H διεθνιστική συμβολή της ΕΣΣΔ. Κριτική θεώρηση πλευρών της εξωτερικής πολιτικής της


Ελισαίος Βαγενάς, Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων

Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και η δημιουργία του πρώτου στον κόσμο εργατικού κράτους, της ΕΣΣΔ, διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα και στις διεθνείς σχέσεις. Μέχρι τότε οι διάφοροι τύποι κρατών, δουλοκτητικών, φεουδαρχικών, καπιταλιστικών, είχαν να επιδείξουν μια εξωτερική πολιτική που, ως απόρροια των εσωτερικών συνθηκών, ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των κάθε φορά εκμεταλλευτριών τάξεων. Αντίθετα, η εξωτερική πολιτική που κατά βάση ακολούθησε η Σοβιετική Ένωση διέφερε ποιοτικά από αυτήν των καπιταλιστικών χωρών, μια και κριτήριό της δεν ήταν η ικανοποίηση των συμφερόντων των καπιταλιστικών μονοπωλίων, των αστικών εκμεταλλευτριών τάξεων, αλλά της εργατικής τάξης, που είχε πάρει στα χέρια της την εξουσία, ανατρέποντας την εξουσία του κεφαλαίου. Για πρώτη φορά ιστορικά, οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου βρήκαν στο πρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης και της εξωτερικής της πολιτικής ένα σταθερό σύμμαχο στην πάλη τους ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, στην πάλη για το σοσιαλισμό.

Βεβαίως, αυτή η εξωτερική πολιτική έφερε τη σφραγίδα τόσο των θετικών, που εξέπεμπε η εργατική εξουσία, όσο και των αρνητικών, που κουβαλούσε ο διεθνής αρνητικός συσχετισμός δύναμης, καθώς και οι παρεκκλίσεις, τα λάθη που διέπραξε η εργατική εξουσία στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, και τα οποία σε τελική φάση οδήγησαν στην ανατροπή της. Ωστόσο, αυτά τα τελευταία δεν μπορούν να αναιρέσουν τη διεθνιστική συμβολή της ΕΣΣΔ. Η μελέτη τους, η άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων είναι προϋπόθεση για την προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα, ώστε σε επαναστατικές συνθήκες να γίνουν αποφασιστικά και σταθερά βήματα για τη νέα επαναστατική οικοδόμηση της νέας, της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σε αυτό το άρθρο δεν μπορούμε να δώσουμε εξαντλητικές απαντήσεις για όλα τα ζητήματα, αλλά θέλουμε να εισάγουμε τον αναγνώστη τόσο στη διεθνιστική συμβολή της ΕΣΣΔ, που σήμερα βάλλεται από αστικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις και διαστρεβλώνεται από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, όσο και στην εξέταση υποκειμενικών λαθών και αδυναμιών. Θα επιδιώξουμε να μείνουμε, όσο γίνεται, στα ζητήματα των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, αν και γνωρίζουμε πως αυτά διαπλέκονται με τις ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις του ΚΚΣΕ, όπως και τις εξελίξεις σε αυτό.

Η στάση της ΕΣΣΔ ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο

Η εργατική εξουσία από τις πρώτες ώρες της διακήρυξε την αντίθεσή της στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στο «Διάταγμα για την ειρήνη» της εργατικής κυβέρνησης, η συνέχιση του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου χαρακτηρίζεται «τεράστιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».

Επιπλέον, με το Διάταγμα η Σοβιετική Ρωσία απευθύνθηκε στους εργαζόμενους των χωρών που συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στους εργάτες της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, τονίζοντας πως περιμένει από αυτούς βοήθεια, για να φέρει σε πέρας όχι μόνο την υπόθεση της ειρήνης, αλλά και της απελευθέρωσης των εργαζόμενων, των εκμεταλλευόμενων μαζών από κάθε είδους σκλαβιά και εκμετάλλευση. Έτσι η Σοβιετική Ρωσία, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της, συνέδεσε την πάλη για την ειρήνη, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης των εργαζόμενων, που πήρε «σάρκα και οστά» με τη νίκη του Οκτώβρη.

Οι αστοί και οπορτουνιστές ιστοριογράφοι έχουν διαχρονικά χύσει πολύ μελάνι για να επιβάλλουν στις συνειδήσεις των εργαζόμενων όλου του κόσμου την ταύτιση της ΕΣΣΔ με τη Ναζιστική Γερμανία, στο όνομα του λεγόμενου «ολοκληρωτισμού». Ένα από ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ που αξιοποιούν σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ (23.9.1939), φτάνοντας μάλιστα στο σημείο στη βάση αυτή να κατηγορήσουν την ΕΣΣΔ ως συνυπεύθυνη για την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Πρόκειται για μια μεγάλη λαθροχειρία σε βάρος της ιστορικής αλήθειας, που διαγράφει τις πραγματικές αιτίες εκδήλωσης του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, όπως και ιστορικά γεγονότα σαν την επαίσχυντη Συμφωνία του Μονάχου που είχε προηγηθεί στις 30.9.1938 και η πολιτική των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών στήριξης του ναζισμού, ως «προπυργίου της Δύσης ενάντια στον μπολσεβικισμό», υπονομεύοντας και απορρίπτοντας πρωτοβουλίες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Με το Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ η ΕΣΣΔ αξιοποιούσε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και εξασφάλισε 21 πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας. Αυτή η προετοιμασία σε συνδυασμό με τη θυσία εκατομμυρίων Σοβιετικών πολιτών με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές εξασφάλισαν τη στρατιωτική συντριβή του φασισμού-ναζισμού.

Η βοήθεια της ΕΣΣΔ για την απελευθέρωση λαών από το αποικιοκρατικό σύστημα

Η Σοβιετική Ρωσία τάχτηκε υπέρ της άμεσης κατάπαυσης του πυρός, χωρίς προσαρτήσεις, στηρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Δε διστάζει ν’ απαρνηθεί εδάφη που η τσαρική αστική εξουσία είχε προσαρτήσει στην Αυτοκρατορία. Η σοβιετική εξουσία αναγνώρισε την ανεξάρτητη κρατική υπόσταση της Πολωνίας και της Φινλανδίας, καθώς επίσης και των σοβιετικών καθεστώτων που είχαν επικρατήσει στις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία). Επιπλέον, παραιτήθηκε από μια σειρά άδικες κι ανισότιμες συμφωνίες για τους άλλους λαούς, που είχε πετύχει η Τσαρική Αυτοκρατορία, πυροδοτώντας την πάλη άλλων λαών, όπως, π.χ., του Ιράν για εθνική και λαϊκή κυριαρχία.

Όπως έγραφε ο Λένιν, η σοβιετική κυβέρνηση διακήρυξε «την πλήρη ρήξη με τη βάρβαρη πολιτική του αστικού πολιτισμού, που στήριζε την ευημερία των εκμεταλλευτών ορισμένων εκλεκτών εθνών πάνω στην υποδούλωση εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζόμενων στην Ασία, στις αποικίες γενικά και στις μικρές χώρες». [1] Ταυτόχρονα, επιδιώκει να δημιουργήσει σχέσεις με επαναστατικά κινήματα, παραχωρώντας κάθε δυνατή βοήθεια στην πάλη τους ενάντια στις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, το 1945, το κύριο βάρος της οποίας σήκωσε η ΕΣΣΔ, ενίσχυσε την πάλη για την ανατροπή του αποικιοκρατικού συστήματος, όπως αυτό ήταν γνωστό έως εκείνη την εποχή. Η ΕΣΣΔ στήριξε με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα την πάλη των λαών, που έσπασαν τα δεσμά της αποικιοκρατίας.

Η βοήθεια της ΕΣΣΔ στους λαούς για τη νίκη της εργατικής εξουσίας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η ΕΣΣΔ βγήκε νικήτρια από την αναμέτρηση με το φασισμό, που γεννήθηκε και ισχυροποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Λίγα χρόνια πριν την έναρξη του πολέμου έγινε έγκαιρη κι εύστοχη σε γενικές γραμμές ανάλυση των διεθνών εξελίξεων, κάτι που προσανατόλισε σωστά τη σοβιετική διπλωματία στο να εμποδίσει τη συγκρότηση ενιαίου μπλοκ των καπιταλιστικών δυνάμεων εναντίον της. Βγαίνοντας από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κόκκινος Στρατός, που είχε απελευθερώσει μια σειρά χώρες, αποτελούσε εγγύηση για θετικές διεργασίες υπέρ των λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι εργαζόμενοι σε Αλβανία, Ανατολική Γερμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Τσεχοσλοβακία μπόρεσαν να καταφέρουν πλήγματα στην αστική τάξη, η εξουσία της οποίας είχε κλονιστεί, παρουσία στις περισσότερες από αυτές και του σοβιετικού στρατού. Άνοιξαν το δρόμο για την οικοδόμηση της δικής τους εξουσίας, έχοντας στο πλευρό τους τη διεθνιστική βοήθεια, ακόμη και ένοπλη, της ΕΣΣΔ, όταν δυνάμεις της αντεπανάστασης, με τη στήριξη ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, προσπάθησαν να εκτρέψουν αυτήν την πορεία, στην Ανατολική Γερμανία (το 1953), στην Ουγγαρία (το 1956), στην Τσεχοσλοβακία (το 1968).

Την ώρα που το ιμπεριαλιστικό μπλοκ ανασυγκροτούνταν μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σχημάτιζε τις δικές του πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες, η ΕΣΣΔ επιδίωξε την πιο στενή πολιτικοοικονομική και στρατιωτική συνεργασία με τις κυβερνήσεις που προέκυψαν σε αυτές τις χώρες, δίνοντας αμέριστη βοήθεια στους λαούς αυτών των χωρών. Με τις περισσότερες από αυτές τις χώρες συγκρότησε μια νέα οικονομική διακρατική ένωση, το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ), με στόχο την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεών τους, την ανταλλαγή τεχνολογίας και προϊόντων, πρώτων υλών, επιστημονικού δυναμικού κ.ά. Όπως επίσης, μετά από την ίδρυση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού του ΝΑΤΟ, συγκρότησε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ως «αντίποδα» στην ιμπεριαλιστική συμμαχία.

Η βοήθεια στην Κίνα, στην Κούβα, στο Βιετνάμ, σε άλλες χώρες

Ταυτόχρονα, από το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα αποσπάστηκαν με την πάλη τους εκείνη την περίοδο και μια σειρά χώρες, στην Ασία η Κίνα, η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ και στην αμερικανική ήπειρο η Κούβα. Η εθνικοαπελευθερωτική πάλη των λαών σε αυτές τις χώρες γρήγορα συνδέθηκε με την πάλη για κοινωνικές αλλαγές, για την ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας.

Η ΕΣΣΔ στήριξε με οικονομικά, στρατιωτικά μέσα την πάλη των λαών σε αυτές τις χώρες. Πρωτοστάτησε στο να καταφέρουν ν’ αναγνωριστούν στον ΟΗΕ οι επαναστατικές κυβερνήσεις που προέκυψαν, να γίνει η Κίνα μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ.

Θα χρειάζονταν ολόκληρες σελίδες για να αποτυπωθεί η διεθνιστική βοήθεια που έδωσε η ΕΣΣΔ στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στην Κούβα, στη Βόρεια Κορέα και σε άλλες χώρες, σε οικονομικούς πόρους, τεχνολογία, επιστημονικό δυναμικό, στρατιωτική βοήθεια. Αξίζει, όμως, να προσκομίσουμε ορισμένα στοιχεία:

Στην Κίνα, αρχίζοντας από το 1945, η ΕΣΣΔ παρέδωσε χιλιάδες φορτία όπλων, εκατοντάδες πολεμικά αεροπλάνα και πλοία. Πάνω από 3,5 χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις νίκες του Κινεζικού Λαϊκοαπελευθερωτικού Στρατού.

Στο Βιετνάμ, μόνο το 1967, η ΕΣΣΔ έδωσε 2.057 άρματα μάχης, 700 αεροπλάνα, 120 ελικόπτερα και εκπαίδευσε στο έδαφός της 13,5 χιλιάδες Βιετναμέζους στρατιωτικούς. Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή της στην αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα του Βόρειου Βιετνάμ. Από το 1965 έως το 1974 βρέθηκαν στο Βιετνάμ 6.359 Σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι, από τους οποίους 13 σκοτώθηκαν.

Στην Κορέα, η ΕΣΣΔ, πέρα από όπλα και πολεμοφόδια, επίσης βοήθησε με στρατιωτικούς συμβούλους, αλλά κυρίως με Σοβιετικούς πιλότους που πετούσαν με κινεζικά στρατιωτικά χαρακτηριστικά και έκαναν 63.229 πτήσεις, έδωσαν 1.790 αερομαχίες, κατέρριψαν 1.309 εχθρικά αεροπλάνα, ενώ έχασαν και 355 αεροπλάνα και είχαν 120 νεκρούς πιλότους.

Η ΕΣΣΔ στήριξε με διάφορα μέσα την πάλη των λαών στην Αγκόλα και στη Νότια Αφρική, στο Σαλβαδόρ και στη Χιλή, στην Υεμένη και στην Παλαιστίνη. Έκανε μια σειρά κρίσιμες παρεμβάσεις και με στρατιωτικά μέσα, αλλά και σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο, ενάντια στα σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, στους αραβοϊσραηλινούς πολέμους και σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις. Με μεγάλο μίσος αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα από τα αστικά ΜΜΕ η οικονομικοπολιτική και ιδιαίτερα η στρατιωτική βοήθεια που έδωσε η ΕΣΣΔ στην επαναστατική κυβέρνηση του Αφγανιστάν (1979-1989), που συγκρούστηκε με τις ένοπλες αστικές δυνάμεις και τα φεουδαρχικά κατάλοιπα, που είχαν την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας κ.ά., με στόχο την επαναφορά της χώρας στο προηγούμενο εκμεταλλευτικό καθεστώς, έχοντας 14.453 νεκρούς και 53.700 τραυματίες.

Οι διεθνιστικές θυσίες της ΕΣΣΔ σε αυτούς τους μεγάλους αγώνες και τις ηρωικές στιγμές της πάλης των λαών, για έναν κόσμο χωρίς την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι μεγάλες. Ο σοβιετικός λαός εκδήλωνε με μεγάλες καμπάνιες την αλληλεγγύη του σε άλλους αγωνιζόμενους λαούς, όταν, π.χ., οι Σοβιετικοί ανθρακωρύχοι μάζευαν και έστελναν οικονομική βοήθεια στους απεργούς συναδέλφους τους στη Βρετανία. Πραγματικός προλεταριακός διεθνισμός σήμαινε για τον εργάτη στην ΕΣΣΔ ότι κάποια προϊόντα συνειδητά θα τα στερηθεί ή θα τα πάρει με το δελτίο, για να μπορέσει την ίδια ώρα να στείλει ο σοβιετικός λαός όπλα στον αγωνιζόμενο λαό στη Νικαράγουα και στο Σαλβαδόρ και αλλού.

Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 55 χρόνων από τη λεγόμενη «Κρίση των πυραύλων» στην Κούβα (1962-1964) το ρωσικό υπουργείο Άμυνας έδωσε στη δημοσιότητα ορισμένα επιπλέον στοιχεία, που δείχνουν πως οι ΗΠΑ σχεδίαζαν νέα άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Κούβα, εξέλιξη που οδήγησε την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ για τη μεταφορά και εγκατάσταση στο Νησί της Επανάστασης πυρηνικών όπλων. Τότε στην Κούβα βρέθηκαν, για να στηρίξουν την Κουβανική Επανάσταση, περίπου 50 χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιωτικοί, μαζί με ισχυρά οπλικά συστήματα, αλλά και πυραύλους και πυρηνικά όπλα. Εκείνο το δίχρονο 64 Σοβιετικοί στρατιωτικοί έχασαν τη ζωή τους, κάτω από διάφορες συνθήκες (οι περισσότεροι στην προσπάθεια βοήθειας προς το λαό της Κούβας κατά τη διάρκεια ενός ισχυρού τυφώνα), 1.001 παρασημοφορήθηκαν.

Ξεχωριστά πρέπει να σημειώσουμε τη διεθνιστική βοήθεια της ΕΣΣΔ στο κομμουνιστικό και εργατικό-λαϊκό κίνημα της χώρας μας, της Ελλάδας, σε κρίσιμες στιγμές της πάλης, όπως ήταν, π.χ., η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα –η τριετής ένοπλη πάλη του ηρωικού Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Χωρίς τη στήριξη της ΕΣΣΔ, των άλλων σοσιαλιστικών χωρών των Βαλκανίων, θα ήταν αδύνατο να δοθεί αυτή η πάλη. [2] Ωστόσο, διάφοροι παράγοντες φαίνεται να επίδρασαν και αυτή η στήριξη δε συνοδεύτηκε πάντα και από την ανάλογη βοήθεια. [3] Βεβαίως, το ζήτημα θα διαφωτιστεί πλήρως με την πρόσβαση στο αναγκαίο και άγνωστο ακόμα αρχειακό υλικό. Μετά από τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), η σοβιετική εξουσία παρενέβη για το σταμάτημα των εκτελέσεων, των βασανιστηρίων και των διώξεων στην Ελλάδα, αγκάλιασε και περιέθαλψε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, που με τη σειρά τους συμμετείχαν δραστήρια επί δεκαετίες στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο Ουζμπεκιστάν και άλλες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην ΚτΕ και ο ρόλος της στον ΟΗΕ

Αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης η σχέση της ΕΣΣΔ με τις διάφορες διεθνείς οργανώσεις, ωστόσο έχει σημασία να εστιάσουμε, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, στις δύο βασικές παγκόσμιες οργανώσεις που γνώρισε η ανθρωπότητα (την Κοινωνία των Εθνών και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) και στη στάση της ΕΣΣΔ, του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο απέναντι σ’ αυτές τις οργανώσεις.

Μετά από τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι νικητήριες δυνάμεις, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν το «status quo» και να συνεχίσουν το μοίρασμα των εδαφών και των αγορών προς όφελός τους, καθώς και να εμποδίσουν την ανάπτυξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος και της αίγλης που ασκούσε στους λαούς η Σοβιετική Ρωσία, ίδρυσαν το 1919 την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), που έδρασε έως το 1939, ενώ διαλύθηκε και τυπικά το 1946. Βεβαίως η ΚτΕ, όπως όλες οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, έδρασε στο όνομα της «διατήρησης της ειρήνης», της «εδραίωσης της ασφάλειας», της επίλυσης των διαφορών με ειρηνικά και διπλωματικά μέσα.

Ο Λένιν, στο Πρόγραμμα του ΚΚΡ (Μπ.), αποκάλυπτε τους πραγματικούς λόγους εμφάνισής της: «Η αυξανόμενη πίεση από μέρους του προλεταριάτου, και ιδιαίτερα οι νίκες του σε μερικές χώρες, δυναμώνουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών και προκαλούν από την πλευρά τους τη δημιουργία νέων μορφών διεθνούς ένωσης των καπιταλιστών (Κοινωνία των Εθνών κλπ.) που, οργανώνοντας σε παγκόσμια κλίμακα τη συστηματική εκμετάλλευση όλων των λαών της Γης, κατευθύνουν τις βασικές τους προσπάθειες στην άμεση κατάπνιξη των επαναστατικών κινημάτων του προλεταριάτου όλων των χωρών.» [4]

Η ΚτΕ έδειξε γρήγορα τα «δόντια» της στη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας απροκάλυπτα την αντεπανάσταση και βέβαια τις 14 χώρες που προσπάθησαν με στρατιωτική επίθεση να καταπνίξουν τη Ρωσική Επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν, με τον καυστικό τρόπο του, δεν άφησε ασχολίαστη αυτήν την υποστήριξη: «Τελευταία πήρατε την απόφαση ότι η παγκόσμια Κοινωνία των Εθνών των κρατών της Συνεννόησης αναγνωρίζει τον Κολτσάκ σαν τη μόνη νόμιμη ρωσική κυβέρνηση. Και ύστερα απ’ αυτό οι φτέρνες τού Κολτσάκ έπιασαν τις πλάτες.» [5]

Ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης καυτηρίαζε ταυτόχρονα και εκείνες τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας που υποστήριζαν ανοιχτά την ΚτΕ: «Η βασική μορφή του οπορτουνισμού ήταν ο σοσιαλσοβινισμός, δηλαδή η υποστήριξη της “υπεράσπισης της πατρίδας”, που στην πραγματικότητα μέσα σε έναν τέτοιο πόλεμο ισοδυναμούσε με την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της “δικής τους” αστικής τάξης. Ύστερα από τον πόλεμο η υπεράσπιση της ληστρικής “Κοινωνίας των Εθνών”, η υπεράσπιση των άμεσων ή έμμεσων συμμαχιών με την ντόπια αστική τάξη ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο και το “σοβιετικό” κίνημα, η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού ενάντια στη “σοβιετική εξουσία” –αυτές ήταν οι κυριότερες εκδηλώσεις των απαράδεκτων και προδοτικών συμβιβασμών…» [6]

Ο Λένιν διέκρινε τις σοβαρές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που κυοφορούσε αυτή η λυκοσυμμαχία, ακόμη και στη μελλοντική στάση της απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία: «Σε κάθε βήμα αποδείχνεται πως τα συμφέροντα των συστατικών μερών αυτής της Κοινωνίας των Εθνών είναι αλληλοσυγκρουόμενα. (…) Φάνηκε ότι δεν υπάρχει Κοινωνία των Εθνών, πως η ένωση των καπιταλιστικών δυνάμεων είναι μία απλή απάτη και πως στην πραγματικότητα είναι Ένωση σκυλόψαρων, που το καθένα προσπαθεί κάτι να αρπάξει από το άλλο.» [7]

Ο Λένιν προέβλεψε πολύ πριν την κατάρρευση της ΚτΕ την εξέλιξη αυτού του «μεγάλου ενιαίου οργανισμού όλων των προηγμένων εθνών του κόσμου», όπως τον χαρακτήριζε περιπαιχτικά: «Η ενότητα αυτή είναι απλή φενάκη, καθαρή απάτη, φανερή ψευτιά. Και είδαμε ότι η περιβόητη “Κοινωνία των Εθνών” –και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα– που προσπάθησε να μοιράσει δικαιώματα κηδεμονίας κρατών, να μοιράσει τον κόσμο, είδαμε ότι η περιβόητη αυτή ένωση αποδείχτηκε σαπουνόφουσκα που έσκασε αμέσως, γιατί την στήριζαν πάνω στην καπιταλιστική ιδιοκτησία.» [8]

Η Σοβιετική Ρωσία, σε συνθήκες αποκλεισμού της, καθόρισε με σαφήνεια τη βασική γραμμή των διεθνών της σχέσεων. Από τη μια τη μεγαλύτερη δυνατή εμπορική, οικονομική και πολιτική συνεργασία με τα καπιταλιστικά κράτη με στόχο να σπάσει η απομόνωσή της, κι από την άλλη τη σταθερή υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος σε ολόκληρο τον κόσμο.

Όπως έδειξε και η συμμετοχή της στη διεθνή οικονομική συνδιάσκεψη στη Γένοβα (1922), η Σοβιετική Ρωσία επιδίωξε και πέτυχε να επωφεληθεί από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που υπήρχαν σε ό,τι αφορούσε τη στάση απέναντί της. Στο αίτημα των ξένων κρατών-δανειστών να καταβάλει όλα τα χρέη της τσαρικής και Προσωρινής Κυβέρνησης (18,5 δισεκατομμύρια χρυσά ρούβλια), αντιπαράβαλε το αίτημα της καταβολής αποζημίωσης για τις καταστροφές που προκάλεσε η ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση (39 δισεκατομμύρια χρυσά ρούβλια). Επίσης, κάνοντας έναν ελιγμό, δέχτηκε την ταυτόχρονη και αμοιβαία παραγραφή των απαιτήσεων των πλευρών, με αντάλλαγμα την αποκατάσταση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων, σπάζοντας έτσι το «ενιαίο μέτωπο» κατά της ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, όχι μόνο στη Γένοβα, αλλά και αργότερα σε διάφορες επιτροπές της ΚτΕ για τον αφοπλισμό, στις οποίες η ΕΣΣΔ πήρε μέρος παρά το ότι δεν ήταν μέλος της ΚτΕ, πρόβαλε τη θέση του άμεσου και πλήρους αφοπλισμού, αποκαλύπτοντας το ρόλο της ΚτΕ: «Ή ας πάρουμε, λόγου χάρη, τις προτάσεις της σοβιετικής αντιπροσωπίας στη Γενεύη, που έγιναν τελευταία πάνω στο ζήτημα του πραγματικού (κι όχι του διακοσμητικού) αφοπλισμού. Πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι η ειλικρινής και τίμια διακήρυξη του συντρόφου Λιτβίνοφ για γενικό αφοπλισμό αποσβόλωσε την Κοινωνία των Εθνών και ήταν γι’ αυτήν κάτι το “εντελώς αναπάντεχο”; Μήπως το γεγονός αυτό δε δείχνει ότι η Κοινωνία των Εθνών δεν είναι όργανο ειρήνης και αφοπλισμού, αλλά όργανο συγκάλυψης των νέων εξοπλισμών και προετοιμασίας νέων πολέμων;» [9]

Ο Στάλιν, αναφερόμενος στην αύξηση των εξοπλισμών (1925), χαρακτήρισε την ιμπεριαλιστική ειρήνη ως «ένοπλη ειρήνη», κρίνοντας το ρόλο της ΚτΕ και της Β΄ Διεθνούς: «Ορίστε λοιπόν ένα παράδειγμα για τη χωρίς προηγούμενο υποκρισία της αστικής διπλωματίας, όπου με θόρυβο και τραγούδια για την ειρήνη προσπαθούν να κρύψουν την προετοιμασία του νέου πολέμου (…). Τι έκαναν η Κοινωνία των Εθνών και η 2η Διεθνής για να σταματήσουν τη λυσσασμένη αύξηση των εξοπλισμών; Μήπως δεν ξέρουν πως όταν αυξάνονται οι εξοπλισμοί “τα κανόνια αρχίζουν να βάλλουν μόνα τους”; Μην περιμένετε απάντηση από την Κοινωνία των Εθνών και τη 2η Διεθνή. Εδώ το ζήτημα είναι ότι η πάλη των συμφερόντων ανάμεσα στις νικήτριες χώρες αναπτύσσεται και δυναμώνει, ότι η σύγκρουση ανάμεσά τους γίνεται αναπόφευκτη και ότι αυτές προβλέποντας ένα νέο πόλεμο εξοπλίζονται με όλες τους τις δυνάμεις, με όλα τα μέσα. Δε θα υπερβάλω τα πράγματα, αν πω ότι απ’ αυτήν την άποψη δεν έχουμε να κάνουμε με φιλική ειρήνη ανάμεσα στις νικήτριες χώρες, αλλά με ένοπλη ειρήνη, με κατάσταση ένοπλης ειρήνης που εγκυμονεί πόλεμο. Αυτά που γίνονται τώρα στις νικήτριες χώρες μάς θυμίζουν πολύ την κατάσταση που υπήρχε πριν τον πόλεμο του 1914 –μία κατάσταση ένοπλης ειρήνης.

Οι κυβερνήτες της Ευρώπης προσπαθούν τώρα να κρύψουν αυτό το γεγονός με το θόρυβο για τον πασιφισμό. Μα είπα κιόλας τι αξίζει αυτός ο πασιφισμός και ποια τιμή μπορεί να του οριστεί. Οι μπολσεβίκοι ζητούν τον αφοπλισμό ακόμα από τον καιρό της Γένουας. Γιατί η 2η Διεθνής και οι άλλοι που φλυαρούν για πασιφισμό δεν υποστηρίζουν την πρότασή μας;» [10]

Λίγο αργότερα (1927), αναφερόμενος στο βομβαρδισμό του Νανκίν (Κίνα) από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, σημείωνε σχετικά: «Στην Κοινωνία των Εθνών δόθηκε ακόμα ένα χαστούκι. Γιατί, ποιος άλλος, εκτός από τους λακέδες του ιμπεριαλισμού, μπορεί να θεωρήσει “φυσιολογικό” το γεγονός ότι ένα από τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών βομβαρδίζει τον πληθυσμό ενός άλλου μέλους της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ η ίδια η Κοινωνία των Εθνών είναι υποχρεωμένη να σωπαίνει, θεωρώντας ότι αυτό δεν την αφορά;» [11]

Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ διευκρίνιζε ταυτόχρονα γιατί η ΕΣΣΔ δε γινόταν μέλος της ΚτΕ: «Η Σοβιετική Ένωση δεν είναι μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί πρώτ’ απ’ όλα δε θέλει να αναλάβει ευθύνη για την ιμπεριαλιστική πολιτική της Κοινωνίας των Εθνών, για τις “εντολές” που παραχωρεί η Κοινωνία των Εθνών με σκοπό την εκμετάλλευση και την καταπίεση των αποικιακών χωρών. Η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί είναι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενάντια στην καταπίεση των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών.

Δεύτερο, η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών γιατί δε θέλει να αναλάβει ευθύνη για τις πολεμικές προετοιμασίες, για την αύξηση των εξοπλισμών, για τις νέες πολεμικές συμμαχίες κλπ. που καλύπτονται και καθαγιάζονται από την Κοινωνία των Εθνών και που δεν μπορούν να μην οδηγήσουν σε καινούργιους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί είναι ολοκληρωτικά ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. (…) Στις σημερινές συνθήκες η Κοινωνία των Εθνών είναι “εντευκτήριο” των ιμπεριαλιστών μεγαλοκαρχαριών που κανονίζουν τις δουλειές τους στα παρασκήνια. Όσα λένε επίσημα στην Κοινωνία των Εθνών είναι κούφια φλυαρία, προορισμένη να εξαπατήσει το λαό. Και όσα κάνουν ανεπίσημα οι ιμπεριαλιστές μεγαλοκαρχαρίες στα παρασκήνια της Κοινωνίας των Εθνών είναι οι πραγματικές ιμπεριαλιστικές δουλειές, που τις κρύβουν φαρισαϊκά οι μεγαλόστομοι ρήτορες της Κοινωνίας των Εθνών.» [12]

Ο Στάλιν έδειξε τις βαθύτερες οικονομικές αιτίες των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΚτΕ: «Η οικονομική διάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνώντο 1927, που έβαζε για σκοπό της τη “συνένωση των οικονομικών συμφερόντων” των κεφαλαιοκρατικών χωρών, επίσης ναυάγησε. Ο ειρηνικός δρόμος λύσης του προβλήματος των αγορών παραμένει κλειστός για τον καπιταλισμό. Απομένει μία και μόνη “διέξοδος” για τον καπιταλισμό: Το νέο μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής με τη βία, με στρατιωτικές συγκρούσεις, με νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.» [13]

Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ επιδίωκε να αποτρέψει το ενιαίο μέτωπο των ιμπεριαλιστών απέναντι στην ΕΣΣΔ, αξιοποιώντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ο Στάλιν σημείωνε την αντίθεση συμφερόντων στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών, το ολικό συμφέρον μερικών χωρών για τη διατήρηση οικονομικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ, την αντίδραση της εργατικής τάξης της Ευρώπης, το φόβο των ιμπεριαλιστών μήπως εξαπολύσουν την επανάσταση στο ίδιο το σπίτι τους σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ. Παράλληλα πρόσθετε πως αυτό δε σήμαινε ότι η Αγγλία θα εγκατέλειπε τις προσπάθειές της για την οργάνωση ενιαίου μετώπου κατά της ΕΣΣΔ, ότι δε θα κατόρθωνε να οργανώσει ένα τέτοιο μέτωπο. Η απειλή πολέμου εξακολουθούσε να υπάρχει παρά τις προσωρινές αποτυχίες της Αγγλίας.

Ο Στάλιν επισήμαινε: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα λόγια του Λένιν ότι στο έργο της οικοδόμησης πάρα πολλά εξαρτιούνται από το αν θα κατορθώσουμε να καθυστερήσουμε τον πόλεμομε τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο, που είναι αναπόφευκτος, που όμως μπορούμε να τον καθυστερήσουμε είτε ως τη στιγμή που θα ωριμάσει η προλεταριακή επανάσταση στην Ευρώπη, είτε ως τη στιγμή που θα ωριμάσουν πέρα για πέρα οι αποικιακές επαναστάσεις, είτε, τέλος, ως τη στιγμή που οι κεφαλαιοκράτες θα αρπαχτούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των αποικιών.

Γι’ αυτό η διατήρηση ειρηνικών σχέσεων με τις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι για μας επιτακτικό καθήκον.» [14]

Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, που χαρακτηριζόταν από την επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τις καπιταλιστικές χώρες, διακήρυσσε ταυτόχρονα και την προώθηση στόχων για την ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, όπως η πάλη:

α) Για την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο.

β) Για τη στερέωση των επαναστατικών συνδικάτων και του ενιαίου μετώπου των εργατών ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου.

γ) Για τη στερέωση της φιλίας ανάμεσα στην εργατική τάξη της ΕΣΣΔ και την εργατική τάξη των κεφαλαιοκρατικών χωρών.

δ) Για το δυνάμωμα της συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη της ΕΣΣΔ και το απελευθερωτικό κίνημα των αποικιακών και εξαρτημένων χωρών. [15]

Παράλληλα ανέπτυσσε ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στον αστικό πασιφισμό με την Κοινωνία των Εθνών, με το κήρυγμά του για «ειρήνη», με την «απαγόρευση» του πολέμου, με τη φλυαρία για «αφοπλισμό»: «Υπάρχουν αφελείς που νομίζουν πως, εφόσον υπάρχει ιμπεριαλιστικός πασιφισμός, αυτό σημαίνει ότι δε θα γίνει πόλεμος. Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Απεναντίας, όποιος θέλει να βρει την αλήθεια, πρέπει ν’ αναποδογυρίσει αυτήν τη θέση και να πει: Μια και ανθίζει ο ιμπεριαλιστικός πασιφισμός με την Κοινωνία των Εθνών του, σίγουρα θα γίνουν νέοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις. Και το πιο σπουδαίο σε όλ’ αυτά είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί τον κυριότερο φορέα του ιμπεριαλιστικού πασιφισμού στην εργατική τάξη, συνεπώς είναι το βασικό στήριγμα του καπιταλισμού στην εργατική τάξη για την προετοιμασία νέων πολέμων και επεμβάσεων.» [16]

Μετά από την αποχώρηση της Ιαπωνίας (Μάρτης 1933) και της Γερμανίας (Οκτώβρης 1933) από την ΚτΕ, 30 κράτη-μέλη της ΚτΕ, με επικεφαλής τη Γαλλία, απηύθυναν πρόσκληση στην ΕΣΣΔ για να γίνει μέλος της ΚτΕ. Η ΕΣΣΔ επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την ένταξη στην ΚτΕ, ώστε να πετύχει το βασικό καθήκον που είχε θέσει, δηλαδή να εμποδίσει τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μπλοκ των ιμπεριαλιστών εναντίον της.

Ο Στάλιν, απαντώντας σε ερώτηση Αμερικανού δημοσιογράφου για το αν παραμένει αρνητική η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην ΚτΕ, διευκρίνιζε: «Όχι, δεν είναι πάντοτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σεις μάλλον δεν καταλαβαίνετε ακριβώς την άποψή μας. Παρά την αποχώρηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας από την Κοινωνία των Εθνών –ή, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό– η Κοινωνία των Εθνών μπορεί να γίνει ένας κάποιος παράγοντας που να φρενάρει το ξέσπασμα πολεμικών επιχειρήσεων ή να τις εμποδίσει. Αν είναι έτσι, αν η Κοινωνία των Εθνών κατορθώσει να γίνει ένα εμπόδιο στο δρόμο και δυσκολέψει έστω και λίγο την υπόθεση του πολέμου και διευκολύνει ως ένα βαθμό την υπόθεση της ειρήνης, τότε δεν είμαστε ενάντια στην Κοινωνία των Εθνών. Και, αν αυτή θα είναι η πορεία των ιστορικών γεγονότων, τότε δεν αποκλείεται να υποστηρίξουμε την Κοινωνία των Εθνών, παρά τις κολοσσιαίες ελλείψεις της.» [17]

Έτσι η ΕΣΣΔ, αποδεχόμενη την πρόσκληση, κατέλαβε μόνιμη θέση στο Συμβούλιο της ΚτΕ, επιδιώκοντας μετά από την αποχώρηση των δύο παραπάνω χωρών να εμποδίσει όσο μπορούσε την εκδήλωση του πολέμου. Ωστόσο, η σοβιετική κυβέρνηση προειδοποίησε πως δεν αναλάμβανε καμία δέσμευση σε ό,τι αφορούσε αποφάσεις και Σύμφωνα της ΚτΕ που πραγματοποιήθηκαν πριν η ΕΣΣΔ γίνει μέλος της ΚτΕ.

Λίγο πριν και την ουσιαστική παύση της λειτουργίας της ΚτΕ, η ΕΣΣΔ διαγράφτηκε από μέλος της το 1939, γιατί απάντησε στις στρατιωτικές προκλήσεις της Φινλανδίας. Εκείνα τα χρόνια ο φασιστικός άξονας (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) με σειρά πολεμικών επιχειρήσεων ανέτρεπε όλο το «σκηνικό» που είχε στηθεί μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σοβιετική ηγεσία εκτιμούσε πως πλέον «ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έγινε γεγονός». [18]

Ταυτόχρονα έβλεπε πολύ νωρίς πως για τις συνεχείς υποχωρήσεις των «δυτικών δημοκρατιών» προς τους φασίστες υπήρχαν δύο αιτίες: Φοβούνταν ότι ένας δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος μπορεί να οδηγούσε επίσης στη νίκη της επανάστασης σε μία ή σε μερικές χώρες [19], αλλά ταυτόχρονα επιδίωκαν οι «δυτικές δημοκρατίες» να στρέψουν τις φασιστικές χώρες κατά της ΕΣΣΔ: «Στην πολιτική της μη ανάμιξης διαφαίνεται η επιδίωξη, η επιθυμία να μην εμποδιστούν οι εισβολείς να πραγματοποιήσουν το σκοτεινό τους έργο, να μην εμποδιστεί, ας πούμε, η Ιαπωνία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα, και, ακόμα καλύτερα, με τη Σοβιετική Ένωση, να μην εμποδιστεί, ας πούμε η Γερμανία να μπερδεύεται στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, να αφεθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στον πόλεμο να χωθούν βαθιά στο βούρκο του πολέμου, να ενθαρρύνονται στα κρυφά, να αφεθούν να εξασθενήσουν και να αλληλοεξαντληθούν και μετά, όταν εξασθενήσουν αρκετά, να εμφανιστούν στη σκηνή με φρέσκες δυνάμεις, να εμφανιστούν, φυσικά, “για το συμφέρον της ειρήνης” και να υπαγορεύσουν στους εξασθενημένους εμπόλεμους τους όρους τους.» [20]

Έτσι βασικός στόχος της ΕΣΣΔ ήταν να ελιχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτύχουν τα παραπάνω σχέδια, κάτι που –όπως σημειώσαμε– το πέτυχε με το Σύμφωνο μη επίθεσης (1939), γνωστό και ως Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ, το οποίο υπογράφτηκε μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου (1938) μεταξύ Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, που προέβλεπε το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας και την προσάρτηση εδαφών της στο Γερμανικό Ράιχ.

Ο ΟΗΕ ιδρύθηκε το 1945 και απεικόνιζε μια νέα πραγματικότητα ως προς το συσχετισμό των δυνάμεων, με αναβαθμισμένη τη θέση της ΕΣΣΔ, λόγω του ρόλου της στην τελική έκβαση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος του πολέμου έπαιρνε άλλες διαστάσεις λόγω της εμφάνισης των ατομικών όπλων.

Το 1944 ο Στάλιν ανέπτυξε τις εξής θέσεις: «Για το σκοπό αυτό, εκτός από τον πλήρη αφοπλισμό των επιτιθέμενων εθνών, υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να δημιουργηθεί ένας ειδικός οργανισμός υπεράσπισης της ειρήνης και διασφάλισης της ασφάλειας από εκπροσώπους των ειρηνόφιλων εθνών, να δοθεί στη διάθεση του καθοδηγητικού οργάνου αυτού του οργανισμού ένας ελάχιστος αναγκαίος αριθμός ένοπλων δυνάμεων, απαραίτητος για την αποσόβηση της επίθεσης, και να υποχρεωθεί αυτός ο οργανισμός σε περίπτωση ανάγκης να χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση αυτές τις ένοπλες δυνάμεις για την αποτροπή ή την εκμηδένιση της επίθεσης και την τιμωρία των υπαίτιων της επίθεσης. […] Μπορούμε να υπολογίζουμε ότι οι ενέργειες αυτού του διεθνούς οργανισμού θα είναι αρκετά αποτελεσματικές; Θα είναι αποτελεσματικές, αν οι μεγάλες δυνάμεις που σήκωσαν στους ώμους τους το κύριο βάρος του πολέμου ενάντια στη χιτλερική Γερμανία θα δρουν και στο εξής με πνεύμα ομοθυμίας και συναίνεσης. Δε θα είναι αποτελεσματικές, αν αθετηθεί αυτός ο απαραίτητος όρος.» [21]

Οι παραπάνω δηλώσεις περιέχουν στοιχεία υποτίμησης του επιθετικού χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, όπως αποδείχτηκε και στη συνέχεια. Βέβαια, επίδρασε ότι έγιναν σε ιστορικές συνθήκες όπου κυριαρχούσε σκληρός ανταγωνισμός για το πλεονέκτημα στην κατασκευή του ατομικού όπλου. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, οι ΗΠΑ προπορεύτηκαν. Το 1945 το χρησιμοποίησαν κατά της Ιαπωνίας, με πραγματικό στόχο βέβαια την τρομοκράτηση της ΕΣΣΔ, που απέκτησε αυτό το όπλο μόλις το 1949, δημιουργώντας τότε τη λεγόμενη «πυρηνική ισορροπία», που έδρασε για δεκαετίες αποτρεπτικά σε μια νέα ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον της.

Με όρους πολέμου, με συμβατικά όπλα, πολύ γρήγορα φάνηκε ότι ο χαρακτήρας του ΟΗΕ ήταν ανάλογος με εκείνο της ΚτΕ. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πριν το 1955, χρησιμοποίησαν τον ΟΗΕ στα σχέδιά τους, π.χ., κατά της ΛΔ της Κίνας, στον πόλεμο της Κορέας (1950), ενώ επιδίωξαν να καταργήσουν και το δικαίωμα του βέτο που είχε η ΕΣΣΔ στο ΣΑ του ΟΗΕ, απέρριπταν διάφορες προτάσεις της ΕΣΣΔ που αφορούσαν τον αφοπλισμό.

Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ καταδίκαζε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην Κίνα και στην Κορέα και ανέλυσε ως εξής τις αποφάσεις μέσα στον ΟΗΕ: «Την εκτιμώ (σ.τ.μ.: τη χρησιμοποίηση του ΟΗΕ κατά της ΛΔ της Κίνας και της Κορέας) ως μια επονείδιστη απόφαση. Πράγματι, πρέπει να χάσει κανείς τα τελευταία ίχνη συνείδησης για να ισχυρίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που έχουν καταλάβει κινεζικό έδαφος, το νησί Ταϊβάν, και εισέβαλαν στην Κορέα στα σύνορα της Κίνας, είναι η αμυνόμενη πλευρά και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που υπερασπίζεται τα σύνορά της και προσπαθεί να επανακτήσει το αρπαγμένο από τους Αμερικανούς νησί Ταϊβάν, είναι ο επιτιθέμενος.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, που ιδρύθηκε ως προμαχώνας διατήρησης της ειρήνης, μετατρέπεται σε όργανο του πολέμου, σε μέσο εξαπόλυσης νέου παγκόσμιου πολέμου. Τον επιθετικό πυρήνα του ΟΗΕ αποτελούν δέκα χώρες-μέλη του επιθετικού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Καναδάς, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Δανία, Νορβηγία, Ισλανδία) και είκοσι λατινοαμερικανικές χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή, Κολομβία, Κόστα-Ρίκα, Κούβα, Δομινικανή Δημοκρατία, Ισημερινός, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Αϊτή, Ονδούρα, Μεξικό, Νικαράγουα, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα). Οι εκπρόσωποι αυτών ακριβώς των χωρών αποφασίζουν τώρα στον ΟΗΕ την τύχη του πολέμου και της ειρήνης. Αυτές πέρασαν στον ΟΗΕ την επονείδιστη απόφαση περί επιθετικότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. (…)

Επομένως, μετατρεπόμενος σε εργαλείο επιθετικού πολέμου, ο ΟΗΕ παύει συνάμα να είναι παγκόσμιος οργανισμός ισότιμων εθνών. Στην ουσία ο ΟΗΕ είναι τώρα όχι τόσο ένας παγκόσμιος οργανισμός, όσο ένας οργανισμός που δρα κατ’ απαίτηση του Αμερικανού επιδρομέα. Όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο Καναδάς επιδιώκουν την εξαπόλυση νέου πολέμου, αλλά το δρόμο αυτό ακολουθούν επίσης και είκοσι λατινοαμερικανικές χώρες, οι τσιφλικάδες και οι έμποροι των οποίων διψούν για νέο πόλεμο κάπου στην Ευρώπη ή την Ασία, ώστε να πουλούν στις εμπόλεμες χώρες εμπορεύματα σε πολύ ψηλές τιμές και να κερδίσουν εκατομμύρια απ’ αυτήν την αιματηρή υπόθεση. Δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν το γεγονός ότι οι 20 εκπρόσωποι των είκοσι λατινοαμερικανικών χωρών αποτελούν τώρα την πιο συσπειρωμένη στρατιά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον ΟΗΕ.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ακολουθεί, επομένως, τον άδοξο δρόμο της Κοινωνίας των Εθνών. Έτσι ενταφιάζει το ηθικό κύρος του και καταδικάζει τον εαυτό του σε διάλυση.» [22]

Στην ίδια συνέντευξη στην Πράβντα ο Στάλιν προσδιόριζε ως εξής το χαρακτήρα της πάλης για την ειρήνη: «Πώς θα λήξει αυτή η πάλη των αντιδραστικών και φιλειρηνικών δυνάμεων; Η ειρήνη θα διατηρηθεί και θα εδραιωθεί, αν οι λαοί θα πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της διαφύλαξης της ειρήνης και την υπερασπιστούν μέχρι τέλους. Ο πόλεμος μπορεί να γίνει αναπόφευκτος, αν οι υποκινητές του πολέμου κατορθώσουν να τυλίξουν με το ψέμα τις λαϊκές μάζες, να τις εξαπατήσουν και να τις παρασύρουν σε νέο παγκόσμιο πόλεμο.

Γι’ αυτό η πλατιά εκστρατεία για τη διαφύλαξη της ειρήνης ως μέσο αποκάλυψης των εγκληματικών μηχανορραφιών των υποκινητών του πολέμου έχει τώρα πρωταρχική σημασία.

Σε ό,τι αφορά τη Σοβιετική Ένωση, θα εφαρμόζει ακλόνητα και στο εξής την πολιτική αποσόβησης του πολέμου και διαφύλαξης της ειρήνης.» [23]

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε πως η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, παρά τις τεράστιες καταστροφές (ανθρώπινες και υλικές) που της προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ισχυροποίησή της, σε συνδυασμό με την παρουσία και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, αποτέλεσαν ισχυρό παράγοντα που επίδρασε στο συσχετισμό δύναμης και είχε αντανάκλαση και στον ΟΗΕ.

Η ΕΣΣΔ, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, άσκησε περίπου 120 φορές το δικαίωμα του βέτο (τις 79 στα 10 πρώτα χρόνια).

Χάρη στην ύπαρξη της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών (από το 1955) καθώς και άλλων χωρών της Αφρικής και της Ασίας, ο ΟΗΕ πήρε μια σειρά σημαντικές, θετικές αποφάσεις σε βάρος των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και δυνάμεων, π.χ., καταδίκη των ενεργειών των ΗΠΑ κατά της Κούβας (1960-1962), για τη Μέση Ανατολή και το Κυπριακό.

Με την πίεση της ΕΣΣΔ εγκρίθηκαν μια σειρά Συμβάσεις και Συνθήκες, αποφάσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών, την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών, το βακτηριολογικό πόλεμο, το Διάστημα.

Βεβαίως, η φύση του ιμπεριαλισμού δεν άλλαξε! Το Διεθνές Δίκαιο και οι αποφάσεις του ήταν αποτέλεσμα του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, όπου και οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν σε ελιγμούς και υποχωρήσεις, αλλά δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τα σχέδιά τους, όπως έδειξαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα, το κυνήγι των εξοπλισμών κ.ά. Υπήρξαν μάλιστα και περιπτώσεις που, παρά τις αντιδράσεις της ΕΣΣΔ, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν στρατεύματα του ΟΗΕ για τα αντιδραστικά τους σχέδια, όπως, π.χ., επί περίπου 3 χρόνια στο Κογκό (1960-1963). Ωστόσο, η απώλεια της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος κάνει σήμερα αισθητή, τόσο στον ΟΗΕ όσο και γενικότερα στις διεθνείς σχέσεις, τη χειροτέρευση του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, που επέφερε η ανατροπή του σοσιαλισμού.

Η ύπαρξη και δράση της Κομιντέρν

Τεράστιο σε μέγεθος εγχείρημα, που οδήγησε στην ανάταση του επαναστατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο, ήταν η συγκρότηση το 1919 της Γ΄ Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν). Η ύπαρξη της Κομιντέρν έδωσε δύναμη στα νεοϊδρυμένα ΚΚ, στην πάλη τους με τον αστικό πολιτικό κόσμο και τον οπορτουνισμό. Το μέγεθος του εγχειρήματος ήταν σαφώς μεγαλύτερο από τις δυνατότητες που είχαν οι προηγούμενες δύο Διεθνείς. Κι αυτό οφειλόταν από τη μια στην ακτινοβολία που άσκησε η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση και από την άλλη στη συγκρότηση του πρώτου στον κόσμο εργατικού κράτους. Όπως έγραφε ο Ι. Β. Στάλιν, «η Οκτωβριανή Επανάσταση δημιούργησε στο πρόσωπο της πρώτης προλεταριακής δικτατορίας μια ισχυρή κι ανοιχτή βάση του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, τέτοια που δεν είχε προηγούμενα και που πάνω της μπορεί σήμερα να στηριχτεί». [24]

Παρά τις στρατηγικές αδυναμίες και τα λάθη στην πολιτική της ΚΔ, στα οποία έχουμε αναφερθεί σε μια σειρά ντοκουμέντων του Κόμματός μας, η συνεισφορά της στην ανάπτυξη της διεθνούς αλληλεγγύης ήταν αδιαμφισβήτητη.

Το σοβιετικό κράτος στήριξε με όλες του τις δυνάμεις την Κομμουνιστική Διεθνή, στην προσπάθειά της να οργανώσει το κομμουνιστικό κίνημα και την πάλη του. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές αυτής της διεθνιστικής στήριξης της ΕΣΣΔ στις αποφάσεις της Κομιντέρν είναι ο Ισπανικός Εμφύλιος. Η Κομιντέρν στήριξε τη Δημοκρατική Ισπανία, κόντρα στις δυνάμεις του ισπανικού φασισμού και των ιμπεριαλιστών συμμάχων του. Έτσι, η ΕΣΣΔ κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο στην προσπάθειά της να εφοδιάσει με ρουχισμό, φάρμακα και όπλα τους Ισπανούς αγωνιστές, αφού οι στόλοι του Φράνκο, της Πορτογαλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας βύθιζαν τα πλοία με προορισμό τη Δημοκρατική Ισπανία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αποφάσισε και οργάνωσε την αποστολή αντιφασιστών εθελοντών, που συγκρότησαν στρατιωτικά τμήματα, τις «Διεθνείς Ταξιαρχίες» (7 ταξιαρχίες με 35 χιλιάδες άντρες). Περίπου πεντακόσιοι Έλληνες και Κύπριοι κομμουνιστές και αντιφασίστες, πολλοί μετανάστες σε άλλες χώρες, αλλά και ναυτεργάτες, με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους έφτασαν και πολέμησαν στην Ισπανία, μέσα από τον ελληνικό λόχο «Νίκος Ζαχαριάδης».

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΛΕΥΡΩΝ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΣΣΔ

Όπως ήδη αναφέραμε, στη μελέτη της ιστορίας των διεθνών σχέσεων του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους έχουμε ως αφετηρία την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων για το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος. Πρέπει να εξετάσουμε πώς θεωρητικά λάθη ή λάθη στις εκτιμήσεις του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης στη συνέχεια επηρέασαν και την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ.

«Ειρηνική συνύπαρξη» και διαίρεση των αστικών δυνάμεων

Το ΚΚΕ, μετά από μελέτη της ιστορίας της ΕΣΣΔ, έχει εκτιμήσει πως «η γραμμή της “ειρηνικής συνύπαρξης”, όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Έτσι επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του». [25]

Το Κόμμα μας δεν αποσπάται από το γεγονός πως η Σοβιετική Ένωση έμεινε το μόνο σοσιαλιστικό κράτος έως τα τέλη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η εξωτερική (ιμπεριαλιστική) επίθεση και αντεπανάσταση τροφοδότησε κι ενίσχυσε τις εσωτερικές αντεπαναστατικές δυνάμεις και ενέργειες. Ήταν, λοιπόν, αναγκαίο να προχωρήσει σε μια σειρά τακτικές διπλωματικές κινήσεις με κύριο στόχο την επιβίωση –ορισμένες ήδη με τον Λένιν στην ηγεσία του Κόμματος. Τέτοιες ήταν η συμμετοχή στο Συνέδριο της Γένοβα, η Συνθήκη του Ράπαλο με τη Γερμανία, η οποία βίωνε τις επιπτώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η προσπάθεια προσέγγισης της Κίνας και του ηγέτη του Κουομιτάνγκ Σουν Γιατ Σεν (του οποίου το όνομα δόθηκε σε πανεπιστήμιο στη Μόσχα το 1925), αλλά και άλλων «αντιιμπεριαλιστικών αντιαποικιακών δυνάμεων» –μη κομμουνιστικών– σε μια σειρά χώρες, όπως η Ινδία, η Περσία, το Αφγανιστάν, η Ν. Αφρική κλπ. Η επιβίωση του πρώτου και τότε ακόμα μοναδικού σοσιαλιστικού κράτους, της Σοβιετικής Ένωσης, οπωσδήποτε χρειαζόταν τη διεθνή εργατική αλληλεγγύη, επιδιώκοντας παράλληλα να διαμορφώσει συνθήκες για μια σχετικά μη επιθετική στάση καπιταλιστικών κρατών και τουλάχιστον ανοιχτών σε ορισμένες εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις.

Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα το καθήκον που από την αρχή έμπαινε στη σοβιετική διπλωματία να αξιοποιήσει κάθε «χαραμάδα», κάθε «ρήγμα», κάθε αντίθεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με στόχο να επωφεληθεί η ΕΣΣΔ από αυτές και να ενισχυθεί, κι άλλο ο θεωρητικός «διαχωρισμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε φιλειρηνικά και φιλοπόλεμα». [26]

Οι εξελίξεις έδειξαν πως κι εκείνες οι αστικές δυνάμεις που εμφανίζονταν ως «φιλειρηνικές» και «δημοκρατικές» δε δίστασαν να πραγματοποιήσουν εξίσου μεγάλα εγκλήματα σε βάρος των λαών, για να διασφαλίσουν τα κέρδη των μονοπωλίων τους και την εξουσία τους. Η πραγματικότητα έδειξε πως ο ιμπεριαλισμός –σύμφυτο στοιχείο του οποίου είναι και ο πόλεμος– χρησιμοποιεί τις διακρατικές συμφωνίες κατά το δοκούν και δεν πρέπει να υπάρχουν στους λαούς αυταπάτες για τις δήθεν «ειρηνικές» προθέσεις του. Εξακολουθούν να είναι επίκαιρες οι θέσεις του Λένιν: «Τα συνθήματα του πασιφισμού, του διεθνούς αφοπλισμού στις συνθήκες του καπιταλισμού, των δικαστηρίων διαιτησίας κλπ. δεν είναι μόνο αντιδραστική ουτοπία, αλλά και αποτελούν ανοιχτή εξαπάτηση των εργαζόμενων, που αποσκοπεί στον αφοπλισμό του προλεταριάτου και στην απόσπασή του από το καθήκον του αφοπλισμού των εκμεταλλευτών. Μόνο η προλεταριακή, η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να βγάλει την ανθρωπότητα από το αδιέξοδο που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες της επανάστασης και οι πιθανές προσωρινές αποτυχίες της, ή τα κύματα της αντεπανάστασης, η τελική νίκη του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη.» [27]

Να γιατί αυτός ο λαθεμένος διαχωρισμός των αστικών δυνάμεων, που διαστρέβλωνε «την αναφορά του Λένιν στην ειρηνική συνύπαρξη, που αφορούσε τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κοινωνικοοικονομικά συστήματα, μεταλλάχτηκε και προσδόθηκε σε αυτήν ιδεολογικό και στρατηγικό περιεχόμενο». [28]

Υπερεκτίμηση θετικών αλλαγών στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων

Μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνο διαλύθηκε το αποικιοκρατικό σύστημα, αλλά και μια σειρά από χώρες στην Ευρώπη, στην Ασία και αργότερα στην Αμερική διακήρυξαν πως θα βαδίσουν στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Επιπλέον, η ΕΣΣΔ, που είχε σηκώσει το κύριο βάρος της νίκης κατά του φασισμού, απέκτησε λόγο στη διαμόρφωση του ΟΗΕ, γενικότερα του διεθνούς δικαίου, που τότε διαμορφωνόταν ως αποτέλεσμα του συσχετισμού ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Η ΕΣΣΔ απέκτησε το δικαίωμα του «βέτο» στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ ανάλογο δικαίωμα πέτυχε λίγο αργότερα και για την Κίνα. Όλα τα παραπάνω διαμόρφωσαν την αίσθηση πως όχι μόνο δυναμώνουν κάποιες θετικές τάσεις στο διεθνή συσχετισμό δύναμης, αλλά πως αυτός έχει γίνει ήδη θετικός για τις δυνάμεις του σοσιαλισμού. Με άλλα λόγια, είχαμε υπερεκτίμηση των όποιων θετικών αλλαγών, τόσο από την ΕΣΣΔ όσο και γενικότερα από το κομμουνιστικό κίνημα.

Βεβαίως και οι αποφάσεις που λάμβανε ο ΟΗΕ, κάτω από την επίδραση της σοβιετικής διπλωματίας, διευκόλυναν την πάλη τους για το ένα ή άλλο ζήτημα, ωστόσο δε σημαίνει ότι αυτές οι αποφάσεις γίνονταν πάντα πράξη, ότι δηλαδή υλοποιούνταν από τους ιμπεριαλιστές. Γνωρίζουμε, π.χ., πως δίκαιες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το Κυπριακό, το Παλαιστινιακό κ.ά. έμειναν στα χαρτιά και δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, αφού έρχονταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ κι άλλων ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Παρέμενε το πλέγμα της ανισότιμης αλληλεξάρτησης (πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής) που υπάρχει ανάμεσα στις χώρες που ήταν ενταγμένες στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Το Κόμμα, μελετώντας την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, εκτίμησε στο 18ο Συνέδριο πως μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο «το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου). Αυτοί εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γεφύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Οργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Χρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Αξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Υποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή διαφωνίας με το KKΣE και τη Σοβιετική Ένωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς». [29]

Στην υπερεκτίμηση του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων συνέβαλε και η υπερεκτίμηση ορισμένων τεχνολογικών επιτευγμάτων, όπως ήταν οι διηπειρωτικοί πύραυλοι, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Α. Γκρομίκο, υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ από το 1957 έως το 1985, και ο Μπ. Πονομαριόφ, μέλος του ΠΓ του ΚΚΣΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ από το 1955 έως το 1986, εκτιμούσαν: «Η κατασκευή των διηπειρωτικών και διαστημικών πυραύλων μεγάλης ακρίβειας, η εκτόξευση των πρώτων δορυφόρων και η αποστολή πυραύλου στο Φεγγάρι, όλα αυτά έδειχναν τις τεράστιες επιτυχίες της σοβιετικής χώρας σε σημαντικότατες σφαίρες της επιστήμης και της σύγχρονης τεχνολογίας, μεταξύ άλλων και στη στρατιωτική. Η εμφάνιση του διηπειρωτικού πυραύλου έκανε παρελθόν το σχετικό στρατηγικό άτρωτο των ΗΠΑ. Άλλαξε ο στρατηγικός συσχετισμός δύναμης, προς όφελος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.» [30]

Οι εξελίξεις διέψευσαν με τραγικότητα αυτές τις εκτιμήσεις. Στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό γίνεται σχετική εκτίμηση: «Και από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού.» [31]

«Ειρηνική άμιλλα» και άλλες ουτοπικές θέσεις

Εκτός των άλλων, ιδιαίτερα μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ η θέση περί «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταλλάχτηκε σε θέση περί «ειρηνικής άμιλλας» των δύο κοινωνικοπολιτικών καθεστώτων. Μια τέτοια θέση, όμως, στην πράξη «εξωράιζε τον καπιταλισμό και εμπέδωνε τη λαθεμένη αντίληψη ότι, τουλάχιστον για μια ιστορική περίοδο, τα δύο συστήματα θα μπορούσαν να συνυπάρχουν και να συναγωνίζονται ειρηνικά μεταξύ τους» [32]. Στο παραπάνω έδαφος αναπτύχθηκαν ουτοπικές θέσεις, οπορτουνιστικές πολιτικές για τα διεθνή και περιφερειακά «συστήματα ασφαλείας», που θα εξασφάλιζαν την «ειρηνική συνύπαρξη» και τον αμοιβαίο «σεβασμό» των δύο κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, υποτιμώντας την «αρπακτική» φύση του ιμπεριαλισμού. Έτσι, π.χ., το 1955 η ΕΣΣΔ ζητούσε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης να προχωρήσουν από κοινού με την ίδια σ’ ένα σύστημα ασφαλείας, τα κράτη-μέλη του οποίου «θα υπόσχονταν πως παραιτούνται από τη χρησιμοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων και όλα τα επίμαχα ζητήματα θα λύνονται με ειρηνικά μέσα» [33].

Μια τέτοια θέση, οπωσδήποτε, δεν έχει να κάνει απλώς με κάποια προσπάθεια αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά ήταν χαρακτηριστική της οπορτουνιστικής στροφής στο ΚΚΣΕ και συμπερασματικά και στην εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, που οδηγούσαν σε μεγάλα θεωρητικά λάθη. Όπως έχει εκτιμήσει το Κόμμα μας, «το ίδιο αφορά και στην αποφυγή του θερμοπυρηνικού πολέμου. Οι ρεαλιστικές διακρατικές διαπραγματεύσεις για την αποφυγή του σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να οδηγήσουν σε ιδεολογικές γενικεύσεις για μια ειλικρινή και σταθερή στάση των καπιταλιστικών κρατών στο ζήτημα της ειρήνης (...). Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι ήταν μια πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και όταν τα κράτη διαθέτουν πυρηνικά όπλα, η πιο συνεπής και αποτελεσματική πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους είναι η ολόπλευρη επαναστατική προετοιμασία και ετοιμότητα, ώστε στις ανάλογες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να γίνει πραγματικότητα η σοσιαλιστική επανάσταση, που θα επιβάλει την ειρήνη. Η συνεχής συσσώρευση και τελειοποίηση των πυρηνικών όπλων στην κούρσα των εξοπλισμών, αν και ήταν αναγκαία για τη στρατηγική ισορροπία ανάμεσα στα δύο συστήματα, από ένα σημείο και μετά επίδρασε αρνητικά στην ήδη προβληματική στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος». [34]

Επιπλέον, «ο διαχωρισμός των καπιταλιστικών κρατών και κυβερνήσεων σε υποτελείς και μη υποτελείς, σε φιλειρηνικές και φιλοπόλεμες παραγνώριζε την ενιαία στρατηγική του διεθνούς καπιταλισμού στο στόχο του για την ανατροπή του σοσιαλισμού». [35]

Στις 14.5.1955, η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης υπέγραψαν στη Βαρσοβία το Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας, που έμεινε γνωστό ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας, που ήταν αμυντικό μέσο. Εξυπηρετούσε την ασφάλεια των σοσιαλιστικών κρατών και τη διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο. «Περιείχε το ουτοπικό στοιχείο να είναι ανοιχτό στην προσχώρηση νέων κρατών, ανεξάρτητα από το κοινωνικό τους σύστημα, και να αυτοκαταργηθεί σε περίπτωση δημιουργίας συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη.» [36]

Η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στις «Αδέσμευτες Χώρες»

Ξεχωριστά πρέπει κανείς να δει το γεγονός ότι από την ΕΣΣΔ υπερτιμήθηκε και ο ρόλος των λεγόμενων Αδέσμευτων Χωρών. Το Κόμμα μας έχει εκτιμήσει πως ήταν λαθεμένη και χωρίς βάση η προσδοκία και ο στόχος να συσπειρωθούν σε σταθερή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση οι «εθνικές» αστικές τάξεις των χωρών αυτών, όπως επιδιώχτηκε από τη Σοβιετική Ένωση και άλλα κράτη. Η μεσοπρόθεσμη μη ένταξη πολλών νέων κρατών σε διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς οφειλόταν κυρίως στις ανάγκες των «εθνικών» αστικών τους τάξεων να ενισχύσουν τις θέσεις τους, σε συνδυασμό με τον τότε συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών αυτών και διεθνώς.

Αναμφίβολα, η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας αποτέλεσε για τις αποικιοκρατούμενες χώρες μια πρώτη και βασική προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις η βιομηχανική τους ανάπτυξη στηρίχτηκε από τις επωφελείς οικονομικές τους σχέσεις με την ΕΣΣΔ και άλλες χώρες του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ). Ωστόσο αυτή η ανάπτυξη συνεπαγόταν και ενίσχυση των εγχώριων αστικών δυνάμεων, επομένως και όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό αυτών των χωρών και πάλη για τη μελλοντική τους ένταξη σε ένα από τα δύο αντίπαλα κοινωνικοοικονομικά συστήματα.

Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη διαμόρφωσαν πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης των νέων καθεστώτων, των λεγόμενων Αδέσμευτων Χωρών, με στόχο να μην ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις του σοσιαλιστικού προσανατολισμού.

Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις οδήγησαν γρήγορα σε ισχυροποίηση των εγχώριων αντιδραστικών δυνάμεων. Δεν έγινε έγκαιρη και αποτελεσματική εκτίμηση της νέας κατάστασης από την ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Έτσι, λοιπόν, η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης ν’ αναπτύξει οικονομικές σχέσεις, ακόμη και συμμαχίες, με κάποια καπιταλιστικά κράτη, ενάντια σε ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν θεμιτή, κατανοητή, αφού αδυνάτιζε το ενιαίο μέτωπο των ιμπεριαλιστών, αποσπούσε από αυτό δυνάμεις, έστω προσωρινά, χρησιμοποιούσε αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η συγκυριακή (κρατική) επιλογή της ΕΣΣΔ, που εκδηλωνόταν σε οικονομικό, διπλωματικό ή άλλο επίπεδο με ορισμένες χώρες, αναγόταν σε αρχή, θεωρητικοποιήθηκε και μάλιστα γινόταν λόγος για το λεγόμενο «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης» σε αυτές τις χώρες, που συνδεόταν με την αντίληψη περί «ειρηνικού περάσματος», και οδήγησε τις κομμουνιστικές δυνάμεις, επομένως και το εργατικό κίνημα, να γίνουν ουρά αστικών δυνάμεων.

Στην πράξη «οι σοβιετικές διπλωματικές και διαπραγματευτικές κινήσεις, αλλά και η στάση απέναντι σε άλλα ΚΚ δεν ήταν απαλλαγμένες από το πρόβλημα ιδεολογικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Δηλαδή θεωρητικοποιήθηκαν στρατηγικά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, πρόβλημα που επίδρασε αρνητικά στην εξέλιξη του διεθνούς ταξικού αγώνα για τη νίκη του σοσιαλισμού» [37].

Για τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της ΕΣΣΔ

Μεγάλο ζήτημα με πολλές προεκτάσεις είναι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της ΕΣΣΔ, τόσο με τις χώρες του ΣΟΑ όσο και η επιδίωξη διαμόρφωσης αμοιβαία επωφελών διακρατικών οικονομικών σχέσεων και με τις καπιταλιστικές οικονομίες. Το ζήτημα αυτό απαιτεί παραπέρα βαθύτερη μελέτη, ωστόσο εδώ μπορούμε να σημειώσουμε πως στη συζήτηση για το εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας, το 1941, τονιζόταν από τον Στάλιν πως θα πρέπει «να σχεδιαστεί η οικονομία έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αυτοτέλεια της λαϊκής οικονομίας, ώστε η οικονομία μας να μη μετατραπεί σε εξάρτημα των καπιταλιστικών χωρών. Είναι στο χέρι μας να μη γίνουμε εξάρτημα της καπιταλιστικής οικονομίας» [38].

Η εξέλιξη δείχνει πως στην πορεία, στο πλαίσιο της «ειρηνικής άμιλλας», της λεγόμενης πολιτικής των «γεφυρών» (OST POLITIK) τα πράγματα πήραν μια άλλη τροπή, που επηρέασε όχι μόνο τη σταθερότητα της σοβιετικής οικονομίας, π.χ., με την απότομη πτώση των παγκόσμιων τιμών πετρελαίου τη δεκαετία του ’70, αλλά και πολιτικές εξελίξεις.

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ ΤΩΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΩΝ

Βεβαίως, τα παραπάνω λάθη, παρεκκλίσεις, κακοί υπολογισμοί, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να σβήσουν τη θετική συμβολή της ΕΣΣΔ, τη διεθνιστική της βοήθεια στους λαούς.

Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, το ΚΚΕ, αντιμετωπίζοντας με κριτική ματιά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα, απορρίπτει τόσο την εξιδανίκευσή της όσο και τη συκοφαντική επίθεση, που γίνεται σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο από αστικές δυνάμεις όσο και από δυνάμεις του οπορτουνισμού, που στο πρόσφατο παρελθόν στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής επιδίωκαν ακόμη και την απαράδεκτη κι ανιστόρητη ταύτιση της διεθνιστικής βοήθειας που έδινε η ΕΣΣΔ σε άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα και λαϊκά κι επαναστατικά κινήματα με τις επεμβάσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε άλλες χώρες, μιλώντας δήθεν για «σοσιαλιμπεριαλισμό». Τέτοιες κατηγορίες, οι οποίες αποτελούσαν κι αποτελούν «νερό στο μύλο» της Αντίδρασης, τις απηύθυναν κατά της ΕΣΣΔ τα μικροαστικά οπορτουνιστικά ιδεολογικά ρεύματα του τροτσκισμού, του «ευρωκομμουνισμού», του «μαοϊσμού», που είχαν υποχωρήσει από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως «αποτελεί υποχρέωση του σοσιαλιστικού κράτους η ανοιχτή υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων άλλων χωρών». [39]

Τέτοιες, οπορτουνιστικές, αλλά κι άλλες, αστικές αντιλήψεις κατηγορούσαν την ΕΣΣΔ ότι «υπεράσπιζε το κρατικό συμφέρον της, σε βάρος του ταξικού» στις διάφορες χώρες του πλανήτη. Όμως, όπως έχει εκτιμήσει το Κόμμα μας, η αρχή του προλεταριακού διεθνισμού «δε διαχωρίζεται από το σοσιαλιστικό κρατικό συμφέρον, από το ταξικό συμφέρον της εργατικής τάξης σε καθεμιά χώρα (...). Ο παραπάνω διαχωρισμός συνειδητά παραγνωρίζει το γενικό συμφέρον της διεθνούς εργατικής τάξης, από το οποίο προκύπτουν κοινοί στόχοι για τα επιμέρους τμήματα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, τμήμα του οποίου ήταν και το ΚΚΣΕ, ως η ισχυρότερη μάλιστα συνιστώσα του». [40]

Γίνεται φανερό πως η κριτική προσέγγιση του ΚΚΕ προς την ΕΣΣΔ και την εξωτερική πολιτική της συμβάλλει στη βαθύτερη μελέτη ζητημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και έχει ισχυρό μέτωπο με τις προσεγγίσεις αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Το ΚΚΕ σέβεται και τιμά τη συνεισφορά της μπολσεβίκικης επανάστασης, του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, κι επιδιώκει τη μελέτη και την άντληση συμπερασμάτων τόσο από τις θετικές πλευρές όσο και από τα λάθη και τις αδυναμίες που αυτό είχε. Στη βάση μιας τέτοιας προσέγγισης εκτιμάμε και πιστεύουμε πως πρέπει να καταγραφεί ως σημαντικό συμπέρασμα πως «τα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής ενός σοσιαλιστικού κράτους σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να θεωρητικοποιούνται, να ιδεολογικοποιούνται, να γίνονται στοιχεία της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ούτε από την πλευρά της ΕΣΣΔ, ούτε από την πλευρά των ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών». [41]

Σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα σε όλες τις χώρες καλείται να μελετήσει αυτές τις πλευρές, να ανταλλάξει απόψεις γύρω από αυτές, να διεξάγει συντροφική συζήτηση. Θεωρούμε πως σε αυτήν την κατεύθυνση θα ενισχυθεί η ταξική πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.


[1] Β. Ι. Λένιν, «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού», Άπαντα, τόμ. 35, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 222.

[2] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1939-1949, τόμ. Β2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 497.

[3] Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τα 70χρονα του ΔΣΕ.

[4] Β. Ι. Λένιν, «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 421.

[5] Β. Ι. Λένιν, «Για την επισιτιστική και στρατιωτική κατάσταση», Άπαντα, τόμ. 39, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 126.

[6] Β. Ι. Λένιν, «Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 53-54.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Λόγος στη Σύσκεψη των Προέδρων των Εκτελεστικών Επιτροπών», Άπαντα, τόμ. 41, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 350.

[8] Β. Ι. Λένιν, «Το ΙΧ Συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 40, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 241-242.

[9] Ι. Β. Στάλιν, «Πολιτική λογοδοσία της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στο 15ο Συνέδριό του», «Η αναπτυσσόμενη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εξωτερική θέση της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 324-325.

[10] Ι. Β. Στάλιν, «Το 14ο Συνέδριο του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ, Πολιτικός απολογισμός, 18-31 Δεκέμβρη 1925», Άπαντα, τόμ. 7, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 303, 307-308.

[11] Ι. Β. Στάλιν, «Λόγος στην 5η Συνδιάσκεψη της ΛΟΚΝ της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 9, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 229.

[12] Ι. Β. Στάλιν, «Συνομιλία με εργατικές αντιπροσωπίες του εξωτερικού», 5 Νοέμβρη 1927, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Άπαντα, τόμ. 10, σελ. 244-245.

[13] Ι. Β. Στάλιν, «Πολιτική λογοδοσία της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στο 15ο Συνέδριό του», «Η αναπτυσσόμενη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εξωτερική θέση της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 320.

[14] Ι. Β. Στάλιν, «Πολιτική λογοδοσία της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στο 15ο Συνέδριό του», «Η αναπτυσσόμενη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εξωτερική θέση της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 335.

[15] Ι. Β. Στάλιν, «Πολιτική λογοδοσία της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στο 15ο Συνέδριό του», «Η αναπτυσσόμενη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εξωτερική θέση της ΕΣΣΔ», Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 336-337.

[16] Ι. Β. Στάλιν, «Τα αποτελέσματα της Ολομέλειας του Ιούλη της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 11, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 241.

[17] Ι. Β. Στάλιν, «Συνέντευξη με τον ανταποκριτή της Νιου Γιορκ Τάιμς», Άπαντα, τόμ. 13, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 327-328.

[18] Ι. Β. Στάλιν, «Απολογισμός στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος, για τη δουλειά της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.), 19.3.1939», Άπαντα, τόμ. 14, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 376.

[19] Ό.π., σελ. 379.

[20] Ι. Β. Στάλιν, «Απολογισμός στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος, για τη δουλειά της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.), 19.3.1939», Άπαντα, τόμ. 14, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 379-380.

[21] Ι. Β. Στάλιν, «Η 27η επέτειος της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης», Άπαντα, τόμ. 15, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 236.

[22] Ι. Β. Στάλιν, «Συζήτηση με ανταποκριτή της Πράβντα», Άπαντα, τόμ. 16, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 241-243.

[23] Ι. Β. Στάλιν, «Συζήτηση με ανταποκριτή της Πράβντα», Άπαντα, τόμ. 16, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 244.

[24] Ι. Β. Στάλιν, «Ο διεθνής χαρακτήρας της Οκτωβριανής Επανάστασης - Στα δεκάχρονα του Οκτώβρη», Άπαντα, τόμ. 10, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 286.

[25] Απόφαση του 18ου Συνεδρίου στο δεύτερο θέμα. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό.

[26] Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τα 100χρονα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.

[27] Β. Ι. Λένιν, «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 421.

[28] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 94.

[29] Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό.

[30] Α. Γκρομίκο - Μπ. Πονομαριόφ, Η ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, τόμ. 2, περίοδος 1945-1985, σελ. 294-295.

[31] Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό.

[32] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 93.

[33] Α. Γκρομίκο - Μπ. Πονομαριόφ, Η ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, τόμ. 2, περίοδος 1945-1985, σελ. 218.

[34] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 94.

[35] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1939-1949, τόμ. Β2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 32.

[36] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1967, τόμ. Γ1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 106.

[37] ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2020.

[38] Ι. Β. Στάλιν, «Συζήτηση για το εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας, 29 Γενάρη 1941», Άπαντα, τόμ. 15 (ρωσική έκδοση), σελ. 6.

[39] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 94.

[40] Ό.π., σελ. 97.

[41] ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2020.