Η διάλυση της ΕΣΣΔ, ένα σκληρό χτύπημα για την παγκόσμια εργατική τάξη


Ραούλ Μαρτίνεθ, Μέλος του ΠΓ του ΚΚΕΙ, και Γκόρκα Σάενθ, Στέλεχος του ΚΚΕΙ

1. Εισαγωγή

Στις 26 Δεκέμβρη 1991 κατέβηκε η κόκκινη σημαία που κυμάτιζε στο Κρεμλίνο. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, παρόλο που το 77,8% των Σοβιετικών πολιτών είχαν πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της διατήρησής της στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 17 Μάρτη 1991.

Τα γεγονότα έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τις θέσεις περί «τέλους της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα (υποδιευθυντή Πολιτικού Σχεδιασμού του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ) στο γνωστό του άρθρο που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1988. Ισχυρίζονταν πως φτάσαμε στο «τέλος των ιδεολογιών» και στο «τέλος της ταξικής πάλης». Διακήρυτταν την ολοκληρωτική νίκη του καπιταλισμού. Άρχιζαν οι καιροί της λεγόμενης «ενιαίας σκέψης».

Οι νέες γενιές γαλουχήθηκαν με μια ιδέα τόσο απλή όσο και λαθεμένη: Δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό. Επιχείρησαν να εγκλωβίσουν ιδεολογικά το εργατικό κίνημα. Εφόσον δεν υπήρχε εναλλακτική στον καπιταλισμό, ο αγώνας θα περιοριζόταν στην προσπάθεια άμβλυνσης των συνεπειών του και στους αμυντικούς αγώνες για το μικρότερο κακό. Έτσι, η μισθωτή σκλαβιά έμοιαζε να γίνεται το μόνο δυνατό έδαφος των εξελίξεων.

Στην προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης αντιπαρέθεταν τη νίκη της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του κομμουνισμού στο εργατικό κίνημα. Τη νίκη του αστικού εργατικού κινήματος έναντι του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Πολλά κομμουνιστικά κόμματα, σε μια πράξη αποστασίας, μεταλλάχτηκαν σε σοσιαλδημοκρατικά με νέο όνομα. Ορισμένα, παρόλο που κράτησαν τον κομμουνιστικό τίτλο, αποκήρυξαν δημόσια τις κομμουνιστικές αρχές και άνοιξαν το δρόμο σε μια κλιμακούμενη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη.

Η παλιά άρχουσα τάξη επιχείρησε να κλείσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Ο αντικομμουνισμός εντάθηκε σε όλες του τις μορφές. Η παγκόσμια εργατική τάξη σύντομα θα δοκίμαζε στο πετσί της τις συνέπειες του θριάμβου της αντεπανάστασης, τόσο στις καπιταλιστικές χώρες όσο και στις πρώην σοσιαλιστικές. Το ίδιο ίσχυε και για όσους λαούς θα γίνονταν θύματα νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Στο παρόν άρθρο επιχειρούμε να προσεγγίσουμε ορισμένες από τις συνέπειες των αντεπαναστατικών εξελίξεων της περιόδου 1989-1991, που έκαναν πιο βαθιά τη σοβαρή κρίση που ήδη έπληττε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα από πριν. Εκείνα τα σκληρά χρόνια κυριάρχησε ο αποπροσανατολισμός. Έλειπε μια επιστημονική εξήγηση των πραγματικών αιτιών που επέτρεψαν στην αστική τάξη να πάρει την εξουσία στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Πολλοί επέλεξαν να ενταχτούν στον αντισοβιετισμό (αντικομμουνισμό) που ενισχυόταν από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και τα διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα. Ωστόσο, άλλοι επέλεξαν τότε να ξεκινήσουν τη μελέτη των γεγονότων και κατέληξαν σε συμπεράσματα βασισμένα στο μαρξισμό-λενινισμό, για να φωτίσουν και να ενισχύσουν την ταξική πάλη. Αυτό το άρθρο το αφιερώνουμε με ευγνωμοσύνη σε εκείνους τους τελευταίους, οι οποίοι στις δύσκολες περιόδους κράτησαν ψηλά την κόκκινη σημαία.

2. Περεστρόικα. Επιπτώσεις της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες

Ο θρίαμβος της αντεπανάστασης δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς τη μελέτη όσων συνέβαιναν στην ΕΣΣΔ. Η Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΔΚΕ) έχει αναλάβει αυτό το καθήκον, ειδικότερα στα τεύχη 2 και 7, τα οποία ήταν αφιερωμένα στο σοσιαλισμό και στα 100 χρόνια από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Στο άρθρο της Σύνταξης του 7ου τεύχους της ΔΚΕ, που δημοσιεύτηκε το 2017, αναφέραμε:

«Σήμερα αξίζει να μελετηθούν καλύτερα από τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα οι σύγχρονες επεξεργασίες των κομμάτων που στηρίζουν την προσπάθεια της ΔΚΕ και ν’ αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον σε ό,τι αφορά τις οικονομικές αλλαγές που εφαρμόστηκαν στην ΕΣΣΔ και σε άλλα σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως μετά από το 20ό και 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την επαναφορά στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικονομίας “εργαλείων” της αγοράς, όπως το κέρδος, και γενικότερα την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Χρειάζεται να μελετηθούν οι αλλαγές που έγιναν στο πολιτικό οικοδόμημα της ΕΣΣΔ, όπως, π.χ., ήταν η πολιτική γραμμή περί “παλλαϊκού κράτους”, καθώς και η στρατηγική της ΕΣΣΔ στις διεθνείς σχέσεις (π.χ., η “ειρηνική συμβίωση” και “άμιλλα” των δύο κοινωνικοπολιτικών συστημάτων), καθώς και η στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (π.χ., διάλυση της Γ΄ Διεθνούς, στρατηγική των σταδίων προς το σοσιαλισμό). Γενικότερα πρέπει να μελετηθούν βαθύτερα οι αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος, που αποτέλεσε μια αντεπανάσταση, γιατί έφερε την κοινωνική οπισθοδρόμηση. Η απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού έχει σωρεύσει μεγάλα δεινά σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, μέσα κι έξω από τις χώρες του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.»

Συνεπώς, μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η κλιμακούμενη ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς στην παραγωγή (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) και οι αλλαγές στο εποικοδόμημα της ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα η απόρριψη της έννοιας της δικτατορίας του προλεταριάτου το 1961 και η αντικατάστασή της από το παλλαϊκό κράτος, διάβρωσαν την εργατική εξουσία κι ενίσχυσαν τις καπιταλιστικές δυνάμεις.

Σταδιακά αναδύθηκε το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», που επιδίωκε να λειτουργήσει και νόμιμα πλέον σαν παραγωγικό κεφάλαιο και ασκούσε πίεση στο ΚΚΣΕ και στο σοσιαλιστικό κράτος προκειμένου να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός. Αντί να ενισχυθούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενισχύθηκαν οι εμπορευματικές σχέσεις.

Οι συνέπειες αυτής της ρεβιζιονιστικής πολιτικής σύντομα έγιναν αισθητές σε όλα τα πεδία. Στο οικονομικό πλάνο άρχισε να γίνεται λόγος για «μηχανισμό επιβράδυνσης» για να περιγραφεί η πτώση των δεικτών ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας τη δεκαετία του 1970, που εξελίχτηκε σε στασιμότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Οι αρνητικές αλλαγές στην οικονομική βάση της κοινωνίας είχαν την αντανάκλασή τους στις υπόλοιπες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Ενίσχυσαν προβλήματα που πρακτικά είχαν εκλείψει στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αύξησαν τους δείκτες της εγκληματικότητας και το πρόβλημα του αλκοολισμού, επανεμφανίστηκε το φαινόμενο της πορνείας κι εμφανίστηκαν νέες κοινωνικές πληγές όπως η τοξικομανία.

Διαβρώθηκαν οι σοσιαλιστικές αξίες και μεγάλωσε η κοινωνική δυσφορία σε έναν πληθυσμό που έβλεπε πως πολλοί διευθυντές επιχειρήσεων, κρατικά και πολιτικά στελέχη, πλούτιζαν και ενίσχυαν την εξουσία τους έξω από το πλαίσιο της σοσιαλιστικής νομιμότητας. Όλο και μεγαλύτερα στρώματα του λαού άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα δυσαρέσκειας και να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις επίσημες ανακοινώσεις και τα συνθήματα του ΚΚΣΕ και των σοβιετικών θεσμών, ενώ εκτίθονταν όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική «μαζική κουλτούρα» μπροστά στην απουσία επαναστατικών απαντήσεων στα εργατικά-λαϊκά προβλήματα.

Τον Απρίλη του 1985, συνεδρίασε η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στην οποία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Γενικός Γραμματέας από το Μάρτη του 1984, γνωστοποίησε τις βασικές αρχές της στρατηγικής της περεστρόικα (αναδιάρθρωση).

Στο οικονομικό επίπεδο, η περεστρόικα προέβλεπε θεαματική ενίσχυση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων και των συνεταιρισμών, δίνοντας προτεραιότητα στην αυτόνομη λογιστική διαχείριση και στην αυτοχρηματοδότησή τους, με πρόσχημα την επάρκεια στη διεύθυνσή τους. Το γεγονός αυτό διέρρηξε τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών, τους μηχανισμούς χρηματοδότησης και πίστωσης, το δίκτυο τεχνολογικών προμηθειών και πρώτων υλών και την οργάνωση της επιστημονικής-τεχνικής ανάπτυξης. Όλα αυτά, στο όνομα της «αυτοδιαχείρισης», που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο αργότερα, στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ που συνήλθε τον Ιούνη του 1987, στην οποία εγκρίθηκαν τα «θεμέλια της ριζικής αναδιάρθρωσης της οικονομικής διεύθυνσης». Ο υποτιθέμενος «μηχανισμός επιβράδυνσης», στον οποίο υποτίθεται αντιτάσσονταν, ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις σχέσεις παραγωγής, χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσουν τις νέες μεταρρυθμίσεις, με την καπιταλιστική έννοια.

Σε πολιτικό επίπεδο, επιβεβαιώθηκε πως η περεστρόικα μπορούσε μονάχα να εφαρμοστεί μέσω της δημοκρατίας. Η αντικατάσταση της δικτατορίας του προλεταριάτου από το λεγόμενο «παλλαϊκό κράτος» πήρε νέες διαστάσεις. Οι μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές, η Θεωρία για το Κράτος και το Δίκαιο, αντικαταστάθηκαν πλήρως από μια αστική αντίληψη για τη δημοκρατία και συμπληρώνονταν από την πολιτική της γκλασνόστ (διαφάνεια), συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της σοβιετικής εξουσίας μέσα στους ίδιους τους κόλπους της και στη δημιουργία των πολιτικών συνθηκών για το θρίαμβο της αντεπανάστασης τα επόμενα χρόνια.

Η περεστρόικα, σε αντίθεση με αυτά που υποστηρίζουν ορισμένα ρεύματα, συνδέεται με τα λαθεμένα μέτρα που εγκαινιάστηκαν μετά από την επικράτηση των δεξιών θέσεων στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο βιβλίο του με το οποίο έκανε γνωστή στον κόσμο την πολιτική της αναδιάρθρωσης, έγραφε το ακόλουθο απόσπασμα:

«Ένα μεγάλο ορόσημο στην ιστορία μας ήταν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Συνέβαλε αποφασιστικά στη θεωρία και την πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη διάρκειά του και ύστερα από αυτό έγινε τεράστια προσπάθεια να γυρίσει το τιμόνι προς την ανάπτυξη της χώρας, να δοθεί ώθηση για την απελευθέρωση από τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικοπολιτικής ζωής, οι οποίες οφείλονταν στην προσωπολατρία του Στάλιν.

Οι αποφάσεις που πάρθηκαν από το Συνέδριο βοήθησαν να εφαρμοστούν σημαντικά πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και ιδεολογικά μέτρα. Όμως οι δυνατότητες που εμφανίστηκαν δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως. (...)

Γι’ αυτό, στο επόμενο στάδιο, που σφραγίστηκε από την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ τον Οκτώβρη του 1964, το πρώτο βήμα ήταν να ξεπεραστούν αυτές οι ακρότητες και χτυπηθούν ο βολονταρισμός και ο υποκειμενισμός. Χαράχτηκε μια πορεία προς τη σταθεροποίηση. Και ήταν εντελώς δικαιολογημένη αυτή η πορεία. Κέρδισε την υποστήριξη του Κόμματος και του λαού. Παρουσιάστηκαν μερικά θετικά αποτελέσματα. Οι αποφάσεις που διατυπώθηκαν και υιοθετήθηκαν ήταν περισσότερο μελετημένες και καλύτερα θεμελιωμένες. Η έναρξη της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965 και η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής το Μάρτη του 1965, αφιερωμένη στη γεωργία, ήταν σημαντικές πρωτοβουλίες που στόχευσαν σε θετικές αλλαγές στην οικονομία.» [1]

Ως εκ τούτου, η περεστρόικα δεν αποτέλεσε ρήξη με τις προηγούμενες πολιτικές, απεναντίας, αποτέλεσε εμβάθυνσή τους. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κριτικάροντας την αντίθεση σε αυτές τις πολιτικές μέσα στο ΚΚΣΕ, δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση των θεμελιωδών ζητημάτων της διαπάλης, όπως δείχνει το ακόλουθο απόσπασμα:

«Σε αυτές τις συνθήκες, σύντομα ξεπρόβαλε μια προκατάληψη για το ρόλο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και για το Νόμο της Αξίας σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, και συχνά επιβεβαιωνόταν πως ήταν ξένα, ακόμα και αντίθετα στο σοσιαλισμό.»

Πέρα από τα όσα καταγράφει η αστική ιστοριογραφία, μολονότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ενισχύθηκαν οι κοινωνικές δυνάμεις που υποστήριζαν την καπιταλιστική παλινόρθωση, η σοβιετική εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες δεν απέρριπταν το σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι οι πολιτικές που οδήγησαν στην αντεπανάσταση δικαιολογούνταν ακριβώς στο όνομα του σοσιαλισμού, πράγμα που αποτέλεσε μια τεράστια παρέκκλιση και ιδεολογική χειραγώγηση.

Στο βιβλίο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Περεστρόικα, νέα σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο, που διαδόθηκε πλατιά στις καπιταλιστικές χώρες μέσω μαζικών δωρεών του ως ένθετου στις μεγάλες εφημερίδες, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ επιδίωκε να παρουσιάσει ότι ή περεστρόικα ήταν «η επιστροφή στον Λένιν, (σ.τ.μ.: η οποία) αποτελεί την ιδεολογική πηγή της περεστρόικα», προβάλλοντας μια διαστρεβλωμένη ερμηνεία των γραπτών του Λένιν τα τελευταία χρόνια της ζωής του κατά τη διάρκεια της ΝΕΠ, και δικαιολογούσε τις θέσεις του με συνθήματα όπως «περισσότερος σοσιαλισμός και περισσότερη δημοκρατία», «η περεστρόικα είναι μια νέα επανάσταση», φτάνοντας να ισχυριστεί πως «δεν επιδιώκουμε να απομακρυνθούμε από το σοσιαλισμό, αλλά να προχωρήσουμε προς έναν καλύτερο σοσιαλισμό. Το λέμε ειλικρινά, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να εξαπατήσουμε τον ίδιο μας το λαό και τον κόσμο».

Προφανώς, τα γεγονότα που ακολούθησαν διέψευσαν τον Γκορμπατσόφ, που μερικά χρόνια μετά από το θρίαμβο της αντεπανάστασης συμμετείχε σε μια διαφήμιση στην οποία διάφοροι πελάτες ενός καταστήματος της Pizza Hut συζητούν μπροστά του για την κληρονομιά που άφησε η πολιτική του και φτάνουν στο συμπέρασμα πως «χάρη στον Γκορμπατσόφ, οι Ρώσοι έχουν Pizza Hut». Στη συνέχεια οι πελάτες επιδεικνύουν τις ποσότητες πίτσας που αγόρασαν και ζητωκραυγάζουν για τον Γκορμπατσόφ, ο οποίος πρωταγωνίστησε επίσης σε διαφήμιση της γνωστής γαλλικής μάρκας πολυτελείας Luis Vuitton, παραδεχόμενος χρόνια αργότερα πως, «εάν αποκάλυπτα εξαρχής τον τελικό στόχο, θα με καθαιρούσαν αμέσως».

Ο Γκορμπατσόφ δεν ανατράπηκε στα συγκεχυμένα γεγονότα του Αυγούστου του 1991, που άνοιξαν την πόρτα για την παραίτησή του και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός ανατράπηκαν στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, με βαριές συνέπειες για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, και διέφεραν πολύ από αυτές που έδειχναν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις. Ας δούμε μόνο ορισμένα στοιχεία:

Οι κρατικές δαπάνες από 47,9% του ΑΕΠ το 1991 μειώθηκαν σε 26,9% το πρώτο εξάμηνο του 1995, κάτω από τις ΗΠΑ.

Στις 2 Γενάρη 1992 πρακτικά απελευθερώθηκαν όλες οι τιμές.

Από το Γενάρη του 1992, η Ρωσία γνώρισε την πιο σοβαρή και παρατεταμένη οικονομική υποχώρηση απ’ οποιαδήποτε άλλη δύναμη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σε καιρό ειρήνης. Μεταξύ 1991 και 1996, το πραγματικό ΑΕΠ και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκαν σχεδόν κατά το ήμισυ, οι επενδύσεις κατά περισσότερο από 70% και η γεωργική παραγωγή κατά το ένα τρίτο.

Στο τέλος του 1994, το 78,5% του βιομηχανικού προϊόντος προερχόταν από μη κρατικές εταιρίες. Καθιερώθηκε γρήγορα ένα καθεστώς ελεύθερων εισαγωγών, ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και ελεύθερης ανταλλαγής συναλλάγματος.

Το Σεπτέμβρη του 1996, υπολογίστηκε ότι μισθοί 6,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν απλήρωτοι, περίπου το 64% του συνολικού μηνιαίου μισθολογίου της χώρας.

Το ποσοστό θνησιμότητας στη Ρωσία αυξήθηκε από 11,4 τοις χιλίοις το 1991 σε 15,5 το 1994, πριν μειωθεί σε 14,3 το 1996. Το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας οφειλόταν στην απότομη αύξηση στους θανάτους από αιτίες που σχετίζονται με το αλκοόλ, με αυτοκτονίες, δολοφονίες, κυκλοφορικά και αναπνευστικά προβλήματα, λοιμώξεις και παράσιτα, τα οποία μπορούν να συνδεθούν με την οικονομική πολιτική και την οικονομική υποχώρηση. Το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας κατά την περίοδο 1992-1996 προκάλεσε 2,1 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους εκείνη την περίοδο στη Ρωσία.

Αυτές είναι μόνο ορισμένες από τις συνέπειες των ανατροπών και των πολιτικών απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης που εφαρμόστηκαν ακολουθώντας τις συμβουλές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη βάση της πλήρους νομιμοποίησης της ατομικής ιδιοκτησίας, του ελεύθερου εμπορίου εντός της χώρας, της εξάλειψης των εμποδίων στο εξωτερικό εμπόριο, της απελευθέρωσης των τιμών και της μεταφοράς της σοσιαλιστικής εξουσίας σε χέρια ιδιωτών.

Το ΚΚΣΕ κηρύχτηκε παράνομο, όπως και άλλα ΚΚ των Σοβιετικών Δημοκρατιών και άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Η εργατική τάξη έχασε την εξουσία και απαλλοτριώθηκε εκ νέου.

3. Οι επιδράσεις της αντεπανάστασης για την εργατική τάξη στις καπιταλιστικές χώρες

Η αντεπανάσταση εξελισσόταν ανεξέλεγκτα και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό δε συνέβαινε μονάχα στην ΕΣΣΔ και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Η επίθεση της αστικής τάξης έγινε αισθητή σε παγκόσμια κλίμακα. Αποδείχτηκε γρήγορα ότι άρχισε να ξηλώνεται το λεγόμενο κράτος πρόνοιας, το οποίο θεμελιώθηκε θεωρητικά από τους αστούς ιδεολόγους κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύκλου επεκτατικής πολιτικής που διάνυσε ο καπιταλισμός ανάμεσα στα χρόνια 1945 και 1973, ενώ σε αυτήν τη διαδικασία εμπλεκόταν αποφασιστικά η διεθνής σοσιαλδημοκρατία. Και μαζί με αυτό ξηλώνονταν τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα που είχε κατακτήσει το εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών.

Σε αντίθεση με ό,τι είχαν προβλέψει οι υπέρμαχοι του καπιταλισμού, οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις δεν εξαφανίστηκαν μαζί με την εξαφάνιση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου: Η Ιαπωνία, τότε δεύτερη οικονομία του κόσμου, περιήλθε σε κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και πέρασε μια μακρά πορεία στασιμότητας. Το Μεξικό περιήλθε σε κρίση το 1995. Οι επονομαζόμενες εκείνη την περίοδο Ασιατικές Τίγρεις επλήγησαν από την κρίση το 1997. Το 1998 ήρθε η σειρά της Βραζιλίας και της Ρωσίας. Το 2001 ξεκίνησαν οι εκδηλώσεις μιας μεγάλης κρίσης υπερπαραγωγής στις ΗΠΑ, ειδικά στις μεγάλες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας της Σίλικον Βάλεϊ, οι οποίες είχαν παρουσιαστεί ως υποδειγματικές. Στην Αργεντινή, το 2002, εφαρμόστηκε η γνωστή δέσμη μέτρων corralito. Τελικά, ξέσπασε η επονομαζόμενη Μεγάλη Ύφεση που κλόνισε την παγκόσμια οικονομία κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2014.

Σε όλες αυτές τις περιόδους κρίσης, το καπιταλιστικό κράτος πραγματοποίησε άμεσες παρεμβάσεις στην οικονομία. Ωστόσο, μετά από την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ, η οικονομική και πολιτική διαπάλη παρέμεινε εγκλωβισμένη ανάμεσα στις δύο βασικές μορφές αστικής απάντησης στην κρίση: Την κεϊνσιανή και εκείνη που διατυπώθηκε από τη Σχολή του Σικάγο και βαφτίστηκε νεοφιλελεύθερη. Σε πολιτικό επίπεδο, αυτές οι δύο μορφές καπιταλιστικής διαχείρισης αντιστοιχούν ουσιαστικά σε δύο πολιτικές θέσεις που αλληλοδιαπλέκονται στενά, εφόσον και οι δύο υπερασπίζονται τον καπιταλισμό: Τη σοσιαλδημοκρατική και τη φιλελεύθερη πολιτική, πάνω στις οποίες στηρίζεται το δόγμα της πολυκομματικής δημοκρατίας που θεμελιώθηκε μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη διαδικασία της συνταγματικής ρύθμισης των πολιτικών κομμάτων.

Τα δικομματικά συστήματα, περισσότερο ή λιγότερο ατελή, ενισχύονται στη βάση των δύο θεμελιωδών πολιτικών προτάσεων που βασίζονται στις δύο σχολές της οικονομίας που αναφέρθηκαν, όπου αμφότερες υπερασπίζονται τον καπιταλισμό. Στο πλαίσιο των αστικών δημοκρατιών, οι καινούργιες καπιταλιστικές κρίσεις θα αντιμετωπιστούν βάσει αυτών των μοναδικών και αδιαμφισβήτητων διατυπώσεων. Σε αυτές τις διατυπώσεις θα βασιστεί και ο ρόλος του κράτους.

Ο συσχετισμός δυνάμεων αλλοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στο εργατικό κίνημα φρόντισαν ώστε να καταστεί ηγεμονική η θέση ότι θα αρκούσαν μονάχα οι αμυντικοί αγώνες για την υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας. Αυτό που αποκρύφτηκε ήταν ότι εκείνο το κράτος πρόνοιας –εκεί όπου κατέληξε να εφαρμοστεί– ήταν καρπός του συσχετισμού δυνάμεων που προέκυψε μετά από το θρίαμβο της Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 και την ανάπτυξη και ενδυνάμωση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ήταν καρπός της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και της διαμόρφωσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και της ανάπτυξης ενός ισχυρού επαναστατικού εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες, το οποίο είχε τη δυνατότητα να αποσπάσει σημαντικές παραχωρήσεις με την πάλη του. Όμως δεν αποκρύφτηκε μονάχα το γεγονός ότι μαζί με τους πυλώνες, στους οποίους στηριζόταν ο εν λόγω συσχετισμός δυνάμεων, τελικά ανατράπηκαν και οι κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί βάσει εκείνου του συσχετισμού. Αποκρύφτηκε επίσης, και με πολύ ειδικό τρόπο, η μαρξιστική κριτική στο λεγόμενο κράτος πρόνοιας.

Πραγματοποιήθηκε μια κολοσσιαία χειραγώγηση, επιβεβαιώνοντας ότι το καπιταλιστικό σύστημα τη δεκαετία του ’70 του 20ού αιώνα είχε εισέλθει σε ένα καινούργιο στάδιο, ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος της κρίσης του 1973, το λεγόμενο νεοφιλελεύθερο στάδιο. Πράγματι, στο έδαφος της καπιταλιστικής διαχείρισης, ξεκίνησε έντονη πολιτική, οικονομική και ιδεολογική επίθεση, που αμφισβητούσε το μοντέλο που είχε αναπτυχθεί από τον Μέιναρντ Κέινς και άλλους αστούς οικονομολόγους, και το οποίο βασιζόταν στην κρατική παρέμβαση για την τόνωση της ζήτησης ώστε να δοθεί ώθηση, όλως παραδόξως, στην ατομική ιδιοποίηση, στην καπιταλιστική συσσώρευση. Και ακριβώς εκεί βρίσκεται το κλειδί. Ο καπιταλισμός δεν εισήλθε σε ένα νέο στάδιο, αλλά αυτό που άλλαξε ήταν η κυρίαρχη μορφή κρατικής διαχείρισης.

Έτσι, μπροστά στην καινούργια επίθεση του καπιταλισμού, το εργατικό κίνημα –στο οποίο ηγεμονική θέση κατέχει η σοσιαλδημοκρατία– εισήλθε σε μια μεγάλη φάση αντίστασης η οποία βασιζόταν στην υπεράσπιση των κατακτήσεων που επιτεύχθηκαν σε κάποια προηγούμενη στιγμή: Τόσο το λεγόμενο κράτος πρόνοιας όσο και οι κεϊνσιανές πολιτικές που το εξυπηρέτησαν από την αρχή, αφομοιώθηκαν από το εργατικό κίνημα ως κάτι δικό τους. Επανεμφανίστηκαν παλιές διατυπώσεις που κάποτε τις υπερασπιζόταν η σοσιαλδημοκρατία: Η θεωρία του «οργανωμένου καπιταλισμού», της «οικονομικής δημοκρατίας», του «κρατικού καπιταλισμού», όπου όλες αυτές δήθεν στόχευαν να εξορθολογήσουν τον καπιταλισμό και να τον καταστήσουν λιγότερο επιζήμιο για τους εργαζόμενους.

Το καπιταλιστικό κράτος, όπως και κάθε κράτος, δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένας μηχανισμός για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη, ενώ, όλως παραδόξως, παρουσιάζεται ως μεγάλος ευεργέτης της πλατιάς πλειοψηφίας των εργαζόμενων και, μάλιστα, στους καιρούς της κρίσης υπερπαραγωγής οι ίδιες οι πολιτικές του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» παρουσιάστηκαν και παρουσιάζονται ως πολιτικές προς όφελος της πλειοψηφίας, κρύβοντας την υποταγή του καπιταλιστικού κράτους στα καπιταλιστικά μονοπώλια προκειμένου εκείνα να παρεμβαίνουν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου σε όλες τις φάσεις της: Παραγωγή, κατανομή, ανταλλαγή και κατανάλωση.

Έτσι επιτυγχάνεται το βασικό πρόγραμμα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, η οποία μετέτρεψε τις προτάσεις της σε κάγκελα που σήμερα κρατούν παγιδευμένη την εργατική τάξη στην ιδεολογική φυλακή της αστικής τάξης.

Ως αποτέλεσμα εκείνης της διαδικασίας, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες παρατηρήθηκε η αποξήλωση των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Εντάθηκαν οι διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων της παιδείας και της υγείας, με δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή του εργαζόμενου λαού. Δέχτηκαν ισχυρά χτυπήματα τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα κι επιμηκύνθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, μέσω της αυστηροποίησης των προαπαιτούμενων για την απόκτηση του δικαιώματος σε δημόσια σύνταξη. Υποχώρησαν τα εργατικά δικαιώματα σε κάθε επίπεδο, διευκολύνοντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, ενώ οι συλλογικές συμβάσεις και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα δέχτηκαν ισχυρά πλήγματα.

4. Επιδράσεις της αντεπανάστασης στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι

Μετά από το θρίαμβο της αντεπανάστασης, ο Τζορτζ Χ. Ο. Μπους –Πρόεδρος των ΗΠΑ μεταξύ του 1989 και 1993– διακήρυξε σε μια διάσημη ομιλία του την έναρξη μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος, που εξαπολύθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε ολοκληρωθεί με την ήττα του κομμουνισμού. Υπόσχονταν έναν κόσμο χωρίς διεθνείς αντιθέσεις, χωρίς «κούρσες» εξοπλισμών, χωρίς πολέμους.

Μας έλεγαν:

«Σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον ενός μοναδικού και εξαιρετικού γεγονότος. Η κρίση στον Κόλπο του Περσικού, όσο σοβαρή και αν είναι, μας προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Μέσα από αυτούς τους μπερδεμένους καιρούς μπορεί να αναδυθεί ο δικός μας (...) στόχος: Μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μια νέα εποχή, χωρίς απειλές και τρόμο, πιο ισχυρή στην επιδίωξή της για δικαιοσύνη, πιο σίγουρη στην επιδίωξη της ειρήνης. Είναι μια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας όλα τα έθνη του κόσμου –Ανατολή και Δύση, Βορράς και Νότος– θα μπορέσουν να ευημερήσουν και να ζήσουν αρμονικά.

(…) Εκατοντάδες γενιές αναζήτησαν αυτόν τον άγνωστο δρόμο προς την ειρήνη, την ίδια στιγμή που πυροδοτούνταν χιλιάδες πόλεμοι ενάντια στις προσπάθειες της ανθρωπότητας. Σήμερα, αυτός ο καινούργιος κόσμος αγωνίζεται να ξεπεταχτεί. Ένας διαφορετικός κόσμος απ’ ό,τι έχουμε γνωρίσει. Ένας κόσμος όπου το κράτος δικαίου παίρνει τη θέση του νόμου της ζούγκλας. Ένας κόσμος όπου τα έθνη αναγνωρίζουν τη συνυπευθυνότητά τους προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

(...) Ένας κόσμος όπου ο δυνατός σέβεται τα δικαιώματα του αδύναμου. Αυτό είναι ένα όραμα που έχω μοιραστεί με τον Πρόεδρο Γκορμπατσόφ. (...) Εκείνος και άλλοι ηγέτες στην Ευρώπη, στον Κόλπο και σε κάθε γωνιά του κόσμου καταλαβαίνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν την τρέχουσα κρίση μπορεί να πλάσει το μέλλον για τις γενιές που μέλλεται να έρθουν.»

Η ζωή δεν άργησε να τινάξει στον αέρα τα ιμπεριαλιστικά ψέματα διεθνώς. Στις 17 Γενάρη 1991, μια συμμαχία 34 χωρών με επικεφαλής τις ΗΠΑ θα ξεκινούσαν την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου ενάντια στο Ιράκ. Ο πόλεμος τελείωσε επίσημα στις 28 Φλεβάρη 1991, όμως, χωρίς το αντίβαρο που αποτελούσε για δεκαετίες η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών, ξεκίνησε ένα νέο κι αιματηρό μοίρασμα του κόσμου. Ο ιρακινός λαός βομβαρδίστηκε τον Ιούλη του 1992, τον Ιούνη του 1993 και το Δεκέμβρη του 1998. Τελικά, το Μάρτη του 2003, μια νέα ιμπεριαλιστική συμμαχία, επικεφαλής της οποίας επίσης ήταν οι ΗΠΑ, εξαπέλυσε επέμβαση στο Ιράκ κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής εκστρατείας που διήρκεσε μέχρι το Δεκέμβρη του 2011.

Το Νοέμβρη του 1989, ένα δήθεν λαϊκό συνέδριο εξέλεξε ως ηγέτη των Τσετσένων αυτονομιστών τον Τζοχάρ Ντουντάγιεφ, στρατηγό της σοβιετικής αεροπορίας, ο οποίος δε δίστασε να δώσει την υποστήριξή του στο πραξικόπημα που οδήγησε στην εξουσία τον Μπόρις Γιέλτσιν το 1991. Αμέσως μετά, ο Ντουντάγιεφ θα πραγματοποιούσε το πραξικόπημά του εξαπολύοντας επίθεση ενάντια στο Ανώτατο Σοβιέτ του Γκρόζνι. Σύντομα, σε εδάφη όπου κάποτε κυριαρχούσε η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους λαούς, θα ξεκινούσε πόλεμος. Στις 11 Δεκέμβρη 1994 ο ρωσικός στρατός θα έμπαινε στην Τσετσενία. Ξεκινούσε ένας πόλεμος που θα προξενούσε χιλιάδες θύματα, με την άμεση και έμμεση εμπλοκή διάφορων δυνάμεων. Ποιος ήταν ο στόχος; Ο έλεγχος του Καυκάσου, της Τσετσενίας, του Αζερμπαϊτζάν και του Καζακστάν, η κυριαρχία επί των πετρελαϊκών πηγών της περιοχής και η εξασφάλιση του ανεπίστρεπτου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Ρωσία και στις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, ανοίγοντας νέες σφαίρες για την εξαγωγή του κεφαλαίου και τη δράση των μονοπωλίων. Δηλαδή μια περιοχή συγκρούσεων η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Παράλληλα, η διάλυση της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας άνοιξε την ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση στα Βαλκάνια. Από το 1991 μέχρι το 2001, η αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες ντόπιες αστικές τάξεις και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πραγματοποιήθηκε μέσα από διαδοχικά επεισόδια ενός νέου πολέμου που έφτασε στην αποφασιστική του στιγμή με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, από το Φλεβάρη του 1998 μέχρι τον Ιούνη του 1999, το οποίο προσέτρεξε σε υποστήριξη του αποκαλούμενου Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου, μιας ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης που προήλθε από τη Γερμανία, ενώ ο πόλεμος ολοκληρώθηκε με το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία του προτεκτοράτου του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο.

Μόλις ξεκίνησε ο νέος αιώνας, στις 11 Σεπτέμβρη 2001, όλοι οι τηλεοπτικοί δέκτες μετέδιδαν σε ζωντανή σύνδεση τις επιθέσεις ενάντια στους Δίδυμους Πύργους. Οι παλιοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στον αντεπαναστατικό πόλεμο που διεξήχθη ενάντια στη Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν για την ανάσχεση της σοσιαλιστικής πορείας και την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, τώρα εξαπέλυαν ένα χτύπημα στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Δεν άργησε να έρθει η απάντηση, καθώς ο Τζορτζ Ο. Μπους ο νεότερος ανακοίνωνε την έναρξη ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και μιας νέας ιμπεριαλιστικής συμμαχίας με διακηρυγμένο στόχο την ήττα της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν, τους οποίους μόλις πριν λίγα χρόνια τους είχαν βαφτίσει «αγωνιστές της ελευθερίας».

Η αποχώρηση των ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, τον Αύγουστο του 2021, με την παράδοση όλης της εξουσίας στους Ταλιμπάν, επιβεβαίωσε αυτό που για τους κομμουνιστές αποτελούσε πάντα αποδεικτικό στοιχείο: Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι που ξεκίνησαν, μετά από το θρίαμβο της αντεπανάστασης, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία, στην Τσετσενία, στη Λιβύη και σε άλλες γωνιές του κόσμου ελάχιστα σχετίζονται με τα προπαγανδιστικά προσχήματα εκείνων που θέλουν να δικαιολογήσουν τέτοιους πολέμους. Αυτό είναι η συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής –η οποία βασίζεται στις αξεπέραστες αντιθέσεις που κατατρώγουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό– μέσω του πολέμου. Είναι η πάλη για το μοίρασμα του κόσμου που έχει ήδη μοιραστεί, η αντιπαλότητα των μονοπωλίων για την εξαγωγή των κεφαλαίων, η πάλη για τον έλεγχο των φυσικών πόρων, των δρόμων μεταφοράς και των εμπορευμάτων.

Και σε αυτήν την πάλη συμμετέχει ενεργά η σοσιαλδημοκρατία. Τόσο εκείνη που προέρχεται από τη Β΄ Διεθνή, όσο και εκείνοι οι οποίοι προέρχονται από τις γραμμές των κομμουνιστών και έχουν μεταλλαχτεί σε νέους σοσιαλδημοκράτες. Στη χώρα μας, χωρίς να απομακρυνθούμε πολύ, η κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, PSOE) πρόσφερε στήριξη στην επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου. Οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία πραγματοποιήθηκαν όταν Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ήταν ο Ισπανός σοσιαλιστής ηγέτης Χαβιέρ Σολάνα, μετέπειτα Ανώτατος Αντιπρόσωπος του Συμβουλίου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ανώτατος Διοικητής της δύναμης EUFOR. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν υποστηρίχτηκε από την κυβέρνηση του Ροδρίγεθ Θαπατέρο (PSOE) και τη στρατιωτική εμπλοκή της Ισπανίας. Επιπλέον, η Ισπανία συμμετείχε στον πόλεμο στη Λιβύη με τον Χούλιο Ροδρίγεθ, τότε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Άμυνας, και τώρα κορυφαίο στέλεχος των PODEMOS. Η ισπανική κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από το PSOE και τη συμμαχία Unidas Podemos (όπου συμμετέχει η Ενωμένη Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας), απέστειλε στις αρχές του 2022 δύο πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα και ανέπτυξε μαχητικά αεροσκάφη στη Βουλγαρία, ενώ διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη Λετονία υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, του οποίου η Διάσκεψη Κορυφής πραγματοποιήθηκε τον Ιούνη αυτού του έτους. Ο διακεκριμένος Ισπανός σοσιαλιστής ηγέτης Χοσέπ Μπορέλ είναι αυτήν τη στιγμή Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπεύθυνος για την καθοδήγηση της εμπλοκής της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας στις νέες μάχες για το μοίρασμα του κόσμου που πραγματοποιείται.

Η εμπλοκή της σοσιαλδημοκρατίας στην υπεράσπιση του ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι γεγονός από το 1914. Όμως, μετά από το θρίαμβο της αντεπανάστασης, τα προσχήματα, με τα οποία η σοσιαλδημοκρατία δικαιολογούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της αυτήν την εμπλοκή, έχουν επηρεάσει κι ένα μέρος του κομμουνιστικού κινήματος.

Η υπεράσπιση μιας δήθεν πολυπολικής τάξης πραγμάτων ενάντια στην ηγεμονία των ΗΠΑ είναι μία από αυτές τις αιτιολογήσεις. Πίσω από αυτήν τη θέση βρίσκεται η παραίτηση από την επαναστατική πάλη για την εξουσία σε κάθε χώρα, και σε τελική ανάλυση αυτή η θέση οδηγεί στην επιλογή ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται σε κάθε σύγκρουση. Αυτή είναι μια θέση που θέτει την εργατική τάξη κάθε χώρας κάτω από ξένη σημαία και αυτή η θέση με κανέναν τρόπο δε σχετίζεται με κάποια στρατηγική για την ανατροπή η οποία θα βασίζεται στις διεθνιστικές προλεταριακές αρχές. Στην «Ανοιχτή επιστολή του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ σχετικά με το Ψήφισμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας αναφορικά με την αντιπαράθεση των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ με τη Ρωσία», που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Solidnet, όπως και σε άλλα διάφορα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί στη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση, εξετάζονται σε βάθος αυτές οι πλευρές που διαβρώνουν ένα μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Με τη σειρά τους, εκείνα τα κομμουνιστικά κόμματα, που δεν έκαναν το καθήκον τους να αναλύσουν επιστημονικά τις εξελίξεις οι οποίες οδήγησαν στην αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, πλέον βαθαίνουν περισσότερο την ανάλυσή τους βασιζόμενα στα ίδια λάθη που ήδη αποτελούσαν στοιχεία της πολιτικής της «ειρηνικής συνύπαρξης». Τα συνεχή κελεύσματα αυτών των κομμάτων για τον «εκδημοκρατισμό του διεθνούς οικοδομήματος» και για την υπεράσπιση του πολυπολικού κόσμου, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών οργανώσεων, ειδικότερα του ΟΗΕ, δεν έχουν καμία σχέση με την αναγκαία ταξική προσέγγιση που οφείλει να διέπει τη θέση των κομμουνιστών απέναντι στις διεθνείς οργανώσεις και στο Διεθνές Δίκαιο. Εκείνο δεν αντιπροσωπεύει πλέον το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο καπιταλιστικό και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, αλλά μονάχα το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και συμμαχίες που μοιράζουν σήμερα τον κόσμο.

Αυτή η σύγχυση εκδηλώνεται και στις αναλύσεις τους για τις υπάρχουσες διακρατικές συμμαχίες και τις αλλαγές που γίνονται στο πλαίσιό τους. Αυτές οι συμμαχίες, παλιές ή νέες, δε δημιουργούνται σε κλίμα συνεργασίας και εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων. Πρόκειται για οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές ενώσεις, οι οποίες σχηματίστηκαν για να παρεμβαίνουν με όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιτυχία στο μοίρασμα του κόσμου. Αντίστοιχα, έχει σημασία η θέση των μελών του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπου εκ μέρους της Ισπανίας συμμετέχουν το ΚΚΙ και η Ενωμένη Αριστερά, επειδή απευθύνουν έκκληση για τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Της ίδιας ΕΕ που έχει κάνει τον αντικομμουνισμό επίσημη ιδεολογία της και διώκει τα κομμουνιστικά κόμματα και τα μέλη τους σε διάφορες χώρες.

Αντίστοιχη είναι και η θέση τους για άλλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, όπως είναι το ΝΑΤΟ. Τα γενικά καλέσματα για τη «διάλυση του ΝΑΤΟ», χωρίς τη συνειδητή πάλη για έξοδο και απεμπλοκή κάθε χώρας από αυτήν την εγκληματική συμμαχία, όπως επίσης και τα καλέσματα για «εκδημοκρατισμό της ΕΕ», δημιουργούν ψευδαισθήσεις και καλύπτουν τις αντιθέσεις που βρίσκονται πίσω από τις διεθνείς εξελίξεις.

Όλα τα ζητήματα με τα οποία έχουμε έρθει αντιμέτωποι μέχρι στιγμής δίνουν την εικόνα του σκληρού χτυπήματος που δέχτηκε το προλεταριάτο διεθνώς, μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης. Στη λεηλασία που βιώνει η εργατική τάξη, ο σοβιετικός λαός και ο λαός στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες όπου νίκησε η αντεπανάσταση, προστέθηκε μια γενική οπισθοχώρηση στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα στις καπιταλιστικές χώρες, η οποία επιδεινώνεται. Οι λαοί συνεχίζουν να υφίστανται τις συνέπειες της ιμπεριαλιστικής λεηλασίας, των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως και των πολέμων που προκαλούνται αναπόφευκτα από αυτούς τους ανταγωνισμούς. Επιπλέον, προέκυψε μια σημαντική αλλαγή στο εργατικό κίνημα, με την επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας και άλλων συστημικών δυνάμεων σε βάρος των επαναστατικών θέσεων και με την αποδυνάμωση ή τη μετάλλαξη ενός μεγάλου αριθμού κομμουνιστικών κομμάτων, που αντικατοπτρίζεται σήμερα στις συζητήσεις που γίνονται στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Πράγματι, στις δύσκολες μέρες που βλέπαμε τη Σοβιετική Ένωση να εξαφανίζεται και στις επόμενες δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, το επαναστατικό εργατικό κίνημα χτυπήθηκε σκληρά. Ωστόσο, στη βάση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και με την ακούραστη δουλειά όσων έμειναν σταθεροί στις αρχές τους, μπήκαν οι βάσεις που πρέπει να οδηγήσουν στο ξεπέρασμα της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, σε νέες επιθέσεις της ταξικής πάλης και στις μελλοντικές προλεταριακές επαναστάσεις.

5. Η αντίσταση απέναντι στην αντεπανάσταση

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η απαγόρευση του ΚΚΣΕ προκάλεσε την κατάρρευση των δομών στις οποίες στηριζόταν το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Καθώς βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η διάλυση ή μετάλλαξη πολλών κομμουνιστικών κομμάτων, ένα μέρος των οποίων είχε από πριν απορρίψει κάθε προλεταριακή, διεθνιστική συνεργασία και βασιζόταν στις «ευρωκομμουνιστικές» θέσεις του «πολυκεντρισμού», η κρίση εμφανίστηκε άμεσα στις διεθνείς δομές που δημιουργήθηκαν από το διεθνές ταξικό κίνημα, που έβλεπαν να απειλείται ακόμα και η ίδια τους η ύπαρξη. Η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ), το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης (ΠΣΕ), η Παγκόσμια Ομοσπονδία Δημοκρατικών Γυναικών (ΠΔΟΓ) και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Δημοκρατικών Νεολαιών (ΠΟΔΝ) πέρασαν δύσκολες στιγμές.

Τα κόμματα που παρέμειναν σταθερά στις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές, παρά τις αντιξοότητες, άρχισαν τότε να μελετούν τις αιτίες που οδήγησαν στην προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, αντιστεκόμενα στις ιδεολογικοπολιτικές πιέσεις της αστικής τάξης.

Μετά από τις δύσκολες στιγμές που ακολούθησαν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αρχίζει και η σκληρή δουλειά της ανασύνταξης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Γίνονται κάποια πρώτα βήματα, όπως είναι η συνάντηση που οργανώθηκε στο Λένινγκραντ από το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας το 1997, αφιερωμένη στην 80ή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η Περιφερειακή Συνάντηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ανατολικής Μεσογείου ή η Διάσκεψη για την επικαιρότητα του σοσιαλισμού που οργανώθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας.

Είχε επίσης μεγάλη σημασία η διοργάνωση του 14ου Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών, που έγινε στην Αβάνα, τον Ιούλη του 1997, η οποία συγκέντρωσε μια νέα γενιά νέων κομμουνιστών που μπήκαν στη μάχη σε συνθήκες αντεπανάστασης, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια του κινήματος των φεστιβάλ και της ίδιας της ΠΟΔΝ.

Το 1998, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας οργάνωσε μια σημαντική συνάντηση με το σύνθημα «Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις παρούσες συνθήκες», με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος και των 80 χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΕ. Αυτή η πρωτοβουλία, που κατέληξε σε συμφωνίες όπως η δημιουργία του Ενημερωτικού Δελτίου, θα αποτελέσει αποφασιστικό βήμα για τη διοργάνωση της 1ης Διεθνούς Συνάντησης Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων στην Αθήνα από τις 21 μέχρι τις 23 Ιούνη 1999, με σύνθημα «Η κρίση του καπιταλισμού, η παγκοσμιοποίηση και η απάντηση του εργατικού κινήματος», με τη συμμετοχή 57 κομμάτων από 50 χώρες.

Ωστόσο, η ανάκαμψη των χώρων συνάντησης από πλευράς του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δε σήμαινε το ξεπέρασμα της κρίσης. Το αντίθετο, φαίνεται πως υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές σε σημαντικά ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα. Σε αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα που συμφωνούσαν στην ανάγκη ανασύνταξης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και της ενότητάς του στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, σφυρηλατώντας μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, έκαναν καινούργια βήματα στην πράξη. Η δημιουργία της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης το 2009 απέδειξε ότι είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για ένα ανώτερο επίπεδο συνεργασίας ανάμεσα σε μια σειρά κομμάτων με κοινές αντιλήψεις στα ουσιαστικά ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα. Όπως αναφέρεται και στο κύριο άρθρο του πρώτου τεύχους της ΔΚΕ:

«Η Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση, συνεχίζοντας τη λενινιστική παράδοση, είναι μια έκδοση με ξεκάθαρο ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα. Είναι μια έκδοση με άποψη και όχι μια απλή υπενθύμιση των θέσεων των Κομμουνιστικών Κομμάτων, το οποίο συμβαίνει με άλλες εκδόσεις, όπως το Ενημερωτικό Δελτίο των διεθνών συναντήσεων των Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων, όπως επίσης με άλλες κομματικές εκδόσεις. Στόχος μας είναι να συμβάλουμε στην εκλαΐκευση και ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας με την ιδεολογική ανάλυση και την πολιτική τοποθέτηση απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις στον καπιταλισμό και στα προβλήματα της ταξικής πάλης. Θεωρούμε ότι η ενίσχυση του μαρξιστικού-λενινιστικού προσανατολισμού στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγκαία αναδιοργάνωσή του.»

Μέχρι στιγμής, η Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση έχει προβάλει ανοιχτά τις θέσεις μας, την αντίληψη και την κριτική μας απέναντι στην παρούσα οπισθοχώρηση και αλλοίωση του μαρξισμού στο σύνολο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και έχει συμβάλει ώστε να αρχίσει μια σημαντική συζήτηση στις γραμμές του για το θεωρητικό και ιδεολογικό του προσανατολισμό.

Στην ίδια αντίληψη της ενισχυμένης συνεργασίας και της ιδεολογικής σταθερότητας εντάσσεται η δημιουργία το 2013 της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας, με στόχο να συμβάλει στην έρευνα και στη μελέτη των ζητημάτων που σχετίζονται με την Ευρώπη, από τη σκοπιά του επιστημονικού σοσιαλισμού, παλεύοντας για την έξοδο των χωρών μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για την ανατροπή της αστικής εξουσίας.

6. Ορισμένα συμπεράσματα

Αν και έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αναδεικνύεται η αντικειμενική ανάγκη ύπαρξης των κομμουνιστικών κομμάτων, του Κόμματος Νέου Τύπου που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Τα γεγονότα έχουν αποδείξει ότι είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και να καταπολεμηθούν οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

Όσα κομμουνιστικά κόμματα κατάφεραν να μελετήσουν τις αιτίες της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες, να υπερασπιστούν τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού κατά τον 20ό αιώνα και να αναλύσουν με πνεύμα αυτοκριτικής την ιστορία τους και τα προβλήματα που αντιμετώπισε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, είναι σε καλύτερη κατάσταση για ν’ αντιμετωπίσουν τις ιδεολογικοπολιτικές πιέσεις της αστικής τάξης.

Σήμερα, είναι επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη ενός διακριτού πόλου στέρεων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία βασίζουν τη στρατηγική τους στο μαρξισμό-λενινισμό και στον προλεταριακό διεθνισμό, καταπολεμούν τον κάθε μορφής οπορτουνισμό και ιδεολογική απόκλιση. Οι νέες γενιές εργαζόμενων, ενταγμένων στην παραγωγή, στις δύσκολες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά από την αντεπανάσταση, έχουν ανάγκη από κομμουνιστικά κόμματα ικανά να οργανώσουν την ταξική πάλη, να υπερασπιστούν το κόκκινο νήμα που διαπερνά την Ιστορία και να ορίσουν μια στρατηγική για την ανατροπή και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ο οποίος για πολλές δεκαετίες απέδειξε την ανωτερότητά του απέναντι στον καπιταλισμό.

Η εργατική τάξη δέχεται σοβαρές πιέσεις. Μαζί με την ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν στην αντεπανάσταση και με την υπεράσπιση των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον περασμένο αιώνα, είναι απαραίτητο τα κομμουνιστικά κόμματα να αντιμετωπίζουν όλες τις μορφές του αντικομμουνισμού, τον ιστορικό αναθεωρητισμό και μια σειρά από ιδεολογικά φαινόμενα με τα οποία σήμερα δηλητηριάζεται και αλλοιώνεται η συνείδηση της εργατικής τάξης. Αν χτες ήταν δυνατή η νίκη, σήμερα πρέπει να καταβάλουμε όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για να μπει τέλος στη βαρβαρότητα και να διασφαλίσουμε ότι δε θα επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.


[1] Μιχαήλ Γκορπατσόφ, Περεστρόικα, νέα σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο, εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1987, σελ. 70-72.