Αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης η σχέση της ΕΣΣΔ με τις διάφορες διεθνείς οργανώσεις, ωστόσο έχει σημασία να εστιάσουμε, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, στις δύο βασικές παγκόσμιες οργανώσεις που γνώρισε η ανθρωπότητα (την Κοινωνία των Εθνών και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) και στη στάση της ΕΣΣΔ, του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο απέναντι σ’ αυτές τις οργανώσεις.
Μετά από τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι νικητήριες δυνάμεις, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν το «status quo» και να συνεχίσουν το μοίρασμα των εδαφών και των αγορών προς όφελός τους, καθώς και να εμποδίσουν την ανάπτυξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος και της αίγλης που ασκούσε στους λαούς η Σοβιετική Ρωσία, ίδρυσαν το 1919 την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), που έδρασε έως το 1939, ενώ διαλύθηκε και τυπικά το 1946. Βεβαίως η ΚτΕ, όπως όλες οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, έδρασε στο όνομα της «διατήρησης της ειρήνης», της «εδραίωσης της ασφάλειας», της επίλυσης των διαφορών με ειρηνικά και διπλωματικά μέσα.
Ο Λένιν, στο Πρόγραμμα του ΚΚΡ (Μπ.), αποκάλυπτε τους πραγματικούς λόγους εμφάνισής της: «Η αυξανόμενη πίεση από μέρους του προλεταριάτου, και ιδιαίτερα οι νίκες του σε μερικές χώρες, δυναμώνουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών και προκαλούν από την πλευρά τους τη δημιουργία νέων μορφών διεθνούς ένωσης των καπιταλιστών (Κοινωνία των Εθνών κλπ.) που, οργανώνοντας σε παγκόσμια κλίμακα τη συστηματική εκμετάλλευση όλων των λαών της Γης, κατευθύνουν τις βασικές τους προσπάθειες στην άμεση κατάπνιξη των επαναστατικών κινημάτων του προλεταριάτου όλων των χωρών.» [4]
Η ΚτΕ έδειξε γρήγορα τα «δόντια» της στη νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας απροκάλυπτα την αντεπανάσταση και βέβαια τις 14 χώρες που προσπάθησαν με στρατιωτική επίθεση να καταπνίξουν τη Ρωσική Επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν, με τον καυστικό τρόπο του, δεν άφησε ασχολίαστη αυτήν την υποστήριξη: «Τελευταία πήρατε την απόφαση ότι η παγκόσμια Κοινωνία των Εθνών των κρατών της Συνεννόησης αναγνωρίζει τον Κολτσάκ σαν τη μόνη νόμιμη ρωσική κυβέρνηση. Και ύστερα απ’ αυτό οι φτέρνες τού Κολτσάκ έπιασαν τις πλάτες.» [5]
Ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης καυτηρίαζε ταυτόχρονα και εκείνες τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας που υποστήριζαν ανοιχτά την ΚτΕ: «Η βασική μορφή του οπορτουνισμού ήταν ο σοσιαλσοβινισμός, δηλαδή η υποστήριξη της “υπεράσπισης της πατρίδας”, που στην πραγματικότητα μέσα σε έναν τέτοιο πόλεμο ισοδυναμούσε με την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της “δικής τους” αστικής τάξης. Ύστερα από τον πόλεμο η υπεράσπιση της ληστρικής “Κοινωνίας των Εθνών”, η υπεράσπιση των άμεσων ή έμμεσων συμμαχιών με την ντόπια αστική τάξη ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο και το “σοβιετικό” κίνημα, η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού ενάντια στη “σοβιετική εξουσία” –αυτές ήταν οι κυριότερες εκδηλώσεις των απαράδεκτων και προδοτικών συμβιβασμών…» [6]
Ο Λένιν διέκρινε τις σοβαρές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που κυοφορούσε αυτή η λυκοσυμμαχία, ακόμη και στη μελλοντική στάση της απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία: «Σε κάθε βήμα αποδείχνεται πως τα συμφέροντα των συστατικών μερών αυτής της Κοινωνίας των Εθνών είναι αλληλοσυγκρουόμενα. (…) Φάνηκε ότι δεν υπάρχει Κοινωνία των Εθνών, πως η ένωση των καπιταλιστικών δυνάμεων είναι μία απλή απάτη και πως στην πραγματικότητα είναι Ένωση σκυλόψαρων, που το καθένα προσπαθεί κάτι να αρπάξει από το άλλο.» [7]
Ο Λένιν προέβλεψε πολύ πριν την κατάρρευση της ΚτΕ την εξέλιξη αυτού του «μεγάλου ενιαίου οργανισμού όλων των προηγμένων εθνών του κόσμου», όπως τον χαρακτήριζε περιπαιχτικά: «Η ενότητα αυτή είναι απλή φενάκη, καθαρή απάτη, φανερή ψευτιά. Και είδαμε ότι η περιβόητη “Κοινωνία των Εθνών” –και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα– που προσπάθησε να μοιράσει δικαιώματα κηδεμονίας κρατών, να μοιράσει τον κόσμο, είδαμε ότι η περιβόητη αυτή ένωση αποδείχτηκε σαπουνόφουσκα που έσκασε αμέσως, γιατί την στήριζαν πάνω στην καπιταλιστική ιδιοκτησία.» [8]
Η Σοβιετική Ρωσία, σε συνθήκες αποκλεισμού της, καθόρισε με σαφήνεια τη βασική γραμμή των διεθνών της σχέσεων. Από τη μια τη μεγαλύτερη δυνατή εμπορική, οικονομική και πολιτική συνεργασία με τα καπιταλιστικά κράτη με στόχο να σπάσει η απομόνωσή της, κι από την άλλη τη σταθερή υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όπως έδειξε και η συμμετοχή της στη διεθνή οικονομική συνδιάσκεψη στη Γένοβα (1922), η Σοβιετική Ρωσία επιδίωξε και πέτυχε να επωφεληθεί από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που υπήρχαν σε ό,τι αφορούσε τη στάση απέναντί της. Στο αίτημα των ξένων κρατών-δανειστών να καταβάλει όλα τα χρέη της τσαρικής και Προσωρινής Κυβέρνησης (18,5 δισεκατομμύρια χρυσά ρούβλια), αντιπαράβαλε το αίτημα της καταβολής αποζημίωσης για τις καταστροφές που προκάλεσε η ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση (39 δισεκατομμύρια χρυσά ρούβλια). Επίσης, κάνοντας έναν ελιγμό, δέχτηκε την ταυτόχρονη και αμοιβαία παραγραφή των απαιτήσεων των πλευρών, με αντάλλαγμα την αποκατάσταση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων, σπάζοντας έτσι το «ενιαίο μέτωπο» κατά της ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, όχι μόνο στη Γένοβα, αλλά και αργότερα σε διάφορες επιτροπές της ΚτΕ για τον αφοπλισμό, στις οποίες η ΕΣΣΔ πήρε μέρος παρά το ότι δεν ήταν μέλος της ΚτΕ, πρόβαλε τη θέση του άμεσου και πλήρους αφοπλισμού, αποκαλύπτοντας το ρόλο της ΚτΕ: «Ή ας πάρουμε, λόγου χάρη, τις προτάσεις της σοβιετικής αντιπροσωπίας στη Γενεύη, που έγιναν τελευταία πάνω στο ζήτημα του πραγματικού (κι όχι του διακοσμητικού) αφοπλισμού. Πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι η ειλικρινής και τίμια διακήρυξη του συντρόφου Λιτβίνοφ για γενικό αφοπλισμό αποσβόλωσε την Κοινωνία των Εθνών και ήταν γι’ αυτήν κάτι το “εντελώς αναπάντεχο”; Μήπως το γεγονός αυτό δε δείχνει ότι η Κοινωνία των Εθνών δεν είναι όργανο ειρήνης και αφοπλισμού, αλλά όργανο συγκάλυψης των νέων εξοπλισμών και προετοιμασίας νέων πολέμων;» [9]
Ο Στάλιν, αναφερόμενος στην αύξηση των εξοπλισμών (1925), χαρακτήρισε την ιμπεριαλιστική ειρήνη ως «ένοπλη ειρήνη», κρίνοντας το ρόλο της ΚτΕ και της Β΄ Διεθνούς: «Ορίστε λοιπόν ένα παράδειγμα για τη χωρίς προηγούμενο υποκρισία της αστικής διπλωματίας, όπου με θόρυβο και τραγούδια για την ειρήνη προσπαθούν να κρύψουν την προετοιμασία του νέου πολέμου (…). Τι έκαναν η Κοινωνία των Εθνών και η 2η Διεθνής για να σταματήσουν τη λυσσασμένη αύξηση των εξοπλισμών; Μήπως δεν ξέρουν πως όταν αυξάνονται οι εξοπλισμοί “τα κανόνια αρχίζουν να βάλλουν μόνα τους”; Μην περιμένετε απάντηση από την Κοινωνία των Εθνών και τη 2η Διεθνή. Εδώ το ζήτημα είναι ότι η πάλη των συμφερόντων ανάμεσα στις νικήτριες χώρες αναπτύσσεται και δυναμώνει, ότι η σύγκρουση ανάμεσά τους γίνεται αναπόφευκτη και ότι αυτές προβλέποντας ένα νέο πόλεμο εξοπλίζονται με όλες τους τις δυνάμεις, με όλα τα μέσα. Δε θα υπερβάλω τα πράγματα, αν πω ότι απ’ αυτήν την άποψη δεν έχουμε να κάνουμε με φιλική ειρήνη ανάμεσα στις νικήτριες χώρες, αλλά με ένοπλη ειρήνη, με κατάσταση ένοπλης ειρήνης που εγκυμονεί πόλεμο. Αυτά που γίνονται τώρα στις νικήτριες χώρες μάς θυμίζουν πολύ την κατάσταση που υπήρχε πριν τον πόλεμο του 1914 –μία κατάσταση ένοπλης ειρήνης.
Οι κυβερνήτες της Ευρώπης προσπαθούν τώρα να κρύψουν αυτό το γεγονός με το θόρυβο για τον πασιφισμό. Μα είπα κιόλας τι αξίζει αυτός ο πασιφισμός και ποια τιμή μπορεί να του οριστεί. Οι μπολσεβίκοι ζητούν τον αφοπλισμό ακόμα από τον καιρό της Γένουας. Γιατί η 2η Διεθνής και οι άλλοι που φλυαρούν για πασιφισμό δεν υποστηρίζουν την πρότασή μας;» [10]
Λίγο αργότερα (1927), αναφερόμενος στο βομβαρδισμό του Νανκίν (Κίνα) από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, σημείωνε σχετικά: «Στην Κοινωνία των Εθνών δόθηκε ακόμα ένα χαστούκι. Γιατί, ποιος άλλος, εκτός από τους λακέδες του ιμπεριαλισμού, μπορεί να θεωρήσει “φυσιολογικό” το γεγονός ότι ένα από τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών βομβαρδίζει τον πληθυσμό ενός άλλου μέλους της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ η ίδια η Κοινωνία των Εθνών είναι υποχρεωμένη να σωπαίνει, θεωρώντας ότι αυτό δεν την αφορά;» [11]
Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ διευκρίνιζε ταυτόχρονα γιατί η ΕΣΣΔ δε γινόταν μέλος της ΚτΕ: «Η Σοβιετική Ένωση δεν είναι μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί πρώτ’ απ’ όλα δε θέλει να αναλάβει ευθύνη για την ιμπεριαλιστική πολιτική της Κοινωνίας των Εθνών, για τις “εντολές” που παραχωρεί η Κοινωνία των Εθνών με σκοπό την εκμετάλλευση και την καταπίεση των αποικιακών χωρών. Η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί είναι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενάντια στην καταπίεση των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών.
Δεύτερο, η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών γιατί δε θέλει να αναλάβει ευθύνη για τις πολεμικές προετοιμασίες, για την αύξηση των εξοπλισμών, για τις νέες πολεμικές συμμαχίες κλπ. που καλύπτονται και καθαγιάζονται από την Κοινωνία των Εθνών και που δεν μπορούν να μην οδηγήσουν σε καινούργιους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Η Σοβιετική Ένωση δε συμμετέχει στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί είναι ολοκληρωτικά ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. (…) Στις σημερινές συνθήκες η Κοινωνία των Εθνών είναι “εντευκτήριο” των ιμπεριαλιστών μεγαλοκαρχαριών που κανονίζουν τις δουλειές τους στα παρασκήνια. Όσα λένε επίσημα στην Κοινωνία των Εθνών είναι κούφια φλυαρία, προορισμένη να εξαπατήσει το λαό. Και όσα κάνουν ανεπίσημα οι ιμπεριαλιστές μεγαλοκαρχαρίες στα παρασκήνια της Κοινωνίας των Εθνών είναι οι πραγματικές ιμπεριαλιστικές δουλειές, που τις κρύβουν φαρισαϊκά οι μεγαλόστομοι ρήτορες της Κοινωνίας των Εθνών.» [12]
Ο Στάλιν έδειξε τις βαθύτερες οικονομικές αιτίες των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΚτΕ: «Η οικονομική διάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνώντο 1927, που έβαζε για σκοπό της τη “συνένωση των οικονομικών συμφερόντων” των κεφαλαιοκρατικών χωρών, επίσης ναυάγησε. Ο ειρηνικός δρόμος λύσης του προβλήματος των αγορών παραμένει κλειστός για τον καπιταλισμό. Απομένει μία και μόνη “διέξοδος” για τον καπιταλισμό: Το νέο μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής με τη βία, με στρατιωτικές συγκρούσεις, με νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.» [13]
Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ επιδίωκε να αποτρέψει το ενιαίο μέτωπο των ιμπεριαλιστών απέναντι στην ΕΣΣΔ, αξιοποιώντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ο Στάλιν σημείωνε την αντίθεση συμφερόντων στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών, το ολικό συμφέρον μερικών χωρών για τη διατήρηση οικονομικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ, την αντίδραση της εργατικής τάξης της Ευρώπης, το φόβο των ιμπεριαλιστών μήπως εξαπολύσουν την επανάσταση στο ίδιο το σπίτι τους σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ. Παράλληλα πρόσθετε πως αυτό δε σήμαινε ότι η Αγγλία θα εγκατέλειπε τις προσπάθειές της για την οργάνωση ενιαίου μετώπου κατά της ΕΣΣΔ, ότι δε θα κατόρθωνε να οργανώσει ένα τέτοιο μέτωπο. Η απειλή πολέμου εξακολουθούσε να υπάρχει παρά τις προσωρινές αποτυχίες της Αγγλίας.
Ο Στάλιν επισήμαινε: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα λόγια του Λένιν ότι στο έργο της οικοδόμησης πάρα πολλά εξαρτιούνται από το αν θα κατορθώσουμε να καθυστερήσουμε τον πόλεμομε τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο, που είναι αναπόφευκτος, που όμως μπορούμε να τον καθυστερήσουμε είτε ως τη στιγμή που θα ωριμάσει η προλεταριακή επανάσταση στην Ευρώπη, είτε ως τη στιγμή που θα ωριμάσουν πέρα για πέρα οι αποικιακές επαναστάσεις, είτε, τέλος, ως τη στιγμή που οι κεφαλαιοκράτες θα αρπαχτούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των αποικιών.
Γι’ αυτό η διατήρηση ειρηνικών σχέσεων με τις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι για μας επιτακτικό καθήκον.» [14]
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, που χαρακτηριζόταν από την επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τις καπιταλιστικές χώρες, διακήρυσσε ταυτόχρονα και την προώθηση στόχων για την ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, όπως η πάλη:
α) Για την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο.
β) Για τη στερέωση των επαναστατικών συνδικάτων και του ενιαίου μετώπου των εργατών ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου.
γ) Για τη στερέωση της φιλίας ανάμεσα στην εργατική τάξη της ΕΣΣΔ και την εργατική τάξη των κεφαλαιοκρατικών χωρών.
δ) Για το δυνάμωμα της συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη της ΕΣΣΔ και το απελευθερωτικό κίνημα των αποικιακών και εξαρτημένων χωρών. [15]
Παράλληλα ανέπτυσσε ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στον αστικό πασιφισμό με την Κοινωνία των Εθνών, με το κήρυγμά του για «ειρήνη», με την «απαγόρευση» του πολέμου, με τη φλυαρία για «αφοπλισμό»: «Υπάρχουν αφελείς που νομίζουν πως, εφόσον υπάρχει ιμπεριαλιστικός πασιφισμός, αυτό σημαίνει ότι δε θα γίνει πόλεμος. Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Απεναντίας, όποιος θέλει να βρει την αλήθεια, πρέπει ν’ αναποδογυρίσει αυτήν τη θέση και να πει: Μια και ανθίζει ο ιμπεριαλιστικός πασιφισμός με την Κοινωνία των Εθνών του, σίγουρα θα γίνουν νέοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις. Και το πιο σπουδαίο σε όλ’ αυτά είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί τον κυριότερο φορέα του ιμπεριαλιστικού πασιφισμού στην εργατική τάξη, συνεπώς είναι το βασικό στήριγμα του καπιταλισμού στην εργατική τάξη για την προετοιμασία νέων πολέμων και επεμβάσεων.» [16]
Μετά από την αποχώρηση της Ιαπωνίας (Μάρτης 1933) και της Γερμανίας (Οκτώβρης 1933) από την ΚτΕ, 30 κράτη-μέλη της ΚτΕ, με επικεφαλής τη Γαλλία, απηύθυναν πρόσκληση στην ΕΣΣΔ για να γίνει μέλος της ΚτΕ. Η ΕΣΣΔ επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την ένταξη στην ΚτΕ, ώστε να πετύχει το βασικό καθήκον που είχε θέσει, δηλαδή να εμποδίσει τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μπλοκ των ιμπεριαλιστών εναντίον της.
Ο Στάλιν, απαντώντας σε ερώτηση Αμερικανού δημοσιογράφου για το αν παραμένει αρνητική η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην ΚτΕ, διευκρίνιζε: «Όχι, δεν είναι πάντοτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σεις μάλλον δεν καταλαβαίνετε ακριβώς την άποψή μας. Παρά την αποχώρηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας από την Κοινωνία των Εθνών –ή, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό– η Κοινωνία των Εθνών μπορεί να γίνει ένας κάποιος παράγοντας που να φρενάρει το ξέσπασμα πολεμικών επιχειρήσεων ή να τις εμποδίσει. Αν είναι έτσι, αν η Κοινωνία των Εθνών κατορθώσει να γίνει ένα εμπόδιο στο δρόμο και δυσκολέψει έστω και λίγο την υπόθεση του πολέμου και διευκολύνει ως ένα βαθμό την υπόθεση της ειρήνης, τότε δεν είμαστε ενάντια στην Κοινωνία των Εθνών. Και, αν αυτή θα είναι η πορεία των ιστορικών γεγονότων, τότε δεν αποκλείεται να υποστηρίξουμε την Κοινωνία των Εθνών, παρά τις κολοσσιαίες ελλείψεις της.» [17]
Έτσι η ΕΣΣΔ, αποδεχόμενη την πρόσκληση, κατέλαβε μόνιμη θέση στο Συμβούλιο της ΚτΕ, επιδιώκοντας μετά από την αποχώρηση των δύο παραπάνω χωρών να εμποδίσει όσο μπορούσε την εκδήλωση του πολέμου. Ωστόσο, η σοβιετική κυβέρνηση προειδοποίησε πως δεν αναλάμβανε καμία δέσμευση σε ό,τι αφορούσε αποφάσεις και Σύμφωνα της ΚτΕ που πραγματοποιήθηκαν πριν η ΕΣΣΔ γίνει μέλος της ΚτΕ.
Λίγο πριν και την ουσιαστική παύση της λειτουργίας της ΚτΕ, η ΕΣΣΔ διαγράφτηκε από μέλος της το 1939, γιατί απάντησε στις στρατιωτικές προκλήσεις της Φινλανδίας. Εκείνα τα χρόνια ο φασιστικός άξονας (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) με σειρά πολεμικών επιχειρήσεων ανέτρεπε όλο το «σκηνικό» που είχε στηθεί μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σοβιετική ηγεσία εκτιμούσε πως πλέον «ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έγινε γεγονός». [18]
Ταυτόχρονα έβλεπε πολύ νωρίς πως για τις συνεχείς υποχωρήσεις των «δυτικών δημοκρατιών» προς τους φασίστες υπήρχαν δύο αιτίες: Φοβούνταν ότι ένας δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος μπορεί να οδηγούσε επίσης στη νίκη της επανάστασης σε μία ή σε μερικές χώρες [19], αλλά ταυτόχρονα επιδίωκαν οι «δυτικές δημοκρατίες» να στρέψουν τις φασιστικές χώρες κατά της ΕΣΣΔ: «Στην πολιτική της μη ανάμιξης διαφαίνεται η επιδίωξη, η επιθυμία να μην εμποδιστούν οι εισβολείς να πραγματοποιήσουν το σκοτεινό τους έργο, να μην εμποδιστεί, ας πούμε, η Ιαπωνία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα, και, ακόμα καλύτερα, με τη Σοβιετική Ένωση, να μην εμποδιστεί, ας πούμε η Γερμανία να μπερδεύεται στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, να αφεθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στον πόλεμο να χωθούν βαθιά στο βούρκο του πολέμου, να ενθαρρύνονται στα κρυφά, να αφεθούν να εξασθενήσουν και να αλληλοεξαντληθούν και μετά, όταν εξασθενήσουν αρκετά, να εμφανιστούν στη σκηνή με φρέσκες δυνάμεις, να εμφανιστούν, φυσικά, “για το συμφέρον της ειρήνης” και να υπαγορεύσουν στους εξασθενημένους εμπόλεμους τους όρους τους.» [20]
Έτσι βασικός στόχος της ΕΣΣΔ ήταν να ελιχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτύχουν τα παραπάνω σχέδια, κάτι που –όπως σημειώσαμε– το πέτυχε με το Σύμφωνο μη επίθεσης (1939), γνωστό και ως Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ, το οποίο υπογράφτηκε μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου (1938) μεταξύ Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, που προέβλεπε το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας και την προσάρτηση εδαφών της στο Γερμανικό Ράιχ.
Ο ΟΗΕ ιδρύθηκε το 1945 και απεικόνιζε μια νέα πραγματικότητα ως προς το συσχετισμό των δυνάμεων, με αναβαθμισμένη τη θέση της ΕΣΣΔ, λόγω του ρόλου της στην τελική έκβαση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος του πολέμου έπαιρνε άλλες διαστάσεις λόγω της εμφάνισης των ατομικών όπλων.
Το 1944 ο Στάλιν ανέπτυξε τις εξής θέσεις: «Για το σκοπό αυτό, εκτός από τον πλήρη αφοπλισμό των επιτιθέμενων εθνών, υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να δημιουργηθεί ένας ειδικός οργανισμός υπεράσπισης της ειρήνης και διασφάλισης της ασφάλειας από εκπροσώπους των ειρηνόφιλων εθνών, να δοθεί στη διάθεση του καθοδηγητικού οργάνου αυτού του οργανισμού ένας ελάχιστος αναγκαίος αριθμός ένοπλων δυνάμεων, απαραίτητος για την αποσόβηση της επίθεσης, και να υποχρεωθεί αυτός ο οργανισμός σε περίπτωση ανάγκης να χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση αυτές τις ένοπλες δυνάμεις για την αποτροπή ή την εκμηδένιση της επίθεσης και την τιμωρία των υπαίτιων της επίθεσης. […] Μπορούμε να υπολογίζουμε ότι οι ενέργειες αυτού του διεθνούς οργανισμού θα είναι αρκετά αποτελεσματικές; Θα είναι αποτελεσματικές, αν οι μεγάλες δυνάμεις που σήκωσαν στους ώμους τους το κύριο βάρος του πολέμου ενάντια στη χιτλερική Γερμανία θα δρουν και στο εξής με πνεύμα ομοθυμίας και συναίνεσης. Δε θα είναι αποτελεσματικές, αν αθετηθεί αυτός ο απαραίτητος όρος.» [21]
Οι παραπάνω δηλώσεις περιέχουν στοιχεία υποτίμησης του επιθετικού χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, όπως αποδείχτηκε και στη συνέχεια. Βέβαια, επίδρασε ότι έγιναν σε ιστορικές συνθήκες όπου κυριαρχούσε σκληρός ανταγωνισμός για το πλεονέκτημα στην κατασκευή του ατομικού όπλου. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, οι ΗΠΑ προπορεύτηκαν. Το 1945 το χρησιμοποίησαν κατά της Ιαπωνίας, με πραγματικό στόχο βέβαια την τρομοκράτηση της ΕΣΣΔ, που απέκτησε αυτό το όπλο μόλις το 1949, δημιουργώντας τότε τη λεγόμενη «πυρηνική ισορροπία», που έδρασε για δεκαετίες αποτρεπτικά σε μια νέα ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον της.
Με όρους πολέμου, με συμβατικά όπλα, πολύ γρήγορα φάνηκε ότι ο χαρακτήρας του ΟΗΕ ήταν ανάλογος με εκείνο της ΚτΕ. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πριν το 1955, χρησιμοποίησαν τον ΟΗΕ στα σχέδιά τους, π.χ., κατά της ΛΔ της Κίνας, στον πόλεμο της Κορέας (1950), ενώ επιδίωξαν να καταργήσουν και το δικαίωμα του βέτο που είχε η ΕΣΣΔ στο ΣΑ του ΟΗΕ, απέρριπταν διάφορες προτάσεις της ΕΣΣΔ που αφορούσαν τον αφοπλισμό.
Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ καταδίκαζε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην Κίνα και στην Κορέα και ανέλυσε ως εξής τις αποφάσεις μέσα στον ΟΗΕ: «Την εκτιμώ (σ.τ.μ.: τη χρησιμοποίηση του ΟΗΕ κατά της ΛΔ της Κίνας και της Κορέας) ως μια επονείδιστη απόφαση. Πράγματι, πρέπει να χάσει κανείς τα τελευταία ίχνη συνείδησης για να ισχυρίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που έχουν καταλάβει κινεζικό έδαφος, το νησί Ταϊβάν, και εισέβαλαν στην Κορέα στα σύνορα της Κίνας, είναι η αμυνόμενη πλευρά και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που υπερασπίζεται τα σύνορά της και προσπαθεί να επανακτήσει το αρπαγμένο από τους Αμερικανούς νησί Ταϊβάν, είναι ο επιτιθέμενος.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, που ιδρύθηκε ως προμαχώνας διατήρησης της ειρήνης, μετατρέπεται σε όργανο του πολέμου, σε μέσο εξαπόλυσης νέου παγκόσμιου πολέμου. Τον επιθετικό πυρήνα του ΟΗΕ αποτελούν δέκα χώρες-μέλη του επιθετικού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Καναδάς, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Δανία, Νορβηγία, Ισλανδία) και είκοσι λατινοαμερικανικές χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή, Κολομβία, Κόστα-Ρίκα, Κούβα, Δομινικανή Δημοκρατία, Ισημερινός, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Αϊτή, Ονδούρα, Μεξικό, Νικαράγουα, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα). Οι εκπρόσωποι αυτών ακριβώς των χωρών αποφασίζουν τώρα στον ΟΗΕ την τύχη του πολέμου και της ειρήνης. Αυτές πέρασαν στον ΟΗΕ την επονείδιστη απόφαση περί επιθετικότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. (…)
Επομένως, μετατρεπόμενος σε εργαλείο επιθετικού πολέμου, ο ΟΗΕ παύει συνάμα να είναι παγκόσμιος οργανισμός ισότιμων εθνών. Στην ουσία ο ΟΗΕ είναι τώρα όχι τόσο ένας παγκόσμιος οργανισμός, όσο ένας οργανισμός που δρα κατ’ απαίτηση του Αμερικανού επιδρομέα. Όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο Καναδάς επιδιώκουν την εξαπόλυση νέου πολέμου, αλλά το δρόμο αυτό ακολουθούν επίσης και είκοσι λατινοαμερικανικές χώρες, οι τσιφλικάδες και οι έμποροι των οποίων διψούν για νέο πόλεμο κάπου στην Ευρώπη ή την Ασία, ώστε να πουλούν στις εμπόλεμες χώρες εμπορεύματα σε πολύ ψηλές τιμές και να κερδίσουν εκατομμύρια απ’ αυτήν την αιματηρή υπόθεση. Δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν το γεγονός ότι οι 20 εκπρόσωποι των είκοσι λατινοαμερικανικών χωρών αποτελούν τώρα την πιο συσπειρωμένη στρατιά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον ΟΗΕ.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ακολουθεί, επομένως, τον άδοξο δρόμο της Κοινωνίας των Εθνών. Έτσι ενταφιάζει το ηθικό κύρος του και καταδικάζει τον εαυτό του σε διάλυση.» [22]
Στην ίδια συνέντευξη στην Πράβντα ο Στάλιν προσδιόριζε ως εξής το χαρακτήρα της πάλης για την ειρήνη: «Πώς θα λήξει αυτή η πάλη των αντιδραστικών και φιλειρηνικών δυνάμεων; Η ειρήνη θα διατηρηθεί και θα εδραιωθεί, αν οι λαοί θα πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της διαφύλαξης της ειρήνης και την υπερασπιστούν μέχρι τέλους. Ο πόλεμος μπορεί να γίνει αναπόφευκτος, αν οι υποκινητές του πολέμου κατορθώσουν να τυλίξουν με το ψέμα τις λαϊκές μάζες, να τις εξαπατήσουν και να τις παρασύρουν σε νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Γι’ αυτό η πλατιά εκστρατεία για τη διαφύλαξη της ειρήνης ως μέσο αποκάλυψης των εγκληματικών μηχανορραφιών των υποκινητών του πολέμου έχει τώρα πρωταρχική σημασία.
Σε ό,τι αφορά τη Σοβιετική Ένωση, θα εφαρμόζει ακλόνητα και στο εξής την πολιτική αποσόβησης του πολέμου και διαφύλαξης της ειρήνης.» [23]
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε πως η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, παρά τις τεράστιες καταστροφές (ανθρώπινες και υλικές) που της προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ισχυροποίησή της, σε συνδυασμό με την παρουσία και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, αποτέλεσαν ισχυρό παράγοντα που επίδρασε στο συσχετισμό δύναμης και είχε αντανάκλαση και στον ΟΗΕ.
Η ΕΣΣΔ, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, άσκησε περίπου 120 φορές το δικαίωμα του βέτο (τις 79 στα 10 πρώτα χρόνια).
Χάρη στην ύπαρξη της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών (από το 1955) καθώς και άλλων χωρών της Αφρικής και της Ασίας, ο ΟΗΕ πήρε μια σειρά σημαντικές, θετικές αποφάσεις σε βάρος των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και δυνάμεων, π.χ., καταδίκη των ενεργειών των ΗΠΑ κατά της Κούβας (1960-1962), για τη Μέση Ανατολή και το Κυπριακό.
Με την πίεση της ΕΣΣΔ εγκρίθηκαν μια σειρά Συμβάσεις και Συνθήκες, αποφάσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών, την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών, το βακτηριολογικό πόλεμο, το Διάστημα.
Βεβαίως, η φύση του ιμπεριαλισμού δεν άλλαξε! Το Διεθνές Δίκαιο και οι αποφάσεις του ήταν αποτέλεσμα του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, όπου και οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν σε ελιγμούς και υποχωρήσεις, αλλά δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τα σχέδιά τους, όπως έδειξαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα, το κυνήγι των εξοπλισμών κ.ά. Υπήρξαν μάλιστα και περιπτώσεις που, παρά τις αντιδράσεις της ΕΣΣΔ, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν στρατεύματα του ΟΗΕ για τα αντιδραστικά τους σχέδια, όπως, π.χ., επί περίπου 3 χρόνια στο Κογκό (1960-1963). Ωστόσο, η απώλεια της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος κάνει σήμερα αισθητή, τόσο στον ΟΗΕ όσο και γενικότερα στις διεθνείς σχέσεις, τη χειροτέρευση του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, που επέφερε η ανατροπή του σοσιαλισμού.