Ο θρίαμβος της αντεπανάστασης δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς τη μελέτη όσων συνέβαιναν στην ΕΣΣΔ. Η Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΔΚΕ) έχει αναλάβει αυτό το καθήκον, ειδικότερα στα τεύχη 2 και 7, τα οποία ήταν αφιερωμένα στο σοσιαλισμό και στα 100 χρόνια από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Στο άρθρο της Σύνταξης του 7ου τεύχους της ΔΚΕ, που δημοσιεύτηκε το 2017, αναφέραμε:
«Σήμερα αξίζει να μελετηθούν καλύτερα από τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα οι σύγχρονες επεξεργασίες των κομμάτων που στηρίζουν την προσπάθεια της ΔΚΕ και ν’ αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον σε ό,τι αφορά τις οικονομικές αλλαγές που εφαρμόστηκαν στην ΕΣΣΔ και σε άλλα σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως μετά από το 20ό και 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την επαναφορά στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικονομίας “εργαλείων” της αγοράς, όπως το κέρδος, και γενικότερα την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Χρειάζεται να μελετηθούν οι αλλαγές που έγιναν στο πολιτικό οικοδόμημα της ΕΣΣΔ, όπως, π.χ., ήταν η πολιτική γραμμή περί “παλλαϊκού κράτους”, καθώς και η στρατηγική της ΕΣΣΔ στις διεθνείς σχέσεις (π.χ., η “ειρηνική συμβίωση” και “άμιλλα” των δύο κοινωνικοπολιτικών συστημάτων), καθώς και η στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (π.χ., διάλυση της Γ΄ Διεθνούς, στρατηγική των σταδίων προς το σοσιαλισμό). Γενικότερα πρέπει να μελετηθούν βαθύτερα οι αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος, που αποτέλεσε μια αντεπανάσταση, γιατί έφερε την κοινωνική οπισθοδρόμηση. Η απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού έχει σωρεύσει μεγάλα δεινά σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, μέσα κι έξω από τις χώρες του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.»
Συνεπώς, μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η κλιμακούμενη ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς στην παραγωγή (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) και οι αλλαγές στο εποικοδόμημα της ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα η απόρριψη της έννοιας της δικτατορίας του προλεταριάτου το 1961 και η αντικατάστασή της από το παλλαϊκό κράτος, διάβρωσαν την εργατική εξουσία κι ενίσχυσαν τις καπιταλιστικές δυνάμεις.
Σταδιακά αναδύθηκε το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», που επιδίωκε να λειτουργήσει και νόμιμα πλέον σαν παραγωγικό κεφάλαιο και ασκούσε πίεση στο ΚΚΣΕ και στο σοσιαλιστικό κράτος προκειμένου να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός. Αντί να ενισχυθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενισχύθηκαν οι εμπορευματικές σχέσεις.
Οι συνέπειες αυτής της ρεβιζιονιστικής πολιτικής σύντομα έγιναν αισθητές σε όλα τα πεδία. Στο οικονομικό πλάνο άρχισε να γίνεται λόγος για «μηχανισμό επιβράδυνσης» για να περιγραφεί η πτώση των δεικτών ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας τη δεκαετία του 1970, που εξελίχτηκε σε στασιμότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Οι αρνητικές αλλαγές στην οικονομική βάση της κοινωνίας είχαν την αντανάκλασή τους στις υπόλοιπες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Ενίσχυσαν προβλήματα που πρακτικά είχαν εκλείψει στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αύξησαν τους δείκτες της εγκληματικότητας και το πρόβλημα του αλκοολισμού, επανεμφανίστηκε το φαινόμενο της πορνείας κι εμφανίστηκαν νέες κοινωνικές πληγές όπως η τοξικομανία.
Διαβρώθηκαν οι σοσιαλιστικές αξίες και μεγάλωσε η κοινωνική δυσφορία σε έναν πληθυσμό που έβλεπε πως πολλοί διευθυντές επιχειρήσεων, κρατικά και πολιτικά στελέχη, πλούτιζαν και ενίσχυαν την εξουσία τους έξω από το πλαίσιο της σοσιαλιστικής νομιμότητας. Όλο και μεγαλύτερα στρώματα του λαού άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα δυσαρέσκειας και να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις επίσημες ανακοινώσεις και τα συνθήματα του ΚΚΣΕ και των σοβιετικών θεσμών, ενώ εκτίθονταν όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική «μαζική κουλτούρα» μπροστά στην απουσία επαναστατικών απαντήσεων στα εργατικά-λαϊκά προβλήματα.
Τον Απρίλη του 1985, συνεδρίασε η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στην οποία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Γενικός Γραμματέας από το Μάρτη του 1984, γνωστοποίησε τις βασικές αρχές της στρατηγικής της περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Στο οικονομικό επίπεδο, η περεστρόικα προέβλεπε θεαματική ενίσχυση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων και των συνεταιρισμών, δίνοντας προτεραιότητα στην αυτόνομη λογιστική διαχείριση και στην αυτοχρηματοδότησή τους, με πρόσχημα την επάρκεια στη διεύθυνσή τους. Το γεγονός αυτό διέρρηξε τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών, τους μηχανισμούς χρηματοδότησης και πίστωσης, το δίκτυο τεχνολογικών προμηθειών και πρώτων υλών και την οργάνωση της επιστημονικής-τεχνικής ανάπτυξης. Όλα αυτά, στο όνομα της «αυτοδιαχείρισης», που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο αργότερα, στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ που συνήλθε τον Ιούνη του 1987, στην οποία εγκρίθηκαν τα «θεμέλια της ριζικής αναδιάρθρωσης της οικονομικής διεύθυνσης». Ο υποτιθέμενος «μηχανισμός επιβράδυνσης», στον οποίο υποτίθεται αντιτάσσονταν, ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις σχέσεις παραγωγής, χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσουν τις νέες μεταρρυθμίσεις, με την καπιταλιστική έννοια.
Σε πολιτικό επίπεδο, επιβεβαιώθηκε πως η περεστρόικα μπορούσε μονάχα να εφαρμοστεί μέσω της δημοκρατίας. Η αντικατάσταση της δικτατορίας του προλεταριάτου από το λεγόμενο «παλλαϊκό κράτος» πήρε νέες διαστάσεις. Οι μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές, η Θεωρία για το Κράτος και το Δίκαιο, αντικαταστάθηκαν πλήρως από μια αστική αντίληψη για τη δημοκρατία και συμπληρώνονταν από την πολιτική της γκλασνόστ (διαφάνεια), συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της σοβιετικής εξουσίας μέσα στους ίδιους τους κόλπους της και στη δημιουργία των πολιτικών συνθηκών για το θρίαμβο της αντεπανάστασης τα επόμενα χρόνια.
Η περεστρόικα, σε αντίθεση με αυτά που υποστηρίζουν ορισμένα ρεύματα, συνδέεται με τα λαθεμένα μέτρα που εγκαινιάστηκαν μετά από την επικράτηση των δεξιών θέσεων στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο βιβλίο του με το οποίο έκανε γνωστή στον κόσμο την πολιτική της αναδιάρθρωσης, έγραφε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ένα μεγάλο ορόσημο στην ιστορία μας ήταν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Συνέβαλε αποφασιστικά στη θεωρία και την πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη διάρκειά του και ύστερα από αυτό έγινε τεράστια προσπάθεια να γυρίσει το τιμόνι προς την ανάπτυξη της χώρας, να δοθεί ώθηση για την απελευθέρωση από τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικοπολιτικής ζωής, οι οποίες οφείλονταν στην προσωπολατρία του Στάλιν.
Οι αποφάσεις που πάρθηκαν από το Συνέδριο βοήθησαν να εφαρμοστούν σημαντικά πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και ιδεολογικά μέτρα. Όμως οι δυνατότητες που εμφανίστηκαν δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως. (...)
Γι’ αυτό, στο επόμενο στάδιο, που σφραγίστηκε από την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ τον Οκτώβρη του 1964, το πρώτο βήμα ήταν να ξεπεραστούν αυτές οι ακρότητες και χτυπηθούν ο βολονταρισμός και ο υποκειμενισμός. Χαράχτηκε μια πορεία προς τη σταθεροποίηση. Και ήταν εντελώς δικαιολογημένη αυτή η πορεία. Κέρδισε την υποστήριξη του Κόμματος και του λαού. Παρουσιάστηκαν μερικά θετικά αποτελέσματα. Οι αποφάσεις που διατυπώθηκαν και υιοθετήθηκαν ήταν περισσότερο μελετημένες και καλύτερα θεμελιωμένες. Η έναρξη της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965 και η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής το Μάρτη του 1965, αφιερωμένη στη γεωργία, ήταν σημαντικές πρωτοβουλίες που στόχευσαν σε θετικές αλλαγές στην οικονομία.» [1]
Ως εκ τούτου, η περεστρόικα δεν αποτέλεσε ρήξη με τις προηγούμενες πολιτικές, απεναντίας, αποτέλεσε εμβάθυνσή τους. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κριτικάροντας την αντίθεση σε αυτές τις πολιτικές μέσα στο ΚΚΣΕ, δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση των θεμελιωδών ζητημάτων της διαπάλης, όπως δείχνει το ακόλουθο απόσπασμα:
«Σε αυτές τις συνθήκες, σύντομα ξεπρόβαλε μια προκατάληψη για το ρόλο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και για το Νόμο της Αξίας σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, και συχνά επιβεβαιωνόταν πως ήταν ξένα, ακόμα και αντίθετα στο σοσιαλισμό.»
Πέρα από τα όσα καταγράφει η αστική ιστοριογραφία, μολονότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ενισχύθηκαν οι κοινωνικές δυνάμεις που υποστήριζαν την καπιταλιστική παλινόρθωση, η σοβιετική εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες δεν απέρριπταν το σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι οι πολιτικές που οδήγησαν στην αντεπανάσταση δικαιολογούνταν ακριβώς στο όνομα του σοσιαλισμού, πράγμα που αποτέλεσε μια τεράστια παρέκκλιση και ιδεολογική χειραγώγηση.
Στο βιβλίο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Περεστρόικα, νέα σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο, που διαδόθηκε πλατιά στις καπιταλιστικές χώρες μέσω μαζικών δωρεών του ως ένθετου στις μεγάλες εφημερίδες, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ επιδίωκε να παρουσιάσει ότι ή περεστρόικα ήταν «η επιστροφή στον Λένιν, (σ.τ.μ.: η οποία) αποτελεί την ιδεολογική πηγή της περεστρόικα», προβάλλοντας μια διαστρεβλωμένη ερμηνεία των γραπτών του Λένιν τα τελευταία χρόνια της ζωής του κατά τη διάρκεια της ΝΕΠ, και δικαιολογούσε τις θέσεις του με συνθήματα όπως «περισσότερος σοσιαλισμός και περισσότερη δημοκρατία», «η περεστρόικα είναι μια νέα επανάσταση», φτάνοντας να ισχυριστεί πως «δεν επιδιώκουμε να απομακρυνθούμε από το σοσιαλισμό, αλλά να προχωρήσουμε προς έναν καλύτερο σοσιαλισμό. Το λέμε ειλικρινά, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να εξαπατήσουμε τον ίδιο μας το λαό και τον κόσμο».
Προφανώς, τα γεγονότα που ακολούθησαν διέψευσαν τον Γκορμπατσόφ, που μερικά χρόνια μετά από το θρίαμβο της αντεπανάστασης συμμετείχε σε μια διαφήμιση στην οποία διάφοροι πελάτες ενός καταστήματος της Pizza Hut συζητούν μπροστά του για την κληρονομιά που άφησε η πολιτική του και φτάνουν στο συμπέρασμα πως «χάρη στον Γκορμπατσόφ, οι Ρώσοι έχουν Pizza Hut». Στη συνέχεια οι πελάτες επιδεικνύουν τις ποσότητες πίτσας που αγόρασαν και ζητωκραυγάζουν για τον Γκορμπατσόφ, ο οποίος πρωταγωνίστησε επίσης σε διαφήμιση της γνωστής γαλλικής μάρκας πολυτελείας Luis Vuitton, παραδεχόμενος χρόνια αργότερα πως, «εάν αποκάλυπτα εξαρχής τον τελικό στόχο, θα με καθαιρούσαν αμέσως».
Ο Γκορμπατσόφ δεν ανατράπηκε στα συγκεχυμένα γεγονότα του Αυγούστου του 1991, που άνοιξαν την πόρτα για την παραίτησή του και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός ανατράπηκαν στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, με βαριές συνέπειες για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, και διέφεραν πολύ από αυτές που έδειχναν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις. Ας δούμε μόνο ορισμένα στοιχεία:
Οι κρατικές δαπάνες από 47,9% του ΑΕΠ το 1991 μειώθηκαν σε 26,9% το πρώτο εξάμηνο του 1995, κάτω από τις ΗΠΑ.
Στις 2 Γενάρη 1992 πρακτικά απελευθερώθηκαν όλες οι τιμές.
Από το Γενάρη του 1992, η Ρωσία γνώρισε την πιο σοβαρή και παρατεταμένη οικονομική υποχώρηση απ’ οποιαδήποτε άλλη δύναμη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σε καιρό ειρήνης. Μεταξύ 1991 και 1996, το πραγματικό ΑΕΠ και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκαν σχεδόν κατά το ήμισυ, οι επενδύσεις κατά περισσότερο από 70% και η γεωργική παραγωγή κατά το ένα τρίτο.
Στο τέλος του 1994, το 78,5% του βιομηχανικού προϊόντος προερχόταν από μη κρατικές εταιρίες. Καθιερώθηκε γρήγορα ένα καθεστώς ελεύθερων εισαγωγών, ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και ελεύθερης ανταλλαγής συναλλάγματος.
Το Σεπτέμβρη του 1996, υπολογίστηκε ότι μισθοί 6,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν απλήρωτοι, περίπου το 64% του συνολικού μηνιαίου μισθολογίου της χώρας.
Το ποσοστό θνησιμότητας στη Ρωσία αυξήθηκε από 11,4 τοις χιλίοις το 1991 σε 15,5 το 1994, πριν μειωθεί σε 14,3 το 1996. Το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας οφειλόταν στην απότομη αύξηση στους θανάτους από αιτίες που σχετίζονται με το αλκοόλ, με αυτοκτονίες, δολοφονίες, κυκλοφορικά και αναπνευστικά προβλήματα, λοιμώξεις και παράσιτα, τα οποία μπορούν να συνδεθούν με την οικονομική πολιτική και την οικονομική υποχώρηση. Το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας κατά την περίοδο 1992-1996 προκάλεσε 2,1 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους εκείνη την περίοδο στη Ρωσία.
Αυτές είναι μόνο ορισμένες από τις συνέπειες των ανατροπών και των πολιτικών απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης που εφαρμόστηκαν ακολουθώντας τις συμβουλές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη βάση της πλήρους νομιμοποίησης της ατομικής ιδιοκτησίας, του ελεύθερου εμπορίου εντός της χώρας, της εξάλειψης των εμποδίων στο εξωτερικό εμπόριο, της απελευθέρωσης των τιμών και της μεταφοράς της σοσιαλιστικής εξουσίας σε χέρια ιδιωτών.
Το ΚΚΣΕ κηρύχτηκε παράνομο, όπως και άλλα ΚΚ των Σοβιετικών Δημοκρατιών και άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Η εργατική τάξη έχασε την εξουσία και απαλλοτριώθηκε εκ νέου.