Η Ευρωπαϊκή Ένωση της ανισότητας: Η Λετονία στην αγκαλιά του διεθνούς κεφαλαίου


Φρίντι Μπόκις, Αναπληρωτής Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας.

Την ιδέα της αναγκαιότητας για ενοποίηση της Ευρώπης, η οποία το 19ο αιώνα παρουσίαζε μία ανομοιόμορφη εικόνα απομονωμένων και συνεχώς εχθρικών μεταξύ τους μοναρχιών, με τη μία ή την άλλη μορφή, την υποστήριζαν πολλές ιστορικές προσωπικότητες, από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη έως τον Μ. Α. Μπακούνιν.

Ο Ιμάνουελ Κάντ διατύπωσε σαφείς θεωρητικές μελέτες, αν και δε χρησιμοποιούσε σε αυτές το συνήθη στις μέρες μας ορισμό. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης είχε έναν αρκετά επαναστατικό χαρακτήρα, αφού παρόμοια ενοποίηση μοναρχιών φαινόταν ανέφικτη.

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, το ζήτημα της ειρηνικής ένωσης των κρατών της Ευρώπης παρουσίασε νέα εξέλιξη, όμως οι διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και τα διαφορετικά ρεύματα μέσα σε ένα κόμμα, δημιουργούσαν μία εντελώς διαφορετική στάση σε μία τέτοια προοπτική. Για παράδειγμα, παράλληλα με τον Λένιν, στο θέμα των «Πολιτειών της Ευρώπης» αναφερόταν και ο Λ. Τρότσκι. Η διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις τους είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και συνάμα συνδεδεμένη με τη στάση τους απέναντι στην προοπτική της δυνατότητας για νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα.

Ο Β. Ι. Λένιν, ως γνωστό, θεωρούσε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να συμβεί και να νικήσει στη Ρωσία. «Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο, προσελκύοντας κοντά του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους». [1]

Απέναντι στη δυνατότητα μετεξέλιξης των κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών βάσεων των σύγχρονών του κρατών, ο Λένιν ήταν αρνητικός και κατηγορηματικά ενάντια στην αντικατάσταση του επαναστατικού δρόμου με απόπειρες μεταρρύθμισης των αστικών κρατικών συστημάτων.

«Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση, ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε να επισκιάσουν, ούτε να εξασθενήσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης». [2]

Ο Β. Ι. Λένιν απέρριπτε τη σκοπιμότητα δημιουργίας των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης στο έδαφος του καπιταλισμού. Θεωρούσε δυνατή μόνο μια προσωρινή και μάλιστα αντιδραστικού χαρακτήρα ιμπεριαλιστική συμμαχία των ευρωπαϊκών αστικών κρατών. Τον Οκτώβρη του 1914, στην εργασία του «Ο πόλεμος και η ρωσική σοσιαλδημοκρατία» έγραφε: «Το άμεσο πολιτικό σύνθημα των σοσιαλδημοκρατών της Ευρώπης πρέπει να είναι η ίδρυση των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και συνάμα, σε αντίθεση με την αστική τάξη, η οποία είναι έτοιμη να “υποσχεθεί” οτιδήποτε αρκεί να παρασύρει το προλεταριάτο σε ένα κοινό ρεύμα σοβινισμού, οι σοσιαλδημοκράτες θα ξεσκεπάσουν όλη την ψευτιά και τον παραλογισμό αυτού του συνθήματος δίχως το επαναστατικό γκρέμισμα της γερμανικής, αυστριακής και ρωσικής μοναρχίας». [3]

Ο Τρότσκι πίστευε ότι ο πόλεμος θα οδηγήσει σε κατάργηση των εθνικών κρατών ως αυτοτελών οικονομικών μονάδων και θεωρούσε μία παρόμοια εξέλιξη ως ένα νομοτελειακό βήμα της ιστορικής εξέλιξης, αν και ανέφερε ότι το ζήτημα της ίδρυσης μίας παγκόσμιας οικονομίας θα πρέπει να το επιλύσει όχι «η καπιταλιστική τάξη της νικήτριας χώρας, η οποία μέσω αυτού του πολέμου θα μετατραπεί από μεγάλη δύναμη σε παγκόσμια», αλλά να γίνει «στη βάση μίας έξυπνα οργανωμένης συνεργασίας όλης της παραγωγικής ανθρωπότητας».

Σε αντίθεση με τον Λένιν, ο Τρότσκι θεωρούσε τις ευρωπαϊκές χώρες ως ένα είδος «οικονομικής ενότητας», ως «μία ενωμένη καπιταλιστική Ευρώπη, η οποία είναι πια ώριμη για την κοινωνική επανάσταση». Πίστευε ότι οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» δε θα ήταν υποχρεωτικά αντιδραστικές, ακόμα και αν τα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης κατάφερναν να συσπειρωθούν σε ένα ιμπεριαλιστικό τραστ. Μία τέτοια «συσπείρωση» την θεωρεί ως «βήμα μπροστά», καθώς αυτό θα δημιουργούσε την υλική βάση για ένα πανευρωπαϊκό εργατικό κίνημα.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Τρότσκι συνεχίζει να υποστηρίζει την άποψή του για μια τέτοια ένωση καπιταλιστικών κρατών, ακόμη και μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Η ίδρυση της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα» (1952) και κατόπιν της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (1957) φαινομενικά πρόβαλλε την εξέλιξη της κατάστασης στην Ευρώπη «αλά Τρότσκι», ο οποίος θεωρούσε ακριβώς τη Γαλλία και τη Γερμανία τις κυριότερες «ατμομηχανές» αυτών των ενώσεων. Ωστόσο, η περαιτέρω εξέλιξη απέδειξε τη θεωρητική ορθότητα και την ιστορική πρόβλεψη του Β. Ι. Λένιν: «Στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διάφορων οικονομιών και των διάφορων κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική». [4]

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το αδύνατο της ισόμετρης και δίκαιης ανάπτυξης των κρατών στις καπιταλιστικές ενοποιήσεις είναι η κατάσταση της Λετονίας στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η χρεοκοπία της αυταπάτης του «Ευρωπαϊκού Δρόμου»

Η δεκαετία των ανεκπλήρωτων ονείρων -έτσι μπορεί να ονομάσει κανείς το αποτέλεσμα της δεκαετούς παραμονής της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Για την πλειονότητα των εκπροσώπων του λετονικού πληθυσμού της χώρας, το βασικό κίνητρο για τη συμμετοχή στην καταστροφή της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος ήταν ο μύθος του «εθνικού κράτους» και, ακριβέστερα, η επιστροφή του συστήματος της εθνικής κυριαρχίας το οποίο επικρατούσε τον περασμένο αιώνα στη δεκαετία του ’30 κατά τη διάρκεια της αστικής-εθνικιστικής δικτατορίας. Παράλληλα, στο μεταίχμιο του 20ού και 21ου αιώνα, στο μυαλό των περισσότερων κατοίκων, ανεξάρτητα από εθνικότητα, κυριαρχούσε η αφελής αντίληψη πως μετά από την καταστροφή του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος και την έξοδο από την ΕΣΣΔ θα αρχίσουν όλοι να ζουν στον «κόσμο της κατανάλωσης» (με τις εντυπωσιακές βιτρίνες, για τις οποίες ήξεραν κυρίως μόνο από προπαγανδιστικές εκπομπές καπιταλιστικών χωρών και από τις διηγήσεις των τουριστών...).

Πίστευαν, όμως, πως θα διαφυλαχτούν και όλες οι κοινωνικές εγγυήσεις του σοσιαλιστικού κράτους.

Αρκετά γρήγορα, το αίσθημα της ευφορίας από τη «μελωδική επανάσταση» αντικαταστάθηκε από την απελπισία και την απαισιοδοξία. Ο σκοπός, που είχε τεθεί από το αντισοβιετικό Λαϊκό Μέτωπο της Λετονίας για τυπική ανεξαρτησία, επιτεύχθηκε, όμως η ζωή του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού δε βελτιώθηκε από αυτό. Έγινε πολύ χειρότερη, εξαιτίας της διάλυσης της οικονομίας και της διακοπής των οικονομικών σχέσεων με τις άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 του περασμένου αιώνα, η Λετονία ως κράτος στην πραγματικότητα βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Τότε, η δεξιά-εθνικιστική ηγεσία, αλλάζοντας κατεύθυνση, παραιτήθηκε από την ιδέα της κρατικής ανεξαρτησίας και στράφηκε προς την προπαγανδιστική εκστρατεία για ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η προπαγάνδα ήταν αναγκαία, καθώς πολλοί κάτοικοι της χώρας ζούσαν ακόμα με τις αυταπάτες της «ανεξαρτησίας» την οποία κατανοούσαν πολύ αφελώς, συγκρίνοντας σε αυτήν τη φάση τη χώρα τους με τα ισχυρά και αναπτυγμένα κράτη. Όμως η απόρριψη κάποιων διακρατικών ενώσεων τα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια ήταν τόσο μεγάλη, που στον Ποινικό Κώδικα προστέθηκε άρθρο που προέβλεπε ποινή ακόμα και για την προπαγάνδα (!) υπέρ της οποιασδήποτε τέτοιας ένωσης. Αστεία περίπτωση -η κυβέρνηση, ξεκινώντας επίσημη προπαγάνδα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τυπικά από νομικής άποψης διέπραττε ποινικό αδίκημα...

Παρόλ’ αυτά, οι επιδιώξεις της λετονικής ηγεσίας υποστηρίζονταν από την ηγεσία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθώς ικανοποιούσαν πλήρως τις αρχές της ιμπεριαλιστικής πολιτικής αυτών των συμμαχιών.

Το Σεπτέμβρη του 2003 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ένταξη της Λετονίας στην ΕΕ, στο οποίο το 66,97% υποστήριξε την προσχώρηση στην ΕΕ, ενώ το 32,26% ψήφισε κατά. [5]

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας διέφεραν καθαρά ανάλογα με το εθνικό στοιχείο: Στις περιοχές με καθαρά λετονικό πληθυσμό, τα «υπέρ» ήταν κάποιες φορές πάνω από 80%, ενώ στις ρωσόφωνες περιοχές (όπως στο Νταουγκαβπίλς, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας) το 67% ήταν κατά.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ψηφοφορία για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ γενικά δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή η πλειοψηφία του πληθυσμού υποστήριζε την άποψη για την αναγκαιότητα διατήρησης του καθεστώτος ουδετερότητας της χώρας. Εκτός από αυτό, οι κάτοικοι της Λετονίας οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από το καθεστώς του «μη πολίτη» [6] (εκείνη την περίοδο αριθμούσαν περίπου 700.000 άτομα, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας!) δεν μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους, καθώς είχαν στερηθεί τα εκλογικά τους δικαιώματα. Από τότε, ο αριθμός των υποστηρικτών της ΕΕ μειώθηκε σημαντικά.

Αυτό δείχνει έρευνα μεταξύ των κατοίκων της Λετονίας, την οποία διεξήγαγαν οι Λετονοί ερευνητές Μάρις Τσεπουρίτις και Ρινάλντς Γκούλμπις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους, το 56% των ερωτηθέντων συμφώνησαν με την άποψη ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε στη μείωση της ανάπτυξης της οικονομίας της Λετονίας, το 75% των κατοίκων συμφωνεί με την άποψη ότι η ηγεσία της ΕΕ αδιαφορεί για το πώς αισθάνονται οι κάτοικοι της Λετονίας.

Σήμερα οι κάτοικοι της Λετονίας κατανοούν (αν και δε διαθέτουν πάντα αποδεικτική βάση) ότι η ίδρυση της ΕΕ είναι ένα σχέδιο της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου. Έτσι, το 73% των κατοίκων συμφωνούν με την άποψη ότι από τη συμμετοχή της Λετονίας στην ΕΕ ωφελήθηκε μόνο μία μικρή ομάδα ανθρώπων. Και με την άποψη ότι «οι δυτικές χώρες χρησιμοποιούν τη Λετονία για τα συμφέροντά τους» συμφωνεί το 71% των ερωτηθέντων.

Πολύ ενδεικτικό είναι το αποτέλεσμα της σχέσης των κατοίκων με τη σοβιετική περίοδο. Με την άποψη «η Λετονία στην ΕΣΣΑ, για να πούμε την αλήθεια, ήταν καλά» συμφωνεί το 54% των ερωτηθέντων. Και μόνο το 12,8% διαφωνεί εντελώς με αυτό. [7]

Και τώρα, ας δούμε την οικονομική κατάσταση της Λετονίας, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα για ποιο λόγο οι κάτοικοι της Λετονίας απογοητεύτηκαν σε σχέση με την ΕΕ.

Ο Λετονός πολιτικός επιστήμονας Έιναρς Γράουντινς ετοίμασε μία συγκλονιστική συλλογή από στοιχεία για τη διεθνή διάσκεψη «Αρμενία: Οι γεωπολιτικές προοπτικές και οι προοπτικές ενσωμάτωσης», η οποία διεξήχθη στο Ερεβάν τον Απρίλη του 2013.

«Δύο γίγαντες της βιομηχανίας των επικοινωνιών της Λετονίας, η Lattelecom και η εταιρία κινητής τηλεφωνίας LMT, ανήκουν κατά το 49% σε σουηδικές εταιρίες, η πρώτη στην Telia Sonera και η δεύτερη στην Telia Sonera AB και Sonera Holding B.V

Οι ξένοι ελέγχουν πλήρως την αγορά των τηλεπικοινωνιών της Λετονίας. Στον τομέα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο σουηδικός όμιλος MTG αγόρασε τα βασικά εμπορικά κανάλια και ελέγχει το 60-65% της διαφημιστικής αγοράς. Δύο από τις τρεις κορυφαίες και πολλά υποσχόμενες διαδικτυακές πύλες (portal), η TVNET ανήκει στη νορβηγική εταιρία Schibsted Media Group και η Ápollo. lv στο φιλανδικό μεγάλο εμπορικό οίκο Sanoma Oyj.

Πάνω από το 50% του συνόλου του λιανικού εμπορίου της Λετονίας ελέγχεται από δύο αλυσίδες σουπερμάρκετ, από τις οποίες η δεύτερη σε μέγεθος Rimi Latvia ανήκει στη σουηδική ICA AB.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο του Ανταγωνισμού, πάνω από το 70% του μικρεμπορίου στην αγορά καυσίμων, δηλαδή τα βενζινάδικα, ανήκουν σε τρεις εταιρίες, δύο από τις οποίες είναι ξένες: Η καναδική Statoil Fuel & Retail και η φιλανδική Neste Oil.

Το 13 έως το 30% του εθνικού πλούτου της Λετονίας, δηλαδή τα δάση, βρίσκονται επίσης στα χέρια των ξένων. Κανείς δε γνωρίζει τους πραγματικούς αριθμούς. Ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης δασών στη χώρα μας είναι η σκανδιναβική εταιρία BergvikSkog. Το ένα πέμπτο της λετονικής γης, συμπεριλαμβανομένων και των καλύτερων αγροτικών κτημάτων, ανήκει σε ξένους ή σε καθεστώς ελέγχου από αυτούς. Σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο, περίπου το 30%, ενώ η πραγματική κατάσταση μπορεί να είναι και χειρότερη. Με υπόδειξη της ΕΕ έκλεισαν όλα τα εργοστάσια ζάχαρης της Λετονίας και τις εμπορικές ονομασίες τους τις αγόρασαν σκανδιναβικές εταιρίες. Για παράδειγμα, η Jelgavas cukurs ανήκει σήμερα στην Dan Sukker, η οποία με την παλιά εμπορική ονομασία πουλάει στη Λετονία τη ζάχαρή της που την φέρνει από την Ευρώπη. Όλα τα χρήματα που διατέθηκαν από την ΕΕ για την ανάπτυξη του αλιευτικού στόλου στην πραγματικότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για το κάψιμο των αλιευτικών σκαφών. Με αυτόν τον τρόπο, στη Λετονία σχεδόν ταυτόχρονα εξολόθρεψαν τους ανταγωνιστές της Ευρώπης και διέλυσαν δύο ιστορικούς τομείς της οικονομίας -της ζάχαρης και της αλιείας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της εφημερίδας «Dienas Bizness», από το 2011 τέσσερις σκανδιναβικές τράπεζες, οι: Swedbank, SEB, Nordea και DnBNord, έλεγχαν πάνω από το 50% του τμήματος της αγοράς στον τραπεζικό τομέα και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, σήμερα ελέγχουν περίπου το 75%. Το 2012 η κυβέρνηση της Λετονίας πούλησε στις σκανδιναβικές τράπεζες τη μοναδική της τράπεζα, η οποία ανήκε 100% στο κράτος, την Hipoteku un zemes banka». [8]

Για την ένταξή της στην ΕΕ, η Λετονία έπρεπε να πληρώσει με αυξανόμενο έλλειμμα του κρατικού της προϋπολογισμού και με καταστροφή της εθνικής της οικονομίας. Και αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο της Λετονίας. Μία χαρακτηριστική εκτίμηση της κατάστασης δίνουν στην έκθεσή τους οι Ρώσοι ερευνητές των διεθνών αγορών, Γιούρι Μπαραντσίκ και Αλεξάντρ Ζαπόλσκις:

«Έχει εξακριβωθεί ότι ο χαρακτήρας της διαδικασίας δεν εξαρτάται από το μέγεθος αυτών των χωρών ή από τη χρονική στιγμή της ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χρονική στιγμή ίσως να επηρεάζει το πόσο γρήγορα θα συντελεστεί ο εκφυλισμός της βιομηχανίας.

Χειροπιαστό παράδειγμα των όσων είπαμε αποτελεί η σύγκριση της κατάστασης σε δύο χώρες: Την Ελλάδα, η οποία εντάχτηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981, και τη Λετονία, η οποία έγινε μέλος της ΕΕ την 1η Μάη 2004. Και στις δύο περιπτώσεις, τα πρώτα χρόνια παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του εθνικού ΑΕΠ και του επιπέδου ευημερίας του πληθυσμού. Αυτό όμως προερχόταν κυρίως από ξένες πιστωτικές πηγές και από την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας. Η εγχώρια βιομηχανία, μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό με την ευρωπαϊκή (πρωτίστως τη γερμανική, σε μικρότερο βαθμό τη γαλλική και σε ακόμα μικρότερο τη βρετανική), ως συνήθως, αφανίστηκε...

Η συνολική εικόνα των επιπτώσεων της ένταξης της Λετονίας στην ΕΕ διαφέρει μόνο από τους ρυθμούς απώλειας της εγχώριας βιομηχανίας. Το 1996 η γεωργία και η βιομηχανία έδιναν το 30,1% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και σε αυτές εργαζόταν το 36,3 % των εργαζόμενων της χώρας. Μέσα σε οχτώ χρόνια ένταξης στην ΕΕ το μερίδιο της γεωργίας στο ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά τρεις φορές και το μερίδιο της βιομηχανίας κατά δύο φορές. Όμως το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες πληροφόρησης και επικοινωνίας ανήλθαν στο επίπεδο ρεκόρ του 32,5%. Σήμερα η Λετονία δεν είναι αυτάρκης σε τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, το εξωτερικό χρέος της χώρας το 2012 ξεπέρασε το 131% του ΑΕΠ. Το ίδιο αποτέλεσμα παρατηρείται στη Λιθουανία, την Εσθονία και σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη». [9]

Συνήθως οι αισιόδοξοι προβάλλουν ως επιχείρημα υπέρ της ΕΕ την εισροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων πολλών εκατομμυρίων. Όμως και εδώ δεν είναι όλα ομαλά. Η ελεγκτική εταιρία KPMG συνόψισε την επταετή οικονομική πολιτική της ΕΕ για την περίοδο 2007-2013 στην απολογιστική έκθεση «Τα κονδύλια της ΕΕ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη».

Από την έκθεση της KPMG προκύπτει ότι η περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει σε ύφεση και επιδοτείται: Το 18% του συνολικού ΑΕΠ προέρχεται από τα κεφάλαια της ΕΕ. Το μερίδιο των επιδοτήσεων από την ΕΕ στο ΑΕΠ των χωρών της Βαλτικής είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή το 20%. Μεγαλύτερο από αυτό, δηλαδή το 25,5%, δίνεται μόνο στην Ουγγαρία.

Βασικό μέρος της βοήθειας πήγε σε διευθέτηση της υποδομής. Έτσι η Λετονία από τα 4,5 δισ. ευρώ έλαβε γι’ αυτούς τους σκοπούς 3,2 δισ. [10]

Μα και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών με απόφαση των διακρατικών οργάνων της ΕΕ (που εκπροσωπούν την αστική τάξη των χωρών της ΕΕ) αρέσκεται στο να διανέμει χρήματα για «υποδομή» και όχι για ανάπτυξη της πραγματικής παραγωγής, διακηρύσσοντας ότι η καλή υποδομή θα δώσει ώθηση για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας. Ωστόσο, αυτή η διανομή πόρων γίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, μάλιστα, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών με τη βοήθεια της τεχνικής, του εξοπλισμού και των υλικών από τις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ παρέχει στις επιχειρήσεις τους μία σταθερή κατανάλωση των προϊόντων παραγωγής τους, ενώ στη Λετονία μόνο μία απασχόληση στον τομέα των κατασκευών, των μεταφορών και του συνολικού επιπέδου εξωραϊσμού. Παράλληλα, εξαιτίας του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών και της υπέρβασης των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, η χώρα όλο και περισσότερο βυθίζεται στο χρέος.

«Η πιστωτική σκλαβιά» και η μαζική μετανάστευση

Αμέσως μετά από την ένταξή της στην ΕΕ, η Λετονία έπρεπε να αντιμετωπίσει εκείνη τη μορφή εκμετάλλευσης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, που είναι οι τραπεζικές πιστώσεις. Η ευρέως διαφημισμένη δυνατότητα πρόσβασης σε φτηνά δάνεια ανέβασε τεχνητά το καταναλωτικό επίπεδο μέρους του πληθυσμού της χώρας στο επίπεδο των κορυφαίων ευρωπαϊκών χωρών, όταν η οικονομία παρέμενε στο επίπεδο των αναπτυσσόμενων χωρών. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, που εκδηλώθηκε το 2008, αυτό οδήγησε σε σοβαρές συνέπειες.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της κεντρικής στατιστικής υπηρεσίας, το 2012, το 27% κατά μέσο όρο των νοικοκυριών καθυστέρησαν τις πληρωμές των δανείων τους, ενώ το 85% (!) των νοικοκυριών δυσκολεύονται να πληρώσουν τους τρέχοντες λογαριασμούς, καθώς επίσης τις εταιρίες κοινής ωφέλειας, τα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς.

Σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης Global Wealth Report, που ετοίμασε η εταιρεία Allianz, η Λετονία βρέθηκε στην τέταρτη θέση στη δεκάδα των χωρών της ΕΕ των οποίων οι κάτοικοι έχουν τα μεγαλύτερα χρέη. Για να εξοφλήσει τα χρέη από τα δάνεια και τις λοιπές υποχρεώσεις, ο μέσος Λετονός έπρεπε να δώσει όλες τις οικονομίες του εις τριπλούν. Εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός στη Λετονία είναι ένας από τους χαμηλότερους στην ΕΕ -360 ευρώ το μήνα.

Γι’ αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η φτώχεια, η έλλειψη θέσεων εργασίας και το βάρος των χρεών οδηγεί τους κατοίκους της Λετονίας να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή σε περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ.

Την κατάσταση γύρω από τη μαζική εκροή πληθυσμού στο εξωτερικό, την μελετά εδώ και πολλά χρόνια ο βραβευμένος με το «Βραβείο Σπίντολα» (εθνικό βραβείο επιστημών της Λετονίας), στον τομέα της Οικονομίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λετονίας, Μιχαήλ Χαζάν. Στην έρευνά του για τη δημογραφική κατάσταση στη χώρα το 2011, ο Μ. Χαζάν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τελευταία χρόνια από τη Λετονία μετανάστευσαν όχι 30.000 όπως αναφέρεται στην επίσημη στατιστική, αλλά περίπου 200.000 κάτοικοι. Επίσης, θα υπάρξει εντατική μετανάστευση από τη Λετονία για ακόμα 3-4 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων θα εγκαταλείψουν τη χώρα περίπου 100.000 άνθρωποι.

Σήμερα, διεξάγεται μία μεγάλη έρευνα από ομάδα επιστημόνων του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Λετονίας και του Ινστιτούτου Οικονομίας και Διοίκησης, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Ίντα Μιέρινα. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότεροι από 14.000 Λετονοί οι οποίοι μετοίκησαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, μεταξύ όλων των ερωτηθέντων μόνο το 4% σχεδιάζει να επιστρέψει πίσω στη Λετονία τους προσεχείς έξι μήνες, το 12% στα επόμενα πέντε χρόνια, το 14% στα γεράματα, το 40% υπό ορισμένες προϋποθέσεις και το 30% ποτέ.

Στους συγγραφείς της έρευνας αποκαλύφτηκαν οι αιτίες που παρεμποδίζουν την επιστροφή των Λετονών στην πατρίδα: Το 73% δεν μπορεί να βρει μία αξιοπρεπή δουλειά στη Λετονία, το 71% δε βρίσκει στη Λετονία αξιοπρεπή κοινωνική υποστήριξη, για το 63% στη Λετονία δεν υπάρχει δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης και το 57% απογοητεύτηκε πλήρως από την κατάσταση στην πατρίδα του.

Το χαμηλό επίπεδο των μισθών στη Λετονία, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είναι η κύρια αιτία που αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη χώρα. [11]

Σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής στατιστικής υπηρεσίας, ο μέσος μισθός στη Λετονία το 2014 ήταν μόλις 675 ευρώ. [12]

«Δημογραφική καταστροφή»

Ο αριθμός των κατοίκων της Λετονίας μειώνεται καταστροφικά. Ακόμα και στην αναλυτική έρευνα που διεξήχθη κατά παραγγελία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Περιφερειακής Ανάπτυξης, φιγουράρουν πολλά σοκαριστικά στοιχεία.

Πίνακας 1. Ο πληθυσμός της Λετονίας τα έτη 1959-2014 [13]

ICR-06-Latv-GRE

Έτσι, από το 2000 έως το 2014, η Λετονία έχασε 380.000 ανθρώπους ή το 16% του πληθυσμού. Συνολικά, από το 1990 έως το 2014, ο αριθμός του πληθυσμού της χώρας μειώθηκε κατά 25%. Για πρώτη φορά από το 1954, ο αριθμός των κατοίκων της Λετονίας μειώθηκε στα 2 εκατομμύρια. Στη Λετονία απέμειναν τόσοι κάτοικοι όσοι υπήρχαν το 1954, δηλαδή λίγο μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εάν δεν υπάρξει σοβαρή οικονομική πρόοδος, τότε έως το 2030 ο πληθυσμός της χώρας θα μειωθεί ακόμα κατά 20%. Σύμφωνα με τις προγνώσεις της Eurostat, μέχρι το 2030, αν όλα συνεχίσουν έτσι, στη Λετονία θα απομείνουν μόνο 1.635.000 κάτοικοι! [14]

Όμως η δημογραφική συμφορά δεν περιορίζεται σε αυτά τα φοβερά νούμερα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτής της έρευνας, υπολογίζεται ότι στη χώρα μόνο το 63% του πληθυσμού βρίσκεται σε εργασιακή ηλικία. Αυτό αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα για το σύστημα συνταξιοδότησης.

Η ταχεία γήρανση της κοινωνίας δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι μεταναστεύουν ανεπιστρεπτί στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας, αλλά και στο γεγονός ότι στη χώρα υπάρχει χαμηλή γεννητικότητα και υψηλή θνησιμότητα.

Οι αιτίες αυτού γίνονται κατανοητές αν κοιτάξει κανείς την κατάσταση στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.

Πίνακας 2

 

Αριθμός γιατρών

Αριθμός νοσοκομείων

Αριθμός κλινών

1970

8.487

211

28.140

1980

11.066

183

34.490

1990

12.505

188

37.485

2000

8.134

142

20.655

2010

7.951

67

11.920

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Λετονική Ένωση Ογκολόγων, μόνο ο αριθμός των καρκινοπαθών στη Λετονία αυξήθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια κατά 39%! Και οι ογκολογικές παθήσεις αποτελούν τη δεύτερη κυριότερη αιτία θανάτων στη χώρα. Αν το 2004 καταγράφηκαν 53,6 χιλιάδες ασθενείς, τον περασμένο χρόνο εγγράφηκαν 74,6 χιλιάδες καρκινοπαθείς.

Την τελευταία φορά που ο συντελεστής γεννητικότητας ξεπέρασε το συντελεστή συνταξιοδότησης (υπολογίζεται ότι αυτός πρέπει να είναι 2.1 ώστε να παρέχεται ένας συνεχής αριθμός κατοίκων), ήταν το 1988. Αυτό ήταν κατά την περίοδο της Σοβιετικής Λετονίας...

Η κυβέρνηση της Λετονίας «λύνει» τα προβλήματα γήρανσης του πληθυσμού με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.

Προβλέπεται ότι μέχρι την 1η Γενάρη 2025 η ηλικία συνταξιοδότησης θα είναι τα 65 χρόνια τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες.

Παρόμοια αυξάνονται και τα απαιτούμενα χρόνια εργασίας σύμφωνα με τα οποία υπολογίζεται και η σύνταξη γήρατος. Αν παλιότερα ήταν τα 10 χρόνια, από την 1η Γενάρη 2014 έγιναν 15 χρόνια και από την 1η Γενάρη 2015 θα είναι 20 χρόνια. [15]

Αντί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, η κυβέρνηση απλώς υποχρεώνει τους πολίτες να δουλεύουν περισσότερο βγάζοντας από πάνω της την οποιαδήποτε ευθύνη για την κατάσταση της οικονομίας και για την ύπαρξη εργασιακών θέσεων στη χώρα. Αυτή είναι μια συνήθης πολιτική του καπιταλιστικού κράτους, που διαχειρίζεται την οικονομία της χώρας σύμφωνα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι των εργαζομένων. Μόνο το σοσιαλιστικό κράτος είναι ικανό να λύνει τέτοια ζητήματα σύμφωνα με τα συμφέροντα των πλατιών λαϊκών μαζών.

Ως αποτέλεσμα, στη Λετονία, ακόμα και σε σύγκριση με τη γειτονική Λιθουανία κι Εσθονία, υπάρχει το χαμηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και οι εργαζόμενοι βλέπουν με σκεπτικισμό την ικανότητα του κράτους να τους παρέχει μία αξιοπρεπή σύνταξη στα γεράματά τους.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας «Πενσιομέτρ», που διεξήγαγε η τράπεζα SEB το Φλεβάρη του 2015, αυτήν τη στιγμή μόλις το 29% των εργαζομένων κατά την έξοδό τους προς τη σύνταξη μπορούν να λάβουν πάνω από το 80% του μέσου μισθού, ενώ το 43% των εργαζομένων στη Λετονία στην ηλικία από 30 έως 50 χρονών, μόλις φτάσουν στην ηλικία συνταξιοδότησης, διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας, αφού τα εισοδήματά τους αποτελούν λιγότερο από το 60% του μέσου μισθού και είναι σχετικά στο όριο της φτώχειας. [16]

Παράλληλα, η συμμετοχή της Λετονίας στην ΕΕ, με όλο το κόστος και τις στερήσεις για τον εργαζόμενο λαό, έφερε ένα πολύ αισθητό όφελος στους εκπροσώπους του λετονικού κεφαλαίου και σε ορισμένους εκπροσώπους κοινωνικών ομάδων, όπως, για παράδειγμα, τους κρατικούς υπαλλήλους του μέσου και ανώτερου επιπέδου. Η εξάλειψη των τελωνειακών και ταξιδιωτικών εμποδίων αποδείχτηκε συμφέρουσα για το εμπορικό κεφάλαιο, που πραγματοποιεί αγορές εισαγόμενων εμπορευμάτων από τις χώρες της ΕΕ και για τις τουριστικές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες γεωργικών γαιών, πρώτ’ απ’ όλα οι μεγάλοι, απέκτησαν ορισμένα προνόμια.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναπάντεχη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, εκφράζοντας τη γνώμη του για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, βασίστηκε στη θεμελιώδη ιστορική εκτίμηση μιας τέτοιας συμμαχίας, η οποία έγινε από τον Λένιν.

Στην απόφαση του 8ου Συνεδρίου του ΣΚΛ το 2002 αναφέρεται: «Η ΕΕ προβάλλει καθαρά το μοντέλο του κρατικού-μονοπωλιακού καπιταλισμού με την υψηλή συγκέντρωση της παραγωγής και την κυριαρχία των πολυεθνικών. Κάτω από τον οικονομικό οδοστρωτήρα της ΕΕ, ο μικρός και μεσαίος επιχειρηματίας της Λετονίας δεν πρόκειται να επιβιώσει, ακόμα μεγαλύτερη υποτέλεια περιμένει τους εργαζόμενους, ένα βαρύ φορολογικό φορτίο θα πέσει στις πλάτες όλου του λαού». [17]

Ωστόσο, το ΣΚΛ σημειώνει και προσπαθεί να χρησιμοποιήσει εκείνες τις θετικές πλευρές τις οποίες παρέχει η ΕΕ από την άποψη των δυνατοτήτων του κοινού αγώνα με τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα της Ευρώπης για τα δικαιώματα των εργαζομένων.


[1] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», τόμ. 26, σελ. 355, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[2] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», τόμ. 26, σελ. 351, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[3] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας», τόμ. 26, σελ. 21, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[4] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», τόμ. 26, σελ. 361-362, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[5] http://www.cvk.lv/pub/public/27556.html

[6] Σ.τ.μ.: «Μη πολίτης»: Πρόκειται για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που καλούνται να αποδείξουν πως οι ίδιοι ή οι γονείς τους ζούσαν στη Λετονία πριν τη λεγόμενη «σοβιετική κατοχή», δηλαδή πριν την εθελοντική ένταξη της Λετονίας στη σύνθεση της ΕΣΣΔ (πηγή: «Ριζοσπάστης», αριθ. φύλλου: 10078).

[7] Māris Cepurītis Rinalds Gulbis, «Ārpolitikas mīti Latvijā: Eiropas Savienība un Krievija», gads 96 lpp, Rīga 2012.

[8] http://rusmirzp.com/2013/04/25/category/integration/15501

[9] http://dynacon.ru/content/articles/4847/

[10] http://www.rubaltic.ru/article/ekonomika-i-biznes/my-delili-apelsin-pribaltika-na-iskusstvennomdykhanii-evrofondov08012014/#t20c

[11] http://migracija.lv/

[12] http://www.csb.gov.lv/notikumi/darba-samaksas-kapums-parsniedz-prognozeto-40987.html

[13] Στοιχεία της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Λετονίας και της στατιστικής επετηρίδας, «Η εθνική οικονομία της ΣΣΔ Λετονίας το 1988», Ρίγα «Avots», 1989.

[14] http://www.saeima.lv/attistiba/IAK_21_01_2015.pdf

[15] http://www.vsaa.lv/lv/pakalpojumi/pensionariemsenioriem/vecuma-pensija

[16] http://www.seb.lv/data/docs/SEB_Pensometrs_petijuma%20parskats_18022015.pdf

[17] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας. Η ιστορία σε ντοκουμέντα, σελ. 368, Ρίγα, 2006.