Η αντιδραστική στροφή της κυβέρνησης του PSUV και οι επιθέσεις εναντίον της εργατικής τάξης και του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας


Έκτορ Αλέχο Ροντρίγκες, Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚ Βενεζουέλας

Στις 11 Αυγούστου 2023, το Συνταγματικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βενεζουέλας εξέδωσε μία κατάπτυστη δικαστική απόφαση που υλοποιούσε το σχέδιο της ηγεσίας της κυβέρνησης και του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PSUV) να σφετεριστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (PCV).

Με αυτήν τη δικαστική παρέμβαση, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση πραγματοποίησε μία νέα μορφή δίωξης και κήρυξε παράνομο ένα κομμουνιστικό κόμμα. Σε αυτήν την περίπτωση, επρόκειτο για την υφαρπαγή της νομικής οντότητας του Κόμματος μέσω της αυθαίρετης και αυταρχικής μεθόδευσης των δικαστικών Αρχών, με σκοπό την παράδοσή του σε μία ομάδα ανθρώπων εκτός του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτοί οι μισθοφόροι παρουσιάστηκαν στην κοινή γνώμη ως δήθεν «δυσαρεστημένη βάση» του PCV μέσω μίας τραγελαφικής επιχείρησης που οργανώθηκε, καθοδηγήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο.

Αλλά πώς φτάσαμε σε αυτήν την ανοιχτή επίθεση από μία κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι είναι προοδευτική, ακόμη και αντιιμπεριαλιστική, εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας και του ταξικά συνειδητού εργατικού κινήματος;

Ιστορικό της «μπολιβαριανής διαδικασίας»

Για να κατανοήσουμε τη σημερινή αντιδραστική τάση των δυνάμεων που ηγούνται της κυβέρνησης στη Βενεζουέλα και την αντιλαϊκή στροφή που έχει πάρει η κυβέρνηση, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την ιδιαιτερότητα της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου στη Βενεζουέλα [1] και τα χαρακτηριστικά της διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους κατά τη διάρκεια της «διαδικασίας αλλαγής» που εγκαινίασε η κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες το 1998, καθώς και τη στροφή που έγινε με την άνοδο του Νικολάς Μαδούρο το 2014.

Σε αντίθεση με την «κανονική» πορεία της παγκόσμιας συσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία διέπεται από την αποτελεσματικότητα της εξαγωγής υπεραξίας σε σχέση με το σύνολο της εργατικής τάξης, στη Βενεζουέλα αυτό που καθορίζει την εθνική διαδικασία συσσώρευσης και επομένως την κίνηση της οικονομίας είναι το μέγεθος και οι μορφές ιδιοποίησης των εσόδων του πετρελαίου.

Εμπορεύματα όπως το πετρέλαιο διατίθενται στη διεθνή αγορά σε εμπορικές τιμές που είναι συνήθως υψηλότερες από τις τιμές παραγωγής τους, δημιουργώντας εξαιρετικά κέρδη για τους παραγωγούς τους. Αυτό το πρόσθετο κέρδος είναι που ονομάζεται πρόσοδος γης ή μεταλλείων και μπορεί να είναι διάφορων τύπων ανάλογα με το επίπεδο παραγωγικότητας της γης ή των κοιτασμάτων: Απόλυτη γεωπρόσοδος, διαφορική γεωπρόσοδος Ι και ΙΙ ή απλά μονοπωλιακή γεωπρόσοδος. [2]

Αυτό το πρόσθετο εισόδημα –το οποίο δεν προέρχεται από το μέσο κέρδος που παράγει το βιομηχανικό πετρελαϊκό κεφάλαιο– αποτελεί αντικείμενο σκληρής διαπάλης για την ιδιοποίησή του μεταξύ των εγχώριων οικονομικών παραγόντων (μη πετρελαϊκό ιδιωτικό κεφάλαιο). Αυτά τα μη πετρελαϊκά ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, χαρακτηρίζονται από χαμηλή οργανική σύνθεση, η οποία τα καθιστά εξαρτημένα από την ιδιοποίηση του πετρελαϊκού εισοδήματος προκειμένου να μπορούν να αυξάνουν την αξία τους με μέσους ρυθμούς κέρδους, αντισταθμίζοντας έτσι το υψηλό κόστος που δημιουργείται από τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητάς τους. Δεδομένου ότι το κράτος της Βενεζουέλας είναι το μέσο από το οποίο καθορίζεται η πορεία της ροής των εσόδων προς το κεφάλαιο στο σύνολό του, η αντιπαράθεση μεταξύ των διάφορων κομμάτων της αστικής τάξης και των ξένων δυνάμεων για τον πολιτικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας.

Η νίκη του Προέδρου Ούγκο Τσάβες το 1998 ήρθε μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια κρίσης αυτής της παρασιτικής μορφής συσσώρευσης του κεφαλαίου, που σημαδεύτηκε από μία περίοδο οξείας συρρίκνωσης των πετρελαϊκών εσόδων και επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι κυβερνήσεις της εποχής εφάρμοσαν μία επιθετική αντιλαϊκή προσαρμογή, που χαρακτηριζόταν από ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, απελευθέρωση των τιμών, μεταξύ άλλων μέτρων-σοκ.

Η κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες προσπάθησε να περιορίσει την προώθηση της ατζέντας των ιδιωτικοποιήσεων, η οποία στόχευε ουσιαστικά στον έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας και στη διάλυση του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους». Ωστόσο, το πέτυχε αυτό με την επανεκκίνηση αυτής της ίδιας ραντιέρικης και εξαρτημένης οικονομικής βάσης, υποστηριζόμενη από μία διεθνή στρατηγική ανάκαμψης των τιμών του πετρελαίου. Με αυτήν την έννοια, η κυβέρνηση Τσάβες δεν προσπάθησε να αλλάξει την ιδιαίτερη φύση της διαδικασίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη Βενεζουέλα, αλλά στηρίχτηκε σε αυτή για να προωθήσει ένα πρόγραμμα με «πατριωτικό και κοινωνικό» περιεχόμενο, που στόχευε στην ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία και στην εξασφάλιση μίας σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων για τον πληθυσμό μετά από τις καταστροφικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης δίνης των δεκαετιών του 1980 και του 1990. [3]

Όσες κατακτήσεις και αν σημείωσαν η εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα κατά τη διάρκεια της επεκτατικής φάσης των πετρελαϊκών εσόδων από τον Ούγκο Τσάβες, το γεγονός ότι στηρίχτηκαν στα εύθραυστα θεμέλια μίας οικονομίας ραντιέρηδων έδωσε σε αυτά τα επιτεύγματα έναν προσωρινό και ασταθή χαρακτήρα. [4] Επιπλέον, και όπως επιβεβαιώνουν διάφορες μελέτες, οι μεγάλοι ωφελημένοι από τον πετρελαϊκό μποναμά της κυβέρνησης του Ούγκο Τσάβες δεν ήταν ακριβώς η εργατική τάξη ή τα λαϊκά στρώματα, αλλά η ντόπια αστική τάξη και τα πολυεθνικά μονοπώλια. Στην πραγματικότητα, εκτιμάται ότι σχεδόν 200 δισεκατομμύρια δολάρια αποστραγγίστηκαν από την οικονομία της Βενεζουέλας από την εθνική και την ξένη αστική τάξη κατά την περίοδο 2003-2013. [5]

Το 2007, η χρηματοπιστωτική κρίση και η απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου αποκάλυψαν την εξάντληση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τσάβες, αντί να θέσει το ζήτημα του επαναστατικού ξεπεράσματός της, καθυστέρησε την κατάρρευσή της μέσω μέτρων για το εξωτερικό χρέος, παρατείνοντας έτσι την επίπλαστη εικόνα της εύθραυστης σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία ήταν ήδη μη βιώσιμη λόγω της μείωσης των πετρελαϊκών εσόδων, της καθυστέρησης του εθνικού παραγωγικού μηχανισμού στο πεδίο της τεχνικής και της επέκτασης του εξωτερικού χρέους. [6]

Η διαχείριση του Νικολάς Μαδούρο

Η εύθραυστη φούσκα έσκασε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο. Η επεκτατική φάση των πετρελαϊκών εσόδων έφτασε στο τέλος της και μαζί της η «αντι-νεοφιλελεύθερη» μορφή διαχείρισης που εφαρμόστηκε από τον Πρόεδρο Ούγκο Τσάβες. Ξεκίνησε μία παρατεταμένη περίοδος συρρίκνωσης των εσόδων, με τη μεσολάβηση της κυκλικής πτώσης των τιμών του πετρελαίου και επιδεινούμενη από τη λήξη των διεθνών οικονομικών υποχρεώσεων [7] που είχε αποκτήσει η χώρα.

Αντιμέτωπη με αυτήν τη μείωση του εισοδήματος, η κυβέρνηση Μαδούρο εφάρμοσε σταδιακά μία αντιλαϊκή οικονομική προσαρμογή με δυσμενείς επιπτώσεις για την εργατική τάξη και τον εθνικό παραγωγικό μηχανισμό. Με μειωμένο εισόδημα, η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στην αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, δίνοντας σχεδόν 110 δισεκατομμύρια δολάρια προς το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο την περίοδο 2013-2017. [8] Προκειμένου να τηρήσει αυτές τις δεσμεύσεις, η κυβέρνηση θυσίασε το 60% των εισαγωγών της χώρας και εφάρμοσε σοβαρές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, στις επενδύσεις σε εταιρίες στρατηγικής σημασίας και στις δημόσιες υποδομές.

Η δέσμευση του ελλειμματικού εισοδήματος για την αποπληρωμή του χρέους και τις απαιτήσεις του πιο συγκεντρωμένου ιδιωτικού κεφαλαίου δημιούργησε μία έλλειψη ξένου συναλλάγματος στην εγχώρια αγορά, που κατέληξε να καταστρέψει την πολιτική ελέγχου του συναλλάγματος εξαπολύοντας μία δίνη υπερπληθωρισμού και υποτίμησης του νομίσματος, που κονιορτοποίησε την αγοραστική δύναμη των πραγματικών μισθών των εργαζόμενων προς όφελος του καπιταλιστικού κέρδους.

Η συρρίκνωση των εισαγωγών οδήγησε επίσης σε ελλείψεις βασικών καταναλωτικών αγαθών και στην επέκταση της «μαύρης αγοράς» εμπορευμάτων, ως μηχανισμού για τον εμπορικό τομέα να παρακάμπτει τους ελέγχους των τιμών.

Η κυβέρνηση Μαδούρο χρησιμοποίησε το αφήγημα του «οικονομικού πολέμου» για να δικαιολογήσει την αλλοπρόσαλλη και αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την αιτία της κρίσης σε εξωτερικούς παράγοντες και αποκρύβοντας έτσι το χαρακτήρα της. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας εξέφραζε πάντοτε με σαφήνεια την κριτική και την αντίθεσή του στην κατεύθυνση που ακολούθησε η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ξεκαθαρίζοντας τη θέση του για τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της κρίσης και την ανάγκη αντιμετώπισής της με μία νέα και επαναστατική οικονομική πολιτική. [9]

Κατά την περίοδο από το 2014 έως το 2017, το PCV, παρά τις βαθιές διαφορές με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, έθεσε ως προτεραιότητα την τακτική της διατήρησης της ενότητας των πατριωτικών και των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων απέναντι στα αποσταθεροποιητικά σχέδια της φιλοϊμπεριαλιστικής δεξιάς πτέρυγας, που προσπαθούσε να επιβάλει την αλλαγή της κυβέρνησης εκτός νόμιμων πλαισίων.

Ωστόσο, οι διαφορές με την κυβέρνηση έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε το 2018 η 14η Εθνική Συνδιάσκεψη του PCV έθεσε ως προϋπόθεση για την υποστήριξη του Κόμματος στην προεδρική υποψηφιότητα του Νικολάς Μαδούρο για τις εκλογές του ίδιου έτους την υπογραφή μίας προγραμματικής συμφωνίας, με την οποία εκείνος θα αναλάμβανε να αντιστρέψει την αντιλαϊκή τάση της οικονομικής του πολιτικής και την προώθηση μίας σειράς μέτρων που θα αποσκοπούσαν στην προστασία των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης σε αξιοπρεπείς μισθούς και εργασιακή σταθερότητα. [10]

Ο Μαδούρο και η ηγεσία του PSUV υπέγραψαν αυτήν την προγραμματική συμφωνία, αλλά την αθέτησαν λίγους μήνες μετά από τη νίκη στις εκλογές. Τον Αύγουστο του 2018, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το «Πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης, ανάπτυξης και ευημερίας», το οποίο εμβάθυνε τα μέτρα με στόχο την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. [11]

Με το πρόγραμμα αυτό, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μία από τις μεγαλύτερες απάτες που επιχειρήθηκαν σε βάρος της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας και άνοιξε το δρόμο για μία συστηματική διαδικασία κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων που προβλέπονταν από το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας. Μέσω της απατηλής ανακοίνωσης για αύξηση των μισθών, η οποία καθορίστηκε στο μισό Petro [12] (που ισοδυναμεί με 30 δολάρια το μήνα), η κυβέρνηση εξίσωσε παράνομα τους μισθούς των εργαζόμενων σε όλους τους κλάδους. Επιπλέον, κατάργησε μονομερώς τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας μέσω του μνημονίου-εγκυκλίου αριθ. 2792, το οποίο εκδόθηκε από το υπουργείο Εργασίας τον Οκτώβρη του 2018, ακυρώνοντας έτσι τα αποτελέσματα της εξαγγελθείσας αύξησης των μισθών στις υφιστάμενες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των εργαζόμενων.

Αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη απάτη, καθώς μακροπρόθεσμα η κυβέρνηση δεν τήρησε την υπόσχεσή της να «κλειδώσει» την αύξηση των μισθών στην τιμή του κρυπτονομίσματος, μετατρέποντας την υποτιθέμενη αύξηση σε ένα χυδαίο πάγωμα των μισθών σε μπολίβαρ, η οποία κονιορτοποιήθηκε από το πληθωριστικό κύμα και την υποτίμηση του νομίσματος.

Η προσωρινή κυβέρνηση και η κλιμάκωση των κυρώσεων από το εξωτερικό

Το 2019, ο ιμπεριαλισμός και τα κόμματα της παραδοσιακής αστικής τάξης κλιμάκωσαν το σχέδιο μέγιστης πίεσης και σχημάτισαν μία παράνομη «προσωρινή κυβέρνηση» που προωθούσε τα μονομερή καταναγκαστικά μέτρα του ιμπεριαλισμού κατά της Βενεζουέλας. Επιβλήθηκε πάγωμα των δημόσιων πόρων στο εξωτερικό, απαγόρευση του εμπορίου με δημόσιους φορείς της Βενεζουέλας, διώξεις των ξένων εταιριών που δραστηριοποιούνται στη χώρα.

Ο αντίκτυπος αυτών των εγκληματικών κυρώσεων στην εύθραυστη οικονομική κατάσταση επιδείνωσε την κρίση σε ακραία επίπεδα. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ έφτασε το 83% σε σύγκριση με το 2013. [13]

Οι παράνομες κυρώσεις κατέληξαν στην κατάρρευση της πετρελαϊκής βιομηχανίας, η οποία βρισκόταν σε πτώση ήδη από το 2014. [14] Η απαγόρευση στην κρατική πετρελαϊκή εταιρία Petróleos de Venezuela (PDVSA) να εξάγει καύσιμα στις αγορές των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην εισαγωγή εξοπλισμού απαραίτητου για τη λειτουργία των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, επηρέασε περαιτέρω τα έσοδα και την παραγωγική ικανότητα.

Η αστική τάξη που συνδεόταν με την κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη δύσκολη περίοδο της εξωτερικής επιθετικότητας για να αυξήσει τον πλούτο της. Η νέα μπίζνα περιλάμβανε τη συμμετοχή της σε δίκτυο εταιριών που παρείχαν υπηρεσίες διεθνούς τριγωνοποίησης για την αγορά και την πώληση αγαθών –διαδικασία κατά την οποία έβγαζαν μεγάλα κέρδη έχοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή. Στην πιο σκληρή περίοδο των δυσκολιών για τις εργατικές οικογένειες, η εθνική παρασιτική αστική τάξη εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό για να αυξήσει τον πλούτο της. Οι συνέπειες της οξείας κρίσης, που επιδεινώθηκε παραπέρα από τις εγκληματικές κυρώσεις, έπεσαν εξ ολοκλήρου στις πλάτες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η αναγκαστική μετανάστευση των εργαζόμενων στο εξωτερικό πολλαπλασιάστηκε λόγω των επισφαλών μισθών, της μειωμένης προσφοράς εργασίας και της απόγνωσης.

Σε αυτήν τη σύνθετη κατάσταση, η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο, ενώ μιλούσε εξ ονόματος της «επανάστασης» και του αποκαλούμενου «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», στην πραγματικότητα απλά επιβεβαίωσε το σοσιαλδημοκρατικό της χαρακτήρα, διαμορφώνοντας μία στρατηγική συμφωνία των ελίτ ως διέξοδο από την κρίση και τη διεθνή απομόνωση.

Η συμφωνία των ελίτ και η οικονομική φιλελευθεροποίηση

Η οριστική στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς μία ανοιχτά αντεργατική κατεύθυνση έγινε το 2020. Μέσω μίας συμφωνίας με τους εργοδότες και τα κόμματα της παραδοσιακής Δεξιάς, η κυβέρνηση του PSUV επιδίωξε να ξεπεράσει την οικονομική στασιμότητα, να δημιουργήσει μία νέα σύμπλευση διακυβέρνησης και να επιτύχει τη σταδιακή άρση των εξωτερικών κυρώσεων.

Η διέξοδος στην οικονομική και πολιτική κρίση της χώρας, βασισμένη στη συμφωνία με την αστική τάξη, προχώρησε με την ίδια συνταγή των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων: Πολιτικές που αποσκοπούσαν στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της κρίσης και των κυρώσεων στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, μέτρα ενθάρρυνσης και προώθησης των εθνικών και των ξένων ιδιωτικών επενδύσεων, απελευθέρωση των τιμών, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, κατάργηση των κοινωνικών δαπανών, πάγωμα μισθών και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ως κύρια κίνητρα για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Η οικονομική ανάκαμψη έφερε την επιβολή πιο σκληρών θυσιών για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όπως το περιγράφουν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι, επρόκειτο για στρώσιμο «κόκκινου χαλιού» [15] στους επιχειρηματίες ώστε να έχουν κίνητρα να επενδύσουν.

Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ήταν η έγκριση ενός παράνομου νόμου που ονομάστηκε κυνικά «Νόμος Κατά του Αποκλεισμού», ο οποίος παρουσιάστηκε στη χώρα ως θεμελιώδες εργαλείο για την αντιμετώπιση της πολιτικής των κυρώσεων. Ωστόσο, λόγω του περιεχομένου και της εφαρμογής του, ο νόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση στην οποία στηρίχτηκε η κυβέρνηση για να επιβάλει το νεοφιλελεύθερο οικονομικό της πρόγραμμα έξω από το Σύνταγμα και το νόμο. [16]

Ο νόμος αυτός δίνει στην εκτελεστική εξουσία (την Προεδρία της Δημοκρατίας) την εξουσία όχι μόνο να παρεκκλίνει από άρθρα του Συντάγματος, αλλά και να ενεργεί μυστικά και χωρίς να λογοδοτεί για τις πράξεις της. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες εξόρυξης, οι παραχωρήσεις σε πολυεθνικές για την εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα παράνομα προνόμια που χορηγούνται στον ιδιωτικό τομέα και οι μυστικές οικονομικές συμφωνίες με την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Αντεργατική «εργατική πολιτική», ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής προσαρμογής

Εάν, όμως, τα έσοδα από το πετρέλαιο εξακολουθούν να μην επαρκούν για τη στήριξη της κανονικής αξιοποίησης των κεφαλαίων με χαμηλή οργανική σύνθεση που δραστηριοποιούνται στην εθνική οικονομία, πώς μπορεί να διασφαλιστεί η κερδοφορία τους; Δεν είναι ότι τα πετρελαϊκά έσοδα έπαψαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ενίσχυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η πολιτική της υπερτίμησης του εθνικού νομίσματος, η οποία συντηρήθηκε από την εβδομαδιαία έγχυση εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων στους μηχανισμούς της συναλλαγματικής ισοτιμίας [17], οι δημόσιες αγορές και τα μέτρα δημοσιονομικής και φορολογικής ελαστικοποίησης είναι μηχανισμοί που αποκαλύπτουν τη μεταφορά δημόσιου πλούτου στον ιδιωτικό τομέα.

Ωστόσο, το ακόμη ανεπαρκές μέγεθος των πετρελαϊκών εσόδων αναγκάζει τους καπιταλιστές να καταφεύγουν σε άλλες πηγές πρόσθετου εισοδήματος για να αντισταθμίσουν τις απώλειες. Ο πιο σημαντικός αντισταθμιστικός μηχανισμός για τους καπιταλιστές σήμερα είναι οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Η πώληση της εργατικής δύναμης πολύ κάτω από την αξία της έχει γίνει βασικό μέσο για την εξασφάλιση του κέρδους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στη Βενεζουέλα.

Η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο επέβαλε έτσι μία πολιτική ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, παραβιάζοντας τις διατάξεις του Συντάγματος και της εργατικής νομοθεσίας της Βενεζουέλας. Ο πιο εγκληματικός τρόπος για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους προς όφελος των επιχειρήσεων και των κερδών τους ήταν η πολιτική της μετατροπής των μισθών σε επιδόματα. Το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 91 του Συντάγματος της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, το οποίο απαιτεί από το κράτος να καθορίζει έναν νόμιμο κατώτατο μισθό σε συνάρτηση με το βασικό καλάθι αγαθών, καταργείται εκ των πραγμάτων και στη θέση του επιβάλλεται μία πολιτική παγώματος μισθών σε ένα γελοίο ποσό που καθορίζεται σε τοπικό νόμισμα –το οποίο διαβρώνεται από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της υποτίμησης– και αντισταθμίζεται υποτίθεται με την καταβολή επιδομάτων που δεν έχουν καμιά επίπτωση στους μισθούς. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η αποψίλωση του εισοδήματος των εργαζόμενων και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ώστε οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να μπορούν να καθορίζουν μονομερώς το εισόδημα που καταβάλλεται στους εργαζόμενους με τη μορφή επιδόματος. [18]

Με την ισοπέδωση του εισοδήματος, η κυβέρνηση κατάργησε επίσης τα δικαιώματα των εργαζόμενων σε κοινωνικές παροχές, επίδομα αδείας, οφέλη και αποταμιεύσεις. Οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν στο ελάχιστο, διευρύνοντας το περιθώριο κέρδους τους και καταδικάζοντας την εργατική τάξη σε μισθούς πείνας.

Οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς όχι μόνο λαμβάνουν επιδόματα χαμηλότερα από εκείνα του ιδιωτικού τομέα, αλλά και η κυβέρνηση, μέσω του Εθνικού Γραφείου Προϋπολογισμού (Onapre), επέβαλε μονομερή και παράνομη περικοπή των επιδομάτων που λάμβαναν σύμφωνα με τις συλλογικές τους συμβάσεις.

Η συστηματική και εγκληματική καταλήστευση της εργατικής τάξης είναι η ραχοκοκαλιά στην οποία στηρίζεται το καπιταλιστικό κέρδος και η περιβόητη «οικονομική ανάκαμψη», για την οποία τόσο πολύ καυχιέται η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο και την οποία χειροκροτεί το κύριο επιμελητήριο των επιχειρηματιών της χώρας, η Fedecámaras. Η πιο πειστική απόδειξη αυτής της αντεργατικής συμφωνίας είναι η απόφαση της κυβερνητικής ηγεσίας να μην αυξήσει τους μισθούς, παρόλο που η οικονομία κατέγραψε ανάπτυξη 17% σε σχέση με το 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας (BCV). [19] Μέχρι το Φλεβάρη του 2024, έχουν περάσει είκοσι τρεις μήνες με παγωμένους μισθούς και με τον πληθωρισμό να καταγράφεται σωρευτικά σε ποσοστό άνω του 300%.

Η απάντηση της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο στις μαζικές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα, των εκπαιδευτικών και των γιατρών για αυξήσεις μισθών ήταν η καταστολή, οι διώξεις και οι φυλακίσεις.

Εκτός από τις κατασταλτικές ενέργειες, η κυβέρνηση επιβάλει περιορισμούς στις συνδικαλιστικές ελευθερίες και θέτει εμπόδια στη διεξαγωγή εκλογών για την ανανέωση των διοικήσεων των συνδικάτων, ιδίως όσων δεν ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντά της. Ο ελιγμός αυτός αποσκοπεί στο να εμποδίσει τους εργαζόμενους να έχουν νομιμοποιημένα συνδικάτα και να καθυστερήσει έτσι η διαδικασία των συζητήσεων για συλλογικές συμβάσεις.

Σίγουρα, οι ιμπεριαλιστικές κυρώσεις δεν πέτυχαν το στόχο να επιφέρουν κυβερνητική αλλαγή, αλλά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής προς μία κατεύθυνση που ευνοούσε τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων εργοδοτών. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση Μαδούρο και η ηγεσία του PSUV κατέληξαν να υπηρετήσουν τις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Τώρα, προσπαθούν μάταια να κρύψουν τη στροφή και τη διαδικασία συμφιλίωσης με τον ιμπεριαλισμό και τα δεξιά κόμματα με έναν υποτιθέμενο διάλογο «εθνικής ενότητας», στον οποίο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι τα μεγάλα θύματα.

Οι αγώνες της εργατικής τάξης και των επαναστατικών κομμάτων

Φυσικά, αυτή η αντιδραστική στροφή της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο έφερε μαζί της αλλαγές στο χάρτη των συμμάχων και των εχθρών της. Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των λαϊκών στρωμάτων έφτασαν να αποτελούν εμπόδιο στο σχέδιο οικονομικής φιλελευθεροποίησης που ενορχηστρώθηκε μεταξύ της κυβέρνησης και των ομοσπονδιών των επιχειρηματιών, που συσπειρώθηκαν στη λεγόμενη «μεγάλη εθνική συναίνεση».

Ακόμα και έτσι, η αστική τάξη προσπαθεί να διατηρήσει τη ρητορική της ψευδούς πόλωσης μεταξύ του PSUV, από τη μία πλευρά, και, από την άλλη, των δεξιών κομμάτων, των υποταγμένων στα αμερικανικά συμφέροντα. Η πραγματικότητα είναι ότι η ενότητα της αστικής τάξης παγιώνεται και προχωράει με την εφαρμογή της αντιλαϊκής οικονομικής προσαρμογής.

Η στρατηγική της τεχνητής πόλωσης στοχεύει στο να συνεχίζουν οι εργαζόμενοι να παραμένουν παραπλανημένοι και υποταγμένοι σε αυτά τα δύο ηγεμονικά μπλοκ και να αποτρέψει οποιαδήποτε διαδικασία που θα δημιουργούσε ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, που θα αναδυόταν ως εναλλακτική λύση στους δύο πόλους της συμφωνίας των ελίτ.

Υπάρχει, όμως, μία κατάσταση που καθιστά τις συνθήκες για τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης πιο περίπλοκες και δύσκολες. Η ηγεσία του PSUV ασκεί ασφυκτικό έλεγχο σε όλες τις δημόσιες εξουσίες του κράτους, γεγονός που της επιτρέπει να υλοποιεί τη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή χωρίς αντίσταση και ταυτόχρονα έχει ευρεία κατασταλτική ικανότητα. Μέσω της αυταρχικής άσκησης αυτής της εξουσίας, το PSUV χτυπά όλες τις μορφές των εργατικών οργανώσεων στον αγώνα για τα οικονομικά και τα πολιτικά τους συμφέροντα.

Στο επίπεδο της διεκδικητικής πάλης, οι επιθέσεις στις συνδικαλιστικές ελευθερίες και στο δικαίωμα των εργαζόμενων να διαμαρτύρονται για αξιοπρεπείς μισθούς και άλλα εργασιακά αιτήματα εντείνονται –οι περιπτώσεις εργαζόμενων που διώκονται ποινικά επειδή αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους αυξάνονται και τα θεσμικά εμπόδια στην άσκηση του δικαιώματος της οργάνωσης πολλαπλασιάζονται.

Οι βάναυσες κατασταλτικές πρακτικές που ασκούνται από τις κυβερνητικές δυνάμεις Ασφαλείας και τη σύστημα Δικαιοσύνης της Βενεζουέλας θυμίζουν τα χειρότερα χρόνια διώξεων κατά των εργατικών αγώνων στη διάρκεια των αντιδραστικών κυβερνήσεων της παραδοσιακής Δεξιάς. Καταπατώντας το νόμιμο δικαίωμα στη διαμαρτυρία, τα κατασταλτικά όργανα εφαρμόζουν πρακτικές που παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η απαγωγή συνδικαλιστικών στελεχών. Περιφρονώντας το δικαίωμα των κρατούμενων εργαζόμενων σε δίκαιη δίκη και τις συνταγματικές εγγυήσεις για την άσκηση της υπεράσπισης, τα κατασταλτικά όργανα κρατούν τους κρατούμενους συνδικαλιστές σε πλήρη απομόνωση από τις οικογένειές τους για βδομάδες, χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρους και χωρίς πληροφορίες για το κέντρο κράτησης όπου βρίσκονται. [20]

Πρόκειται για μία στρατηγική τρομοκράτησης που εφαρμόζεται εναντίον της ταξικά συνειδητοποιημένης συνδικαλιστικής ηγεσίας, με στόχο να σπείρει το φόβο στις εργατικές μάζες και να διαλύσει τους αγώνες των εργαζόμενων στη χώρα για αξιοπρεπείς μισθούς και την αποκατάσταση των παραβιασμένων εργασιακών δικαιωμάτων. Ομοίως, έχει γίνει σύστημα η παρουσίαση πλαστών στοιχείων εναντίον αυτών των εργαζόμενων, με στόχο την ενοχοποίησή τους για εγκληματικές πράξεις που δε διέπραξαν προκειμένου να δικαιολογηθούν παράνομες συλλήψεις και πρακτικές που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα από την πλευρά των δυνάμεων Ασφαλείας και της Δικαιοσύνης.

Στο επίπεδο της πολιτικής, η επίθεση αυτή αποσκοπεί στην υπονόμευση των ελευθεριών του πολιτικού συνεταιρίζεσθαι και των δημοκρατικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Για το σκοπό αυτόν, χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία για να επιβάλουν έλεγχο και επικοινωνιακό αποκλεισμό στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, ενώ προωθούν εκστρατείες δυσφήμισης εναντίον του, όπως και κάθε άλλης δύναμης που στοχοποιούν ως αντίπαλο.

Σε προηγούμενες εκλογές, όπως στις τοπικές εκλογές του 2021, απέκλεισαν παράνομα τις υποψηφιότητες των αριστερών δυνάμεων, κατάργησαν το δικαίωμα των εργαζόμενων να υποβάλουν ανεξάρτητες υποψηφιότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν οι υποψηφιότητες του PCV και των συμμάχων του που υπέστησαν τους περισσότερους αποκλεισμούς και όχι οι υποψηφιότητες των κομμάτων της παραδοσιακής Δεξιάς. [21]

Τέλος, ο πιο αυθαίρετος τρόπος που χρησιμοποίησαν για να εμποδίσουν την εργατική τάξη και τα κόμματά της να ασκήσουν τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες τους ήταν η ποινικοποίηση και δίωξη των πολιτικών τους οργανώσεων.

Η δικαστική παρέμβαση ενάντια στο PCV

Η δικαστική δίωξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας ήταν ένας από τους σημαντικότερους στόχους της κυβέρνησης προκειμένου να εμποδίσει κάθε δυνατότητα των εργαζόμενων και των επαναστατικών δυνάμεων να υποβάλουν ανεξάρτητες υποψηφιότητες στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για φέτος (2024). Με αυτήν την ενέργεια, το PSUV πιστεύει ότι θα αποτρέψει την ανάδυση μίας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης απέναντι στη συμφωνία της αστικής τάξης.

Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η δικαστική παρέμβαση αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της αυταρχικής άσκησης της κρατικής εξουσίας από την κυβερνητική ηγεσία. [22] Η απόφαση αριθ. 1.160, που εκδόθηκε από το Συνταγματικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της συνταγματικής τάξης και του κράτους δικαίου. Το PCV διώχτηκε δικαστικά σε μία διαδικασία για την οποία δεν ενημερώθηκε επίσημα –δεν του δόθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης και χρησιμοποιήθηκε εναντίον του μία κατηγορία χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. [23]

Αυτό το προηγούμενο της δικαστικής παρέμβασης και της κήρυξης ως παράνομης της λειτουργίας του PCV θέτει ένα πολύ επικίνδυνο σημείο αναφοράς για το σύνολο των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων του κόσμου. Η αυταρχική κυβέρνηση χρησιμοποίησε το σφετερισμό της νομικής προσωπικότητας του PCV ως μέσο για να βγάλει το PCV εκτός νόμου και να καταστείλει το δημοκρατικό δικαίωμα των κομμουνιστών να οργανώνονται και να αγωνίζονται αυτοτελώς.

Η στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση στο PCV καταδεικνύει το βάθος και το βαθμό ηθικής αποσύνθεσης και υποτέλειας της κυβέρνησης του PSUV στα συμφέροντα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο επωφελές για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, οι οποίες σαρώνουν τα δικαιώματα των εργαζόμενων και επιβάλουν ένα πρόγραμμα οικονομικής απορρύθμισης, από το να θέσουν εκτός νόμου την πολιτική δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Η πιο διεστραμμένη πλευρά της στρατηγικής τους είναι ότι παρέδωσαν το ακρωνύμιο της Οργάνωσης σε μία ομάδα μισθοφόρων που δεν έχουν καμιά σχέση με το Κόμμα μας προκειμένου να πουλήσουν την εικόνα μίας υποτιθέμενης υποστήριξης του PCV στη συμφωνία της αστικής τάξης.

Οι προκλήσεις για την εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας είναι αρκετά σύνθετες. Η Βενεζουέλα κυβερνάται από μία μορφή κυβέρνησης που ενσωματώνει τα πιο βίαια χαρακτηριστικά της δικτατορίας του κεφαλαίου. Αυτήν τη στιγμή, οι εργαζόμενοι της Βενεζουέλας δεν αγωνίζονται μόνο για να ανακτήσουν τα παραβιασμένα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά πρέπει επίσης να κινητοποιηθούν για να απαιτήσουν την αποκατάσταση του δικαιώματός τους στη συνδικαλιστική οργάνωση, να έχουν νόμιμα πολιτικά κόμματα και να ανακτήσουν στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα.

Πρέπει να το κάνουν αυτό αντιμετωπίζοντας μία κυβέρνηση που αυτοαποκαλείται «αντιιμπεριαλιστική» και «σοσιαλιστική» και που χρησιμοποιεί το παρελθόν της για να χειραγωγήσει τις κομμουνιστικές και τις επαναστατικές δυνάμεις του κόσμου, ώστε να αποφύγει κάθε μορφή αλληλεγγύης με τους αγώνες των εργαζόμενων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας.

Όπως ακριβώς η εργατική τάξη της Βενεζουέλας πρέπει να ξεπεράσει την ιδεολογική χειραγώγηση με την οποία προσπαθούν να την καταδικάσουν σε υποταγή στα δύο αστικά μπλοκ της πόλωσης και να την εμποδίσουν να αναδειχτεί ως αυτοτελής ταξική δύναμη, έτσι πρέπει να κάνει και το Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα: Να γκρεμίσει τα εμπόδια που προσπαθεί να ορθώσει η νέα σοσιαλδημοκρατία μπροστά στην άσκηση του επαναστατικού καθήκοντος του προλεταριακού διεθνισμού. Η εργατική τάξη της Βενεζουέλας χρειάζεται την αλληλεγγύη των εργατών του κόσμου για να μπορέσει να αγωνιστεί ενάντια στην αυταρχική εξουσία του κεφαλαίου, που προσωποποιείται σε μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που της αφαιρεί τα οικονομικά και τα πολιτικά της δικαιώματα.


[1] Βλ. Πολιτική Γραμμή του 16ου Εθνικού Συνεδρίου του PCV, Ενότητα VII, «Η καπιταλιστική κρίση στη Βενεζουέλα», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.files.wordpress.com/2022/10/linea-politica-1.pdf.

[2] Βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3.

[3] Βλ. Πολιτική γραμμή του 14ου Συνεδρίου του PCV, Ενότητα II, «Χαρακτηρισμός της τρέχουσας πολιτικής διαδικασίας της Βενεζουέλας», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://issuu.com/tribuna_popular/docs/encartado_linea_politica_finaltp_29.

[4] Βλ. Tribuna Popular, τεύχ. 3036, «10 χρόνια χωρίς τον Ούγκο Τσάβες: Μία αναγκαία κριτική για να προχωρήσουμε», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://issuu.com/tribuna_popular/docs/tp_3036.

[5] Βλ. Tribuna Popular, τεύχ. 228, «Η φυγή κεφαλαίων της αστικής τάξης της Βενεζουέλας», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2013/11/06/la-fuga-de-capitales-de-la-burguesia-en-venezuela/.

[6] Βλ. Πολιτική γραμμή του 16ου Εθνικού Συνεδρίου του PCV, «Ιστορικό της κρίσης στη Βενεζουέλα», σελ. 17, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.files.wordpress.com/2022/10/linea-politica-1.pdf.

[7] Σ.τ.Μ.: Αποπληρωμή δανείων-εξωτερικού χρέους.

[8] Βλ. TeleSur News, «Μαδούρο: Η Βενεζουέλα πληρώνει και το τελευταίο σεντ του εξωτερικού χρέους», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.telesurtv.net/news/Presidente-de-Venezuela-Hemos-pagado-nuestradeuda-externa-hasta-el-ultimo-centavo-20171102-0067.html.

[9] Βλ. Πολιτική Γραμμή του 15ου Εθνικού Συνεδρίου του PCV, 2017, «Για την εθνική οικονομία», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://issuu.com/tribuna_popular/docs/tribuna_xv_congreso.

[10] Βλ. «Ενιαίο πλαίσιο συμφωνίας PSUV-PCV για την αντιμετώπιση της κρίσης και του εξαρτημένου και ραντιέρικου καπιταλισμού της Βενεζουέλας με πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές, αντιιμπεριαλιστικές πατριωτικές και λαϊκές δράσεις», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2018/02/28/acuerdounitario-marco-psuv-pcv/.

[11] Βλ. Tribuna Popular, τεύχ. 3037, «Μία δεκαετία σχέσεων μεταξύ του PCV και του Νικολάς Μαδούρο», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://issuu.com/tribuna_popular/docs/tp_3037/.

[12] Το Petro είναι ένα κρυπτονόμισμα που δημιουργήθηκε το 2017 με σκοπό να καμουφλαριστεί η διαδικασία δολαριοποίησης της οικονομίας. Η κυβέρνηση τιμολόγησε μονομερώς το κρυπτονόμισμα στα 60 δολάρια ΗΠΑ ανά μονάδα. Το Petro καταργήθηκε τελικά το Γενάρη του 2024.

[13] Βλ. Πολιτική γραμμή του 16ου Εθνικού Συνεδρίου του PCV, «Οι επιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών ποινικών κυρώσεων», σελ. 24, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.files.wordpress.com/2022/10/lineapolitica-1.pdf.

[14] Βλ. Carlos Mendoza Pottellá, «Η πετρελαϊκή Βενεζουέλα που γνωρίσαμε τα τελευταία 100 χρόνια έφτασε στο τέλος της», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://ecopoliticavenezuela.org/2020/04/16/entrevista-con-carlosmendoza-pottella-la-venezuela-petrolera-que-conocimos-en-los-ultimos-100-anos-se-acabo/.

[15] Βλ. Banca y Negocios, «Η Εθνοσυνέλευση εξετάζει τη στροφή στις απαλλοτριώσεις αν απαιτηθεί από τον ιδιωτικό τομέα», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.bancaynegocios.com/an-evalua-revertirexpropiaciones-cuando-el-sector-privado-lo-requiera/.

[16] Βλ. «Ανακοίνωση του PCV για το Νόμο κατά του Αποκλεισμού», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2020/10/06/pronunciamiento-del-pcv-sobre-el-proyecto-de-ley-antibloqueo/.

[17] Μεταξύ 2020 και 2023, η κυβέρνηση έχει μεταφέρει περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια στον ιδιωτικό τομέα μέσω αυτού του μηχανισμού.

[18] Βλ. Tribuna Popular, «Η τροπολογία στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης αριθμ. 6.746 είναι πράξη εξάλειψης του κατώτατου μισθού», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2023/05/16/video-pcvla-gaceta-n-o-6-746-es-el-acta-de-defuncion-del-salario-minimo/.

[19] Βλ. BCV, «Το ΑΕΠ της οικονομίας της Βενεζουέλας αυξήθηκε κατά 17,73% το διάστημα Γενάρης-Σεπτέμβρης 2022», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.bcv.org.ve/notas-de-prensa/el-pib-de-la-economiavenezolana-crecio-1773-en-el-periodo-enero-septiembre-de-2022.

[20] Βλ. «Το PCV καταγγέλλει την εξαφάνιση των συνδικαλιστικών ηγετών που συνελήφθησαν μετά από διαμαρτυρίες στο Sidor», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2023/06/20/pcv-denunciadesaparicion-de-dirigentes-sindicales-detenidos-tras-protestas-en-sidor/.

[21] Βλ. «Έκθεση σχετικά με την παραβίαση των πολιτικών και εκλογικών δικαιωμάτων του PCV, των υποψηφίων και των πολιτών», διαθέσιμη στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2021/11/12/pcv-presentaa-delegacion-de-la-union-europea-un-informe-de-las-violaciones-a-sus-derechos-politicos/.

[22] Βλ. Tribuna Popular, τεύχ. 3.040, «Δικαστική δίωξη κατά του PCV», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://prensapcv.wordpress.com/2023/07/21/22007/.

[23] Βλ. «Φάκελος: Δικαστική απάτη κατά του PCV».