Ο κύριος λόγος γι’ αυτό πρέπει ν’ αναζητηθεί στη λογική της σχέσης ανάμεσα στο Κόμμα-πρωτοπορία και στην ίδια την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη έχει μια ετερογενή δομή από πολλές απόψεις σε όλες τις χώρες, Αυτό το γεγονός, που επίσης σχετίζεται με το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στον καπιταλισμό, καθορίζει τα ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης. Υπάρχουν διαφορές που οδηγούν σε σημαντικές κοινωνικές συνέπειες, για παράδειγμα, διαφορές ανάμεσα σε εκπαιδευόμενους εργαζόμενους και σε ανειδίκευτους εργάτες, ανάμεσα σε βιομηχανικούς εργάτες και σε εργαζόμενους στις υπηρεσίες, ανάμεσα σε εργάτες στο μέταλλο και σε εργαζόμενους στον τομέα της πληροφορικής. Η εργατική τάξη δεν είναι απλώς η συνισταμένη αυτών των διαφορών. Το Κόμμα-πρωτοπορία δρα βάζοντας την εργατική τάξη και τα ιστορικά της συμφέροντα στο επίκεντρο. Συνεπώς, το Κόμμα-πρωτοπορία παρεμβαίνει στην κοινωνική ζωή με έναν ενιαίο, μη πλουραλιστικό τρόπο. Η πολιτική του ξεκινά από το σύνολο και όχι από τα επιμέρους και η μονομέρεια ή ο τοπικισμός δεν επιτρέπονται.
Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας αντλεί την ουσία του από αυτό και δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην εσωτερική λειτουργία του Κόμματος. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που έδωσαν την υπεροχή στους μπολσεβίκους το 1917. Όπως ισχύει σε κάθε επαναστατική εξέγερση, οι εργαζόμενες μάζες κινητοποιήθηκαν στη Ρωσία το 1917, συμμετείχαν σε νέες και καινοτόμες οργανωτικές πρακτικές και πήραν αμέτρητες πρωτοβουλίες. Αυτή η κινητοποίηση της εργατικής τάξης δημιούργησε μια επαναστατική διαδικασία που θα μπορούσε να βοηθηθεί μόνο από μια συγκεντρωτική και σταθερή πολιτική γραμμή. Και οι μενσεβίκοι και οι άλλες μικρότερες αναρχικές ομάδες έχασαν επιρροή προσπαθώντας να κυνηγήσουν αυτήν την κινητικότητα, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν την πραγματική ουσία της αποστολής της εργατικής τάξης.
Ορισμένοι από τους λόγους που οι μενσεβίκοι, από τους πιο ισχυρούς αντιπάλους των μπολσεβίκων μέσα στο εργατικό κίνημα, δεν μπόρεσαν να πάρουν την πρωτοβουλία σε διάφορες στιγμές το 1917, όταν ήταν σε ισχυρή θέση, οφείλονταν στη συνεχή αβεβαιότητα που είχαν για το πώς θα παρέμβουν στις δεδομένες αντικειμενικές συνθήκες, στο ότι επηρεάστηκαν από τις διαφορετικές τάσεις στην εργατική τάξη και στο ότι η ηγεσία τους επηρεάστηκε αμέσως από αυτόν τον κατακερματισμό. Επίσης ήταν παγιδευμένοι σε λύσεις μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή λύσεις που σε τελική ανάλυση ήταν αντιδραστικές.
Δεν μπορεί κάνεις να επιχειρηματολογήσει ότι οι μπολσεβίκοι δεν επηρεάστηκαν από αυτές τις διαφορές καθόλου. Είναι γνωστό ότι σημαντικές διαφορετικές απόψεις εμφανίστηκαν σε κρίσιμες καμπές το 1917 μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, ανάμεσα στην Κεντρική Επιτροπή και στη Στρατιωτική Οργάνωση και αντιπροσώπους των Σοβιέτ, ανάμεσα στην Κεντρική Επιτροπή και στην Επιτροπή της Πετρούπολης. Αυτές οι διαφορές, που έβαλαν το Κόμμα σε δύσκολη θέση σε κάποιες στιγμές και το έφεραν στα πρόθυρα της καταστροφής, καταγράφηκαν.
Όμως η παράδοση των μπολσεβίκων δεν έζησε καμία σύγχυση, χάριν της ισχυρής καθοδήγησης και του προσωπικού κύρους του Λένιν και, ακόμα και αν υπήρχαν ορισμένοι δισταγμοί, το Κόμμα μπόρεσε να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία με τις σωστές παρεμβάσεις στις πιο κρίσιμες στιγμές.
Η «τεχνική τελειότητα» της πράξης της 6-7 Νοέμβρη, που σημαδεύτηκε από την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν μια κίνηση να καταστραφεί ο μηχανισμός εξουσίας υπέρ της εργατικής τάξης, γενικά οδηγεί στο λάθος συμπέρασμα ότι η υπεροχή των μπολσεβίκων βρισκόταν στην οργανωτική λειτουργία. Όμως οι μπολσεβίκοι έβαλαν τη σταθερή αντίληψη για την πολιτική και την προοπτική για την κατάκτηση της εξουσίας στο κέντρο της κάθε πρωτοβουλίας στο επίπεδο της τακτικής. Οι οργανωτικές κι επιχειρησιακές ικανότητές τους ήταν αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης.
Για να εξηγηθεί η σημασία της ενότητας του Κόμματος της εργατικής τάξης, του κύρους της ηγεσίας του και της συνέπειάς του, αρκεί να εξετάσουμε τη Ρωσία το 1917. Πολλές περιπτώσεις αναδεικνύουν ότι στην επαναστατική πάλη δεν υπάρχει το απόλυτο σωστό ή το απόλυτο λάθος. Το να χαρακτηρίζουμε μια απόφαση ή στάση ως «σωστή» ή «λάθος» ίσως δεν είναι δυνατό, ακόμα κι εκ των υστέρων. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η σταθερότητα και συνέπεια, πώς διαδοχικές αποφάσεις αλληλοτροφοδοτούνται και η ύπαρξη μιας σταθερής επαναστατικής στρατηγικής.
Η εγγύηση γι’ αυτό είναι η δύναμη της ηγεσίας και η συνέχειά της. Ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί ν’ αλλάζει στρατηγική σε κάθε στροφή, δεν μπορεί ν’ ανανεώνει την ηγεσία συνεχώς και δεν μπορεί να τα καταφέρει με μια ηγεσία που δεν έχει κύρος στο Κόμμα.
Η πιο τραγική απόδειξη για τη σημασία αυτού του στοιχείου του Λενινιστικού Κόμματος ήρθε μόνο 2 χρόνια μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στη Γερμανία, που θεωρούνταν το πιο σημαντικό κέντρο του διεθνούς εργατικού κινήματος. Ενδεικτική ήταν η σύγχυση που υπήρχε στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΚΓ στις γραμμές των Σπαρτακιστών, που είχαν αποφασίσει ν’ αποσχιστούν από τη σοσιαλδημοκρατία και να ιδρύσουν ένα ΚΚ, ενώ η γερμανική εργατική τάξη εξεγειρόταν σε πολλά σημεία της χώρας. Οι πιο σημαντικοί και γνωστοί ηγέτες του κινήματος, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, δεν μπόρεσαν να πείσουν τους αντιπροσώπους στις συζητήσεις για τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί στις επερχόμενες εκλογές, με αποτέλεσμα η ηγεσία να υλοποιήσει μια απόφαση που δεν πίστευε και το Κόμμα να οδηγηθεί σε μια μεγάλη τραγωδία, στην οποία έχασε τους δυο του πολύτιμους ηγέτες.
Αυτό αποτελεί παράδειγμα της φετιχοποίησης της τυπικής δημοκρατίας.
Κάτι άλλο που μάθαμε από το παράδειγμα της Γερμανίας σχετικά με τη θεωρία του Κόμματος-πρωτοπορία είναι τα όρια που έχει η αυθόρμητη δράση της εργατικής τάξης.
Αν και ήταν πάντα στο επαναστατικό ρεύμα του γερμανικού εργατικού κινήματος, η πιο μεγάλη αδυναμία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ ήταν η σκεπτικιστική προσέγγισή τους για την ιδέα του Κόμματος-πρωτοπορία και η υπερβολική έμφασή τους στην αυθόρμητη δράση της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα αναφορικά με τις μαζικές απεργίες.
Σ’ ένα άρθρο που γράφτηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1918 είναι φανερό πώς το λάθος και το σωστό διαπλέκονται και πώς ο ρόλος του Κόμματος- πρωτοπορία υποτιμάται:
«Η Ένωση Σπάρτακος δε θα πάρει ποτέ την κυβερνητική εξουσία, εκτός ως απάντηση στη σαφή, ξεκάθαρη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας των προλεταριακών μαζών όλης της Γερμανίας, ποτέ, αν το προλεταριάτο δεν αποδέχεται συνειδητά τις απόψεις, τους σκοπούς και τις μεθόδους πάλης της Ένωσης Σπάρτακος.
Η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να φτάσει στην πλήρη σαφήνεια και ωριμότητα μόνο σταδιακά, βήμα-βήμα, στο μονοπάτι του Γολγοθά των δικών της, πικρών εμπειριών από τον αγώνα, μέσα από ήττες και νίκες.
Η νίκη της Ένωσης Σπάρτακος δεν έρχεται στην αρχή, αλλά στο τέλος της επανάστασης: Είναι ταυτόσημη με τη νίκη των μεγάλων μαζών των εκατομμυρίων του σοσιαλιστικού προλεταριάτου.» [2]
Αυτό το απόσπασμα όχι μόνο δίνει μια γεύση για το ρόλο των αδυναμιών των «υποκειμενικών παραγόντων» στην αποτυχία της γερμανικής επανάστασης, αλλά επίσης αποδεικνύει τα πλεονεκτήματα για την οργανωτική αντίληψη που είχαν οι μπολσεβίκοι κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ μιλά για τη μεγάλη πλειοψηφία, αλλά σαφώς ξέχνα ότι οι ποσοτικές διαστάσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν στις επαναστάσεις, ότι οι συσχετισμοί αλλάζουν κάθε ώρα, ότι όλες οι επαναστάσεις στην Ιστορία έχουν επικρατήσει λόγω της δυναμικής μαζικής στήριξης που επιτρέπει την κατάκτηση της εξουσίας, και όχι από μια πλειοψηφία του 51%, και ότι ο σύντροφός της Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχε στοιχεία ότι η μεγάλη πλειοψηφία στήριξε την απόφασή του να κηρύξει σοβιετική εξουσία στο Ράιχσταγκ την ίδια περίοδο!
Η Οκτωβριανή Επανάσταση επιτεύχθηκε επειδή η βούληση εκατομμυρίων εργατών είχε αυτήν την κατεύθυνση, όχι επειδή η «μεγάλη πλειοψηφία», που δεν έχουμε τα κριτήρια να μετρήσουμε, το ήθελε.
Είναι λυπηρό ότι μια αταλάντευτη επαναστάτρια σαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, που μισούσε τον καπιταλισμό θανάσιμα, κινείται τόσο μακριά από την προοπτική της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, υποτιμά την έννοια του Κόμματος- πρωτοπορία κι επίσης προσπαθεί να συσκοτίσει το γεγονός ότι η κατάκτηση της εξουσίας αποτελεί το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Όταν συγκρίνουμε τη Ρωσία του 1917 με τη Γερμανία του 1919, δε φεύγουμε από την άποψη ότι η επανάσταση θα είχε θριαμβέψει στη Γερμανία αν δεν υπήρχε αυτό το κενό στο Κόμμα-πρωτοπορία. Όμως είναι δύσκολο να κάνεις εικασίες. Αλλά είναι βέβαιο ότι η Ρωσική Επανάσταση δε θα είχε καταλήξει στην προλεταριακή εξουσία αν δεν υπήρχε Λενινιστικό Κόμμα.
Έτσι, φτάνουμε στο τελευταίο ζήτημα που θέλουμε να τονίσουμε: Η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι κάτι περισσότερο από μια ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία. Η σημασία της αξιοποίησης στη συνέχεια του ονόματος «Κομμουνιστικό Κόμμα» στο διεθνές πεδίο μετά από την Επανάσταση είναι ότι διευκρινίζει το λόγο ύπαρξης για τα κόμματα της εργατικής τάξης. Τα ΚΚ σαφώς θα έχουν πολλά και διάφορα καθήκοντα: Η πάλη για καθημερινά αιτήματα, ενάντια στον πόλεμο, στο φασισμό ή στο ρατσισμό, για ελευθερίες και για την ειρήνη. Αλλά αυτά δεν ακυρώνουν το λόγο ύπαρξης των ΚΚ· το ΚΚ είναι κόμμα που παλεύει για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Μπορεί να συνενώσει όλες τις δράσεις του γι’ αυτόν το σκοπό.
Ακριβώς αυτό έδειξε το Κόμμα του Λένιν το 1917.
Συνεπώς, ο δρόμος μας είναι ο δρόμος της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο δρόμος μας είναι ο δρόμος του Κόμματος των Μπολσεβίκων.