Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας θεωρείται ότι είναι η συζήτηση για τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και την έκθεση του Νικίτα Χρουστσόφ για την προσωπολατρία του Στάλιν. Παρά το γεγονός ότι το 8ο Συνέδριο του ΚΚΚ, που ακολούθησε κι έθεσε το θέμα της εκβιομηχάνισης της Κίνας, διακήρυξε τη στήριξη στη σοβιετική εμπειρία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΣΕ έγιναν η αφορμή για το ΚΚΚ, και όχι η αιτία, για την περαιτέρω ιδεολογική και πολιτική οριοθέτηση.
Η επεξεργασία νέας κομματικής γραμμής ξεκίνησε στη ΛΔΚ μετά από το 8ο Συνέδριο και η σημαντικότερη αφορμή υπήρξε ακριβώς η εισήγηση του Ν. Σ. Χρουστσόφ. Η ομιλία του Σοβιετικού ηγέτη εναντίον του Στάλιν και η ανάδειξη μιας σειράς καταγγελιών περί διώξεων και άλλων πράξεων ασύμβατων με τη σοσιαλιστική νομιμότητα αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος για να προσεγγίσουν κριτικά τη δεδομένη εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης.
Επιπλέον, την αγανάκτηση της Κινεζικής και των άλλων Αντιπροσωπιών προκάλεσε το γεγονός ότι η ίδια η εισήγηση διαβάστηκε χωρίς την παρουσία τους, κεκλεισμένων των θυρών, διότι απλώς δεν τους επέτρεψαν να μπουν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Το ίδιο το κείμενο της εισήγησης δε διαβιβάστηκε ποτέ στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ, γεγονός που οδήγησε το Πεκίνο να διατυπώσει τη θέση του βάσει των σημειώσεων που έκαναν οι Κινέζοι κομμουνιστές από ένα αντίγραφο της πρόχειρης εκδοχής της ομιλίας του Ν. Σ. Χρουστσόφ, καθώς και από τη μετάφραση της δημοσίευσης της αμερικανικής έκδοσης The New York Times για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. [2]
Στην πραγματικότητα, αξιοποιώντας αυτά τα γεγονότα, άρχισε να διαμορφώνεται μια νέα κομματική πολιτική στο Πεκίνο, αφού, σύμφωνα με τον Μάο, η κριτική της προσωπολατρίας κλόνισε τα βασικά θεμέλια της θεωρίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και οι ίδιοι οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να λύσουν αυτοτελώς τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που είχαν προκύψει.
Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι στις διαφωνίες που εξέφρασε το ΚΚΚ χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αλλά πίσω από αυτό το πρόσχημα κρύβονταν άλλα ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως για αρκετά χρόνια μετά από τη διεξαγωγή του 20ού Συνεδρίου (Φλεβάρης 1956) οι αποφάσεις του έγιναν πλήρως αποδεκτές δημόσια και από το ΚΚ Κίνας. Έτσι, σε μπροσούρα του ΚΚΚ τον Απρίλη του 1956 αναφέρεται: «Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (…) πήρε μια σειρά αποφάσεις μεγάλης σημασίας. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν τη σταθερή εφαρμογή της πολιτικής του Λένιν σχετικά με τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ χωρών διαφορετικών κοινωνικών καθεστώτων, την ανάπτυξη του σοβιετικού δημοκρατικού συστήματος, τη συνεπή τήρηση της αρχής της συλλογικής ηγεσίας στους κόλπους του Κόμματος, την κριτική των ανεπαρκειών του Κόμματος. (…) Το Συνέδριο κατήγγειλε χωρίς επιείκεια την προσωπολατρία που είχε διαδοθεί για μια μεγάλη περίοδο στη σοβιετική ζωή και που έγινε αιτία να διαπραχτούν πολλά σφάλματα στην εργασία και είχε δυσάρεστες συνέπειες.»
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί πως οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου εγκρίθηκαν κι έγιναν αποδεκτές ως η καθοδηγητική γραμμή για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες και στη συνάντηση των 12 σοσιαλιστικών χωρών στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957, όπου της αντιπροσωπίας του ΚΚ Κίνας ηγούνταν ο ίδιος ο Μάο. Στη Διακήρυξη συγκεκριμένα αναφέρεται πως «οι ιστορικές αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ δεν έχουν μόνο τεράστια σημασία για το ΚΚΣΕ και την κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, αλλά έθεσαν την αρχή ενός νέου σταδίου για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, συνέβαλαν στην παραπέρα ανάπτυξη στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού». Ενώ στην ίδια Διακήρυξη σημειώνεται πως: «Τα Κομμουνιστικά κι Εργατικά Κόμματα που συμμετέχουν σε αυτήν τη Σύνοδο δηλώνουν ότι η λενινιστική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, που αναπτύχθηκε περαιτέρω στις σύγχρονες συνθήκες και στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αποτελούν την ακλόνητη βάση της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών χωρών και μια αξιόπιστη βάση για την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ των λαών.» [3]
Η ίδια εκτίμηση επαναβεβαιώθηκε και στη Διακήρυξη των 81 ΚΚ στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1960.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η βασική επιδείνωση των σχέσεων έγινε μετά από το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Οκτώβρη του 1961. Οι σχέσεις ανάμεσα σε ΕΣΣΔ και ΛΔΚ επιδεινώθηκαν όταν η κινεζική ηγεσία θεώρησε ως μεσοβέζικη τη στάση που κράτησε η ΕΣΣΔ το 1962 στη μεθοριακή διένεξη και στις συγκρούσεις ΛΔΚ-Ινδίας (Οκτώβρης-Νοέμβρης 1962). Η ΕΣΣΔ ουσιαστικά θεώρησε άδικη την εισβολή της ΛΔΚ στην Ινδία, εκτίμησε ότι παραβίαζε τη συμφωνία ανάμεσα στη ΛΔΚ και την Ινδία (1954) με την οποία είχαν ρυθμιστεί συνοριακές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες.
Παρ’ όλ’ αυτά, επιστρέφοντας στην έναρξη αυτής της διαδικασίας, σημειώνουμε πως ο Μάο Τσε Τουνγκ, στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ στις 9.10.1957, έδωσε με τον ακόλουθο τρόπο τη δική του εκτίμηση για τη νέα σοβιετική ηγεσία: «Πρώτ’ απ’ όλα, έχουμε αντιθέσεις με τον Χρουστσόφ στο ζήτημα του Στάλιν. Δε συμφωνούμε με το ότι πετάει τον Στάλιν στη λάσπη. Γιατί αμαυρώνει τον Στάλιν σε σημείο ντροπής. Και αυτό πια δεν αφορά μόνο τη χώρα τους, αλλά και όλες τις χώρες. Η ανέγερση στην πλατεία Τιενανμέν του πορτρέτου του Στάλιν απαντά στους πόθους των εργαζόμενων όλου του κόσμου και δείχνει τις βασικές διαφωνίες μας με τον Χρουστσόφ.» [4]
Αυτή η θέση υπογράμμισε με πληρότητα τόσο το φόρο τιμής στην παράδοση όσο και τη συνέχεια στο κομμουνιστικό κίνημα, και επέδειξε την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια της κινεζικής πολιτικής, καθώς και το φόβο ότι η απόλυτη κριτική της προσωπολατρίας του Στάλιν θα μπορούσε να επεκταθεί στον ίδιο τον Μάο Τσε Τουνγκ. Γεγονός είναι ότι εκείνη τη στιγμή στη ΛΔΚ είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η προσωπολατρία του προέδρου της, ως του «τιμονιέρη του κινεζικού λαού», και αυτή η στροφή της ηγεσίας του ΚΚΣΕ τον έπληττε προσωπικά.
Ενώ τυπικά επέκρινε σωστά τους ηγέτες του ΚΚΣΕ για την «πολιτική του 20ού Συνεδρίου», η οποία πράγματι αποτέλεσε στροφή στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, η κινεζική ηγεσία έβγαζε εντελώς λανθασμένα πολιτικά συμπεράσματα. Ο Μάο Τσε Τουνγκ υποστηρίζει σοβαρά ότι η αποσταλινοποίηση έγινε μια μορφή του εκφυλισμού της Σοβιετικής Ένωσης και της απόρριψης της σοσιαλιστικής πορείας ανάπτυξής της. Επιπλέον, ήταν δήθεν μια βλάβη οφειλόμενη στη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αργότερα, ήδη στη δεκαετία του ’60, αυτή η στάση θα οδηγούσε στην ανάπτυξη από τον Μάο Τσε Τουνγκ της ειδικής θεωρίας του «σοσιαλιμπεριαλισμού» σχετικά με την ΕΣΣΔ.
Γι’ αυτό, αυτά τα συμπεράσματα αποτέλεσαν πραγματικά μια στροφή, επειδή η ηγεσία του ΚΚΚ διαπιστώνει την ανάγκη επεξεργασίας μιας ξεχωριστής γραμμής που αργότερα εκφράστηκε στο σκληρό αγώνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Ταυτόχρονα, αυτή η θέση δικαιολογήθηκε από την ανάγκη να καταπολεμηθεί ο ρεβιζιονισμός της Μόσχας και να διατηρηθούν οι αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, τις οποίες υπερασπιζόταν πλέον αποκλειστικά, όπως ισχυρίστηκε, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι η υπεράσπιση αυτών των αρχών γινόταν ανοιχτά με τη χρήση «υπεραριστερών» ριζοσπαστικών συνθημάτων. Ειδικότερα, η θέση του Σοβιετικού ΚΚ, σχετικά με την ειρηνική μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που εκφράστηκε από τον Νικίτα Χρουστσόφ στο ίδιο το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, έγινε αντικείμενο επίθεσης από την ηγεσία του ΚΚΚ. Ναι, πράγματι, αυτό το σημείο αντιφάσκει σαφώς με τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, αλλά ερμηνευτικά μπορούμε να πούμε ότι αντικατόπτριζε την επιθυμία της ηγεσίας της ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή ν’ αποφύγει έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο μέσω της λεγόμενης ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα ειρηνικής οικονομικής ανάπτυξης και σοσιαλιστικής οικοδόμησης σ’ εκείνες τις χώρες όπου τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν ήδη στην εξουσία.
Η θέση αυτή απορρίφθηκε από τους κορυφαίους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, οι οποίοι την θεώρησαν εξωπραγματική και αδύνατη επί της αρχής. Σε μια κατάσταση που ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσε να σταματήσει την κατάρρευση του αποικιακού συστήματος κι εξαπέλυε πολέμους κι επεμβάσεις στην Ινδοκίνα, μια τέτοια άποψη φάνηκε ν’ αποτελεί πραγματική ειρωνεία. Αλλά αν η κριτική γι’ αυτήν τη θέση του ΚΚΣΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη και σωστή, τότε οι επιθέσεις του Πεκίνου στη θέση της Μόσχας σχετικά με την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αποτροπής ενός παγκόσμιου πολέμου οδήγησαν στην ανάδειξη μικροαστικών τυχοδιωκτικών ιδεών και συνθημάτων, που δεν έχουν καμία σχέση με την ταξική προσέγγιση και τη μαρξιστική ανάλυση.
Πρόκειται για την ιδέα ενός πυρηνικού παγκόσμιου επαναστατικού πολέμου. Έτσι, στην κοινή συνάντηση των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957, ο Πρόεδρος του ΚΚΚ εξέφρασε την ιδέα ότι, ακόμη και αν η μισή ανθρωπότητα καταστραφεί σε περίπτωση πυρηνικής σύγκρουσης, η άλλη μισή, εκπροσωπούμενη από τους νικηφόρους λαούς, «με ταχύτατους ρυθμούς θα δημιουργήσει στα ερείπια του ιμπεριαλισμού έναν πολιτισμό χίλιες φορές ανώτερο από αυτόν του καπιταλιστικού συστήματος, θα χτίσει το αυθεντικά υπέροχο μέλλον της».
Όπως μπορούμε να δούμε, αυτός ο «επαναστατικός πόλεμος» κατανοούνταν ως ένα θετικό φαινόμενο, παρά το θάνατο της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα κατέστρεφε εντελώς την καπιταλιστική βάση και αυτό το ίδιο το παγκόσμιο σύστημα. Επιπλέον, ο Μάο Τσε Τουνγκ και η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΚΚΚ ήταν πεπεισμένοι ότι στο τέλος θα υπάρξει μια άνευ όρων νίκη του σοσιαλιστικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις και οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού στον πυρήνα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, δηλαδή στην ΕΣΣΔ, θα είχαν καταστραφεί.
Ο Μάο μάλιστα συγκεκριμενοποίησε τις σκέψεις του στο πλαίσιο της εισήγησής του, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ατεκμηρίωτη αισιοδοξία του με τον πιθανό αριθμό θανάτων: «Μπορείτε να υποθέσετε πόσες ανθρώπινες απώλειες μπορεί να προκαλέσει ένας μελλοντικός πόλεμος; Πιθανά να είναι το ένα τρίτο του πληθυσμού των 2,7 δισεκατομμυρίων όλου του κόσμου, δηλαδή μόνο 900 εκατομμύρια άνθρωποι. Νομίζω ότι είναι ακόμα λίγο, αν πέσουν πραγματικά ατομικές βόμβες. Φυσικά, αυτό είναι πολύ τρομερό. Αλλά και το μισό δε θα ήταν τόσο κακό (...). Αν η μισή ανθρωπότητα καταστραφεί, τότε θα υπάρχει ακόμα η άλλη μισή, ενώ ο ιμπεριαλισμός θα έχει καταστραφεί εντελώς και θα υπάρχει μόνο σοσιαλισμός σε ολόκληρο τον κόσμο.» [5]
Στο Πεκίνο, ξεκινούσαν επίσης από την ιδέα ότι μεγάλες μάζες του κινεζικού πληθυσμού παρέχουν αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα στη ΛΔΚ, καθώς σε περίπτωση ενός θερμοπυρηνικού τρίτου παγκόσμιου πολέμου, οι απώλειες για το λαό δε θα είναι τόσο κρίσιμες. Ο Μάο Τσε Τουνγκ δεν απέκλειε το θάνατο 300 εκατομμυρίων Κινέζων, αλλά μαθηματικά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα υπόλοιπα 300 εκατομμύρια θα ήταν σε θέση να ανακτήσουν πλήρως τα ερημωμένα εδάφη και να δημιουργήσουν ένα νέο παγκόσμιο κέντρο σοσιαλισμού. Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΚ πίστευε στο αναπόφευκτο μιας τέτοιας παγκόσμιας σύγκρουσης στο εγγύς μέλλον.
Αυτή η στάση και η πρακτική πολιτική του Πεκίνου στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εκείνη την εποχή ήταν ήδη σαφώς αντίθετη με την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, η οποία τότε προσπαθούσε ν’ αποφύγει μια εμπλοκή στις τοπικές περιφερειακές συγκρούσεις προκειμένου ν’ αποτρέψει την ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το γεγονός είναι ότι, εκτός από τον παγκόσμιο επαναστατικό πυρηνικό πόλεμο, το 1958-1959, η ηγεσία του ΚΚΚ πρόβαλε μια νέα γραμμή στην εξωτερική της πολιτική, που ονομάστηκε σύμφωνα με το εθνικό στιλ ως εξής: «Καθίστε στο βουνό και παρακολουθήστε τον αγώνα μεταξύ των δύο τίγρεων.» [6]
Αυτή η ιδέα συνίστατο στην πρόκληση μιας σύγκρουσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και μέσω αυτής στην επίτευξη της εφαρμογής των δικών τους στρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή. Ουσιαστικά, αυτό σήμαινε την επιθυμία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ν’ αναγκάσει το Κρεμλίνο ν’ ακολουθήσει το δρόμο των θεωρητικών επεξεργασιών του Μάο σχετικά με το αναπόφευκτο της ενεργοποίησης του ένοπλου αγώνα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.
Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, από το 1957-1958, κλιμακώθηκε απότομα η κατάσταση στη θαλάσσια περιοχή γύρω από το νησί της Ταϊβάν, όπου εγκαταστάθηκαν οι τελευταίες δυνάμεις του Κουόμιτανγκ, οι οποίες λάμβαναν άμεση στρατιωτική και πολιτική βοήθεια από την Ουάσιγκτον. Τότε, όπως και τώρα, το Πεκίνο απαιτούσε την προσάρτηση της Ταϊβάν στην Ηπειρωτική Κίνα και υπέθετε ότι η ΕΣΣΔ θα ενεργούσε ως ένας από τους συμμετέχοντες στις συγκρούσεις. Ως απάντηση στο βομβαρδισμό των νησιών Τζινμέν και Ματζού στο Στενό της Ταϊβάν από το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας (ΛΑΣΚ), η αμερικανική διοίκηση ανέπτυξε το Στόλο του Ειρηνικού που έφερε πυρηνικά όπλα.
Εκείνη τη στιγμή, η Μόσχα πήρε μια θέση μη επέμβασης στη σύγκρουση, ξεκινώντας από το γεγονός ότι η κλιμάκωσή της δεν είχε συμφωνηθεί με την κινεζική ηγεσία, απομακρύνοντας έτσι ουσιαστικά τον εαυτό της από τις ενέργειες του Πεκίνου. Μόνο μετά από την εξομάλυνση της νέας σύγκρουσης στην Ταϊβάν, τον Οκτώβρη του 1958, ο Νικίτα Χρουστσόφ έστειλε στον Αϊζενχάουερ μια τυπική επιστολή διαμαρτυρίας.
Αυτή η έκβαση της κατάστασης έγινε ένας ακόμα σοβαρότερος παράγοντας στην απομάκρυνση μεταξύ του ΚΚΣΕ και του ΚΚΚ, και ένα σημείο καμπής στις σχέσεις μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών. Η απαντητική κίνηση του Πεκίνου ήταν η άρνηση, τον Οκτώβρη του 1958, στην πρόταση της Μόσχας να τοποθετήσει μια βάση υποβρυχίων κι ένα σταθμό παρακολούθησης ραντάρ. Δηλαδή απορρίφθηκαν τα μέτρα πραγματικής προστασίας σε περίπτωση εκδήλωσης νέας επιθετικότητας από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ.
Αυτή η σκληρότατη πολεμική μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ τροφοδοτήθηκε επίσης σημαντικά από την εσωτερική πολιτική πορεία. Είναι γεγονός ότι το 1958 ο Μάο Τσε Τουνγκ διακήρυξε τη «νέα γενική γραμμή» στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το πείραμα των «τριών κόκκινων λαβάρων» («γενική γραμμή», «μεγάλο άλμα» στη βιομηχανία, καθώς και η δημιουργία «λαϊκών κομμούνων» στα χωριά) είχε τρομερές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Αυτή η «υπεραριστερή» πορεία δεν είχε καμία σχέση με τη σοβιετική εμπειρία και αγνοούσε τη βαθμιαία ανάπτυξη της εκβιομηχάνισης και της κολεκτιβοποίησης της δεκαετίας του 1930, που ήταν χωρισμένη σε αρκετά πενταετή σχέδια.
Ως αποτέλεσμα της βολονταριστικής πολιτικής, μια ολόκληρη σειρά περιοχών της Κίνας κυριεύτηκαν από την πείνα και ολόκληροι τομείς της εθνικής οικονομίας παρέλυσαν. Η σοβιετική ηγεσία, όχι αναίτια, θεωρούσε ότι οι προσπάθειες των Κινέζων να οικοδομήσουν τη δική τους σοσιαλιστική κοινωνία σε τρία χρόνια, χωρίς να παίρνουν υπόψη την πραγματική καθυστερημένη βάση και χωρίς την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη της Μόσχας, ήταν λανθασμένες, τυχοδιωκτικές κι επικίνδυνες για τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ.
Επιπλέον, στην ίδια την Κίνα, ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1957 η πρώτη αντισοβιετική εκστρατεία. Ξετυλίχτηκε στο πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής γραμμής «ας ανθίσουν εκατό λουλούδια, ας ανταγωνιστούν εκατό σχολεία», όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ επέτρεψε σε τμήμα της διανόησης και σε διάφορες κομματικές κι εξωκομματικές ομάδες να συζητήσουν την περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης προκειμένου ν’ αποτραπεί ο δογματισμός και οι αποκλίσεις.
Ως αποτέλεσμα, φυσικά, αυτή η συζήτηση στην κορυφή της κινεζικής κοινωνίας, που προερχόταν από το προεπαναστατικό παρελθόν, οδήγησε σε αρνητικές συνέπειες και σε αντικομμουνιστικές δηλώσεις. Όλοι κατάλαβαν την επιθυμία αυτής της δημιουργικής «ελίτ» να επιστρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως, και καθώς συνέχιζε η πολεμική, τα αντισοβιετικά αισθήματα ενισχύθηκαν απότομα, καθώς διαδίδονταν από δεξιά στοιχεία, και διαχέονταν δραστήρια και από τον κομματικό Τύπο.
Όλα αυτά μαζί δημιούργησαν τη βάση και τις προϋποθέσεις για μια απότομη ψύχρανση των σχέσεων και την έναρξη της διαδικασίας ρήξης μεταξύ των μεγαλύτερων σοσιαλιστικών χωρών του κόσμου ήδη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Στη συνέχεια, η κατάσταση μονάχα επιδεινωνόταν.
Η ηγεσία του ΚΚΚ, επικρίνοντας σωστά τις οπορτουνιστικές τάσεις και τις θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΣΕ σχετικά με την ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού και καπιταλισμού και τη δυνατότητα ειρηνικής έλευσης των κομμουνιστών στην εξουσία, κατέληγε πραγματικά στο άλλο άκρο και δικαίωνε τη δική της πολιτική, που εκφράστηκε με την απομάκρυνση από την ΕΣΣΔ, που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οδήγησε σε μια σφοδρή σύγκρουση, καθώς και στη διαμόρφωση του μεγαλοκινεζικού σοβινισμού κι εθνικισμού.