Οι επίμονες προσπάθειες διαστρέβλωσης και αμαύρωσης της ιστορίας και της σημασίας του Μεγάλου Οκτώβρη, της θεωρίας και της πράξης του σοσιαλιστικού κράτους ξεκινούν στην πράξη από τη στιγμή της τέλεσης αυτού του σημαντικού για όλη την ανθρωπότητα γεγονότος και «δίνουν ψωμί» στον πολυπληθή στρατό των αστών «ερευνητών» μέχρι σήμερα.
Οι διεθνείς κριτικοί άρχισαν να εκδηλώνουν ιδιαίτερη ενεργητικότητα τη μεταπολεμική περίοδο. Σε αυτό συνέβαλαν δυο συνθήκες: Η νίκη του σοβιετικού λαού στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης στην επιστήμη, την παιδεία, την κατάκτηση του Διαστήματος και στην κοινωνική σφαίρα. Ο «Ψυχρός Πόλεμος» που εκτυλίχτηκε οδήγησε σε απότομη άνοδο του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού. Η πλειοψηφία των σοβιετολογικών ερευνών παρουσιάζει την ιστορία των επαναστάσεων στη Ρωσία το 1917 από τη θέση της απόλυτης άρνησης του νομοτελειακού χαρακτήρα τους. Υποστηρίχτηκε ότι στις συνθήκες του τσαρικού καθεστώτος στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα η Ρωσία προόδευε γρήγορα και αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί με επιτυχία, εάν δε συνέβαινε η «αυθόρμητη» επανάσταση του Φλεβάρη, που πραγματοποιήθηκε λόγω των αποτυχιών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της ασύνετης πολιτικής της μοναρχικής εξουσίας. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, που ήρθε στη θέση του τσαρισμού, δεν μπόρεσε να εμπεδώσει ένα νέο πολιτικό καθεστώς, πράγμα που αξιοποίησε η μικρή «εξτρεμιστική ομάδα» των μπολσεβίκων, που μετά από ένα βίαιο πραξικόπημα και σε συνθήκες ευνοϊκής συγκυρίας, ανέτρεψαν τη «δημοκρατική» Προσωρινή Κυβέρνηση και εγκαθίδρυσαν τη δικτατορία τους. Επιπλέον, αγνοήθηκαν σχεδόν πλήρως οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και τα μαζικά κινήματα της εποχής.
Προωθώντας αυτήν την «αντίληψη» οι σοβιετολόγοι προσπαθούσαν να διασύρουν τον Οκτώβρη, το Κόμμα των Μπολσεβίκων, υποστηρίζοντας τον εν πολλοίς «τυχαίο» χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, προσπαθώντας έτσι να μειώσουν το ρόλο της και τη σημασία της για τη μοίρα της Ρωσίας και όλου του κόσμου. Παρά τον εμφανώς ευάλωτο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας, αυτή η «αντίληψη» περί απουσίας αντικειμενικών αιτιών της επανάστασης και βίαιης αρπαγής της εξουσίας από τους μπολσεβίκους σε συνθήκες «παθητικότητας των μαζών», κυκλοφορεί μέχρι σήμερα στους κύκλους των αστών ιστορικών.
Το αβάσιμο αυτής της αντίληψης, η ανοιχτή πολιτική της στράτευση, γίνεται με το πέρασμα του καιρού όλο και πιο προφανής. Γεννιέται το αβίαστο ερώτημα: Εάν οι μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία ως αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού των πολιτικών δυνάμεων το 1917, που η έκβασή του ήταν αδύνατον να προβλεφτεί, πώς μπόρεσαν να κρατήσουν αυτήν την εξουσία στη διάρκεια δεκαετιών και, επιπλέον, πώς η χώρα κατάφερε τόσο μεγάλα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας; Γιατί, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, μπήκαν και άλλοι λαοί στο δρόμο του Οκτώβρη; Τέτοια και άλλα παρόμοια ερωτήματα έπλητταν σοβαρά τη θέση περί «τυχαίου» της νίκης του Οκτώβρη και ανάγκαζαν τους «ερευνητές» να συνεχίζουν την αναζήτηση άλλων, περισσότερο εκλεπτυσμένων «θεωριών».
Τεράστια υπηρεσία προς τους αστούς σοβιετολόγους προσέφεραν παράγοντες της καθοδήγησης από διαφορετικά επίπεδα του ΚΚΣΕ, που με τις αγράμματες, θεωρητικά εσφαλμένες και τυχοδιωκτικές αποφάσεις τους δημιουργούσαν ένα γόνιμο έδαφος για κριτική. Δεν υπάρχει βάση να πούμε ότι όλοι τους ήταν συνειδητοί «πράκτορες του ιμπεριαλισμού». Συχνά στη βάση του οπορτουνισμού υπάρχει μια εντελώς ειλικρινής τάση «βελτίωσης του σοσιαλισμού», μιας «βαθύτερης ανταπόκρισης στις προκλήσεις της εποχής» κλπ. Οι θλιβερές συνέπειες εμφανίζονται όχι μόνο όταν αυτά τα στελέχη έχουν ιδιοτελή συμφέροντα, αλλά και όταν απουσιάζει η θεωρητική μόρφωση και, εννοείται, όταν απουσιάζει η δυνατότητα κριτικής των πράξεών τους και πάλης με αυτές.
Με αυτήν την έννοια είναι χαρακτηριστική η κατάσταση που αφορούσε το ΚΚ Λετονίας τη δεκαετία του ’50 του προηγούμενου αιώνα. Αξιοποιώντας την περίοδο οργανωτικής αταξίας, που κατέλαβε την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ μετά από το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν και βασιζόμενοι στην πρακτική «διαπαιδαγώγησης των τοπικών εθνικών στελεχών» στις Δημοκρατίες της Ένωσης, που ξεκίνησε ο πρώτος Αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ Λ. Μπέρια, οι καθοδηγητές της ΣΣΔ Λετονίας και του ΚΚ Λετονίας άρχισαν να υλοποιούν μια πολιτική που βρισκόταν σε αντίθεση με τη φυσιολογική λειτουργία του ενιαίου σχεδιασμένου συστήματος της λαϊκής οικονομίας και τις αρχές του διεθνισμού.
Τριάντα χρόνια μετά, στα χρόνια της «περεστρόικα», ο Βίλις Κρούμινς έγραψε εκστατικά για εκείνη την περίοδο: «Η Δημοκρατία απέκτησε τη δυνατότητα να διαμορφώνει την οικονομία της σε πραγματικά ορθολογική βάση και να την διευθύνει αυτοτελώς. Διαμορφώθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη εθνικών σχέσεων στο πνεύμα του αυθεντικού διεθνισμού.» [4]
Το «πνεύμα του αυθεντικού διεθνισμού» κατά την άποψη του ανθρώπου που διετέλεσε Β' Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΛ συνίστατο, όπως φαίνεται, στο ότι καθιερώνονταν γλωσσικά και εθνικά κριτήρια όχι μόνο στην προπαγανδιστική δουλειά και στη δουλειά με τα στελέχη, αλλά και στις προσλήψεις και στην επιλογή τόπου κατοικίας (!). Για παράδειγμα, ο αναπληρωτής του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της ΣΣΔ Λετονίας, Ε. Μπέρκλαβς, στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΛ της 7-8 Ιούλη του 1959, εξέφρασε την ανησυχία του σχετικά με την έλευση στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας ανθρώπων μη λετονικής εθνικότητας: «Το 1958 μόνο, εγγράψαμε ως κατοίκους της Ρίγας 28.000 ανθρώπους, από αυτούς μόνο οι 10.500 ήταν Λετονοί, υπολείπονται 17.500. Τους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους εγγράψαμε στη Ρίγα 8.500 άτομα, από τους οποίους Λετονοί είναι λιγότεροι από 3.000.» [5]
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στη σχεδιοποιημένη σοβιετική οικονομία και, κυρίως, στο σχεδιοποιημένο τρόπο κατανομής των εργασιακών πόρων, είχε θέση και η αυθόρμητη μετακίνηση του πληθυσμού, που οφειλόταν σε προσωπικούς λόγους. Παρόλ’ αυτά, η βασική μάζα όσων έρχονταν ήταν εργάτες, που έρχονταν στη Ρίγα για δουλειά στις επιχειρήσεις της πόλης. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει αυτές τις επιχειρήσεις, που ανοικοδομούνταν μετά από τον πόλεμο και ξαναχτίζονταν από την αρχή, με δικούς της εξειδικευμένους εργασιακούς πόρους -στην αστική Λετονία τα είκοσι προπολεμικά χρόνια μερικές μόνο χιλιάδες μπόρεσαν να λάβουν ανώτερη εκπαίδευση και μάλιστα αυτοί, κατά κανόνα, ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Γι’ αυτό ένα μέρος τους μετανάστευσε από τη Δημοκρατία στο τέλος του πολέμου μαζί με τους ναζιστές που υποχωρούσαν. Ένα σημαντικό μέρος των ειδικών υψηλής εξειδίκευσης της αστικής Λετονίας, που σπούδασε επί τσαρικής Ρωσίας (μηχανικοί, γιατροί, δάσκαλοι), το αποτελούσαν εθνικά Γερμανοί και Εβραίοι. Οι Γερμανοί επαναπατρίστηκαν πριν τον πόλεμο στη Γερμανία, τους Εβραίους τους εξόντωσαν σχεδόν πλήρως οι χιτλερικοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους την περίοδο κατοχής της Λετονίας. Ο ίδιος ο πόλεμος όξυνε την έλλειψη στελεχών εξαιτίας των απωλειών στα μέτωπα. Γι’ αυτό οι απαραίτητοι για την κανονική λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας ειδικοί ανακατανέμονταν με οργανωμένο τρόπο από άλλα μέρη της Ένωσης. Επιπλέον, η Λετονία ιστορικά ποτέ δεν υπήρξε μονοεθνική περιοχή, ακόμα περισσότερο πολυεθνική ήταν η Ρίγα, πόλη λιμάνι και διαμετακομιστικού εμπορίου.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο εγκαθιδρύθηκε στη Δημοκρατία ένα σύστημα εκπαίδευσης και προετοιμασίας ντόπιων ειδικών και, στο βαθμό που αφομοίωναν την πρακτική εμπειρία, ήταν δυνατόν ήρεμα, στη βάση της οικονομικής σκοπιμότητας, των εργασιακών ποιοτικών χαρακτηριστικών και της εξειδίκευσης να γίνει αντικατάσταση εκείνων που δεν αντιστοιχούσαν στο απαιτούμενο επίπεδο. Αντ’ αυτού, προωθήθηκε στο πρώτο πλάνο το πρόβλημα της αλλαγής της εθνικής σύνθεσης της Δημοκρατίας και ο ανεπαρκής αριθμός Λετονών στις διευθυντικές θέσεις. Οι Λετονοί «κομμουνιστές-διεθνιστές», στην ουσία, απαιτούσαν εθνικά προνόμια στην κάλυψη των θέσεων!
Απόδειξη του επινοημένου χαρακτήρα του προβλήματος των «εθνικών αναλογιών» είναι η ομιλία του Ε. Μούκινς, Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης του Ντάουγκαβπιλς του ΚΚΛ, στη σύνοδο της ΚΕ του Κόμματος τον Ιούνη του 1953. Στηρίζοντας την εκστρατεία «εθνικής πολιτικής στελεχών» που ξεκίνησε εκείνη την περίοδο, ανακοίνωσε ότι «δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερα ανυπόφορη κατάσταση σε πολλές περιοχές της Λατγκάλια (Ανατολική Λετονία), που θεωρούνται εσφαλμένα ρωσικές. Εκεί, σε πολλές περιοχές, δεν υπάρχουν καθόλου ντόπιοι σε θέσεις ευθύνης, οι ντόπιοι εργαζόμενοι έφυγαν στη Ρίγα». [6]
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ο ερχομός τους στη Ρίγα ανησύχησε το «διεθνιστή» Μπέρκλαβς... Με την ευκαιρία, η πόλη Ντάουγκαβπιλς ιστορικά είναι η πλέον μη λετονική πόλη της Λετονίας. Σε διαφορετικές περιόδους οι Λετονοί αποτελούσαν από το ένα τρίτο μέχρι το μισό του πληθυσμού της. Οι παραμεθόριες «περιοχές της Λατγκάλια» είχαν και αυτές ένα σημαντικό ποσοστό -μέχρι πενήντα τοις εκατό- μη λετονικού, κυρίως ρωσικού και λευκορωσικού πληθυσμού. Και εάν θεωρήσουμε τους Λατγκάλιους εθνική μειονότητα, αυτές οι περιοχές δεν είναι καθόλου λετονικές. Για ποιους, λοιπόν, «ντόπιους» ανησυχεί το κομματικό στέλεχος;
Εννοείται ότι τα κρυφά εθνικιστικά κίνητρα συγκαλύπτονταν από τις σωστές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η προπαγανδιστική και εκλαϊκευτική δουλειά πρέπει να γίνεται στη μητρική γλώσσα αυτού στον οποίο απευθύνεται. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την προσπάθεια του «κομμουνιστή» Μπέρκλαβς να κάνει την πρωτεύουσα της Λετονίας «εθνικό άβατο» και να δώσει στους Λετονούς κάποιο ιδιαίτερο δικαίωμα να καταλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις.
Οι απόψεις των λεγόμενων «εθνικών κομμουνιστών» μπορούν να κωδικοποιηθούν σύντομα ως εξής:
- Η απόρριψη των λενινιστικών αρχών του διεθνισμού στην πολιτική στελέχωσης και μια προσέγγιση με βάση εθνικά κριτήρια, ακόμα και σε διοικητικές- οργανωτικές και οικονομικές δραστηριότητες.
- Η άρνηση της αναγκαιότητας της ανάπτυξης σημαντικών βιομηχανιών προτεραιότητας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, προσπαθώντας να αναπτύξουν μόνο παραδοσιακούς (για την αστική Λετονία) κλάδους στην ελαφριά βιομηχανία, στα τρόφιμα και στον αγροτικό τομέα.
- Η συγκαταβατική στάση στις εκδηλώσεις εθνικισμού στην παιδεία, τον πολιτισμό και στην τέχνη.
Γενικά, αυτό το φαινόμενο έδειξε αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία του οπορτουνισμού και του αστικού εθνικισμού, μέχρι και εκδηλώσεις αντισημιτισμού. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι απόψεις για την οικοδόμηση του «λετονικού σοσιαλισμού» της δεκαετίας του 1950 συγχωνεύτηκαν στη δεκαετία του 1980 με τις απόψεις υπέρ της παλινόρθωσης του αστικού κράτους.
Όταν τα συμφέροντα ενός ξεχωριστού έθνους αρχίζουν να υπερισχύουν επί της ταξικής συνείδησης, όταν τα υπερεθνικά κοινωνικοταξικά συμφέροντα των εργαζόμενων γίνονται θυσία στα εθνικά στερεότυπα της συνείδησης των συμπατριωτών, η έκβαση είναι απολύτως προβλέψιμη. Στις κατάλληλες εξωτερικές και εσωτερικές πολιτικές συνθήκες θα πρόκειται για μια ανοιχτή προδοσία, για έναν απογυμνωμένο αντικομμουνισμό και επιθετικό εθνικισμό.
Η πορεία της ζωής του αναφερόμενου Ε. Μπέρκλαβς εικονογραφεί θαυμάσια τα πραγματικά κίνητρα των ταχυδακτυλουργιών με τις μαρξιστικές θέσεις. Όταν το 1980-1990 στο ΚΚ Λετονίας εμφανίστηκαν ανοιχτά οπορτουνιστικές και εθνικιστικές τάσεις και άρχισε να καταστρέφεται η σοβιετική εξουσία, μπήκε στις γραμμές του εξτρεμιστικού εθνικιστικού κόμματος, που στα ντοκουμέντα του υποστήριζε τη βίαιη απέλαση όσων είχαν έρθει στη Λετονία τη μεταπολεμική περίοδο, το κλείσιμο των ρωσικών σχολείων και τις γλωσσικές διακρίσεις. Η Ιστορία δείχνει ότι αυτή είναι μια πολύ χαρακτηριστική κατάληξη για πολλούς που μπήκαν στο γλιστερό δρόμο του οπορτουνισμού και της αναθεώρησης.
Αυτή η θέση αποτελεί μια εκπληκτική αντίθεση με τη σχέση προς το πρόβλημα των Λετονών κομμουνιστών εκείνο τον καιρό, που το Κόμμα βρισκόταν πρακτικά στην παρανομία και δούλευε στο αστικό κοινοβούλιο στις γραμμές της εργατοαγροτικής κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο βουλευτής Φ. Μπεργκς στη συνεδρίαση της 28 Ιούνη 1933, κάνοντας κριτική στη θέση της κυβέρνησης για τα ζητήματα της εκπαίδευσης, έλεγε: «Και οι μειοψηφίες έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό το απαιτεί η στοιχειωδέστερη αρχή της δημοκρατίας και αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που δίνει τη δυνατότητα στις λαϊκές μάζες να κατακτήσουν την κουλτούρα και την παιδεία. Στη μητρική γλώσσα είναι ευκολότερο και καταλληλότερο να λαμβάνεται η μόρφωση.» [7]
Οι Λετονοί κομμουνιστές εκείνης της περιόδου στήριζαν δραστήρια τα δικαιώματα των Λατγκάλιων (εθνική μειονότητα, που εκπροσωπεί μια μικρή εθνική ομάδα λαών της Βαλτικής, που είναι γλωσσικά εγγύτερη προς τους Λετονούς), μέχρι το δικαίωμα του απεριόριστου αυτοπροσδιορισμού.
Αυτός ήταν αυθεντικός λενινιστικός διεθνισμός, που σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει άρνηση της εθνικότητας και κάθε εθνικής πατρίδας. Ο Β. Ι. Λένιν το έκανε απόλυτα κατανοητό στο γράμμα του στην Ι. Φ. Αρμάντ: «Ο εργάτης δεν έχει πατρίδα -αυτό σημαίνει ότι α) η οικονομική του θέση δεν είναι εθνική, αλλά διεθνής, β) ότι ο ταξικός εχθρός του είναι διεθνής, γ) οι όροι της απελευθέρωσής του επίσης, δ) η διεθνιστική ενότητα των εργατών είναι σπουδαιότερη από την εθνική.» [8]
Οι διευκρινίσεις του Λένιν σχετικά με το πρόβλημα της εργασιακής μετανάστευσης, που έχει μια απολύτως κατανοητή σχέση με την «πατρίδα του προλεταριάτου», ακούγονται πολύ επίκαιρες για τη σύγχρονη Λετονία. Όπως και πριν εκατό χρόνια, μόνιμος συνοδός του καπιταλισμού είναι οι οικονομικές κρίσεις, η ανεργία και, ως αποτέλεσμά της, η αναζήτηση δουλειάς και μέσων ύπαρξης στο εξωτερικό. Γι’ αυτό ο Λένιν έγραφε στο άρθρο «Ο καπιταλισμός και η μετανάστευση των εργατών»: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η εξαιρετική φτώχεια αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την πατρίδα... » [9]
Εκατοντάδες χιλιάδες Λετονών εργατών, που τώρα εργάζονται στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωένωσης, νιώθουν πολύ καλά την ορθότητα των λόγων του Λένιν.
Οι αναφερόμενες εκφάνσεις του εθνικισμού μεταξύ των κομμουνιστών των Δημοκρατιών της Βαλτικής δεν πρέπει να θεωρούνται σε καμία περίπτωση τυχαίες, αυθόρμητες ή μόνο ως μια εσωτερική διαδικασία των κομμουνιστικών κομμάτων. Από τη δεκαετία του ’60 του προηγούμενου αιώνα, ο εκπρόσωπος της λετονικής εμιγκράτσιας Β. Σ. Βάρντις (αυτός ακριβώς ήταν που πρότεινε να αξιοποιηθούν στο μέγιστο για τα συμφέροντα της αντιδραστικής εμιγκράτσιας οι εκφάνσεις του «εθνοκομμουνισμού», βάζοντας τελικό στόχο την αστική ρεβάνς και την έξοδο των Δημοκρατιών της Βαλτικής από τη σύνθεση της ΕΣΣΔ) έγραφε: «... Αυτός ο εθνικισμός όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά βρίσκει και υποστηρικτές.» [10]
Τον σιγοντάρει ο γνωστός παράγοντας της σοσιαλδημοκρατίας Μπρούνο Κάλνινς, που κάνει την υπόθεση ότι η νεολαία, ιδιαίτερα οι φοιτητές και οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων, έχουν εθνικιστικές διαθέσεις. Κάνει έκκληση να αξιοποιηθούν όλα τα μέσα που διαθέτει η Διασπορά για την υποδαύλιση και διάδοση αυτών των διαθέσεων.
Βεβαίως, η αντισοβιετική εμιγκράτσια δεν ήταν ενιαία και δεν εκφραζόταν από μια συγκεκριμένη ενιαία οργάνωση. Είχε μια αρκετά διαφοροποιημένη κοινωνική διαστρωμάτωση, μια κοινότητα με διαφορετικές πολιτικές απόψεις, με βάσεις που είχαν τοποθετηθεί από τους διπλωμάτες της αστικής Λετονίας που παρέμειναν στο εξωτερικό μετά από την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στη χώρα το 1940. Ο κύριος όγκος της εμιγκράτσιας αποτελούνταν από αυτούς που έφυγαν από τη χώρα μπροστά στον ερχομό των Σοβιετικών το 1944-1945. Αποτελούνταν και από αυτούς που συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς και τους εγκληματίες πολέμου και από άλλους εκπροσώπους των αστικών στρωμάτων και της διανόησης που είχαν συνηθίσει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο και τα κοινωνικά προνόμια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Οι απόψεις τους, πολιτική δράση και βαθμός συνεργασίας με τις επίσημες αρχές των χωρών υποδοχής παρουσίασαν διαφοροποιήσεις. Πρώην υπάλληλοι της ναζιστικής κατοχής και μέλη των ΣΣ, βεβαίως, δεν πρόβαλαν τις απόψεις τους ανοιχτά, παρά το γεγονός ότι οι Αρχές στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ γνώριζαν για το παρελθόν τους. Στελέχη των αστικών κομμάτων απολάμβαναν πλήρη επίσημη στήριξη και καλές καριέρες.
Για παράδειγμα, ο Μπρούνο Κάλνινς έγινε επίτιμος πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Παρά τις υπαρκτές διαφορές σχετικά με τις ιδεολογικές θέσεις, η εμιγκράτσια ήταν ενιαία ως προς την απόρριψη του σοσιαλιστικού συστήματος στη Λετονία και την ενσωμάτωσή της στην ΕΣΣΔ.
Μετά από το 1991 το ιδεολογικό «κοκτέιλ» απόψεων, από το «μαλακό νεοναζισμό» μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία με εθνικό προσανατολισμό, έχει γίνει η πολιτική και νομική πλατφόρμα για το κράτος. Συνεπώς, η θέση για τη «συνέχεια του κράτους», «την αποκατάσταση των πολιτών» (δηλαδή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων από αυτούς που ήρθαν μετά από το 1940), η επιστροφή των εθνικοποιημένων ακίνητων πίσω στους πρώην ιδιοκτήτες και οι παρελάσεις των βετεράνων των ΣΣ. Μέλη της εμιγκράτσιας που επέστρεψαν στη Λετονία ανέλαβαν θέσεις ευθύνης στις δομές εξουσίας. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η υπόθεση της Βέρας Βίκες- Φρεϊβέργα, προέδρου της Λετονίας από το 1999 μέχρι το 2007.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι απόψεις και επεξεργασίες των αστών ιδεολόγων δεν αποτελούσαν μυστικό για τα ιδεολογικά στελέχη του ΚΚΛ. Για παράδειγμα, το αναφερόμενο βιβλίο Η αντιδραστική εμιγκράτσια της Βαλτικής σήμερα, στο οποίο αναλύονται λεπτομερειακά οι απόψεις, οι θεωρίες και οι μέθοδοι δουλειάς των διεθνών αντισοβιετικών κέντρων και αποδελτιώνεται διεξοδικά ο Τύπος της Διασποράς, εκδόθηκε με τη σύνταξη του Ινστιτούτου Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΣΣΔ Λετονίας και ανάλογων επιστημονικών ιδρυμάτων της Λετονίας και της Εσθονίας και προοριζόταν ακριβώς για χρήση από το κομματικό δυναμικό. Εν τω μεταξύ, τα συμπεράσματα των προβεβλημένων συγγραφέων του βρίθουν επιφανειακότητας και προσπάθειας ωραιοποίησης της πραγματικής εικόνας. Τις θέσεις και τα συμπεράσματα των θεωρητικών και των ακτιβιστών της διεθνούς εμιγκράτσιας τις εκτιμούν είτε σα συγχύσεις, που οφείλονται στην απουσία πληροφόρησης για τη ζωή στην ΕΣΣΔ, είτε σα συνειδητό ψέμα και διαστρέβλωση των γεγονότων. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στη Λετονία (και συνολικά στις Δημοκρατίες της Βαλτικής) έδειξαν ότι η διεθνής εμιγκράτσια εκτιμούσε την κατάσταση σε απόλυτη αντιστοιχία με την πραγματικότητα. Ακριβώς τα συνθήματα του εθνοκομμουνισμού αφομοιώθηκαν και αξιοποιήθηκαν εντελώς αποτελεσματικά από το οπορτουνιστικό τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, η νεολαία ακριβώς έγινε η πιο δραστήρια δύναμη των εθνικιστικών κομμάτων και κινημάτων.
Τη δεκαετία του ’50 το Κόμμα είχε αρκετές δυνάμεις και ιδεολογική σταθερότητα για να ξεπεράσει τις προσπάθειες της ομάδας των εθνο-οπορτουνιστών να απωθήσουν τους κομμουνιστές από τις μαρξιστικές θέσεις. Τη δεκαετία του ’80, κατά τα χρόνια της λεγόμενης περεστρόικα, ο οπορτουνισμός και ο τυχοδιωκτισμός έγινε πλέον στην πράξη η βάση της δραστηριότητας της ηγεσίας της ΚΕ του ΚΚΣΕ, πράγμα που οδήγησε τελικά στην καταστροφή του πρώτου στον κόσμο κράτους του νικηφόρου προλεταριάτου.