Η ήττα του σοσιαλισμού και η διάλυση της ΕΣΣΔ μετατράπηκαν σε πραγματική κοινωνική καταστροφή και οπισθοδρόμηση για τις πέντε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Αλλά η ιδιαιτερότητα αυτής της περιοχής έγκειται στο γεγονός ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού, εάν αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μία περιοχή όπου στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καπιταλισμός πριν, πραγματοποιήθηκε από τα πάνω, από την ελίτ του κυβερνώντος κόμματος, η οποία μετατράπηκε σε αστική τάξη.
Στο Καζακστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, στο Τουρκμενιστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Τουρκμενιστάν Σαπαρμουράντ Νιγιάζοφ, στο Ουζμπεκιστάν ο πρώην Πρώτος Γραμματέας του ΚΚ Ουζμπεκιστάν Ισλάμ Καρίμοφ ηγήθηκαν της διαδικασίας διάλυσης της σχεδιοποιημένης οικονομίας και της εφαρμογής της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της εισαγωγής των αγοραίων μεταρρυθμίσεων.
Εξαίρεση αποτελεί η Κιργιζία, όπου οι Πρόεδροι που ήρθαν στην εξουσία δεν προέρχονταν από τους πρώην κομματικούς καθοδηγητές, αλλά ακόμη και εκεί πρώην στελέχη του Κόμματος έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς. Στο Τατζικιστάν, ως αποτέλεσμα του εμφύλιου πολέμου του 1992-1994, ανήλθε στην εξουσία, με την υποστήριξη του επίσημου Κομμουνιστικού Κόμματος, ένα πρώην στέλεχος του Κόμματος και πρόεδρος κολχόζ, ο Εμομαλί Ραχμάνοφ, ο οποίος αργότερα έγινε, όπως οι Ναζαρμπάγιεφ, Καρίμοφ και Νιγιάζοφ, ο μόνιμος ηγέτης της Δημοκρατίας και επίσης ηγήθηκε της διαδικασίας εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού.
Ως αποτέλεσμα της αντεπανάστασης, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας βρέθηκαν υπό τον έλεγχο των τοπικών αστικών φατριών και οικογενειών, οι οποίες δεν ήταν σε θέση ούτε να τα διατηρήσουν βιώσιμα και αναπτυσσόμενα, ούτε να παράσχουν συνθήκες στις οποίες οι αμέτρητες εθνοτικές ομάδες θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά μεταξύ τους.
Στην πραγματικότητα, αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος πιο «προοδευτικός» και «δημοκρατικός» καπιταλισμός. Απλώς, ο καπιταλισμός μπορούσε να εγκαθιδρυθεί σε αυτές τις Δημοκρατίες μόνο με αυτήν τη μορφή, με την εγκαθίδρυση αντιδραστικών αστικών-εθνικιστικών δικτατοριών.
Αντί να αξιοποιήσουν τους φυσικούς πόρους της περιοχής για την ανάπτυξη της οικονομίας και των κοινωνικών υποδομών, οι κυρίαρχες ελίτ παίρνουν μέρος στη δραστήρια λεηλασία τους με τη συμμετοχή αμερικανικών, ευρωπαϊκών, βρετανικών και κινεζικών εταιριών εξόρυξης, που στην πράξη προχώρησαν σε μοίρασμα της περιοχής σε σφαίρες επιρροής. Με αυτήν την έννοια, η Κεντρική Ασία δέχεται πιέσεις από τους διάφορους ιμπεριαλιστές παίχτες, που διεξάγουν σκληρό αγώνα μεταξύ τους για την επιρροή και για το δικαίωμα χρήσης των τοπικών πόρων.
Για να διατηρήσουν την εξουσία τους, οι άρχουσες τάξεις στις νέες οντότητες χρησιμοποιούν μεθόδους του αστυνομικού κράτους και, στις περιπτώσεις του Τουρκμενιστάν, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, μπορεί κανείς γενικά να μιλήσει για σκληρή δικτατορία.
Τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, όπου υπάρχουν, όχι μόνο δεν μπορούν να προσφέρουν στην περιοχή διέξοδο από την οικονομική καταστροφή, αλλά ακόμα και για τα δημοκρατικά δικαιώματα μιλούν μόνο όταν έχουν καταπατηθεί τα δικά τους. Όπως δείχνουν τα γεγονότα στην Κιργιζία, οι διάφορες ομάδες της αστικής ελίτ, όταν τους εξυπηρετεί, μπορούν να μασκαρευτούν σε αγωνιστές για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ άλλες φορές είναι απολύτως ικανές να χρησιμοποιήσουν τις εθνικές και τις εθνοτικές διαφορές για να διχάσουν τους εργαζόμενους στον αγώνα για την αναδιανομή της εξουσίας και της ιδιοκτησίας.
Τα τυπικά διοικητικά σύνορα που χώριζαν την κοιλάδα της Φεργκανά στη σοβιετική εποχή έχουν πλέον γίνει αληθινά και τα διάφορα καθεστώτα τα κρατούν κλειστά με κάθε είδους προσχήματα. Υπάρχει μία τρομακτική (αν όχι άμεση) προοπτική να μετατραπεί η Φεργκανά σε ένα νέο Κασμίρ, κομματιασμένη, κατεχόμενη από τη μία ή την άλλη Δημοκρατία, με ένα αδιάσπαστο τείχος ανάμεσά τους. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα είναι το αιματηρό πογκρόμ της ουζμπεκικής διασποράς στην πόλη Ος της Κιργιζίας το 2010.
Κάθε χρόνο, υπάρχουν εντάσεις μεταξύ των κρατών σχετικά με την κατανομή των υδάτινων πόρων και μεταξύ Τατζικιστάν και Κιργιζίας ξεσπούν συνεχώς συνοριακές συγκρούσεις. Επί τριάντα τρία χρόνια μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η ηγεσία των ανεξάρτητων Δημοκρατιών της περιοχής δεν μπόρεσε να συμφωνήσει για την από κοινού χρήση του νερού, της γης και των ενεργειακών πόρων, πράγμα που, σε μία κατάσταση ερημοποίησης και αύξησης του πληθυσμού, οδηγεί σε αναπόφευκτες διεθνικές και διακρατικές αντιθέσεις.
Η οπισθοδρόμηση δεν επηρέασε μόνο τις εργασιακές, αλλά και τις οικογενειακές σχέσεις και οδήγησε στην επιστροφή της υποδεέστερης θέσης των γυναικών ως προς τους άντρες και των κοριτσιών ως προς τους γονείς τους. Από τη δεκαετία του 1990, στο Ουζμπεκιστάν, στην Κιργιζία, στο Τουρκμενιστάν, στο Τατζικιστάν και στο Καζακστάν άρχισε να εφαρμόζεται ο εξαναγκαστικός γάμος κοριτσιών και νεαρών γυναικών με συζύγους έναντι τιμήματος της νύφης και διαδόθηκε η βίαιη αρπαγή της νύφης, που καταλήγει σε ξυλοδαρμούς και σεξουαλική υποδούλωση. Το ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών έχει αυξηθεί σημαντικά. Στο Τατζικιστάν, για παράδειγμα, μεγάλωσε μία ολόκληρη γενιά κοριτσιών ηλικίας 18-20 ετών μεταξύ των οποίων περισσότερο από το 50% δεν πήγαινε καθόλου σχολείο, αλλά έκανε δουλειές του σπιτιού ή δούλευε στα χωράφια.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ανάπτυξη του θρησκευτικού σκοταδισμού, που συμβάλλει περαιτέρω στην υποδούλωση των γυναικών της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για το Τατζικιστάν, τη Νότια Κιργιζία και ορισμένες περιοχές του Ουζμπεκιστάν. Η πολυγαμία γίνεται καθημερινό φαινόμενο και στο Καζακστάν μέρος της αστικής τάξης ασκεί την πρακτική να κρατά νεαρά κορίτσια και κοπέλες που παίζουν το ρόλο συμπληρωματικών συζύγων.
Τέτοιες άγριες αρχές καλλιεργούνται από τα πάνω, από την άρχουσα τάξη, εμφυτεύονται συνειδητά μέσα από το κήρυγμα σε επίσημο επίπεδο των εθνικο-συντηρητικών και πατριαρχικών ιδεών. Η σημερινή ελίτ στην εξουσία προσπαθεί επίσης να απομονώσει τους λαούς της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας μέσω της εισαγωγής του λατινικού αλφάβητου στις εθνικές γλώσσες και στερώντας από τη νεότερη γενιά την πρόσβαση στη σοβιετική πολιτιστική, επιστημονική και λογοτεχνική κληρονομιά. Αυτό συνοδεύεται αναμφισβήτητα από μία γενική πτώση του μορφωτικού επιπέδου των νέων και των γυναικών.
Ο εθνικισμός γίνεται επίσης ο κύριος ιδεολογικός πυρήνας των σύγχρονων κρατών της Κεντρικής Ασίας, στον οποίο προστίθεται ο μαχητικός αντικομμουνισμός, καθώς και η εξύμνηση για τους συμμετέχοντες στο αντεπαναστατικό κίνημα των Μπασμάκ, τους εκπροσώπους του κόμματος Αλάς, που πολέμησαν στο πλευρό του Λευκού ναυάρχου Κόλτσακ στον εμφύλιο πόλεμο και τους δοσίλογους που συνεργάστηκαν με τους ναζί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι, το 2017, οι Αρχές του Καζακστάν εγκαινίασαν στην πόλη Κιζίλ-Ορντά ένα μνημείο στον ιδεολογικό εμπνευστή και οργανωτή της Λεγεώνας του Τουρκεστάν της Βέρμαχτ και των μουσουλμανικών Ες-Ες, Μουσταφά Σοκάι. Δρόμοι, εμπορικά κέντρα, βιβλιοθήκες έχουν πάρει το όνομά του και γυρίζονται ταινίες. Όλο και περισσότερες δημοσιεύσεις εμφανίζονται στον Τύπο, που δείχνουν τους λεγεωνάριους που υπηρέτησαν υπό τον Χίτλερ ως «μαχητές» κατά της σταλινικής δικτατορίας.
Στην Κιργιζία, στα τέλη του περασμένου έτους, βουλευτές όλων των παρατάξεων του κοινοβουλίου κατέθεσαν μέχρι και νομοσχέδιο για την πλήρη αποκατάσταση όλων των θυμάτων της σοβιετικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των λεγεωνάριων της Λεγεώνας του Τουρκεστάν και των στρατιωτών των μουσουλμανικών μονάδων των Ες-Ες. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι λομπίστες αυτού του νομοσχεδίου ήταν η «Ανοιχτή Κυβέρνηση», που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή του αμερικανικού πρακτορείου USAID και του διαβόητου Ιδρύματος Σόρος. Στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν, το 2022, όλοι οι εξέχοντες ηγέτες του κινήματος Μπασμάκ αποκαταστάθηκαν.
Παράλληλα, προχωρά και η διαδικασία της ολοκληρωτικής αποκομμουνιστικοποίησης. Το φιλελεύθερο-εθνικιστικό κόμμα του Καζακστάν Ακ Ζολ (Φωτεινός Δρόμος) προσπαθεί να υιοθετήσει έναν νόμο για το «Γολοντομόρ», σύμφωνα με τα ουκρανικά πρότυπα, και επίσης να απαγορεύσει την κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Πρόεδρος Κασίμ-Ζομάρτ Τοκάγιεφ σχημάτισε μία ειδική επιτροπή για την «αποκατάσταση», ως αποτέλεσμα των ενεργειών της οποίας δικαιώθηκαν τρακόσιοι έντεκα χιλιάδες εγκληματίες που εγγράφηκαν στα «θύματα του μπολσεβίκικου καθεστώτος», καθώς και οι Μπασμάκοι, τα μέλη της Λεγεώνας του Τουρκεστάν της Βέρμαχτ και των μονάδων των Ες-Ες.
Επομένως, με την αποδοχή της εθνικιστικής ιδεολογίας, είναι πολύ σημαντικό να καταστραφούν όλα τα σοβιετικά μνημεία. Έτσι, είναι ακόμη νωπές οι εντυπώσεις από τη βάρβαρη καταστροφή δύο μνημείων του δημιουργού της ΣΣΔ Καζακστάν Μιχαήλ Καλίνιν. Όλο και περισσότερο βλέπουμε βανδαλισμούς σε μνημεία στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, που δε διερευνώνται σωστά από την αστυνομία.
Η τρέχουσα κατάσταση στην Κεντρική Ασία, στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης, σημαίνει ότι η περιοχή θα συνεχίσει να βιώνει κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις και, για όσο διάστημα δεν υπάρχει ξεκάθαρη ταξική εναλλακτική, αυτές οι κρίσεις θα αξιοποιούνται από διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης των καπιταλιστών για να προωθήσουν τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα. Στην κορυφή των κοινωνικών διαμαρτυριών θα προωθούν ένα λαϊκίστικο πρόγραμμα για να τις εξαπατήσουν.
Είναι επίσης προφανές ότι τα αισθήματα διαμαρτυρίας και η δυσαρέσκεια μεταξύ των άνεργων νέων ανακατευθύνονται από αστικές ομάδες προς τις διεθνικές συγκρούσεις και την καταπίεση των μη αναγνωρισμένων εθνών. Στο ίδιο το Καζακστάν, πολλοί εξακολουθούν να θυμούνται τα πογκρόμ των Ντουνγκάν και των Ουιγούρων στα νότια της Δημοκρατίας το 2020-2021.
Την ίδια στιγμή, κάθε χρόνο αυξάνεται η απειλή άμεσων στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ των κρατών για τους πόρους που μειώνονται.