Η ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔ της Κίνας τις δεκαετίες 1950-1970


Άρθρο του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν

Οι πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών, όπου βρέθηκαν στην εξουσία κομμουνιστικά κόμματα, διαπερνούν σαν κόκκινη κλωστή τα σημαντικότερα παγκόσμια πολιτικά γεγονότα, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 έως το τέλος της δεκαετίας του ’70 του περασμένου αιώνα. Οι σκληρές διενέξεις και η ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ του ΚΚ Κίνας και του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου διάσπαση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ο απόηχος της οποίας ακούγεται ακόμα και σήμερα.

Σήμερα είναι σημαντικό να εξετάσουμε την ουσία αυτών των διαφωνιών και το πού οδήγησαν τελικά το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Χωρίς μια εκτίμηση αυτών των γεγονότων, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ο κοινωνικός και πολιτικός χαρακτήρας της σύγχρονης Κίνας, καθώς τα θεμέλια της στροφής προς τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις τέθηκαν ήδη εκείνη την περίοδο.

Γενικά, η έλευση στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, είχε από την αρχή τις δικές της ιδιαιτερότητες. Έτσι, οι Κινέζοι κομμουνιστές νίκησαν ως αποτέλεσμα του εμφύλιου πολέμου 1946-1949, στηριζόμενοι στις αγροτικές μάζες και έχοντας λάβει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα όπλων από τον Κόκκινο Στρατό, που προέρχονταν από τα λάφυρα της νίκης κατά των Ιαπώνων, καθώς και άμεσες προμήθειες σε πυρομαχικά και τεχνολογικό εξοπλισμό.

Τις μέρες της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ), ο Μάο Τσε Τουνγκ είπε: «Αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, αν δεν είχε ηττηθεί ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός (...) θα μπορούσαμε άραγε να νικήσουμε κάτω από τέτοιες συνθήκες; Φυσικά και όχι!» [1]

Στην πραγματικότητα, η Κίνα εκείνη την εποχή έγινε μια περιοχή αντιπαράθεσης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Δύσης, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, και η νίκη της Κινεζικής Επανάστασης άλλαξε την ισορροπία των δυνάμεων στην περιοχή. Στην πραγματικότητα, από την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η χώρα τελικά ενώθηκε, εκδιώχτηκαν οι ξένοι αποικιοκράτες που λεηλατούσαν την Ουράνια Αυτοκρατορία από τις αρχές του 19ου αιώνα, καταργήθηκε η τσιφλικάδικη γαιοκτησία και οι επιβιώσεις του φεουδαρχικού τομέα της οικονομίας.

Το ΚΚΚ πραγματοποίησε ριζικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα πολλοί αγρότες να πάρουν γη και ν’ απαλλαγούν από την καταπίεση των γαιοκτημόνων και των πλουσίων, ενώ στους εργαζόμενους των πόλεων εξασφαλίστηκε 8ωρη εργάσιμη μέρα και κρατική προστασία από τους εργοδότες· όπως επίσης και το δικαίωμα ίδρυσης συνδικάτων. Άνοιξε ο δρόμος για τη χειραφέτηση και την ισοτιμία των γυναικών.

Ωστόσο, στην Κίνα υπήρχαν και τα δικά της χαρακτηριστικά, σε διάκριση με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Εκτός από την έλλειψη μιας ισχυρής οργανωμένης εργατικής τάξης, ως αποτέλεσμα της νίκης του ΚΚΚ στον εμφύλιο πόλεμο, μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης τελικά δεν καταπιέστηκαν, ούτε απαλλοτριώθηκαν. Αυτό ιδιαίτερα αφορά ξένους ολιγάρχες κινεζικής καταγωγής, τους λεγόμενους χουατσιαό, που δεν έχασαν τα κεφάλαιά τους στην Ουράνια Αυτοκρατορία. Η νέα ηγεσία της ΛΔΚ, στο πλαίσιο της πολιτικής «εθνικής ενότητας», προτίμησε να επιλύσει τις συγκρουσιακές καταστάσεις μαζί τους με αρκετά ειρηνικό τρόπο και να διατηρήσει τους δεσμούς που αξιοποιήθηκαν ήδη κατά τη διάρκεια των αγοραίων μεταρρυθμίσεων και της δημιουργίας ελεύθερων οικονομικών ζωνών.

Τον αποφασιστικό ρόλο για τον καθορισμό της περαιτέρω πορείας της ανάπτυξης της χώρας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση έπαιξε η προσέγγιση μεταξύ της ΛΔΚ και της ΕΣΣΔ, η οποία είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς έφερε την Ουράνια Αυτοκρατορία στην τροχιά του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η συνάντηση του Μάο Τσε Τουνγκ με τον Στάλιν μετά από την ίδρυση της ΛΔΚ το 1949 έγινε καθοριστική, αφού υπογράφτηκε ισότιμη Συνθήκη Φιλίας, Συμμαχίας και Αλληλοβοήθειας μεταξύ της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας για περίοδο 30 ετών, μέχρι το 1980.

Σύμφωνα με αυτήν, η Σοβιετική Ένωση δεσμεύτηκε να παράσχει επιστημονική, τεχνική και οικονομική βοήθεια για το βιομηχανικό εκσυγχρονισμό της Κίνας. Ως αποτέλεσμα αυτής της Συνθήκης, οι σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ απέκτησαν ένα νέο ποιοτικά χαρακτήρα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας της δεκαετίας του ’50 του 20ού αιώνα. Η φιλία και η συμμαχία των δύο δυνάμεων απέκτησε νομική βάση, ενώνοντας τις προσπάθειες της Σοβιετικής Ένωσης και της επαναστατικής Κίνας, αυξάνοντας την ικανότητά τους ν’ αντισταθούν στις παρεμβάσεις των ΗΠΑ στις υποθέσεις των χωρών της Άπω Ανατολής στο πλαίσιο του «Ψυχρού Πολέμου».

Χάρη στην αλληλοβοήθεια των δύο δυνάμεων, η ΛΔΚ κατάφερε ν’ αποφύγει τις συνέπειες της απομόνωσης και του οικονομικού αποκλεισμού από τα ιμπεριαλιστικά κράτη και ν’ αναπτύξει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με την υποστήριξη Σοβιετικών ειδικών.

Η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ

Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας θεωρείται ότι είναι η συζήτηση για τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και την έκθεση του Νικίτα Χρουστσόφ για την προσωπολατρία του Στάλιν. Παρά το γεγονός ότι το 8ο Συνέδριο του ΚΚΚ, που ακολούθησε κι έθεσε το θέμα της εκβιομηχάνισης της Κίνας, διακήρυξε τη στήριξη στη σοβιετική εμπειρία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΣΕ έγιναν η αφορμή για το ΚΚΚ, και όχι η αιτία, για την περαιτέρω ιδεολογική και πολιτική οριοθέτηση.

Η επεξεργασία νέας κομματικής γραμμής ξεκίνησε στη ΛΔΚ μετά από το 8ο Συνέδριο και η σημαντικότερη αφορμή υπήρξε ακριβώς η εισήγηση του Ν. Σ. Χρουστσόφ. Η ομιλία του Σοβιετικού ηγέτη εναντίον του Στάλιν και η ανάδειξη μιας σειράς καταγγελιών περί διώξεων και άλλων πράξεων ασύμβατων με τη σοσιαλιστική νομιμότητα αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος για να προσεγγίσουν κριτικά τη δεδομένη εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης.

Επιπλέον, την αγανάκτηση της Κινεζικής και των άλλων Αντιπροσωπιών προκάλεσε το γεγονός ότι η ίδια η εισήγηση διαβάστηκε χωρίς την παρουσία τους, κεκλεισμένων των θυρών, διότι απλώς δεν τους επέτρεψαν να μπουν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Το ίδιο το κείμενο της εισήγησης δε διαβιβάστηκε ποτέ στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ, γεγονός που οδήγησε το Πεκίνο να διατυπώσει τη θέση του βάσει των σημειώσεων που έκαναν οι Κινέζοι κομμουνιστές από ένα αντίγραφο της πρόχειρης εκδοχής της ομιλίας του Ν. Σ. Χρουστσόφ, καθώς και από τη μετάφραση της δημοσίευσης της αμερικανικής έκδοσης The New York Times για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. [2]

Στην πραγματικότητα, αξιοποιώντας αυτά τα γεγονότα, άρχισε να διαμορφώνεται μια νέα κομματική πολιτική στο Πεκίνο, αφού, σύμφωνα με τον Μάο, η κριτική της προσωπολατρίας κλόνισε τα βασικά θεμέλια της θεωρίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και οι ίδιοι οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να λύσουν αυτοτελώς τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που είχαν προκύψει.

Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι στις διαφωνίες που εξέφρασε το ΚΚΚ χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αλλά πίσω από αυτό το πρόσχημα κρύβονταν άλλα ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως για αρκετά χρόνια μετά από τη διεξαγωγή του 20ού Συνεδρίου (Φλεβάρης 1956) οι αποφάσεις του έγιναν πλήρως αποδεκτές δημόσια και από το ΚΚ Κίνας. Έτσι, σε μπροσούρα του ΚΚΚ τον Απρίλη του 1956 αναφέρεται: «Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (…) πήρε μια σειρά αποφάσεις μεγάλης σημασίας. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν τη σταθερή εφαρμογή της πολιτικής του Λένιν σχετικά με τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ χωρών διαφορετικών κοινωνικών καθεστώτων, την ανάπτυξη του σοβιετικού δημοκρατικού συστήματος, τη συνεπή τήρηση της αρχής της συλλογικής ηγεσίας στους κόλπους του Κόμματος, την κριτική των ανεπαρκειών του Κόμματος. (…) Το Συνέδριο κατήγγειλε χωρίς επιείκεια την προσωπολατρία που είχε διαδοθεί για μια μεγάλη περίοδο στη σοβιετική ζωή και που έγινε αιτία να διαπραχτούν πολλά σφάλματα στην εργασία και είχε δυσάρεστες συνέπειες.»

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί πως οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου εγκρίθηκαν κι έγιναν αποδεκτές ως η καθοδηγητική γραμμή για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες και στη συνάντηση των 12 σοσιαλιστικών χωρών στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957, όπου της αντιπροσωπίας του ΚΚ Κίνας ηγούνταν ο ίδιος ο Μάο. Στη Διακήρυξη συγκεκριμένα αναφέρεται πως «οι ιστορικές αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ δεν έχουν μόνο τεράστια σημασία για το ΚΚΣΕ και την κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, αλλά έθεσαν την αρχή ενός νέου σταδίου για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, συνέβαλαν στην παραπέρα ανάπτυξη στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού». Ενώ στην ίδια Διακήρυξη σημειώνεται πως: «Τα Κομμουνιστικά κι Εργατικά Κόμματα που συμμετέχουν σε αυτήν τη Σύνοδο δηλώνουν ότι η λενινιστική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, που αναπτύχθηκε περαιτέρω στις σύγχρονες συνθήκες και στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αποτελούν την ακλόνητη βάση της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών χωρών και μια αξιόπιστη βάση για την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ των λαών.» [3]

Η ίδια εκτίμηση επαναβεβαιώθηκε και στη Διακήρυξη των 81 ΚΚ στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1960.

Όπως θα δούμε παρακάτω, η βασική επιδείνωση των σχέσεων έγινε μετά από το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Οκτώβρη του 1961. Οι σχέσεις ανάμεσα σε ΕΣΣΔ και ΛΔΚ επιδεινώθηκαν όταν η κινεζική ηγεσία θεώρησε ως μεσοβέζικη τη στάση που κράτησε η ΕΣΣΔ το 1962 στη μεθοριακή διένεξη και στις συγκρούσεις ΛΔΚ-Ινδίας (Οκτώβρης-Νοέμβρης 1962). Η ΕΣΣΔ ουσιαστικά θεώρησε άδικη την εισβολή της ΛΔΚ στην Ινδία, εκτίμησε ότι παραβίαζε τη συμφωνία ανάμεσα στη ΛΔΚ και την Ινδία (1954) με την οποία είχαν ρυθμιστεί συνοριακές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες.

Παρ’ όλ’ αυτά, επιστρέφοντας στην έναρξη αυτής της διαδικασίας, σημειώνουμε πως ο Μάο Τσε Τουνγκ, στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ στις 9.10.1957, έδωσε με τον ακόλουθο τρόπο τη δική του εκτίμηση για τη νέα σοβιετική ηγεσία: «Πρώτ’ απ’ όλα, έχουμε αντιθέσεις με τον Χρουστσόφ στο ζήτημα του Στάλιν. Δε συμφωνούμε με το ότι πετάει τον Στάλιν στη λάσπη. Γιατί αμαυρώνει τον Στάλιν σε σημείο ντροπής. Και αυτό πια δεν αφορά μόνο τη χώρα τους, αλλά και όλες τις χώρες. Η ανέγερση στην πλατεία Τιενανμέν του πορτρέτου του Στάλιν απαντά στους πόθους των εργαζόμενων όλου του κόσμου και δείχνει τις βασικές διαφωνίες μας με τον Χρουστσόφ.» [4]

Αυτή η θέση υπογράμμισε με πληρότητα τόσο το φόρο τιμής στην παράδοση όσο και τη συνέχεια στο κομμουνιστικό κίνημα, και επέδειξε την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια της κινεζικής πολιτικής, καθώς και το φόβο ότι η απόλυτη κριτική της προσωπολατρίας του Στάλιν θα μπορούσε να επεκταθεί στον ίδιο τον Μάο Τσε Τουνγκ. Γεγονός είναι ότι εκείνη τη στιγμή στη ΛΔΚ είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η προσωπολατρία του προέδρου της, ως του «τιμονιέρη του κινεζικού λαού», και αυτή η στροφή της ηγεσίας του ΚΚΣΕ τον έπληττε προσωπικά.

Ενώ τυπικά επέκρινε σωστά τους ηγέτες του ΚΚΣΕ για την «πολιτική του 20ού Συνεδρίου», η οποία πράγματι αποτέλεσε στροφή στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, η κινεζική ηγεσία έβγαζε εντελώς λανθασμένα πολιτικά συμπεράσματα. Ο Μάο Τσε Τουνγκ υποστηρίζει σοβαρά ότι η αποσταλινοποίηση έγινε μια μορφή του εκφυλισμού της Σοβιετικής Ένωσης και της απόρριψης της σοσιαλιστικής πορείας ανάπτυξής της. Επιπλέον, ήταν δήθεν μια βλάβη οφειλόμενη στη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αργότερα, ήδη στη δεκαετία του ’60, αυτή η στάση θα οδηγούσε στην ανάπτυξη από τον Μάο Τσε Τουνγκ της ειδικής θεωρίας του «σοσιαλιμπεριαλισμού» σχετικά με την ΕΣΣΔ.

Γι’ αυτό, αυτά τα συμπεράσματα αποτέλεσαν πραγματικά μια στροφή, επειδή η ηγεσία του ΚΚΚ διαπιστώνει την ανάγκη επεξεργασίας μιας ξεχωριστής γραμμής που αργότερα εκφράστηκε στο σκληρό αγώνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Ταυτόχρονα, αυτή η θέση δικαιολογήθηκε από την ανάγκη να καταπολεμηθεί ο ρεβιζιονισμός της Μόσχας και να διατηρηθούν οι αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, τις οποίες υπερασπιζόταν πλέον αποκλειστικά, όπως ισχυρίστηκε, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Είναι αλήθεια ότι η υπεράσπιση αυτών των αρχών γινόταν ανοιχτά με τη χρήση «υπεραριστερών» ριζοσπαστικών συνθημάτων. Ειδικότερα, η θέση του Σοβιετικού ΚΚ, σχετικά με την ειρηνική μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που εκφράστηκε από τον Νικίτα Χρουστσόφ στο ίδιο το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, έγινε αντικείμενο επίθεσης από την ηγεσία του ΚΚΚ. Ναι, πράγματι, αυτό το σημείο αντιφάσκει σαφώς με τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, αλλά ερμηνευτικά μπορούμε να πούμε ότι αντικατόπτριζε την επιθυμία της ηγεσίας της ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή ν’ αποφύγει έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο μέσω της λεγόμενης ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα ειρηνικής οικονομικής ανάπτυξης και σοσιαλιστικής οικοδόμησης σ’ εκείνες τις χώρες όπου τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν ήδη στην εξουσία.

Η θέση αυτή απορρίφθηκε από τους κορυφαίους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, οι οποίοι την θεώρησαν εξωπραγματική και αδύνατη επί της αρχής. Σε μια κατάσταση που ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσε να σταματήσει την κατάρρευση του αποικιακού συστήματος κι εξαπέλυε πολέμους κι επεμβάσεις στην Ινδοκίνα, μια τέτοια άποψη φάνηκε ν’ αποτελεί πραγματική ειρωνεία. Αλλά αν η κριτική γι’ αυτήν τη θέση του ΚΚΣΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη και σωστή, τότε οι επιθέσεις του Πεκίνου στη θέση της Μόσχας σχετικά με την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αποτροπής ενός παγκόσμιου πολέμου οδήγησαν στην ανάδειξη μικροαστικών τυχοδιωκτικών ιδεών και συνθημάτων, που δεν έχουν καμία σχέση με την ταξική προσέγγιση και τη μαρξιστική ανάλυση.

Πρόκειται για την ιδέα ενός πυρηνικού παγκόσμιου επαναστατικού πολέμου. Έτσι, στην κοινή συνάντηση των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957, ο Πρόεδρος του ΚΚΚ εξέφρασε την ιδέα ότι, ακόμη και αν η μισή ανθρωπότητα καταστραφεί σε περίπτωση πυρηνικής σύγκρουσης, η άλλη μισή, εκπροσωπούμενη από τους νικηφόρους λαούς, «με ταχύτατους ρυθμούς θα δημιουργήσει στα ερείπια του ιμπεριαλισμού έναν πολιτισμό χίλιες φορές ανώτερο από αυτόν του καπιταλιστικού συστήματος, θα χτίσει το αυθεντικά υπέροχο μέλλον της».

Όπως μπορούμε να δούμε, αυτός ο «επαναστατικός πόλεμος» κατανοούνταν ως ένα θετικό φαινόμενο, παρά το θάνατο της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα κατέστρεφε εντελώς την καπιταλιστική βάση και αυτό το ίδιο το παγκόσμιο σύστημα. Επιπλέον, ο Μάο Τσε Τουνγκ και η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΚΚΚ ήταν πεπεισμένοι ότι στο τέλος θα υπάρξει μια άνευ όρων νίκη του σοσιαλιστικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις και οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού στον πυρήνα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, δηλαδή στην ΕΣΣΔ, θα είχαν καταστραφεί.

Ο Μάο μάλιστα συγκεκριμενοποίησε τις σκέψεις του στο πλαίσιο της εισήγησής του, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ατεκμηρίωτη αισιοδοξία του με τον πιθανό αριθμό θανάτων: «Μπορείτε να υποθέσετε πόσες ανθρώπινες απώλειες μπορεί να προκαλέσει ένας μελλοντικός πόλεμος; Πιθανά να είναι το ένα τρίτο του πληθυσμού των 2,7 δισεκατομμυρίων όλου του κόσμου, δηλαδή μόνο 900 εκατομμύρια άνθρωποι. Νομίζω ότι είναι ακόμα λίγο, αν πέσουν πραγματικά ατομικές βόμβες. Φυσικά, αυτό είναι πολύ τρομερό. Αλλά και το μισό δε θα ήταν τόσο κακό (...). Αν η μισή ανθρωπότητα καταστραφεί, τότε θα υπάρχει ακόμα η άλλη μισή, ενώ ο ιμπεριαλισμός θα έχει καταστραφεί εντελώς και θα υπάρχει μόνο σοσιαλισμός σε ολόκληρο τον κόσμο.» [5]

Στο Πεκίνο, ξεκινούσαν επίσης από την ιδέα ότι μεγάλες μάζες του κινεζικού πληθυσμού παρέχουν αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα στη ΛΔΚ, καθώς σε περίπτωση ενός θερμοπυρηνικού τρίτου παγκόσμιου πολέμου, οι απώλειες για το λαό δε θα είναι τόσο κρίσιμες. Ο Μάο Τσε Τουνγκ δεν απέκλειε το θάνατο 300 εκατομμυρίων Κινέζων, αλλά μαθηματικά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα υπόλοιπα 300 εκατομμύρια θα ήταν σε θέση να ανακτήσουν πλήρως τα ερημωμένα εδάφη και να δημιουργήσουν ένα νέο παγκόσμιο κέντρο σοσιαλισμού. Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΚ πίστευε στο αναπόφευκτο μιας τέτοιας παγκόσμιας σύγκρουσης στο εγγύς μέλλον.

Αυτή η στάση και η πρακτική πολιτική του Πεκίνου στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εκείνη την εποχή ήταν ήδη σαφώς αντίθετη με την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, η οποία τότε προσπαθούσε ν’ αποφύγει μια εμπλοκή στις τοπικές περιφερειακές συγκρούσεις προκειμένου ν’ αποτρέψει την ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το γεγονός είναι ότι, εκτός από τον παγκόσμιο επαναστατικό πυρηνικό πόλεμο, το 1958-1959, η ηγεσία του ΚΚΚ πρόβαλε μια νέα γραμμή στην εξωτερική της πολιτική, που ονομάστηκε σύμφωνα με το εθνικό στιλ ως εξής: «Καθίστε στο βουνό και παρακολουθήστε τον αγώνα μεταξύ των δύο τίγρεων.» [6]

Αυτή η ιδέα συνίστατο στην πρόκληση μιας σύγκρουσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και μέσω αυτής στην επίτευξη της εφαρμογής των δικών τους στρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή. Ουσιαστικά, αυτό σήμαινε την επιθυμία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ν’ αναγκάσει το Κρεμλίνο ν’ ακολουθήσει το δρόμο των θεωρητικών επεξεργασιών του Μάο σχετικά με το αναπόφευκτο της ενεργοποίησης του ένοπλου αγώνα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.

Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, από το 1957-1958, κλιμακώθηκε απότομα η κατάσταση στη θαλάσσια περιοχή γύρω από το νησί της Ταϊβάν, όπου εγκαταστάθηκαν οι τελευταίες δυνάμεις του Κουόμιτανγκ, οι οποίες λάμβαναν άμεση στρατιωτική και πολιτική βοήθεια από την Ουάσιγκτον. Τότε, όπως και τώρα, το Πεκίνο απαιτούσε την προσάρτηση της Ταϊβάν στην Ηπειρωτική Κίνα και υπέθετε ότι η ΕΣΣΔ θα ενεργούσε ως ένας από τους συμμετέχοντες στις συγκρούσεις. Ως απάντηση στο βομβαρδισμό των νησιών Τζινμέν και Ματζού στο Στενό της Ταϊβάν από το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας (ΛΑΣΚ), η αμερικανική διοίκηση ανέπτυξε το Στόλο του Ειρηνικού που έφερε πυρηνικά όπλα.

Εκείνη τη στιγμή, η Μόσχα πήρε μια θέση μη επέμβασης στη σύγκρουση, ξεκινώντας από το γεγονός ότι η κλιμάκωσή της δεν είχε συμφωνηθεί με την κινεζική ηγεσία, απομακρύνοντας έτσι ουσιαστικά τον εαυτό της από τις ενέργειες του Πεκίνου. Μόνο μετά από την εξομάλυνση της νέας σύγκρουσης στην Ταϊβάν, τον Οκτώβρη του 1958, ο Νικίτα Χρουστσόφ έστειλε στον Αϊζενχάουερ μια τυπική επιστολή διαμαρτυρίας.

Αυτή η έκβαση της κατάστασης έγινε ένας ακόμα σοβαρότερος παράγοντας στην απομάκρυνση μεταξύ του ΚΚΣΕ και του ΚΚΚ, και ένα σημείο καμπής στις σχέσεις μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών. Η απαντητική κίνηση του Πεκίνου ήταν η άρνηση, τον Οκτώβρη του 1958, στην πρόταση της Μόσχας να τοποθετήσει μια βάση υποβρυχίων κι ένα σταθμό παρακολούθησης ραντάρ. Δηλαδή απορρίφθηκαν τα μέτρα πραγματικής προστασίας σε περίπτωση εκδήλωσης νέας επιθετικότητας από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ.

Αυτή η σκληρότατη πολεμική μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ τροφοδοτήθηκε επίσης σημαντικά από την εσωτερική πολιτική πορεία. Είναι γεγονός ότι το 1958 ο Μάο Τσε Τουνγκ διακήρυξε τη «νέα γενική γραμμή» στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το πείραμα των «τριών κόκκινων λαβάρων» («γενική γραμμή», «μεγάλο άλμα» στη βιομηχανία, καθώς και η δημιουργία «λαϊκών κομμούνων» στα χωριά) είχε τρομερές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Αυτή η «υπεραριστερή» πορεία δεν είχε καμία σχέση με τη σοβιετική εμπειρία και αγνοούσε τη βαθμιαία ανάπτυξη της εκβιομηχάνισης και της κολεκτιβοποίησης της δεκαετίας του 1930, που ήταν χωρισμένη σε αρκετά πενταετή σχέδια.

Ως αποτέλεσμα της βολονταριστικής πολιτικής, μια ολόκληρη σειρά περιοχών της Κίνας κυριεύτηκαν από την πείνα και ολόκληροι τομείς της εθνικής οικονομίας παρέλυσαν. Η σοβιετική ηγεσία, όχι αναίτια, θεωρούσε ότι οι προσπάθειες των Κινέζων να οικοδομήσουν τη δική τους σοσιαλιστική κοινωνία σε τρία χρόνια, χωρίς να παίρνουν υπόψη την πραγματική καθυστερημένη βάση και χωρίς την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη της Μόσχας, ήταν λανθασμένες, τυχοδιωκτικές κι επικίνδυνες για τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ.

Επιπλέον, στην ίδια την Κίνα, ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1957 η πρώτη αντισοβιετική εκστρατεία. Ξετυλίχτηκε στο πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής γραμμής «ας ανθίσουν εκατό λουλούδια, ας ανταγωνιστούν εκατό σχολεία», όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ επέτρεψε σε τμήμα της διανόησης και σε διάφορες κομματικές κι εξωκομματικές ομάδες να συζητήσουν την περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης προκειμένου ν’ αποτραπεί ο δογματισμός και οι αποκλίσεις.

Ως αποτέλεσμα, φυσικά, αυτή η συζήτηση στην κορυφή της κινεζικής κοινωνίας, που προερχόταν από το προεπαναστατικό παρελθόν, οδήγησε σε αρνητικές συνέπειες και σε αντικομμουνιστικές δηλώσεις. Όλοι κατάλαβαν την επιθυμία αυτής της δημιουργικής «ελίτ» να επιστρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως, και καθώς συνέχιζε η πολεμική, τα αντισοβιετικά αισθήματα ενισχύθηκαν απότομα, καθώς διαδίδονταν από δεξιά στοιχεία, και διαχέονταν δραστήρια και από τον κομματικό Τύπο.

Όλα αυτά μαζί δημιούργησαν τη βάση και τις προϋποθέσεις για μια απότομη ψύχρανση των σχέσεων και την έναρξη της διαδικασίας ρήξης μεταξύ των μεγαλύτερων σοσιαλιστικών χωρών του κόσμου ήδη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Στη συνέχεια, η κατάσταση μονάχα επιδεινωνόταν.

Η ηγεσία του ΚΚΚ, επικρίνοντας σωστά τις οπορτουνιστικές τάσεις και τις θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΣΕ σχετικά με την ειρηνική συνύπαρξη σοσιαλισμού και καπιταλισμού και τη δυνατότητα ειρηνικής έλευσης των κομμουνιστών στην εξουσία, κατέληγε πραγματικά στο άλλο άκρο και δικαίωνε τη δική της πολιτική, που εκφράστηκε με την απομάκρυνση από την ΕΣΣΔ, που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οδήγησε σε μια σφοδρή σύγκρουση, καθώς και στη διαμόρφωση του μεγαλοκινεζικού σοβινισμού κι εθνικισμού.

Η κορύφωση της διαφωνίας στη δεκαετία του ’60 και η πλήρης ρήξη μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου

Αφού το Πεκίνο αρνήθηκε να φιλοξενήσει βάση υποβρυχίων, η Μόσχα το 1959 εγκατέλειψε τις προηγούμενες συμφωνίες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και στη συνέχεια ανακάλεσε τους Σοβιετικούς τεχνικούς ειδικούς της από τα εργοτάξια της κινεζικής λαϊκής οικονομίας το επόμενο έτος. Το 1960 σημειώθηκε μείωση της προσφοράς πρώτων υλών, εξοπλισμού και ανταλλακτικών. Στη συνέχεια, η σοβιετική κυβέρνηση απαίτησε πιο νωρίς απ’ ό,τι είχε συμφωνηθεί την επιστροφή όσων δανείων είχαν χορηγηθεί στην Κίνα μετά από το 1950.

Φυσικά, αυτό δε θα μπορούσε παρά ν’ αυξήσει την εχθρότητα του Πεκίνου, πράγμα που ήταν ακόμη πιο οδυνηρό σε μια κατάσταση όπου η πολιτική του «Μεγάλου Άλματος» προς τα εμπρός αποτύγχανε ανοιχτά. Τότε, το 1960 εκδηλώθηκε πολύ σοβαρή κρίση καθώς και λιμός, που χτύπησε εκατομμύρια ανθρώπους στη ΛΔΚ. Ως απάντηση, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ άρχισε να ενεργεί ανοιχτά για να διασπάσει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και να εδραιώσει γύρω της, ως εναλλακτικό κέντρο, διάφορες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και κομμουνιστικά κόμματα που κατά κάποιον τρόπο έρχονταν σε αντίθεση με τη Μόσχα.

Έτσι, στη σύγκρουση μεταξύ του ΚΚΣΕ και του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, το ΚΚ Κίνας υποστήριξε τελικά το τελευταίο και, μετά από την πλήρη διάρρηξη των σοβιετο-αλβανικών σχέσεων το 1962, το Πεκίνο υπέγραψε συμφωνία με τα Τίρανα για την παροχή οικονομικής βοήθειας. Ως αποτέλεσμα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η ΛΔΚ, εκτός από την Αλβανία, υποστήριζε σε διαφορετικό βαθμό τη Ρουμανία, τη ΛΔ Κορέας, τους «αριστερούς» στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, πράγμα που δημιουργούσε διεθνώς μια μακροπρόθεσμη βάση για το σχηματισμό κομμουνιστικών κομμάτων προσανατολισμένων εξολοκλήρου πλέον προς το Πεκίνο.

Η σοβιετική και η κινεζική ηγεσία δε συμφώνησαν με τις εκτιμήσεις τους για την κρίση της Καραϊβικής (σ.τ.μ.: των πυραύλων στην Κούβα). Για πρώτη φορά, το Πεκίνο επέκρινε ανοιχτά στον Τύπο την εξωτερική πολιτική της Μόσχας, χαρακτηρίζοντας την ανάπτυξη πυραύλων στην Κούβα τυχοδιωκτισμό και την απόσυρσή τους ως υποχώρηση άνευ όρων. Η σοβιετική ηγεσία, με τη σειρά της, κατηγόρησε την Κίνα για «άκαμπτη» συμπεριφορά.

Όμως ο Μάο και οι συνεργάτες του είχαν ήδη ξεκινήσει μια ιδιαίτερη πολιτική επίθεση κατά της Συνθήκης για την απαγόρευση των δοκιμών πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα, στο Διάστημα και σε υποθαλάσσιες τοποθεσίες, την οποία υπέγραψαν εκπρόσωποι της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας στη Μόσχα, στις 5.8.1963. Αυτό το έγγραφο είχε μεγάλη σημασία και μέχρι το τέλος του έτους είχε λάβει τη στήριξη περισσότερων από 90 χωρών του κόσμου. Όμως η Κίνα, η οποία εκείνη την εποχή προσπαθούσε ν’ αποκτήσει πυρηνικά όπλα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η συνθήκη στρεφόταν εναντίον της ίδιας ως αποτέλεσμα μιας συμφωνίας μεταξύ των «δύο υπερδυνάμεων».

Επίσημα, στη δήλωσή του, το Πεκίνο ανέφερε ότι αυτή η συνθήκη ήταν μια «απάτη», μια «προδοσία» των συμφερόντων των σοσιαλιστικών χωρών και των λαών όλου του κόσμου, «που άμβλυνε την επαγρύπνησή τους σε σχέση με την επιθετική πολιτική των ιμπεριαλιστικών κρατών, οδηγώντας σε αποδυνάμωση της αμυντικής ικανότητας της σοσιαλιστικής κοινότητας» και, επιπλέον, «εδραιώνει το “μονοπώλιο” των τριών δυνάμεων στα ατομικά όπλα και στα όπλα υδρογόνου». [7]

Στο φόντο αυτών των κατηγοριών, είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ίδια η κινεζική κυβέρνηση, στις 31.7.1963, κήρυξε πανηγυρικά ένα παγκόσμιο πρόγραμμα με στόχο την πλήρη απαγόρευση και την πλήρη εξάλειψη των πυρηνικών όπλων και των υφιστάμενων μέσων μεταφοράς τους. Σύμφωνα με τη σοβιετική πλευρά, το Κρατικό Συμβούλιο της ΛΔΚ ήλπιζε ν’ αντιτάξει το δικό του πρόγραμμα στη συνθήκη απαγόρευσης δοκιμών, για την οποία οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις αρχές Ιούλη του 1963, με πρωτοβουλία της ΕΣΣΔ.

Την ίδια περίοδο, από το 1960 έως το 1966, εντάθηκε η ιδεολογική πολεμική μεταξύ του ΚΚΚ και του ΚΚΣΕ κι έγινε ο πραγματικός πυρήνας της διαπάλης που ξεκινούσε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ. Ένα παράδειγμα είναι η σειρά άρθρων στο περιοδικό Χουντσί (Κόκκινη Σημαία) και στην εφημερίδα Λαϊκή Ημερησία, καθώς και μια εισήγηση του Λου Ντινγί, επικεφαλής του τμήματος Προπαγάνδας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ, που δημοσιεύτηκε την παραμονή της επίσημης εκδήλωσης που ήταν αφιερωμένη στα 90ά γενέθλια του Λένιν. Με βάση αυτές τις δημοσιεύσεις, έχει ήδη εκδοθεί η ειδική συλλογή, Ζήτω ο Λενινισμός!, που γινόταν η αφετηρία για την «αποκάλυψη» της «αναθεωρητικής διασπαστικής γραμμής» της ηγεσίας του ΚΚΣΕ.

Φυσικά, αυτή η μεροληπτική μπροσούρα εκδόθηκε με στόχο την «υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού» και την υπέρβαση των ιδεολογικών διαφορών στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα, το Πεκίνο φέρεται να στηρίχτηκε στη βάση της ίδιας της Διακήρυξης της Διάσκεψης των Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων του 1957. [8]

Ως απάντηση, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ ετοίμασε και κυκλοφόρησε μια ειδική επιστολή, με ημερομηνία 14.7.1963, όπου γινόταν λόγος για κάτι εντελώς διαφορετικό και συγκεκριμένα για τη λανθασμένη ερμηνεία θέσεων των σημαντικότερων έργων του Λένιν, οι οποίες περιλήφθηκαν στο φυλλάδιο με αποσπασματική μορφή. Επιπλέον, σημειωνόταν ότι, αντιθέτως, η ΚΕ του ΚΚΚ διαστρεβλώνει τις θέσεις της συνάντησης της Διακήρυξης της Μόσχας του 1957.

Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δε σταμάτησε στο ελάχιστο τη διαμάχη. Επιπλέον, από το 1963, η ΚΕ του ΚΚΚ έχει ξεκινήσει μια εκτεταμένη προπαγανδιστική εκστρατεία και μια ολόκληρη σειρά ενεργειών, που απευθύνονται πλέον στους πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης. Ειδικότερα, με απόφαση της ηγεσίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, 11.000 αντίγραφα φυλλαδίων και βιβλίων που περιείχαν αντισοβιετική προπαγάνδα στάλθηκαν σε διάφορα ιδρύματα και άτομα, και δύο χρόνια αργότερα ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 45.000 αντίτυπα. [9] Από τότε άρχισε να λειτουργεί και ο διεθνής ραδιοφωνικός σταθμός «Φωνή του Πεκίνου», που εξέπεμπε αντισοβιετικά προγράμματα στο έδαφος της ΕΣΣΔ.

Με την έναρξη αυτής της ανοιχτά εχθρικής προπαγανδιστικής εκστρατείας το 1963, το Πεκίνο έστειλε, μέσω της διπλωματικής υπηρεσίας, υπόμνημα της κινεζικής ηγεσίας στη Μόσχα, το οποίο όριζε 25 σημεία στα οποία η ΚΕ του ΚΚΚ διαφωνούσε με τη θέση της σοβιετικής ηγεσίας. Σε αυτά τα σημεία καταδικαζόταν ολόκληρο το κρατικό και κοινωνικό σύστημα της ΕΣΣΔ, σα να είχε ήδη φτάσει στον πάτο του εκφυλισμού. Επιπλέον, η ΚΕ του ΚΚΣΕ κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και της παγκόσμιας επανάστασης γενικότερα.

Με τη σειρά τους, αυτά τα γεγονότα ώθησαν το Κρεμλίνο να οργανώσει αντίμετρα για την εξουδετέρωση της ιδεολογικής επιθετικής στρατηγικής του Πεκίνου, που θα μπορούσε να κλονίσει πολλά κομμουνιστικά κόμματα και χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τελικά, σε Ειδική Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη του 1964, ο γραμματέας Ιδεολογίας Μ. Α. Σουσλόφ έκανε εισήγηση στην οποία αποκάλεσε τη γραμμή του ΚΚΚ «ειδική πορεία», εμποτισμένη με «μεγαλοκρατικό σοβινισμό και μικροαστικό τυχοδιωκτισμό». [10]

Αυτή η αποτίμηση των ενεργειών του ΚΚΚ οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση της πολεμικής και σε ακόμη πιο σοβαρή απαντητική κριτική κατά του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ συνολικά, γεγονός που έκανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομμουνιστικών κομμάτων και των χωρών τους ακόμη πιο εχθρικές. Εκείνη τη στιγμή, το Πεκίνο προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από επαναστατικές φράσεις και «υπεραριστερή» φρασεολογία, αλλά στην εκτίμηση της ισορροπίας δυνάμεων στον κόσμο και στην πράξη απέκλινε προς τα δεξιά, πράγμα που εκφράστηκε στην επεξεργασία νέων θεωριών, οι οποίες υποτίθεται ότι «εμπλούτιζαν το μαρξισμό-λενινισμό».

Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, δημιουργήθηκε η νέα θεωρία των «ενδιάμεσων ζωνών», η οποία θα επεκταθεί και θα διευκρινιστεί περαιτέρω από τον Πρόεδρο Μάο μέσα στα επόμενα έτη. Σε αυτήν την αυθαίρετη αντίληψη εντάσσονταν όλες οι χώρες που βρίσκονται μεταξύ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των Ηνωμένων Πολιτειών, ανεξάρτητα από την ταξική φύση και το πολιτικό τους σύστημα, ενώ ομαδοποιούνται με βάση τον κίνδυνο να πέσουν θύματα ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας από την πλευρά του Πενταγώνου.

Αλλά ταυτόχρονα ο Μάο Τσε Τουνγκ χώρισε αυτές τις χώρες σε δύο συμβατικές ζώνες. Έτσι, οι ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ταξινόμησαν στην πρώτη ζώνη τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, τα οποία ονομάστηκαν «Μέγας τροφοδότης», «παγκόσμια αγροτιά». [11] Και η δεύτερη «ενδιάμεση ζώνη» περιλάμβανε τις ήδη βιομηχανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Ευρώπης, για παράδειγμα της Γαλλίας, όπου δήθεν η τοπική εθνική μονοπωλιακή αστική τάξη ήταν «ικανή να πολεμήσει ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό». [12]

Προφανώς, τότε οι Κινέζοι ηγέτες είχαν εντυπωσιαστεί από τη σύγκρουση μεταξύ του Ντε Γκολ και της Ουάσιγκτον, η οποία οδήγησε στην αποχώρηση της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η θεωρία έλυσε τα χέρια του Πεκίνου για μια προσέγγιση με τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές δυνάμεις, κάτι που είχε κάνει το 1949 και στη δεκαετία του ’50 το Βελιγράδι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τη Μόσχα. Εδώ ο Μάο Τσε Τουνγκ στην πραγματικότητα επανέλαβε την πολιτική εξέλιξη του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, αν και κινήθηκε από τ’ αριστερά, υπό το πρόσχημα της ανάγκης να υποκινήσει μια παγκόσμια επανάσταση.

Στην πραγματικότητα, ο Πρόεδρος της ΛΔΚ έθετε το στόχο, στηριζόμενος στις επαφές με τη μονοπωλιακή αστική τάξη (που τεκμηρίωνε επίσης τη συνεργασία της Κίνας με τις ιμπεριαλιστικές χώρες τη δεδομένη περίοδο) και χρησιμοποιώντας τις αντιφάσεις στο καπιταλιστικό στρατόπεδο, να κινητοποιήσει το αντιιμπεριαλιστικό δυναμικό της δεύτερης «ενδιάμεσης ζώνης». Ως αποτέλεσμα, αυτή η θεωρία αποτέλεσε τη βάση του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής της κινεζικής ηγεσίας, η οποία οικοδομούσε τις διακρατικές σχέσεις της ΛΔΚ στηριζόμενη ακριβώς στη θεωρία των «ενδιάμεσων ζωνών».

Φυσικά, από τη μία πλευρά, το Πεκίνο κήρυξε με αυτόν τον τρόπο την έναρξη του αγώνα για την υπεροχή και την επιρροή στις χώρες του τρίτου κόσμου και μεταξύ των Αδέσμευτων Δυνάμεων, αλλά στην πραγματικότητα η στροφή που έγινε ήταν ακριβώς προς τη μονοπωλιακή, τη χρηματιστική αστική τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Εκεί συμπεριλαμβανόταν και η ενεργοποίηση των δεσμών με τη διεθνή κινεζική ολιγαρχία «χουατσιαό». Αυτό υποδηλώνει ότι, πολύ πριν τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις του Τενγκ Χσιαοπίνγκ, στον πυρήνα της ηγεσίας του ΚΚΚ προετοιμαζόταν η ιδεολογική αιτιολόγηση αυτής της απομάκρυνσης από το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης και η δικαίωση της δημιουργίας οικονομικών και πολιτικών δεσμών με τις καπιταλιστικές χώρες, για τη δήθεν απόκρουση του ιμπεριαλισμού.

Βλέπουμε εδώ μια τυπική προσκόλληση στη θεωρία των σταδίων, όταν, με μενσεβίκικο τρόπο, οι καπιταλιστικές χώρες χωρίζονταν σε ζώνες όπου έπρεπε να γίνουν πρώτα αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις και, αντί να βασίζονται στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους των ανεπτυγμένων βιομηχανικών δυνάμεων, στηρίζονταν στη μονοπωλιακή αστική τάξη, η οποία κατά τη γνώμη των Κινέζων κομμουνιστών ήταν έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει την Ουάσιγκτον. Είναι αλήθεια ότι αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αυτή η ιδέα δε θα γίνει καθόλου εμπόδιο, και μάλιστα η ΛΔΚ θα συναδελφωθεί με τις ΗΠΑ.

Το 1964, μετά από την απομάκρυνση του Νικίτα Χρουστσόφ απ’ όλες τις κομματικές θέσεις, η σοβιετική ηγεσία προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Πεκίνο, αλλά η ΚΕ του ΚΚΚ έστειλε τελεσίγραφο στο Κρεμλίνο ζητώντας ν’ ακυρωθούν όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν στα τελευταία συνέδρια του ΚΚΣΕ και να προχωρήσει σε εδαφικές παραχωρήσεις. Εάν η Μόσχα ήταν έτοιμη να συζητήσει τα αμφιλεγόμενα ζητήματα σχετικά με την οριοθέτηση των συνόρων, τότε δε θα μπορούσε ν’ απορρίψει τις εγκεκριμένες θέσεις περί της ειρηνικής συνύπαρξης. Ως αποτέλεσμα, η ιδεολογική και προπαγανδιστική πίεση της ΛΔΚ στην ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν εξασθένησε, αλλά εντάθηκε περαιτέρω.

Μέχρι το 1965, η Σοβιετική Ένωση είχε πλέον αναβαθμιστεί τελεσίδικα ως εχθρός στην Κίνα. Στην προπαγανδιστική καθημερινότητα εντάχτηκε ο όρος «από Βορράν κίνδυνος». Όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμή ατομικών όπλων στη ΛΔΚ, το 1964, δηλώθηκε επίσημα ότι αυτό έγινε «στο όνομα της προστασίας της κυριαρχίας, ενάντια στις απειλές των ΗΠΑ και του μεγαλοκρατισμού της ΕΣΣΔ». Αν και η ίδια η ανάπτυξη των όπλων πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική και τεχνική βοήθεια της Μόσχας.

Η οριστική ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο κομμάτων πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1966. Σε επίσημη επιστολή της 22.3.1966, η ΚΕ του ΚΚΚ δήλωσε την άρνησή της να στείλει αντιπροσωπία στο 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ανακοινώνοντας έτσι στην πράξη ότι βρίσκεται σε ανοιχτή αντίθεση με το ΚΚΣΕ. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό συνέπεσε με την έναρξη της «Πολιτιστικής Επανάστασης», η οποία ανακοινώθηκε λίγο αργότερα, όταν όλοι όσοι διαφωνούσαν με την πολιτική του Μάο Τσε Τουνγκ και των υποστηρικτών του εντός του ΚΚΚ ανακηρύχτηκαν Σοβιετικοί πράκτορες.

Αυτό ήταν το τέλος μιας σειράς αποτυχημένων προσπαθειών των ηγετών των δύο δυνάμεων να καταλήξουν σε συναίνεση, η οποία συνοδευόταν από αμοιβαία ιδεολογική κριτική. Όλα αυτά έλυσαν τελικά τα χέρια των δύο αντιτιθέμενων πλευρών και προκάλεσαν μια δομική κρίση στις σοβιετο-κινεζικές σχέσεις, η οποία επηρέασε όλες τις πτυχές της συνεργασίας μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ και προκάλεσε μια πραγματική διάσπαση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ ΕΣΣΔ και ΛΔΚ

Από τη στιγμή της πλήρους ρήξης μεταξύ του ΚΚΚ και του ΚΚΣΕ, το Πεκίνο έθεσε το ζήτημα της επιστροφής των εδαφών που δήθεν προσάρτησε η τσαρική Ρωσία από την Ουράνια Αυτοκρατορία σε διαφορετικούς χρόνους. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα περιοχές της Άπω Ανατολής, μέρος της Ανατολικής Σιβηρίας, καθώς και μεμονωμένες περιοχές του Τατζικιστάν, της Κιργιζίας και του Καζακστάν. Ο Μάο Τσε Τουνγκ επέμενε στην αναθεώρηση των ρωσο-κινεζικών Συνθηκών του 19ου αιώνα. Το Πεκίνο πρόβαλε τη θεωρία ότι η τσαρική Ρωσία κατέλαβε περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα «αρχέγονων κινεζικών εδαφών».

Από αυτήν την περίοδο είναι απαραίτητο να υπολογίσουμε την περίοδο της ένοπλης πλέον κλιμάκωσης της κατάστασης στα σύνορα των δύο κρατών. Ωστόσο, αντιθέσεις κι επεισόδια στη μεθοριακή ζώνη μεταξύ των χωρών άρχισαν να εμφανίζονται από τα μέσα του 1960 και δύο χρόνια αργότερα καταγράφηκαν περισσότερες από πέντε χιλιάδες διαφορετικές παραβιάσεις. Μία από τις πρώτες τέτοιες συγκρούσεις ήταν το περιστατικό στην περιοχή Μπουζ-Αϊγκίρ στην Αυτόνομη Περιφέρεια Σιντζιάν-Ουϊγκούρ. Τότε, χιλιάδες βοσκοί από τη ΛΔΚ πέρασαν τα σύνορα και στη συνέχεια αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Δύο χρόνια αργότερα, υπήρξε μια ταυτόχρονη μαζική μετεγκατάσταση στη Σοβιετική Ένωση Καζάχων, Κιργιζίων, Τατάρων και Ουϊγούρων, που αριθμούσαν 68.000 άτομα που στη συνέχεια έλαβαν τη σοβιετική υπηκοότητα, αν και η ροή μεταναστών από την Αυτόνομη Περιφέρεια Σιντζιάνγκ Ουϊγκούρ ξεκίνησε από το 1955 και οφειλόταν στο διαφορετικό βιοτικό επίπεδο, ακόμα και με εθνικές αντιθέσεις. Ακόμα και τότε, στις εσχατιές της ΛΔΚ, οι τοπικές Αρχές ακολούθησαν μια σοβινιστική πολιτική «του Μεγάλου Χαν» απέναντι στις εθνικές μειονότητες, εμποδίζοντας την εκπαίδευση στην εθνική γλώσσα και φέρνοντας μετανάστες από τις εσωτερικές περιοχές της Κίνας σε αυτές τις περιοχές.

Γι’ αυτήν τη μετανάστευση των εθνοτικών μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ, οι κινεζικές Αρχές κατηγόρησαν τη Μόσχα, που δήθεν διεξήγε «ανατρεπτικές δραστηριότητες» κι εχθρικές ενέργειες μέσω του σοβιετικού προξενείου στην Κούλτζα (Γινίνγκ) και στο Ουρουμτσί. [13] Ως αποτέλεσμα, μετά από μια σειρά προκλήσεων και συλλήψεων διπλωματών, η σοβιετική κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταργήσει το Γενικό Προξενείο κι ένα άλλο γραφείο αντιπροσωπίας στην Αυτόνομη Περιφέρεια Σιντζιάν-Ουϊγκούρ.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι διεκδικήσεις του Πεκίνου αυξάνονταν. Ο Μάο Τσε Τουνγκ έθιξε ανοιχτά τις εδαφικές διαφορές με την ΕΣΣΔ, όταν σε μια συνομιλία με μια ιαπωνική αντιπροσωπία στις 10.7.1964 ανακοίνωσε την κατάληψη περισσότερων από 1,5 εκατομμύριο τετραγωνικών χιλιομέτρων «αρχέγονων κινεζικών εδαφών» από τη Ρωσία: «Έκοψαν όλα όσα θα μπορούσαν ν’ αποκοπούν. Κάποιοι λένε ότι επιπλέον θέλουν να κόψουν το κινεζικό Σιντζιάνγκ και το Χεϊλουνγντζιάν (...) Πριν από περισσότερα από 100 χρόνια απέκοψαν εδάφη στα ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης, συμπεριλαμβανομένων των Μπόλι (Χαμπαρόφσκ), Χαϊσενγουέι (Βλαδιβοστόκ) και της χερσονήσου Καμτσάτκα. Αυτός ο λογαριασμός δεν έχει εξοφληθεί, δεν έχουμε ακόμη λογαριαστεί μαζί τους σε αυτόν το λογαριασμό». [14]

Αλλά ένας νέος γύρος εδαφικών διεκδικήσεων πραγματοποιήθηκε μετά από τη διάσημη 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ της 8ης Συνόδου, της 8.8.1966, όπου ανακοινώθηκε η «Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση». [15] Αν και αυτή η απόφαση αφορούσε εσωτερικά ζητήματα, σχετικά με την επιθυμία του Μάο Τσε Τουνγκ να πραγματοποιήσει μαζική εκκαθάριση του Κόμματος και του κρατικού μηχανισμού, κανείς δεν αμφέβαλλε για το ξέσπασμα μιας νέας εκστρατείας κλιμάκωσης της σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ.

Άλλωστε, οι εκκαθαρίσεις έγιναν με το σύνθημα της καταπολέμησης του ρεβιζιονισμού, που φυτεύτηκε δήθεν στο Κόμμα από τη μακροχρόνια επιρροή της Μόσχας. Από εκείνη τη στιγμή, σε ολόκληρη τη χώρα εντάθηκε η αντισοβιετική εκστρατεία, η οποία εισήγαγε την εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης ως του «από Βορράν κινδύνου» [16] και κατέστρεφε την ίδια την ιδέα της φιλίας μεταξύ των δύο χωρών στη συνείδηση εκατομμυρίων Κινέζων. Θα θίξουμε τα αποτελέσματα της Πολιτιστικής Επανάστασης αργότερα, αλλά αυτή έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στο φούσκωμα επιθετικών διαθέσεων εναντίον του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, καθώς και στην ανάπτυξη συνοριακών συγκρούσεων.

Μετά από τον Μάο και μετά από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΚ που άφησε εποχή, το Μάη του 1966, ο υπουργός Εξωτερικών Τσεν Γι ανακοίνωσε την ύπαρξη εδαφικών διαφορών με την ΕΣΣΔ, επαναλαμβάνοντας κυριολεκτικά κάθε λέξη του «τιμονιέρη» και ανακοινώνοντας την έναρξη ενός ανοιχτού αγώνα για την επιστροφή των «αρχέγονων κινεζικών εδαφών». Είναι αξιοσημείωτο, αλλά η σοβιετική ηγεσία δεν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί επί αμφισβητούμενων εδαφικών ζητημάτων και το 1964 επιτεύχθηκε ήδη συμφωνία βάσει της οποίας τα νησιά, κατά μήκος των παραμεθόριων ποταμών στην Άπω Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του νησιού Νταμάνσκι, θα κατέληγαν στη ΛΔΚ.

Ωστόσο, πριν ακόμα την επίσημη υπογραφή αυτής της συμφωνίας, δηλαδή προτού αποκτήσει νομική ισχύ, η κινεζική πλευρά ξεκίνησε την οικονομική αφομοίωση αυτών των εδαφών. Δηλαδή η ηγεσία της ΛΔΚ θεωρούσε ήδη τα νησιά ως δικά τους, κάτι που προφανώς δεν ήταν προς το συμφέρον του Κρεμλίνου, καθώς, σε περίπτωση πραγματικής αποξένωσής τους, όλες οι άλλες συμφωνίες για τα σύνορα που είχαν συναφθεί νωρίτερα από τις δύο χώρες θα έχαναν το νόημα και την ισχύ τους. Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να εξεταστεί όλη η σκληρότητα του αγώνα που εκτυλίχτηκε γύρω από αυτά τα μικρά κομμάτια γης κατά μήκος του ποταμού Ουσούρι.

Αργότερα, μετά από την απρόσκοπτη κατάληψη αυτών των νησιών και του ίδιου του Νταμάνσκι, το Πεκίνο θα μπορούσε να διευρύνει την επέκτασή του περαιτέρω στις αραιοκατοικημένες περιοχές της Άπω Ανατολής και της Ανατολικής Σιβηρίας. Εκτιμώντας σωστά τη μεγάλη ανωτερότητα της Κίνας σε ανθρώπινους πόρους, καθώς και την εσωτερική πολιτική αστάθεια που προκλήθηκε από την Πολιτιστική Επανάσταση, η Μόσχα φοβόταν ότι οι ηγέτες του ΚΚΚ θα μπορούσαν να διατάξουν μια επίθεση στο σοβιετικό έδαφος για να ενισχύσουν τη θέση τους σε μια κατάσταση οξείας διαπάλης για την εξουσία.

Και τέτοιοι λόγοι υπήρχαν όταν, κάτω από τις κραυγές των Χουϊβινμπίν (Ερυθροφρουροί) και του επίσημου κινεζικού Τύπου για την «ανισοτιμία» των υφιστάμενων συνθηκών μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ, αυξήθηκε κατά πολλές φορές ο αριθμός των συγκρούσεων σε διαφορετικά τμήματα των συνόρων μετά από το 1966. Από το Δεκέμβρη του 1967 και το Γενάρη του 1968, σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις στο νησί Κιρκίνσκι, στις 26.1.1968, στο νησί Νταμάνσκι, καθώς και σε άλλα νησιά στον ποταμό Ουσούρι. Εκείνη την περίοδο, συγκεκριμένα στις 5.1.1968, οι Σοβιετικοί συνοριοφύλακες συνέλαβαν Κινέζους ψαράδες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις Κινέζοι πολίτες εν μέσω εκείνου του περιστατικού. Αυτό θεωρείται το πρώτο περιστατικό αιματοχυσίας.

Ως αποτέλεσμα αυτής της κλιμάκωσης, οι δύο χώρες ενίσχυσαν τους στρατιωτικούς τους σχηματισμούς στα σύνορα. Έτσι, σύμφωνα με τα υλικά των σοβιετικών ειδικών υπηρεσιών, η διοίκηση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας (ΛΑΣΚ), το 1967, μετέφερε πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες στρατιώτες στους συνοριακούς ποταμούς Αμούρ, Ουσούρι και Γιαλού, ενώ προχώρησαν και στην ανακατασκευή όσων εγκαταλελειμμένων ιαπωνικών αμυντικών δομών βρίσκονταν στην περιοχή, τις οποίες είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς ο Κόκκινος Στρατός τον Αύγουστο του 1945. [17]

Η σοβιετική κυβέρνηση, από την πλευρά της, υπέγραψε, το Γενάρη του 1966, με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας τη «Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας μεταξύ της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας». Αυτή η συμφωνία θεωρήθηκε από την κινεζική ηγεσία ως στρατιωτική συμμαχία και το έδαφος της ΛΔ Μογγολίας θεωρήθηκε ως εφαλτήριο για επίθεση στη ΛΔΚ. Αυτοί οι φόβοι ενισχύθηκαν από το γεγονός ότι ο σοβιετικός στρατός έστησε εκεί πυραυλικές βάσεις και μετέφερε σαράντα μεραρχίες στα κινεζικά σύνορα.

Στην πραγματικότητα, οι δύο δυνάμεις όπου κυβερνούσαν κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να μετρούν τη στρατιωτική τους δύναμη και να προετοιμάζονται ενεργά για πόλεμο. Η καθοδήγηση της ΚΕ του ΚΚΚ εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο ότι οι πυρηνικές εγκαταστάσεις της ΛΔΚ θα μπορούσαν να δεχτούν επίθεση με την οποία θα καταστρέφονταν όλα τα αποθέματα ατομικών όπλων μέσα σε μία ώρα. Η ένταση αυξανόταν με τέτοιο ρυθμό, που ήδη από τον Οκτώβρη του 1968 ο Τσου Εν Λάι ανακοίνωσε ότι «όλα μπορούμε να τα περιμένουμε από την ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης στην Κίνα». [18]

Από αυτήν την άποψη, οι Κινέζοι ηγέτες, σύμφωνα με τα αρχειακά δεδομένα, στις αρχές του 1969, έδωσαν στον ΛΑΣΚ εντολή να ξεκινήσει σοβαρή προετοιμασία για μια επιχείρηση διεξαγωγής εχθροπραξιών στο νησί Νταμάνσκι και στις παρακείμενες περιοχές. Αυτή η απόφαση δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι μια ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση ήταν απαραίτητη ώστε η σοβιετική ηγεσία να πιεστεί για να κάνει παραχωρήσεις, καθώς και για να επιστήσει την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας στο μέγιστο βαθμό αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών. Το τελευταίο ήταν απαραίτητο για την υπόθεση της δημιουργίας σχέσεων και την ανάπτυξη συνεργασίας με τις κύριες καπιταλιστικές χώρες που διεξήγαν αγώνα ενάντια στην ΕΣΣΔ.

Αποτέλεσμα της κορύφωσης της σύγκρουσης ήταν οι μάχες το Μάρτη του 1969 μεταξύ τμημάτων του ΛΑΣΚ και των Σοβιετικών συνοριοφυλάκων για το νησί Νταμάνσκι, οι οποίες διήρκεσαν δύο βδομάδες. Για πέντε ακόμα μήνες, εκδηλώνονταν νέες ένοπλες συγκρούσεις σε όλη την περίμετρο των σοβιετο-κινεζικών συνόρων. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι προκλητικές ενέργειες του κινεζικού στρατού θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν πραγματικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών.

Μόνο η ενεργός αντίδραση με τη χρήση βίας από την πλευρά των Σοβιετικών συνοριοφυλάκων ήταν ο κύριος παράγοντας που ώθησε το Πεκίνο να προχωρήσει σε διπλωματική διερεύνηση για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Στα τέλη Μάρτη εκείνου του έτους, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ έκανε μια δήλωση για τα γεγονότα στο νησί Νταμάνσκι, στην οποία πρότεινε στις κινεζικές Αρχές να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις για τα σύνορα οι οποίες είχαν διακοπεί το 1964. Και ήδη το Μάη, η κυβέρνηση της ΛΔΚ εξέδωσε τη δήλωσή της, στην οποία ζήτησε τη διατήρηση των συνόρων με την ίδια μορφή και την εισαγωγή απαγόρευσης της χρήσης όπλων και από τις δύο πλευρές.

Στις 11.9.1969, πραγματοποιήθηκε προσωπική συνάντηση των επικεφαλής των κυβερνήσεων, κατά την οποία ο Α. Ν. Κοσίγκιν είπε εύλογα στον Τσου Εν Λάι: «Ο δυτικός Τύπος και όλες οι δυνάμεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να σπρώξουν την ΕΣΣΔ και τη ΛΔΚ σε σύγκρουση, και συνδέουν με αυτό τις ελπίδες τους για τον τερματισμό του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Επομένως, το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ έχει μεγάλη, παγκόσμια σημασία.» [19]

Ως αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, στις 20.10.1969, άρχισαν γενικευμένες διαπραγματεύσεις για τα αμφιλεγόμενα συνοριακά ζητήματα στην πρωτεύουσα της ΛΔΚ, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το Σεπτέμβρη του 1971, εδραιώνοντας το στάτους κβο. Είναι αλήθεια ότι τα αμφισβητούμενα εδαφικά ζητήματα δε λύθηκαν ποτέ και οι νέες διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μόνο μετά από το 1982. Δεν ήταν επίσης δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία για την επανέναρξη της οικονομικής συνεργασίας και οι γενικές σχέσεις παρέμειναν εχθρικές. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μετά από αυτό ήταν δυνατό ν’ αποτραπεί το ξεπέρασμα του κρίσιμου σημείου, ενώ μειώθηκε κατά πολύ η ίδια η πιθανότητα ενός πολέμου πλήρους κλίμακας.

Έτσι, με την έναρξη της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης, οι σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο και το 1969 αποτέλεσε πραγματικά «μαύρη σελίδα» στην ιστορία των σοβιετο-κινεζικών σχέσεων, στην οποία τα ήδη περιορισμένα νήματα οικονομικής, επιστημονικής, τεχνικής και πολιτιστικής συνεργασίας τελικά αποκόπηκαν, πράγμα που ουσιαστικά ακύρωσε τα αποτελέσματα δύο δεκαετιών συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ιδεολογικές διαφορές που σημειώθηκαν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 έως το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 του 20ού αιώνα μεταφέρθηκαν σε ένα επίπεδο εθνικών αντιθέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ.

Η ηγεσία της ΛΔΚ εγκατέλειψε την ιδέα της φιλίας με το «Μεγάλο της Αδελφό», προκαλώντας τόσο πολιτικές συγκρούσεις στο διεθνές επίπεδο όσο και τοπικές συγκρούσεις σε ορισμένες παραμεθόριες περιοχές με τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες κατέληξαν σε αιματηρή ένοπλη αντιπαράθεση. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν για εξομάλυνση των σχέσεων το φθινόπωρο του 1969, οι οποίες επέτρεψαν και στις δύο πλευρές ν’ απομακρυνθούν από την προοπτική μιας σύγκρουσης μεγάλης κλίμακας, οι υπολειπόμενες εντάσεις συνέχισαν να υπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ τις επόμενες δεκαετίες.

Η στροφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση

Η νέα εξωτερική πολιτική της Κίνας διαμορφώθηκε ακριβώς υπό την επίδραση της ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση στα σύνορά της και καταγράφηκε από το 9ο Συνέδριο του ΚΚΚ, που πραγματοποιήθηκε από την 1η έως τις 24.4.1969. Ο κύριος τρέχων στόχος που υιοθετήθηκε από το Συνέδριο ήταν ο αγώνας του Κομμουνιστικού Κόμματος και του λαού της χώρας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, κέντρο του οποίου διακηρύχτηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και, ταυτόχρονα, ενάντια στο σύγχρονο αναθεωρητισμό με επικεφαλής το ΚΚΣΕ.

Επίσης σε αυτό το Συνέδριο, υιοθετήθηκε η αντίληψη της μετάλλαξης της ΕΣΣΔ σε σοσιαλιμπεριαλιστικό κράτος, η οποία εντάθηκε περαιτέρω μετά από την εκλογή του Λεονίντ Μπρέζνιεφ ως Γενικού Γραμματέα του ΚΚΣΕ. Σύμφωνα με τη νέα θεωρία, η ηγεσία του ΚΚΣΕ άρχισε να «φυτεύει ακόμη πιο λυσσασμένα το σοσιαλιμπεριαλισμό και το σοσιαλφασισμό», να καταστέλλει το σοβιετικό λαό, να πραγματοποιεί μια ολοκληρωμένη αποκατάσταση του καπιταλισμού και επίσης να εντείνει την «απειλή επίθεσης εναντίον της χώρας μας». [20]

Μεγάλο μέρος του 9ου Συνεδρίου αφιερώθηκε στο θέμα του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου, το οποίο φωτιζόταν από τις θέσεις του «Μεγάλου Τιμονιέρη» σχετικά με τη διεθνή στρατιωτική σύγκρουση, σύμφωνα με τις οποίες «υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες: Είτε ένας πόλεμος θα προκαλέσει μια επανάσταση είτε μια επανάσταση θ’ αποτρέψει έναν πόλεμο». [21] Επιπλέον, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ υποδεικνύονταν εξίσου ως οι κύριοι υπαίτιοι μιας παγκόσμιας ένοπλης σύγκρουσης.

Το σημαντικότερο ήταν ότι, ως αποτέλεσμα της συζήτησης, η Σοβιετική Ένωση ανακηρυσσόταν ο κύριος εχθρός του κινεζικού λαού. Ο Μάο Τσε Τουνγκ μάλιστα είπε στην εισήγησή του ότι η ΕΣΣΔ αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο από τις ΗΠΑ για την υπόθεση του σοσιαλισμού και της παγκόσμιας επανάστασης: «Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι μια χάρτινη τίγρης που έχει διαπεραστεί εδώ και πολύ καιρό από τους λαούς του κόσμου, ο “σοσιαλιμπεριαλισμός” είναι πολύ πιο παραπλανητικός από τον ιμπεριαλισμό της παλιάς κοπής κι επομένως πολύ πιο επικίνδυνος.»

Η απειλή μιας σοβιετικής επίθεσης κατά της ΛΔΚ φαινόταν πολύ πραγματική στην ηγεσία του ΚΚΚ για διάφορους λόγους. Πρώτ’ απ’ όλα, ως αποτέλεσμα των άμεσων ένοπλων συγκρούσεων στο νησί Νταμάνσκι, που παρουσιάστηκαν από την κινεζική προπαγάνδα ως απόδειξη των επεκτατικών στόχων της Μόσχας. Μια ακόμα πρόφαση για τέτοιους συλλογισμούς ήταν η είσοδος σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, καθώς η ΚΕ του ΚΚΣΕ φερόταν πως θα μπορούσε δήθεν να επαναλάβει το ίδιο με την Κίνα.

Ενώ ο πιο σημαντικός λόγος, σύμφωνα με το εφεύρημα του Μάο Τσε Τουνγκ, ήταν ότι η «από Βορράν απειλή» αποτελούσε βολικό εργαλείο για την υλοποίηση των στόχων της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας προκειμένου να ξεπεραστεί η καθυστέρηση. Αυτό συνδέθηκε με την κινητοποίηση των οικονομικών δυνάμεων και την ανάπτυξη του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος στη χώρα, που είχε μετατραπεί σ’ ένα ενιαίο στρατιωτικοποιημένο στρατόπεδο, αλλά και με τις προοπτικές αύξησης της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας με τις καπιταλιστικές χώρες.

Στη συνέχεια, η ηγεσία της ΛΔΚ δικαίωνε αυτήν την προσέγγιση με τα δεδομένα ότι το ΑΕΠ της χώρας διπλασιάστηκε από το 1968 μέχρι το 1976. [22] Για να το θέσουμε απλά, οι ηγέτες του ΚΚΚ, ξεκινώντας απ’ όσα θα ωθούσαν τον εκσυγχρονισμό, αξιοποίησαν την ένοπλη σύγκρουση με την ΕΣΣΔ για να εφαρμόσουν ευνοϊκές συνθήκες συνεργασίας με τη Δύση, κυρίως με τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά τα προηγούμενα, τίθεται το εύλογο ερώτημα: Γιατί οι κορυφαίες καπιταλιστικές χώρες προσέγγισαν την Κίνα; Η απάντηση είναι αρκετά απλή: Ο δυτικός ιμπεριαλισμός θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση ως τον πυρήνα του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, άρα και οι αντισοβιετικές δραστηριότητες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος θα μπορούσαν να την αποδυναμώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Μεταξύ άλλων, η εγχώρια κινεζική αγορά άνοιξε για το αμερικανικό κι ευρωπαϊκό κεφάλαιο και δημιουργήθηκε η προοπτική χρήσης φθηνού εργατικού δυναμικού, γεγονός που ώθησε την αμερικανική άρχουσα τάξη να επανεξετάσει τις εκτιμήσεις και την πολιτική της στάση απέναντι στο Πεκίνο.

Δεν άργησαν να φανούν τα αποτελέσματα αυτής της στροφής της ΛΔΚ προς τη Δύση και ήδη στις 25.6.1969 ο εν ενεργεία Αμερικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον παρουσίασε το λεγόμενο «δόγμα Γκουάμ», σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ δε θα χρησιμοποιούσαν τα δικά τους στρατεύματα για να πραγματοποιήσουν μακροχρόνιες πολεμικές εκστρατείες σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Έτσι, τα καθήκοντα καταπολέμησης του κομμουνιστικού κινήματος στην Ινδοκίνα μεταφέρθηκαν στους δορυφόρους των ΗΠΑ, ενώ συνέχισαν να παρέχουν στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη.

Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό η στρατιωτική πίεση των ΗΠΑ στην Κίνα, αφού το Πεντάγωνο μείωσε τα στρατεύματά του στη Νότια Κορέα, στο Νότιο Βιετνάμ, στην Ταϊλάνδη και από τα τέλη του 1969 αποχώρησε από τις ακτές της Ταϊβάν ο 7ος Στόλος που έφερε πυρηνικά όπλα. Κατά συνέπεια, αποσύρθηκε μέρος των αμερικανικών στρατευμάτων από το νησί και άνοιξε ο δρόμος για τη διαμόρφωση σχέσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον.

Σε απάντηση αυτών των βημάτων, οι ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισαν ν’ αναθεωρήσουν μέρος του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής τους. Συγκεκριμένα, το Μάη του 1970, ο «Μεγάλος Πρόεδρος» αναθεώρησε την έννοια του παγκόσμιου πολέμου και την παρουσίασε πλέον με διαφορετική μορφή: «Ο κίνδυνος ενός νέου παγκόσμιου πολέμου εξακολουθεί να υπάρχει και οι λαοί όλων των χωρών πρέπει να προετοιμάζονται γι’ αυτό. Ωστόσο, η κύρια τάση στον κόσμο σήμερα είναι η επανάσταση.» [23]

Ένα τέτοιο ιδεολόγημα έδωσε τη δυνατότητα να μετατοπιστεί στο προσκήνιο η προοπτική μιας ένοπλης σύγκρουσης με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στην ίδια την Κίνα ν’ αξιοποιήσει τις δυνάμεις της για την εφαρμογή οικονομικών μετασχηματισμών. Πρόκειται για μια εκ νέου επεξεργασία της θεωρίας της «ειρηνικής συνύπαρξης», με άλλο περιτύλιγμα και με κινεζικές ιδιαιτερότητες, η οποία επέτρεψε τη σημαντική μείωση του βαθμού αντιπαράθεσης μεταξύ της Κίνας και της Αμερικής.

Ως αποτέλεσμα, υπήρξε σημαντική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά την καθιέρωση και την ανάπτυξη συνεργασίας σε όλους τους τομείς. Τον Ιούλη του 1971, ο επικεφαλής της κινεζικής κυβέρνησης Τσου Εν Λάι συναντήθηκε με τον Χένρι Κίσινγκερ και στα τέλη Φλεβάρη του 1972 ο Ρίτσαρντ Νίξον έφτασε στη ΛΔΚ για επίσημη επίσκεψη. Πριν ακόμα την άφιξη αυτών των νέων φίλων στο Πεκίνο, η Ουάσιγκτον είχε καταργήσει τον εμπορικό αποκλεισμό ενάντια στην Κίνα, ενώ μέχρι το 1976 ο συνολικός κύκλος εργασιών του εμπορίου της Κίνας με τις χώρες του καπιταλισμού ξεπέρασε τον όγκο των συναλλαγών του με τις χώρες του σοσιαλισμού κατά 3,2 φορές. [24]

Στην πραγματικότητα, ακόμη και τότε, ξεκινώντας με την ανακήρυξη του αντισοβιετικού εφευρήματος του «σοσιαλιμπεριαλισμού» το 1969, δικαιολογήθηκε η πορεία αναπροσανατολισμού προς τις ΗΠΑ και τέθηκαν οι βάσεις για την πραγματοποίηση των μελλοντικών αγοραίων μεταρρυθμίσεων στο μέλλον.

Η σύγκρουση με το Βιετνάμ και ο θρίαμβος του Τενγκ Χσιαοπίνγκ

Τα επόμενα χρόνια, η αποχώρηση που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα του θανάτου του Μάο Τσε Τουνγκ και του Τσου Εν Λάι το 1976, δεν οδήγησε μόνο σε αλλαγή της γενιάς των ηγετών και σε πυροδότηση ενός νέου γύρου οξυμένης εσωκομματικής πάλης, αλλά τελικά ολοκλήρωσε την πολιτική εξέλιξη του καθεστώτος, το οποίο είχε ήδη πάρει τελεσίδικα το δρόμο της εισαγωγής αστικών οικονομικών κανόνων και των καπιταλιστικών στοιχείων στην οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλε η δημιουργία διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ και ο επαναπροσανατολισμός προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης.

Την ίδια στιγμή, και με ανανεωμένο σθένος, συνεχιζόταν σε όλο τον κόσμο η αντισοβιετική δραστηριότητα της Κίνας, αφού η γενική γραμμή της πάλης ενάντια στο σοβιετικό ηγεμονισμό παρέμενε αμετάβλητη. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η άμεση σύγκρουση μεταξύ κινεζικών και σοβιετικών «σφαιρών επιρροής» στην Καμπότζη, όπου το 1975 ανέβηκαν στην εξουσία οι Ερυθροί Χμερ, με επικεφαλής τον Πολ Ποτ ο οποίος υποστηριζόταν από το ΚΚ Κίνας.

Εκτός από τις περιπέτειες και τον τυχοδιωκτισμό για την εκκαθάριση των «αστικών πόλεων» και τη μαζική τρομοκρατία εναντίον των διαφωνούντων και των εθνοτικών μειονοτήτων, η μαοϊκή ηγεσία της Καμπότζης ακολούθησε το δρόμο των συνεχών επιθέσεων και προκλήσεων εναντίον του γειτονικού Βιετνάμ, αναπαράγοντας την πλούσια εμπειρία των «πρεσβύτερων Κινέζων συντρόφων» που αποκτήθηκε μέσα από τον αγώνα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Ως αποτέλεσμα, ήδη το Νοέμβρη του 1978, το Ανόι υπέγραψε μια μακροχρόνια συνθήκη φιλίας και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση που προέβλεπε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Στη συνέχεια, ο στρατός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ εξαπέλυσε επίθεση στην Καμπότζη, προκαλώντας στρατιωτική ήττα στο καθεστώς των Ερυθρών Χμερ κι εγκαθιστώντας μια νέα κυβέρνηση, φιλική προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Βιετνάμ.

Μετά από αυτό, η ένοπλη πλέον σύγκρουση μεταξύ της Κίνας και του σοσιαλιστικού Βιετνάμ έγινε αναπόφευκτη. Αφορμή αποτέλεσε το ότι η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βιετνάμ προχώρησε στην απέλαση περισσότερων από διακοσίων χιλιάδων δυνητικά επικίνδυνων μελών της εθνικής κοινότητας των Χαν, που ζούσαν σε πόλεις και ήταν επιχειρηματίες και μικροί έμποροι.

Ως απάντηση, οι ηγέτες της Κίνας αποφάσισαν να «δώσουν ένα μάθημα στο Βιετνάμ» και στις 17.2.1979 μισό εκατομμύριο στρατιώτες του ΛΑΣΚ πέρασαν τα σύνορα με τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ. Οι αιματηρές μάχες κράτησαν ένα μήνα χωρίς να προσφέρουν κάποιο πλεονέκτημα στον κινεζικό στρατό, ο οποίος τελικά αναγκάστηκε σε ντροπιαστική υποχώρηση. Η Σοβιετική Ένωση καταδίκασε πολιτικά την εισβολή και αύξησε τις προμήθειες όπλων προς το Βιετνάμ.

Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, το Πεκίνο αρνήθηκε να παρατείνει τη σοβιετοκινεζική συνθήκη του 1950 η οποία έληγε το 1980. Αυτό ήταν το χαμηλότερο σημείο των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ, καθώς και μια μαύρη σελίδα στις σχέσεις μεταξύ των χωρών που κήρυξαν το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Η διάσπαση ανάμεσά τους βάθαινε και οδήγησε σε άμεσες ένοπλες συγκρούσεις στην Ασία, ενώ στα καπιταλιστικά κράτη προκάλεσε σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ των νέων, μαοϊκών, ΚΚ και των παλιών ΚΚ, τα οποία ήταν φιλικά προς τη Μόσχα.

Ταυτόχρονα, από το 1976 έως το 1980, εντός του ΚΚΚ διεξαγόταν ένας διαρκής αγώνας, ο οποίος έφερε στην εξουσία τον ηγέτη της «δεξιάς πτέρυγας», τον Τενγκ Χσιαοπίνγκ. Οι πιο στενοί συνεργάτες του Μάο Τσε Τουνγκ δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την εξουσία και αρκετοί από αυτούς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε δίκη στην υπόθεση της λεγόμενης «συμμορίας των τεσσάρων». [25] Όλως περιέργως, κατηγορήθηκαν για συμπάθεια προς το σοβιετικό ρεβιζιονισμό, παρότι η τρομοκρατική επίθεση κοντά στο κτήριο της πρεσβείας της ΕΣΣΔ στη ΛΔΚ τον Απρίλη του 1976 είχε οργανωθεί με τις δικές τους οδηγίες.

Ωστόσο, τι ήταν αυτό που οδήγησε σε αυτά τα γεγονότα, και τελικά μετά από το θάνατο του «Μεγάλου Τιμονιέρη» και την απομάκρυνση από την εξουσία των συμπολεμιστών του από το «επαναστατικό επιτελείο» δε σημειώθηκε βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ΛΔΚ;

Σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν το αποτέλεσμα της προηγούμενης Πολιτιστικής Επανάστασης, η οποία οδήγησε σε καταστολή μεγάλης κλίμακας ενάντια στην εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά και στην πραγματική ήττα του ΚΚΚ, των κοινωνικών οργανώσεων, όπως η Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας Κίνας, τα συνδικάτα, οι οργανώσεις των πιονιέρων κ.ά. Αυτό, άλλωστε, εξέφραζε το νόημα του συνθήματος «Φωτιά στα επιτελεία!». Η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν ένα εργαλείο στα χέρια του Μάο και των υποστηρικτών του για να πραγματοποιήσουν μια γιγαντιαία εκκαθάριση των τεχνοκρατών και των «δεξιών» που αντιτάχτηκαν στην πολιτική του «Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός» και απόδιωχναν σταδιακά το «Μεγάλο Τιμονιέρη» από την εξουσία.

Εξέχοντες παράγοντες της κινεζικής επανάστασης, όπως ο Λιου Σαοτσί και ο στρατάρχης Πεν Νταχουάι, θανατώθηκαν, ενώ χιλιάδες κομμουνιστές πέθαναν ως αποτέλεσμα των διωγμών εκ μέρους των νεαρών Ερυθροφρουρών. Συνολικά, στο βωμό των εκκαθαρίσεων και της καταστολής έπεσαν έως και πέντε εκατομμύρια μέλη και υποστηρικτές του Κόμματος. Βέβαια, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια μόνο του πρώτου κύματος αποκατάστασης, το 1978, δικαιώθηκαν πολιτικά 130.000 κομμουνιστές.

Μετά από την ήττα των στελεχών του ανώτερου και μεσαίου επιπέδου, πολλοί από τους οποίους είχαν εμπειρία από τη συμμετοχή στην επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, προωθήθηκαν στη θέση τους αδαείς καριερίστες και ηγέτες ομάδων νεολαίας, καθώς και ορισμένοι κομματικοί παράγοντες από την επαρχία που αποφάσισαν να χαλιναγωγήσουν το κίνημα των Ερυθροφρουρών. Έτσι δημιουργήθηκε η ραχοκοκαλιά των νέων υποψηφίων, που αποτέλεσαν το στήριγμα και το τμήμα του στενότερου κύκλου κατά τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του Προέδρου, τόσο στον κομματικό και οικονομικό μηχανισμό όσο και στο στρατό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνη η ισχνή προσωπικότητα, ο Χούα Γκοφέν, που εμφανιζόταν ως επίσημος διάδοχος του Μάο.

Συνεπώς, μετά από το θάνατο του Μάο, το Κόμμα, καθώς είχε αποδυναμωθεί από τις εκκαθαρίσεις και είχε αλλοιωθεί πολύπλευρα, δεν ήταν πλέον σε θέση να διορθώσει την πορεία, αφού είχε απωλέσει τις παραδόσεις της εσωτερικής δημοκρατίας. Άρα το κόμμα που ήταν στην εξουσία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των οπαδών της αγοράς και της Δεξιάς, οι οποίοι πήραν το πάνω χέρι υπό την ηγεσία του Τενγκ Χσιαοπίνγκ που είχε επιστρέψει. Στην ουσία, ο Μάο, πραγματοποιώντας την Πολιτιστική Επανάσταση για να σφετεριστεί αρμοδιότητες και να νικήσει τους εχθρούς του, κατέληξε ν’ αφοπλίσει το ΚΚΚ και ν’ ανοίξει το δρόμο για εκείνους τους οποίους ο ίδιος κατηγορούσε επίσημα και αγωνιζόταν ενάντιά τους.

Ο Τενγκ Χσιαοπίνγκ, ο οποίος ξεκίνησε μια ανοιχτή δίκη εναντίον της «συμμορίας των τεσσάρων», μεταξύ των οποίων ήταν και οι στενότεροι συνεργάτες του Μάο και η συζύγός του, κατάφερε στην πραγματικότητα ένα σοβαρό προπαγανδιστικό και πολιτικό πλήγμα στην εναπομείνασα «αριστερή πτέρυγα» με εκπρόσωπο τον Χούα Γκοφέν, ο οποίος απαξιώθηκε μαζί και με όλη την προηγούμενη πορεία της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Οι ιδεολογικές θέσεις περί «σοσιαλιμπεριαλισμού», ο ένθερμος πολυετής αντισοβιετισμός και οι ένοπλες συνοριακές συγκρούσεις αρχικά με την ΕΣΣΔ και στη συνέχεια με το Βιετνάμ, δεν επέτρεπαν μια γρήγορη αποκατάσταση των σχέσεων με τη Μόσχα. Επιπλέον, ο ίδιος ο Χούα Γκοφέν, αλλά και ο Τενγκ Χσιαοπίνγκ, παρά το γεγονός ότι είχαν αποκαθηλώσει σε γενικές γραμμές την προσωπολατρία του «Μεγάλου Προέδρου» και την Πολιτιστική Επανάσταση, εξακολουθούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να επικαλούνται την ιδεολογική και πολιτική κληρονομιά του Μάο, συμπεριλαμβανομένου και του αγώνα κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Φλεβάρη του 1980, στο πλαίσιο της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΚ, απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους οι εναπομείναντες συνεργάτες του Μάο (η «νέα τετράδα») και η εξουσία πέρασε οριστικά στα χέρια των «πραγματιστών». [26] Ως αποτέλεσμα, η ορολογία του «ρεβιζιονισμού», της «αστικής αντεπανάστασης», της «παλινόρθωσης του καπιταλισμού» που χρησιμοποιούνταν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στο πλαίσιο της εσωκομματικής πάλης, ουσιαστικά χαρακτηρίστηκε ως «εκδήλωση της «προδοτικής» υπεραριστερής γραμμής της «Τετράδας».

Αυτή η δεξιά στροφή είχε ως αποτέλεσμα ν’ απωλέσει την ταξική βάση και να μην έχει νόημα η περαιτέρω ιδεολογική πάλη με την ΕΣΣΔ, έτσι η ΚΕ του ΚΚΚ σταμάτησε εντελώς την κριτική στην εσωτερική πολιτική του ΚΚΣΕ. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν επηρέασε τις σχέσεις εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980.

Μόλις ο Τενγκ Χσιαοπίνγκ ανακοίνωσε την πολιτική των τεσσάρων εκσυγχρονισμών και των μεταρρυθμίσεων της αγοράς, η Κίνα προχώρησε στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και συνέδεσε το μέλλον της με τις δυτικές επενδύσεις και τη δημιουργία ελεύθερων οικονομικών ζωνών. Πλέον το Πεκίνο δε χρειαζόταν τη σοβιετική εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ούτε και τη δημιουργία οικονομικών σχέσεων με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Οι προσπάθειες της Μόσχας να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με τη νέα «πραγματιστική» ηγεσία του ΚΚΚ αντιμετώπισαν τις υπερβολικές απαιτήσεις του Πεκίνου, το οποίο ζητούσε από την ΕΣΣΔ ν’ απομακρύνει τα σοβιετικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν και τη Μογγολία και να σταματήσει να στηρίζει το Βιετνάμ ως προς το ζήτημα της «κατοχής» της Καμπότζης. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν παρέμβαση των ηγετών της ΛΔΚ στις σχέσεις της ΕΣΣΔ με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, κάτι που κρίθηκε απαράδεκτο από τη σοβιετική κυβέρνηση.

Η κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει μόλις το 1986, όταν ο νέος Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, παρουσίασε την ιδέα της βελτίωσης των σχέσεων με τη ΛΔΚ μέσω συμβιβασμών κατά τη διάρκεια των ομιλιών του στο Κρασνογιάρσκ και το Βλαδιβοστόκ. Βέβαια, μονάχα μετά από την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και μέρους των στρατευμάτων από τη Μογγολία έγινε δυνατή η «ιστορική» συνάντηση μεταξύ του Τενγκ Χσιαοπίνγκ και του Γκορμπατσόφ, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 1989. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν πραγματικά λίγες διαφωνίες μεταξύ τους, αφού η ηγεσία του ΚΚΣΕ προσπαθούσε ν’ αντιγράψει τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις του ΚΚΚ και ουσιαστικά παραδέχτηκε τα προηγούμενα «λάθη» που είχε κάνει κατά την περίοδο της στασιμότητας.

Τελικά, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εντάθηκαν στην ΕΣΣΔ οι πραγματικά αντεπαναστατικές διαδικασίες και η αποκατάσταση του καπιταλισμού, η ΚΕ του ΚΚΚ δεν έδειξε καμία αντίδραση, αφού θεωρούσε αυτά τα γεγονότα ως φυσιολογική εκδήλωση του θριάμβου του «πραγματισμού». Η κινεζική ηγεσία επέδειξε ορισμένη νηφαλιότητα μονάχα ενόψει της πλήρους καταστροφής της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς προσπάθησε να ενισχύσει το ρόλο και την ισχύ του κυβερνώντος κόμματος με στόχο να ελέγξει και να διαχειριστεί τους μηχανισμούς της αγοράς και να καθοδηγήσει τη διαδικασία μετάλλαξης της χώρας προς τον καπιταλισμό.

Συμπεράσματα

Η διάσπαση μεταξύ του ΚΚΚ και του ΚΚΣΕ, η οποία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οδήγησε σε σοβαρές συνέπειες και, από πολλές απόψεις, εξασθένησε τον πυρήνα του παγκόσμιου σοσιαλισμού με εκπρόσωπο τη Σοβιετική Ένωση, που ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος στο επίκεντρο της αντίθεσης με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, η αντιπαράθεση από την πλευρά του Πεκίνου είχε εκφυλιστεί σε μια αντιπαλότητα με τη Μόσχα για την ηγεσία κι επιρροή στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και στις Αδέσμευτες Χώρες. Αυτό το γεγονός έδωσε περισσότερες δυνατότητες στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ν’ αντιταχτούν ενεργά στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία.

Μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η κριτική που ασκήθηκε προς τη σοβιετική ηγεσία εκ μέρους του ΚΚΚ ήταν αρχικά δικαιολογημένη, αλλά στη συνέχεια πήρε εξεζητημένο χαρακτήρα με θεμελιωδώς λανθασμένα συμπεράσματα. Παρά τις αρνητικές πολιτικές διαδικασίες της αποσταλινοποίησης στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και την εμφάνιση των αρνητικών συνεπειών στη σοσιαλιστική οικονομία, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν και των άλλων μετασχηματισμών της δεκαετίας του ’60, οι οποίες εισήγαγαν αντιφάσεις και μη σοσιαλιστικά στοιχεία στο σύστημα, δεν πραγματοποιήθηκε παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, πόσο μάλλον ούτε μετατράπηκε ποτέ σε σοσιαλιμπεριαλιστική δύναμη, όπως ισχυρίστηκε το ΚΚ Κίνας.

Ωστόσο, αυτές ακριβώς τις κατηγορίες είχε εξαπολύσει ο Μάο Τσε Τουνγκ ενάντια στη Μόσχα. Άρα οι Κινέζοι εργάτες είχαν μια τέτοια εικόνα για το πρώτο εργατικό κράτος, την εικόνα ενός εχθρού, ενώ η σοβιετική κυβέρνηση χαρακτηριζόταν ως σοσιαλρεβιζιονισμός.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Μάο Τσε Τουνγκ εκμεταλλεύτηκε την εκστρατεία που ξεκίνησε ο Νικίτα Χρουστσόφ για να καταρρίψει την προσωπολατρία του Στάλιν, με σκοπό να διαμορφώσει μια δική του ανεξάρτητη πορεία σε αντίθεση με την ηγεσία της ΕΣΣΔ υπό το πρόσχημα της προστασίας των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού και να κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, κάτι που απαντούσε στις φιλοδοξίες του. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της ΛΔΚ, διαμόρφωνε μια εικόνα του εαυτού του ως αλάνθαστου ηγέτη της επανάστασης και ενός «Μεγάλου Τιμονιέρη» που είχε την ικανότητα να καθορίσει τη γραμμή όλων των κομμουνιστικών κομμάτων στον κόσμο.

Αυτό αποδεικνύεται και από την πορεία της εφαρμογής του «Μεγάλου Άλματος» το οποίο διακηρύχτηκε το 1958 και σύμφωνα με την ιδέα του Προέδρου της ΛΔΚ έπρεπε να ξεπεράσει την καθυστέρηση σε τρία χρόνια και να οδηγήσει τη χώρα στο σοσιαλισμό. Βρισκόταν σε σαφή αντίθεση με τη σοβιετική εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και με τα ντοκουμέντα του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΚ, το οποίο κήρυξε τη σταδιακή εφαρμογή του πενταετούς σχεδίου. Ως αποτέλεσμα, αυτή η πορεία οδήγησε σε σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και σε μαζική πείνα στην Κίνα.

Με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε και τη θεωρία του επαναστατικού πυρηνικού πολέμου. Αυτή η θέση φέρεται να διακηρύχτηκε ως απάντηση στην έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης των χωρών με διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα η οποία εγκρίθηκε στη σύσκεψη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στη Μόσχα το 1957, με πρωτοβουλία του ΚΚΣΕ. Αν είναι απαραίτητο να γίνει κριτική στη θέση της ειρηνικής συνύπαρξης, τότε η ιδέα του Μάο Τσε Τουνγκ για έναν πυρηνικό επαναστατικό πόλεμο με σκοπό την καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ταξική προσέγγιση και τον ίδιο το μαρξισμό.

Το Πεκίνο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αυτήν τη θεωρία με στόχο να τραβήξει την ΕΣΣΔ στην περιφερειακή σύγκρουση της Κίνας με την Ταϊβάν και να περιορίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να προκαλέσει έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, από τον οποίο, σύμφωνα με τον Μάο, η ΛΔΚ θα έβγαινε νικήτρια, υπολογίζοντας το τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό του κινεζικού λαού. Μια τέτοια αντιδραστική σοβινιστική ιδέα περιβαλλόταν από εκθαμβωτικές επαναστατικές διατυπώσεις, αλλά εξυπηρετούσε μεγαλοκρατικούς στόχους και την ανάπτυξη εθνικιστικών διαθέσεων μέσα στην «Ουράνια Αυτοκρατορία».

Επιπλέον, η άλλη θεωρία του μαοϊσμού σχετικά με τις «ενδιάμεσες ζώνες» ακολουθούσε τυπικά τη θεωρία των σταδίων, αλλά μόνο εξωτερικά, καθώς τεκμηρίωνε ότι πρακτικά υπήρχε δυνατότητα να πραγματοποιηθεί ενοποίηση με την εθνική μονοπωλιακή αστική τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, με στόχο την αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους σε αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό που εκπροσωπούνταν από τις ΗΠΑ. Αν και η αιτιολόγηση γι’ αυτό το ιδεολόγημα ήταν το καθήκον ν’ αντιμετωπιστεί η Ουάσιγκτον, στην πραγματικότητα ήταν σκόπιμα παραπλανητικό, αφού εξυπηρετούσε το σκοπό η ΛΔΚ να προσεγγίσει τις κορυφαίες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Ο ίδιος στόχος εξυπηρετήθηκε από τη θεωρία του «σοσιαλιμπεριαλισμού» και του «σοσιαλφασισμού», που εμφάνιζε την ΕΣΣΔ ως κύριο εχθρό του κινεζικού λαού και ολόκληρου του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η ιδέα εφαρμόστηκε με μεγάλη ένταση κατά την περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης, όταν η χώρα ανακηρύχτηκε ως ενιαίο στρατόπεδο λόγω του «από Βορράν κινδύνου». Αυτή η ιδέα, με τον τρόπο που προσπαθούσε να εξηγήσει τον επιθετικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης, συντέλεσε στην άνοδο των εθνικιστικών συναισθημάτων μέσα στην Κίνα και ζητούσε την επιστροφή, με τη δύναμη των όπλων, των «πατρογονικών κινεζικών εδαφών» που είχαν καταληφθεί από την τσαρική κυβέρνηση με τη σύναψη ανισότιμων συνθηκών.

Η ηγεσία της ΛΔΚ δεν εκτίμησε το γεγονός ότι η Μόσχα επέστρεψε στην Κίνα το 1950 τον Κινεζικό Ανατολικό Σιδηρόδρομο (ΚΑΣ), το Πορτ Άρθουρ και την πόλη Ντάλνι, ενώ το 1964 ήταν έτοιμη να εξετάσει αμφισβητούμενα εδαφικά ζητήματα. Αυτή η θεωρία χρησίμευσε τελικά για την υποκίνηση αιματηρών συγκρούσεων στα σύνορα με την ΕΣΣΔ το 1969. Αυτή η ένοπλη σύγκρουση, καθώς και η ίδια η έννοια του «σοσιαλιμπεριαλισμού» αποτέλεσαν βάση για τη στροφή της Κίνας προς τη Δύση και την αποκατάσταση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα η Ουάσιγκτον άρχισε να θεωρεί το Πεκίνο εταίρο και σύμμαχό της στον περιορισμό και την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης.

Κατά τη γνώμη μας, όλα αυτά τα περιστατικά, όπως και άλλα, προέκυψαν λόγω της απουσίας πολιτικού και οργανωτικού κέντρου του κομμουνιστικού κινήματος. Η διάλυση της Κομιντέρν το 1943 επίδρασε σε μεγάλο βαθμό και στα ζητήματα που εξετάζουμε, αφού ούτε το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων, το οποίο δημιουργήθηκε μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε οι ετήσιες συναντήσεις των Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων δεν κατάφεραν να έχουν το ρόλο του κεντρικού επιτελείου και να πετύχουν ιδεολογική ενότητα.

Από αυτήν την άποψη, ήταν αδύνατος ο πλήρης συντονισμός και η κοινή δράση στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στις χώρες όπου οι κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία. Τα όργανα του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας και του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν είχαν τις ίδιες πολιτικές αρμοδιότητες και δυνατότητες, κι έτσι περιοριζόταν η ισχύς και οι δυνατότητες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Ούτε οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών έλυσαν αυτό το πρόβλημα, και μάλιστα στις περιπτώσεις όπου άλλαζαν οι συγκυρίες, όπως είδαμε στο παράδειγμα της Κίνας, έχαναν το νόημά τους και μετατρέπονταν σ’ ένα κομμάτι χαρτί.

Μια τέτοια κατάσταση δε θα μπορούσε να διασφαλίσει τη μονολιθικότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, πράγμα που οδήγησε σε εκδηλώσεις βολονταρισμού από την πλευρά της ηγεσίας μεμονωμένων κομμουνιστικών κομμάτων, καθώς και στη διαμόρφωση μιας σειράς τάσεων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, με υποχωρήσεις και ειδικά χαρακτηριστικά, όπως ο τιτοϊσμός, ο χοτζισμός, ο μαοϊσμός, το Τσουτσχέ κλπ. Μάλιστα, τη δεκαετία του ’60, εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη ο «ευρωκομμουνισμός», ο οποίος έρχεται σε θεμελιώδη αντίθεση με το μαρξισμό-λενινισμό.

Από αυτήν την άποψη, η μαοϊκή Κίνα αναπαρήγε από πολλές απόψεις την εμπειρία και την εξέλιξη της Γιουγκοσλαβίας του τέλους της δεκαετίας του 1940 και των αρχών της δεκαετίας του 1950, αλλά σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα. Απομακρύνθηκε από τη σοσιαλιστική πορεία και σύναψε φιλική συνεργασία με τη Δύση, με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, στην ιστορική αρένα εμφανίστηκε ο μαοϊσμός ως όχημα ενάντια στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις του Τενγκ Χσιαοπίνγκ και την ανάπτυξη του κινεζικού καπιταλισμού με το μανδύα του «σοσιαλισμού» με εθνικές ιδιαιτερότητες και τη μετατροπή της ΛΔΚ σε τυπική ιμπεριαλιστική δύναμη.

Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι το ΚΚΚ εκμεταλλεύτηκε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την οπορτουνιστική στροφή που σημείωσε το ΚΚΣΕ, όμως πίσω από αυτές τις θέσεις του ΚΚΚ βρίσκονταν θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα που ήταν διαποτισμένα με εθνικιστικά αισθήματα και τα οποία οδήγησαν σε απαράδεκτες θέσεις. Άρα, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η ΛΔΚ υποστήριξε, παραδείγματος χάρη, τους Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν ή την Ουνιτά στην Αγκόλα. Από την άλλη, αυτή η θέση της ΛΔΚ αξιοποιήθηκε από τις ΗΠΑ προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.

Μπορούμε επίσης να πούμε ότι οι αγοραίες μεταρρυθμίσεις στην Κίνα πυροδότησαν ακόμη και αντεπαναστατικές διαδικασίες στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, αφού χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένα κόμματα που είχαν απομακρυνθεί από τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με αποτέλεσμα η ΛΔΚ να θεωρηθεί ως ένα ελκυστικό παράδειγμα για την εισαγωγή ιδιωτικών καπιταλιστικών στοιχείων στη σχεδιοποιημένη οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια συγκεκριμένη ομάδα στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, εκπροσωπούμενη από τον Γιούρι Αντρόποφ και στη συνέχεια και από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, εξέταζε στα σοβαρά την εμπειρία της δράσης των Κινέζων «πραγματιστών» στην εφαρμογή της νέας οικονομικής πολιτικής.

Ταυτόχρονα, ο μαοϊσμός προκάλεσε τεράστια ζημιά στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, διασπώντας συνειδητά τις γραμμές του. Έτσι, την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης, το Πεκίνο πήρε μια πορεία προς τη διαμόρφωση μαοϊκών πολιτικών δομών σε όλο τον κόσμο. Τα νέα «μαρξιστικά-λενινιστικά» κόμματα ήταν επιθετικές διασπαστικές οργανώσεις που πραγματοποίησαν επιθέσεις, όπως και φυσικές επιθέσεις, εναντίον εκπροσώπων των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων.

Στη διάρκεια των δεκαετιών του ’60-’80, προωθούσαν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου τη στρατηγική του ανταρτοπόλεμου με βάση την αγροτιά. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της επιτυχούς ανάληψης της εξουσίας από μαοϊκούς αντάρτες ήταν η Καμπότζη, όπου σκοτώθηκαν τρία εκατομμύρια άμαχοι ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που εκτυλίχτηκε επί αρκετά χρόνια. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι μαοϊκοί έκαναν προσπάθεια να βασιστούν στο νεολαιίστικο και το φοιτητικό κίνημα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολυάριθμα σεχταριστικά κόμματα.

Στην ουσία, ο μαοϊσμός έγινε η άλλη πλευρά του «ευρωκομμουνισμού», αφού αυτά τα φαινόμενα εμφανίστηκαν στην Ευρώπη σχεδόν ταυτόχρονα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένα μαοϊκά κόμματα στη δεκαετία του ’90 απλώς επανέλαβαν τη σοσιαλδημοκρατική εξέλιξη, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ολλανδίας, το οποίο ενσωματώθηκε επιτυχώς στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Ένα ολόκληρο δίκτυο μαοϊκών κομμάτων συνεχίζει να λειτουργεί ως βραχίονας του Πεκίνου στη Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, διασπώντας το εργατικό-λαϊκό κίνημα και υποστηρίζοντας τον κινεζικό καπιταλισμό και την επέκταση των μονοπωλίων της Κίνας σε όλη την υδρόγειο.

Ο μαοϊσμός, από τη στιγμή που αποτέλεσε αυτουργό της διάσπασης στο κομμουνιστικό κίνημα, άρχισε να δυσφημεί σε μεγάλο βαθμό το μαρξισμό στα μάτια εκατομμυρίων εργαζόμενων, τόσο μέσω των περιστατικών των ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ σοσιαλιστικών χωρών και των ανοιχτών συγκρούσεων μεταξύ κομμάτων που αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστικά, όσο και με τις διαστρεβλώσεις που ήταν αποτέλεσμα των τυχοδιωκτικών προσπαθειών για σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Πρέπει να αντλήσουμε διδάγματα από την ιστορία των σχέσεων μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών σε αυτό το αρνητικό παράδειγμα, έτσι ώστε οι νέες γενιές κομμουνιστών επαναστατών και προλετάριων αγωνιστών να μην επαναλάβουν λάθη στο επόμενο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης, όταν ο καπιταλισμός θα ξαναβρεθεί στα πρόθυρα μιας θανατηφόρας κρίσης.


[1] Μάο Τσε Τουνγκ, «Για τη Δικτατορία της Λαϊκής Δημοκρατίας», Διαλεχτά Έργα, τόμ. 4, Εκδοτικός Οίκος Λογοτεχνίας σε Ξένες Γλώσσες, Πεκίνο, 1976, σελ. 501-518.

[2] Κείμενο ομιλίας του Χρουστσόφ για τον Στάλιν, όπως κυκλοφόρησε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, The New York Times, 5.6.1956, σελ. 13.

[3] Διακήρυξη της Συνάντησης των εκπροσώπων των Κομμουνιστικώνκαι Εργατικών Κομμάτων των Σοσιαλιστικών Χωρών, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 14-16.11.1957, http://historic.ru/books/item/f00/s00/z0000020/st006.shtml

[4] Μ. T. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 79.

[5] Αναφέρεται στο Ο. Ε. Βλαντίμιροφ, Οι σοβιετο-κινεζικές σχέσεις ανάμεσα στις δεκαετίες του ’40 και του ’80, 1984, σελ. 48-49.

[6] Αναφέρεται στο Β. Β. Μαλιάβιν, Τριάντα έξι στρατηγήματα. Κινεζικά μυστικά επιτυχίας, 2000, σελ. 67.

[7] Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και οι διεθνείς σχέσεις: Συλλογή ντοκουμέντων, Μόσχα, 1964, αρ. 60, σελ. 237, 239, 246.

[8] Αναφέρεται στο Μ. Τ. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 294.

[9] Η εξωτερική πολιτική και οι διεθνείς σχέσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τόμ. 2, 1974, σελ. 19.

[10] Αναφέρεται στο Ρωσία και Κίνα: Τέσσερις αιώνες αλληλεπίδρασης: Ιστορία, τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές για την ανάπτυξη των ρωσο-κινεζικών σχέσεων, 2013, σελ. 246.

[11] Η εξωτερική πολιτική και οι διεθνείς σχέσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τόμ. 2, 1974, σελ. 11.

[12] Ό.π., σελ. 12.

[13] Αναφέρεται στο Β. Π. Φεντότοφ, Μισός αιώνας με την Κίνα: Αναμνήσεις, σημειώσεις, προβληματισμοί, 2013, σελ. 234.

[14] Αναφέρεται στο Σ. Ν. Γκοντσαρόφ, Σχετικά με τις «εδαφικές αξιώσεις» και τις «ανισότιμες συμφωνίες» στις ρωσο-κινεζικές σχέσεις: Μύθοι και πραγματικότητα. Προβλήματα της Άπω Ανατολής, 2004, αρ. 4, σελ . 119.

[15] Ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας για τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση, http://library.maoism.ru/kpk8aug.htm

[16] Αναφέρεται στο Ο. Ε. Βλαντίμιροφ, Οι σοβιετο-κινεζικές σχέσεις ανάμεσα στις δεκαετίες του ’40 και του ’80, 1984, σελ. 189.

[17] Σ. Ν. Γκοντσαρόφ, Οι διαπραγματεύσεις του Α. Ν. Κοσίγκιν και του Τσου Εν Λάι στο αεροδρόμιο του Πεκίνου. Σχετικά με τη μεσαιωνική και τη σύγχρονη Κίνα, 2006, σελ. 312.

[18] Μ. T. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 447.

[19] Α. Ι. Ελιζαβέτιν, Η συνάντηση του Α. Ν. Κοσίγκιν και του Τσου Εν Λάι, Σ. Ν. Γκοντσαρόφ, Σχετικά με τη μεσαιωνική και σύγχρονη Κίνα, 2006, σελ. 329.

[20] Αναφέρεται στο Μ. Τ. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 449-450.

[21] Ομιλίες και άρθρα του Μάο Τσε Τουνγκ διάφορων ετών, προηγουμένως αδημοσίευτα σε έντυπη μορφή: Συλλογή άρθρων, τεύχ. 6, 1976, σελ. 261.

[22] Αναφέρεται στο Μ. Τ. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 453.

[23] Ομιλίες και άρθρα του Μάο Τσε Τουνγκ διάφορων ετών, προηγουμένως αδημοσίευτα σε έντυπη μορφή: Συλλογή άρθρων, τεύχ. 6, 1976, σελ. 270.

[24] Αναφέρεται στο Μ. Τ. Κούλικ, Η σοβιετο-κινεζική διάσπαση: Αιτίες και συνέπειες, 2002, σελ. 480.

[25] Αναφέρεται στο Ο. Ε. Βλαντίμιροφ, Οι σοβιετο-κινεζικές σχέσεις ανάμεσα στις δεκαετίες του ’40 και του ’80, 1984, σελ. 266.

[26] Α. Β. Βινιγκράντοφ, Ιστορία της Κίνας από την αρχαιότητα έως τις αρχές του ΧΧΙ αιώνα σε 10 τόμους, τόμ. 9, 2016, σελ. 170.