Ο πολιτικός μετασχηματισμός της κοινωνίας στην Κεντρική Ασία και στο Καζακστάν τη δεκαετία του 1920, μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν εξαιρετικά προοδευτικός και ξεπερνούσε κατά αιώνες την αρχαϊκή οικονομική βάση ολόκληρης της περιοχής, που στις συνθήκες της ΝΕΠ παρέμενε καθυστερημένη με πολλούς προκαπιταλιστικούς οικονομικούς τομείς. Για παράδειγμα, το 1926 στο Καζακστάν, σε διάκριση από το ευρωπαϊκό τμήμα της ΣΟΣΔΡ, έγινε δυνατή η αποκατάσταση μόνο του 60% του προπολεμικού επιπέδου της οικονομίας και ένα σημαντικό μέρος των ζώων και της γης ελεγχόταν από ένα μικρό ποσοστό μπέηδων και κουλάκων, που εξυψώθηκαν ως αποτέλεσμα των αγοραίων σχέσεων.
Αυτή η νέα κοινωνική μηχανή χρειαζόταν ένα σύγχρονο ισχυρό κινητήρα, που θα την κινούσε μακρύτερα, σε πρωτοφανή κοινωνικά επιτεύγματα και στον εκσυγχρονισμό των καθυστερημένων περιοχών. Χρειαζόταν ριζική αλλαγή στους τρόπους παραγωγής με τη συγκέντρωση όλων των παραγωγικών δυνάμεων στα χέρια του συγκεντροποιημένου κράτους κάτω από μία ενιαία σχεδιοποιημένη καθοδήγηση. Ένα τέτοιο καινούργιο εργαλείο ή κινητήρας μπορούσε να είναι μόνο η εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ με τη συνακόλουθη κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, που είχε ωριμάσει από καιρό. Για το Καζακστάν και την Κιργιζία έμπαινε, επίσης, το καθήκον εφαρμογής της μόνιμης εγκατάστασης των νομαδικών νοικοκυριών, που άλλαζε πλήρως τον ίδιο τον τρόπο διεξαγωγής της οικονομικής δραστηριότητας.
Η υπερψήφιση και εφαρμογή του πρώτου επιταχυμένου πεντάχρονου πλάνου και έπειτα του δεύτερου υπήρξε η συνέχιση και μία νέα ώθηση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, επειδή δε δημιουργούσε μόνο τη νέα βιομηχανία και ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές, αλλά και εξάλειφε τελεσίδικα τις μορφές ατομικής ιδιοκτησίας που είχαν απομείνει στη χώρα από τον καιρό της ΝΕΠ. Τα πρώτα πεντάχρονα, αναμφίβολα, μετασχημάτισαν οικονομικά και πολιτικά την περιοχή της στέπας, την έκαναν αγνώριστη, δημιουργώντας εντελώς νέους κλάδους παραγωγής, νέα εργατική τάξη και κουλτούρα ζωής στην πόλη.
Αρχικά, εφαρμόστηκε ένα μεγάλο σύμπλεγμα εργασιών για το πέρασμα της αγροτικής οικονομίας της Δημοκρατίας στις ράγες του σοσιαλισμού. Μέσα από τα τοζ και τα μαλσερκτίτ (συνεταιρισμοί για την καλλιέργεια της γης) οι Καζάχοι αγρότες πέρασαν στο αγροτικό αρτέλ. Πάνω από 500 χιλιάδες νομαδικά και μισονομαδικά νοικοκυριά πέρασαν στη μόνιμη εγκατάσταση. Το 1937, στα τέλη του δεύτερου πεντάχρονου, τα κολχόζ του Καζακστάν συνένωναν το 97,5% των αγροτικών νοικοκυριών της Δημοκρατίας, καλλιεργούσαν το 99,8% των αρόσιμων εκτάσεων και παρήγαν το 84,4% της ακαθάριστης σοδειάς σιτηρών. Στα κολχόζ και στα σοβχόζ, στις άλλες κρατικές και στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις, καθώς και στην προσωπική ιδιοκτησία των κολχόζνικων ανήκε περίπου το 99% του πληθυσμού των ζώων. [11]
Ορμητική ανάπτυξη είχε η βιομηχανία άνθρακα, της οποίας το 1940 η εξόρυξη προερχόταν κατά 90% από τη Λεκάνη της Καραγκαντά, που έγινε η τρίτη σε σημασία πηγή άνθρακα της ΕΣΣΔ μετά από το Ντονμπάς και του Κουζμπάς. Ως προς την εξόρυξη πετρελαίου, το Καζακστάν έφτασε στην τρίτη θέση (μετά από τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν). Με υψηλούς ρυθμούς αναπτυσσόταν και η χημική βιομηχανία.
Συγκριτικά με το 1913, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Δημοκρατία αυξήθηκε κατά 486 φορές. Σημαντικές επιτυχίες σημειώθηκαν και στην ελαφρά και διατροφική βιομηχανία. Μία άλλη ιδιαιτερότητα της βιομηχανικής ανάπτυξης του Καζακστάν εκείνη την περίοδο ήταν η ανάδειξη της βαριάς βιομηχανίας των μεταφορών, ιδιαίτερα των σιδηροδρομικών, στο πλάι της μη σιδηρούχας μεταλλουργίας, της πετρελαϊκής, του άνθρακα, δηλαδή των εξορυκτικών βασικά κλάδων.
Στα 1928-1940 το σιδηροδρομικό δίκτυο της Δημοκρατίας αυξήθηκε κατά σχεδόν 50% και έφτασε τα 6.581 χιλιόμετρα. Κατασκευάστηκε η γραμμή Τουρκεστάν-Σιβηρία, που συνέδεσε τη Σιβηρία με την Κεντρική Ασία, τα βασικά τμήματα της γραμμής που διέτρεχε το Καζακστάν, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην κατάκτηση του φυσικού πλούτου του Κεντρικού Καζακστάν. Όλες αυτές οι γραμμές μεταφορών συνέδεσαν περιοχές της Δημοκρατίας με το Ορενμπούργκ και άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες περιοχές της Ρωσίας. [12]
Οι υψηλότεροι από τους πανενωσιακούς ρυθμοί εκβιομηχάνισης έβαλαν τη βάση για την εξάλειψη της οικονομικής ανισότητας των παλιότερα καθυστερημένων εθνικών Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ανατολής. Η βιομηχανική ανάπτυξη του Καζακστάν με τέτοιους υψηλούς ρυθμούς έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ολόπλευρη βοήθεια από πλευράς της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των άλλων βιομηχανικά ανεπτυγμένων Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η βοήθεια είχε μεγάλο εύρος και ήταν πολύμορφη.
Η βιομηχανική ανάπτυξη του Καζακστάν στα 1926-1940 είχε μία σειρά κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, ανάμεσα στις οποίες πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να αναφερθούν ο μετασχηματισμός του από αγροτική σε βιομηχανική-αγροτική χώρα, η αύξηση των πόλεων και του ειδικού βάρους των κατοίκων τους στη σύνθεση του πληθυσμού της Δημοκρατίας και η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα των εθνικών της στελεχών, η έναρξη της εμφάνισης επιστημονικοτεχνικής διανόησης, όπως και άλλες κοινωνικοδημογραφικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού.
Η βιομηχανία έγινε ο κυρίαρχος κλάδος της οικονομίας του Καζακστάν, το ειδικό βάρος της παραγωγής της στα μέσα της δεκαετίας του 1930 άρχισε να κυριαρχεί και το 1939 έφτασε το 58,9% έναντι του 41,1% της παραγωγής του αγροτικού τομέα. Δημιουργήθηκε και αναπτυσσόταν με ταχύτητα ένα ισχυρό βιομηχανικό δυναμικό, που βαθμιαία καταλάμβανε πρωτοπόρες θέσεις στη Σοβιετική Ένωση: Το Καζακστάν κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην παραγωγή μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων, την τρίτη στην εξόρυξη άνθρακα και πετρελαίου, την πέμπτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όλ’ αυτά του επέτρεψαν να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα οπλοστάσια της Σοβιετικής Ένωσης στις συνθήκες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου του 1941-1945. Από το μηδέν, στην πραγματικότητα, από το 1926 μέχρι το 1940 δημιουργήθηκε μία εντελώς νέα βιομηχανική περιοχή –το Σοβιετικό Καζακστάν. [13]
Τώρα, οι Αρχές και οι εθνικιστές προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία αυτών των πρωτοφανών αλλαγών που άφησαν εποχή. Ιδιαίτερα στον Τύπο και στα ψευτοντοκιμαντέρ διατυπώνονται με πλήρη σοβαρότητα ισχυρισμοί ότι αιτία του λιμού ήταν η απουσία εκβιομηχάνισης της χώρας, ενώ κατά τα πρώτα πεντάχρονα εμφανίστηκαν γίγαντες όπως το «Μπαλχαστσβετμέτ», όπου το 1936 ξεκίνησε την εργασιακή του πορεία ο Ντινμουχαμέντ Κουνάεφ, η βιομηχανική περιοχή της Καραγκαντά, το βιομηχανικό συγκρότημα της περιφέρειας του Ανατολικού Καζακστάν, το χαλυβουργείο στο Τσιμκέντ, σε κενές εκτάσεις εμφανίστηκαν δεκάδες νέες πόλεις. Στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου εκκενώθηκαν στο Καζακστάν χιλιάδες εργοστάσια, για παράδειγμα, το γνωστό εργοστάσιο κατασκευής ατμομηχανών του Λουγκάνσκ, που τώρα λειτουργεί ως εργοστάσιο βαριών μηχανοκατασκευών της Άλμα Άτα.
Η περαιτέρω σοσιαλιστική ανάπτυξη του Καζακστάν συνεχίστηκε και μετά από τη νίκη του σοβιετικού λαού στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Ο για πολλά χρόνια ηγέτης της ΣΣΔ Καζακστάν Ντινμουχαμέντ Κουνάεφ, στην ομιλία του στην Ακαδημία Επιστημών του Καζακστάν, το 1992 ήδη, ανακοίνωσε ότι μόνο κατά την περίοδο 1955-1986 δημιουργήθηκαν «εφτά νέα Καζακστάν» ως προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής. Την ίδια περίοδο το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε εφτά φορές, η αγροτική οικονομία εφτά φορές, χτίστηκαν από το μηδέν 42 νέες πόλεις, άνοιξαν 56 ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο πληθυσμός των εθνικά Καζάχων αυξήθηκε από τα 2,5 στα 7 εκατομμύρια άτομα.
Η μόνιμη εγκατάσταση, παρά τα πρώτα λάθη και τις παρεκκλίσεις, ήταν επίσης ένα καλό για τον καζαχικό λαό και όχι το αντίθετο, όπως προσπαθούν να το παρουσιάσουν οι φιλελεύθεροι και οι εθνικιστές. Η αστικοποίηση, η μόνιμη εγκατάσταση, η πολιτιστική επανάσταση με τη μορφή της καθολικής παιδείας, της δημιουργίας συστήματος ιατρικής εξυπηρέτησης, η δημιουργία αλφαβήτου και γραφής, η γυναικεία χειραφέτηση, η εμφάνιση εθνικής λογοτεχνίας και τέχνης, όλ’ αυτά είναι αναμφισβήτητα επιτεύγματα της σοβιετικής περιόδου, που εξαλείφονται με επιτυχία από την τωρινή «ελίτ».
Αντίθετα, οι μετασχηματισμοί των δεκαετιών του 1920 και του 1930 ξέκοψαν τον καζαχικό λαό, όπως και όλους τους καθυστερημένους λαούς, από το φεουδαρχικό, ακόμα και τον προφεουδαρχικό τρόπο και από τον προαιώνιο αρχαϊκό μαρασμό. Τώρα, προσπαθούν να διαστρεβλώσουν αυτήν την περίοδο και να την παρουσιάσουν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, ώστε να μετασχηματίσουν τη συνείδηση της νεολαίας και να δημιουργήσουν εθνικιστικό στήριγμα στη σημερινή εξουσία.
Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρη η περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο Καζακστάν και στις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας υπήρξε ευθύγραμμη και χωρίς λάθη. Μετά από τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν άρχισε να συσσωρεύεται ένα πλήθος προβλημάτων. Αυτά αποτελούσαν τη συνέχεια της πολιτικής μερικής αποκέντρωσης της διεύθυνσης των επιχειρήσεων και «διεύρυνσης της αυτοτέλειας» μέσω της εισαγωγής του δείκτη της κερδοφορίας και του κέρδους, της μεγαλύτερης ελευθερίας κατανομής του τελευταίου, της απελευθέρωσης ή της άμβλυνσης σειράς δεικτών του πλάνου που καθόριζε η Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού (Γκοσπλάν), όπως και της παροχής ατομικών κινήτρων στους εργαζόμενους, που εγκαινίασε ο Νικίτα Χρουστσόφ.
Όλ’ αυτά δημιούργησαν τη βάση για διάφορες αυταπάτες σχετικά με την αγορά και για συνειδητές προτάσεις για «μεταρρύθμιση» του σοσιαλισμού από την πλευρά διάφορων ομάδων, με στόχο τη βαθμιαία αποδόμηση της σχεδιασμένης οικονομίας και την εισαγωγή ιδιωτικοκαπιταλιστικών στοιχείων. Αυτές οι τάσεις αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ένταση στην ΕΣΣΔ την περίοδο της περεστρόικα και του τέλους της ΕΣΣΔ, όταν ένα τμήμα της κομματικής καθοδήγησης άρχισε να εφαρμόζει επίμονα μέτρα που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τη σοσιαλιστική αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας.
Η ανάλυση των αιτιών των αντεπαναστατικών διαδικασιών της δεκαετίας του 1980 και των συνεπειών τους για τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας απαιτεί τη συγγραφή ενός ξεχωριστού άρθρου.