Η δεκαετία των ανεκπλήρωτων ονείρων -έτσι μπορεί να ονομάσει κανείς το αποτέλεσμα της δεκαετούς παραμονής της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για την πλειονότητα των εκπροσώπων του λετονικού πληθυσμού της χώρας, το βασικό κίνητρο για τη συμμετοχή στην καταστροφή της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος ήταν ο μύθος του «εθνικού κράτους» και, ακριβέστερα, η επιστροφή του συστήματος της εθνικής κυριαρχίας το οποίο επικρατούσε τον περασμένο αιώνα στη δεκαετία του ’30 κατά τη διάρκεια της αστικής-εθνικιστικής δικτατορίας. Παράλληλα, στο μεταίχμιο του 20ού και 21ου αιώνα, στο μυαλό των περισσότερων κατοίκων, ανεξάρτητα από εθνικότητα, κυριαρχούσε η αφελής αντίληψη πως μετά από την καταστροφή του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος και την έξοδο από την ΕΣΣΔ θα αρχίσουν όλοι να ζουν στον «κόσμο της κατανάλωσης» (με τις εντυπωσιακές βιτρίνες, για τις οποίες ήξεραν κυρίως μόνο από προπαγανδιστικές εκπομπές καπιταλιστικών χωρών και από τις διηγήσεις των τουριστών...).
Πίστευαν, όμως, πως θα διαφυλαχτούν και όλες οι κοινωνικές εγγυήσεις του σοσιαλιστικού κράτους.
Αρκετά γρήγορα, το αίσθημα της ευφορίας από τη «μελωδική επανάσταση» αντικαταστάθηκε από την απελπισία και την απαισιοδοξία. Ο σκοπός, που είχε τεθεί από το αντισοβιετικό Λαϊκό Μέτωπο της Λετονίας για τυπική ανεξαρτησία, επιτεύχθηκε, όμως η ζωή του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού δε βελτιώθηκε από αυτό. Έγινε πολύ χειρότερη, εξαιτίας της διάλυσης της οικονομίας και της διακοπής των οικονομικών σχέσεων με τις άλλες Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 του περασμένου αιώνα, η Λετονία ως κράτος στην πραγματικότητα βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Τότε, η δεξιά-εθνικιστική ηγεσία, αλλάζοντας κατεύθυνση, παραιτήθηκε από την ιδέα της κρατικής ανεξαρτησίας και στράφηκε προς την προπαγανδιστική εκστρατεία για ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η προπαγάνδα ήταν αναγκαία, καθώς πολλοί κάτοικοι της χώρας ζούσαν ακόμα με τις αυταπάτες της «ανεξαρτησίας» την οποία κατανοούσαν πολύ αφελώς, συγκρίνοντας σε αυτήν τη φάση τη χώρα τους με τα ισχυρά και αναπτυγμένα κράτη. Όμως η απόρριψη κάποιων διακρατικών ενώσεων τα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια ήταν τόσο μεγάλη, που στον Ποινικό Κώδικα προστέθηκε άρθρο που προέβλεπε ποινή ακόμα και για την προπαγάνδα (!) υπέρ της οποιασδήποτε τέτοιας ένωσης. Αστεία περίπτωση -η κυβέρνηση, ξεκινώντας επίσημη προπαγάνδα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τυπικά από νομικής άποψης διέπραττε ποινικό αδίκημα...
Παρόλ’ αυτά, οι επιδιώξεις της λετονικής ηγεσίας υποστηρίζονταν από την ηγεσία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθώς ικανοποιούσαν πλήρως τις αρχές της ιμπεριαλιστικής πολιτικής αυτών των συμμαχιών.
Το Σεπτέμβρη του 2003 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ένταξη της Λετονίας στην ΕΕ, στο οποίο το 66,97% υποστήριξε την προσχώρηση στην ΕΕ, ενώ το 32,26% ψήφισε κατά. [5]
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας διέφεραν καθαρά ανάλογα με το εθνικό στοιχείο: Στις περιοχές με καθαρά λετονικό πληθυσμό, τα «υπέρ» ήταν κάποιες φορές πάνω από 80%, ενώ στις ρωσόφωνες περιοχές (όπως στο Νταουγκαβπίλς, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας) το 67% ήταν κατά.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ψηφοφορία για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ γενικά δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή η πλειοψηφία του πληθυσμού υποστήριζε την άποψη για την αναγκαιότητα διατήρησης του καθεστώτος ουδετερότητας της χώρας. Εκτός από αυτό, οι κάτοικοι της Λετονίας οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από το καθεστώς του «μη πολίτη» [6] (εκείνη την περίοδο αριθμούσαν περίπου 700.000 άτομα, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας!) δεν μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους, καθώς είχαν στερηθεί τα εκλογικά τους δικαιώματα. Από τότε, ο αριθμός των υποστηρικτών της ΕΕ μειώθηκε σημαντικά.
Αυτό δείχνει έρευνα μεταξύ των κατοίκων της Λετονίας, την οποία διεξήγαγαν οι Λετονοί ερευνητές Μάρις Τσεπουρίτις και Ρινάλντς Γκούλμπις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους, το 56% των ερωτηθέντων συμφώνησαν με την άποψη ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε στη μείωση της ανάπτυξης της οικονομίας της Λετονίας, το 75% των κατοίκων συμφωνεί με την άποψη ότι η ηγεσία της ΕΕ αδιαφορεί για το πώς αισθάνονται οι κάτοικοι της Λετονίας.
Σήμερα οι κάτοικοι της Λετονίας κατανοούν (αν και δε διαθέτουν πάντα αποδεικτική βάση) ότι η ίδρυση της ΕΕ είναι ένα σχέδιο της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου. Έτσι, το 73% των κατοίκων συμφωνούν με την άποψη ότι από τη συμμετοχή της Λετονίας στην ΕΕ ωφελήθηκε μόνο μία μικρή ομάδα ανθρώπων. Και με την άποψη ότι «οι δυτικές χώρες χρησιμοποιούν τη Λετονία για τα συμφέροντά τους» συμφωνεί το 71% των ερωτηθέντων.
Πολύ ενδεικτικό είναι το αποτέλεσμα της σχέσης των κατοίκων με τη σοβιετική περίοδο. Με την άποψη «η Λετονία στην ΕΣΣΑ, για να πούμε την αλήθεια, ήταν καλά» συμφωνεί το 54% των ερωτηθέντων. Και μόνο το 12,8% διαφωνεί εντελώς με αυτό. [7]
Και τώρα, ας δούμε την οικονομική κατάσταση της Λετονίας, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα για ποιο λόγο οι κάτοικοι της Λετονίας απογοητεύτηκαν σε σχέση με την ΕΕ.
Ο Λετονός πολιτικός επιστήμονας Έιναρς Γράουντινς ετοίμασε μία συγκλονιστική συλλογή από στοιχεία για τη διεθνή διάσκεψη «Αρμενία: Οι γεωπολιτικές προοπτικές και οι προοπτικές ενσωμάτωσης», η οποία διεξήχθη στο Ερεβάν τον Απρίλη του 2013.
«Δύο γίγαντες της βιομηχανίας των επικοινωνιών της Λετονίας, η Lattelecom και η εταιρία κινητής τηλεφωνίας LMT, ανήκουν κατά το 49% σε σουηδικές εταιρίες, η πρώτη στην Telia Sonera και η δεύτερη στην Telia Sonera AB και Sonera Holding B.V
Οι ξένοι ελέγχουν πλήρως την αγορά των τηλεπικοινωνιών της Λετονίας. Στον τομέα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο σουηδικός όμιλος MTG αγόρασε τα βασικά εμπορικά κανάλια και ελέγχει το 60-65% της διαφημιστικής αγοράς. Δύο από τις τρεις κορυφαίες και πολλά υποσχόμενες διαδικτυακές πύλες (portal), η TVNET ανήκει στη νορβηγική εταιρία Schibsted Media Group και η Ápollo. lv στο φιλανδικό μεγάλο εμπορικό οίκο Sanoma Oyj.
Πάνω από το 50% του συνόλου του λιανικού εμπορίου της Λετονίας ελέγχεται από δύο αλυσίδες σουπερμάρκετ, από τις οποίες η δεύτερη σε μέγεθος Rimi Latvia ανήκει στη σουηδική ICA AB.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο του Ανταγωνισμού, πάνω από το 70% του μικρεμπορίου στην αγορά καυσίμων, δηλαδή τα βενζινάδικα, ανήκουν σε τρεις εταιρίες, δύο από τις οποίες είναι ξένες: Η καναδική Statoil Fuel & Retail και η φιλανδική Neste Oil.
Το 13 έως το 30% του εθνικού πλούτου της Λετονίας, δηλαδή τα δάση, βρίσκονται επίσης στα χέρια των ξένων. Κανείς δε γνωρίζει τους πραγματικούς αριθμούς. Ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης δασών στη χώρα μας είναι η σκανδιναβική εταιρία BergvikSkog. Το ένα πέμπτο της λετονικής γης, συμπεριλαμβανομένων και των καλύτερων αγροτικών κτημάτων, ανήκει σε ξένους ή σε καθεστώς ελέγχου από αυτούς. Σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο, περίπου το 30%, ενώ η πραγματική κατάσταση μπορεί να είναι και χειρότερη. Με υπόδειξη της ΕΕ έκλεισαν όλα τα εργοστάσια ζάχαρης της Λετονίας και τις εμπορικές ονομασίες τους τις αγόρασαν σκανδιναβικές εταιρίες. Για παράδειγμα, η Jelgavas cukurs ανήκει σήμερα στην Dan Sukker, η οποία με την παλιά εμπορική ονομασία πουλάει στη Λετονία τη ζάχαρή της που την φέρνει από την Ευρώπη. Όλα τα χρήματα που διατέθηκαν από την ΕΕ για την ανάπτυξη του αλιευτικού στόλου στην πραγματικότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για το κάψιμο των αλιευτικών σκαφών. Με αυτόν τον τρόπο, στη Λετονία σχεδόν ταυτόχρονα εξολόθρεψαν τους ανταγωνιστές της Ευρώπης και διέλυσαν δύο ιστορικούς τομείς της οικονομίας -της ζάχαρης και της αλιείας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εφημερίδας «Dienas Bizness», από το 2011 τέσσερις σκανδιναβικές τράπεζες, οι: Swedbank, SEB, Nordea και DnBNord, έλεγχαν πάνω από το 50% του τμήματος της αγοράς στον τραπεζικό τομέα και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, σήμερα ελέγχουν περίπου το 75%. Το 2012 η κυβέρνηση της Λετονίας πούλησε στις σκανδιναβικές τράπεζες τη μοναδική της τράπεζα, η οποία ανήκε 100% στο κράτος, την Hipoteku un zemes banka». [8]
Για την ένταξή της στην ΕΕ, η Λετονία έπρεπε να πληρώσει με αυξανόμενο έλλειμμα του κρατικού της προϋπολογισμού και με καταστροφή της εθνικής της οικονομίας. Και αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο της Λετονίας. Μία χαρακτηριστική εκτίμηση της κατάστασης δίνουν στην έκθεσή τους οι Ρώσοι ερευνητές των διεθνών αγορών, Γιούρι Μπαραντσίκ και Αλεξάντρ Ζαπόλσκις:
«Έχει εξακριβωθεί ότι ο χαρακτήρας της διαδικασίας δεν εξαρτάται από το μέγεθος αυτών των χωρών ή από τη χρονική στιγμή της ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χρονική στιγμή ίσως να επηρεάζει το πόσο γρήγορα θα συντελεστεί ο εκφυλισμός της βιομηχανίας.
Χειροπιαστό παράδειγμα των όσων είπαμε αποτελεί η σύγκριση της κατάστασης σε δύο χώρες: Την Ελλάδα, η οποία εντάχτηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981, και τη Λετονία, η οποία έγινε μέλος της ΕΕ την 1η Μάη 2004. Και στις δύο περιπτώσεις, τα πρώτα χρόνια παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του εθνικού ΑΕΠ και του επιπέδου ευημερίας του πληθυσμού. Αυτό όμως προερχόταν κυρίως από ξένες πιστωτικές πηγές και από την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας. Η εγχώρια βιομηχανία, μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό με την ευρωπαϊκή (πρωτίστως τη γερμανική, σε μικρότερο βαθμό τη γαλλική και σε ακόμα μικρότερο τη βρετανική), ως συνήθως, αφανίστηκε...
Η συνολική εικόνα των επιπτώσεων της ένταξης της Λετονίας στην ΕΕ διαφέρει μόνο από τους ρυθμούς απώλειας της εγχώριας βιομηχανίας. Το 1996 η γεωργία και η βιομηχανία έδιναν το 30,1% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και σε αυτές εργαζόταν το 36,3 % των εργαζόμενων της χώρας. Μέσα σε οχτώ χρόνια ένταξης στην ΕΕ το μερίδιο της γεωργίας στο ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά τρεις φορές και το μερίδιο της βιομηχανίας κατά δύο φορές. Όμως το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες πληροφόρησης και επικοινωνίας ανήλθαν στο επίπεδο ρεκόρ του 32,5%. Σήμερα η Λετονία δεν είναι αυτάρκης σε τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, το εξωτερικό χρέος της χώρας το 2012 ξεπέρασε το 131% του ΑΕΠ. Το ίδιο αποτέλεσμα παρατηρείται στη Λιθουανία, την Εσθονία και σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη». [9]
Συνήθως οι αισιόδοξοι προβάλλουν ως επιχείρημα υπέρ της ΕΕ την εισροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων πολλών εκατομμυρίων. Όμως και εδώ δεν είναι όλα ομαλά. Η ελεγκτική εταιρία KPMG συνόψισε την επταετή οικονομική πολιτική της ΕΕ για την περίοδο 2007-2013 στην απολογιστική έκθεση «Τα κονδύλια της ΕΕ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη».
Από την έκθεση της KPMG προκύπτει ότι η περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει σε ύφεση και επιδοτείται: Το 18% του συνολικού ΑΕΠ προέρχεται από τα κεφάλαια της ΕΕ. Το μερίδιο των επιδοτήσεων από την ΕΕ στο ΑΕΠ των χωρών της Βαλτικής είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή το 20%. Μεγαλύτερο από αυτό, δηλαδή το 25,5%, δίνεται μόνο στην Ουγγαρία.
Βασικό μέρος της βοήθειας πήγε σε διευθέτηση της υποδομής. Έτσι η Λετονία από τα 4,5 δισ. ευρώ έλαβε γι’ αυτούς τους σκοπούς 3,2 δισ. [10]
Μα και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών με απόφαση των διακρατικών οργάνων της ΕΕ (που εκπροσωπούν την αστική τάξη των χωρών της ΕΕ) αρέσκεται στο να διανέμει χρήματα για «υποδομή» και όχι για ανάπτυξη της πραγματικής παραγωγής, διακηρύσσοντας ότι η καλή υποδομή θα δώσει ώθηση για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας. Ωστόσο, αυτή η διανομή πόρων γίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, μάλιστα, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών με τη βοήθεια της τεχνικής, του εξοπλισμού και των υλικών από τις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ παρέχει στις επιχειρήσεις τους μία σταθερή κατανάλωση των προϊόντων παραγωγής τους, ενώ στη Λετονία μόνο μία απασχόληση στον τομέα των κατασκευών, των μεταφορών και του συνολικού επιπέδου εξωραϊσμού. Παράλληλα, εξαιτίας του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών και της υπέρβασης των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, η χώρα όλο και περισσότερο βυθίζεται στο χρέος.