Η διαδικασία της σοσιαλιστικής και της εθνικής οικοδόμησης στο Καζακστάν και στην Κεντρική Ασία. Επίκαιρα συμπεράσματα


Αϊνούρ Κουρμάνοφ, Συμπρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν

Η ειδοποιός διαφορά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο Καζακστάν και στην Κεντρική Ασία συνίσταται στο ότι έλαβε χώρα σε μία αρχαϊκή κοινωνία, όπου υπήρχε πλήθος προκαπιταλιστικών τρόπων οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής ζωής, τόσο φεουδαρχικών όσο και γενοφυλετικών. Αυτή η ιδιαιτερότητα υπανάπτυξης ή ακόμα και απουσίας καπιταλιστικών σχέσεων έβαλε τη σφραγίδα της και στην περαιτέρω πολιτική του σοβιετικού κράτους, που σε αυτές τις συνθήκες προχώρησε στο δρόμο της δημιουργίας νέων εθνών και της διαμόρφωσης Αυτόνομων Δημοκρατιών.

Στην ουσία, αυτές οι περιοχές της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπερπήδησαν την καπιταλιστική φάση ανάπτυξης, εντασσόμενες αμέσως στο σοσιαλιστικό σύστημα, λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης. Και σε αυτό το γεγονός δεν υπάρχει τίποτα που να αντιφάσκει με το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, που στόχευε στον εκσυγχρονισμό της χώρας πάνω σε νέες αρχές.

Η νικηφόρα εργατική τάξη διεξήγε πολιτική εκπολιτισμού μέσω του κράτους της, όχι μόνο τραβώντας τις καθυστερημένες περιφέρειες των ανατολικών και ασιατικών περιοχών της χώρας στο επίπεδο του ευρωπαϊκού της τμήματος, αλλά δημιουργώντας εκεί νέες βιομηχανικές και αγροτικές περιοχές, ανεγείροντας σε κενές εκτάσεις εκατοντάδες πόλεις, χιλιάδες οικισμούς, σχολεία, νοσοκομεία και πανεπιστήμια, χτίζοντας δρόμους και ηλεκτροσταθμούς. Την ίδια πολιτιστική ανάπτυξη είχε και η γειτονική Μογγολία.

Και ακόμα και σήμερα, μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού και την καταστροφική διάλυση της ΕΣΣΔ, στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Ασίας δεν έχει πραγματοποιηθεί ένα τελεσίδικο πισωγύρισμα στο Μεσαίωνα. Οι σύγχρονες χώρες υπάρχουν πάνω στο σοβιετικό θεμέλιο, όπου ακόμα διατηρούνται ορισμένες κατακτήσεις, επιχειρήσεις και πόλεις, όπως και μία παιδεία και μία πολιτιστική βάση, που δίνουν ελπίδα στις μελλοντικές γενιές να αξιοποιήσουν τη στιγμή της επαναστατικής κρίσης την πείρα του παρελθόντος για την αναγέννηση και την περαιτέρω ανάπτυξη.

Το καθήκον μας συνίσταται στο να αναλύσουμε τις διαδικασίες εθνικής και κρατικής οικοδόμησης που συνέβησαν τότε στα πλαίσια της γενικής σοσιαλιστικής ανάπτυξης και να κάνουμε τη δική μας εκτίμηση εκείνης της περιόδου, με σκοπό να αξιοποιήσουμε τη δεδομένη εμπειρία και να αποκαλύψουμε τους φιλελεύθερους και εθνικιστικούς μύθους σχετικά με εκείνη την περίοδο.

Η εγκαθίδρυση της Σοβιετικής Εξουσίας στην Ασία και η πρώτη Σοβιετική Δημοκρατία του Τουρκεστάν

Το Καζακστάν και η Κεντρική Ασία ήταν απομακρυσμένες και περιφερειακές περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπου ακόμα και αν εισέρρεε το ρωσικό και το αγγλικό κεφάλαιο, αυτό συνέβαινε για να εκμεταλλευτεί τις πρώτες ύλες της περιοχής, για να εξαγάγει ορυκτά και προϊόντα: Μόλυβδο, ψευδάργυρο, χρυσό, βωξίτες και βαμβάκι. Σε κάποιο βαθμό αναπτύσσονταν οι βιομηχανικές περιοχές του Ανατολικού Καζακστάν και του Τουρκεστάν με κέντρο την Τασκένδη.

Η κατάσταση των ντόπιων πληθυσμών που κατοικούσαν αυτές τις περιοχές ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί υπέφεραν από τη διπλή καταπίεση, τόσο από την πλευρά του ρωσικού και του ξένου κεφαλαίου και της τσαρικής διοίκησης όσο και από την πλευρά της δικής τους φεουδαρχικής-μπέικης άρχουσας τάξης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην επικράτεια της σύγχρονης Τουρκμενίας, του Ουζμπεκιστάν και του Τατζικιστάν παράλληλα με την περιοχή Τουρκεστάν υπήρχαν, ως προτεκτοράτα της ρωσικής μοναρχίας, το Χανάτο του Χορέζμ (Χιβίνσκ) και το Εμιράτο της Μπουχάρα.

Παρά το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν υπήκοοι της Ρωσίας, η ανισότητα εκδηλωνόταν στα πάντα, τόσο στους περιορισμούς που αφορούσαν την ένταξη σε κοινωνικό στρώμα και το θρησκευτικό δόγμα όσο και στα προνόμια και τη λήψη μισθού. Για παράδειγμα, πριν την Επανάσταση του 1917 στην περιοχή Σιρντίρ του Τουρκεστάν, για την ίδια εργασία στην παραγωγή, στο Ρώσο προλετάριο έδιναν 90 καπίκια μεροκάματο, στον Ουζμπέκο 86, ενώ στον Καζάχο και στον Κιργίζιο 69. Δηλαδή, την περίοδο του τσαρισμού οι Καζάχοι δε θεωρούνταν καν άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, αλλά τρίτης. [1]

Είναι, επίσης, καλά γνωστό ότι το τσαρικό καθεστώς έδιωξε τους Καζάχους από την καλύτερη γη. Μόνο κατά την περίοδο 1890-1915 τους απέσπασαν 20 εκατομμύρια εκτάρια περίπου. Και στα 10 χρόνια που προηγήθηκαν του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1903-1912) το μέγεθος του καζαχικού πληθυσμού, που τότε ονομαζόταν κιργίζιος, μειώθηκε κατά 9%. Το 1916, κατά την περίοδο της εξέγερσης των Καζάχων και των Κιργίζιων ενάντια στην επιστράτευση για εργασίες στα μετόπισθεν, ο τοπικός πληθυσμός αντιμετώπισε τις τιμωρητικές εκστρατείες των τσαρικών στρατευμάτων.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 άλλαξε αμέσως τον τρόπο ζωής και τον ταξικό συσχετισμό δύναμης στο Καζακστάν και στην Κεντρική Ασία. Και, μετά από την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας, οι μπολσεβίκοι ξεκίνησαν μία συζήτηση για την οικοδόμηση νέων κρατικών αυτόνομων μορφωμάτων πάνω στις αρχές λειτουργίας μίας Δημοκρατίας, αν και η ίδια η διαδικασία της εγκαθίδρυσης της σοβιετικής εξουσίας και οι πρώτοι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί στην περιοχή του Τουρκεστάν και της στέπας προχωρούσε σε δύσκολες συνθήκες, μέσα σε έντονη πολιτική πάλη μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του σοσιαλισμού.

Το Κόμμα Μπολσεβίκων του Τουρκεστάν, στηριζόμενο στην Κόκκινη Φρουρά και στους επαναστατημένους στρατιώτες των τμημάτων της Τασκένδης, του Βέρνι (τώρα Αλμάτι), της Ασχαμπάντ, του Περόφσκ (τώρα Κζιλ-Ορντά), της Αουλιέ-Άτι (τώρα Ταράζ) και άλλων πόλεων, κατέστειλαν τις αντεπαναστατικές εκδηλώσεις των ένοπλων τμημάτων της τοπικής αστικής τάξης και του μουσουλμανικού αντιδραστικού κλήρου, κύκλων της υπαλληλίας της παλιάς αποικιακής διοίκησης. Μέχρι την άνοιξη του 1918 στην περιοχή του Τουρκεστάν ολοκληρώθηκε κατά βάση η πάλη για την εξουσία, εγκαθιδρύθηκε το νέο κοινωνικό σύστημα με τη μορφή των Σοβιέτ των αντιπροσώπων εργατών, στρατιωτών και μουσουλμάνων.

Στις 30 Απρίλη 1918 ξεκίνησε στην Τασκένδη το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ της περιοχής Τουρκεστάν. Παράλληλα με τους αντιπροσώπους των περιοχών, στις εργασίες του πήραν μέρος 120 εκπρόσωποι του ντόπιου πληθυσμού –Ουζμπέκοι, Καζάχοι, Τουρκμένοι και Τατζίκοι. Ο Π. Α. Κόμποζεφ, έκτακτος Επίτροπος της ΚΕ του ΚΚΡ (Μπ.) και του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της ΡΣΟΣΔ για την Κεντρική Ασία, παρουσίασε τη βασική εισήγηση για τα καθήκοντα των μπολσεβίκων για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής στην περιοχή.

Το συνέδριο αποφάσισε την ίδρυση της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Τουρκεστάν (ΑΣΣΔΤ) στη σύνθεση της ΡΣΟΣΔ. Με τηλεγράφημα στη Μόσχα επιβεβαιώθηκε ότι «εδώ, στο Τουρκεστάν, όλα τα επαναστατικά συνθήματα θα υλοποιηθούν σταθερά και απαρέγκλιτα». [2] Η ίδρυση της ΑΣΣΔΤ έγινε στη βάση της αρχής της εδαφικής αυτονομίας, που στήριζαν από παλιά οι μπολσεβίκοι. Και ακριβώς το όνομα της ΑΣΣΔΤ δε σχετίστηκε με κανένα συγκεκριμένο εθνικό τίτλο, αλλά αποτελούσε συγκεκριμένη οικονομική-γεωγραφική μονάδα με πολυεθνικό πληθυσμό.

Έτσι, το πρώτο βήμα των μπολσεβίκων προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης της περιοχής έγινε, πράγμα που αποτέλεσε πολύτιμη πείρα σοβιετικής οικοδόμησης και βάση για τη διαμόρφωση στη συνέχεια νέων Σοβιετικών Δημοκρατιών στην έκταση της Κεντρικής Ασίας.

Ήδη από το 1919, με την απότομη αλλαγή της πολιτικής των μπολσεβίκων ως προς την αποδοχή του εθνο-ομοσπονδιακού συστήματος για τη Σοβιετική Ρωσία, εμφανίστηκε η αναγκαιότητα αναθεώρησης της αρχής της εδαφικής συγκρότησης της ΑΣΣΔΤ. Στις 15 Γενάρη 1920 η Επιτροπή του Τουρκεστάν πήρε απόφαση που πρότεινε τη διοικητική αναδιάρθρωση του Τουρκεστάν σε αντιστοιχία με τις εθνογεωγραφικές και οικονομικές συνθήκες της περιοχής. Σε αυτήν ορίζονταν τρεις βασικές ομάδες ανθρώπων που θα μπορούσαν να γίνουν η βάση για τις νέες εθνοπολιτικές μονάδες της ΑΣΣΔΤ: Οι Ουζμπέκοι, οι Καζάχοι και οι Τουρκμένιοι. Τότε, μέσα στο ΚΚΡ (Μπ.) έγινε μία συζήτηση μεταξύ των δύο βασικών θεωρήσεων για την περαιτέρω ανάπτυξη της σοβιετικής αυτονόμησης. Η πρώτη στηριζόταν στη διαμόρφωση μίας συγκεντροποιημένης ομοσπονδίας, στην οποία όλα τα υποκείμενα που εμφανίστηκαν στο διάστημα 1917-1920 θα έπρεπε να ενταχτούν με δικαίωμα αυτονομίας και περαιτέρω διαχωρισμού σε μεγάλες οικονομικές περιφέρειες. Μέσα σε αυτές τις περιφέρειες μπορούν να αναπτύσσονται οι εθνικές-πολιτιστικές αυτονομίες. Σύμφωνα με ένα από αυτά τα σχέδια, ιδιαίτερα, προτεινόταν να δημιουργηθούν στην επικράτεια της ΑΣΣΔ Καζακστάν (ΑΣΣΔΚ) δύο μεγάλες περιοχές –με κέντρα στο Ορενμπούργκ και το Σεμιπαλατίνσκ. Το Τουρκεστάν και ο Καύκασος έπρεπε να γίνουν ενιαίες περιοχές.

Η δεύτερη εκδοχή προϋπέθετε, αντίθετα, την εισαγωγή των αρχών των εθνοκρατικών αυτονομιών, που σε κάποιο βαθμό συνέχιζε την πολιτική σύμφωνα με την οποία απέκτησαν την ανεξαρτησία τους οι δυτικές εσχατιές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας –Φινλανδία, Πολωνία και οι Δημοκρατίες της Βαλτικής. Σε αυτό το μοντέλο υπήρχαν επίσης δύο «κλάδοι». Πρώτον, εξωτερική πολιτική διεύρυνσης για τη συνένωση στη σοβιετική συνομοσπονδία των μελλοντικών Σοβιετικών Δημοκρατιών της Ανατολής και της Δύσης και, δεύτερον, η διαίρεση της ΡΣΟΣΔ σε ευρωπαϊκές και ασιατικές Δημοκρατίες, που, σύμφωνα με τους εμπνευστές της ιδέας, θα οικοδομηθούν πάνω στις αρχές του πανισλαμισμού και του παντουρκισμού. Προβλεπόταν, επίσης, η ίδρυση μουσουλμανικού κομμουνιστικού κόμματος στο εσωτερικό του ΚΚΡ (Μπ.), το οποίο πράγματι λειτούργησε για τη σύντομη περίοδο 1918-1919 στη βάση των μουσουλμανικών τμημάτων του Κόμματος και ως εκδοχή της ξεχωριστής Τουρανικής ΣΣΔ, που περιλάμβανε το Καζακστάν, το Τουρκεστάν, την Μπασκιρία, το Ταταρστάν και άλλες τουρκόφωνες περιοχές της πρώην Αυτοκρατορίας.

Κατά τη γνώμη του Καζάχου ιστορικού Ντανιάρ Ασιμπάεφ, αυτή η «παντουρκική» εκδοχή ήταν αδύνατη και, ακόμα, ερχόταν σε αντίθεση με τις προγραμματικές θέσεις των μπολσεβίκων και προωθούσε την ενίσχυση του ισλαμισμού στην περιοχή, κάτι που τελικά θα μπορούσε να υπονομεύσει τις θέσεις της σοβιετικής εξουσίας.

«Αυτό το μοντέλο ερχόταν σε ριζική αντίθεση με τις διεθνιστικές αρχές των κομμουνιστών, μπορούσε να στηρίξει όχι τόσο τη σοβιετική οικοδόμηση όσο την άνοδο των θρησκευτικών διαθέσεων και συνέπιπτε υπερβολικά με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας, τα οποία τα προωθούσε τόσο μόνη της όσο και σε συμμαχία με τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η εθνική πολιτική του ΚΚΡ (Μπ.) οικοδομήθηκε στη βάση σύνθετων συμβιβασμών μεταξύ αυτών των μοντέλων. Και αν στον Καύκασο ιδρύθηκε η Υπερκαυκασιανή Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία με το στόχο της πάλης ενάντια στον τοπικό εθνικισμό και της καταστολής των θερμών σημείων στην Αμπχαζία, στο Καραμπάχ και στην Οσετία, το Τουρκεστάν το 1924-1925 ήταν χωρισμένο λόγω της ύπαρξης των αντιθέσεων μεταξύ των λαών που το κατοικούσαν, της αύξησης του τοπικού –καζαχικού, ουζμπεκικού, κιργιζιανού, τατζικικού, τουρκμενικού– εθνικισμού και της δυνατότητας, μέσω της ίδρυσης νέων σοβιετικών εθνών, εξάλειψης των ιδεολογικών βάσεων του παντουρκισμού και του πανισλαμισμού στην περιοχή» [3], γράφει ο Ντανιάρ Ασιμπάεφ.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κατά τη γνώμη του, η σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε στο πέρασμα των αλφαβήτων των ασιατικών λαών της ΕΣΣΔ στα λατινικά, με στόχο «όχι μόνο την εισαγωγή ενός δυτικοποιημένου αλφαβήτου προς το συμφέρον της μελλοντικής παγκόσμιας σοβιετικής χώρας, αλλά και της αποκοπής των πολιτιστικών-ιστορικών δεσμών με την προηγούμενη παράδοση, πρώτ’ απ’ όλα την αραβική και την τουρκική». [4]

Γι’ αυτό το Κόμμα στα τέλη του 1919-αρχές του 1920 επέλεξε τελεσίδικα το δρόμο της δημιουργίας νέων σοβιετικών εθνών και, αντίστοιχα, εθνοκρατικών αυτονομιών στις περιοχές του Τουρκεστάν και της στέπας της Κεντρικής Ασίας.

Η πολιτική των Μπολσεβίκων για βοήθεια στη Σοβιετική Εθνική Οικοδόμηση και το κίνημα προς την Ανατολή

Παρά το γεγονός ότι το ΚΚΡ (Μπ.) προώθησε τη γραμμή δημιουργίας εθνικών Σοβιετικών Δημοκρατιών, υπήρξαν πάρα πολλά προβλήματα κατά την περίοδο της εφαρμογής της, επειδή σημειώθηκαν δύο ακραίες τάσεις. Από τη μία, άρχισαν να εμφανίζονται οι λεγόμενες μεγαλοκρατικές διαθέσεις σε ένα μέρος του κομματικού μηχανισμού, που υποτιμούσαν τη διαδικασία της εθνικής οικοδόμησης και, από την άλλη, εμφανίστηκαν και τοπικοί σοβιετικοί «εθνικιστές». Υπήρξε και μία άλλη ριζοσπαστικότερη και περισσότερο εσφαλμένη προσέγγιση, που σχετίζεται με την πλήρη απόρριψη της αναγκαιότητας προσέλκυσης των Ρώσων, Ουκρανών και άλλων σοβιετικών στελεχών των ευρωπαϊκών εθνοτήτων στην ανάπτυξη της περιφέρειας. Αυτήν τη γνώμη ιδιαίτερα την εξέφραζε ο γνωστός Καζάχος επαναστάτης και επικεφαλής του Σοβιέτ Λαϊκών Επιτρόπων του Τουρκεστάν Τουράρ Ρισκούλοφ. Είναι αλήθεια ότι οι επικλήσεις του για ανάκληση από το Τουρκεστάν όλων των κομμουνιστών «που είχαν μολυνθεί από το αποικιοκρατικό πνεύμα» και για στήριξη αποκλειστικά στα τοπικά στελέχη δεν έτυχαν υποστήριξης από τα μέλη της Επιτροπής του Τουρκεστάν. Επιπλέον, η υλοποίηση των εκκλήσεών του αποδείχτηκε αδύνατη, επειδή θα οδηγούσε στην πλήρη κατάρρευση της σοβιετικής πολιτικής στην περιφέρεια.

Ο Λένιν, προς τιμήν του, είχε μία πιο ευαίσθητη προσέγγιση σε αυτό το ζήτημα. Η ΕΣΣΔ θεμελιώθηκε από την αρχή ως ένωση τεσσάρων ισότιμων κρατών, το Δεκέμβρη του 1922. Σε αυτό το στάδιο το Τουρκεστάν (βασικά, ήταν το σημερινό Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Κιργιζία και το νότιο τμήμα του Καζακστάν) και η ΑΣΣΔ του Καζακστάν (το σημερινό Βόρειο και Κεντρικό Καζακστάν) παρέμειναν Αυτόνομες Δημοκρατίες στη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ, ενώ οι Δημοκρατίες της Μπουχάρα και του Χορέζμ παρέμειναν ανεξάρτητα κράτη.

Το σημαντικότερο είναι ότι η προσέγγιση των μπολσεβίκων ήταν αυστηρά και επί της αρχής προσηλωμένη στην παροχή βοήθειας για την ανάπτυξη εθνικών, ακριβώς, κρατών. Οι εθνοτικές ομάδες και λαότητες, που ξεπερνούσαν τις 130 στην επικράτεια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, έλαβαν τις αντίστοιχες εκτάσεις με ορισμένο βαθμό αυτονομίας. Δινόταν βοήθεια στην ανάπτυξη της εθνικής γλώσσας, γινόταν προετοιμασία ντόπιων δασκάλων, ιδρύονταν εθνικά σχολεία. Στις διοικητικές και κομματικές θέσεις τοποθετήθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών λαών σε μία πορεία «εντοπιοποίησης».

Το 1920, ως αποτέλεσμα μίας επιχείρησης του Κόκκινου Στρατού που σχεδίασε ο Φρούνζε και της εξέγερσης των λαϊκών μαζών στην Μπουχάρα και στη Χίβα, καταργήθηκαν οι μοναρχίες και ιδρύθηκαν νέες Σοβιετικές Δημοκρατίες. Λαμπρό παράδειγμα αυτής της πρακτικής αποτέλεσε η ίδρυση της Λαϊκής Σοβιετικής Δημοκρατίας του Χορέζμ στην επικράτεια του σημερινού Τουρκμενιστάν. Η ΣΟΣΔΡ απέρριψε κάθε διεκδίκηση και δικαίωμα πάνω στην περιοχή, αναγνώρισε την πλήρη ανεξαρτησία του Χορέζμ και πρότεινε μία εθελοντική οικονομική και στρατιωτική συμμαχία και βοήθεια στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, περιλαμβανομένης και της παιδείας και της εξάλειψης της αγραμματοσύνης. Όλη η ιδιοκτησία, η γη και το δικαίωμα χρήσης, που παλιότερα ανήκε στη ρωσική κυβέρνηση, σε πολίτες και επιχειρήσεις της Ρωσίας, αποδόθηκε στη νέα κυβέρνηση του Χορέζμ χωρίς καμία αποζημίωση. Ξεκίνησε δουλειά για το άνοιγμα νέων σχολείων για τα παιδιά και τους ενήλικες, όπως και του πρώτου εθνικού πανεπιστημίου του Χορέζμ. Επισκευάστηκαν τα κανάλια, χτίστηκαν γέφυρες και διευρύνθηκε το τηλεγραφικό δίκτυο.

Ακόμα και στην περίπτωση του θρησκευτικού ζητήματος η λενινιστική προσέγγιση δεν συνίστατο στην αντιπαράθεση με τη θρησκεία ως τέτοια, αλλά στη στήριξη εκείνων που υποφέρουν από την αντιδραστική της επίδραση. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα τις γυναίκες. Η πολυγαμία, η εξαγορά της νύφης και το διαζύγιο με μονομερή πρωτοβουλία του άντρα κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Ιδρύονταν σχολεία προσανατολισμένα στις γυναίκες, οι γυναίκες λάμβαναν στήριξη για να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή. Παρεχόταν βοήθεια για την ίδρυση συνεταιρισμών κλωστοϋφαντουργών, ώστε οι γυναίκες να μπορέσουν να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητες.

Είναι αλήθεια ότι κατά την εξάλειψη του Εμιράτου της Μπουχάρα και του Χανάτου του Χορέζμ (Χίβα) και τη δημιουργία στη βάση τους Λαϊκών Σοβιετικών Δημοκρατιών υπήρξαν και ιδιαίτερες αιτίες, που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική της αναγκαιότητας διάδοσης της παγκόσμιας επανάστασης στην Ανατολή. Υπάρχουν ντοκουμέντα της αλληλογραφίας του Μιχαήλ Φρούνζε με τον Βλαντίμιρ Λένιν, της ηγεσίας του ΚΚΡ (Μπ.) και της ΑΣΣΔ Τουρκεστάν, που συνέδεαν την έκβαση της επιχείρησης στην Μπουχάρα και με την άποψη της στρατιωτικοπολιτικής κατάστασης στο μουσουλμανικό κόσμο, επειδή η ίδρυση νέων Σοβιετικών Δημοκρατιών θα έπρεπε να συμβάλει στην πετυχημένη ανάπτυξη της πολιτικής των μπολσεβίκων στην Περσία, στην Τουρκία, στο Αφγανιστάν και στην κατάσταση στη Σιντσιάν.

«Τις παραμονές της σοβιετοποίησης της Μπουχάρα στις αναφερόμενες περιοχές ξέσπασαν γεγονότα εξαιρετικής σημασίας από την άποψη των σοβιετικών ηγετών του Τουρκεστάν. Στις 18 Μάη 1920 στο περσικό λιμάνι Ενζελί ξεμπάρκαρε ένα σοβιετικό αποβατικό άγημα με το πρόσχημα της επιστροφής των πλοίων του πάλαι ποτέ στολίσκου Κασπίας του Ντενίκιν. Ο διοικητής του αγήματος, Φ. Φ. Ρασκόλνικοφ, μετονόμασε το άγημα σε εκστρατευτικό σώμα και σε συμμαχία με τον ηγέτη των ντζενγκελιστών (Σ.τ.Μ.: Παρτιζάνικο αντικυβερνητικό κίνημα στο Ιράν), Μίρζα Κούτσεκ-χαν, επιδίωξε το ξέσπασμα επανάστασης στην Περσία και την εκδίωξη των Άγγλων από τη χώρα», γράφει ο ιστορικός Α. Ν. Βασίλιεφ. [5]

Εκείνον τον καιρό, το καλοκαίρι του 1920, στη Μόσχα διεξάγονταν έντονες διαπραγματεύσεις με την τουρκική αντιπροσωπία για το κλείσιμο σοβιετοτουρκικής συμφωνίας και για την παροχή στρατιωτικής, τεχνικής και οικονομικής βοήθειας στην Άγκυρα. Η έντονη δραστηριότητα τμήματος των Τούρκων στρατιωτών, αιχμαλώτων πολέμου, που είχαν αποδεχτεί την προπαγάνδα (Σ.τ.Μ.: Των μπολσεβίκων), η δράση του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας και ο μαζικός ξεσηκωμός της τουρκικής αγροτιάς δημιουργούσαν αυταπάτες για μία πιθανή σοβιετοποίηση της Ανατολίας.

Με αυτήν την έννοια, το σοβιετικό Τουρκεστάν και η νεοϊδρυμένες Λαϊκές Σοβιετικές Δημοκρατίες στην Μπουχάρα και στη Χίβα μετατρέπονταν σε άνετο προκεχωρημένο φυλάκιο για τη μετάδοση της παγκόσμιας επανάστασης μέσω του Αφγανιστάν –όπου εγκαθιδρυόταν ένα φιλικό προς τη Σοβιετική Ρωσία καθεστώς– προς την επικράτεια της Ινδίας σε όφελος της πάλης ενάντια στην Αγγλία. Επιπλέον, οι Σοβιετικές Δημοκρατίες στο περιβάλλον του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κεντρικής Ασίας υπήρξαν ένα πολύ σοβαρό προπαγανδιστικό όπλο για την αφύπνιση των λαών της Ανατολής με σκοπό την καταστροφή της αποικιακής περιφέρειας της Αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο που την περίοδο 1-10 Σεπτέμβρη, με πρωτοβουλία της Διεθνούς, πραγματοποιήθηκε στο Μπακού το πρώτο συνέδριο των λαών της Ανατολής.

Η ίδρυση της ΑΣΣΔ Καζακστάν (Κιργιζίας)

Οι αστοί εθνικιστές του Καζακστάν, που συμμετείχαν στο κόμμα των καντέτων, ψελλίζοντας για αυτονομία, από το ξεκίνημα του εμφύλιου πολέμου στάθηκαν μονοσήμαντα στο πλευρό της αντεπανάστασης και των λευκών στρατιών. Γίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, λόγος για το κόμμα «Αλάς», το τμήμα του κόμματος των καντέτων στο Καζακστάν. Στις 5 Νοέμβρη 1919 το Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο (Σοβιέτ), με την υπογραφή του διοικητή Φρούνζε, αμνήστευσε την

«Αλάς-Ορντά», απαλλάσσοντας από κάθε ευθύνη όλους τους πρώην ένοπλους αντιπάλους. Το 1920 η «Αλάς-Ορντά» μπήκε στη σύνθεση της επαναστατικής κυβέρνησης της Κιργιζίας (Καζακστάν), με κατάργηση όλων των νόμων που είχε ψηφίσει παλαιότερα και το κόμμα, ως τέτοιο, έπαψε να υπάρχει. Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά η ιστορία του σοβιετικού Καζακστάν και της δημιουργίας της Αυτόνομης Δημοκρατίας στη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ.

Στις 26 Αυγούστου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυση της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Καζακστάν, το διάταγμα για τη δημιουργία της οποίας ήταν υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων Βλαντίμιρ Λένιν και τον πρόεδρο της ΠΚΕΕ Μιχαήλ Καλίνιν. Οι μπολσεβίκοι ήταν που στέκονταν στην απαρχή της δημιουργίας της σοβιετικής εθνικής κρατικής υπόστασης του Καζακστάν.

Στα τέλη του 1918-αρχές του 1920 διεξαγόταν εντατική δουλειά προετοιμασίας για την ίδρυση της σοβιετικής αυτονομίας του Καζακστάν. Στις 10 Ιούλη 1919 ιδρύθηκε η Επαναστατική Επιτροπή του Καζακστάν (Καζρεβκόμ) για τη διοίκηση της περιοχής. Στις συνθήκες του εμφύλιου πολέμου η Καζρεβκόμ συγκέντρωσε στα χέρια της την ανώτερη στρατιωτικοπολιτική εξουσία. Σημαντικό καθήκον της Καζρεβκόμ ήταν η διαμόρφωση της εδαφικής ακεραιότητας της μελλοντικής σοβιετικής αυτονομίας του Καζακστάν.

Ακόμα νωρίτερα, η περιοχή Τουρκεστάν της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας έγινε Αυτόνομη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία του Τουρκεστάν, το 1918, με πρωτεύουσα την Τασκένδη, όπου εντάχτηκαν οι περιοχές Σεμιρέτσενσκαγια- Τζετούισκαγια και Σιρνταριά. Όμως, ως αποτέλεσμα της νίκης των μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο, τέθηκε το ζήτημα της ίδρυσης ξεχωριστής Σοβιετικής Δημοκρατίας του Καζακστάν.

Στις 26 Αυγούστου 1920 τέθηκε σε ισχύ το Διάταγμα για τη δημιουργία της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Καζακστάν. Το Διάταγμα όριζε την εδαφική αυτονομία με σύνθεση τις επαρχίες Σεμιπαλατίνσκ, Ακμολίνσκ, Τουργκάι, Ουράλσκ, Μανγκιστάου, ένα μέρος της περιφέρειας της Κασπίας και του κυβερνείου του Αστραχάν, που κατοικούνταν από Καζάχους.

Στις 4 Οκτώβρη 1920 έγινε στο Ορενμπούργκ το Ιδρυτικό Συνέδριο των Σοβιέτ της ΑΣΣΔΚ. Στο συνέδριο εκλέχτηκαν ως όργανα εξουσίας στην αυτονομία η ΚΕΕ (Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή) με επικεφαλής τον Σ. Μεντέσεφ και το ΣΛΕ (Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων) με επικεφαλής τον Β. Ράντους-Ζενκόβιτς. Στο συνέδριο εκδόθηκε η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων των εργαζόμενων της ΑΣΣΔΚ». Η Διακήρυξη έπαιζε το ρόλο Συντάγματος. Καθιέρωνε για τους εργαζόμενους του Καζακστάν πλατιά πολιτικά δικαιώματα. Πρωτεύουσα της αυτονομίας ανακηρύχτηκε το Ορενμπούργκ.

Ήδη κατά τη διαδικασία του εθνοκρατικού διαχωρισμού των Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας το 1924 καθορίστηκαν τα κρατικά σύνορα της ΑΣΣΔΚ στη σύνθεση της ΣΟΣΔΡ. Ως αποτέλεσμα του εθνοκρατικού διαχωρισμού, η επικράτεια του Καζακστάν μεγάλωσε κατά σχεδόν 700 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή κατά 1/3 και ο πληθυσμός κατά 1,468 εκατομμύρια ανθρώπους λόγω της ένταξης των περιοχών Σεμιρετσένσκ και Σιρνταριά. Ο πληθυσμός έφτασε τα 5,230 εκατομμύρια, από τα οποία ήταν Καζάχοι το 61%. Τον Απρίλη του 1925 πρωτεύουσα της αυτονομίας έγινε το Ακ-Μετσέτ, που μετονομάστηκε σε Κιζίλ- Ορντά.

Ο εθνικός διαχωρισμός του 1924-1925

Ένα μέρος των στελεχών του Κόμματος, που προέρχονταν από τους ντόπιους πληθυσμούς, πρότειναν να ενωθούν σε ενιαία ομοσπονδία –ανάλογη με την ομοσπονδία της ΣΟΣΔΡ– οι Δημοκρατίες του Τουρκεστάν, της Μπουχάρα και του Χορέζμ. Όμως, αυτή η πρόταση μπήκε στην άκρη. Η ίδια η ιδέα της ίδρυσης εθνικών Δημοκρατιών για τους Ουζμπέκους και τους Τουρκμένιους έμπαινε υπό αμφισβήτηση από πολλά τοπικά στελέχη, επειδή, κατά τη γνώμη τους, δεν υπήρχαν αυτά τα έθνη και η εισαγωγή τέτοιων κατηγοριών θα ήταν μία τεχνητή πράξη. Παρά τις διαθέσεις αυτές και ως αποτέλεσμα της επικράτησης της γραμμής ειδικά εθνικών Δημοκρατιών, το Γραφείο Κεντρικής Ασίας του ΚΚΡ (Μπ.) δημιούργησε στα τέλη του Απρίλη του 1924 μία ειδική επιτροπή, στα πλαίσια της οποίας διορίστηκαν υποεπιτροπές –τουρκμενική, ουζμπεκική και καζαχική– για την εκπροσώπηση των συμφερόντων των αντίστοιχων κοινοτήτων.

«Η πρωτοβουλία του Κρεμλίνου για τη συνένωση των ουζμπεκικών οικισμών της Κεντρικής Ασίας σε μία ενιαία ουζμπεκική εθνική Δημοκρατία δεν έγινε ευχάριστα αποδεκτή από τις σοβιετικές ουζμπεκικές ελίτ της Τουρκμενικής ΑΣΣΔ και της ΣΣΔ του Χορέζμ. Η μοναδική ουζμπεκική πολιτική ομάδα που στήριξε πλήρως το σχέδιο του ουζμπεκικού εθνικού κράτους στο Κρεμλίνο ήταν η σοβιετική ηγεσία της Μπουχάρα υπό την καθοδήγηση του Φαϊζουλά Χοτζάεφ. Το ουζμπεκικό σχέδιο του Κρεμλίνου υποστηρίχτηκε εν πολλοίς και από το στελεχικό δυναμικό της Τασκένδης», γράφει ο ιστορικός Γκριγκόρ Ουμπίρια. [6]

Ο στόχος της σχεδιασμένης οριοθέτησης δε συνίστατο στην ίδρυση εθνικά ομοιογενών πολιτικών μονάδων, αλλά στο να εξασφαλιστεί ώστε στην κάθε νεοϊδρυόμενη Δημοκρατία και περιφέρεια η εθνικότητα που θα έδινε το όνομά της να αποτελεί την αριθμητική πλειοψηφία. Η αρχή της εθνικότητας έπρεπε να γίνει το βασικό κριτήριο της επιτροπής που θα καθόριζε την επικράτεια (Σ.τ.Μ.: Των Δημοκρατιών) κατά το σχεδιασμό των συνόρων μεταξύ των Δημοκρατιών.

Κατά την περίοδο της δημιουργίας των νέων σοβιετικών εθνών παρουσιάζονταν μόνιμα προβλήματα και διαμάχες, τόσο στα ζητήματα της επικράτειας όσο και σε ό,τι αφορούσε την ένταξη της μίας ή της άλλης εθνοτικής ομάδας.

Ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα της επιτροπής καθορισμού της επικράτειας ήταν ο καθορισμός των συνόρων μεταξύ της ΑΣΣΔ Καζακστάν και της μέλλουσας ΣΣΔ Ουζμπεκιστάν. Ανάμεσα στις ηγεσίες των ΑΣΣΔ Καζακστάν και Τουρκεστάν υπήρχε από καιρό σύγκρουση σχετικά με τις περιφέρειες Σεμιρετσένσκ και Σιρνταριά. Παρά το γεγονός ότι η διακήρυξη του ΠΓ του ΚΚΡ (Μπ.) στις 12 Ιούνη όριζε με σαφήνεια την ένταξη των καζαχικών οικισμών της ΑΣΣΔΤ στη σύνθεση της ΑΣΣΔΚ, οι εκπρόσωποι των εθνικών Γραφείων του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν είχαν ουσιαστικά διαφορετική γνώμη σχετικά με το πού ακριβώς θα τραβηχτεί η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο Δημοκρατίες.

Ιδιαίτερα, στη διακήρυξη της ΠΚΕΕ και του ΣΛΕ στις 26 Αυγούστου 1920 «Για την ίδρυση της ΑΣΣΔ Κιργιζίας» υπήρχε το σημείο 2 με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Η ένταξη στη σύνθεση της Δημοκρατίας της Κιργιζίας κιργιζιανού εδάφους που τώρα βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας του Τουρκεστάν γίνεται σύμφωνα με θέληση του πληθυσμού αυτών των περιοχών.» Δηλαδή, στο έγγραφο, που φέρει την υπογραφή του Λένιν και του Καλίνιν, διατυπώνεται ότι αυτή είναι κιργιζιανή (καζαχική) γη και ότι το ζήτημα του σε ποια Δημοκρατία ανήκει πρέπει να το λύσει ο ίδιος ο πληθυσμός.

«Η επίλυση της εδαφικής διαμάχης μεταξύ Καζακστάν - Ουζμπεκιστάν συνδεόταν άμεσα με τον καθορισμό της εθνικότητας μίας σειράς εθνοτήτων που δεν ανήκαν σε έθνος, όπως ήταν οι “Κουραμά”, οι “Τιούρκοι” και οι “Κιπτσάκοι”, τους οποίους διεκδικούσαν τόσο οι Καζάχοι όσο και οι Ουζμπέκοι. Για παράδειγμα, το καζαχικό εθνικό Γραφείο προσπαθούσε να τεκμηριώσει τον “καζαχισμό” του λαού “Κουραμά” στη βάση ετυμολογικών, ανθρωπολογικών και γενεαλογικών επιχειρημάτων, ενώ το ουζμπεκικό Γραφείο υπογράμμιζε με επιτυχία τον “ουζμπεκισμό” τους αναφερόμενο στον τρόπο ζωής τους με μόνιμη εγκατάσταση, πράγμα που τους διαφοροποιούσε σημαντικά από τους παραδοσιακά νομαδικούς Καζάχους. Η μέτρηση του βαθμού εγκατάστασης ή νομαδικότητας ήταν ο πλέον καθοριστικός παράγοντας εθνικότητας για τις μέλλουσες καζαχικές και ουζμπέκικες ομάδες», γράφει ο Γκριγκόρ Ουμπίρια στην έρευνά του για τις αρχές διαμόρφωσης των εθνικοτήτων. [7]

Όμως, η επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη και κοινωνικοοικονομικές αρχές. Κατά την περίοδο της υλοποίησης της εθνικής οριοθέτησης προχωρούσε και ο οικονομικός διαχωρισμός, δηλαδή τα εργοστάσια, οι αγροτικές περιοχές, τα κτηνοτροφικά και τα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα μοιράζονταν μεταξύ των υπό δημιουργία Δημοκρατιών, με τέτοιον τρόπο ώστε μετά από το διαχωρισμό η καθεμιά τους να διαθέτει επαρκείς υλικούς πόρους, που ήταν απαραίτητοι για μία επιτυχημένη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη.

«Η επιτροπή για την επικράτεια αποτελούνταν από τα εθνικά Γραφεία του Ουζμπεκιστάν, της Τουρκμενίας, του Καζακστάν, της Καρακιργιζίας, του Τατζικιστάν και της Καρακαλπακίας. Σε αυτά τα Γραφεία είχε ανατεθεί να ετοιμάσουν μέχρι τις 12 Αυγούστου 1923 έναν εθνο-εδαφικό χάρτη με συγκεκριμένα σύνορα της μέλλουσας Δημοκρατίας (περιφέρειας) για να τον εξετάσει η επιτροπή για την επικράτεια. Επειδή τα μέλη του κάθε εθνικού Γραφείου είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την εξασφάλιση του μέγιστου του εδάφους με το υψηλότερο οικονομικό δυναμικό για τις μέλλουσες εθνικές Δημοκρατίες τους, τα σχέδια των χαρτών που παρείχαν είχαν μεγάλες αλληλεπικαλύψεις και δυσκόλευαν τη διαδικασία έγκρισης των συνόρων. Η επιτροπή για την επικράτεια καθόριζε αυθαίρετα την εθνική ένταξη διάφορων ομάδων του πληθυσμού, πράγμα που, κατά κανόνα, οδηγούσε σε μακρές και οξείες διαμάχες μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών Γραφείων», σημειώνει ο ιστορικός Σ. Ν. Αλιμπέκ στην εργασία του που είναι αφιερωμένη στο θέμα του εθνικού διαχωρισμού. [8]

Ως αποτέλεσμα του εθνικού διαχωρισμού του 1924-1925 εμφανίστηκαν οι ξεχωριστές ΑΣΣΔ Ουζμπεκιστάν, ΑΣΣΔ Τουρκμενιστάν, Αυτόνομη Περιφέρεια Καρακαλπακίας (από το 1930 ΑΣΣΔ Καρακαλπακίας), η Αυτόνομη Περιφέρεια Καρά-Κιργιζίας (από τις 25 Μάη 1925 μετονομάστηκε σε ΑΠ Κιργιζίας και από την 1η Φλεβάρη 1926 ανασχηματίστηκε στην ΑΣΣΔ Κιργιζίας) και η ΑΣΣΔ Τατζικιστάν. Στην ΑΣΣΔ Καζακστάν εντάχτηκαν δύο περιφέρειες της ΣΔ Τουρκεστάν που καταργήθηκε. Αντίστοιχα, το 1924 έπαψαν να υπάρχουν οι ΣΔ Μπουχάρα και Χορέζμ, τα εδάφη των οποίων μπήκαν στη σύνθεση της ΑΣΣΔ Τουρκμενιστάν, της ΑΠ Καρακαλπακίας, της ΑΣΣΔ Ουζμπεκιστάν και της ΑΣΣΔ Τατζικιστάν.

Μετέπειτα ανέβαινε και το καθεστώς αυτών των Δημοκρατιών. Έτσι, από το 1925 ήδη, το Ουζμπεκιστάν απέκτησε καθεστώς αυτοτελούς Σοβιετικής Δημοκρατίας, στην οποία το 1936 εντάχτηκε ως αυτόνομη η ΑΣΣΔ Καρακαλπακίας. Το ίδιο έτος απέκτησε αυτό το καθεστώς και η ΣΣΔ Τουρκμενίας. Το 1929 ιδρύθηκε η ΣΣΔ Τατζικιστάν. Το 1936 έγιναν ξεχωριστές Ενωσιακές Δημοκρατίες το Καζακστάν και η Κιργιζία. Τον ίδιο χρόνο και λόγω της υπερψήφισης του νέου σταλινικού Συντάγματος διαμορφώθηκαν τελεσίδικα οι πέντε Ενωσιακές Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.

Αυτός ο εθνικός διαχωρισμός, που οδήγησε στην ίδρυση νέων σοβιετικών εθνικοτήτων και αντίστοιχα Ενωσιακών και Αυτόνομων Δημοκρατιών, αποτελεί άμεση συνέπεια της λενινιστικής εθνικής πολιτικής των μπολσεβίκων και ήταν υποταγμένος στο στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όλες αυτές οι ενέργειες έγιναν, μιλώντας με τα λόγια του Στάλιν, «για την πάλη για το σοσιαλισμό» και υποτάσσονταν «στις αρχές του σοσιαλισμού».

Ο ηγέτης του σοβιετικού κράτους Ι. Β. Στάλιν, στο χαιρετισμό του με αφορμή την ίδρυση της ΣΣΔ Τατζικιστάν το 1929, υπογράμμισε: «Χαιρετισμός στο Τατζικιστάν, στη νέα Σοβιετική Δημοκρατία των εργαζόμενων στην πύλη του Ινδοστάν. Οι Τατζίκοι έχουν πλούσια ιστορία, δεν αποτελούν μυστικό οι μεγάλες τους οργανωτικές και πολιτικές ικανότητες του παρελθόντος. Εργαζόμενοι του Τατζικιστάν! Δείξτε σε ολόκληρη την Ανατολή ότι είστε οι καλύτεροι απόγονοι των προγόνων σας, που κρατούσαν γερά στα χέρια τους το λάβαρο της απελευθέρωσης.» [9]

Η θεματολογία του λιμού του 1932-1933 στην ΑΣΣΔ Καζακστάν

Τώρα, για το Καζακστάν, όπως και για την Ουκρανία, είναι χαρακτηριστικό το θέμα του λιμού των αρχών της δεκαετίας του 1930, που αξιοποιείται δραστήρια από την κυβερνητική αστική προπαγάνδα, τους φιλελεύθερους και τους εθνικιστές για να εμφανίσουν τους μπολσεβίκους ως οργανωτές μίας σκόπιμης γενοκτονίας του ντόπιου λαού. Κατά την ανάλυση της εθνικής και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κεντρική Ασία είναι αδύνατο να αγνοηθεί αυτό το θέμα και πρέπει να δίνεται η δική μας απάντηση.

Ο λιμός ως πολιτική εξάλειψης των Καζάχων αποδίδεται από τους σύγχρονους εθνικιστές σε ολόκληρο το σοβιετικό κράτος από την ίδρυσή του και στον Λένιν άμεσα, αν και μαζί με τον Καλίνιν ήταν εκείνος που είχε την πρωτοβουλία ίδρυσης της ΑΣΣΔ Καζακστάν τον Αύγουστο του 1920. Και, κατά τη γνώμη τους, η πολιτική της γενοκτονίας κράτησε δήθεν από τη στιγμή της λήξης του εμφύλιου πολέμου μέχρι το 1933. Είναι φανερό ότι οι εντολείς έκαναν μεγάλη προσπάθεια με τις ημερομηνίες και τις προθεσμίες και προσπάθησαν να συνδέσουν ευθέως το λιμό του 1921, που τον προκάλεσε η ξηρασία, με το λιμό του 1932-1933.

Οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της αποκομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιούν μόνο τους αριθμούς που φέρουν την υπογραφή του επικεφαλής της Περιφερειακής Κομματικής Οργάνωσης Γκολοσόκιν για τη μετεγκατάσταση 5-10 χιλιάδων οικογενειών πρώην κουλάκων, 400 ανθρώπων από νομαδικά νοικοκυριά, 300 από ημινομαδικά, 150 από εγκατεστημένα. Όμως, δεν υπάρχουν πουθενά στατιστικά στοιχεία για εκατομμύρια νεκρούς. Όπως, επίσης, δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο με την υπογραφή του Στάλιν και του Γκολοσόκιν όπου να λέγεται να σκοτωθούν ή να αφεθούν να πεθάνουν από την πείνα όσοι ανήκουν στο έθνος των Καζάχων. Αντίθετα, στα αναφερόμενα έγγραφα υπογραμμίζεται πάντα ο σαφής ταξικός διαχωρισμός της μπέικης-φεουδαρχικής κορυφής από τη μάζα των ανθρώπων, που την εκμεταλλεύονταν ανελέητα οι καταπιεστές.

Είναι αλήθεια ότι η κατάσχεση των ζώων από τη φεουδαρχική άρχουσα τάξη προκάλεσε τη μαζική εκροή νοικοκυριών των μπέηδων μαζί με ολόκληρα χωριά στη γειτονική Κίνα. Τότε, και μόνο τον πρώτο χρόνο της κολεκτιβοποίησης, οδηγήθηκαν στο εξωτερικό μερικά εκατομμύρια μεγάλα κερασφόρα ζώα μαζί με τον πληθυσμό. Στην πράξη, αυτή η μαζική μετανάστευση μέσα από τα κατά συνθήκη σύνορα, όπως και η ανεξέλεγκτη σφαγή των ζώων από τα αφεντικά στο εσωτερικό της χώρας, οδήγησαν στο λιμό. Η κατάσταση οξυνόταν με την εφαρμογή της υποχρεωτικής πολιτικής εγκατάστασης, κατά την οποία δημιουργούνταν μόνιμοι οικισμοί και οι Καζάχοι αποκόπτονταν από το νομαδικό τρόπο άσκησης της οικονομίας.

Όλ’ αυτά προκλήθηκαν από τις ταλαντεύσεις και τα λάθη κατά την εφαρμογή της πολιτικής της κολεκτιβοποίησης, που καταδικάστηκαν από το Κόμμα και τη σοβιετική εξουσία ήδη από τη δεκαετία του 1930. Φυσικά, ποτέ δεν υπήρξε καμία τοποθέτηση για σκόπιμη καταστροφή των Καζάχων ή των Ουκρανών. Όπως δεν αντέχουν καμία κριτική οι δημογραφικές εκτιμήσεις των απωλειών κατά τη διάρκεια του λιμού, όταν χωρίς την οποιαδήποτε στατιστική (Σ.τ.Μ.: Τεκμηρίωση) ακούγονται αριθμοί από 3 μέχρι 5 εκατομμύρια.

Μερικοί εθνικιστές διακηρύσσουν ότι, αν δεν υπήρχε το «γολοντομόρ» (Σ.τ.Μ.: Ουκρανικής έμπνευσης λέξη για το λιμό του 1930), στο Καζακστάν θα ζούσαν περί τα 90 εκατομμύρια Καζάχοι, πράγμα που αποτελεί φανερά μία αντιεπιστημονική βεβήλωση και είναι κομμένο και ραμμένο σύμφωνα με τα ουκρανικά πρότυπα. Το θέμα της γενοκτονίας σκορπίζει στον άνεμο και από το γεγονός ότι το 1936 ήταν οι μπολσεβίκοι εκείνοι που δημιούργησαν την ξεχωριστή ΣΣΔ Καζακστάν στα σημερινά της όρια. Γιατί χρειάζονταν να ιδρύσουν μία ακόμα Ενωσιακή Δημοκρατία, αν ο στόχος τους ήταν να εξαλείψουν τους Καζάχους; Η σοβιετική κυβέρνηση στη Μόσχα προσπαθούσε και παρείχε βοήθεια παντού την περίοδο 1932-1933, σε κάθε περιοχή που πεινούσε, στην Ουκρανία, στο Βόλγα, στα Ουράλια και στο Καζακστάν. Αυτή, όμως, μερικές φορές στην περιοχή της στέπας δεν αξιοποιούνταν αποτελεσματικά ή όπως προβλεπόταν από τα τοπικά κομματικά και οικονομικά στελέχη. Για τα γεγονότα αυτά έγραφε τότε και ο σοβιετικός Τύπος, όταν αποκαλύπτονταν περιστατικά χρησιμοποίησης των σταλμένων από το κέντρο σιτηρών γι’ άλλους σκοπούς ή ακόμα και για βοήθεια προς συγγενείς και όχι για τη στήριξη του πληθυσμού χωριών που είχαν πληγεί από την πείνα.

Γι’ αυτό αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν τη χαμηλή ποιότητα των καθοδηγητικών στελεχών της ΑΣΣΔ Καζακστάν στα χαμηλότερα επίπεδα, στελέχη που αποδείχτηκαν ανίκανα να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα που εμφανίζονταν και να ρυθμίσουν τη λειτουργία των συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας τη στιγμή του ριζικού μετασχηματισμού της αγροτικής οικονομίας, που προκάλεσε η κολεκτιβοποίηση και η δημιουργία οικισμών μόνιμης εγκατάστασης. Αντίστοιχα, όλ’ αυτά πρέπει να εξετάζονται ως αναπόφευκτα σφάλματα και ελιγμοί στη διαδικασία της ταχείας σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα της ριζικής ρήξης ολόκληρου του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και του νομαδικού νοικοκυριού.

Σε ό,τι αφορά το λιμό του 1921 και τη σχέση του Λένιν με αυτόν, τα γεγονότα δείχνουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα, όταν ο ηγέτης της καταρρακωμένης από τον εμφύλιο ΣΟΣΔΡ μπόρεσε να βρει τρόπους στήριξης των κατοίκων της περιοχής της στέπας.

Τότε, για την παροχή βοήθειας στον πεινασμένο πληθυσμό της ΑΣΣΔ Καζακστάν, ο πληθυσμός των περιοχών που δοκιμάζονταν από σιτοδεία απαλλάχτηκε από το φόρο σε είδος με Διάταγμα της ΠΚΕΕ. Στις 14 Ιούνη 1921 ο Β. Ι. Λένιν υπέγραψε το Διάταγμα «Για το φόρο κρέατος σε είδος», σύμφωνα με το οποίο η νομαδική και μισονομαδική καζαχική αγροτιά απελευθερωνόταν από το φόρο κρέατος. Το 1922 αποδόθηκαν 25 εκατομμύρια ρούβλια για την εξαγορά αγροτικών μηχανημάτων και εργαλείων, απελευθερώθηκε σπόρος για να σπαρθεί το 60% της καλλιεργήσιμης επιφάνειας, δόθηκαν 2,131 εκατομμύρια ρούβλια για την απόκτηση ζώων, οργανώθηκαν 575 παιδικοί σταθμοί, 9 παιδικά καταφύγια, μετακινηθήκαν στη ΣΟΣΔΡ 18,5 χιλιάδες παιδιά. Ο Λαϊκός Επίτροπος Κοινωνικής Πρόνοιας της ΑΣΣΔ Καζακστάν πήρε την πρωτοβουλία της οργάνωσης αγροτικών επιτροπών αλληλοβοήθειας. [10]

Συνολικά, παρά το λιμό του 1921 και του 1932-1933, το σοβιετικό σύστημα άντεξε και τα ίδια τα προβλήματα, που το πρώτο οφειλόταν στην ξηρασία και το δεύτερο στην επιτάχυνση της κολεκτιβοποίησης, αποτέλεσαν άμεσο παράγοντα της καθυστέρησης και της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα, που χρειαζόταν να εκσυγχρονιστεί σε επιστημονική και συνεταιριστική βάση με τη μεγέθυνση των μικρών νοικοκυριών. Αυτό κατορθώθηκε κατά τα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που ακολούθησαν και η πείνα, που παλιότερα οφειλόταν στις κλιματικές περιόδους, εξαλείφτηκε οριστικά.

Η εκβιομηχάνιση του Καζακστάν

Ο πολιτικός μετασχηματισμός της κοινωνίας στην Κεντρική Ασία και στο Καζακστάν τη δεκαετία του 1920, μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν εξαιρετικά προοδευτικός και ξεπερνούσε κατά αιώνες την αρχαϊκή οικονομική βάση ολόκληρης της περιοχής, που στις συνθήκες της ΝΕΠ παρέμενε καθυστερημένη με πολλούς προκαπιταλιστικούς οικονομικούς τομείς. Για παράδειγμα, το 1926 στο Καζακστάν, σε διάκριση από το ευρωπαϊκό τμήμα της ΣΟΣΔΡ, έγινε δυνατή η αποκατάσταση μόνο του 60% του προπολεμικού επιπέδου της οικονομίας και ένα σημαντικό μέρος των ζώων και της γης ελεγχόταν από ένα μικρό ποσοστό μπέηδων και κουλάκων, που εξυψώθηκαν ως αποτέλεσμα των αγοραίων σχέσεων.

Αυτή η νέα κοινωνική μηχανή χρειαζόταν ένα σύγχρονο ισχυρό κινητήρα, που θα την κινούσε μακρύτερα, σε πρωτοφανή κοινωνικά επιτεύγματα και στον εκσυγχρονισμό των καθυστερημένων περιοχών. Χρειαζόταν ριζική αλλαγή στους τρόπους παραγωγής με τη συγκέντρωση όλων των παραγωγικών δυνάμεων στα χέρια του συγκεντροποιημένου κράτους κάτω από μία ενιαία σχεδιοποιημένη καθοδήγηση. Ένα τέτοιο καινούργιο εργαλείο ή κινητήρας μπορούσε να είναι μόνο η εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ με τη συνακόλουθη κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, που είχε ωριμάσει από καιρό. Για το Καζακστάν και την Κιργιζία έμπαινε, επίσης, το καθήκον εφαρμογής της μόνιμης εγκατάστασης των νομαδικών νοικοκυριών, που άλλαζε πλήρως τον ίδιο τον τρόπο διεξαγωγής της οικονομικής δραστηριότητας.

Η υπερψήφιση και εφαρμογή του πρώτου επιταχυμένου πεντάχρονου πλάνου και έπειτα του δεύτερου υπήρξε η συνέχιση και μία νέα ώθηση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, επειδή δε δημιουργούσε μόνο τη νέα βιομηχανία και ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές, αλλά και εξάλειφε τελεσίδικα τις μορφές ατομικής ιδιοκτησίας που είχαν απομείνει στη χώρα από τον καιρό της ΝΕΠ. Τα πρώτα πεντάχρονα, αναμφίβολα, μετασχημάτισαν οικονομικά και πολιτικά την περιοχή της στέπας, την έκαναν αγνώριστη, δημιουργώντας εντελώς νέους κλάδους παραγωγής, νέα εργατική τάξη και κουλτούρα ζωής στην πόλη.

Αρχικά, εφαρμόστηκε ένα μεγάλο σύμπλεγμα εργασιών για το πέρασμα της αγροτικής οικονομίας της Δημοκρατίας στις ράγες του σοσιαλισμού. Μέσα από τα τοζ και τα μαλσερκτίτ (συνεταιρισμοί για την καλλιέργεια της γης) οι Καζάχοι αγρότες πέρασαν στο αγροτικό αρτέλ. Πάνω από 500 χιλιάδες νομαδικά και μισονομαδικά νοικοκυριά πέρασαν στη μόνιμη εγκατάσταση. Το 1937, στα τέλη του δεύτερου πεντάχρονου, τα κολχόζ του Καζακστάν συνένωναν το 97,5% των αγροτικών νοικοκυριών της Δημοκρατίας, καλλιεργούσαν το 99,8% των αρόσιμων εκτάσεων και παρήγαν το 84,4% της ακαθάριστης σοδειάς σιτηρών. Στα κολχόζ και στα σοβχόζ, στις άλλες κρατικές και στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις, καθώς και στην προσωπική ιδιοκτησία των κολχόζνικων ανήκε περίπου το 99% του πληθυσμού των ζώων. [11]

Ορμητική ανάπτυξη είχε η βιομηχανία άνθρακα, της οποίας το 1940 η εξόρυξη προερχόταν κατά 90% από τη Λεκάνη της Καραγκαντά, που έγινε η τρίτη σε σημασία πηγή άνθρακα της ΕΣΣΔ μετά από το Ντονμπάς και του Κουζμπάς. Ως προς την εξόρυξη πετρελαίου, το Καζακστάν έφτασε στην τρίτη θέση (μετά από τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν). Με υψηλούς ρυθμούς αναπτυσσόταν και η χημική βιομηχανία.

Συγκριτικά με το 1913, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Δημοκρατία αυξήθηκε κατά 486 φορές. Σημαντικές επιτυχίες σημειώθηκαν και στην ελαφρά και διατροφική βιομηχανία. Μία άλλη ιδιαιτερότητα της βιομηχανικής ανάπτυξης του Καζακστάν εκείνη την περίοδο ήταν η ανάδειξη της βαριάς βιομηχανίας των μεταφορών, ιδιαίτερα των σιδηροδρομικών, στο πλάι της μη σιδηρούχας μεταλλουργίας, της πετρελαϊκής, του άνθρακα, δηλαδή των εξορυκτικών βασικά κλάδων.

Στα 1928-1940 το σιδηροδρομικό δίκτυο της Δημοκρατίας αυξήθηκε κατά σχεδόν 50% και έφτασε τα 6.581 χιλιόμετρα. Κατασκευάστηκε η γραμμή Τουρκεστάν-Σιβηρία, που συνέδεσε τη Σιβηρία με την Κεντρική Ασία, τα βασικά τμήματα της γραμμής που διέτρεχε το Καζακστάν, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην κατάκτηση του φυσικού πλούτου του Κεντρικού Καζακστάν. Όλες αυτές οι γραμμές μεταφορών συνέδεσαν περιοχές της Δημοκρατίας με το Ορενμπούργκ και άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες περιοχές της Ρωσίας. [12]

Οι υψηλότεροι από τους πανενωσιακούς ρυθμοί εκβιομηχάνισης έβαλαν τη βάση για την εξάλειψη της οικονομικής ανισότητας των παλιότερα καθυστερημένων εθνικών Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ανατολής. Η βιομηχανική ανάπτυξη του Καζακστάν με τέτοιους υψηλούς ρυθμούς έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ολόπλευρη βοήθεια από πλευράς της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των άλλων βιομηχανικά ανεπτυγμένων Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η βοήθεια είχε μεγάλο εύρος και ήταν πολύμορφη.

Η βιομηχανική ανάπτυξη του Καζακστάν στα 1926-1940 είχε μία σειρά κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, ανάμεσα στις οποίες πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να αναφερθούν ο μετασχηματισμός του από αγροτική σε βιομηχανική-αγροτική χώρα, η αύξηση των πόλεων και του ειδικού βάρους των κατοίκων τους στη σύνθεση του πληθυσμού της Δημοκρατίας και η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα των εθνικών της στελεχών, η έναρξη της εμφάνισης επιστημονικοτεχνικής διανόησης, όπως και άλλες κοινωνικοδημογραφικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού.

Η βιομηχανία έγινε ο κυρίαρχος κλάδος της οικονομίας του Καζακστάν, το ειδικό βάρος της παραγωγής της στα μέσα της δεκαετίας του 1930 άρχισε να κυριαρχεί και το 1939 έφτασε το 58,9% έναντι του 41,1% της παραγωγής του αγροτικού τομέα. Δημιουργήθηκε και αναπτυσσόταν με ταχύτητα ένα ισχυρό βιομηχανικό δυναμικό, που βαθμιαία καταλάμβανε πρωτοπόρες θέσεις στη Σοβιετική Ένωση: Το Καζακστάν κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην παραγωγή μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων, την τρίτη στην εξόρυξη άνθρακα και πετρελαίου, την πέμπτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όλ’ αυτά του επέτρεψαν να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα οπλοστάσια της Σοβιετικής Ένωσης στις συνθήκες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου του 1941-1945. Από το μηδέν, στην πραγματικότητα, από το 1926 μέχρι το 1940 δημιουργήθηκε μία εντελώς νέα βιομηχανική περιοχή –το Σοβιετικό Καζακστάν. [13]

Τώρα, οι Αρχές και οι εθνικιστές προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία αυτών των πρωτοφανών αλλαγών που άφησαν εποχή. Ιδιαίτερα στον Τύπο και στα ψευτοντοκιμαντέρ διατυπώνονται με πλήρη σοβαρότητα ισχυρισμοί ότι αιτία του λιμού ήταν η απουσία εκβιομηχάνισης της χώρας, ενώ κατά τα πρώτα πεντάχρονα εμφανίστηκαν γίγαντες όπως το «Μπαλχαστσβετμέτ», όπου το 1936 ξεκίνησε την εργασιακή του πορεία ο Ντινμουχαμέντ Κουνάεφ, η βιομηχανική περιοχή της Καραγκαντά, το βιομηχανικό συγκρότημα της περιφέρειας του Ανατολικού Καζακστάν, το χαλυβουργείο στο Τσιμκέντ, σε κενές εκτάσεις εμφανίστηκαν δεκάδες νέες πόλεις. Στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου εκκενώθηκαν στο Καζακστάν χιλιάδες εργοστάσια, για παράδειγμα, το γνωστό εργοστάσιο κατασκευής ατμομηχανών του Λουγκάνσκ, που τώρα λειτουργεί ως εργοστάσιο βαριών μηχανοκατασκευών της Άλμα Άτα.

Η περαιτέρω σοσιαλιστική ανάπτυξη του Καζακστάν συνεχίστηκε και μετά από τη νίκη του σοβιετικού λαού στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Ο για πολλά χρόνια ηγέτης της ΣΣΔ Καζακστάν Ντινμουχαμέντ Κουνάεφ, στην ομιλία του στην Ακαδημία Επιστημών του Καζακστάν, το 1992 ήδη, ανακοίνωσε ότι μόνο κατά την περίοδο 1955-1986 δημιουργήθηκαν «εφτά νέα Καζακστάν» ως προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής. Την ίδια περίοδο το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε εφτά φορές, η αγροτική οικονομία εφτά φορές, χτίστηκαν από το μηδέν 42 νέες πόλεις, άνοιξαν 56 ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο πληθυσμός των εθνικά Καζάχων αυξήθηκε από τα 2,5 στα 7 εκατομμύρια άτομα.

Η μόνιμη εγκατάσταση, παρά τα πρώτα λάθη και τις παρεκκλίσεις, ήταν επίσης ένα καλό για τον καζαχικό λαό και όχι το αντίθετο, όπως προσπαθούν να το παρουσιάσουν οι φιλελεύθεροι και οι εθνικιστές. Η αστικοποίηση, η μόνιμη εγκατάσταση, η πολιτιστική επανάσταση με τη μορφή της καθολικής παιδείας, της δημιουργίας συστήματος ιατρικής εξυπηρέτησης, η δημιουργία αλφαβήτου και γραφής, η γυναικεία χειραφέτηση, η εμφάνιση εθνικής λογοτεχνίας και τέχνης, όλ’ αυτά είναι αναμφισβήτητα επιτεύγματα της σοβιετικής περιόδου, που εξαλείφονται με επιτυχία από την τωρινή «ελίτ».

Αντίθετα, οι μετασχηματισμοί των δεκαετιών του 1920 και του 1930 ξέκοψαν τον καζαχικό λαό, όπως και όλους τους καθυστερημένους λαούς, από το φεουδαρχικό, ακόμα και τον προφεουδαρχικό τρόπο και από τον προαιώνιο αρχαϊκό μαρασμό. Τώρα, προσπαθούν να διαστρεβλώσουν αυτήν την περίοδο και να την παρουσιάσουν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, ώστε να μετασχηματίσουν τη συνείδηση της νεολαίας και να δημιουργήσουν εθνικιστικό στήριγμα στη σημερινή εξουσία.

Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρη η περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο Καζακστάν και στις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας υπήρξε ευθύγραμμη και χωρίς λάθη. Μετά από τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν άρχισε να συσσωρεύεται ένα πλήθος προβλημάτων. Αυτά αποτελούσαν τη συνέχεια της πολιτικής μερικής αποκέντρωσης της διεύθυνσης των επιχειρήσεων και «διεύρυνσης της αυτοτέλειας» μέσω της εισαγωγής του δείκτη της κερδοφορίας και του κέρδους, της μεγαλύτερης ελευθερίας κατανομής του τελευταίου, της απελευθέρωσης ή της άμβλυνσης σειράς δεικτών του πλάνου που καθόριζε η Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού (Γκοσπλάν), όπως και της παροχής ατομικών κινήτρων στους εργαζόμενους, που εγκαινίασε ο Νικίτα Χρουστσόφ.

Όλ’ αυτά δημιούργησαν τη βάση για διάφορες αυταπάτες σχετικά με την αγορά και για συνειδητές προτάσεις για «μεταρρύθμιση» του σοσιαλισμού από την πλευρά διάφορων ομάδων, με στόχο τη βαθμιαία αποδόμηση της σχεδιασμένης οικονομίας και την εισαγωγή ιδιωτικοκαπιταλιστικών στοιχείων. Αυτές οι τάσεις αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ένταση στην ΕΣΣΔ την περίοδο της περεστρόικα και του τέλους της ΕΣΣΔ, όταν ένα τμήμα της κομματικής καθοδήγησης άρχισε να εφαρμόζει επίμονα μέτρα που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τη σοσιαλιστική αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας.

Η ανάλυση των αιτιών των αντεπαναστατικών διαδικασιών της δεκαετίας του 1980 και των συνεπειών τους για τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας απαιτεί τη συγγραφή ενός ξεχωριστού άρθρου.

Συμπεράσματα

1. Σήμερα, μία σειρά από επικριτές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ υποστηρίζουν ότι η δημιουργία εθνικών Δημοκρατιών ήταν λάθος, ακόμα και «ατομική βόμβα» στα θεμέλια του κράτους. Αυτό είναι απόλυτα λάθος, επειδή η σοβιετική εθνική οικοδόμηση μετά από τη διάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήταν ο ορθότερος δρόμος. Έδινε τη δυνατότητα στους λαούς να ενωθούν μέσω της δημιουργίας σοβιετικών δικών τους κρατικών μορφωμάτων σε μία ισότιμη ένωση, στην οποία θα προχωρούσαν από κοινού στη δημιουργία της νέας αταξικής κοινωνίας.

Αυτός ο δρόμος απέκλειε την οποιαδήποτε αποικιακή καταπίεση και υποδούλωση, εξύψωνε τους καθυστερημένους λαούς σε ένα εντελώς νέο επίπεδο, τους επέτρεπε να αναπτυχθούν ελεύθερα και δημιουργούσε τις συνθήκες για μία πρωτοφανή εκπολιτιστική εργασία. Ο εθνικός διαχωρισμός, η δημιουργία νέων εθνικών Δημοκρατιών ενίσχυε συνολικά το κράτος, δημιουργούσε συμπληρωματική στήριξη στις απομακρυσμένες περιοχές, που πραγματοποίησαν ένα απίθανο άλμα στην πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Δεν ήταν καθόλου το εθνικό ζήτημα το κύριο στην υπόθεση της διάλυσης της ενιαίας χώρας στα τέλη του 1980-αρχές του 1990, αλλά οι διεθνικές συγκρούσεις άρχισαν να εμφανίζονται ακριβώς την περίοδο της ενίσχυσης των γενικών αντεπαναστατικών διαδικασιών στο κέντρο και στην περιφέρεια. Σε αυτές στηρίχτηκαν οι προσπάθειες μέρους της κομματικής ελίτ να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοτέλεια και ανεξαρτησία στα πλαίσια του μηχανισμού παλινόρθωσης του καπιταλισμού, που είχε μπει σε κίνηση.

 

2. Ορισμένοι ισχυρίζονται, για να ενισχύσουν την πρώτη θέση, ότι ο Λένιν και ο Στάλιν, αυθαίρετα δήθεν, σχεδίαζαν τα σύνορα των Σοβιετικών Δημοκρατιών εντάσσοντας ολόκληρες περιοχές στο ένα ή στο άλλο τεχνητό μόρφωμα. Μία λεπτομερής ανάλυση του εθνικού διαχωρισμού της δεκαετίας του 1920 δείχνει, επίσης, ότι κατά τη διαμόρφωση των εδαφικών συνόρων δημιουργούνταν ευρείες επιτροπές, ζητούσαν τη γνώμη του ντόπιου πληθυσμού, γίνονταν ψηφοφορίες για την ένταξη του ενός ή του άλλου οικισμού ή λαότητας στη σύνθεση της υπό ίδρυσης Δημοκρατίας.

Τα σύνορα στην Κεντρική Ασία ήταν προϊόν της απογραφής του πληθυσμού στα τέλη της τσαρικής εποχής και της πρώτης σοβιετικής περιόδου, ερευνών εθνολόγων και ειδικών για τα ζητήματα της Ανατολής και, εν μέρει, της διαδικασίας δημιουργίας περιφερειών –διαμόρφωσης υποθετικά ορθολογικών και βιώσιμων εδαφικών-οικονομικών μονάδων– και της εξασφάλισης στο κάθε νέο εδαφικό μόρφωμα των ελάχιστων κριτηρίων που θα του επέτρεπαν να γίνει στη συνέχεια πραγματική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Τα κριτήρια περιλάμβαναν παραμέτρους, όπως 1 εκατομμύριο πληθυσμό τουλάχιστον και πρωτεύουσα με σιδηροδρομική σύνδεση.

Αυτό διαφέρει ριζικά από τον τρόπο που οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές έκοψαν τα σύνορα των αποικιών και των νέων κρατών στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στην Αραβική Ανατολή, όπου χαράχτηκαν ευθείες γραμμές χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές και οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Και τώρα, ακόμα και μετά από την τριακονταετή περίοδο ύπαρξης των ανεξάρτητων κρατών στην πρώην σοβιετική Κεντρική Ασία, δεν παρατηρούνται μαζικές αιματηρές συγκρούσεις, με την εξαίρεση των πογκρόμ των Ουζμπέκων στην κιργιζική πόλη Όσα τον Ιούλη του 2010. Παρά την ύπαρξη αντιθέσεων σχετικά με το νερό, τη γη και την ενέργεια, αυτές δεν έχουν φτάσει να γίνουν διακρατικές συγκρούσεις.

 

3. Κάποιοι «αριστεροί», εκόντες-άκοντες οπαδοί του Πλεχάνοφ, υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός στην καθυστερημένη Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν αδύνατον εξαρχής να οικοδομηθεί και ως παράδειγμα φέρνουν την Κεντρική Ασία και το Καζακστάν. Εκεί δεν υπήρχε δήθεν καθόλου καπιταλισμός και υπήρχαν φεουδαρχικοί και προφεουδαρχικοί τομείς.

Ούτε αυτή η θέση αντέχει την κριτική υπό το βάρος των πραγματικών ιστορικών και οικονομικών επιτευγμάτων, που πραγματοποιήθηκαν στη διαδικασία της εκπολιτιστικής εργασίας που πραγματοποίησε η σοβιετική εξουσία σε σχέση με τις καθυστερημένες περιοχές. Ακριβώς η περίοδος της εκβιομηχάνισης έδειξε ότι με τη στήριξη των πιο ανεπτυγμένων περιοχών της Ρωσίας και της Ουκρανίας μπόρεσε να πραγματοποιηθεί η πρωτοφανής αναμόρφωση της Κεντρικής Ασίας, του Καζακστάν και της Σιβηρίας, που εξυψώθηκαν σε ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης, αξιοποιώντας τους μηχανισμούς της σχεδιοποιημένης οικονομίας και της συγκεντρωτικής διεύθυνσης.

Αυτό το πρωτοφανές άλμα στην κοινωνικοοικονομική, την πολιτική και την πολιτιστική ανάπτυξη των καθυστερημένων περιοχών, που επέτρεψε στους λαούς της Κεντρικής Ασίας να υπερπηδήσουν την καπιταλιστική περίοδο ανάπτυξης, δείχνει ένα πραγματικό παράδειγμα και τη δυνατότητα πραγματοποίησης με παρόμοιες μεθόδους μίας ίδιας εξύψωσης των καθυστερημένων χωρών του υπόλοιπου κόσμου σε περίπτωση νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης και ξεπεράσματος μίας από τις σημαντικότερες αντιφάσεις –του προβλήματος της ανισόμετρης ανάπτυξης.


[1] Μπολάτ Ασάνοφ, «Ο Λένιν, οι Καζάχοι και το Καζακστάν: Σκέψεις στην παραμονή μίας επετείου», πηγή https://camonitor.kz/34674-lenin-kazahi-i-kazahstan-mysli-nakanune-yubileya.html.

[2] Σ. Ν. Αλιμπέκ, «Από την ιστορία της σοβιετικής εξουσίας στο Νότο του Καζακστάν το 1917-1927», περιοδικό Επιστημονικά Χρονικά του Κρατικού Πανεπιστημίου του Μπέλγκοροντ, σειρά: «Ιστορία. Πολιτολογία», 2009, σελ. 181.

[3] Ντ. Ασιμπάεφ, «Θέσεις ομιλίας στη διεθνή επιστημονική συνδιάσκεψη “Τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης”», πηγή https://kazbio.info/?S=458.

[4] Ό.π.

[5] Α. Ν. Βασίλιεφ, «Ο Μ. Β. Φρούνζε για την πολιτική κατάσταση γύρω από την εξαγωγή της επανάστασης στην Μπουχάρα», περιοδικό Ανατολικό Αρχείο, Μόσχα, 1918, σελ. 72.

[6] G. Ubiria, Soviet nation-building in Central Asia. The making of the Kazakh and Uzbek nations, Routledge, New York: London, 2016, p. 172.

[7] G. Ubiria, Soviet nation-building in Central Asia. The making of the Kazakh and Uzbek nations, Routledge, New York: London, 2016, p. 173.

[8] Σ. Ν. Αλιμπέκ, «Από την ιστορία της σοβιετικής εξουσίας στο Νότο του Καζακστάν το 1917-1927», περιοδικό Επιστημονικά Χρονικά του Κρατικού Πανεπιστημίουτου Μπέλγκοροντ, σειρά: «Ιστορία. Πολιτολογία», 2009, σελ. 183.

[9] Χουσβάχτοφ Χουρσέντ Χουντοϊκούλοβιτς, «Ορισμένες ιστορικο-δικαιικές πλευρές της εγκαθίδρυσης και ανάπτυξης των τοπικών οργάνων αυτοδιοίκησης στην Κεντρική Ασία», Δελτίο του Κρατικού πανεπιστημίου δικαίου, επιχειρηματικότητας και πολιτικής του Τατζικιστάν, σειρά: «Κοινωνικών Επιστημών», Ντουσανμπέ, 2015, σελ. 152.

[10] «Ο λιμός του 1921-1922 και οι συνέπειές του», πηγή: http://bibliotekar.kz/istoriki-kazahstana-za-9-klass-nachalo-x/3-golod-1921-1922-godov-i-ego-posledstvi.html.

[11] «Το Καζακστάν στα χρόνια της εκβιομηχάνισης: Στόχοι και μέθοδοι της εκβιομηχάνισης», πηγή: https://tarikh.kz/sovetskiy-period-istorii-kazahstana/kazahstan-v-gody-industrializacii/.

[12] «Το Καζακστάν στα χρόνια της εκβιομηχάνισης: Στόχοι και μέθοδοι της εκβιομηχάνισης», πηγή: https://tarikh.kz/sovetskiy-period-istorii-kazahstana/kazahstan-v-gody-industrializacii/.

[13] «Η βιομηχανική ανάπτυξη του Καζακστάν στα 1921-1940», πηγή: https://e-history.kz/ru/history-of-kazakhstan/show/9244/.