργασίας γενικά υπερβαίνει τη ζήτηση εργασίας και αυτό αντικειμενικά καθορίζει τη σταθερή τάση μείωσης των μισθών στον καπιταλισμό. Αυτή είναι μια από τις κύριες αντιθέσεις της αγοράς εργασίας στον καπιταλισμό: Ιστορικά, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει, αλλά η τιμή της (μισθός) τείνει να ακολουθεί το φυσικό κατώτατο όριό της και, σε κάποιες περιπτώσεις, να πέφτει ακόμα και κάτω από αυτό. Ο πραγματικός μισθός δεν εξαρτάται μόνο από το ποσό του ονομαστικού μισθού, αλλά και από πολλές άλλες μεταβλητές, όπως τα επίπεδα τιμών και ο πληθωρισμός, η φορολογία, το ποσοστό ανεργίας, τα πάντα μπορούν να επηρεάσουν τη σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που ο ονομαστικός μισθός αυξηθεί, ο πραγματικός μισθός μπορεί να μειωθεί λόγω της αύξησης των τιμών ή της φορολογίας ή την υποτίμηση του νομίσματος, στην περίπτωση που η ανάπτυξή τους είναι δυσανάλογη της αύξησης του ονομαστικού μισθού. Όπως είπαμε παραπάνω, ο σχετικός μισθός, όπως και το κέρδος, είναι μέρος της κατανομής της υπεραξίας που παράγεται. Λαμβάνοντας υπόψη ένα συγκεκριμένο ποσό της υπεραξίας, εάν το κέρδος αυξηθεί, ο μισθός μειώνεται αυτόματα. Από αυτήν την αντίστροφη αναλογικότητα του μισθού και του κέρδους προκύπτει αντικειμενικά η ασίγαστη σύγκρουση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Από τη μια μεριά, κυρίως σε ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, μια αύξηση τόσο στον ονομαστικό όσο και στον πραγματικό μισθό μπορεί να σημειωθεί, αλλά «ο σχετικός μισθός της εργασίας μπορεί να πέφτει, παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός μισθός της εργασίας ανεβαίνει ταυτόχρονα με τον ονομαστικό μισθό της εργασίας, δηλαδή με τη χρηματική αξία της εργασίας, μόνο που δεν ανεβαίνει όμως στη ίδια αναλογία που ανεβαίνει το κέρδος. Αν, λ.χ., στις περιόδους που οι δουλειές πάνε καλά ο μισθός της εργασίας ανεβαίνει κατά 5%, ενώ αντίθετα μεγαλώνει το κέρδος κατά 30%, τότε ο συγκριτικός, ο σχετικός μισθός εργασίας δεν αυξήθηκε αλλά έπεσε». [7] Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός πως ο καπιταλισμός βελτιώνει συνεχώς την παραγωγικότητα και ένταση της εργασίας, εφαρμόζοντας νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης της εργασίας και μορφές καταμερισμού της εργασίας, που επιτρέπουν τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας που χρειάζεται για να παραχθούν μέσα συντήρησης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και για να επεκταθεί ο χρόνος υπερεργασίας, από τον οποίο προέρχονται η υπεραξία και το κέρδος. Λόγω αυτού, υπάρχει μια αντικειμενική τάση να πέφτει ο σχετικός μισθός. Γενικά, ακόμα και σε αυτές τις σπάνιες και σύντομες περιόδους, όταν βελτιώνονται ο πραγματικός μισθός και οι υλικές συνθήκες διαβίωσης των εργατών, αυτό «δεν καταργεί την αντίθεση ανάμεσα στα δικά του συμφέρονται και τα συμφέροντα της αστικής τάξης, τα συμφέροντα του κεφαλαιοκράτη» [8], καθώς ο σχετικός μισθός έχει ούτως ή άλλως μειωθεί και το κοινωνικό χάσμα σε σχέση με τους καπιταλιστές έχει μεγαλώσει.

Καθώς το καπιταλιστικό κέρδος προστατεύεται σταθερά από την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης, αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες και το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στην Ιταλία. Ο πληθωρισμός ενθαρρύνεται τεχνητά από την ΕΚΤ και συμβάλλει στην όξυνση της κατάστασης, μειώνοντας τον πραγματικό μισθό, δηλαδή την αγοραστική δύναμη των εργατών. Επιπροσθέτως, δεδομένης της αντίστροφης αναλογικότητας μεταξύ μισθού και ποσοστού ανεργίας, το τωρινό υψηλό επίπεδο της τελευταίας προκαλεί μια πλεονάζουσα προσφορά εργασίας έναντι της ζήτησης, που οφείλεται στο ίδιο το σύστημα, αλλά εντείνεται σε συνθήκες κρίσης.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τον Πίνακα 3.1, που βασίζεται σε στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπου εξετάζονται ο μέσος ετήσιος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός, ο δείκτης W και ο πληθωρισμός (τόσο σε ποσοστιαία ετήσια διακύμανση όσο και σε δείκτη).

Πίνακας 3.1. Μέσος ετήσιος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός, ο δείκτης του και η ετήσια διακύμανσή του, και ο πληθωρισμός (2005-2017)

 

Ετήσιος Μέσος Μισθός σταθερές τιμές σε € 2017

W

Πληθωρισμός

δείκτης 2005=100

%

%

δείκτης 2005=100

2005

29.630,33

100,00

0,00%

1,99%

100,00

2006

29.834,76

100,69

0,69%

2,09%

102,09

2007

29.805,48

100,59

-0,10%

1,83%

103,96

2008

29.837,94

100,70

0,11%

3,35%

107,44

2009

29.985,41

101,20

0,49%

0,77%

108,27

2010

30.272,54

102,17

0,96%

1,53%

109,92

2011

29.800,04

100,57

-1,56%

2,78%

112,98

2012

28.902,03

97,54

-3,01%

3,04%

116,42

2013

28.946,86

97,69

0,16%

1,22%

117,84

2014

29.055,92

98,06

0,38%

0,24%

118,12

2015

29.302,24

98,89

0,85%

0,04%

118,17

2016

29.512,07

99,60

0,72%

-0,09%

118,06

2017

29.213,56

98,59

-1,01%

1,23%

119,50

Πηγή: ΟΟΣΑ, επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία

Η μείωση των μισθών είναι άμεσα φανερή ακόμα και στην περίπτωση που εξετάσουμε μόνο τον ονομαστικό ακαθάριστο μισθό [9], ο οποίος έπεσε κατά 1,41% σε σχέση με το 2005 και κατά 3,5% σε σχέση με το 2010. Παρά τις δηλώσεις κινδυνολογίας της ΕΚΤ και των εργοδοτικών οργανώσεων, ο πραγματικός αποπληθωρισμός περιορίζεται ουσιαστικά στο 2016 με διακύμανση της τιμής μόνο κατά -0,10%. Αντιθέτως, όλα τα υπόλοιπα υπό εξέταση χρόνια, υπάρχει μια μέση αύξηση στις τιμές κατά 1,54%, ακόμη κι αν η ετήσια διακύμανσή τους είναι μερικές φορές τόσο αδύναμη που επιβεβαιώνει μια φάση υποτίμησης. Ωστόσο, για τους σκοπούς της ανάλυσής μας, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως η ετήσια διακύμανση των μισθών παραμένει σχεδόν πάντα κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού, που υπολογίζεται ως ετήσια διακύμανση του δείκτη τιμών του καταναλωτή, εκτός από το 2014, 2015 και 2016. Στην περίπτωση που αυτή είναι η δυναμική του ακαθάριστου ονομαστικού μισθού, είναι εύκολο να μαντέψουμε, ακόμα και χωρίς διαγράμματα και πίνακες, πως η δυναμική του πραγματικού μισθού είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση, εάν λάβουμε υπόψη:

– Τη φορολογική επιβάρυνση: οι φορολογικοί συντελεστές στο ατομικό εισόδημα και τα εισοδηματικά κλιμάκια για την προοδευτική τους εφαρμογή έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές, αλλά πάντα στο όνομα της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των υψηλότερων εισοδημάτων. Μετά από τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση του 1974, είχαμε 32 εισοδηματικά κλιμάκια, όπου ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής για εισοδήματα άνω των 500 εκατομμυρίων ιταλικών λιρών (250.000 ευρώ) ήταν 72%, ο χαμηλότερος ήταν 10%. Το 2018 έχουμε 5 εισοδηματικά κλιμάκια, όπου ο υψηλότερος συντελεστής για εισοδήματα άνω των 75.000 ευρώ είναι 43% (μόνο για το μέρος του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 75.000 ευρώ), ο χαμηλότερος είναι 23%. Υπάρχει η τάση να εξαλειφθεί η έννοια προοδευτικότητας του φόρου εισοδήματος. Δεν είναι τυχαίο πως η κυβέρνηση Λίγκας-Κινήματος 5 Αστέρων, που αντιπροσωπεύει έναν ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό του βιομηχανικού κεφαλαίου, ανεξαρτήτως μεγέθους της εταιρίας, προσπαθεί να εισάγει το λεγόμενο ενιαίο φόρο (flat tax), ο οποίος έχει μια αναλογικά υψηλότερη επίπτωση στα χαμηλότερα εισοδήματα. Σήμερα, εάν πάρουμε ένα μέσο ακαθάριστο μισθό των 29.213,56 ευρώ (βλ. Πίνακας 3.1), η επίπτωση της άμεσης φορολογίας και των κοινωνικών επιβαρύνσεων, που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, ισούται με το 39% του μισθού. Επομένως, ο καθαρός μισθός μετά φόρων ανέρχεται στα 17,820.27 ευρώ. Ωστόσο, αυτό που πλήττει κυρίως τους εργάτες και αντιβαίνει στην αρχή προοδευτικής φορολόγησης με βάση το Σύνταγμα είναι οι άμεσοι φόροι (ΦΠΑ που δεν εκπίπτει για τους τελικούς καταναλωτές, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και δασμοί επί των οποίων εφαρμόζεται συχνά ο ΦΠΑ με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στις τελικές τιμές κλπ.), καθώς μειώνουν την κατανάλωση ανεξαρτήτως εισοδήματος και κυρίως επηρεάζουν τους εργάτες, οι οποίοι αναγκάζονται να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για κατανάλωση. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, ο συντελεστής ΦΠΑ έχει αυξηθεί από το 20% στο 21% το 2011 και στο 22% το 2013, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης για το αλκοόλ, τον καπνό, τη βενζίνη και τα παράγωγα πετρελαίου αυξάνονται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Τα τέλη χαρτοσήμου και τα τέλη ταξινομήσεως έχουν επίσης αυξηθεί, μαζί με διάφορες άλλες εισφορές που χρεώνονται σε εταιρίες, οι οποίες όμως φορτώνονται στους τελικούς καταναλωτές.

Τις περικοπές βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση και τις μεταφορές: Μετά από την ιδιωτικοποίηση, οι υπηρεσίες αυτές χρεώνονται ή υπήρξε αύξηση αντιτίμου.

Ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών δεν υπολογίζεται στη βάση του πραγματικού πληθωρισμού, αλλά του προγραμματισμένου πληθωρισμού με τα γνωστά τεχνάσματα λογιστικής.

Εξετάζοντας τα παραπάνω, είναι εύκολο να κατανοήσουμε πως οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν πολύ περισσότερο από τους ονομαστικούς. Η δυναμική των μισθών και του πληθωρισμού φαίνεται στο Διάγραμμα 3.2. (μακροπρόθεσμη διακύμανση) και το Διάγραμμα 3.3. (ετήσια διακύμανση).

Διάγραμμα 3.2. Δείκτης μέσου μισθού και δείκτης πληθωρισμού

ICR-09-ITA06-GR

Διάγραμμα 3.3. Ετήσια διακύμανση μέσου μισθού και πληθωρισμός

ICR-09-ITA07-GR

Η πτωτική τάση του πραγματικού μισθού δεν οφείλεται στη θέληση της τάξης των καπιταλιστών, αλλά πρόκειται για έναν αντικειμενικό νόμο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κυρίως επειδή η προσφορά εργασίας υπερβαίνει γενικά τη ζήτηση εργασίας. Θεωρητικά, ο πραγματικός μισθός δε θα πρέπει να πέφτει κάτω από το φυσικό κατώτερο επίπεδο συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά συχνά, όταν είναι διαθέσιμος ένας μεγάλος «εφεδρικός εργατικός στρατός» και τα εργατικά σωματεία είναι αδύναμα ή συνεργάζονται με τους εργοδότες, οι μισθοί μπορεί να πέσουν ακόμα πιο κάτω και από αυτό το απώτατο όριο. Αυτό μπορεί να συμβεί τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες και να παράγει το φαινόμενο των λεγόμενων «φτωχών εργαζόμενων», δηλαδή εργαζόμενων των οποίων οι μισθοί δεν επαρκούν για να εγγυηθούν την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από εκθέσεις της EUROSTAT, από τις οποίες προκύπτει επίσης ότι, λόγω των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν από το μεγάλο εθνικό και διεθνές κεφάλαιο, 5,7 εκατομμύρια νέοι Ιταλοί θα λάβουν σύνταξη κάτω από το όριο της φτώχειας.

Φτώχεια των εργαζόμενων στα κράτη-μέλη της ΕΕ, 2016 (% των απασχολούμενων ατόμων ηλικίας 18 και άνω)

ICR-09-ITA08-GR

«Ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ το 2016, το ποσοστό των απασχολούμενων ατόμων στο όριο της φτώχειας ήταν υψηλότερο στη Ρουμανία (18,9%), ενώ ακολουθεί σε απόσταση η Ελλάδα (14,1%), η Ισπανία (13,1%), το Λουξεμβούργο (12,0%), η Ιταλία (11,7%), η Βουλγαρία (11,4%), η Πορτογαλία (10,9%) και η Πολωνία (10,8%).» [10]

Πριν το τελευταίο αυτό κομμάτι της παραγράφου, χρειάζονται κάποιες διευκρινήσεις. Η ISTAT, η EUROSTAT, ο ΟΟΣΑ, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιταλίας κλπ. συγκεντρώνουν και επεξεργάζονται στοιχεία που βασίζονται στη λογιστική του δημοσίου και σε μη μαρξιστικές οικονομικές θεωρίες και κριτήρια. Πολλοί διακεκριμένοι μαρξιστές οικονομολόγοι έχουν προσπαθήσει –και ακόμα προσπαθούν– να επεξεργαστούν επίσημα στατιστικά στοιχεία, ώστε να ποσοτικοποιήσουν τις μαρξιστικές οικονομικές κατηγορίες. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιο αδιαμφισβήτητο κριτήριο επεξεργασίας πληροφοριών και, προς το παρόν, στις καπιταλιστικές χώρες δεν είναι δυνατό να φτάσουμε σε μια ακριβή ποσοτικοποίηση των μαρξιστικών κατηγοριών παρά μόνο σε κατά προσέγγιση αποτελέσματα. Η κατηγορία της λογιστικής του δημοσίου που προσεγγίζει περισσότερο την έννοια της υπεραξίας (S) είναι η προστιθέμενη αξία (VA), που η ISTAT ορίζει ως «η διαφορά μεταξύ αξίας της παραγωγής και αξίας των ενδιάμεσων δαπανών», που υπολογίζεται σε βασικές τιμές, δηλαδή «το ποσό που λαμβάνει ο παραγωγός από την πώληση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας». [11] Η υπεραξία ανήκει στη σφαίρα της παραγωγής, ενώ η προστιθέμενη αξία, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η ISTAT, επιτυγχάνεται μέσω της ανταλλαγής και της αγοράς, μετά από τη μετατροπή της αξίας σε τιμή. Επομένως, για τους σκοπούς της ανάλυσής μας, ώστε να απομονώσουμε την προστιθέμενη αξία από την επίδραση της διακύμανσης των τιμών, είναι αναγκαίο να την υπολογίσουμε σε σταθερές τιμές. Παρόλ’ αυτά, παραμένει ένας ορισμένος βαθμός προσέγγισης.

Σύμφωνα με τα διδάγματα του Μαρξ, το ποσοστό της υπεραξίας (σ), που υποδηλώνει το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, δίνεται από το λόγο μεταξύ ποσότητας υπεραξίας (S) και μεταβλητού κεφαλαίου.

Εάν, αντί για υπεραξία (S), βάλουμε την προστιθέμενη αξία (V) στον αριθμητή, αφήνοντας στον παρανομαστή το μεταβλητό κεφάλαιο (W), που ισούται με το ποσό των μισθών που έχουν καταβληθεί, λαμβάνουμε μια κατά προσέγγιση αξία του ποσοστού εκμετάλλευσης (σ). Μια τέτοια αναλογία είναι ένα είδος ποσοστού παραγωγικότητας της εργασίας (πL). Δυστυχώς, η ISTAT με τα παράξενα κριτήρια ταξινόμησης δεδομένων μάς παρέχει έναν διαφορετικό δείκτη παραγωγικότητας της εργασίας, που δίνεται από το λόγο μεταξύ προστιθέμενης αξίας (V) και των ωρών εργασίας (H), που μπορεί να δώσει μια εξαιρετικά κατά προσέγγιση ιδέα του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, καθώς δε λαμβάνει υπόψη τη μεταβλητή «μισθός» και είναι περισσότερο τεχνικός παρά καθαρά οικονομικός δείκτης. Το ίδιο ισχύει σχετικά με το ποσοστό του κέρδους (ρ), που δίνεται από το λόγο μεταξύ υπεραξίας (S) και συνολικού κεφαλαίου, σταθερού και μεταβλητού, που επενδύεται εκ των προτέρων.

Το ποσοστό του κέρδους (ρ) εκφράζεται κατά προσέγγιση από αυτό που αναφέρει η ISTAT ως τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (πΤ).

«Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής ορίζεται ως η αναλογία κατά όγκο μέτρησης της προστιθέμενης αξίας και της κατά συνολικό όγκο μέτρησης των κεφαλαιουχικών υπηρεσιών και της εργασίας.» [12]

Ο Πίνακας 3.5 παρουσιάζει τη δυναμική του δείκτη LP του ποσοστού παραγωγικότητας της εργασίας (πL) και του δείκτη TFP της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών (πΤ), που θεωρούμε ως ελάχιστα κατά προσέγγιση εκφράσεις αντιστοίχως του ποσοστού εκμετάλλευσης (σ) και του ποσοστού κέρδους (ρ) που αναφέρεται στο μακροοικονομικό τομέα της βιομηχανίας.

Πίνακας 3.5. Παραγωγικότητα εργασίας ανά ώρα εργασίας και συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής στη βιομηχανία, βάσει της προστιθέμενης αξίας, έτος αναφοράς 2010

 

LP

TFP

LP2010

TFP2010

Αλυσιδωτός δείκτης έτος αναφοράς 2010

Δείκτης σταθερής βάσης 2010 = 100

2005

100,86

105,60

98,66

82,98

2006

102,45

107,31

94,79

87,63

2007

102,09

107,01

93,19

94,03

2008

100,87

104,51

93,50

100,62

2009

94,31

95,09

106,03

105,16

2010

100,00

100,00

100,00

100,00

2011

100,50

100,22

100,45

100,45

2012

102,82

100,93

101,16

101,16

2013

105,31

102,13

103,31

103,31

2014

106,09

102,60

105,99

105,99

2015

106,69

103,38

111,26

109,57

2016

107,45

104,49

123,80

114,50

2017

107,86

105,49

153,25

120,78

Πηγή: ISTAT, επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία

Με βάση τους αλυσιδωτούς δείκτες, τόσο η Παραγωγικότητα Εργασίας (LP) όσο και η Συνολική Παραγωγικότητα Συντελεστών (TFP), ξεκινώντας από το τέλος του 2009, παρουσιάζει μια σταθερή ανοδική τάση. Μετά από το 2010, η ανάπτυξη του TFP οφείλεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στη σχετική ανάπτυξη του LP, που παρουσιάζει ετήσιες αυξήσεις, υψηλότερες από εκείνες του TFP. Καθ’ όλη την περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί με μια ετήσια μέση διακύμανση ύψους 2,80%, ενώ η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,93% ανά έτος. Οι δείκτες σταθερής βάσης των δύο αυτών μεταβλητών, επίσης, παρουσιάζουν μια σταθερή ανοδική τάση μετά από το 2010. Συνολικά, ο LP έχει αυξηθεί κατά 43,27% και ο TFP κατά 45,56% σε σύγκριση με το 2005. Το Διάγραμμα 3.6 αναπαριστά αυτήν τη δυναμική με όρους ετήσιων διακυμάνσεων, ενώ το Διάγραμμα 3.7 λαμβάνει υπόψη τις μακροπρόθεσμες διακυμάνσεις.

Διάγραμμα 3.6. Δείκτης LP και δείκτης TFP στη βιομηχανία, ετήσιες διακυμάνσεις

ICR-09-ITA09-GR

Διάγραμμα 3.7. Δείκτης LP και δείκτης TFP στη βιομηχανία, συνολική διακύμανση

 

 

ICR-09-ITA10-GR

Ακόμα και στην περίπτωση που η παραγωγικότητα της εργασίας που υπολογίζεται από την ISTAT είναι μια αρκετά κατά προσέγγιση έκφραση του ποσοστού υπεραξίας, δηλαδή του ποσοστού της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, σε κάθε περίπτωση παραμένει μια ένδειξη του επιπέδου της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Όπως μας δίδαξε ο Μαρξ, οποιαδήποτε αύξηση στην παραγωγικότητα εργασίας, όπως και να υπολογίζεται, περιλαμβάνει μια αύξηση της σχετικής υπεραξίας και μια μείωση του σχετικού μισθού. Μάλιστα, η αύξηση της παραγωγικότητας περιλαμβάνει μια μείωση του χρόνου εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή των μέσων ύπαρξης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και μια επακόλουθη αύξηση της υπερεργασίας, η οποία παράγει υψηλότερη υπεραξία στον ίδιο συνολικά χρόνο εργασίας. Παράλληλα, αυτό περιλαμβάνει μια μείωση της αξίας των μέσων συντήρησης και, τελικά, μια μείωση της αξίας της ίδιας της εργατικής δύναμης, που απεικονίζεται στην τιμή της, δηλαδή το μισθό της. Στην ίδια ποσότητα υπεραξίας, εάν ο μισθός μειωθεί, το κέρδος αυξάνεται αναλογικά. Αυτό παρουσιάζεται ξεκάθαρα στα Διαγράμματα 3.6. και 3.7.: Η αύξηση του LP περιλαμβάνει μια μείωση του σχετικού μισθού, που επιτρέπει μια σχετική αύξηση του κέρδους που υπολογίζεται από τον TFP ως κατά προσέγγιση μέτρηση του ποσοστού κέρδους (βλ. παραπάνω). Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο έχει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ιδιοποιηθεί το αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας ως κέρδος, δεδομένου ότι ακόμα και ο ονομαστικός μισθός μειώθηκε κατά μέσο όρο -1,42% από το 2005 μέχρι το 2017.

Θα θέλαμε να αναφέρουμε εδώ, ως μια εμπειρική επιβεβαίωση των όσων ειπώθηκαν μέχρι στιγμής και των μαρξιστικών θέσεων για τις πολυμερείς διαλεκτικές σχέσεις μεταξύ μισθού και κέρδους, μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν τις «ανταμοιβές» της εργασίας και του κεφαλαίου, που παραδόξως είναι διαθέσιμα από την ISTAT, και που παραθέτουμε στον Πίνακα 3.8.

Πίνακας 3.8. Ποσοστό μισθών και κέρδους της προστιθέμενης αξίας σε τιμές βάσης, ετήσιες και συνολικές διακυμάνσεις, έτος αναφοράς 2005

Έτος

Μισθοί

W / VA

Κέρδος

P / VA

Μισθοί

Κέρδος

Μισθοί

Κέρδος

αλυσιδωτός δείκτης τρεχουσών τιμών

δείκτης σταθερής βάσης 2005=100

2005

64,00%

36,00%

100,00

100,00

100,00

100,00

2006

63,90%

36,10%

99,53

100,83

99,53

100,83

2007

63,50%

36,50%

99,06

101,67

98,60

102,52

2008

63,90%

36,10%

100,32

99,45

98,91

101,96

2009

66,60%

33,40%

103,90

93,03

102,77

94,86

2010

68,30%

31,70%

102,23

95,44

105,06

90,53

2011

68,10%

31,90%

99,40

101,19

104,43

91,61

2012

68,40%

31,60%

100,13

99,61

104,56

91,25

2013

67,90%

32,10%

98,96

102,15

103,47

93,21

2014

67,00%

33,00%

98,37

103,37

101,78

96,35

2015

66,40%

33,60%

98,79

102,38

100,55

98,65

2016

64,70%

35,30%

97,14

105,64

97,67

104,22

2017

63,50%

36,50%

97,84

103,97

95,56

108,36

Πηγή: ISTAT, Conti Nazionali, Misure di Produttività, Serie per il calcolo delle produtività, η επεξεργασία δική μας

Τα στοιχεία στον Πίνακα 3.8. παρουσιάζουν, εφόσον εξακολουθεί να είναι αναγκαίο, την αντίστροφη αναλογικότητα μεταξύ μισθών και κέρδους, όπως απεικονίζεται στα Διαγράμματα 3.9 και 3.10.

Διάγραμμα 3.9. Ποσοστό ανταμοιβών συντελεστών παραγωγής της προστιθέμενης αξίας σε αλυσιδωτούς δείκτες τιμών βάσης, ετήσιες διακυμάνσεις

ICR-09-ITA11-GR

Διάγραμμα 3.10. Ποσοστό ανταμοιβών συντελεστών παραγωγής της προστιθέμενης αξίας σε δείκτες σταθερής βάσης τιμών βάσης 2005=100, συνολική διακύμανση

ICR-09-ITA12-GR

Το Διάγραμμα 3.9 δείχνει ότι η ετήσια μείωση του ποσοστού κέρδους της προστιθέμενης αξίας (P/V) το 2007-2009 (-5,93%) αντιστοιχεί σε μια σχετική αλλά λιγότερο αναλογική αύξηση του μισθολογικού ποσοστού της προστιθέμενης αξίας (W/V, +3,25%). Μετά από το 2009, ο λόγος P/V ετησίως αυξάνεται γοργά χωρίς διακοπή κατά 1,68% κατά μέσο όρο, ενώ ο λόγος W/V μειώνεται πιο αργά, μόνο κατά 0,9% κατά μέσο όρο. Το Διάγραμμα 3.10 λαμβάνει υπόψη τη συνολική διακύμανση καθ’ όλη την περίοδο 2005-2017 του ποσοστού των ανταμοιβών παραγόντων της προστιθέμενης αξίας και απεικονίζουν πως ο λόγος W/V μειώθηκε συνολικά κατά 4,44% σε σχέση με το 2005 (-9,5% σε σχέση με το 2010), ενώ ο λόγος P/V αυξήθηκε συνολικά κατά 8,36% σε σχέση με το 2005 (+17,83% σε σχέση με το 2010). Αυτό επιβεβαιώνει πως, την υπό εξέταση περίοδο, το μέρος της προστιθέμενης αξίας (κατά προσέγγιση έκφραση της υπεραξίας) που διατίθεται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μισθό, μειώθηκε συνολικά, ενώ το μέρος που διανεμήθηκε ως κέρδος αυξήθηκε.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως το αντίστροφο του λόγου W/V (ποσοστό προστιθέμενης αξίας για την αμοιβή της εργασίας) είναι V/W ≈ σ, δηλαδή η κατά προσέγγιση έκφραση του ποσοστού υπεραξίας ή του ποσοστού εκμετάλλευσης, το οποίο προφανώς έχει μια τάση, φαινομενικά αντίθετη προς αυτή του μισθολογικού ποσοστού της προστιθέμενης αξίας.

4. Τελικά συμπεράσματα

Όπως είδαμε, ως πρώτη αιτία της χειροτέρευσης των βιοτικών όρων και της κοινωνικής θέσης της εργατικής τάξης δεν τίθεται η κρίση, αλλά ένας αντικειμενικός νόμος της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή η πτωτική τάση των μισθών, ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία. Η κρίση απλώς βαθαίνει και επιταχύνει αυτήν την τάση, η οποία επιμένει και σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης μεταξύ κρίσεων. Ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τόσο τις κυκλικές κρίσεις, όπως και τη δομική του τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, κατά βάση αυξάνοντας την παραγωγικότητα, δηλαδή εντείνοντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και διευρύνοντας την απόλυτη αξία του κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη πληρώνει και την καπιταλιστική κρίση και την ανάκαμψη. Επομένως, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες: Οποιαδήποτε βελτίωση στις συνθήκες ζωής και δουλειάς της εργατικής τάξης στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική και στόχο έχει την υποστήριξη της καπιταλιστικής αγοράς μέσω της κατανάλωσης· είναι σε κάθε περίπτωση προσωρινή, στα πλαίσια της γενικής τάσης χειροτέρευσης των όρων ζωής και αύξησης της κοινωνικής ψαλίδας μεταξύ καπιταλιστών και προλετάριων.

Προκειμένου να καταστήσει τις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις υπέρ της οριστικές, η εργατική τάξη δεν έχει άλλο δρόμο από αυτόν της αποκρυστάλλωσης γύρω της ενός μπλοκ συμμαχιών με τα άλλα λαϊκά στρώματα, ακόμα και με μερικά τμήματα των μικροαστών, που επίσης χτυπήθηκαν σκληρά τόσο από την καπιταλιστική κρίση όσο και από την καπιταλιστική αναδόμηση, προκειμένου να ανατρέψει την εξουσία της αστικής τάξης, να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου, πράγμα που θα αποτελεί την κυριαρχία της πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων επί της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών, όπως βεβαιώνουν τα στοιχεία του Κεφαλαίου 2, και να αρχίσει να οικοδομεί το σοσιαλισμό- κομμουνισμό.


[1] Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής), επεξεργασία ΚΚ, Ιταλία.

[2] Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής).

[3] Πηγή: OECD (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης)

[4] http://www.repubblica.it/economia/2018/05/08/news/agricoltura_il_made_in_italy_trainato_dagli_immigrati_senza_di_loro_il_nord_rischiereb-be_la_ paralisi-195772027/

[5] Πηγή: ISTAT (Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής).

[6] Πηγή: OECD (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης)

[7] Καρλ Μαρξ, Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, σελ. 50-51, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[8] Ό.π., σελ. 51.

[9] Ο ΟΟΣΑ εκθέτει δεδομένα από την εθνική λογιστική της κάθε χώρας, έτσι ώστε οι μισθοί εδώ να είναι ονομαστικοί προ φόρων και αποπληθωρισμένοι (σε σταθερές τιμές). Επιλέξαμε τη χρήση στοιχείων από τον ΟΟΣΑ αντί της ISTAT, καθώς από το 1992 η ISTAT δεν περιλαμβάνει τα προϊόντα καπνού και κάποια άλλα δημοσιονομικά μονοπωλιακά εμπορεύματα στο καλάθι που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του Δείκτη Τιμών του Καταναλωτή για Εργάτες, Υπαλλήλους και Οικογένειες (Δείκτης FOI). Τα υπόλοιπα της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών συνδέονται με το «προγραμματισμένο ποσοστό πληθωρισμού», για τον υπολογισμό του οποίου εξαιρούνται τα φορολογικά μονοπωλιακά αγαθά. Όλα αυτά τα χρόνια, το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών έχει αυξήσει αρκετές φορές τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε αγαθά που υπόκεινται σε φορολογικά μονοπώλια, όπως το αλκοόλ και τα τσιγάρα, ώστε να ανταποκριθεί στην ανάγκη συγκέντρωσης κεφαλαίων, αλλά αυτό δεν έχει επηρεάσει τους νέους δείκτες τιμών του καταναλωτή και, επομένως, το επίπεδο τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών. Ένα ακόμα τέχνασμα για την τροποποίηση των εθνικών λογαριασμών εις βάρος των εργατών.

[10] https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/DDN-20180316-1

[11] ISTAT, Conti Nazionali, Produzione e valore aggiunto, Metadati.

[12] Ό.π.