Η προσπάθεια του κεφαλαίου να ασκεί ιδεολογική επιρροή στους εργαζόμενους και τις οργανώσεις τους είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του καπιταλισμού. Στόχος αυτής της προσπάθειας είναι να αποτρέψει τους εργαζόμενους από τη συμμετοχή στην ταξική πάλη, από τη ριζική αλλαγή των σημερινών σχέσεων εξουσίας και ιδιοκτησίας και τέλος από την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Αυτή η στρατηγική του κεφαλαίου υλοποιούνταν με επιτυχία σε μεγάλα τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, οι στόχοι του οποίου περιορίστηκαν αρχικά σε κοινωνικές βελτιώσεις εντός του καπιταλιστικού συστήματος και στη συνέχεια στην υπεράσπιση των κατακτήσεων.
Μαζί με τους στόχους όμως άλλαξαν και οι μέθοδοι. Σε ότι αφορά τη σύγκρουση συμφερόντων τα συνδικάτα άρχισαν να εγκαταλείπουν σε μεγάλο βαθμό την κινητοποίηση της εργατικής τάξης για μαζική δράση των συνδικάτων και απεργίες, κάτι που θα βοηθούσε την επιβολή των αιτημάτων και θα ενίσχυε την ταξική συνείδηση. Αντίθετα, οι ηγέτες των συνδικάτων έκατσαν στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους του κεφαλαίου «ως κοινωνικοί εταίροι με ίσα δικαιώματα» με σκοπό να καταλήξουν σε συμβιβασμό «με συναίνεση ανάμεσα στις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών». Μάλιστα, στις γερμανόφωνες χώρες εισήγαγαν και νέο λεξιλόγιο. Αντί για «εργάτες» και «καπιταλιστές» μιλάνε για «εργολήπτες» και «εργοδότες».
Στο Λουξεμβούργο ο «κοινωνικός εταιρισμός» δεν περιορίστηκε ποτέ στους κοινωνικούς εταίρους. Στην πραγματικότητα το αστικό κράτος ήταν αυτό που δημιούργησε τις βασικές προϋποθέσεις για τη θεσμοθέτηση αυτής της μορφής του «κοινωνικού διαλόγου». Αυτό ήταν προϋπόθεση για την επιτυχημένη καθιέρωση του «κοινωνικού εταιρισμού». Το νομικό πλαίσιο διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο που το κομμουνιστικού συνδικάτο, που δρούσε στο έδαφος της ταξικής πάλης από το 1945 έως το 1965, έγινε αντικείμενο διακρίσεων σε μόνιμη βάση, παραμερίστηκε και αποκλείστηκε από τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα, το κεφάλαιο και η κυβέρνηση έκαναν ότι ήταν δυνατό για να ενισχύσουν και να στηρίξουν το σοσιαλδημοκρατικό και το χριστιανικό συνδικαλιστικό κίνημα που ακολουθούσε τη γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού» και να αυξήσουν την επιρροή τους στην εργατική τάξη της χώρας μας. Όμως λόγω της ύπαρξης των σοσιαλιστικών χωρών και του διεθνούς ανταγωνισμού των δυο κοινωνικών συστημάτων το κεφάλαιο αναγκάστηκε να κάνει συμβιβασμούς και κοινωνικές παραχωρήσεις πράγμα που ήταν εύκολο καθώς στα τριάντα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαμορφωθεί η οικονομική βάση για μια τέτοια πολιτική.
Ο «κοινωνικός εταιρισμός» έφτασε σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης το 1975 που η καπιταλιστική κρίση της βιομηχανίας χάλυβα αγκάλιασε το Λουξεμβούργο. Δημιουργήθηκε ένας νέος φορέας του «κοινωνικού εταιρισμού» που ονομάζεται «τριμερής» και περιλαμβάνει την κυβέρνηση, τους συνδέσμους των επιχειρηματιών και τους εκπροσώπους των τριών μεγάλων συνδικάτων. Ο «νόμος για την τριμερή» που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο όριζε ότι το σώμα αυτό θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που θα οδηγήσουν στην «τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης».
Η συντονιστική επιτροπή της «τριμερούς» συζήτησε και πήρε αποφάσεις κεκλεισμένων των θυρών για μέτρα διευθέτησης των συνεπειών της κρίσης ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων και των εκλεγμένων φορέων αποκλείστηκαν από τη λήψη αποφάσεων. Ταυτόχρονα, το κοινοβούλιο στερήθηκε το δικαίωμα ελέγχου και υποβαθμίστηκε σε εκτελεστή των αποφάσεων ενός θεσμού που δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα της χώρας.
Η «τριμερής» είχε το καθήκον να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της διαρθρωτικής κρίσης στον κλάδο της χαλυβουργίας και να διασφαλίσει την παγκόσμια εξάπλωση και τα κέρδη του ομίλου χάλυβα «ABRED» (σήμερα ArcelorMittal) που κυριαρχούσε σε όλη την οικονομία του Λουξεμβούργου. Επιπλέον, έπρεπε να εμποδίσει τη μεγαλύτερη αντίσταση από την πλευρά των εργατών και να διασφαλίσει τη σταθερότητα του σημερινού συστήματος.
Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, την περίοδο 1975-1985 καταργήθηκαν 15.000 από τις 27.000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία χάλυβα. Οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να αποδεχτούν είτε πρόωρη συνταξιοδότηση είτε αναπηρικές συντάξεις ενώ πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στο «τμήμα κατά της κρίσης» το οποίο χρηματοδοτούνταν από το κράτος με πόρους του δημοσίου που χρησιμοποιήθηκαν για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι στη χαλυβουργία αναγκάστηκαν να δεχτούν μείωση μισθών ενώ στην πορεία διακόπηκε η τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών και των ημερομισθίων στην εξέλιξη των τιμών.
Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής ήταν σε μεγάλο βαθμό «κατόρθωμα» των συνδικαλιστικών ηγεσιών η τακτική των οποίων ήταν να παρουσιάζουν κάθε κλείσιμο εργοστασίου, κάθε φάση κατάργησης θέσεων εργασίας ως «νίκη» διακηρύσσοντας δημόσια ότι απέτρεψαν ακόμη χειρότερα μέτρα στην «τριμερή», ότι «έσωσαν» χιλιάδες θέσεις εργασίας και απέφυγαν μαζικές απολύσεις.
Αποτιμώντας τις εξελίξεις δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι το παιχνίδι ήταν στημένο. Οι εργοδότες στη χαλυβουργία ανακοίνωσαν περισσότερες απολύσεις από αυτές που προβλεπόταν και οι εκπρόσωποι των συνδικάτων στην «τριμερή» μπόρεσαν να βγουν ασπροπρόσωποι όταν είπαν ότι ο πραγματικός αριθμός των απολύσεων ήταν μικρότερος από αυτόν που είχε ανακοινωθεί αρχικά. Μια άλλη πλευρά αυτής της επιτυχίας ήταν ότι το κράτος πήρε το 30% του μεριδίου του κεφαλαίου ρίχνοντας ζεστό χρήμα στον όμιλο χωρίς να επεμβαίνει στις στρατηγικές αποφάσεις της εργοδοσίας.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου έκανε προσπάθειες να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους της χαλυβουργίας ενάντια στην κατεδάφιση των θέσεων εργασίας αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αρνητική στάση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας OGBL, στην οποία ηγούνται οι σοσιαλδημοκράτες, απέναντι στις προτάσεις των κομμουνιστών. Από τον Ιούνη έως το Σεπτέμβρη του 1981 οι κομμουνιστές συγκέντρωσαν 12.000 υπογραφές από εργάτες στη χαλυβουργία για την κρατικοποίηση της ενώ τα αιτήματα τους στηρίχτηκαν από το Συνδικάτο Χάλυβα της OGBL, το μεγαλύτερο συνδικάτο στη χώρα. Ωστόσο, η ηγεσία της OGBL εναντιώθηκε κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε κρατικοποίηση, δεν έλαβε υπόψη την απόφαση του Συνδικάτου Χάλυβα και συνέχισε την πολιτική του «κοινωνικού εταιρισμού» με τους εργοδότες.
Η δραστηριότητα των συνδικάτων στα χαλυβουργεία είχε αντιφατικές συνέπειες. Χάρη στην πρωτοβουλία των εκπροσώπων των κομμουνιστών στις εργοστασιακές επιτροπές έγινε δυνατό να επιτευχθούν μισθολογικές εγγυήσεις για αυτούς τους εργαζόμενους που μετατέθηκαν σε άλλα εργοστάσια σε θέσεις με χαμηλότερο μισθό ή στο «τμήμα κατά της κρίσης». Αυτό, βέβαια, ήταν ένα καλό αποτέλεσμα όμως από την άλλη είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότεροι εργαζόμενοι να μην αντιστέκονται στο ξήλωμα των θέσεων εργασίας στη χαλυβουργία. Πολλοί εργάτες πίστευαν ότι πρόβλημα λυνόταν μόλις λυνόταν το προσωπικό τους πρόβλημα.
Σε αντίθεση με το νότιο τμήμα του Λουξεμβούργου, την ίδια περίοδο στη γειτονική περιοχή της Γαλλίας, τη Λωρραίνη, τα χαλυβουργεία έκλεισαν παρά τους αγώνες των συνδικάτων και του προσωπικού. Αυτό αξιοποιήθηκε από τους υπέρμαχους της πολιτικής του «κοινωνικού εταιρισμού» στο Λουξεμβούργο καθώς μπόρεσαν να κατασκευάσουν την «απόδειξη» ότι οι «συνομιλίες της τριμερούς» με τους καπιταλιστές και την κυβέρνηση ήταν καλύτερες από την ταξική πάλη και τη σύγκρουση με το κεφάλαιο.
Η ιδεολογία του «κοινωνικού εταιρισμού» με την οποία υπνώτιζαν καθημερινά τους εργαζόμενους τα συνδικάτα και τα μέσα ενημέρωσης οδήγησε τελικά στην υποχώρηση της ταξικής συνείδησης, που είχε διαμορφωθεί σε ένα τμήμα των εργαζομένων τη δεκαετία του ’ 60. Έτσι μειώθηκε η διάθεση των εργατών να παλέψουν δραστήρια και με πνεύμα αλληλεγγύης.
Σαν αποτέλεσμα της ήττας στη χαλυβουργία πολλοί εργαζόμενοι απομακρύνθηκαν από τους κομμουνιστές και το κομμουνιστικό κόμμα έχασε την επιρροή του στα χαλυβουργεία και αργότερα αποδυναμώθηκε στη βουλή και τα τοπικά συμβούλια με όλες τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγεται αυτή η εξέλιξη. Επιπλέον, το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου δεν συνειδητοποίησε έγκαιρα την αναγκαιότητα να αυξήσει την επιρροή του στους εργαζόμενους στις δημόσιες υπηρεσίες, στη βιοτεχνία και το χρηματοπιστωτικό τομέα, που κατά κανόνα δεν έχουν ταξική συνείδηση, ενώ αργότερα το κόμμα δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να πάρει κάποια τέτοια πρωτοβουλία σε αυτήν την κατεύθυνση.
Η μονομερής κήρυξη του τέλους του «ψυχρού πολέμου» από τη Σοβιετική Ένωση υπό το Γκορμπατσόφ και η συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό αρχικά δεν επέφερε αλλαγές στη σχέση κεφαλαίου-εργατικής τάξης στο Λουξεμβούργο. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων που σε ένα βαθμό βρίσκονταν υπό ισχυρή αντικομουνιστική επιρροή θεώρησαν ότι ήταν «νικητές της ιστορίας».
Όμως, μετά την αλλαγή συστήματος το 1989-1990 το κεφάλαιο δεν υποχρεωνόταν να λαμβάνει υπόψη του ένα διαφορετικό σύστημα και άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί και να παίρνει πίσω τις προηγούμενες κοινωνικές παραχωρήσεις.
Εκτός από τους μισθούς και τις κοινωνικές κατακτήσεις στο στόχαστρο του κεφαλαίου βρέθηκαν και οι νομοθετικές βελτιώσεις που κατάφερε να επιβάλει το εργατικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες. Η νομοθεσία για τον εργάσιμο χρόνο επιδεινώθηκε εις βάρος των εργαζομένων, οι εργασιακές σχέσεις ελαστικοποιήθηκαν προς όφελος του κεφαλαίου π.χ. μέσω της ενοικίασης εργαζομένων και της μερικής απασχόλησης ενώ περιορίστηκε η ισχύς της νομοθεσίας για τον κατώτατο μισθό. Παράλληλα, μειώθηκαν κι άλλο οι φόροι του κεφαλαίου και το μη μισθολογικό εργασιακό κόστος και αυξήθηκε η αναδιανομή των δημόσιων πόρων προς όφελος του κεφαλαίου. Παρόλα αυτά τα συνδικάτα συνέχισαν σταθερά στη γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού».
Το 2006 η κυβέρνηση ακολούθησε τις επιταγές του κεφαλαίου και αποφάσισε να καθυστερεί συστηματικά την προσαρμογή των ημερομισθίων και των μισθών στον πληθωρισμό με αποτέλεσμα μέχρι το 2009 κάθε μισθωτός να χάσει περίπου μισό μισθό. Τα συνδικάτα στην τριμερή συμφώνησαν με αυτό το μέτρο και ο «κοινωνικός εταιρισμός» υπέστη ένα πρώτο ρήγμα. Σχεδόν το ένα τρίτο των μελών της εθνικής ηγεσίας του μεγαλύτερου συνδικάτου στον ιδιωτικό τομέα αρνήθηκε να επικυρώσει την απόφαση της «τριμερούς». Αυτό δεν έχε άμεσες πολιτικές συνέπειες, αλλά ήταν ένα δείγμα ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι απέρριπταν την πολιτική της αναδιανομής προς όφελος του κεφαλαίου που υιοθετούσαν συνεχώς οι ηγεσίες των συνδικάτων στην «τριμερή».
Με την καπιταλιστική χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οι αντιθέσεις οξύνθηκαν. Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου έσωσε δυο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας από τη χρεοκοπία, συνεχίζοντας την αναδιανομή προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτό δημιούργησε μεγάλη δυσαρέσκεια στους μισθωτούς.
Αυτή η δυσαρέσκεια εκφράστηκε στη διαδήλωση των συνδικάτων που έγινε στις 16 Μάη 2009 με σύνθημα «δεν θέλουμε να πληρώσουμε για την κρίση σας». Αυτό δεν εμπόδισε τις ηγεσίες των μεγάλων συνδικάτων να συνεχίσουν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με την κυβέρνηση και το κεφάλαιο στα πλαίσια της «τριμερούς» αντί να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να προσανατολιστούν σε γενική απεργία ενάντια στη λιτότητα και την κατάργηση των κοινωνικών κατακτήσεων.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες συνεδριάσεις της «τριμερούς» αυτή τη φορά δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μεγάλες αυξήσεις φόρων και περικοπές κοινωνικών δαπανών από την 1 η Ιανουαρίου του 2011 καθώς επίσης και πρόσθετη επιβάρυνση των ασθενών μέσω της αύξησης της συμμετοχής σε πολλές ιατρικές υπηρεσίες και φάρμακα. Υπήρχε σκέψη και για μείωση του αρχικού μισθού στο δημόσιο. Η επίσημη αιτιολόγηση για αυτά τα μέτρα ήταν η βελτίωση της δήθεν χαμηλής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στο Λουξεμβούργο, το έλλειμμα στον εθνικό προϋπολογισμό και το αυξανόμενο χρέος του κράτους.
Επιπλέον, το κεφάλαιο παρακίνησε την κυβέρνηση να αναστείλει η τουλάχιστον να περιορίσει την τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών. Τα κυβερνητικά κόμματα το Χριστιανικό Κοινωνικό Λαϊκό Κόμμα (CSV) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Λουξεμβούργου (LSAP) συμφώνησαν κατ’ αρχήν σε έναν τέτοιο περιορισμό αλλά εξαιτίας της πίεσης των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων το LSAP αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες κατέληξαν σε «συμβιβασμό» και στις 29 Σεπτέμβρη του 2010 υπέγραψαν συμφωνία για τη παραβίαση του δείκτη τιμαριθμικής προσαρμογής. Ακυρώθηκε η μείωση κατά 50% του επιδόματος για τους εργαζόμενους που δουλεύουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους αλλά για αντάλλαγμα συμφώνησαν να καθυστερήσουν την προσαρμογή των μισθών στην αύξηση των τιμών. Άσχετα από τις εξελίξεις η επόμενη προσαρμογή πρόκειται να γίνει την 1η Οκτώβρη 2011 δηλαδή μια βδομάδα πριν τις τοπικές εκλογές στο Λουξεμβούργο.
Λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική εξέλιξη του πληθωρισμού στη χώρα μας η προσαρμογή έπρεπε να είχε καταβληθεί ήδη από την 1η Μάη πράγμα που σημαίνει ότι από το Μάη μέχρι τον Οκτώβρη κάθε εργαζόμενος έχασε προσαρμογή που ανέρχεται στο 2,5% του μισθού του, συνεπώς, το 12,5% ενός μηνιαίου μισθού. Μαζί με τις αυξήσεις στη φορολογία αυτό οδήγησε σε περαιτέρω πτώση της αγοραστικής δύναμης του λαού.
Επιπλέον, μετά από τις πιέσεις του κεφαλαίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε «μεταρρύθμιση» του δημόσιου συστήματος συνταξιοδότησης η οποία θα πραγματοποιηθεί το 2013. Αυτό θα οδηγήσει έμμεσα σε παράταση του εργάσιμου βίου. Στο μέλλον αυτός που θα θέλει ή θα μπορεί να δουλέψει μόνο σαράντα χρόνια θα πρέπει να αποδεχτεί μείωση 15% στη σύνταξη του σε σύγκριση με το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα. Αν κάποιος θέλει να πάρει την ίδια σύνταξη με αυτή που εξασφαλίζεται από το σημερινό σύστημα θα πρέπει να δουλέψει τέσσερα χρόνια περισσότερο. Τα συνδικάτα δήλωσαν ότι θα αντισταθούν σε αυτήν την επιδείνωση του δημόσιου συστήματος συνταξιοδότησης και η κυβέρνηση συμφώνησε να συζητήσει με τους «κοινωνικούς εταίρους» μετά τις τοπικές εκλογές της 9ης Οκτώβρη 2011.
Σήμερα ο «κοινωνικός εταιρισμός» αντιμετωπίζει μια σοβαρή δοκιμασία. Το μεγάλο βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο προσπαθεί να καρπωθεί άμεσα ένα αρκετά μεγαλύτερο μέρος του κέρδους της παραγωγικότητας και απαιτεί μια πιο γρήγορη ανακατανομή των δημόσιων οικονομικών προς όφελος του. Το αποτέλεσμα θα είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο χρέος του αστικού κράτους και ένα μεγαλύτερο βάρος για όλους τους εργαζόμενους. Τέλος, όταν θα φτάσουν στο όριο της ανοχής, όλο και περισσότεροι εργάτες θα μάθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από την ταξική πάλη. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι έχουν χάσει την πείρα της ταξικής πάλης στα χρόνια του «κοινωνικού εταιρισμού» κι έτσι απαιτείται μια δύσκολη διαδικασία μάθησης.
Λόγω της πείρας των εργαζομένων από την κρίση η ιδεολογία του «κοινωνικού εταιρισμού» και της εθνικής αλληλεγγύης έχει υποστεί ρήγματα, αλλά είναι ακόμα ριζωμένη στα μυαλά όχι μόνο των συνδικαλιστικών ηγεσιών αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των συνδικαλιστών και των μισθωτών. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν βλέπουν εναλλακτική λύση στο σύγχρονο καπιταλισμό και σκέφτονται την επιστροφή στη λεγόμενη «κοινωνική οικονομία της αγοράς», όπου πιστεύουν ότι ο «κοινωνικός εταιρισμός» λειτουργούσε σχεδόν χωρίς προβλήματα και απέφερε κοινωνικές κατακτήσεις. Όμως δεν αναγνωρίζουν ακόμη ότι αυτοί οι καιροί πέρασαν, καθώς πλέον δεν υπάρχει αντίβαρο στο κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα αυτό που ανάγκασε το κεφάλαιο να κάνει παραχωρήσεις στην εργατική τάξη ήταν η ύπαρξη του συστήματος των σοσιαλιστικών κοινωνιών.
Σε αυτές τις συνθήκες η συνδικαλιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο Λουξεμβούργο είναι μάλλον δύσκολη καθώς είναι οργανωμένοι κυρίως στα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα, που ακολουθούν τη γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού».
Υπάρχουν κάποια πρώτα σημάδια αντίστασης ενάντια στη συνεχή καταστροφή της βιομηχανίας χάλυβα. Μαζί με τους συναδέλφους τους από το Βέλγιο, τη Γερμανία και τη Γαλλία οι εργάτες στη χαλυβουργία οργάνωσαν 24ωρη απεργία στις 7 Δεκέμβρη 2011, την πρώτη απεργία στο Λουξεμβούργο μετά το 1982.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου και το Κόμμα Εργατών Βελγίου έβγαλαν ανακοίνωση για τις πρόσφατες εξελίξεις στη βιομηχανία χάλυβα και έδωσαν συνέντευξη τύπου μια μέρα πριν την απεργία όπου επανέλαβαν τη θέση ότι η απαλλοτρίωση του Ινδού δισεκατομμυριούχου Lakshmi Mittal και η κρατικοποίηση των χαλυβουργείων αποτελούν τη μόνη εφικτή λύση για να αποτραπεί η ολοκληρωτική αποδιάρθρωση της βιομηχανίας και να σωθούν οι θέσεις εργασίας και στις δυο χώρες.
Χρειάζεται άφθονη επαναστατική υπομονή για να επιδράσεις στη συνείδηση των μελών των συνδικάτων και των μισθωτών που δεν είναι οργανωμένοι στα συνδικάτα. Η εργατική τάξη του Λουξεμβούργου αποτελείται όλο και περισσότερο από ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, από ανθρώπους που έρχονται για δουλειά από τις γειτονικές χώρες και μετανάστες που μιλάνε διαφορετικές χώρες και έχουν πολύ διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο. Οι Λουξεμβούργιοι εργάτες αποτελούν τη μειοψηφία.
Πάνω από όλα χρειάζεται μαρξιστική κατάρτιση των κομμουνιστών, ώστε να είναι σε θέση να εξηγήσουν στους συναδέλφους τους πως λειτουργεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση ποιος ωφελείται από την άνοδο της παραγωγικότητας. Οι κομμουνιστές πρέπει να μπορούν να εξηγήσουν γιατί η εμμονή στη γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού» και η απόρριψη της ταξικής πάλης από τα κάτω σε αντιπαράθεση με την ταξική πάλη από τα πάνω περιορίζει τη δυνατότητα επιτυχίας των συνδικάτων. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν γιατί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.
Αυτή η ιδεολογική δουλειά αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, καθώς μόνο η ταξική πάλη μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή των προηγούμενων κατακτήσεων και να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι που εξαιτίας της λογικής του «κοινωνικού εταιρισμού» βρέθηκαν σε αμυντική θέση δεν θα είναι συνέχεια οι χαμένοι στη σύγκρουση με το κεφάλαιο.
Ο βασικός εχθρός των εργαζομένων και των κομμουνιστών εξακολουθεί να είναι το μεγάλο βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Η οικονομική και πολιτική του δύναμη μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο όταν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος συνειδητοποιήσουν ότι ο «κοινωνικός εταιρισμός» αποδυναμώνει τους εργάτες και τους υποτάσσει στα συμφέροντα του κεφαλαίου, στο κέρδος καθώς και στους σημερινούς μηχανισμούς της εκμετάλλευσης. Οι εργαζόμενοι πρέπει να μάθουν ότι ο «κοινωνικός εταιρισμός» περιορίζει τις δυνατότητες τους να παλέψουν για αλλαγή των σημερινών σχέσεων ιδιοκτησίας και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές προς το συμφέρον των εργαζομένων.