Γυναίκες και εργατικό κίνημα στην Ιταλία


Τμήμα Γυναικών της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος (Ιταλία)

Σε μια εποχή που η παραπληροφόρηση από τα καπιταλιστικά μέσα προσπαθεί να επιβάλλει τον τρόπο σκέψης της άρχουσας τάξης στις μάζες, οι κομμουνιστές πρέπει να υπενθυμίζουμε τον ουσιαστικό και θεμελιώδη ρόλο που έπαιξαν οι αγώνες των προλεταρισσών γυναικών στην επίτευξη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, παράλληλα με τη διεκδίκηση αρχών ισότητας. Η συμβολή των προλεταρισσών γυναικών στους εργατικούς αγώνες ήταν και ιδανική και πρακτική, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την αντιφασιστική Αντίσταση στα εργοστάσια, σε αγροτικές περιοχές και γενικά σε χώρους δουλειάς.

Η εμπειρία των Ιταλίδων προλεταρισσών που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις και στις απεργίες των αγροτών στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, στις μεγάλες εργατικές απεργίες και στους αγώνες κατά την Κόκκινη Διετία (1919-1920), εκείνων των γυναικών που ενστερνίστηκαν την υπόθεση του σοσιαλισμού και το 1921 συνέβαλαν στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας μας του οποίου η συλλογική διδακτική αξία παραμένει υποτιμημένη.

Ως εκ τούτου, το καθήκον μας ως κομμουνιστές δεν είναι να συγκεντρώνουμε ξεχωριστές μνήμες απλώς γι’ αναμνηστικούς λόγους, αλλά να διδαχτούμε από την πείρα των προλεταρισσών και των κομμουνιστριών μέσα στη βασική αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, αξιοποιώντας την σ’ ένα ταξικό πλαίσιο και από συλλογικής άποψης.

Γεννημένη από μια οικογένεια εργατών στο Τορίνο, στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη και μεγαλωμένη στην ταξική και διεθνιστική πάλη, η ζωή της Τερέζα Νότσε είναι εμβληματική. Το 1921 ήταν μία εκ των ιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας και αντιπρόσωπος στην Κομιντέρν. Το διάστημα 1936-1939 πολέμησε στην Ισπανία υπερασπιζόμενη τη Δημοκρατία, έπειτα συνέχισε τον παράνομο αγώνα στην Ιταλία, αλλά αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Γαλλία, όπου ανέλαβε υπεύθυνη του Τμήματος Μεταναστών Εργατών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, συμμετέχοντας σ’ ένοπλες δράσεις της Αντίστασης. Συνελήφθη το 1943, απελάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρουεκ. Μετά από την Απελευθέρωση εξελέγη μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης. Ως γραμματέας του σωματείου εργαζόμενων γυναικών στην κλωστοϋφαντουργία συνέταξε νομοσχέδιο για τη σωματική και οικονομική προστασία των εργαζόμενων μητέρων, που στη δεκαετία του ’70 αποτέλεσε τη βάση της νομοθεσίας για την απασχόληση των γυναικών και την ισότητα μεταξύ γυναικών και αντρών.

Άλλες γυναίκες που υπήρξαν ηγέτιδες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, όπως η Καμίλα Ραβέρα, η Ρίτα Μοντανιάνα (η σύζυγος του Τολιάτι, ιδρύτρια της Ένωσης Ιταλίδων Γυναικών) ή η Αντέλε Φαρατζάνα, είχαν παρόμοιες ζωές, μέσα στην ταξική πάλη, στην παράνομη δράση, στην ένοπλη πάλη και συχνά στις φυλακές και στα βασανιστήρια χωρίς ποτέ να καμφθεί η πολιτική τους δέσμευση στην εργατική τάξη, αλλά και πολλές άλλες λιγότερο γνωστές κομμουνίστριες συνέβαλλαν και συχνά θυσίασαν και τη ζωή τους για το σκοπό της προλεταριακής απελευθέρωσης.

Κατά τη διάρκεια της αντιφασιστικής Αντίστασης, πολλές γυναίκες, κυρίως κομμουνίστριες, πάλευαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο με βοηθητικά καθήκοντα ως αγγελιοφόροι σε αντάρτικες αποστολές, αλλά και με στρατιωτικά καθήκοντα και διοικητικούς ρόλους. Το πρώτο απόσπασμα μάχης γυναικών συγκροτήθηκε το 1944 στην περιοχή του Πιεμόντε ως μέρος μιας ήδη υπάρχουσας παρτιζάνικης ταξιαρχίας, αλλά σύντομα συγκροτήθηκε η Ταξιαρχία «Νέδο», που αποτελούνταν εξολοκλήρου από εργάτριες στην υφαντουργία από την περιοχή της Μπιέλα. Οι γυναίκες όχι μόνο πήραν τα όπλα, αλλά μερικές φορές ηγήθηκαν κιόλας παρτιζάνικων μονάδων, ακόμα και ταξιαρχιών. Πάλευαν δίπλα στους άντρες στα βουνά και στις πόλεις, συμμετέχοντας σε στρατιωτικά σαμποτάζ.

Στην περιοχή τη Νοβάρα η Τζιζέλα Φλορεανίνι, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αφού φυλακίστηκε γι’ αντιφασιστική δράση, απέδρασε από τη φυλακή και στάθηκε στην πρώτη γραμμή του παρτιζάνικου αγώνα. Μετά από την εξέγερση, ως Πρόεδρος της Επιτροπής για τη Εθνική Απελευθέρωση της Νοβάρα, διαπραγματεύτηκε την παράδοση του στρατού των Γερμανών ναζί στην περιοχή. Μετά από το τέλος του πολέμου, ως μία από τις ηγέτιδες της Ένωσης των Ιταλίδων Γυναικών, εποπτεύει τις πολιτικές για τα δικαιώματα του παιδιού, ακολουθώντας με συνέπεια την ταξική της δέσμευση να πετύχει περισσότερα κοινωνικά δικαιώματα.

Αυτά τα παραδείγματα τονίζουν το κόκκινο νήμα που συνδέει τη συνειδητοποίηση και την πολιτική, κοινωνική και μαχητική δραστηριότητα των γυναικών, διαπαιδαγωγημένες με τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές και οργανωμένες στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτές οι γυναίκες ήταν η συνειδητή πρωτοπορία στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, που μετά από τον πόλεμο οδήγησαν την ιταλική εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στις σχετικές κατακτήσεις της δεκαετίας του ’70. Οι κομμουνίστριες μπόρεσαν να συσχετίσουν τη φυλετική ιδιαιτερότητα και τις ανάγκες της ταξικής πάλης, συμβάλλοντας σε μια στιγμή ευνοϊκού συσχετισμού δυνάμεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στην επίτευξη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων για όλα τα λαϊκά στρώματα.

Οχτώ ώρες δουλειά τη μέρα, ίσοι όροι πρόσβασης στη δουλειά, Καταστατικό των Εργαζομένων (κανονισμός εργασίας), κοινωνική πρόνοια, δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, νέο οικογενειακό δίκαιο, το δικαίωμα του διαζυγίου, το δικαίωμα της έκτρωσης είναι τα βασικά δικαιώματα που επιτεύχθηκαν χάρη και στη μεγάλη συμβολή των προλεταρισσών γυναικών. Σήμερα όλ’ αυτά τα δικαιώματα, που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες που έκαναν επί δεκαετίες εργάτριες και εργάτες, παρουσιάζονται από την αστική προπαγάνδα ως παρωχημένα, συντηρητικά, αντιρεφορμιστικά και διαλύονται από την άρχουσα τάξη δήθεν στο όνομα του «εκσυγχρονισμού και της προόδου», ώστε ν’ αντιστοιχούν στις ανάγκες του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Σήμερα η κατάσταση των προλεταρισσών γυναικών επιδεινώνεται βαθιά τόσο λόγω της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών χωρών, που άλλαξαν το συσχετισμό δύναμης σε διεθνές επίπεδο, όσο και του προσανατολισμού των εργατικών συνδικάτων προς την ταξική συνεργασία τα οποία ελέγχονται από «αριστερά» οπορτουνιστικά κόμματα, που άλλαξαν το συσχετισμό δύναμης σ’ εθνικό επίπεδο, όχι μόνο στη χώρα μας. Στην παρούσα φάση των αδύναμων εργατικών αγώνων, οι κοινωνικές κατακτήσεις των γυναικών, καθώς και των λαϊκών στρωμάτων, υποχωρούν μαζί με τα εργασιακά δικαιώματα.

Η διαλεκτική-υλιστική ανάλυση της Ιστορίας μας διδάσκει ότι όταν το κόμμα της εργατική τάξης απομακρύνεται από την επαναστατική θεωρία και πράξη στο χάος του ρεβιζιονισμού και του οπορτουνισμού, ολόκληρη η τάξη, που στερείται ένα βασικό εργαλείο για τη χειραφέτησή της από τον καπιταλιστικό ζυγό, γίνεται πιο αδύναμη στο υλικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Αυτά έχουν γίνει, εν συντομία, στην Ιταλία. Η οπορτουνιστική παρέκκλιση των κομμάτων που είχαν αναφορά στον κομμουνισμό στα λόγια, αλλά όχι στις πράξεις, αποδυνάμωσαν την εργατική τάξη, υπονόμευσαν την ικανότητά της ν’ αντισταθεί, ν’ αντιπαρατεθεί στην επίθεση του κεφαλαίου σε μια δυσμενή κατάσταση στο συσχετισμό δυνάμεων και να προετοιμαστεί ν’ αντεπιτεθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι προηγούμενες κατακτήσεις της εργατικής τάξης, καθώς και των γυναικών, ακυρώνονται σιγά-σιγά.

Αυτό δείχνει, επίσης, ότι οποιαδήποτε κατάκτηση ως αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων που αποσυνδέονται από το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας και της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής είναι ασταθής και προσωρινή. Η αστική τάξη και το κεφάλαιο, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορούν να κάνουν προσωρινές παραχωρήσεις, αλλά όταν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης τις ακυρώνουν με κάθε μέσο.

Στο πλαίσιο του ιδεολογικού κενού που δημιούργησε ο οπορτουνισμός αναπτύχθηκαν πολλά φεμινιστικά κινήματα, συσπειρώνοντας κυρίως αστικά και μικροαστικά στοιχεία. Με βάση τις διεκδικήσεις για την κοινωνική και πολιτιστική απελευθέρωση των γυναικών, στη συλλογική φαντασία αποδόθηκαν σε αυτά κοινωνικές κατακτήσεις που στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα ταξικών αγώνων. Η διαταξική θεωρία και πρακτική τους επικεντρώνεται πλήρως στις φυλετικές διαφορές και θεωρεί ότι η κατάσταση της γυναίκας είναι αποτέλεσμα των φυλετικών αντιθέσεων παρά προϊόν των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αντιθέσεων του καπιταλισμού, που βασίζονται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στο κέρδος και στη βία. Μάλιστα, αρνούνται τις ταξικές διαφορές στα φύλα και είναι σημαντικό εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου για ν’ αποπροσανατολίσει τις γυναίκες προλετάρισσες από την ταξική πάλη. Δυστυχώς, αυτές οι φεμινιστικές τάσεις επέδρασαν και σε ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα ακόμα και μετά από τον ευρωκομμουνισμό και πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν αποφασιστικά.

Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο η κατάσταση των εργαζόμενων γυναικών επιδεινώνεται ραγδαία όχι μόνο λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και της αδυναμίας της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που βρίσκονται σε διαδικασία προλεταριοποίησης. Στην ισχυρή επίθεση του κεφαλαίου είναι προς το παρόν σε θέση ν’ αντιταχτούν προβάλλοντας αμυντική αντίσταση, υπερασπιζόμενοι συνθήκες που ήδη έχουν διαβρωθεί από την καπιταλιστική επιθετικότητα.

Τα παραδείγματα είναι ορατά στον καθένα: Οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, στην παιδεία και στην υγεία έχουν επηρεάσει όλους τους εργαζόμενους, αλλά κυρίως τις γυναίκες. Η ηλικία συνταξιοδότησης των γυναικών παρατάθηκε περισσότερο απ’ ό,τι των αντρών, υπέστησαν ένα είδος μαζικής απέλασης που επιβλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, που οδήγησαν στο τσάκισμα χιλιάδων οικογενειών, ενώ το δικαίωμά τους στη συνειδητή, ελεύθερη και υποβοηθούμενη αναπαραγωγή ακυρώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου. Θα μπορούσαμε να φέρουμε πολλά ακόμα παραδείγματα.

Από οικονομικής άποψης, στην αρχή του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης στην Ιταλία θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι οι απολύσεις θα επηρέαζαν κυρίως τις γυναίκες, εξωθώντας τες από την παραγωγή και τους χώρους δουλειάς στις δουλειές του σπιτιού και σ’ επικουρικές λειτουργίες, αντικαθιστώντας την κοινωνική πρόνοια σε διαδικασία αποσύνθεσης. Αντίθετα, το Κρατικό Ινστιτούτο Στατιστικής (ISΤΑΤ) αναφέρει ότι τα ποσοστά απασχόλησης των αντρών στην Βόρεια και Κεντρική Ιταλία μειώθηκαν περίπου κατά 2% από το 2004 ως το 2016, ενώ την ίδια περίοδο τα ποσοστό εργασίας των γυναικών μειώθηκαν περίπου στα ίδια ποσοστά. Στη Νότια Ιταλία το ποσοστό απασχόλησης των αντρών είναι σ’ ελεύθερη πτώση (από το 62% σε 54%, μείον 13% την ίδια περίοδο), ενώ το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών παρέμεινε πολύ χαμηλό, αλλά στάσιμο στο 30%.

Θα πρέπει να δούμε αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό μ’ έναν άλλο σχετικό δείκτη: Τους μισθούς για το ίδιο μορφωτικό επίπεδο.

Στην Ιταλία ο μέσος μισθός μιας εργαζόμενης γυναίκας με χαμηλή μόρφωση αντιστοιχεί στο 64% του μισθού του άντρα με το ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Αυτό το χάσμα μειώνεται στις εργαζόμενες με πτυχίο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που λαμβάνουν μισθό που ισούται με το 72% του μισθού των αντρών, αλλά μεγαλώνει ξανά για τις γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση, καθώς λαμβάνουν το 66% του μισθού του άντρα με αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο (στοιχεία του ΟΟΣΑ). Παρότι τα ποσοστά είναι διαφορετικά, αυτό το χάσμα υπάρχει και σε άλλες χώρες (Γερμανία, Ελλάδα κτλ.). Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για ν’ αναλύσουμε αυτήν την πτυχή της κατάστασης των μεταναστών και μεταναστριών ως εργατικού δυναμικού, που αναμφισβήτητα θ’ αποτελέσουν μια πολύ σημαντική κατηγορία.

Τα παραπάνω στοιχεία μας δείχνουν την εξής κατάσταση:

  1. Μια μείωση στην αντρική απασχόληση, που αντικαταστάθηκε από γυναικεία εργατική δύναμη με χαμηλότερο μισθό·
  2. περαιτέρω παραγωγική ερημοποίηση της Νότιας Ιταλίας.

Αυτά επιβεβαιώνουν ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία είναι ουσιαστική και σε σχέση με το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στον κόσμο της δουλειάς και στην κοινωνία.

Εξαιτίας αυτού και έχοντάς το ως αφετηρία, πρέπει ν’ αναπτύξουμε την πολιτική μας δραστηριότητα λαμβάνοντας υπόψη τις φυλετικές ιδιαιτερότητες. Πρέπει να προωθήσουμε και να οργανώσουμε ένα δυνατό ταξικό κίνημα, ξεκινώντας από τις ιδιαίτερες συνθήκες των προλεταρισσών γυναικών, ένα ταξικό μέτωπο, όπου οι φυλετικές διαφορές θα πρέπει να επανασυνδεθούν με τον κοινό αγώνα. Ως εκ τούτου, πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε τάση αποπροσανατολισμού που επικεντρώνεται μόνο στα ατομικά δικαιώματα των γυναικών, σε μια προσπάθεια να κρύψει την ταξική ουσία που μας δείχνουν τα στοιχεία στις συνθήκες δουλειάς και ζωής των γυναικών. Πρέπει ν’ αντισταθούμε με σταθερή αποφασιστικότητα σε παλιές και νέες φεμινιστικές τάσεις, στη σεξιστική και, κατά συνέπεια, διαταξική αντίληψη της κοινωνίας που δεν αποσκοπεί στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά, αντίθετα, συμβάλλει στη διατήρησή του. Μάλιστα, οι φεμινιστικές ομάδες στην Ιταλία έχουν την ίδια προσέγγιση με τις αστικές κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης. Επισημαίνουν μεμονωμένες περιπτώσεις κακοποίησης ή βιασμού, αλλά μένουν σιωπηλές στην καθημερινή ταξική βία που ασκεί το κεφάλαιο στους εργαζόμενους, γυναίκες και άντρες, με την άγρια εκμετάλλευσή τους. Μια γυναίκα που πέθανε από εξάντληση κατά τη συγκομιδή στα χωράφια της Νότιας Ιταλίας ή μια γυναίκα που ήταν υποχρεωμένη να ράβει πουκάμισα μέχρι και 16 ώρες τη μέρα για 3 ευρώ την ώρα δεν είναι θέματα για πρωτοσέλιδα και είναι επικίνδυνα, γιατί αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ μια περίπτωση βιασμού προκαλεί την κακοπροαίρετη μικροαστική περιέργεια χωρίς ν’ ασκεί καμιά κριτική ενάντια στο κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και εμείς πάντα καταδικάζουμε το βιασμό, την κακοποίηση ή την κακομεταχείριση των γυναικών. Σήμερα στην αύξηση τέτοιων άθλιων γεγονότων βλέπουμε και καταγγέλλουμε μια από τις πιο εμφανείς πτυχές της κοινωνικής και πολιτισμικής παρακμής του πολιτισμού μας στον καπιταλισμό.

Ένα από τα αποτελέσματα των φεμινιστικών θεωριών που εφαρμόζεται στην πολιτική είναι η λεγόμενη «ροζ ποσόστωση»: Ο αριθμός των γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους και των εκλεγμένων σε αστικούς θεσμούς καθορίζεται από το νόμο. Πιστεύουμε ότι αυτός ο κανόνας, που προβάλλεται ως επιτυχία του φεμινιστικού κινήματος, είναι ταπεινωτικός για τις γυναίκες, καθώς συμπεριλαμβάνονται σε καταλόγους και εκλέγονται σε θεσμούς όχι βάσει των πραγματικών ικανοτήτων τους, αλλά μόνο και μόνο επειδή είναι υποχρεωτικό. Κατά τη θητεία του Μπερλουσκόνι, όπως και του Ρέντσι, αυτός ο κανόνας είχε ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των γυναικείων προσωπικοτήτων στις γραμμές των αστικών κομμάτων, που είχαν πλήρη έλλειψη πολιτικής κουλτούρας και ήταν μακριά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες γυναίκες στην κοινωνία μας και, ως εκ τούτου, υπόκεινται πλήρως στο πολιτικό σύστημα, στο οποίο επιβάλλεται και ασκεί έλεγχο το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αντίθετα, για εμάς οι γυναίκες και οι άντρες θα πρέπει ν’ αξιολογούνται και να εκτιμώνται στη βάση πλήρους ισότητας μόνο για τις πραγματικές πολιτικές τους ικανότητες, αυτό που στη γλώσσα των κομμουνιστών σημαίνει για τη δέσμευσή τους και τη συμβολή τους στους ταξικούς αγώνες.

Στην Ιταλία η κατάσταση των γυναικών επιδεινώνεται διαρκώς όχι μόνο σ’ εργασιακό επίπεδο, αλλά και γενικά στην κοινωνία. Ο θρησκευτικός φανατισμός εξαπλώνει και εδραιώνει την ηγεμονία της σεξιστικής υποκουλτούρας, φαινομενικά παρόμοια με τις φεμινιστικές θεωρίες. Οι πιο αντιδραστικοί καθολικοί κύκλοι προσπαθούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του διαζυγίου και της υποβοηθούμενης έκτρωσης. Αυτές οι τάσεις θα πρέπει, επίσης, να καταδικαστούν αυστηρά και να καταπολεμηθούν.

Όσον αφορά εμάς, τις γυναίκες κομμουνίστριες, αναπτύσσουμε την πολιτική μας δραστηριότητα σε χώρους δουλειάς για ν’ ανοικοδομήσουμε τα θεμέλια του αγώνα ανάμεσα στις προλετάρισσες και στις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων. Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στους χώρους δουλειάς όπου πλειοψηφούν οι γυναίκες, που συνδέονται ιδιαίτερα με την παροχή ελλιπών κοινωνικών υπηρεσιών, όπως για τη φροντίδα ηλικιωμένων και αρρώστων, με την ενσωμάτωση και βοήθεια σε μετανάστριες κτλ. Ως παράδειγμα, θα σας δώσουμε ορισμένα στοιχεία. Η Cooperative Lookout αναφέρει ότι το 2014 στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς, που αντικαθιστούν την κοινωνική πρόνοια στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, προσλήφθηκαν 285.600 γυναίκες σε σύνολο 385.500 υπαλλήλων (πάνω από το 74%). Αν πάρουμε στοιχεία από πηγές των συνδικάτων, βλέπουμε ότι σε τομείς όπως η δημόσια διοίκηση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η εκπαίδευση ιστορικά απασχολούνται κυρίως γυναίκες, σε διαφορετικό ποσοστό στο Βορρά απ’ ό,τι στο Νότο. Στις δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης των βόρειων περιοχών η συχνότητα των απασχολούμενων γυναικών κυμαίνεται από 60% ως 63%, ενώ στις νοτιότερες περιοχές δεν υπερβαίνει το 30%.

Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί ξεχωρίζουν για το χαμηλό επίπεδο των μισθών και για τη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης όσον αφορά τις ώρες δουλειάς, την ασφάλεια, την εργασιακή ανασφάλεια, την αδυναμία συμμόρφωσης με τα πρότυπα της κοινωνικής ασφάλισης. Η πολιτική της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και η ανάθεση σ’ εξωτερικούς συνεργάτες πολλών δημόσιων λειτουργιών έδωσε ισχυρή ώθηση στην εξάπλωση τέτοιων συνεταιρισμών. Τα αποτελέσματα είναι η μείωση της απασχόλησης, η επιδείνωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, το υψηλότερο κόστος τόσο για τους χρήστες όσο και για τους δημόσιους φορείς που ανέθεσαν την υπηρεσία σ’ εξωτερικούς συνεργάτες, πιο βαθιά εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Σε μια τέτοια κατάσταση, όταν σχεδόν όλα τα οικονομικά και ρυθμιστικά επιτεύγματα ακυρώνονται και οι δημόσιες υπηρεσίες ιδιωτικοποιούνται, η κατάσταση των εργαζόμενων γυναικών υφίσταται τις χειρότερες πτυχές του εκμεταλλευτικού συστήματος: Απώλεια δικαιωμάτων, διακρίσεις λόγω φύλου και φυλής, ανάγκη αποδοχής μαύρης εργασίας, προοδευτική απώλεια των μέσων στήριξης και συχνά μέσων διαβίωσης, με αποτέλεσμα μερικές φορές να διαταράσσονται οι οικογενειακές σχέσεις. Δεσμευόμαστε ν’ αναλύσουμε καλύτερα αυτές τις δραματικές συνθήκες, ώστε να επεξεργαστούμε μια πολιτική πρόταση στο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης που θα μπορεί να συνδέει τον καθημερινό αγώνα για την εξεύρεση άμεσης διεξόδου με τελικό σκοπό την προλεταριακή επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Αυτό είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τις κομμουνίστριες από τα άλλα γυναικεία κινήματα.

Οι κομμουνίστριες σήμερα ακολουθούν τη σκέψη που διαμόρφωσαν οι Φρίντριχ Ένγκελς, Κλάρα Τσέτκιν και Αλεξάνδρα Κολοντάι, σύμφωνα με τους οποίους τα γυναικεία ζητήματα με τις ιδιαιτερότητές τους θα πρέπει απαραίτητα να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της προλεταριακής πάλης κατά του κεφαλαίου, καθώς τα πολιτικά δικαιώματα κατοχυρώνουν μονάχα μια τυπική ισότητα, χωρίς να εξαλείφουν τις υλικές συνθήκες της εκμετάλλευσης και της υποταγής στην παραγωγή και στην οικογένεια.

Στον 1ο τόμο Του Κεφαλαίου, ο Καρλ Μαρξ αναφέρει ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του κεφαλαίου είναι ο έλεγχος της υπερεργασίας και η ατομική ιδιοποίηση της υπεραξίας. Με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της μετατροπής τους σε κοινωνική ιδιοκτησία, η εργάσιμη μέρα θα τείνει ν’ αντιστοιχεί στην απαραίτητη εργασία. Επομένως, το επίπεδο μετάβασης στον κομμουνισμό θα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τη μείωση του ίδιου του εργάσιμου χρόνου, επιτρέποντας την ελεύθερη υλική και πνευματική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, των γυναικών και των αντρών, αλλά και μια συλλογική, κοινωνική χρήση της υπολειπόμενης υπερεργασίας. Στο έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, ο Φρίντριχ Ένγκελς προσθέτει ότι η κατάσταση των αντρών και των γυναικών θ’ αλλάξει σημαντικά. Όταν τα μέσα παραγωγής περάσουν σε κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας.

Όπως έχουμε δει, μόνο ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός μπορεί πραγματικά και οριστικά ν’ απελευθερώσει τις γυναίκες από τη διπλή εκμετάλλευση, τόσο στην παραγωγή όσο και στην οικογένεια. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, οι γυναίκες πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν πλάι στους άντρες. Στο Κράτος και επανάσταση, ο Λένιν διδάσκει ότι μια ολόκληρη γενιά αντρών και γυναικών θα μεγαλώσει όχι αναβάλλοντας την επανάσταση μέχρις ότου να έχουν αλλάξει οι άνθρωποι, αλλά με την ένταξή της στις γραμμές του προλεταριάτου, της ένοπλης πρωτοπορίας όλων των εκμεταλλευόμενων εργατών. Μόνο με την οργάνωσή τους στο διεθνές εργατικό κίνημα οι προλετάριοι, άντρες και γυναίκες, μπορούν να σπάσουν τον καπιταλιστικό ζυγό και να θέσουν τα θεμέλια της σοσιαλιστικής κοινωνίας, εξαλείφοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την υποταγή των γυναικών στους άντρες.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, που γιορτάζουμε την 100ή επέτειό της, έβαλε τέλος σε χιλιάδες χρόνια καταπίεσης και έδωσε στις γυναίκες πραγματική ελευθερία, ισότητα και κοινωνική στήριξη στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στη δουλειά και στην πολιτική ζωή.

Σήμερα, με την τρέχουσα ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι εργαζόμενες γυναίκες είναι πιο μορφωμένες, εξειδικευμένες και ικανές. Μπορούν να συμβάλλουν με νέα ζωτικότητα στον πολιτικό αγώνα, στην κοινωνική εργασία και στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, όπου όλοι, άντρες και γυναίκες, θα είναι ελεύθεροι και ίσοι. Ωστόσο, η δυνατότητα ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών εμποδίζεται από την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και από το καπιταλιστικό κέρδος. Μόνο η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας υπό εργατικό έλεγχο θα επιτρέψουν την ελεύθερη και πλήρη χρήση των τεράστιων πόρων για την ικανοποίηση των αναγκών των λαϊκών μαζών.

Έτσι, κατά τη γνώμη μας, η πολιτική δραστηριότητα των προλεταρισσών γυναικών πρέπει να στοχεύει στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να διασφαλίσει όχι μόνο τα βασικά κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των γυναικών, αλλά και την πλήρη και ενεργή συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή, στην παραγωγή και στο σχέδιο, στον εργατικό έλεγχο και στην κρατική διοίκηση. Με αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες μπορούν να συμβάλλουν στο δυνάμωμα και στη βελτίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Εξαλείφοντας τις υλικές συνθήκες της εκμετάλλευσης και της υποταγής των προλεταρισσών γυναικών, θα βάλουμε και τα θεμέλια για μια νέα πολιτισμική προσέγγιση των ιδιαιτεροτήτων με βάση το φύλο, που θα μπορέσει να εξαλείψει τις αντιδραστικές αντιλήψεις που διαπερνούν σήμερα ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία και δημιουργούν κατάχρηση και βία.

Είμαστε βέβαιοι ότι το γυναικείο κίνημα θα συμμετέχει όλο και περισσότερο στην ταξική πάλη και ότι θα έχει πολύτιμη συμβολή στην επική μάχη ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, για την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, για το λαμπρό μέλλον του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.