Η Κεντρική Ασία ως νέα πιθανή πηγή συγκρούσεων και πολέμων


Αϊνούρ Κουρμάνοφ, Συμπρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κινήματος Καζακστάν

Οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τις αντεπαναστατικές διαδικασίες, μετατράπηκαν σε τυπικά αστικά κράτη με δικτατορικά καθεστώτα. Οι τοπικές κυβερνήσεις ακολούθησαν και ακολουθούν μία σκληρή αντικοινωνική πολιτική αγοραίων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων προς το συμφέρον των ντόπιων και των διεθνικών επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, μεταξύ των χωρών διεξάγονται εμπορικοί και μεταφορικοί πόλεμοι, αυξάνονται οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις για τους περιορισμένους πόρους και η νεότερη γενιά, σε μία κατάσταση κοινωνικής καταστροφής και πολιτιστικής-εκπαιδευτικής υποβάθμισης, δηλητηριάζεται από το εθνικιστικό και το σοβινιστικό δηλητήριο, πράγμα που δημιουργεί συνολικά μία νέα πηγή έντασης στο μετασοβιετικό χώρο.

Αυτό επιδεινώνεται από την επιρροή των ξένων εταιριών, που έχουν καταλάβει τα πιο προσοδοφόρα κοιτάσματα, καθώς και από την πάλη των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, των πρώτων υλών και των αγορών, για τους διαδρόμους μεταφοράς στην περιοχή. Αυτή η κατάσταση οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρούσεις και διαμάχες.

Σε αυτό το άρθρο θέλουμε να δώσουμε μία σύντομη ανάλυση αυτών των διεργασιών και την εκτίμησή μας για τις δυνάμεις που συμμετέχουν στη διαπάλη για την περιοχή. Από τα συμπεράσματα που θα ακολουθήσουν, θα είναι δυνατό να οικοδομηθεί μία ταξική προοπτική του κινήματος των εργατών και των μαζών για την απελευθέρωσή τους.

Η Κεντρική Ασία στην εποχή της αντεπανάστασης και της αποκομμουνιστικοποίησης

Η ήττα του σοσιαλισμού και η διάλυση της ΕΣΣΔ μετατράπηκαν σε πραγματική κοινωνική καταστροφή και οπισθοδρόμηση για τις πέντε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Αλλά η ιδιαιτερότητα αυτής της περιοχής έγκειται στο γεγονός ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού, εάν αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μία περιοχή όπου στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καπιταλισμός πριν, πραγματοποιήθηκε από τα πάνω, από την ελίτ του κυβερνώντος κόμματος, η οποία μετατράπηκε σε αστική τάξη.

Στο Καζακστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, στο Τουρκμενιστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Τουρκμενιστάν Σαπαρμουράντ Νιγιάζοφ, στο Ουζμπεκιστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Ουζμπεκιστάν Ισλάμ Καρίμοφ ηγήθηκαν της διαδικασίας διάλυσης της σχεδιοποιημένης οικονομίας και της εφαρμογής της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της εισαγωγής των αγοραίων μεταρρυθμίσεων.

Εξαίρεση αποτελεί η Κιργιζία, όπου οι Πρόεδροι που ήρθαν στην εξουσία δεν προέρχονταν από τους πρώην κομματικούς καθοδηγητές, αλλά ακόμη και εκεί πρώην στελέχη του Κόμματος έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς. Στο Τατζικιστάν, ως αποτέλεσμα του εμφύλιου πολέμου του 1992-1994, ανήλθε στην εξουσία, με την υποστήριξη του επίσημου Κομμουνιστικού Κόμματος, ένα πρώην στέλεχος του Κόμματος και πρόεδρος κολχόζ, ο Εμομαλί Ραχμάνοφ, ο οποίος αργότερα έγινε, όπως οι Ναζαρμπάγιεφ, Καρίμοφ και Νιγιάζοφ, ο μόνιμος ηγέτης της Δημοκρατίας και επίσης ηγήθηκε της διαδικασίας εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού.

Ως αποτέλεσμα της αντεπανάστασης, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας βρέθηκαν υπό τον έλεγχο των τοπικών αστικών φατριών και οικογενειών, οι οποίες δεν ήταν σε θέση ούτε να τα διατηρήσουν βιώσιμα και αναπτυσσόμενα, ούτε να παράσχουν συνθήκες στις οποίες οι αμέτρητες εθνοτικές ομάδες θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά μεταξύ τους.

Στην πραγματικότητα, αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος πιο «προοδευτικός» και «δημοκρατικός» καπιταλισμός. Απλώς, ο καπιταλισμός μπορούσε να εγκαθιδρυθεί σε αυτές τις Δημοκρατίες μόνο με αυτήν τη μορφή, με την εγκαθίδρυση αντιδραστικών αστικών-εθνικιστικών δικτατοριών.

Αντί να αξιοποιήσουν τους φυσικούς πόρους της περιοχής για την ανάπτυξη της οικονομίας και των κοινωνικών υποδομών, οι κυρίαρχες ελίτ παίρνουν μέρος στη δραστήρια λεηλασία τους με τη συμμετοχή αμερικανικών, ευρωπαϊκών, βρετανικών και κινεζικών εταιριών εξόρυξης, που στην πράξη προχώρησαν σε μοίρασμα της περιοχής σε σφαίρες επιρροής. Με αυτήν την έννοια, η Κεντρική Ασία δέχεται πιέσεις από τους διάφορους ιμπεριαλιστές παίχτες, που διεξάγουν σκληρό αγώνα μεταξύ τους για την επιρροή και για το δικαίωμα χρήσης των τοπικών πόρων.

Για να διατηρήσουν την εξουσία τους, οι άρχουσες τάξεις στις νέες οντότητες χρησιμοποιούν μεθόδους του αστυνομικού κράτους και, στις περιπτώσεις του Τουρκμενιστάν, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, μπορεί κανείς γενικά να μιλήσει για σκληρή δικτατορία.

Τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, όπου υπάρχουν, όχι μόνο δεν μπορούν να προσφέρουν στην περιοχή διέξοδο από την οικονομική καταστροφή, αλλά ακόμα και για τα δημοκρατικά δικαιώματα μιλούν μόνο όταν έχουν καταπατηθεί τα δικά τους. Όπως δείχνουν τα γεγονότα στην Κιργιζία, οι διάφορες ομάδες της αστικής ελίτ, όταν τους εξυπηρετεί, μπορούν να μασκαρευτούν σε αγωνιστές για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ άλλες φορές είναι απολύτως ικανές να χρησιμοποιήσουν τις εθνικές και τις εθνοτικές διαφορές για να διχάσουν τους εργαζόμενους στον αγώνα για την αναδιανομή της εξουσίας και της ιδιοκτησίας.

Τα τυπικά διοικητικά σύνορα που χώριζαν την κοιλάδα της Φεργκανά στη σοβιετική εποχή έχουν πλέον γίνει αληθινά και τα διάφορα καθεστώτα τα κρατούν κλειστά με κάθε είδους προσχήματα. Υπάρχει μία τρομακτική (αν όχι άμεση) προοπτική να μετατραπεί η Φεργκανά σε ένα νέο Κασμίρ, κομματιασμένη, κατεχόμενη από τη μία ή την άλλη Δημοκρατία, με ένα αδιάσπαστο τείχος ανάμεσά τους. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα είναι το αιματηρό πογκρόμ της ουζμπεκικής διασποράς στην πόλη Ος της Κιργιζίας το 2010.

Κάθε χρόνο, υπάρχουν εντάσεις μεταξύ των κρατών σχετικά με την κατανομή των υδάτινων πόρων και μεταξύ Τατζικιστάν και Κιργιζίας ξεσπούν συνεχώς συνοριακές συγκρούσεις. Επί τριάντα τρία χρόνια μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η ηγεσία των ανεξάρτητων Δημοκρατιών της περιοχής δεν μπόρεσε να συμφωνήσει για την από κοινού χρήση του νερού, της γης και των ενεργειακών πόρων, πράγμα που, σε μία κατάσταση ερημοποίησης και αύξησης του πληθυσμού, οδηγεί σε αναπόφευκτες διεθνικές και διακρατικές αντιθέσεις.

Η οπισθοδρόμηση δεν επηρέασε μόνο τις εργασιακές, αλλά και τις οικογενειακές σχέσεις και οδήγησε στην επιστροφή της υποδεέστερης θέσης των γυναικών ως προς τους άντρες και των κοριτσιών ως προς τους γονείς τους. Από τη δεκαετία του 1990, στο Ουζμπεκιστάν, στην Κιργιζία, στο Τουρκμενιστάν, στο Τατζικιστάν και στο Καζακστάν άρχισε να εφαρμόζεται ο εξαναγκαστικός γάμος κοριτσιών και νεαρών γυναικών με συζύγους έναντι τιμήματος της νύφης και διαδόθηκε η βίαιη αρπαγή της νύφης, που καταλήγει σε ξυλοδαρμούς και σεξουαλική υποδούλωση. Το ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών έχει αυξηθεί σημαντικά. Στο Τατζικιστάν, για παράδειγμα, μεγάλωσε μία ολόκληρη γενιά κοριτσιών ηλικίας 18-20 ετών μεταξύ των οποίων περισσότερο από το 50% δεν πήγαινε καθόλου σχολείο, αλλά έκανε δουλειές του σπιτιού ή δούλευε στα χωράφια.

Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ανάπτυξη του θρησκευτικού σκοταδισμού, που συμβάλλει περαιτέρω στην υποδούλωση των γυναικών της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για το Τατζικιστάν, τη Νότια Κιργιζία και ορισμένες περιοχές του Ουζμπεκιστάν. Η πολυγαμία γίνεται καθημερινό φαινόμενο και στο Καζακστάν μέρος της αστικής τάξης ασκεί την πρακτική να κρατά νεαρά κορίτσια και κοπέλες που παίζουν το ρόλο συμπληρωματικών συζύγων.

Τέτοιες άγριες αρχές καλλιεργούνται από τα πάνω, από την άρχουσα τάξη, εμφυτεύονται συνειδητά μέσα από το κήρυγμα σε επίσημο επίπεδο των εθνικο-συντηρητικών και πατριαρχικών ιδεών. Η σημερινή ελίτ στην εξουσία προσπαθεί επίσης να απομονώσει τους λαούς της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας μέσω της εισαγωγής του λατινικού αλφάβητου στις εθνικές γλώσσες και στερώντας από τη νεότερη γενιά την πρόσβαση στη σοβιετική πολιτιστική, επιστημονική και λογοτεχνική κληρονομιά. Αυτό συνοδεύεται αναμφισβήτητα από μία γενική πτώση του μορφωτικού επιπέδου των νέων και των γυναικών.

Ο εθνικισμός γίνεται επίσης ο κύριος ιδεολογικός πυρήνας των σύγχρονων κρατών της Κεντρικής Ασίας, στον οποίο προστίθεται ο μαχητικός αντικομμουνισμός, καθώς και η εξύμνηση για τους συμμετέχοντες στο αντεπαναστατικό κίνημα των Μπασμάκ, τους εκπροσώπους του κόμματος Αλάς, που πολέμησαν στο πλευρό του Λευκού ναυάρχου Κόλτσακ στον εμφύλιο πόλεμο και τους δοσίλογους που συνεργάστηκαν με τους ναζί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έτσι, το 2017, οι Αρχές του Καζακστάν εγκαινίασαν στην πόλη Κιζίλ-Ορντά ένα μνημείο στον ιδεολογικό εμπνευστή και οργανωτή της Λεγεώνας του Τουρκεστάν της Βέρμαχτ και των μουσουλμανικών Ες-Ες, Μουσταφά Σοκάι. Δρόμοι, εμπορικά κέντρα, βιβλιοθήκες έχουν πάρει το όνομά του και γυρίζονται ταινίες. Όλο και περισσότερες δημοσιεύσεις εμφανίζονται στον Τύπο, που δείχνουν τους λεγεωνάριους που υπηρέτησαν υπό τον Χίτλερ ως «μαχητές» κατά της σταλινικής δικτατορίας.

Στην Κιργιζία, στα τέλη του περασμένου έτους, βουλευτές όλων των παρατάξεων του κοινοβουλίου κατέθεσαν μέχρι και νομοσχέδιο για την πλήρη αποκατάσταση όλων των θυμάτων της σοβιετικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των λεγεωνάριων της Λεγεώνας του Τουρκεστάν και των στρατιωτών των μουσουλμανικών μονάδων των Ες-Ες. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι λομπίστες αυτού του νομοσχεδίου ήταν η «Ανοιχτή Κυβέρνηση», που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή του αμερικανικού πρακτορείου USAID και του διαβόητου Ιδρύματος Σόρος. Στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν, το 2022, όλοι οι εξέχοντες ηγέτες του κινήματος Μπασμάκ αποκαταστάθηκαν.

Παράλληλα, προχωρά και η διαδικασία της ολοκληρωτικής αποκομμουνιστικοποίησης. Το φιλελεύθερο-εθνικιστικό κόμμα του Καζακστάν Ακ Ζολ (Φωτεινός Δρόμος) προσπαθεί να υιοθετήσει έναν νόμο για το «Γολοντομόρ», σύμφωνα με τα ουκρανικά πρότυπα, και επίσης να απαγορεύσει την κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Πρόεδρος Κασίμ-Ζομάρτ Τοκάγιεφ σχημάτισε μία ειδική επιτροπή για την «αποκατάσταση», ως αποτέλεσμα των ενεργειών της οποίας δικαιώθηκαν τρακόσιοι έντεκα χιλιάδες εγκληματίες που εγγράφηκαν στα «θύματα του μπολσεβίκικου καθεστώτος», καθώς και οι Μπασμάκοι, τα μέλη της Λεγεώνας του Τουρκεστάν της Βέρμαχτ και των μονάδων των Ες-Ες.

Επομένως, με την αποδοχή της εθνικιστικής ιδεολογίας, είναι πολύ σημαντικό να καταστραφούν όλα τα σοβιετικά μνημεία. Έτσι, είναι ακόμη νωπές οι εντυπώσεις από τη βάρβαρη καταστροφή δύο μνημείων του δημιουργού της ΣΣΔ Καζακστάν Μιχαήλ Καλίνιν. Όλο και περισσότερο βλέπουμε βανδαλισμούς σε μνημεία στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, που δε διερευνώνται σωστά από την αστυνομία.

Η τρέχουσα κατάσταση στην Κεντρική Ασία, στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης, σημαίνει ότι η περιοχή θα συνεχίσει να βιώνει κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις και, για όσο διάστημα δεν υπάρχει ξεκάθαρη ταξική εναλλακτική, αυτές οι κρίσεις θα αξιοποιούνται από διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης των καπιταλιστών για να προωθήσουν τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα. Στην κορυφή των κοινωνικών διαμαρτυριών θα προωθούν ένα λαϊκίστικο πρόγραμμα για να τις εξαπατήσουν.

Είναι επίσης προφανές ότι τα αισθήματα διαμαρτυρίας και η δυσαρέσκεια μεταξύ των άνεργων νέων ανακατευθύνονται από αστικές ομάδες προς τις διεθνικές συγκρούσεις και την καταπίεση των μη αναγνωρισμένων εθνών. Στο ίδιο το Καζακστάν, πολλοί εξακολουθούν να θυμούνται τα πογκρόμ των Ντουνγκάν και των Ουιγούρων στα νότια της Δημοκρατίας το 2020-2021.

Την ίδια στιγμή, κάθε χρόνο αυξάνεται η απειλή άμεσων στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ των κρατών για τους πόρους που μειώνονται.

Οι συγκρούσεις μεταξύ Κιργιζίας και Τατζικιστάν

Το 2022, επί εννέα μήνες, σημειώθηκαν δεκατέσσερις συγκρούσεις στα σύνορα Κιργιζίας και Τατζικιστάν· σε κάποιες από αυτές, συνοριακά χωριά της Κιργιζίας δέχτηκαν επιθέσεις και οι πλευρές έβαλαν μεταξύ τους από πυροβολικό και ελικόπτερα. Υπήρξαν συγκρούσεις το 2023 και το 2024. Το τελευταίο αντικείμενο διαμάχης ήταν ο σταθμός διανομής νερού «Γκολοβνόι», μαζί με ένα φράγμα και μία γέφυρα.

Με τη σειρά της, η Ντουσανμπέ κατηγορεί το Μπισκέκ για σκόπιμη παραβίαση των διμερών συμφωνιών με το Τατζικιστάν. Το Δελτίο Τύπου της Κρατικής Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας της Δημοκρατίας του Τατζικιστάν αναφέρει ότι, σύμφωνα με τους χάρτες του 1924-1927, καθώς και του 1989, «αυτή η εγκατάσταση (σ.σ. σταθμός διανομής “Γκολοβνόι”) ανήκει εξ ολοκλήρου στη Δημοκρατία του Τατζικιστάν και από το 1968 χρησιμοποιείται για άρδευση και ύδρευση στις παραμεθόριες περιοχές των Δημοκρατιών του Τατζικιστάν, της Κιργιζίας και του Ουζμπεκιστάν».

Η αντίδραση των Αρχών της Κιργιζίας ήταν άμεση και αμέσως μετά ακολούθησε δήλωση του διευθυντή του Τμήματος Υδάτων της Δημοκρατίας της Κιργιζίας Αλμαζμπέκ Σοκέγιεφ, ο οποίος δήλωσε ότι «ο πάροχος νερού βρίσκεται στο έδαφος της Κιργιζίας και υπό τη διαχείριση του Μπατκενβοντοκανάλ. Το νερό φτάνει εκεί από τον ποταμό Ακ Σούου, ο οποίος γεμίζει από τα ποτάμια των βουνών της Κιργιζίας».

Και πράγματι, κρίνοντας από αρχειακά σοβιετικά έγγραφα, η μονάδα πρόσληψης νερού του συστήματος άρδευσης του ποταμού Ισφαρά κατασκευάστηκε το 1970 στην περιοχή Μπατκέν της περιοχής Ος της ΣΣΔ Κιργιζίας από τη Διεύθυνση Κατασκευών του τραστ Οσβοντοστρόι κατ’ εντολή του υπουργείου Έγγειων Βελτιώσεων και Υδάτινων Πόρων της ΣΣΔ Κιργιζίας. Επιπλέον, προηγουμένως δεν υπήρχαν προβλήματα μεταξύ των γειτόνων κατά τη χρήση των υδάτινων πόρων της Κιργιζίας.

Όπως μπορείτε να δείτε, η τρέχουσα σύγκρουση οφείλεται στους υδάτινους πόρους, οι οποίοι γίνονται όλο και πιο σπάνιοι και η αποτελεσματική κατανομή τους απαιτεί κοινές προσπάθειες, κάτι που είναι αδύνατο χωρίς τη δημιουργία υπερεθνικών δομών και κοινής διαχείρισης. Στην πραγματικότητα, η Ντουσανμπέ απαιτεί να διαιρεθεί ο ποταμός Ακ Σούου, κάτι που είναι αδύνατο επί της αρχής. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα πρόβλημα, που έχει γίνει μόνο ένα έναυσμα για τις συγκρούσεις.

Το γεγονός είναι ότι μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ σε όλο το μήκος των προηγουμένως διοικητικών συνόρων, μήκους 980 χιλιομέτρων περίπου, εμφανίστηκαν αμέσως αμφισβητούμενες περιοχές, εξαιτίας των οποίων συμβαίνουν συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των κατοίκων των γειτονικών ανεξάρτητων πλέον χωρών. Ο αγώνας των εθνικών κρατών συνεχίζεται τώρα για τους υδάτινους και τους χερσαίους πόρους, για τις διαβάσεις, τα στρατηγικά αποθέματα νερού, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε εχθροπραξίες πλήρους κλίμακας ή διεθνικές σφαγές. Επιπλέον, υπάρχουν ολόκληροι θύλακες Τατζίκων εντός της Δημοκρατίας της Κιργιζίας, για παράδειγμα, το ίδιο το Βορούχ.

Η Κιργιζία κατάφερε τώρα να επιλύσει όλα τα ζητήματα αμφισβητούμενων εδαφών με το Ουζμπεκιστάν, το οποίο γίνεται σημαντικός στρατηγικός εταίρος, αλλά η κατάσταση με το Τατζικιστάν δεν μπορεί να τελειώσει φιλικά με κανέναν τρόπο. Μία ειδική διακρατική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των επιτροπών Εθνικής Ασφάλειας των δύο χωρών, είχε ήδη οριοθετήσει 580 χιλιόμετρα της συνοριακής γραμμής, ωστόσο οι εργασίες της σταμάτησαν απροσδόκητα το Μάρτη του 2022.

Ίσως η κατάσταση να μην προχωράει λόγω του γεγονότος ότι και τα δύο κράτη θεωρούν το ένα το άλλο ισοδύναμο και ικανό να αλλάξει με αυτές τις μεθόδους τον ισχύοντα συσχετισμό προς όφελός του. Αυτό καθιστά επίσης δυνατό το παιχνίδι με τα εθνικά αισθήματα, την αύξηση του βαθμού πατριωτισμού και την απόσπαση της προσοχής του πληθυσμού από τη δύσκολη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, που σχετίζεται με την πανδημία του κορονοϊού. Γιατί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες των δύο Δημοκρατιών δεν μπόρεσαν να πάνε να εργαστούν στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ο αριθμός των νέων άνεργων έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια και αποτελεί απειλή για τις κυβερνήσεις.

Τώρα, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, η Κιργιζία είναι αυτήν τη στιγμή πιο αδύναμη από τον αντίπαλό της, γεγονός που εξηγεί την ειρηνευτική ρητορική του Σαντίρ Ζαπάροφ. Αν και μερικούς μήνες πριν την τελευταία μεγάλη σύγκρουση, το 2022, πρόσφερε περιφρονητικά στους Τατζίκους να ανταλλάξουν τους θύλακές τους με ακατοίκητες οροσειρές στα νότια της Δημοκρατίας. Αυτή η αποτυχία των αμυντικών μέτρων του Μπισκέκ, καθώς και το αδιέξοδο στη διαδικασία διαπραγμάτευσης για τα αμφισβητούμενα εδάφη γενικότερα, επηρεάστηκε και από την αλλαγή εξουσίας ως αποτέλεσμα μίας ακόμα έγχρωμης επανάστασης.

Τέτοια αιματηρά γεγονότα στα σύνορα δύο επίσημων συμμάχων αποτελούν επίσης μία αφυπνιστική έκκληση για τον Οργανισμό Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ), αφού οι χώρες-μέλη, σύμφωνα με τη συμφωνία, δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν όπλα η μία εναντίον της άλλης. Κανείς, όμως, δε δίνει σημασία σε αυτό και κάθε φορά η Μόσχα χρειάστηκε μεγάλες προσπάθειες για να παρέμβει στη σύγκρουση και να σταματήσει τους επίσημους συμμάχους της.

Αν εξετάσουμε τους βαθύτερους αντικειμενικούς λόγους όσων συμβαίνουν, αυτοί βρίσκονται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της υποβάθμισης της περιοχής και συγκεκριμένα της κοιλάδας της Φεργκανά μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, όταν προέκυψαν πολλές παρόμοιες αντιθέσεις και διαμάχες για τη γη, τους υδάτινους πόρους, τα οδικά τμήματα και τις υδραυλικές κατασκευές. Εξάλλου, ολόκληρη η βιομηχανία εξαφανίστηκε στην περιοχή Μπατκέν της Κιργιζίας ή στη γειτονική περιοχή Σόγκντι του Τατζικιστάν ως αποτέλεσμα της αποβιομηχάνισης, ενώ η γεωργία σε μικρά αγροτεμάχια εύφορης γης στις κοιλάδες έγινε ο μόνος τρόπος επιβίωσης για εκατομμύρια κατοίκους εκεί όπου είναι υψηλό το ποσοστό των γεννήσεων και της έλλειψης εργασίας.

Γι’ αυτό γίνεται τόσο σκληρός αγώνας για μεμονωμένους πυλώνες, για το σταθμό διανομής νερού «Γκολοβνόι» της δεξαμενής Τορτκούλ, για μικροσκοπικά κομμάτια εδάφους τα διοικητικά όρια των οποίων δεν αποτελούσαν αντικείμενο διαμάχης πριν τριάντα τρία χρόνια. Και τώρα περισσότερες από μία γενιές έχουν μεγαλώσει με εθνικιστικό επιθετικό πνεύμα και, κατά συνέπεια, η τρέχουσα προσωρινή εκεχειρία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το τέλος μίας σύγκρουσης, που μόνο θα αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου.

Έχει ενδιαφέρον το ότι η Τουρκία έσπευσε να εκμεταλλευτεί τις συγκρούσεις και αύξησε την προμήθεια όπλων στην Κιργιζία και στο Καζακστάν. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα προσπαθεί να διαπραγματευτεί με την Ντουσανμπέ, θέλοντας να παρουσιαστεί ως ένα είδος «ειρηνοποιού» και μεσολαβητή.

Η σύγκρουση του Ιούλη του 2022 στην Αυτόνομη Δημοκρατία Καρακαλπάκ του Ουζμπεκιστάν και τα συμφέροντα του Καζακστάν

Η κατάσταση επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια από διαμαρτυρίες κατοίκων της Αυτόνομης Δημοκρατίας Καρακαλπάκ του Ουζμπεκιστάν, όπου η νεολαία πραγματοποίησε συγκεντρώσεις πριν δύο χρόνια διαμαρτυρόμενη για τη στέρηση ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών της ως αποτέλεσμα των νέων τροποποιήσεων που έγιναν στο Σύνταγμα με πρωτοβουλία του Προέδρου Σαβκάτ Μιρζιγιόεφ.

Ταυτόχρονα, μέρος των αστικών τμημάτων της Αυτόνομης Δημοκρατίας, όπως και ορισμένοι διαδηλωτές, άρχισαν να τείνουν προς την απόσχιση από το Ουζμπεκιστάν και την ένταξη στο Καζακστάν.

Το γεγονός είναι ότι η Αστάνα έπαιξε και παίζει με τις αυτονομιστικές διαθέσεις μέρους της άρχουσας ελίτ στο Καρακαλπάκ. Έμμεση απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα του ενημερωτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και αυτού με προβοκατόρικο χαρακτήρα, μεταδιδόταν κατά τη διάρκεια των γεγονότων στις 1-2 Ιούλη 2022 από το έδαφος του Καζακστάν.

Και μία από τις επιβεβαιώσεις αυτού είναι το γεγονός ότι η Τασκένδη έκανε αμέσως ορισμένες παραχωρήσεις στην ηγεσία του Καζακστάν, πράγμα που εκφράστηκε με την επανέναρξη των εργασιών της επιτροπής για τη χάραξη και την οριοθέτηση αμφισβητούμενων τμημάτων των συνόρων. Είναι προφανές ότι στα παρασκήνια, πιθανότατα, το περιβάλλον του Προέδρου του Ουζμπεκιστάν Μιρζιγιόεφ εγκατέλειψε τελικά τυχόν εδαφικές διεκδικήσεις στο Τουρκεστάν και στο Νότιο Καζακστάν, όπου υπάρχει μεγάλη ουζμπεκική διασπορά, ενώ αυτά τα μέρη είναι ιστορικά συνδεδεμένα από την άποψη του πολιτισμού και της παράδοσης περισσότερο με το γεωργικό Ουζμπεκιστάν.

Δηλαδή, όλη αυτή η υποστήριξη της τάσης για αυτονόμηση στο Καρακαλπάκ είναι ένα ενημερωτικό και πολιτικό παιχνίδι με τη συμμετοχή Καζάκων εθνικιστών και φιλελεύθερων με στόχο να ασκηθεί πίεση στην Τασκένδη. Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι ίδιοι οι Καζάκοι εθνικιστές αντιμετώπισαν τους Καρακαλπάκους με περιφρόνηση και αφ’ υψηλού, θεωρώντας τους ανθρώπους δεύτερης και ακόμη και τρίτης κατηγορίας. Και τους «αγάπησαν» και άρχισαν να τους αποκαλούν «αδέρφια» όχι τυχαία, αλλά με άνωθεν εντολή.

Πρέπει επίσης να γίνεται κατανοητό ότι η Δημοκρατία του Καρακαλπάκ, της οποίας ο πληθυσμός είναι στην πραγματικότητα εθνοτικά και γλωσσικά πιο κοντά στους Καζάκους απ’ ό,τι στους Ουζμπέκους, παρά το περιβαλλοντικό πρόβλημα με τη Θάλασσα της Αράλης, είναι μία ελκυστική πρόκληση για πιθανή διχόνοια και την έναρξη παρόμοιων αυτονομιστικών διαθέσεων και μαζικών κινημάτων.

Έτσι, στο έδαφος της Αυτόνομης Δημοκρατίας, παρά το μικρό πληθυσμό (2 εκατομμύρια άνθρωποι), έχουν βρεθεί τεράστια κοιτάσματα χρυσού, αερίου, σιδήρου, φωσφοριτών, μπεντονίτη και καολίνη, αλάτων Γκλάουμπερ, γρανίτη και μαρμάρου. Υπάρχει επίσης μία υπόθεση για την πιθανή εμφάνιση μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου.

Ως εκ τούτου, οι ορέξεις της άρχουσας ελίτ του Καζακστάν, σε μία κατάσταση όπου μία σειρά κοιτασμάτων του Καζακστάν φθίνουν, επεκτείνονται τώρα και σε αυτό το σημαντικό κομμάτι της επικράτειας του Ουζμπεκιστάν, για το οποίο μπορεί να ξεκινήσει μία ανοιχτή διαμάχη.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη και μία άλλη περίσταση. Η Αστάνα και η Τασκένδη είναι ασυμβίβαστοι αντίπαλοι, που διεξάγουν ανταγωνιστική αντιπαράθεση για την πρωτοκαθεδρία και την ηγεμονία στην περιοχή. Και τώρα, η ηγεσία του Ουζμπεκιστάν έχει όλες τις πραγματικές πιθανότητες να ξεπεράσει το Καζακστάν όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και την ανάπτυξη της παραγωγής.

Έτσι, για την περίοδο 2016-2020, επιτεύχθηκαν τα ακόλουθα αποτελέσματα στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων: Πάνω από 807 τρισεκατομμύρια σουμ ή 89 δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο επενδύθηκαν απ’ όλες τις πηγές. Περίπου 29 δισεκατομμύρια δολάρια συγκεντρώθηκαν από το εξωτερικό με τη μορφή άμεσων επενδύσεων και δανειακών κεφαλαίων. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, παρά την πανδημία, η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε.

Το πρώτο τρίμηνο του 2022, η αύξηση του ΑΕΠ του Ουζμπεκιστάν ανήλθε σε 5,8% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, απορροφήθηκαν ξένες επενδύσεις ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το προβλεπόμενο ποσοστό εκπληρώθηκε κατά 167%. Δηλαδή, το Ουζμπεκιστάν είναι πλέον εξαιρετικά ελκυστικό για τους επενδυτές.

Ο ίδιος ο Μιρζιγιόεφ πραγματοποιεί ριζοσπαστικές νεοφιλελεύθερες αγοραίες μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, δίνοντας τη δυνατότητα στο δυτικό κεφάλαιο να εισέλθει σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Δηλαδή, δεν αποκλείεται σύντομα οι αμερικανικές, ευρωπαϊκές και βρετανικές επενδύσεις να ρεύσουν σταδιακά από το Καζακστάν στο Ουζμπεκιστάν με τη φθηνότερη εργατική δύναμη και την πολλά υποσχόμενη εγχώρια αγορά.

Η Τασκένδη έχει ένα άλλο αναμφισβήτητο πλεονέκτημα –πληθυσμό 35 εκατομμυρίων ανθρώπων, εκ των οποίων πάνω από 29 εκατομμύρια είναι εθνικά Ουζμπέκοι. Αντίστοιχα, η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή θα αποβεί μοιραία για την ηγεσία του Καζακστάν, αφού το υπάρχον –ουσιαστικά νεοαποικιακό– εξαγωγικό μοντέλο πρώτων υλών της οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δυτικές επενδύσεις.

Επιπλέον, έχοντας ενισχυθεί, η άρχουσα τάξη του Ουζμπεκιστάν, με επικεφαλής το δραστήριο και φιλόδοξο Μιρζιγιόεφ, μπορεί να εδραιώσει την ηγεμονία της στην Κεντρική Ασία, θέτοντας υπό την επιρροή της τις ελίτ των γειτονικών Δημοκρατιών και αντίστοιχα ελέγχοντας τις ροές ενέργειας και σημαντικές μεταφορικές αρτηρίες.

Γι’ αυτό, αν και το πρόβλημα του Καρακαλπάκ φαίνεται να έχει πλέον λυθεί, δεν πρόκειται να λυθεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό, οι Καρακαλπάκοι μπορούν να παίξουν ρόλο όπως εκείνος των Κούρδων για την Τουρκία –δηλαδή μίας πληγής που αιμορραγεί συνεχώς, που δε θα επιτρέπει στον Σαβχάτ Μιρζιγιόεφ και στην άρχουσα τάξη του Ουζμπεκιστάν το σχηματισμό μίας ισχυρής περιφερειακής δύναμης.

Εδώ πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή η αντιπαλότητα εντείνεται και από την εσωτερική ομοιότητα των καθεστώτων του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν, που διεξάγουν εντατική οικοδόμηση του έθνους-κράτους με βάση την εθνικιστική ιδεολογία, που στην Τασκένδη αυτή είναι ακόμα περισσότερο μεγαλοκρατική.

Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αστικές-εθνικιστικές δικτατορίες. Και επιβάλουν την ιδεολογία της εθνικής ανωτερότητας στο δικό τους ομώνυμο έθνος, ιδιαίτερα στη νεολαία, κάτι που απειλεί με μεταγενέστερες και σοβαρότερες συγκρούσεις, αν όχι για το Καρακαλπάκ, τότε για τη γη, το νερό, την ενέργεια και τις μεταφορές, οι οποίες μόνο θα αυξάνονται στην περιοχή λόγω της ερημοποίησης, της πληθυσμιακής αύξησης και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Είναι προφανές ότι αυτές τις αντιθέσεις θα τις εκμεταλλευτούν εξωτερικές δυνάμεις, ιδίως η Δύση, μαζί με την Τουρκία, την Κίνα και τη Ρωσία, που ενδιαφέρονται να θέσουν κάτω από το δικό τους έλεγχο την περιοχή.

Η πάλη για τους άξονες μεταφοράς

Από τη δεκαετία του 1990, οι άρχουσες τάξεις των Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας άρχισαν να κατασκευάζουν διάφορες διαδρομές για τη μεταφορά ορυκτών πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές και ειδικότερα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Κίνα. Προς την ευρωπαϊκή ήπειρο αυτές οι διαδρομές της εφοδιαστικής αλυσίδας περνούσαν κυρίως από το ρωσικό έδαφος, αλλά τα τελευταία πέντε έως έξι χρόνια η κατάσταση άρχισε να αλλάζει.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ίδια η Κεντρική Ασία είναι ένα έδαφος διέλευσης για οδούς μεταφοράς και στην προσπάθεια επαναπροσανατολισμού προς τη Δύση, μέσω της «τουρκικής ολοκλήρωσης», στην Αστάνα, ακόμη και υπό τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, άρχισαν να αναζητούν άλλες διαδρομές παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Στην πράξη, η ίδια η ίδρυση του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών το Νοέμβρη του 2021 στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε την πρόθεση των ηγεσιών της Τουρκίας, του Αζερμπαϊτζάν, του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν και του Τουρκμενιστάν να ανακατευθύνουν όλες τις διαδρομές ενέργειας και εφοδιαστικής αλυσίδας από την περιοχή μέσω της Κασπίας Θάλασσας στο Νότιο Καύκασο και στην Τουρκική Ανατολία.

Ήδη την 1η Απρίλη 2022, στην Τιφλίδα, από πλευράς της Γεωργίας, του Καζακστάν, της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν υπογράφηκε η διακήρυξη «Για το Διακασπιακό Διάδρομο Ανατολής-Δύσης». Και ακόμη νωρίτερα, οι υπουργοί Ενέργειας των χωρών της Κεντρικής Ασίας συμφώνησαν για την ανάγκη χρήσης των διαδρομών που πρότεινε η Τουρκία, και ειδικότερα με τη συμμετοχή στον αγωγό φυσικού αερίου της Ανατολίας (TANAP), μήκους 1,85 χιλιάδων χιλιομέτρων, με μέγιστη μεταφορική δυνατότητα 31 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Αυτό το έργο γίνεται το θεμέλιο για την ολοκλήρωση ενός μακροχρόνιου εγχειρήματος με την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, μέσω του οποίου επίσης θα ρέουν ποτάμια μαύρου χρυσού από το Καζακστάν στις ευρωπαϊκές αγορές.

Επιπλέον, ο διακασπιακός διεθνής μεταφορικός διάδρομος επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το πρόσχημα του υπερεθνικού του καθεστώτος, να εξάγουν όχι μόνο πετρέλαιο, αλλά και άλλα ορυκτά και ιδιαίτερα μέταλλα σπάνιων γαιών, που η ανάπτυξη των κοιτασμάτων τους έχει ήδη προγραμματιστεί από αμερικανικές εταιρίες στο Καζακστάν. Και αυτό είναι ήδη ένα πλήγμα για την Κίνα, η οποία έχει το μονοπώλιο σε αυτόν τον τομέα και πρόσφατα απείλησε να διακόψει την εξαγωγή σπάνιων γαιών εάν η Δύση επιβάλει απαγόρευση στην προμήθεια ημιαγωγών. Ήδη φέτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να επενδύσει περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια ευρώ σε διάστημα πέντε ετών για τον εκσυγχρονισμό των σιδηρόδρομων, των αυτοκινητόδρομων, των αεροδρομίων και των λιμενικών υποδομών του Καζακστάν στην Κασπία Θάλασσα. Θα κατασκευαστούν πρόσθετοι δρόμοι πρόσβασης στα κοιτάσματα σπάνιων γαιών και σε άλλα κοιτάσματα ορυκτών στρατηγικής σημασίας, συμπεριλαμβανομένου του ουρανίου. Η κυβέρνηση του Καζακστάν, με τη σειρά της, ανακοίνωσε τη μεταβίβαση είκοσι δύο αεροδρομίων και των δύο λιμανιών στο Ακτάου και στο Κουρίκ σε ευρωπαϊκές εταιρίες για διαχείριση με δικαίωμα ιδιωτικοποίησης.

Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο δείχνει προς το παρόν ενδιαφέρον γι’ αυτήν τη διακασπιακή διαδρομή, αμφισβητώντας πράγματι τη μεταφορική ικανότητα των σιδηρόδρομων και των λιμανιών του Καζακστάν στην Κασπία Θάλασσα. Αλλά ως εξασφάλιση, αφού η ΛΔ Κίνας ανταγωνίζεται επίσης τις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές εταιρίες για την περιοχή, η κινεζική ηγεσία αποφάσισε να επανεκκινήσει τις εργασίες κατασκευής του σιδηρόδρομου Κίνας-Κιργιζίας-Ουζμπεκιστάν, μήκους 454 χιλιομέτρων, παρακάμπτοντας το έδαφος του Καζακστάν.

Επιπλέον, αυτή η διαδρομή θα προχωρήσει παραπέρα μέσω του Τουρκμενιστάν προς το Βόρειο Ιράν και στη συνέχεια επίσης προς το Νότιο Καύκασο ή την Τουρκία προς τις χώρες της ΕΕ. Αποδείχθηκε ότι μία τέτοια απόφαση έρχεται σε σαφή αντίθεση με τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και της Αστάνα, καθώς η εναλλακτική διαδρομή αποδεικνύεται ότι είναι πέρα από τον έλεγχο του δυτικού κεφαλαίου και η άρχουσα τάξη του Καζακστάν αποκτά ανταγωνιστές διαμετακόμισης στο πρόσωπο του Μπισκέκ και της Τασκένδης.

Επιπλέον, η Μόσχα κατασκευάζει δραστήρια τη δική της διαδρομή εφοδιαστικής αλυσίδας, παρακάμπτοντας το έδαφος του Καζακστάν, οι Αρχές του οποίου έχουν προσχωρήσει στις δυτικές κυρώσεις και διεξάγουν συνεχείς εμπορικούς μεταφορικούς πολέμους με την Κιργιζία, παρά την κοινή ένταξη στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (ΕΑΟΕ), και με το Ουζμπεκιστάν. Ο κυβερνήτης της περιοχής του Άστραχαν, Ίγκορ Μπάμπουσκιν, δήλωσε το καλοκαίρι του 2023 ότι το Ουζμπεκιστάν και η Κιργιζία θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν έναν νέο πολυτροπικό διάδρομο μεταφορών από και προς τη Ρωσία, παρακάμπτοντας το Καζακστάν μέσω της Κασπίας Θάλασσας.

Δηλαδή, οι ροές εμπορευμάτων από αυτές τις Δημοκρατίες ανακατευθύνονται και εκφορτώνονται διά θαλάσσης στο Άστραχαν. Από πλευράς εφοδιαστικής αλυσίδας, η χερσαία διαδρομή μέσω των εδαφών του Καζακστάν είναι ταχύτερη και φθηνότερη σε σύγκριση με το νέο διάδρομο μέσω του Ουζμπεκιστάν, του Τουρκμενιστάν και της Κασπίας Θάλασσας –τελικά, η απόσταση είναι μεγαλύτερη, ενώ απαιτείται και μεταφόρτωση σε εμπορικά πλοία. Όμως, οι πολιτικοί λόγοι για την απότομη ψύχρανση των σχέσεων με την Αστάνα και το ενδεχόμενο κλεισίματος των συνόρων υπαγορεύουν τις απαιτήσεις τους.

Μάλιστα, στα τέλη του 2022, η Ρωσία προχώρησε στη διαμόρφωση της «τριπλής συμμαχίας του φυσικού αερίου» με τη συμμετοχή του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν, που αντιμετωπίζουν έντονη έλλειψη του μπλε καυσίμου. Μία τέτοια ένωση επιτρέπει στη Μόσχα, μέσω του εκσυγχρονισμού της υποδομής φυσικού αερίου αυτών των Δημοκρατιών, να μπορεί να μεταφέρει φυσικό αέριο προς το Πακιστάν και την Ινδία, μέσα από την επικράτεια των Δημοκρατιών αυτών, κατά μήκος της νότιας διαδρομής.

Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τον αναπροσανατολισμό της Αρμενίας προς τη Δύση και την αναξιοπιστία του Αζερμπαϊτζάν, το Κρεμλίνο εξετάζει σοβαρά το θέμα της διέλευσης ενός από τους κλάδους της γεωστρατηγικής διαδρομής Βορρά-Νότου μέσω του εδάφους του Καζακστάν και του Τουρκμενιστάν. Αυτό ενισχύει περαιτέρω το ενδιαφέρον του ρωσικού κεφαλαίου για την Κεντρική Ασία ως ζώνη διέλευσης για τον αναπροσανατολισμό των πρώτων υλών της στις αγορές της Κίνας, της Ινδίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Αν λάβουμε υπόψη την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία του Ουζμπεκιστάν, την πληθυσμιακή αύξηση και την επέκταση των πόλεων, καθώς και τις ανάγκες της χημικής βιομηχανίας, οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου γίνονται κρίσιμες και για την Τασκένδη. Και ακόμη περισσότερο, η άρχουσα ελίτ χρειάζεται ακριβώς φθηνά καύσιμα από τη Ρωσία για να αποσπά συμπληρωματικά υπερκέρδη. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η ηγεσία του Ουζμπεκιστάν προσχώρησε στην ΕΑΟΕ ως παρατηρητής, για να λάβει τέτοιους προνομιακούς δασμούς από τη Μόσχα, καθώς και τελωνειακές και άλλες παραχωρήσεις.

Ταυτόχρονα, η Τασκένδη έχει επίσης τα δικά της μακροχρόνια φιλόδοξα σχέδια, που προηγουμένως είχαν υποστηριχτεί από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, για την κατασκευή μίας σιδηροδρομικής διαδρομής μέσω Αφγανιστάν προς Πακιστάν κατά μήκος της γραμμής Μαζάρι-Σαρίφ Καμπούλ Πεσαβάρ. Σύμφωνα με αυτήν την ιδέα, η νέα αρτηρία θα παρέχει άμεση πρόσβαση στα πακιστανικά λιμάνια Καράτσι, Κασέμ και Γκουαντάρ.

Μετά από τη φυγή των Αμερικανών από το Αφγανιστάν το 2021, αυτό το έργο έμεινε στον αέρα, αλλά έπειτα από την έναρξη της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» και την ανακατεύθυνση από τη Ρωσία των ροών ενέργειας από τη Δύση προς την Ασία, αυτή η διαδρομή μπορεί να βρει επίσης μία δεύτερη ευκαιρία, επειδή βρίσκει ξανά ζήτηση. Πόσω μάλλον που η Τασκένδη, σε αντίθεση με την Ντουσανμπέ, δημιούργησε από την αρχή φιλικές σχέσεις με το καθεστώς των Ταλιμπάν.

Όλ’ αυτά δημιουργούν ένα κουβάρι αντιθέσεων λόγω της διαφοράς συμφερόντων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή για τα θέματα εξόρυξης πρώτων υλών και διαμετακόμισής τους, οι οποίες θα προσπαθήσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να εδραιώσουν τις θέσεις τους και, αντίθετα, να αποδυναμώσουν την επιρροή των ανταγωνιστών. Ταυτόχρονα, η Τουρκία, μέσω του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών, σε συνδυασμό με τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την ΕΕ, μπορεί να ενισχύσει δραστικά τη φιλοδυτική τάση στην πολιτική των ομάδων εξουσίας των Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μία έντονη ανισορροπία των δυνάμεων και να προκαλέσει νέες συγκρούσεις με τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Κίνας.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Καζακστάν, η ηγεσία του οποίου, με την υποστήριξη των Αρχών του Αζερμπαϊτζάν, γίνεται ο κύριος αγωγός της «τουρκικής ολοκλήρωσης» στην περιοχή και στήριγμα των δυτικών εταιριών. Η αποχώρηση της Αρμενίας από το μπλοκ με τη Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτή αντίδραση και να αποδυναμώσει απότομα τον ΟΣΣΑ και την ΕΑΟΕ, δίνοντας στην Αστάνα τη δυνατότητα να επιταχύνει το δικό της επαναπροσανατολισμό προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

Αυτό δημιουργεί μία εκρηκτική κατάσταση και σε αυτήν την περιοχή, η οποία, όπως φαίνεται, βρισκόταν μακριά από τα κύρια θέατρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Επίκαιρα συμπεράσματα

Συνεπώς, και οι Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας εισέρχονται σε μία περίοδο κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής αστάθειας, επειδή, ως αποτέλεσμα των φαινομένων κρίσης στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και της διαμάχης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, θα υποστούν σφοδρή πίεση. Ταυτόχρονα, θα ασκηθεί πίεση τόσο από τα μέσα όσο και από τα κάτω, από τις διαμαρτυρόμενες μάζες των νέων άνεργων και εργαζόμενων, και από τους γείτονες σε σύνδεση με την αύξηση των συγκρούσεων στα σύνορα λόγω των αντιπαραθέσεων για τη γη, το νερό και την ενέργεια.

Επιπλέον, τα καπιταλιστικά κράτη της περιοχής ανταγωνίζονται επίσης διαρκώς μεταξύ τους στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η εξωτερική παρέμβαση από τις ηγετικές δυνάμεις μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση ή να τινάξει την περιοχή στον αέρα, προκαλώντας διεθνικές συγκρούσεις και «αφγανοποίηση», δηλαδή τη διάλυση των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας

Σε αυτήν την κατάσταση, η Οργάνωσή μας έχει την ευθύνη: Να εκπροσωπήσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τη σοσιαλιστική εναλλακτική, που μπορεί να προσφέρει διέξοδο στους εργάτες και στα πλατιά λαϊκά στρώματα του Καζακστάν. Στο επίκεντρο της προπαγάνδας μας τοποθετούμε την ιδέα της μεγαλύτερης δυνατής ενότητας των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων όλων των εθνικοτήτων της περιοχής.

Ειδικά στην περίπτωση που οι εργάτες σε μία επιχείρηση προχωρούν σε σύγκρουση με έναν αλλοδαπό ιδιοκτήτη, διακηρύσσουμε την ανάγκη να προσπαθήσουμε να ενώσουμε όλους τους εργάτες σε συνδικάτο και να αγωνιστούμε για αιτήματα όπως ίση αμοιβή για ίση εργασία ανεξαρτήτως εθνικότητας, ενάντια στο φυλετικό διαχωρισμό και στις διακρίσεις, για θέσεις εργασίας για όλους.

Με την προβολή του συνθήματος της εθνικοποίησης, παράλληλα, αναδεικνύεται επίσης το αίτημα για εργατικό έλεγχο και διεύθυνση –για κατάσχεση της επιχείρησης από τις ξένες εταιρίες, όχι απλώς για μεταγενέστερη μεταβίβαση σε ντόπιο ιδιοκτήτη.

Αυτή η πάλη αναμφισβήτητα δεν μπορεί να χωρίζεται από την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, επειδή δεν επιτρέπεται να σπέρνουμε αυταπάτες για τη δυνατότητα κάποιας «εργατικής αυτοδιοίκησης» στις συνθήκες του καπιταλισμού και της εξουσίας των καπιταλιστών. Γι’ αυτό, αποτελεί μόνο ένα βήμα για την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης των εργαζόμενων, οι οποίοι πρέπει να αφομοιώσουν ότι μόνο με την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας μπορεί να γίνει πραγματικός εργατικός έλεγχος και να εγκαθιδρυθούν θεσμοί εργατικής εξουσίας.

Η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση, που επηρέασε ιδιαίτερα τις εξορυκτικές οικονομίες της περιοχής, συνοδευόμενη από την αδυναμία των Αρχών να αντιμετωπίσουν την πανδημία του κορονοϊού, έχει προκαλέσει μία νέα έξαρση κοινωνικής δραστηριότητας και διαμαρτυρίας όχι μόνο στο Καζακστάν, αλλά και στη γειτονική Κιργιζία και στο Ουζμπεκιστάν. Η νέα γενιά της νεολαίας, που δεν έχει καμιά προοπτική να αποκτήσει έστω και χαμηλά αμειβόμενη εργασία, οι εσωτερικοί μετανάστες, οι «αυτοαπασχολούμενοι», καθώς και τμήματα της εργατικής τάξης στις εξορυκτικές βιομηχανίες γίνονται εκείνο το εκρηκτικό μίγμα των μελλοντικών κοινωνικών κλονισμών.

Παρά την τρέχουσα αντεπανάσταση, τη βελούδινη αντίδραση και οπισθοδρόμηση, τα επιτεύγματα της σοβιετικής εξουσίας κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και το σχηματισμό νέων εθνών αποδείχτηκαν παρόλ’ αυτά τόσο υψηλά, που αυτές οι χώρες δε ρίχτηκαν τελεσίδικα πίσω στο Μεσαίωνα. Υπάρχει ακόμη ένα κοινό πολιτιστικό και εκπαιδευτικό θεμέλιο και βάση, που δημιουργεί μία ορισμένη προοπτική για τους λαούς της Κεντρικής Ασίας σε περίπτωση μίας νέας επαναστατικής κρίσης, ώστε να ξεφύγουν από τα δεσμά της διπλής καταπίεσης και να θέσουν το ζήτημα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της ριζικής αλλαγής ολόκληρης της κατεύθυνσης της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης.