Η ανάπτυξη της διαλεκτικής των παγκόσμιων και των εθνικών καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης και του σοβιετικού κράτους από τον Β. Ι. Λένιν


Βασίλι Τερεσιούκ, Στέλεχος της Ένωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας

Η βαθύτερη αντίφαση της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης, που αποτελεί τον πυρήνα της διαλεκτικής της επαναστατικής διαδικασίας, είναι η αντίφαση μεταξύ των παγκόσμιων και των εθνικών καθηκόντων του προλεταριάτου. Όπως είναι γνωστό, η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ως ειδικού σταδίου της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, η αποκάλυψη του ανισόμετρου χαρακτήρα της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε αυτό το στάδιο, επέτρεψαν να εξαχθεί το συμπέρασμα για την πιθανή νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης αρχικά σε μια σειρά από ξεχωριστές χώρες ή ακόμα και σε μια ξεχωριστή χώρα –στον «αδύναμο κρίκο» του καπιταλιστικού συστήματος. Ταυτόχρονα, από την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού προέκυπτε επίσης ότι ένας τέτοιος «αδύναμος κρίκος», που οδηγεί στο σπάσιμο της αλυσίδας του καπιταλισμού, δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι οι πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ή μια χώρα όπου, ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της καθυστέρησης, η διαστρωμάτωση των προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών αντιθέσεων είναι ακριβώς αυτός ο παράγοντας που καθορίζει την «αδυναμία του κρίκου».

Οι οπορτουνιστές ηγέτες της B΄ Διεθνούς, που αφομοίωσαν δογματικά τη μαρξιστική θέση για τον παγκόσμιο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης ή για την αναγκαιότητα της νίκης της αρχικά στις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν έθεταν καθόλου το ζήτημα της πάλης για τη σοσιαλιστική επανάσταση του προλεταριάτου μιας μεμονωμένης χώρας και μιλούσαν μόνο για την ταυτόχρονη δράση του προλεταριάτου μιας σειράς προηγμένων καπιταλιστικών χωρών ως την πιο σημαντική προϋπόθεση για τη δράση του προλεταριάτου μιας ξεχωριστής χώρας. Από αυτό προέκυπτε ότι ήταν αδύνατο να τεθεί ενώπιον του προλεταριάτου μιας ξεχωριστής χώρας το καθήκον να αναλάβει επαναστατική δράση ενάντια στη «δική του» αστική τάξη, αν ταυτόχρονα ένα τέτοιο καθήκον δεν είχε τεθεί από το προλεταριάτο των άλλων χωρών. Ως αποτέλεσμα, υπό το πρόσχημα της «διεθνούς δράσης», στην πράξη κηρύχτηκε η «διεθνής αδράνεια».

Και ο Β. Ι. Λένιν ξεκινά από το διεθνή χαρακτήρα της προλεταριακής επανάστασης, όπως τον τεκμηρίωσε και ο Κ. Μαρξ. Αλλά, την ίδια στιγμή, όχι μόνο δεν αποκλείει τη δυνατότητα το προλεταριάτο μιας ξεχωριστής χώρας να δράσει ενάντια στη «δική του» αστική τάξη, αλλά επιμένει σε αυτό εάν οι εσωτερικές συνθήκες είναι ώριμες και οι εσωτερικές αντιφάσεις δημιουργούν ευνοϊκή κατάσταση για μια τέτοια ενέργεια. Ήταν αυτή ακριβώς η προσέγγιση στη θεωρία της προλεταριακής επανάστασης που έγινε η θέση του μπολσεβικισμού και εξασφάλισε τη δυνατότητα νίκης του προλεταριακού κόμματος επί των αστικών κομμάτων στην πορεία της επανάστασης στη Ρωσία.

Η προσέγγιση του Λένιν κατέστησε δυνατή την αποκάλυψη της ουσίας της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης ως ζωντανής αντίφασης με εσωτερική μετάβαση των αντιθέτων μέσω διαμεσολαβητικών κρίκων και σταδίων. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο κάθε ξεχωριστής χώρας αντιλαμβάνεται τον επαναστατικό του αγώνα ως αναπόσπαστο μέρος του διεθνούς αγώνα του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα, δεν περιμένει να ωριμάσουν οι διεθνείς συνθήκες για κοινή δράση, αλλά χρησιμοποιεί τις ευνοϊκές συνθήκες στη χώρα του για να ανατρέψει την εξουσία της εθνικής αστικής τάξης και να ξεκινήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αξιοποιεί τη νίκη του για να συμβάλει στη μέγιστη ανάπτυξη της επανάστασης σε διεθνή κλίμακα, αφού η τελική νίκη επί του καπιταλισμού είναι δυνατή μόνο σε παγκόσμια κλίμακα. [1]

Ο Β. Ι. Λένιν υποστήριξε αυτήν τη λογική εξέλιξης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μεγάλο αριθμό έργων. Την άνοιξη του 1917, πριν φύγει από την Ελβετία για τη Ρωσία, όπου είχε ξεκινήσει η επανάσταση του Φλεβάρη, στην επιστολή προς τους Ελβετούς εργάτες ο Λένιν γράφει: «Το προλεταριάτο της Ρωσίας δεν μπορεί μόνο με τις δικές του δυνάμεις να φέρει νικηφόρα σε πέρας τη σοσιαλιστική επανάσταση. Μπορεί, όμως, το προλεταριάτο να προσδώσει στη ρωσική επανάσταση τέτοια ευρύτητα, που να δημιουργήσει για τη σοσιαλιστική επανάσταση τις καλύτερες συνθήκες, ευρύτητα η οποία, από μια ορισμένη άποψη, θα την αρχίσει. Το προλεταριάτο μπορεί να διευκολύνει την κατάσταση για να περάσει σε αποφασιστικές μάχες ο κυριότερος, ο πιο πιστός, ο πιο σίγουρος συνεργάτης του, το σοσιαλιστικό προλεταριάτο της Ευρώπης και της Αμερικής.» [2]

Απαντώντας στους μενσεβίκους και στους οπορτουνιστές της Β΄ Διεθνούς, o Λένιν δήλωσε: «Όταν μας προβάλλουν τις δυσκολίες του έργου μας, όταν μας λένε πως η νίκη του σοσιαλισμού είναι δυνατή μόνο σε παγκόσμια κλίμακα, εμείς δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε αυτό παρά μόνο σα μια προσπάθεια, πέρα για πέρα καταδικασμένη προσπάθεια, της αστικής τάξης και των συνειδητών και μη συνειδητών οπαδών της να διαστρεβλώσουν την πιο αναμφισβήτητη αλήθεια. Φυσικά, η τελική νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα είναι αδύνατη. Το απόσπασμα των εργατών και των αγροτών μας που υποστηρίζει τη σοβιετική εξουσία είναι ένα από τα αποσπάσματα του παγκόσμιου εκείνου στρατού που τον έχει διαμελίσει τώρα ο παγκόσμιος πόλεμος, μα που επιδιώκει τη συνένωση. Και κάθε είδηση, κάθε κομματάκι της έκθεσης για την επανάστασή μας, κάθε όνομα, το υποδέχεται το προλεταριάτο με θυελλώδη επιδοκιμαστικά χειροκροτήματα, γιατί ξέρει ότι στη Ρωσία επιτελείται το κοινό έργο των προλετάριων –το έργο της εξέγερσης του προλεταριάτου, το έργο της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης.» [3]

Η θέση του Λένιν και του Κόμματος των Μπολσεβίκων στο ζήτημα της διεθνούς ουσίας της Ρωσικής Επανάστασης ήταν σταθερή. Το 1920 τόνιζε: «Όταν οι μπολσεβίκοι άρχισαν την επανάσταση, έλεγαν: Μπορούμε και πρέπει να την αρχίσουμε· ταυτόχρονα, όμως, δεν ξεχάσαμε πως μπορούμε να την τελειώσουμε με επιτυχία και να την φέρουμε ως το αναμφισβήτητο νικηφόρο τέλος όταν δεν περιοριστούμε αποκλειστικά και μόνο στη Ρωσία, αλλά συμμαχήσουμε με μια ολόκληρη σειρά χώρες και νικήσουμε το διεθνές κεφάλαιο.» Και στη συνέχεια: «Βλέπουμε να επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η ρωσική επανάσταση είναι μόνο ένας κρίκος στην αλυσίδα της διεθνούς επανάστασης και πως η υπόθεσή μας είναι στέρεη και ανίκητη, γιατί η υπόθεση της επανάστασης αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο...» [4]

Και το 1921 εξήγησε στους εργάτες ότι «...όλοι σας ξέρετε τι διεθνή δύναμη αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο, πόσο συνδέονται μεταξύ τους τα μεγαλύτερα καπιταλιστικά εργοστάσια, επιχειρήσεις, καταστήματα σε όλο τον κόσμο, και από αυτό είναι φυσικά ολοφάνερο πως από την ίδια την ουσία των πραγμάτων δεν μπορείς, νικώντας το κεφάλαιο σε μία μόνη χώρα, να το κατανικήσεις οριστικά. Το κεφάλαιο είναι διεθνής δύναμη και, για να το νικήσεις οριστικά, χρειάζεται η κοινή δράση των εργατών επίσης σε διεθνή κλίμακα». Τόνιζε ότι «το θεμελιακό, το κύριο καθήκον και ο βασικός όρος για τη νίκη μας είναι η επέκταση της επανάστασης τουλάχιστον σε μερικές από τις πιο προηγμένες χώρες». [5]

Έτσι κατανοούσε ο Λένιν τη ρωσική προλεταριακή επανάσταση, ως μια στιγμή της ανάπτυξης της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, μια στιγμή της εσωτερικής της αντίφασης: Στον «αδύναμο κρίκο» του διεθνούς καπιταλισμού, λόγω της ιδιαίτερης οξύτητας των συσσωρευμένων αντιθέσεων, η επανάσταση είναι ευκολότερο να ξεκινήσει, αλλά αδύνατο να ολοκληρωθεί. Στους «ισχυρούς κρίκους» –στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος– η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ευκολότερο να ολοκληρωθεί, αλλά πιο δύσκολο να ξεκινήσει, αφού η αστική τάξη κυριαρχεί άνευ όρων σε αυτές και έχει την ικανότητα να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις εξαγοράζοντας το ανώτερο τμήμα του προλεταριάτου, την «εργατική αριστοκρατία», με πόρους που εισπράχτηκαν κατά τη διάρκεια της ιμπεριαλιστικής λεηλασίας του κόσμου. [6]

Τι σημαίνει αυτό για τη βαθύτερη κατανόηση της ουσίας του προλεταριακού κράτους στη Ρωσία; Αυτό σημαίνει ότι το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, σε συμμαχία με την αγροτιά, είναι ταυτόχρονα και εθνικό και διεθνές όργανο, ένα όργανο επαναστατικής ανάπτυξης τόσο στη Ρωσία όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, αφού ο Λένιν κατανοεί τη σοσιαλιστική επανάσταση στην ενότητα των αντιθέτων του εθνικού και του διεθνικού ως κοσμοϊστορική επαναστατική διαδικασία.

Ο Λένιν γνώριζε καλά ότι, ως αποτέλεσμα της νίκης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία έλαβε δύο διαχωρισμένες (σ.τ.μ.: διακριτές) πλευρές: Από τη μια, την πολιτική εξουσία του προλεταριάτου στο πρόσωπο των Σοβιέτ ως το υψηλότερο στάδιο της πολιτικής επανάστασης, από την άλλη, τον αναπτυγμένο γερμανικό μονοπωλιακό καπιταλισμό με την καπιταλιστική τεχνολογία μεγάλης κλίμακας και τη σχεδιοποιημένη οργάνωση των μονοπωλίων –το οικονομικό κατώφλι και τη σημαντικότερη προϋπόθεση μετάβασης στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.

«Η Ιστορία», έγραφε, «γέννησε το 1918 δύο ξεχωριστά μισαδάκια του σοσιαλισμού το ένα δίπλα στο άλλο, ακριβώς σα δύο μελλοντικούς νεοσσούς μέσα στο ίδιο τσόφλι του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Η Γερμανία και η Ρωσία ενσάρκωσαν το 1918 με τον πιο παραστατικό τρόπο την υλική πραγματοποίηση των οικονομικών, παραγωγικών και κοινωνικοοικονομικών όρων του σοσιαλισμού, από το ένα μέρος, και των πολιτικών του όρων, από το άλλο.» [7]

Ήταν η κατάσταση του «αδύναμου κρίκου» που οδήγησε σε μια τέτοια πόλωση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και ο Λένιν όχι μόνο γνώριζε τέλεια αυτήν τη διαλεκτική της επαναστατικής πρακτικής, αλλά και την χρησιμοποιούσε επιδέξια για την ανάπτυξη της επανάστασης. Τόνιζε: «Είναι άραγε εκπληκτικό ότι η πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου έδειξε, πριν απ’ όλα, την “αντίφαση” ανάμεσα στην καθυστέρηση της Ρωσίας και στο “άλμα” της πάνω από την αστική δημοκρατία; Θα ήταν εκπληκτικό αν η Ιστορία μας χάριζε μια νέα μορφή δημοκρατίας χωρίς μια σειρά αντιφάσεις.» [8]

Γι’ αυτό ο Λένιν επέμενε στο διεθνή χαρακτήρα της σοσιαλιστικής προλεταριακής επανάστασης, χωρίς την ανάπτυξη του οποίου ακόμη και μια πολιτικά προηγμένη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία είναι καταδικασμένη σε βαθύτατες δυσκολίες και αντιφάσεις, που προκαλούν όξυνση της ταξικής πάλης μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο και τελικά την αποτυχία.

Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα μιας τέτοιας βαθιάς αντίφασης ήταν η συμμαχία μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς: Χωρίς την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής είναι αδύνατο να λυθεί το πρόβλημα της ανόδου της παραγωγικότητας της αγροτικής εργασίας και το πρόβλημα της πείνας. Αλλά για την κολεκτιβοποίηση χρειάζονται σύγχρονα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία, σε συνθήκες καταστροφής της βιομηχανίας και ανεπάρκειας τροφίμων, η λιμοκτονούσα εργατική τάξη δεν μπορούσε να προσφέρει. Σε περίπτωση νίκης της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης, η εργατική τάξη της Γερμανίας θα μπορούσε να τα δώσει, και τότε 100.000 τρακτέρ θα εξασφάλιζαν τη γρήγορη νικηφόρα καμπή στη συμμαχία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, θα εξάλειφαν την οξύτητα της ταξικής αντιπαράθεσης. [9]

Αλλά η γερμανική επανάσταση καθυστέρησε για έναν ολόκληρο χρόνο, σταμάτησε στο αστικοδημοκρατικό στάδιο, δεν εξελίχτηκε σε προλεταριακή και σοσιαλιστική επανάσταση, κυρίως ως αποτέλεσμα της προδοτικής οπορτουνιστικής θέσης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία, έχοντας λάβει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, όχι μόνο δεν υποστήριξε τις επαναστατικές ενέργειες των εργατών, των στρατιωτών και των ναυτικών, αλλά έγινε εργαλείο για την καταστολή των επαναστατικών προλεταριακών δυνάμεων και μάλιστα οργάνωσε τη δολοφονία των ηγετών της επαναστατικής οργάνωσης «Ένωση του Σπάρτακου» και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Η καθυστέρηση της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης οδήγησε στο ότι το σοβιετικό κράτος αναγκάστηκε να κάνει αρκετούς συμβιβασμούς: Τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, την πολιτική του «πολεμικού κομμουνισμού», τη ΝΕΠ, την εξάλειψη της φραξιονιστικής πάλης στο ΚΚΡ (Μπ.) και άλλα, που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία έπρεπε να ολοκληρώσει, να «τελειώσει» εκείνα τα καθήκοντα που η αστικοδημοκρατική αντιφεουδαρχική επανάσταση του Φλεβάρη δεν είχε ολοκληρώσει (και δεν μπορούσε να ολοκληρώσει λόγω της αδυναμίας και ασυνέπειας της ρωσικής αστικής τάξης, που φοβόταν την επαναστατική πίεση του προλεταριάτου). Δηλαδή, να υλοποιήσει μέτρα προς το συμφέρον της τεράστιας μάζας της ρωσικής αγροτιάς. Και ταυτόχρονα να δρα για την επίτευξη των προλεταριακών-αντιαστικών στόχων της επανάστασης.

Στις συνθήκες κρίσης και καταστροφής, που ξεκίνησαν στη Ρωσία ήδη από τα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και επιδεινώθηκαν ως αποτέλεσμα των δύο ρωσικών επαναστάσεων και του εμφύλιου πολέμου, προκειμένου να επιτευχθούν οι αντιαστικοί στόχοι της επανάστασης, δηλαδή για τη μετάβαση στη σοσιαλιστική κοινωνία, το προλεταριακό κράτος έπρεπε να αποκαταστήσει την καπιταλιστική βιομηχανία καταπνίγοντας τους καπιταλιστές, να αναδημιουργήσει τον κρατικό καπιταλισμό ως υλική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική παραγωγή, αφού, όπως υπογράμμιζε ο Λένιν, αυτό ήταν ένα απαραίτητο σκαλοπάτι προς το σοσιαλισμό από τη μικροαστική αναρχία που κυριάρχησε ως αποτέλεσμα της καταστροφής.

Ο Λένιν αντιλαμβανόταν θαυμάσια ότι για ένα τέτοιο έργο αποκατάστασης χρειαζόταν ειρήνη με τις καπιταλιστικές χώρες που περιβάλλανε τη χώρα, η οποία στην πραγματικότητα ήταν μια συμφωνία με τους καπιταλιστές που κυβερνούσαν σε αυτές τις χώρες, πράγμα που, με τη σειρά του, ερχόταν σε αντίθεση με το έργο της υποστήριξης του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου σε αυτές τις χώρες.

Η διττή διαλεκτική ουσία και συνεπώς ο ρόλος του προλεταριακού κράτους απαιτούσαν τη διατήρηση της αντίφασης της επαναστατικής μετάβασης στη δυαδικότητα των κρατικών καθηκόντων. Από τη μια πλευρά, για τη στήριξη της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου δημιουργείται η νέα Κομμουνιστική Διεθνής, η οποία στην πράξη μετατρέπει τη μετάβαση στη δικτατορία του προλεταριάτου σε παγκόσμιο έργο.[10] Έγινε τεράστια δουλειά για να σχηματιστούν εθνικά κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο ως επαναστατικά κόμματα του προλεταριάτου, ένα έργο που υποτασσόταν στο καθήκον της προετοιμασίας για ένα νέο επαναστατικό κύμα πάνω στους ώμους της αυξανόμενης παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και προτάθηκε το σύνθημα «Τάξη ενάντια σε τάξη!» και αναπτύχθηκε η τακτική των εργατικών μετώπων, με στόχο την ενοποίηση της πάλης των προλεταριακών «κατώτερων τάξεων» με ουδετεροποίηση του οπορτουνισμού των σοσιαλδημοκρατικών και συνδικαλιστικών «κορυφών». Και το αποτέλεσμα ήταν προφανές: Μόλις τριάντα χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το ένα τρίτο της ανθρωπότητας επέλεξε τον κομμουνιστικό δρόμο της ανάπτυξης.

Από την άλλη, δημιουργείται το Επιτροπάτο Εξωτερικών Υποθέσεων για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και τη σύναψη συμφωνιών με τα καπιταλιστικά κράτη. Η Κομιντέρν αγωνίζεται για την μπολσεβικοποίηση των εργατικών κομμάτων στις χώρες της Δύσης, για να τα στρέψει στην επαναστατική στρατηγική και τακτική, ενώ το Λαϊκό Επιτροπάτο Εξωτερικών Υποθέσεων καθησυχάζει τις κυβερνήσεις και καλεί τους καπιταλιστές να συμμετάσχουν σε παραχωρήσεις στο έδαφος της Σοβιετικής Ρωσίας. Αλλά ακόμη και στον καθορισμό των επαναστατικών καθηκόντων για τα κομμουνιστικά κόμματα των δυτικών χωρών, η Κομιντέρν προβάλλει στην πρώτη θέση το καθήκον της υπεράσπισης του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο.

Παράλληλα, όπως σημείωσε στο έργο του ο Κεμάλ Οκουγιάν, «ένα σημαντικό μέρος των εργατών που αντιστάθηκαν στις εχθρικές ενέργειες εναντίον των Σοβιέτ και αντιστάθηκαν στους μιλιταριστικούς τυχοδιωκτισμούς των κυβερνήσεών τους, βρίσκονταν ακόμα υπό την επιρροή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ταλαντεύονταν ή ήταν απρόθυμοι όταν το θέμα έφτανε στην επαναστατική εξέγερση, αλλά ήταν επίσης αηδιασμένοι από τις προσπάθειες καταστροφής της Σοβιετικής Ρωσίας». [11]

Στις συνθήκες της επιβράδυνσης των επαναστατικών διαδικασιών στην Ευρώπη και των επιτυχιών του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο, δημιουργήθηκε μια ορισμένη ισορροπία των αντίπαλων δυνάμεων: Μετά από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βυθίστηκαν στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και δεν μπορούσαν να καταστείλουν το πρώτο προλεταριακό κράτος του κόσμου με κοινές δυνάμεις. Η επανάσταση δεν μπορούσε να εξαπλωθεί περαιτέρω στην Ευρώπη, αλλά ούτε η αντεπανάσταση μπορούσε να νικήσει τη Σοβιετική Ρωσία.

Υπήρχε μια κατάσταση «ανάπαυλας», στην οποία η Σοβιετική Ρωσία μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της στην ενίσχυση του προλεταριακού της κράτους και στη δυνατότητα περαιτέρω προόδου στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Αλλά η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια τέτοια μικροαστική χώρα όπως η Ρωσία μπορεί να κερδίσει, όπως θεωρούσε ο Λένιν, μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, έγκαιρη υποστήριξή της με μια σοσιαλιστική επανάσταση σε μία ή περισσότερες προηγμένες χώρες και, δεύτερο, συμφωνία μεταξύ του προλεταριάτου που ασκεί τη δικτατορία του ή κρατά την κρατική εξουσία στα χέρια του και της πλειοψηφίας του αγροτικού πληθυσμού. [12]

Εάν η πρώτη προϋπόθεση απουσίαζε ή αναβαλλόταν επ’ αόριστον, εάν δεν υπήρχε η δυνατότητα να προσελκυστούν οι πόροι των βιομηχανικών χωρών για τη διαμόρφωση μιας οικονομίας σοσιαλιστικού τύπου σε περίπτωση νίκης του προλεταριάτου σε αυτές, σήμαινε άραγε αυτό ότι η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία ήταν αδύνατη; Για τον Λένιν ήταν αναμφίβολη η κατανόηση του γεγονότος ότι η υποχώρηση της παγκόσμιας επανάστασης ήταν προσωρινή, ότι η ανάπαυλα πριν από ένα νέο πόλεμο με τα καπιταλιστικά κράτη ήταν προσωρινή. Αλλά από αυτό κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτή η ανάπαυλα θα έπρεπε να αξιοποιηθεί στο μέγιστο για να προχωρήσουμε στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, να ταΐσουμε τους πεινασμένους, να αποκαταστήσουμε τη βιομηχανία, να δώσουμε στέγη στους άστεγους, να έχουμε χρόνο για να ενισχύσουμε τον Κόκκινο Στρατό πριν τις νέες μάχες, να δοθεί παιδεία και πολιτισμός στις λαϊκές μάζες που διψούν για γνώση, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός.

Έτσι, η αντίφαση μεταξύ των διεθνών και των εθνικών καθηκόντων του πρώτου προλεταριακού κράτους στον κόσμο οδηγείται (στενεύει) προς την κατεύθυνση του «σοσιαλισμού σε μια ξεχωριστή χώρα» όχι από τα λάθη των ηγετών αυτού του κράτους, αλλά, πρώτ’ απ’ όλα, από τον οπορτουνισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η αναγκαστική κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση ξεκίνησε υπό την ηγεσία του Λένιν, που είδε την απειλή της ήττας του σοσιαλισμού σε αυτήν την πορεία εξέλιξης της επανάστασης, αλλά προσπάθησε να προχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο στο δρόμο του σοσιαλισμού, συνειδητοποιώντας ότι, ακόμη και σε περίπτωση ήττας, η εμπειρία του πρώτου προλεταριακού κράτους στον κόσμο θα χρησίμευε για την περαιτέρω προώθηση της παγκόσμιας επανάστασης σε αυτήν την πορεία, θα χρησίμευε για την όσο το δυνατόν καλύτερη προετοιμασία για τις νέες μάχες με τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του καπιταλιστικού κόσμου, για τις νέες στρατιωτικές συγκρούσεις. Ο Ι. Β. Στάλιν συνέχισε μόνο να κινείται σε αυτήν την πορεία, που αργότερα έγινε γνωστή ως «σοσιαλισμός σε μια ξεχωριστή χώρα».


[1] Δεν είναι τυχαίο το ότι αποκάλεσε το προλεταριάτο της Ρωσίας «το τμήμα μας που είναι τμήμα του διεθνούς προλεταριακού στρατού». Βλ. Β. Ι. Λένιν, «Το Έβδομο Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΡ(Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 45.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τους Ελβετούς εργάτες», Άπαντα, τόμ. 31, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 93.

[3] Β. Ι. Λένιν, «Το Τρίτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ», Άπαντα, τόμ. 35, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 277.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Λόγος σε σύσκεψη των προέδρων των Εκτελεστικών Επιτροπών», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 348.

[5] Β. Ι. Λένιν, «Λόγος στο IV Συνέδριο των Εργατών της Βιομηχανίας Ενδυμάτων», Άπαντα, τόμ. 42, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 311.

[6] Β. Ι. Λένιν, «Η Γ΄ Διεθνής και η θέση της στην Ιστορία», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 306.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Για τα “αριστερά” παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 300.

[8] Β. Ι. Λένιν, «Η Γ΄ Διεθνής και η θέση της στην Ιστορία», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 304.

[9] Βλ. Β. Ι. Λένιν, «Το VIII Συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 204.

[10] Βλ. Β. Ι. Λένιν, «Η Γ΄ Διεθνής και η θέση της στην Ιστορία», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 303.

[11] Κεμάλ Οκουγιάν, Under the Shadow of the Revolution Berlin-Warsaw-Ankara 1920 (Στη σκιά της Επανάστασης, Βερολίνο-Βαρσοβία-Άγκυρα 1920), Κωνσταντινούπολη, 2020, σελ. 112.

[12] Β. Ι. Λένιν, «Εισήγηση για την αντικατάσταση του παρακρατήματος με φόρο σε είδος. 15 Μάρτη», Άπαντα, τόμ. 43, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 58.