Ως γνωστόν η παραγωγή είναι διαδικασία ιδιοποίησης των φυσικών αντικειμένων στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης μορφής κοινωνίας και μέσω αυτής. Στη θεωρία και την ιστορία έχουν καταγραφεί οι ακόλουθοι τρόποι παραγωγής, που διαδέχονται ο ένας τον άλλον: η πρωτόγονος-κοινοτικός κομμουνισμός, ο δουλοκτητικός, ο φεουδαρχικός, ο καπιταλιστικός και ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής. Η εμπορευματική παραγωγή εμφανίζεται ήδη με την αποσύνθεση του πρωτόγονου-κοινοτικού κομμουνισμού, αλλά μόνο ο καπιταλισμός μπορεί να χαρακτηριστεί καθολική εμπορευματική οικονομία, εμπορευματική οικονομία σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξης που και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής οικονομίας είναι εμπορευματικός.
Κάθε παραγωγή έχει ως προϋπόθεση τις ανάγκες και ως τελικό αποτέλεσμα την κατανάλωση. Όμως άμεσος στόχος της εμπορευματικής παραγωγής δεν είναι η αξία χρήσης, αλλά η αξία, εφόσον το εμπόρευμα είναι προϊόν που παράγεται για την ανταλλαγή. Άμεσος στόχος της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής είναι η υπεραξία. Το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή έχει ανεπτυγμένο κοινωνικό χαρακτήρα, γεννά την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Οι σχέσεις ανταλλαγής βρίσκονται σε αντίθεση με τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και ως αποτέλεσμα της σοσιαλιστικής επανάστασης απονεκρώνονται κατά τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και αντικαθίστανται από άμεσα κοινωνικές σχέσεις. Κατά τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής η εργασία δεν εμφανίζεται ως κοινωνική εργασία μέσω της ανταλλαγής, αλλά άμεσα, ενώ η ίδια η κομμουνιστική παραγωγή χαρακτηρίζεται άμεσα κοινωνική και είναι τέτοια τόσο στην ανώτατη, όσο και στην κατώτατη φάση του, στο σοσιαλισμό.
Η διαλεκτική προσέγγιση της ιστορικής πείρας της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, της οικοδόμησης και ανάπτυξης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πώς αλλάζει ο χαρακτήρας της παραγωγής κατά το πέρασμα στον κομμουνισμό και αναπαράγεται κατά τη διαδικασία ανάπτυξης του σοσιαλισμού, ως πρώτης φάσης του κομμουνισμού.
Το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης, η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν αλλάζουν από μόνα τους το χαρακτήρα της παραγωγής. Μόνο μετά την εθνικοποίηση δημιουργείται ο σοσιαλιστικός τομέας, στα πλαίσια του οποίου η παραγωγή έχει άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου αυτός ο τομέας συνυπάρχει με άλλους. Στη Ρωσία αυτοί οι τομείς ήταν: ο κρατικοκαπιταλιστικός, ο ιδιωτικοκαπιταλιστικός, ο μικρός εμπορευματικός και ο πατριαρχικός.
Η πατριαρχική παραγωγή είναι παραγωγή για ιδία κατανάλωση και έχει φυσικό χαρακτήρα. Η μικρή εμπορευματική παραγωγή είναι παραγωγή για την ανταλλαγή και έχει εμπορευματικό χαρακτήρα. Εννοείται ότι και η ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή έχει εμπορευματικό χαρακτήρα ως παραγωγή αξίας (υπεραξίας).
Πρέπει να μιλήσουμε ιδιαίτερα για τον κρατικό καπιταλισμό, που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο της νέας οικονομικής πολιτικής (ΝΕΠ) στη Ρωσία. Είναι γεγονός ότι για μια δεδομένη περίοδο μετά την εθνικοποίηση, μόνο μέρος των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων γίνεται δυνατό να προσανατολιστεί σχεδιασμένα και άμεσα στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Αυτό και μόνο αυτό το μέρος αποτελεί το σοσιαλιστικό τομέα. Όλες δε οι υπόλοιπες εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, παρότι αποτελούν ιδιοκτησία του κράτους, συνεχίζουν να διευθύνονται από το βασικό νόμο κάθε εμπορευματικής παραγωγής, επομένως και της καπιταλιστικής παραγωγής, από το νόμο της αξίας και όχι από το σχέδιο. Αντίστοιχα η παραγωγή στα πλαίσια του κρατικού καπιταλισμού έχει εμπορευματικό χαρακτήρα.
Στα πλαίσια της μεταβατικής περιόδου ο σοσιαλιστικός τομέας αναπτύσσεται και σταδιακά εκτοπίζει όλους τους άλλους. Η άμεσα κοινωνική, σχεδιασμένα οργανωμένη σοσιαλιστική παραγωγή από τομέας γίνεται αρχικά κυρίαρχη και ύστερα μοναδική μορφή παραγωγής. Στην ΕΣΣΔ συνέβη ό,τι ακριβώς προέβλεψε ο Β. Ι. Λένιν στο λόγο του στην Ολομέλεια του Σοβιέτ της Μόσχας στις 20 του Νοέμβρη 1922, λέγοντας ότι: «από τη Ρωσία της ΝΕΠ θα βγει η σοσιαλιστική Ρωσία». [1]
Η διαδικασία της εκτόπισης των μη σοσιαλιστικών τομέων που συντελείται κατά τη μεταβατική περίοδο μπορεί να αποδοθεί με τη φράση: «Περισσότερο σοσιαλισμό !». Ωστόσο αυτή η φράση δεν ταιριάζει στον ίδιο το σοσιαλισμό ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, γιατί αφότου η σοσιαλιστική παραγωγή έγινε όχι μόνο κυρίαρχη αλλά και μοναδική, δεν μπορεί να υπάρξει περισσότερος, παρά μόνο περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένος σοσιαλισμός. Η ανάπτυξη δεν περιορίζεται στην αύξηση ή τη μείωση, αλλά συντελείται μέσα από την πάλη των αντιθέτων. Αυτό αφορά και την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής παραγωγής μέσω της πάλης του άμεσα κοινωνικού της χαρακτήρα με την εμπορευματικότητα ως αρνητικό στοιχείο της σοσιαλιστικής παραγωγής, που σχετίζεται με την προέλευσή της από τον καπιταλισμό. Αυτή η πάλη στη σχεδιασμένη οργανωμένη οικονομία εξαρτάται άμεσα από τις θεωρητικές θέσεις και την πολιτική γραμμή του κράτους και του κυβερνώντος κόμματος.
Η ανάλυση των διδαγμάτων της εδραίωσης, της ανάπτυξης και της προσωρινής ήττας του σοσιαλισμού δείχνει ότι σημαντικότατες αιτίες της αποδυνάμωσης του σοσιαλισμού και της προσωρινής απώλειας των κατακτήσεών του ήταν οι ακόλουθες:
Η πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του λαού δε συνειδητοποίησε τη σοσιαλιστική αρχή οργάνωσης της εξουσίας, ως εξουσίας που διαμορφώνεται στις εργασιακές κολεκτίβες.
Ο σοβιετικός χαρακτήρας της εξουσίας ήταν κατά κάποιο τρόπο νομικά κατοχυρωμένος, αλλά μόνο στη μορφή και όχι κατ’ ουσία. Η λέξη Σοβιέτ υπήρχε και στο Σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ του 1918 και στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1924. Ωστόσο η εκλογή των βουλευτών από τις εργασιακές κολεκτίβες, που μόνο αυτό καθιστά τα εκλεγόμενα όργανα Σοβιέτ, δεν ήταν κατοχυρωμένη σε αυτά τα θεμελιώδη ντοκουμέντα.
Η οργάνωση της εξουσίας δε συνδεόταν με την οργάνωση της οικονομικής ζωής της κοινωνίας έτσι ώστε με την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας να ενισχύονται αντίστοιχα και οι υλικές βάσεις της συμμετοχής των άμεσων παραγωγών στη διαμόρφωση και πραγματοποίηση της εξουσίας τους.
Με την ψήφιση του Συντάγματος της ΕΣΣΔ του 1936 η ισχύουσα στην πράξη αρχή της εκλογής και της ανάκλησης των βουλευτών από τις εργασιακές κολεκτίβες αντικαταστάθηκε από την εδαφική, που δεν προσιδιάζει στα Σοβιέτ. Παρέμεινε μόνο η υπόδειξη από τις κολεκτίβες των υποψήφιων βουλευτών.
Μετά το 20ό και το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που αποτέλεσαν σημεία καμπής και εξασφάλισαν την κυριαρχία της οπορτουνιστικής και αναθεωρητικής γραμμής στην πολιτική και την οικονομία της ΕΣΣΔ, την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, η αρχή της δουλειάς για την κοινωνία και την ικανοποίηση των αναγκών όλων των μελών της αντικαταστάθηκε από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους των χωριστών παραγωγικών μονάδων. Με αυτό τον τρόπο άρχισε να διαχέεται και να υπονομεύεται η οικονομική βάση του σοσιαλισμού. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς την απουσία ενεργού αντίστασης στην κατάργηση της λαϊκής εξουσίας.
Ο σοσιαλισμός διαλύθηκε τελικά εξαιτίας της υιοθέτησης και συνεπούς υλοποίησης της πορείας προς την αγορά και τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτή η κατ’ ουσία αντισοβιετική και αντικομματική γραμμή υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ τον Απρίλη του 1991 και οδήγησε στη διάλυση του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ.
Προς τιμήν της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης πρέπει να σημειωθεί ότι η δεδομένη καταστροφική για τη χώρα πορεία δεν είχε εγκριθεί από καμία επιστημονική οικονομική συνδιάσκεψη. Επιπλέον ήταν αρκετά ηχηρές και καθαρές οι φωνές εκείνων των οικονομολόγων που υπερασπίζονταν τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής και προειδοποιούσαν ότι οι προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε εμπορευματική βάση ισοδυναμούν με την καταστροφή του. Αυτό φαινόταν με αρκετή σαφήνεια στα έργα των Ν. Β. Χέσσιν, Α. Μ. Γιεριόμιν, Ν. Α. Τσαγκαλόφ, Ν. Α. Μοϊσέενκο, Α. Κ. Ποκριτάν, Α.Α. Σεργκέγιεφ, Β. Γ. Ελμέεφ, Β. Γ. Ντολγκόφ, Ρ. Ι. Κοσολάποφ και άλλων. Γι’ αυτό η προδοτική κλίκα των Γκορμπατσόφ και Γιάκοβλεφ στην ηγεσία του κόμματος μπορούσε να στηριχτεί μόνο σε μεμονωμένους απατεώνες οικονομολόγους, στην προσπάθειά της να επιβάλει στο κόμμα και στη χώρα την καταστροφική πορεία, χωρίς να τη θεμελιώσει επιστημονικά, έστω και επιφανειακά.
Η ψήφιση της πορείας προς την αγορά από το 28ο Συνέδριο του κόμματος βρισκόταν σε κραυγαλέα αντίφαση με την κομμουνιστική φύση του και σήμαινε στην ουσία την αυτοκτονία του. Γι’ αυτό η παράνομη παύση της δραστηριότητας του ΚΚΣΕ με προεδρικό διάταγμα, στην ουσία μονάχα συνόψισε τη μετάλλαξή του. Πόσο μάλλον που το διάταγμα υπέγραψε ένας βαμμένος εκπρόσωπος της νομενκλατούρας που γαλουχήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό και διατέλεσε πρώτος γραμματέας αρχικά της Επιτροπής Περιοχής του Σβερντλόβσκ και ύστερα της Επιτροπής Πόλης της Μόσχας, που υπήρξε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ.
Η πικρή πείρα της διάλυσης της χώρας και η εξαθλίωση του λαού συντελούν τώρα στην πλήρη συνειδητοποίηση των πλατιά διαδεδομένων λαθεμένων αντιλήψεων, ότι στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής και του νόμου της αξίας δήθεν μπορεί να οικοδομηθεί σοσιαλιστική κοινωνία.
Κι όμως, ο Κ. Μαρξ επανειλημμένα ανάπτυσσε τη σκέψη ότι τα συνενωμένα άτομα δεν είναι δυνατό να ελέγχουν την παραγωγή τους στη βάση της αξίας και των χρημάτων και πως πρέπει να γίνεται λόγος για μια παραγωγή που είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς την εμπορευματική.
Ο Φρ. Ένγκελς περιγελούσε τις προσπάθειες του Ντύρινγκ να οικοδομήσει το σοσιαλισμό στη βάση της «δίκαιης» ανταλλαγής εμπορευμάτων και της θεσμοθετημένης αξίας.
Στις παρατηρήσεις του πάνω στο βιβλίο του Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου» ο Β. Ι. Λένιν (στην 11η συλλογή έργων του) διόλου τυχαία τόνιζε πως το προϊόν στο σοσιαλισμό δεν πηγαίνει στην κατανάλωση μέσω της αγοράς. Στην «Εντολή του Συμβουλίου Εργασίας και άμυνας προς τα τοπικά σοβιετικά όργανα» επεξηγούσε ότι το κρατικό προϊόν, το προϊόν της σοσιαλιστικής φάμπρικας, που ανταλλάσσεται με αγροτικά προϊόντα δεν αποτελεί εμπόρευμα με την πολιτικοοικονομική έννοια. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι μόνο εμπόρευμα, πλέον δεν είναι εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα.
Μετά την πραγματοποίηση της κολεκτιβοποίησης πάψαμε να έχουμε δύο ιδιοκτησίες. Είχαμε δύο μορφές μιας, της κοινωνικής ιδιοκτησίας, δύο μορφές υπαγωγής της παραγωγής στα ενιαία κοινωνικά συμφέροντα. Η αμοιβαία κίνηση του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ της πόλης και του χωριού δεν μπορούσε, μιλώντας με ακρίβεια, να αναχθεί στην κατηγορία της εμπορευματικής ανταλλαγής, που είναι αμοιβαία αποξένωση των προϊόντων της εργασίας και άλλων ιδιοκτησιακών αντικειμένων στη βάση μιας ελεύθερης σύμβασης ή συμφωνίας. Η ουσία της παραγωγής έγινε αντίθετη της εμπορευματικής. Έγινε άμεσα κοινωνική. Σε όποια μορφή κι αν εμφανιζόταν αυτή η ουσία (υιοθετώντας εν πολλοίς από το εμπορευματικό παρελθόν και φέροντας χαρακτηριστικά και στοιχεία εμπορευματικού περιεχομένου), η παραγωγή συνολικά δεν μπορούσε πλέον να χαρακτηρίζεται αλλιώς, παρά ως άμεσα κοινωνική, το προϊόν της οποίας και η εργασία στην οποία εμφανίζονται και είναι εξαρχής κοινωνικά, όχι μέσω της ανταλλαγής, αλλά άμεσα.
Ο Ι. Στάλιν συνολικά συμμεριζόταν αυτές τις μαρξιστικές-λενινιστικές θέσεις. Τις ανέπτυξε στο έργο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Ωστόσο σε αυτό το βιβλίο του εμφάνισε και ασυνέπεια. Έτσι, ενώ τόνισε ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, χαρακτήρισε εμπορεύματα τα αντικείμενα κατανάλωσης. Έτσι έβγαινε πως η ουσία της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι διττή, μη εμπορευματική - εμπορευματική. Αν υποθέσουμε ότι τα αντικείμενα κατανάλωσης είναι εμπορεύματα, τότε προκύπτει πως αυτά δεν παράγονται για την ικανοποίηση αναγκών, αλλά για την ανταλλαγή. Ο εργαζόμενος μπορεί να ανταλλάξει τα εμπορεύματα που καταναλώνει μόνο με την εργατική του δύναμη. Συνεπώς και η εργατική του δύναμη είναι εμπόρευμα. Η δε εμπορευματική παραγωγή, κατά την οποία η εργατική δύναμη αποτελεί εμπόρευμα, ονομάζεται καπιταλισμός. Το πέρασμα στον καπιταλισμό συνάγεται λογικά από το συλλογισμό ότι τα αντικείμενα κατανάλωσης στο σοσιαλισμό είναι εμπορεύματα. Λαθεμένος είναι και ο ισχυρισμός ότι στο σοσιαλισμό λειτουργεί ο νόμος της αξίας, εφόσον ο νόμος και η ουσία είναι κατηγορίες της ίδιας τάξης. Γι’ αυτό ο ισχυρισμός ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί στο σοσιαλισμό είναι ισοδύναμος με τον ισχυρισμό ότι η φύση της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι εμπορευματική. Δεν είναι τυχαίο πως οι Κρόνροντ, Λίμπερμαν, Ρακίτσκιι, Πετρακόφ, Αμπάλκιν και άλλοι «προωθητές» της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό πιάστηκαν ακριβώς από αυτές τις αποκλίσεις του Στάλιν από την αυστηρή μαρξιστική θεωρία, τις κάνανε θέση αρχής και προετοίμαζαν την εξάλειψη του σοσιαλισμού μέσω των οικονομικών συζητήσεων με προσανατολισμό την αγορά.
Τα αντεπαναστατικά γεγονότα στην ΕΣΣΔ επιβεβαίωσαν ότι είτε θα έχουμε σοσιαλισμό ως άμεσα κοινωνική παραγωγή, παραγωγή αξιών χρήσης, που ρυθμίζεται από το νόμο της αξίας χρήσης, είτε θα έχουμε να κάνουμε με παραγωγή αξιών, δηλαδή με εμπορευματική παραγωγή, φυσική εξέλιξη της οποίας είναι η εμπορευματική καπιταλιστική παραγωγή. Μπορούμε βέβαια να πούμε ότι και στο σοσιαλισμό υπάρχει εμπορευματική παραγωγή, στη μορφή της ατομικής παραγωγής, για την κολχόζνικη αγορά. Έτσι είναι. Αλλά τις τιμές στη κολχόζνικη αγορά δεν τις ρυθμίζει ο περιβόητος νόμος της αξίας, αλλά οι τιμές των προϊόντων των κρατικών επιχειρήσεων. Οι δε τιμές των προϊόντων των κρατικών επιχειρήσεων καθορίζονται σχεδιασμένα στη βάση της δαπάνης εργασίας για την παραγωγή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία χρήσης των άμεσα κοινωνικών προϊόντων.
Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή, παραγωγή αξίας χρήσης και όχι αξίας. Η εμπορευματικότητα υπάρχει μέσα στην παραγωγή μόνο ως το αρνητικό της στοιχείο. Αυτή είναι η επιστημονική αλήθεια. Η προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, δηλαδή της επιστροφής στην παραγωγή αξίας, οδηγεί αναπόφευκτα στην κατάργηση του σοσιαλισμού. Τώρα πια αυτό δεν είναι μόνο ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο γεγονός. Δυστυχώς αποτελεί κι ένα επιβεβαιωμένο από την ιστορική πείρα γεγονός.
Επομένως ο σοσιαλισμός είναι άμεσα κοινωνική οικονομία. Δεν είναι παραγωγή εμπορευμάτων, αξιών, αλλά παραγωγή άμεσα κοινωνικών προϊόντων, αξιών χρήσης. Και αντίστοιχα, ρυθμιστής της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι ο νόμος της αξίας, αλλά ο νόμος της αξίας χρήσης.
Τι σημαίνει αυτό ως προς το σοσιαλισμό ως πρώτη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού; Σημαίνει ότι εφόσον σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας, η ανάπτυξη των εργαζόμενων ως μελών της κοινωνίας υπαγορεύεται από το στόχο της παραγωγής. Αν η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή ως παραγωγή υπεραξιών απαιτεί την αφαίρεση από τους εργαζόμενους του ελεύθερου χρόνου και των άλλων συνθηκών της ελεύθερης ανάπτυξής τους, η σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική παραγωγή απαιτεί τη μετατροπή της επιτευχθείσας με την πρόοδο της τεχνολογίας οικονομίας του εργάσιμου χρόνου όχι μόνο σε πρόσθετα υλικά αγαθά για τους εργαζόμενους, αλλά και σε πρόσθετο ελεύθερο χρόνο για την ολόπλευρη ανάπτυξή τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξής τους ως μετέχοντες στην κρατική ζωή και διοίκηση. Δυστυχώς δε συνέβαινε αυτό ακριβώς τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης της ΕΣΣΔ.
Το καθήκον του σοσιαλισμού δε συνίσταται μόνο στην ανακήρυξη της εξουσίας του εργαζόμενου λαού, αλλά στην εξασφάλιση για το λαό της πραγματικής, πρακτικής δυνατότητας άσκησης αυτής της εξουσίας. Αν ο εργάτης στέκεται στον τόρνο οκτώ ώρες και μπορεί να συμμετάσχει στη διοίκηση του κράτους μόνο μετά το πέρας της εργάσιμης μέρας, όταν πια κλείνουν οι πόρτες των Σοβιέτ και των εκτελεστικών επιτροπών, των επιτροπών περιοχής και πόλης, τότε η εργατική εξουσία μόνο ανακηρύσσεται και δε μένει παρά να ελπίζουμε ότι παρ’ όλα αυτά ο μισθωτός μηχανισμός των κρατικών υπαλλήλων (για κάποιο λόγο) θα δρα όχι με βάση τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα, αλλά με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της κοινωνίας συνολικά. Ωστόσο ο διοικητικός μηχανισμός, όντας ανεξέλεγκτος, μολύνεται τόσο πολύ από την αρρώστια της γραφειοκρατίας, που αναπόφευκτα μεταλλάσσεται και από μέσο διοίκησης σύμφωνα με τα συμφέροντα των εργαζόμενων μετατρέπεται στο αντίθετό του. Πράγμα που βλέπουμε στο παράδειγμα των θλιβερών και τραγικών γεγονότων της χώρας μας.
Συλλογιζόμενοι τώρα για τους τρόπους αναγέννησης της σοβιετικής εξουσίας, δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε μόνο τον τρόπο αναγέννησης των Σοβιέτ και της αποκατάστασης της Σοβιετικής εξουσίας. Το ερώτημα μπορεί να τεθεί και διαφορετικά. Αξίζει να εγκαθιδρυθεί αν πρόκειται να μεταλλαχτεί ξανά σε εξουσία της νομενκλατούρας και ο λαός, έχοντας ζήσει ανθρώπινα για ένα διάστημα, να ριχτεί ξανά στο βούρκο των στερήσεων και της ανέχειας από κάποιους νέους Γκορμπατσόφ και Γιάκοβλεφ. Αν είναι να αναγεννηθεί η σοβιετική εξουσία, αυτό πρέπει να γίνει σε τέτοια οικονομική βάση που να ενισχύει τη σοβιετική εξουσία και να συμβάλλει στην ενδυνάμωση του σοβιετικού κράτους, ώστε με αυτόν τον τρόπο, με τη διεύρυνση της συμμετοχής των εργαζόμενων στην κρατική διοίκηση να συμβάλλει στην απονέκρωση κάθε κράτους γενικά και στο πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνική αυτοδιοίκηση.
Δεν πρέπει να θέτουμε το ζήτημα της συμμετοχής των εργαζομένων στην πραγματοποίηση της δικής τους σοβιετικής εξουσίας σαν ιδεαλιστές, αλλά σαν υλιστές. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να καλέσουμε τους εργαζόμενους να συμμετέχουν στην κρατική διοίκηση. Πρώτα και κύρια πρέπει να τους εξασφαλιστεί χρόνος γι’ αυτό. Αυτός ο χρόνος πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην εργάσιμη μέρα και να αμείβεται με μέση αμοιβή. Αυτό θα αποτελεί έκφραση του ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι μισθωτοί του κράτους, το οποίο βρίσκεται πάνω από αυτούς, αλλά ότι έχουν πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των κοινωνικών μέσων παραγωγής.
Η ιστορία της επανάστασης και της αντεπανάστασης στη Ρωσία έδειξε πως η πρόοδος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, δεν πρέπει να συνοδεύεται από τη μείωση του αριθμού των άμεσων παραγωγών και την αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων της μη παραγωγικής σφαίρας, αλλά από την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργατών και των αγροτών, συμπεριλαμβανομένου του ελεύθερου χρόνου για τη συμμετοχή στη διοίκηση του κράτους. Ο αριθμός των εργατών και των αγροτών μπορεί να μη μειώνεται καν έως και την πλήρη εξάλειψη των τάξεων, έως τον πλήρη κομμουνισμό. Σημασία έχει να μην αυξάνεται μόνο ο υλικός πλούτος της κοινωνίας με την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά να αυξάνεται και ο ελεύθερος χρόνος όλων των εργαζόμενων, ως χρόνος για την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Μόλις ο ελεύθερος χρόνος υπερβεί ποσοτικά τον εργάσιμο χρόνο, καθοριστικό για τον άνθρωπο δε θα είναι αυτό που κάνει στον εργάσιμο χρόνο, αλλά αυτό που κάνει στον ελεύθερο χρόνο. Αυτό θα σημάνει την πλήρη εξάλειψη των τάξεων, δηλαδή του διαχωρισμού των ανθρώπων σε ομάδες σύμφωνα με τη θέση τους στην παραγωγή.
Με αυτό τον τρόπο, για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού και την ενίσχυση της Σοβιετικής εξουσίας δε χρειάζεται μια παραγωγή που να καταβροχθίζει τον ελεύθερο χρόνο των εργαζόμενων και να παράγει αξία, αλλά μια τέτοια παραγωγή που να παράγει αξία χρήσης και, αναπτυσσόμενη, να εξοικονομεί εργάσιμο χρόνο και να προϋποθέτει τη μετατροπή του εξοικονομημένου χρόνου σε ελεύθερο χρόνο των άμεσων παραγωγών. Σκοπός αυτής της παραγωγής είναι η εξασφάλιση της πλήρους ευημερίας και της ελεύθερης ολόπλευρης -περιλαμβανόμενης και της πολιτικής- ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας. Αυτός ο στόχος της σοσιαλιστικής παραγωγής δε σημειώθηκε τυχαία τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο Πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος του Λένιν. Η διατύπωση του σκοπού της σοσιαλιστικής παραγωγής από το Λένιν εξαφανίστηκε κατά τη σύνταξη του τρίτου Χρουστσιοφικού αναθεωρητικού προγράμματος του κόμματος, που υιοθετήθηκε από το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1961. Στο προσκήνιο βγήκε η διαμορφούμενη στους κόλπους του κόμματος τάξη των ιδιοκτητών της νομενκλατούρας.
Στην άμεσα κοινωνική οικονομία, κατά την παραγωγή των αντικειμένων κατανάλωσης και των μέσων παραγωγής υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Και τα μεν και τα δε, και τα αντικείμενα κατανάλωσης και τα μέσα παραγωγής δεν είναι κατ’ ουσία εμπορεύματα, αλλά άμεσα κοινωνικά προϊόντα. Ο κοινωνικός τους ρόλος όμως δεν είναι ίδιος. Η παραγωγή αντικειμένων κατανάλωσης δημιουργεί τις υλικές - αντικειμενοποιημένες προϋποθέσεις της πληρέστερης ανάπτυξης των μελών της κοινωνίας και της μείωσης της κοινωνικής ανισότητας μεταξύ τους, ενώ η παραγωγή μέσων παραγωγής υπηρετεί άμεσα την οικονομία του εργάσιμου χρόνου και μπορεί να θεωρείται παραγωγή ελεύθερου χρόνου για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων των μελών της κοινωνίας. Ως προς τα αντικείμενα κατανάλωσης, η μείωση της δαπάνης εργασίας για την παραγωγή τους εκφράζεται ως αποτέλεσμα της εισαγωγής τεχνολογιών που εξοικονομούν εργασία και η εξοικονόμηση της εργασίας μεταφέρεται στους καταναλωτές μέσω της μείωσης των τιμών.
Μπορούμε να πούμε πως η τεχνική από την οικονομική άποψη δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο παρά την εξοικονόμηση εργάσιμου χρόνου ή, με άλλα λόγια, η όποια εξοικονόμηση παρέχει, ανάγεται σε εξοικονόμηση του εργάσιμου χρόνου. Τα μέσα παραγωγής στη σοσιαλιστική άμεσα κοινωνική οικονομία δεν παράγονται για να πωληθούν και να αποκτηθεί αξία, αλλά για να εξοικονομηθεί η εργασία αυτών που θα χρησιμοποιήσουν αυτό τον τεχνολογικό εξοπλισμό, δηλαδή η εργασία των καταναλωτών του. Η αξία χρήσης του τεχνολογικού εξοπλισμού είναι η εξοικονόμηση της εργασίας όσων δουλεύουν με αυτόν, όσων αντικατέστησαν με αυτόν τον προηγούμενο εξοπλισμό, που εξοικονομούσε λιγότερο χρόνο.
Η εξοικονόμηση της εργασίας των καταναλωτών του τεχνολογικού εξοπλισμού τους επιτρέπει να διευθετήσουν αυτή την εξοικονόμηση με δύο τρόπους: να παράγουν πρόσθετα αντικείμενα κατανάλωσης, παράλληλα να μειώσουν τον εργάσιμο χρόνο και να αυξήσουν τον ελεύθερο.
Δεν αποκλείεται και η αύξηση της άμεσης δαπάνης εργασίας για την παραγωγή του τεχνολογικού εξοπλισμού. Όμως πραγματικά καινούργιος προοδευτικός τεχνολογικός εξοπλισμός μπορεί να θεωρηθεί βάσει του κριτηρίου της αξίας χρήσης μόνο ο εξοπλισμός, που εξοικονομεί για τους καταναλωτές περισσότερη εργασία απ’ ό,τι δαπανήθηκε για την παραγωγή του. Με άλλα λόγια, η τελική, καθαρή εξοικονόμηση της εργασίας ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης του τεχνολογικού εξοπλισμού, δηλαδή η ακαθάριστη εξοικονόμηση μείον τις δαπάνες εργασίας για την παραγωγή και την εκμετάλλευση του τεχνολογικού εξοπλισμού πρέπει να έχει θετικό πρόσημο.
Μπορούμε να πούμε ότι σήμερα, έτσι κι αλλιώς, η εμπορευματική καπιταλιστική παραγωγή, που είναι άμεσα παραγωγή υπεραξίας, προχωρεί στο δρόμο της παραγωγής αξίας χρήσης. Αυτό ακριβώς είναι και το ζήτημα, ότι συμβαίνει όχι σε αντιστοιχία, αλλά σε αντίθεση με την εμπορευματική, αξιακή του ουσία. Ο καπιταλιστής επιδιώκει άμεσα να αυξήσει την αξία του παραγόμενου προϊόντος για να αυξήσει την υπεραξία και ως παραγωγή απόλυτης υπεραξίας η καπιταλιστική παραγωγή επιδιώκει να καταβροχθίσει όλο το χρόνο των άμεσων παραγωγών. Ως παραγωγή σχετικής υπεραξίας η καπιταλιστική παραγωγή επιδιώκει να μετατοπίσει το όριο μεταξύ της αναγκαίας και της πρόσθετης εργασίας, έτσι ώστε να αυξηθεί η υπεραξία και αυτό το κάνει με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων βάσει της προόδου της τεχνολογίας. Όμως ο καπιταλισμός δεν επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την εξοικονόμηση της εργασίας για να αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο όλων των μελών της κοινωνίας, αλλά για να αυξήσει τον αξιακό πλούτο και τον ελεύθερο χρόνο των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, των καπιταλιστών, ενώ οι εργάτες αναγκάζονται να διεκδικούν τη μείωση του εργάσιμου χρόνου τους και την αύξηση του ελεύθερου με απεργιακή πάλη. Στην ημερήσια διάταξη στην Ευρώπη είναι η 35ωρη εβδομάδα, που μερικά συνδικάτα έκαναν αίτημά τους. Μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου χωρίς μείωση του μισθού είναι ζήτημα σύγκρουσης επί της ουσίας του ταξικού εργατικού κινήματος με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Είναι και ζήτημα αντιπαράθεσης των κομμουνιστών με τη σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό.
Η ενίσχυση των μονοπωλίων σημαίνει πως διευρύνονται εκείνες οι νησίδες, όπου δεν ισχύει η αρχή της αξίας και κυριαρχεί η αρχή της αξίας χρήσης. Βέβαια δεν πρόκειται για σοσιαλιστικές νησίδες, μιας και γίνεται λόγος για σχεδιασμό στα πλαίσια των μονοπωλίων και για την καθιέρωση ενδομονοπωλιακών τιμών μεταβίβασης. Παρ’ όλα αυτά η εμπορευματική καπιταλιστική παραγωγή, ενόσω αναπτύσσεται, σταδιακά τραβιέται σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν της αξίας χρήσης, αν και συνολικά παραμένει ένας κόσμος κυριαρχίας της αξίας. Η πρόοδος των παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια του καπιταλισμού, η λανθάνουσα δουλειά για την εξοικονόμηση της κοινωνικής εργασίας δημιουργεί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της αρχικά να εξασφαλίσει στον εαυτό της αρκετό ελεύθερο χρόνο για την οργάνωση της επαναστατικής πάλης και ύστερα να πάρει την εξουσία και να τη χρησιμοποιήσει για την οικονομική ανατροπή, για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων από τα μονοπώλια μέσων παραγωγής, για το πέρασμα από την παραγωγή αξίας στην παραγωγή αξίας χρήσης και για την καθιέρωση του προσανατολισμού της παραγωγής στην αξία χρήσης.
Κριτήριο της δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων στο σοσιαλισμό δεν πρέπει να είναι το κέρδος, αλλά ένα αντίθετο προς αυτό μέγεθος, η εξοικονόμηση της εργασίας. Δείκτης για την εκτίμηση της δουλειάς των επιχειρήσεων που παράγουν αντικείμενα κατανάλωσης πρέπει να γίνει το άθροισμα της μείωσης των τιμών των παραχθέντων προϊόντων, που επιτρέπει στους καταναλωτές να εργάζονται λιγότερο για την απόκτηση του προηγούμενου συνόλου αγαθών. Οι δε επιχειρήσεις που παράγουν μέσα παραγωγής πρέπει να εκτιμώνται με βάση την εξοικονόμηση της εργασίας αυτών που καταναλώνουν τον παραγόμενο από αυτές τεχνολογικό εξοπλισμό.
Έτσι οι παραγωγοί των αντικειμένων κατανάλωσης θα έχουν υλικό κίνητρο για τη μείωση της τιμής των προϊόντων και την αύξηση της ποσότητάς τους, ενώ κάθε νέο αντικείμενο κατανάλωσης, που ικανοποιεί καλύτερα τις δεδομένες ανάγκες ή ικανοποιεί νέες ανάγκες, θα υποστεί αύξηση της παραγόμενης ποσότητας και μείωση της τιμής του μόλις εμπεδωθεί η παραγωγή του. Θα δίνεται κίνητρο στους παραγωγούς των μέσων παραγωγής σε άμεση αναλογία με την εξοικονόμηση χρόνου από τους καταναλωτές των προϊόντων αυτών κατά τη χρήση τους. Και ας πλουτίζουν οι παραγωγοί, κάνοντας πλουσιότερη την κοινωνία, όλα της τα μέλη.
Αν αυξηθεί ο πλούτος της κοινωνίας και ο ελεύθερος χρόνος των μελών της, θα γίνεται πιο στέρεη η βάση για τη συμμετοχή στη διαμόρφωση και την άσκηση της σοβιετικής εξουσίας. Η ίδια η οικονομία θα συντελεί στην ενίσχυση και ενδυνάμωση της Σοβιετικής εξουσίας.
Έτσι η άμεσα κοινωνική παραγωγή, η παραγωγή αξίας χρήσης αποτελεί οικονομική βάση της αναπτυσσόμενης και ενισχυόμενης σοβιετικής εξουσίας.
Τα αντεπαναστατικά γεγονότα στη Ρωσία, η προσωρινή απώλεια της εξουσίας από τους εργαζόμενους, μας αναγκάζουν να προσεγγίζουμε το ζήτημα της αναγέννησης της λαϊκής εξουσίας με κάπως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι πριν. Το ερώτημα που μπαίνει σήμερα είναι το πώς πρέπει να γίνει η εξουσία των εργαζόμενων, ώστε να είναι δυσκολότερο να υπονομευτεί και να καταστραφεί. Καθώς και πώς πρέπει να είναι, για να μην μπορεί να καταστραφεί όχι μόνο άμεσα μετά την εγκαθίδρυσή της, αλλά και μετά από δεκαετίες, ώστε να μην επαναληφθεί για μια ακόμη φορά αντεπαναστατική ανατροπή, όταν θα φαντάζει ότι η ίδια αυτή δυνατότητά έμεινε στο απώτερο παρελθόν.
Η σοσιαλιστική εξουσία πρέπει να είναι κατ’ ουσία δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή είναι η γενική απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε. Οι κλασσικοί του μαρξισμού θεωρούσαν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα ιδιαίτερη συμβολή τους. Αυτό το ζήτημα διαχωρίζει τους μαρξιστές από τους αναθεωρητές. Η άρνηση της δικτατορίας της εργατικής τάξης ισούται με άρνηση του μαρξισμού και του σοσιαλισμού. Η ιστορία έχει επιβεβαιώσει πλήρως αυτή την αλήθεια. Το ίδιο και η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Η αναθεωρητική ανατροπή συνέβη στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που διέγραψε από το πρόγραμμα του κόμματος τη θεμελιώδη μαρξιστική θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Πρέπει ωστόσο να αφομοιώσουμε ένα συμπέρασμα που αποκτήσαμε με τόσο κόπο, ότι χωρίς τη σοβιετική μορφή οργάνωσης της δικτατορίας της εργατικής τάξης, αυτή είναι δύσκολο να κρατηθεί.
Μπορούμε να πούμε πως σήμερα, μετά από την περίοδο της καθολικής ρεβιζιονιστικής μόλυνσης, καταλύτης της οποίας ήταν η πολιτική του Χρουστσιόφ, σε όλο τον κόσμο δημιουργούνται με επιτυχία νέα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα που διδάχθηκαν από τις προσπάθειες άρνησης των βασικών θέσεων του μαρξισμού και έθεσαν τη διδασκαλία για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως βάση των προγραμμάτων και όλης της θεωρητικής και πρακτικής πολιτικής δουλειάς τους.
Κι όμως είναι νωρίς να πανηγυρίζουμε. Η αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου από μόνη της δεν αρκεί. Πρέπει να αναγνωριστεί και η οργανωτική μορφή που της αντιστοιχεί και χάρη στην οποία η δικτατορία του προλεταριάτου δεν καταστρέφεται, αλλά ενδυναμώνει και αναπτύσσεται σε κομμουνιστική κοινωνική αυτοδιοίκηση, εξασφαλίζοντας την κατάργηση του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις και μαζί με αυτό και την απονέκρωση του κράτους ως οργανωμένης βίας ενός μέρους της κοινωνίας σε βάρος του άλλου.
Η ιστορία έδειξε ότι η οργανωτική μορφή κρατικής εξουσίας που αντιστοιχεί στη δικτατορία της εργατικής τάξης δεν είναι η εξουσία που εκλέγεται σε εκλογικές περιφέρειες, αλλά η εξουσία που διαμορφώνεται στις εργασιακές κολεκτίβες. Όταν το 1871 στη Γαλλία εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν εκδηλώθηκε ακόμη κάποια μορφή εξουσίας αντίστοιχη προς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η ουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εξουσίας της τάξης των εργατών της πόλης, των φαμπρικών και εργοστασίων, της βιομηχανίας εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1871 και χωρίς να προλάβει να εδραιωθεί σε αντίστοιχη μορφή εξαφανίστηκε από την ιστορική σκηνή. Υπήρξε ο πρόλογος μιας άλλης, της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία, η οποία εγκαθίδρυσε τη δικτατορία της εργατικής τάξης με τη μορφή της σοβιετικής εξουσίας.
Η ρωσική επανάσταση αποτέλεσε άξιο μίμησης δείγμα μακροχρόνιας ιστορικής δουλειάς της εργατικής τάξης και του κόμματός της μέσα στο παλιό σύστημα, για τη δημιουργία της νέας εξουσίας. Αρχικά, το 1905, ως αποτέλεσμα της απεργιακής πάλης των εργατών του Ιβάνοβο Βοζνεσένσκ δημιουργήθηκαν τα Σοβιέτ. Δεν ήταν μόνο όργανα καθοδήγησης της απεργιακής πάλης, αλλά και όργανα λαϊκής εξουσίας, που στην ουσία της ήταν δικτατορία της εργατικής τάξης. Αν η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν είχε κάνει αυτή την παγκόσμιας ιστορικής σημασίας ανακάλυψη, η υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δημιουργίας και ανάπτυξης του σοσιαλισμού θα ήταν αβέβαιη.
Η ουσία είναι ότι η μοναδική υλική βάση του σοσιαλισμού είναι η μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία. Αν η λαϊκή εξουσία δε συνδέεται με αυτή, δε βασίζεται σε αυτή, δεν αντλεί άμεσα από αυτή δυνάμεις για την ενδυνάμωση και ανάπτυξή της, τότε αργά ή γρήγορα θα τσακιστεί από τις υπερέχουσες δυνάμεις του ταξικού αντιπάλου. Αντίθετα, αν στηρίζεται στέρεα στις φάμπρικες και τα εργοστάσια, αν αναπτύσσεται και εδραιώνεται μαζί με την ανάπτυξη της οικονομίας, τότε η υπόθεση της σοβιετικής εξουσίας, της δικτατορίας της εργατικής τάξης, του σοσιαλισμού, γίνεται ιστορικά ανίκητη.
Έτσι, η δικτατορία της εργατικής τάξης είναι αντίθετη της δικτατορίας της αστικής τάξης όχι μόνο κατ’ ουσία, αλλά και ως προς τη μορφή οργάνωσής της.
Η αστική τάξη φαινομενικά οργανώνει την εξουσία της ως παλλαϊκή, πραγματοποιεί βουλευτικές εκλογές στη βάση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος, που όμως γίνονται σε εκλογικές περιφέρειες όπου κυριαρχεί η εξουσία του χρήματος. Αν και υπό αυτή τη μορφή εξουσίας επιτυγχάνεται η εκλογή ορισμένων εκπροσώπων των εργαζόμενων στο κοινοβούλιο, είναι αδύνατο να κατακτηθεί η εξουσία των εργαζόμενων με αυτό το σύστημα οργάνωσης των εκλογών.
Αξίζει να σταθούμε στη φιλοσοφική πλευρά αυτού του ζητήματος. Ο ιστορικός υλισμός μάς διδάσκει ότι το κοινωνικό Είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική δομή της κοινωνίας καθορίζει το ιδεολογικό της εποικοδόμημα. Στην αστική κυριαρχία στον τομέα της οικονομίας αντιστοιχεί η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας στην κοινωνική συνείδηση. Οι ψηφοφόροι καθοδηγούνται από τη συνείδησή τους, επομένως όταν υφίσταται καθολικό εκλογικό δικαίωμα, η πλειοψηφία των ψήφων θα δοθεί στους υποψήφιους της αστικής τάξης. Η πείρα το αποδεικνύει. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Η ίδια πείρα λέει ότι αν τυχόν χαλάσει ο εκλογικός μηχανισμός, τότε θα χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα, μεταξύ αυτών και βίαια, μιας και αυτά βρίσκονται στα χέρια της κυρίαρχης τάξης και δεν πρόκειται να τα παραχωρήσει σε άλλη τάξη χωρίς σκληρή μάχη.
Τι να κάνουμε σε αυτή την κατάσταση; Σημαίνει άραγε αυτό ότι πρέπει να απαρνηθούμε τη συμμετοχή στις προεκλογικές καμπάνιες και στις εκλογές; Όχι, δε σημαίνει αυτό. Άλλο το ότι πρέπει να βλέπουμε τη συμμετοχή στις εκλογές των αντιπροσωπευτικών οργάνων και στη δραστηριότητά τους ως ένα μέσο για την οργάνωση των εργαζόμενων με στόχο τη δημιουργία Σοβιέτ, που βασίζονται σε φάμπρικες και εργοστάσια, στη στήριξη της δραστηριότητάς τους όχι μόνο με τη βοήθεια των επαγγελματικών ενώσεων και του κόμματος της εργατικής τάξης, αλλά και με τη βοήθεια των βουλευτών που έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να δουλεύουν ανάμεσα στις εργασιακές κολεκτίβες. Ωστόσο η εκλογική και κοινοβουλευτική δραστηριότητα δεν μπορεί να αποτελέσει πυρήνα της πολιτικής δραστηριότητας ενός πραγματικά επαναστατικού κόμματος. Πυρήνας της δουλειάς του πρέπει να είναι η οργάνωση του εργατικού ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η πάλη της εργατικής τάξης, όχι μόνο για τα άμεσα, αλλά και για τα θεμελιώδη, τα μακρόπνοα συμφέροντα, με κατεύθυνση τη δημιουργία των Σοβιέτ ως μελλοντικών οργάνων της νέας σοσιαλιστικής εξουσίας και ταυτόχρονα οργάνων συλλογικής αυτοδιοίκησης των εργαζομένων, οργάνων της πάλης τους για τα πιο ζωτικά τους συμφέροντα. Σε αυτούς τους στόχους πρέπει να είναι υποταγμένη και η οργάνωση της κοινοβουλευτικής πάλης.
Μόνο όταν σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης λειτουργήσουν στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις απεργιακές επιτροπές ή άλλα όργανα εργατικής αυτοδιοίκησης με κύρος, που διαμορφώνονται από εκπροσώπους των κολεκτίβων των τμημάτων, όταν αυτά θα συνδέονται μεταξύ τους σε επίπεδο πόλεων και περιοχών μέσα από τα Σοβιέτ ή τις επιτροπές των πόλεων και των περιοχών και σε επίπεδο χώρας μέσω της επιτροπής εργατών που θα συνενώνει τους εκπροσώπους των εργατικών οργανώσεων, όταν φτιάξουν τα δικά τους όργανα τήρησης της τάξης και αντίστασης στη βία, τις εργατικές πολιτοφυλακές, μόνο τότε το ζήτημα του περάσματος της εξουσίας στα Σοβιέτ, όπως και αν ονομαστούν αυτά, μπορεί να τεθεί σε πρακτικό επίπεδο. Χωρίς αυτό όλες οι συζητήσεις για την αλλαγή του χαρακτήρα της εξουσίας είναι κενή φλυαρία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Ρωσία του 1917 διεξάγονταν παράλληλα δύο εκλογικές αναμετρήσεις: Γίνονταν εκλογές για την ιδρυτική συνέλευση και για τα Σοβιέτ. Οι εκλογές για την ιδρυτική συνέλευση έδωσαν την πλειοψηφία στα μικροαστικά κόμματα των μενσεβίκων και των εσέρων, ενώ οι εκλογές για τα Σοβιέτ στους μπολσεβίκους, στο κόμμα της εργατικής τάξης. Οι μπολσεβίκοι έκαναν καλά που δεν αρνούνταν να συμμετέχουν στις εκλογές στο αστικό κοινοβούλιο και αξιοποιούσαν τις δυνατότητες της προεκλογικής καμπάνιας για αγκιτάτσια, όμως η δική τους αγκιτάτσια πρώτα και κύρια καλούσε στη δημιουργία Σοβιέτ και ύστερα στο πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ.
Η πείρα της επανάστασής μας διδάσκει ότι της σοσιαλιστικής επανάστασης προηγείται μια περίοδος διαρχίας, όταν υπάρχουν ταυτόχρονα ένα όργανο αστικής κυριαρχίας, το αστικό κοινοβούλιο, και όργανα της μελλοντικής νέας εξουσίας, τα Σοβιέτ, το συνέδριο, η συνέλευση ή η επιτροπή εκπροσώπων των οποίων καλούνται να εγκαθιδρύσουν τη νέα εξουσία.
Όταν υπάρχουν Σοβιέτ ως όργανα της μελλοντικής εξουσίας, τα οποία είναι έτοιμα να επιτελέσουν τη λειτουργία του νέου κρατικού μηχανισμού, δημιουργείται μια κατάσταση που διευκολύνει το επαναστατικό πέρασμα της εξουσίας από την αστική στην εργατική τάξη, από το αστικό κοινοβούλιο στην εξουσία των Σοβιέτ. Αν όμως δεν υπάρχουν Σοβιέτ που να στηρίζονται από την εργατική πολιτοφυλακή και κατά τις απεργίες προβάλλεται το αίτημα να παραιτηθεί η κυβέρνηση, ο πρόεδρος ή και οι δύο, ακόμη κι αν αυτό συμβεί, δε θα αλλάξει ο χαρακτήρας της εξουσίας, αφού η αλλαγή των προσώπων δε σημαίνει αλλαγή της τάξης που έχει την εξουσία. Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν εξηγούσαν διεξοδικά, σαν να απευθύνονταν σε παιδιά, ότι δε γίνεται απλά να πάρουμε την παλιά κρατική μηχανή και να τη χρησιμοποιήσουμε για νέους στόχους. Πρέπει να τη σπάσουμε, να την καταστρέψουμε και να οικοδομήσουμε ένα νέο κρατικό μηχανισμό, ικανό να υλοποιεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τα Σοβιέτ που εκλέγονται στις εργασιακές κολεκτίβες, όπως και αν ονομάζονται στις διάφορες χώρες, αποτελούν αυτό το νέο κρατικό μηχανισμό, που αντικαθιστά τον παλιό αστικό.
Ωστόσο αυτές οι αλήθειες δύσκολα εισάγονται στα μυαλά και πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν το παραμύθι της εκλογής ενός νέου καλού προέδρου και του διορισμού μιας νέας καλής κυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά τους ίδιους τους βουλευτές, η πιο διαδεδομένη ασθένειά τους είναι ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, που εκφράζεται στην αφελή πίστη ότι στους τοίχους του κοινοβουλίου μπορούν να λυθούν ριζικά ζητήματα της ζωής του λαού. Στην πραγματικότητα τα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής των λαών πάντα λύνονταν έξω από τα κοινοβούλια, με τη πιο σκληρή ταξική πάλη, έως και με εμφύλιους πολέμους. Όσο λιγότερες κοινοβουλευτικές αυταπάτες έχουν οι εργάτες και οι αγρότες που δημιουργούν τα δικά τους Σοβιέτ, όσο καλύτερα οργανώνονται και προετοιμάζονται να τσακίσουν την αναπόφευκτη αντίσταση της αστικής τάξης, τόσο μικρότερος θα είναι ο κίνδυνος του εμφυλίου. Αντίθετα, αν μεριμνήσουμε για τον αφοπλισμό των εργατών και τους κοιμίσουμε με παραμύθια για τους καθωσπρέπει και τίμιους αστούς, είναι αναπόφευκτο το πιο κτηνώδες χτύπημα του λαού. Αυτό το έχουν επιβεβαιώσει πλήρως τα γεγονότα στη Χιλή και τη Ρωσία.
Έτσι, η δικτατορία της εργατικής τάξης έχει ως οργανωτική της μορφή την εξουσία των Σοβιέτ που εκλέγονται στις εργασιακές κολεκτίβες. Αυτό εκδηλώνεται τόσο στην περίοδο της εγκαθίδρυσης και της εδραίωσης της νέας εξουσίας όσο και σε όλη τη περίοδο του σοσιαλισμού, έως και την πλήρη εξάλειψη των τάξεων και την απονέκρωση του κράτους. Το Πρόγραμμα του κόμματος που επεξεργάστηκε ο Β. Ι. Λένιν και το οποίο υιοθετήθηκε από το 8ο συνέδριο του ΡΚΚ(μπ) έλεγε: «εκλογική μονάδα και βασικό κύτταρο του κράτους δεν είναι η περιφέρεια, αλλά η παραγωγική μονάδα (το εργοστάσιο, η φάμπρικα)».
Πώς μπορεί αυτό να οργανωθεί στην πράξη; Για παράδειγμα έτσι: Στις κολεκτίβες των επιχειρήσεων εκλέγονται ανά τομέα τα Σοβιέτ των κολεκτίβων που είναι ανακλητά και τα μέλη τους μπορεί να αντικατασταθούν οποιαδήποτε στιγμή με πρωτοβουλία της κολεκτίβας του τομέα που τα εξέλεξε. Από τους εκπροσώπους των Σοβιέτ των επιχειρήσεων διαμορφώνονται τα Σοβιέτ των πόλεων και των περιοχών, που επίσης είναι ανακλητά και μπορούν να αντικατασταθούν με πρωτοβουλία του Σοβιέτ που τα ανέδειξε. Το συνέδριο των Σοβιέτ ή η Επιτροπή των εκπροσώπων των Σοβιέτ των πόλεων ή των περιοχών αποτελεί το ανώτατο νομοθετικό όργανο της εξουσίας, που ορίζει την κυβέρνηση και καθορίζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Ο χρόνος συμμετοχής των εργατών στις οργανώσεις των Σοβιέτ, στον έλεγχο της δραστηριότητάς τους και ο χρόνος εκτέλεσης των καθηκόντων εκπροσώπησης από τους εκπροσώπους αμείβεται με τη μέση αμοιβή.
Πώς μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να εξασφαλιστεί η ίση εκπροσώπηση; Ο αριθμός των μελών των εργασιακών κολεκτίβων των πρωτοπόρων επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει το μέτρο για τον καθορισμό μιας ενιαίας νόρμας εκπροσώπησης για την πόλη. Ας πούμε, αν από χίλιους εργαζόμενους εκλέγεται για το Σοβιέτ της πόλης ένα άτομο, τότε μια κολεκτίβα 5 χιλιάδων ατόμων εκλέγει 5 βουλευτές. Και αντίστροφα, αν η κολεκτίβα αριθμεί λιγότερο από χίλια άτομα, ενώνεται με άλλες μικρές κολεκτίβες έως ότου αντιστοιχούν σε παραγωγική εκλογική περιφέρεια χιλίων ατόμων. Για τους εργαζόμενους στις μικρές οργανώσεις το μέτρο εκπροσώπησης μπορεί να καθοριστεί βάσει καθορισμένου αριθμού μελών του συνδικάτου.
Οι μη εργαζόμενοι πολίτες μπορούν είτε να συμπεριλαμβάνονται σε κάποια παραγωγική περιοχή (βάσει της προηγούμενης δουλειάς τους είτε βάσει της εγγύτητας της περιοχής) είτε να εκλέγουν εκπροσώπους των επιτροπών μη εργαζόμενων πολιτών βάσει ενός ενιαίου μέτρου εκπροσώπησης, έτσι ώστε κάθε βουλευτής αυτού του είδους να εκπροσωπεί π.χ. χίλιους μη εργαζόμενους πολίτες. Έτσι εξασφαλίζεται το καθολικό εκλογικό δικαίωμα.
Συνάμα, αν το Σοβιέτ μιας βασικής μονάδας κρατικής οικοδόμησης, ενός εργοστασίου ή φάμπρικας, ανακαλεί τον εκπρόσωπό του από το Σοβιέτ της πόλης, τότε αυτός αυτόματα χάνει την αντίστοιχη εντολή και το δικαίωμα να εκπροσωπεί το σοβιέτ της πόλης στο ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας, σε περίπτωση που είχε αυτό το δικαίωμα. Η πρακτική δυνατότητα υλοποίησης και η ευκολία ανάκλησης των βουλευτών που εκλέγουν οι εργασιακές κολεκτίβες, επιτρέπει την αποτελεσματική καταπολέμηση του καριερισμού και της γραφειοκρατίας. Σταδιακά, όχι μόνο στη βάση των προγραμμάτων και των υποσχέσεων, μα κυρίως στη βάση της πρακτικής πείρας, επιτρέπει την επιλογή στα αντιπροσωπευτικά όργανα της κρατικής εξουσίας μελών που αντιστοιχούν καλύτερα στα συμφέροντα και στην εξουσία της εργατικής τάξης.
Παράλληλα είναι θεμιτό οι βουλευτές να είναι ήμι-απελευθερωμένοι. Αν ένας εργάτης ασκεί βουλευτικά καθήκοντα 3 από τις 5 εργάσιμες μέρες της εβδομάδας, δε θα είναι πια εργάτης, θα αποκοπεί από την κολεκτίβα, αλλά δε θα γίνει και διανοούμενος, επαγγελματίας, θα γίνει αντικείμενο χειραγώγησης από τους έμπειρους πολιτικάντηδες. Αν ο βουλευτής εργάτης δε θα έχει καθόλου ελεύθερες μέρες για τη βουλευτική του δραστηριότητα θα μετατραπεί σε «στρατηγό - βουλευτή των γάμων». [2] Θα τον καθίζουν τις γιορτινές μέρες στο τραπέζι του προεδρείου για να προσωποποιεί την ενότητα της εξουσίας και του λαού. Το πιο σωστό είναι ο βουλευτής να συνεχίζει να εργάζεται στον τομέα της ειδικότητάς του και να έχει αρκετό χρόνο για να αποκτά επαγγελματικές δεξιότητες στον τομέα της κρατικής διοίκησης. Ας πούμε πως ο εργάτης δουλεύει στο εργοστάσιο 3 μέρες την εβδομάδα και ασχολείται 2 μέρες με την οργάνωση των εργαζόμενων ως βουλευτής του Σοβιέτ. Τότε δε θα αποκοπεί από την κολεκτίβα και σταδιακά θα αφομοιώσει τις σοφίες της διοικητικής εργασίας, συμπεριλαμβανόμενης της χρησιμοποίησης ηλεκτρονικών υπολογιστών και των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας. Εννοείται πως θα πρέπει να αμείβεται για τις δύο μέρες που δεν ασχολείται με υλική παραγωγική εργασία.
Παρεμπιπτόντως και στην πρακτική του σύγχρονου καπιταλισμού υπάρχει κάτι παρόμοιο. Ο νόμος «σχετικά με το νομικό καθεστώς της επιχείρησης» της ΟΔΓ προβλέπει ότι σε κάθε επιχείρηση στην οποία δουλεύουν το λιγότερο πέντε εργαζόμενοι εκλέγεται ένα παραγωγικό συμβούλιο. Η δραστηριότητα αυτού του συμβουλίου πραγματοποιείται στα πλαίσια του εργάσιμου χρόνου και αμείβεται με μέση αμοιβή. Σήμερα, που στην οικονομία παίζει καθοριστικό ρόλο η εισαγωγή των επιτευγμάτων της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, το πρωτοπόρο τμήμα της αστικής τάξης καταλαβαίνει ότι αν οι άμεσοι παραγωγοί δε συμμετέχουν με ενδιαφέρον σε αυτή τη διαδικασία, τότε η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος όσο και η οικονομία θα βαλτώσουν. Είναι άλλο ζήτημα το ότι στην ΟΔΓ τα παραγωγικά συμβούλια έχουν αυστηρά περιορισμένες αρμοδιότητες που αφορούν στενά ζητήματα της παραγωγής και δε συνδέονται με τα ανάλογα συμβούλια των άλλων επιχειρήσεων ή με κάποιο ενιαίο συντονιστικό όργανο και στερούνται το δικαίωμα διεξαγωγής πολιτικής δουλειάς. Για την αστική τάξη αποτελούν ένα από τα εργαλεία διάδοσης ανάμεσα στους εργαζόμενους οπορτουνιστικών διαθέσεων «κοινωνικής συναίνεσης», «κοινωνικού εταιρισμού», «εργασιακής ειρήνης», «ταξικής συνεργασίας» και συσκότισης της ταξικής πάλης.
Το να βασίζεται η παραγωγή στην αξία χρήσης, επιτρέπει και προϋποθέτει την παροχή χρόνου στους βουλευτές των εργασιακών κολεκτίβων για την πραγματοποίηση των διοικητικών λειτουργιών. Αν όμως μόνο οι βουλευτές έχουν τέτοιο χρόνο, πάλι αποκόπτονται από τις κολεκτίβες και αυτές δεν μπορούν να παίζουν το θεμελιώδη ρόλο, αφού πρέπει να ελέγχουν τους βουλευτές τους, να τους δίνουν εντολές και να ανακαλούν έγκαιρα όσους δεν υλοποιούν τη θέληση της κολεκτίβας που τους εξέλεξε. Όλα αυτά προϋποθέτουν χρόνο και μάλιστα εργάσιμο χρόνο που αμείβεται με μέση αμοιβή. Κάθε εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει τέτοιο χρόνο, τουλάχιστον για να συμμετέχει στη μηνιαία συνέλευση της κολεκτίβας όπου απολογείται ο βουλευτής.
Μόνο όταν ρυθμιστεί ο έλεγχος των εκλεγμένων από τους εκλογείς τους και η συμμετοχή των άμεσων παραγωγών στη δραστηριότητα των κρατικών οργάνων η σοβιετική εξουσία θα μπορεί δικαιωματικά να ονομάζεται εξουσία των εργατών και των αγροτών. Αν η δραστηριότητα των ίδιων των εργατών, των αγροτών και της διανόησης αντικατασταθεί από τη δραστηριότητα μισθωτών επαγγελματιών, χωρίς τους οποίους βέβαια δε γίνεται, τότε πιθανά να ξαναπροκύψει μια τέτοια κατάσταση, όπου την πραγματική εξουσία δε θα έχουν τα νομοθετικά, αλλά τα εκτελεστικά όργανα και τα Σοβιέτ θα είναι απλά μια βιτρίνα, ένα προκάλυμμα αυτών, που πίσω από αυτά ή εξ ονόματός τους κάνουν τις δουλίτσες τους. Τότε θα είναι δυνατή άλλη μια υποτροπή παλινόρθωσης των κανόνων της ατομικής ιδιοκτησίας, από τους οποίους σήμερα υποφέρει ο λαός μας.
Από εδώ συνάγεται ότι οι διευρυνόμενες με την ανάπτυξη της παραγωγής των αξιών χρήσης δυνατότητες δημιουργίας ευνοϊκότερων υλικών συνθηκών για τη συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας στην κρατική διοίκηση πρέπει να αξιοποιούνται αποτελεσματικά. Αυτό με τη σειρά του θα συντελέσει στην ανάπτυξη της παραγωγής αξιών χρήσης. Ο κύριος πλούτος της κοινωνίας, ο ελεύθερος χρόνος, θα διευρύνεται συνεχώς και θα κατανέμεται δίκαια, χωρίς να τον σφετερίζεται η διοικητική ή η διανοητική ελίτ. Τότε είναι που θα προχωρήσει η διαδικασία της σταδιακής εξάλειψης των τάξεων και θα πλησιάζει η κατάσταση όπου όλα τα μέλη της κοινωνίας θα είναι εργαζόμενα. Ο καθένας θα είναι μοναδικός και το ποιος είναι δε θα καθορίζεται από την ενασχόλησή του στον εργάσιμο χρόνο, αλλά από αυτό που έκανε και κάνει στον ελεύθερο χρόνο, που είναι χρόνος για την ελεύθερη ανάπτυξη. Αυτό θα είναι ένα πραγματικό άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Είναι γνωστή η αλήθεια πως υπάρχουν τριών ειδών δούλοι. Ο ένας από αυτούς είναι απλά δούλος, περνάει την άθλια ζωή του, έχοντας υποταχθεί στη μοίρα. Ο άλλος έχει συνηθίσει τη δουλική του θέση σε τέτοιο βαθμό που του τρέχουν τα σάλια με την καλοσύνη του νοικοκύρη του, του κυρίου του. Αυτός δεν είναι απλά δούλος, αλλά ακαλλιέργητος σκλάβος. Υπάρχει κι ένα τρίτο είδος δούλου. Ο δούλος που ξεσηκώθηκε και αγωνίζεται ενάντια στο σύστημα της δουλείας. Αν και το σύστημα αυτό δεν έχει ακόμη καταστραφεί, παύει να είναι δούλος και γίνεται επαναστάτης. Ως τώρα λέγαμε για τις υλικές συνθήκες και βάσεις για τη συμμετοχή των εργαζόμενων στη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, για τη δομή της σοβιετικής εξουσίας. «Θεοί, άρχοντες, βασιλιάδες» δε θα μας απαλλάξουν από την παλιά αστική εξουσία. Η υπόθεση της απελευθέρωσης των εργαζόμενων είναι στα χέρια των ίδιων των εργαζόμενων. Στο πλευρό του δίκαιου αγώνα τους είναι η γενική λογική της ιστορικής προόδου και οι πιο διαφωτισμένοι εκπρόσωποι της επιστήμης και του πολιτισμού. Ωστόσο, χωρίς ενεργή συνειδητή, αποφασιστική και επίμονη πάλη για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί η σοβιετική εξουσία και η οικονομία του σοσιαλισμού. Αυτή η πάλη διεξάγεται, θα διεξάγεται και θα είναι νικηφόρα αν τα κομμουνιστικά κόμματα εξασφαλίσουν τη σωστή καθοδήγησή της.