Διαιρεμένο προλεταριάτο: Η αστική δημοκρατία ενάντια στην αλληλεγγύη των εργατών


Βλαντιμίρ Φρολόφ, Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν ταχέως στα κυβερνεία της Λιβονίας και της Κουρλάνδης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (μέρος της επικράτειας της σημερινής Λετονίας). Όσον αφορά τον πληθυσμό, η Λετονία αποτελούσε μόνο το 1,5% του συνόλου του πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά παρήγαγε το 5,5% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. 62.300 εργαζόμενοι δούλευαν στις μεγάλες βιομηχανίες της Λετονίας. Στην κοινωνία της Λετονίας συγκροτούνταν οι βασικές της ανταγωνιστικές τάξεις, η αστική τάξη και το βιομηχανικό προλεταριάτο. Κατά τη διάρκεια ασυμβίβαστων αντιπαραθέσεων, η κάθε πλευρά άρχισε σύντομα να διαμορφώνει τις δικές της οργανώσεις και να αναδεικνύει τους ηγέτες της.

Οι ιστορικές ρίζες των εθνικών αντιθέσεων στο αριστερό και το κομμουνιστικό κίνημα της Λετονίας

Επικεφαλής της Λετονικής αστικής τάξης ήταν εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων, τα οποία το 1868 ίδρυσαν τη Λετονική Λέσχη της Ρίγας, «Māmuļa» (Μανούλα). Τα μέλη αυτής της λέσχης δε διαχώριζαν τον εαυτό τους από τη ρωσική μοναρχία, θεωρώντας την προπύργιο των συμφερόντων τους, τόσο των ταξικών όσο και των υπό διαμόρφωση εθνικών.

Σε αντιστάθμισμα των οπαδών της «Μανούλας», διαμορφώθηκε το κίνημα «Νέα Τάση» της λετονικής δημοκρατικής διανόησης. Ήταν οι πρώτοι που ξεκίνησαν τη μαρξιστική προπαγάνδα στα κυβερνεία της Βαλτικής και συνέβαλαν στη γέννηση και την ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος. Η εφημερίδα Dienas Lapa (Καθημερινό Φύλλο) έγινε το κέντρο των ιδεών της Νέας Τάσης. Εκδότες ήταν ο μελλοντικός ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας, Πέτερις Στούτσκα, (Pēteris Stučka) και ο Λετονός επαναστάτης και μεταφραστής Γιάνις Ράινις (Jānis Rainis), ο οποίος αργότερα έγινε ο βετεράνος της μη μπολσεβίκικης τάσης της σοσιαλδημοκρατίας της ανεξάρτητης Λετονίας.

Η απαρχή του επαναστατικού κινήματος ή της «αναταραχής της Βαλτικής» τοποθετείται στη δεκαετία του 1880. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή των εθνικών και κοινωνικών συγκρούσεων έγιναν ισχυρός παράγοντας στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος του τοπικού πληθυσμού για τις ιδέες των σοσιαλδημοκρατών. Αυτοί ένιωθαν ισχυρή υποστήριξη μέσα στις μάζες των εργατών, των αγροτών και των εργατών γης. Και αυτό που είναι σημαντικό να σημειωθεί, για να κατανοηθούν οι περαιτέρω τρόποι ανάπτυξης της λετονικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι ότι ήδη από το 1901, εδώ, λειτουργούσαν ξεχωριστές οργανώσεις όχι μόνο Λετονών, αλλά και Ρώσων και Εβραίων σοσιαλδημοκρατών.

Ως προς το ζήτημα της ενοποίησης των δυνάμεων, οι θέσεις της κάθε πλευράς ήταν διαφορετικές. Έτσι, οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες απαιτούσαν επιπλέον την ενοποίηση και των Λετονών σοσιαλδημοκρατών με το κεντρικά διοικούμενο κόμμα. Οι Λετονοί σοσιαλδημοκράτες κατανοούσαν ότι ήταν απαραίτητο να ενώσουν όλες τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις σε ένα ενιαίο κόμμα, στην πάλη ενάντια στο τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας, αλλά, παρόλα αυτά, η επιθυμία τους να διατηρήσουν τουλάχιστον ένα βαθμό εθνικής διαφοροποίησης ήταν ακόμα δυνατή και έβλεπαν αυτήν την ένωση μόνο στη βάση μιας ομοσπονδίας.

Οι έντονες διαφορές στις θέσεις αποδείχθηκαν αξεπέραστες και μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, ο συνεπής διεθνισμός ήταν καθοριστικός στη δραστηριότητα των σοσιαλδημοκρατών της Λετονίας και στη συνέχεια των κομμουνιστών. Αλλά, οι ιδεολογικές ρίζες της κλίσης προς τα εθνικά συμφέροντα συνέχιζαν να διατηρούνται και αργότερα οδήγησαν σε μια οξεία κρίση του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας, το 1959, και στη διάσπασή του στην πορεία της ενισχυόμενης διαδικασίας αποσύνθεσης της ΕΣΣΔ, το 1991.

Τον Ιούνη του 1904, στη Ρίγα, οι σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις της Λετονίας πραγματοποίησαν το πρώτο παράνομο συνέδριό τους, που ίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας. Την εποχή εκείνη ένωσε περίπου 2.500 άτομα, εκ των οποίων το 70% ήταν εργάτες. Το συνέδριο δημιούργησε το κόμμα, βασιζόμενο στην εθνική και την ομοσπονδιακή αρχή. Το κεντρικό όργανο του κόμματος, στο εσωτερικό της χώρας, ήταν η εφημερίδα Cīņa (Πάλη), και στο εξωτερικό ήταν το περιοδικό Sociāldemokrāts, που εκδιδόταν στην Ελβετία. Σοσιαλδημοκρατίες άλλων εθνικοτήτων, στο έδαφος της Λετονίας, λειτουργούσαν όπως ρωσικές οργανώσεις και η Μπουντ. Ο Β. Ι. Λένιν, ο οποίος αγωνίστηκε αποφασιστικά κατά του φεντεραλισμού των κομμάτων, έκανε κριτική στις αποφάσεις που υιοθέτησε το ΣΔΕΚΛ.

Ταυτόχρονα, κατά τα επαναστατικά γεγονότα του 1905 που ακολούθησαν σύντομα στη Λετονία, οι τοπικοί σοσιαλδημοκράτες ήταν επικεφαλής των ευρύτερων μαζών εργατών και αγροτών. Αξιολογώντας τα αποτελέσματα της επανάστασης του 1905, ο Β. I. Λένιν έγραψε: «Τον καιρό της επανάστασης, το προλεταριάτο της Λετονίας και η λετονική σοσιαλδημοκρατία κατείχαν μια από τις πρώτες, τις πιο σοβαρές θέσεις στην πάλη ενάντια στην απολυταρχία και σ’ όλες τις δυνάμεις του παλιού καθεστώτος (...) Βάδιζε στην πρωτοπορία της ένοπλης εξέγερσης, συνέβαλλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο ανέβασμα του κινήματος στην υψηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στη βαθμίδα της εξέγερσης. Το λετονικό προλεταριάτο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τραβούσε τους Λετονούς εργάτες γης και τη λετονική αγροτιά στη μεγάλη επαναστατική πάλη ενάντια στον τσαρισμό και στους τσιφλικάδες.» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 19, σελ. 312, 313, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Οι σοσιαλδημοκράτες της Λετονίας συνέδεαν στενά την επιτυχία των ενεργειών τους στην περιοχή της Βαλτικής με τη νίκη της Πανρωσικής Επανάστασης. Είχαν υπόψη τους τη δημιουργία μιας Σοσιαλδημοκρατικής Δημοκρατίας της Ρωσίας, όπου η Λετονία θα ενσωματωνόταν ως αυτόνομη περιοχή ή γη. Δεν είναι τυχαίο που ο πιο αξιοσημείωτος Λετονός σοσιαλδημοκράτης και ποιητής Jānis Rainis πρότεινε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το σύνθημα: «Ελεύθερη Λετονία σε μια ελεύθερη Ρωσία.»

Δύο χρόνια μετά από την ίδρυση του ΣΔΕΚΛ, στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της Ρωσίας διαμορφώθηκε η άποψη για την αναγκαιότητα της ενοποίησης όλων των δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια του 4ου συνεδρίου (ενωτικού), στη Στοκχόλμη (Απρίλης-Μάης 1906), το ΣΔΕΚΛ, η Μπουντ και το πολωνικό ΣΔΚ έγιναν δεκτά στο ενοποιημένο κόμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Ως αυτοτελής εδαφική οργάνωση στο πλαίσιο του ΣΔΕΚΡ, η λετονική σοσιαλδημοκρατία πήρε νέο όνομα, Σοσιαλδημοκρατία Περιοχής Λετονίας (ΣΔΠΛ).

Η επίσημη ενοποίηση κάλυψε προσωρινά, αλλά δεν έδωσε τέλος στις διαφωνίες εντός του ΣΔΠΛ. Κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάπτυξης της επαναστατικής δραστηριότητας, αυτές μαλάκωναν, ενώ κατά τη διάρκεια της επαναστατικής άμπωτης και της ενίσχυσης της αντίδρασης, αυτές αυξάνονταν.

Τα σφάλματα της πολιτικής τακτικής προκάλεσαν σοβαρό πλήγμα στη συσπείρωση του κόμματος και στο κύρος του ανάμεσα στους εργαζόμενους. Αυτό μπορεί να φανεί καθαρά στις αποφάσεις και στην πρακτική τους εφαρμογή από τους σοσιαλδημοκράτες της Λετονίας και αργότερα και από τους κομμουνιστές στον τομέα των αγροτικών μετασχηματισμών μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Έτσι, κατά τη διάρκεια των μέτρων που υλοποίησε η κυβέρνηση του ΙΣΚΟΛΑΤ (Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ στρατιωτών, εργατών και αγροτών Λετονίας), το 1918, οι ιδιοκτησίες των γαιοκτημόνων κατασχέθηκαν και στη θέση τους δημιουργήθηκαν σοβιετικά νοικοκυριά. Αυτό συνέβη σύμφωνα με τη θέση των Λετονών μπολσεβίκων Στούτσκα, Ρόζιν (P.Stučka, F.Roziņš κ.λπ.), οι οποίοι, πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν αντίθετοι με τη διαίρεση των ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, θεωρώντας ότι αυτές πρέπει να διατηρηθούν ως μεγάλες γεωργικές επιχειρήσεις. Στην πράξη αυτό οδήγησε στο να κλέβουν οι αγρότες το συλλογικό απόθεμα για τα νοικοκυριά τους και να σαμποτάρουν τις εργασίες του κοινωνικού νοικοκυριού στη γη. Η συνήθεια της καλλιέργειας σε ιδιωτικά νοικοκυριά, που εμπεδώθηκε στους Λετονούς αγρότες σε μια πορεία αιώνων, δεν μπορούσε να ξεπεραστεί σε μια στιγμή μ’ ένα ψήφισμα του ΙΣΚΟΛΑΤ. Εκτός αυτού, ήταν αντίθετο με το διάταγμα «Για τη γη» που ενέκρινε το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το οποίο αφορούσε το μοίρασμα των εθνικοποιημένων ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων μεταξύ των αγροτών. Μια τέτοια βιασύνη για επαναστατικές μεταμορφώσεις, σε ένα αγροτικό περιβάλλον πολύ ευαίσθητο απέναντι σε οποιαδήποτε καινοτομία, όχι μόνο έκανε τους εκπροσώπους τους να κρατήσουν αποστάσεις από τους Λετονούς μπολσεβίκους, αλλά και πρόσθεσε περαιτέρω παρανοήσεις στη γραμμή του Κόμματός τους.

Δυστυχώς, η επιθυμία για την ταχύτερη εισαγωγή των νέων σοσιαλιστικών μετασχηματισμών, χωρίς επαρκή πολιτική δουλειά, ώστε να προετοιμαστούν οι μάζες για να τους δεχτούν, εκδηλώθηκε επίσης στις δραστηριότητες των ηγετικών στελεχών των Λετονών κομμουνιστών σε μεταγενέστερες περιόδους.

Η ασάφεια των διαθέσεων σχετικά με τη σοβιετική εξουσία, μετά από την απελευθέρωση της Λετονίας από την κατοχή του Χίτλερ, ήταν αναμενόμενη. Μεταξύ του πληθυσμού που καλωσόρισε τον Κόκκινο Στρατό υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που μισούσαν τους χιτλερικούς, αλλά το ζήτημα του πολιτικού καθεστώτος εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς. Υπήρχαν επίσης εκείνοι που, μισώντας τους Ναζί και περιμένοντας την έλευση του Κόκκινου Στρατού, ήλπιζαν ότι μετά από τον πόλεμο, στη δομή της νέας ζωής δε θα υπήρχαν φαινόμενα που δεν τους άρεσαν κατά την περίοδο 1940-1941.

Ένα μέρος των κατοίκων είχε μια αντισοβιετική διάθεση (εθνικιστικά στρώματα στις πόλεις και την ύπαιθρο) και στόχευε στην αποκατάσταση της αστικής τάξης της «παλιάς Λετονίας». Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις αυτές κατανοούσαν την έλλειψη προοπτικής της κατάστασής τους και την έλλειψη νοήματος μιας μάχης με τους νικητές. Ως εκ τούτου, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε το έδαφος της Λετονίας, οι εκπρόσωποι του ανώτατου επιπέδου των συνεργατών των Γερμανών, καθώς και όσοι ήταν αντίθετοι με το σοβιετικό καθεστώς, αλλά δε συνδέονταν με ενεργό συνεργασία, έφυγαν μαζί με τους Γερμανούς ή μετανάστευσαν σε διάφορες δυτικές χώρες.

Ενώ οι απόστρατοι οπλίτες του Λετονικού Σώματος Πεζικού 130, και οι πρώην αντάρτες και τα μέλη της παράνομης αντίστασης σχημάτισαν, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, το βασικό σκελετό του εθνικού προσωπικού της Σοβιετικής Λετονίας. Λίγο μετά από τον πόλεμο, το Φλεβάρη του 1946, πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, όπου ο λαός της Λετονίας είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τη θέλησή του. Η συντριπτική πλειοψηφία του γηγενούς πληθυσμού της Λετονίας, παρά τις απειλές και τον τρόμο των «Αδελφών του δάσους» (ένοπλες εθνικιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων πρώην συνεργατών των Ναζί), συμμετείχε στις εκλογές αυτές, αποδεικνύοντας στην πράξη τη βούλησή του να ζει και να συμμετέχει στις κοινωνικές διαδικασίες εντός της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Αυτό επιβεβαίωσε τη γνώμη του Προέδρου των ΗΠΑ, Φρανκλίνου Ρούζβελτ, που πρότεινε στον Στάλιν να διεξάγει δημοψήφισμα στις δημοκρατίες της Βαλτικής και που δεν είχε καμία αμφιβολία ότι «οι λαοί των χωρών αυτών θα ψήφιζαν υπέρ της ενσωμάτωσης στη Σοβιετική Ένωση, το ίδιο ισχυρά, όπως έκαναν το 1940» (Απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών μεταξύ Ι. Β. Στάλιν και Φ. Ρούζβελτ την 1η Δεκέμβρη 1943. Η Σοβιετική Ένωση, σε διεθνείς διασκέψεις κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο του 1941-1945. Διάσκεψη της Τεχεράνης των ηγετών των τριών συμμαχικών δυνάμεων, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και η Μεγάλης Βρετανίας, 28 Νοέμβρη - 1 Δεκέμβρη 1943).

Θα πρέπει να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι οι κομμουνιστές της Λετονίας πάντα τεκμηρίωναν επαρκώς θεωρητικά και πολιτικά το πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα. Ο διεθνισμός των Λετονών μπολσεβίκων και των Λετονών Κόκκινων τυφεκιοφόρων είναι γνωστός.

Αλλά, δυστυχώς, στη μεταπολεμική περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη δημοκρατία, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα στην ηγεσία του Κόμματος μια διαφορετική προσέγγιση στην πρακτική και τους ρυθμούς υλοποίησης της εκβιομηχάνισης της λαϊκής οικονομίας, τη σημασία του εθνικού παράγοντα στην πολιτική δουλειά του Κόμματος, υπό συνθήκες αυξανόμενης διεθνοποίησης των εργασιακών κολεκτίβων. Οι ρίζες των διαφωνιών στις απόψεις για τη σχέση του εθνικού και του διεθνούς, τη συγκεκριμένη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αποδείχτηκαν ζωντανές από την εποχή των παλιών διαφορών μεταξύ των Λετονών και των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών.

Το γεγονός αυτό οδήγησε στην οξεία κρίση στην ηγεσία της Λετονικής ΣΣΔ, το 1959, η οποία απαιτούσε μια συγκεκριμένη εξέταση και συζήτηση των αποτελεσμάτων της, σε μια συνεδρίαση του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ και στην ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας. Οι σχετικές αποφάσεις για τα στελέχη και την πολιτική αποδείχτηκαν τελικά ανεπαρκείς για να διορθώσουν τα λάθη που διαπράχθηκαν από τους Λετονούς κομμουνιστές και να αποκαταστήσουν την πλήρη εμπιστοσύνη των εργαζόμενων προς το Κόμμα.

Οι ανεπάρκειες και οι αντιφάσεις της δραστηριότητας των Λετονών κομμουνιστών που αποκρύπτονταν με αποφασιστικό τρόπο κατά τη διάρκεια πολλών ετών, αποκαλύφθηκαν και πάλι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 - αρχές της δεκαετίας του ’90 του περασμένου αιώνα και οδήγησαν πρώτα στη διάσπαση και, αργότερα, στην απόλυτη ήττα του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας, στην πολιτική κρίση, η οποία κατέληξε με τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Για την επίδραση του εθνικού ζητήματος στις δραστηριότητες του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Λετονίας υπό τις παρούσες συνθήκες

Οι βρισκόμενοι σε σύγχυση εκπρόσωποι των εργαζόμενων των χωρών των οποίων οι άρχουσες τάξεις ακόμα στοχεύουν στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συχνά πιστεύουν με αφέλεια ότι οι διακηρυγμένες αρχές των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν εκεί ιερές αξίες. Και κάθε χώρα που έχει παρόμοια προβλήματα θα τα ξεφορτωθεί μετά από την ένταξή της σε αυτήν τη «λέσχη των δημοκρατικών αξιών».

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ευρωπαϊκά κόμματα του αριστερού φάσματος, από σοσιαλδημοκρατικά ως Κομμουνιστικά, τα οποία υιοθέτησαν οπορτουνιστικές θέσεις, που αποδέχονται βασικές αρχές της αστικής δημοκρατίας ως βάση των δραστηριοτήτων τους, υιοθετώντας τις όχι μόνο ως εργαλείο για την πάλη, αλλά και ως ιδεολογική τους πλατφόρμα.

Υπό αυτήν την έννοια θα άξιζε να δοθεί προσοχή στην κατάσταση στη Λετονία, στην οποία, όπως σε ορισμένες χώρες της καπιταλιστικής «ρεβάνς», η κατάσταση των δημοκρατικών αρχών έγινε ένα είδος «μεγεθυντικού φακού», που δείχνει σαφώς τα ψέματα που λένε οι προπαγανδιστές των αστικών ελευθεριών και αξιών.

Τον Αύγουστο του 1991, κυριολεκτικά από τις πρώτες ώρες (!) της αποκατάστασης της αστικής τάξης, εφαρμόστηκε απαγόρευση όχι μόνο για το Κομμουνιστικό Κόμμα Λετονίας (οι ηγέτες του συνελήφθησαν), αλλά και για όλες τις κοινωνικές οργανώσεις που υποψιάζονταν ότι δεν είναι πιστές προς τη νέα αστική εξουσία. Απαγορεύτηκαν ακόμη και παιδικές και οργανώσεις νεολαίας, καθώς και ο σύλλογος των βετεράνων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του αντιναζιστικού αντάρτικου αντιστασιακού κινήματος.

Επιπλέον, σε αρκετές μεγάλες πόλεις Ντάουγκαβπιλς, Ρέζενκε (Daugavpils, Rēzekne) και σε διοικητικές περιφέρειες της πρωτεύουσας, όπου, λόγω της προλεταριακής σύνθεσης του εκλογικού σώματος, τα Συμβούλια είχαν εκλεγεί με την πλειοψηφία των εκλεγμένων μελών να είναι κομμουνιστές-διεθνιστές, αυτά διαλύθηκαν. Αντί για νόμιμα εκλεγμένα σώματα (εκτός των άλλων, εκλεγμένα σύμφωνα με τους νέους νόμους, σε μια εναλλακτική βάση!), διορίστηκαν κυβερνητικοί επικεφαλής. Τον Ιούλη του 1992, χωρίς καμία δικαστική διαδικασία, 14 εκλεγμένα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ίσων Δικαιωμάτων, τα οποία ήταν αντίθετα με την αποκατάσταση της εθνικής αστικής εξουσίας, εκδιώχθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Στη Λετονία η αστική «δημοκρατία» εισήχθη μέσω της αστικής δικτατορίας.

Όλα τα όργανα εξουσίας ονομάστηκαν προσωρινά επειδή οι επόμενες τακτικές εκλογές ήταν ήδη κοντά, οι οποίες, όπως δήλωναν οι νέες αστικές Αρχές, θα ήταν πραγματικά δημοκρατικές, επιτρέποντας στους κατοίκους να εκλέξουν εκείνους που ήθελαν. Τίποτα τέτοιο, φυσικά, δε συνέβη.

Πρώτο, με το πρόσχημα της αρχής της διαδοχής του αστικού κράτους της Λετονίας των δεκαετιών του ’20-’30 του περασμένου αιώνα (η αρχή της συνέχειας), το Κοινοβούλιο της «αποκαταστημένης» Λετονίας αφαίρεσε την ιθαγένεια και το αντίστοιχο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι από περισσότερους από 700.000 κατοίκους της χώρας (το ένα τρίτο!). Η κατάσταση είχε έναν ιδιαίτερο κυνισμό επειδή η ιθαγένεια αφαιρέθηκε από εκείνους που είχαν εκλέξει τα τότε μέλη του Κοινοβουλίου. Λόγω ιστορικών αιτιών, γενικά, όσοι έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα ήταν οι ρωσόφωνοι κάτοικοι των πόλεων και εργαζόμενοι των μεγαλύτερων βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίοι έτσι απομονώθηκαν από τη δυνατότητα να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση της χώρας.

Δεύτερο, αρκετές χιλιάδες επιπλέον μέλη των απαγορευμένων οργανώσεων στερήθηκαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι (δικαίωμα υποψηφιότητας), με βάση την αναδρομική χρήση του νόμου. Εξάλλου, προκειμένου να απαλλαγούν από την απαγόρευση αυτή οι εθνοκομμουνιστές διασπαστές και οι δειλοί χωρίς αρχές, που περιμένουν ήσυχα τους τελικούς νικητές, ένας ειδικός νόμος δε χρησιμοποίησε ως λόγο απαγόρευσης την κομματική ιδιότητα, αλλά διατυπώθηκε ο τύπος των «δραστήριων ενεργειών». Οι δειλοί και οι προδότες από τους πρώην «κομμουνιστές» ήταν απαραίτητοι για τις αστικές Αρχές.

Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι όλα τα χρηματικά και υλικά περιουσιακά στοιχεία του απαγορευμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας, όπως τραπεζικοί λογαριασμοί, εγκαταστάσεις, τυπογραφικές εγκαταστάσεις και οχήματα κατασχέθηκαν, οι εφημερίδες έκλεισαν, η πρόσβαση στα ηλεκτρονικά μέσα μπλοκαρίστηκε. Οι αστικές «δημοκρατικές εκλογές» υλοποιήθηκαν με τον περιορισμό των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ενός σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος.

Παρόλ’ αυτά, στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1993, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, έχοντας ενώσει εκπροσώπους των αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων, μπόρεσε να μπει στο Κοινοβούλιο με εφτά βουλευτές (το Σέιμ της Λετονίας έχει 100 εκλεγμένα μέλη). Αρκετοί σύντροφοί μας εκλέχθηκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Εκτός από τη φανερή κοινωνικοταξική κατεύθυνση αυτών των απαγορεύσεων (όπως ήδη αναφέρθηκε, τα τοπικά συμβούλια διαλύθηκαν εκεί όπου οι εργάτες ήταν πλειοψηφία του εκλογικού σώματος), οι δραστηριότητες της αστικής εξουσίας είχαν έναν εμφανή εθνικιστικό χρωματισμό, από την παροχή εθνικών προνομίων στον τομέα της απασχόλησης, της δημόσιας εξυπηρέτησης και της διανομής απτών περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια της αποκρατικοποίησης, έως την ανοιχτή ξενοφοβία κατά τη ρύθμιση της χρήσης της γλώσσας και την οργάνωση της εκπαίδευσης.

Μια σειρά νόμων και τροποποιήσεων στον τομέα της χρήσης της γλώσσας έθεσε στην πράξη τα ρωσικά εκτός της επίσημης επικοινωνίας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αργότερα, αρχικά εν μέρει και τώρα πλέον εντελώς, η χρήση οποιασδήποτε γλώσσας εκτός από τη λετονική δε γίνεται δεκτή υπό την απειλή προστίμων και απολύσεων και σε άλλους κοινωνικούς τομείς: Ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ιδιωτική επιχειρηματικότητα κλπ. Φέτος, η λετονική γλώσσα θα είναι η μοναδική γλώσσα διδασκαλίας εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που προηγουμένως είχαν το καθεστώς «σχολών εθνικών μειονοτήτων» στις μεγαλύτερες τάξεις πλήρως –εξαιρουμένου ορισμένου αριθμού ωρών διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Προκειμένου να κατανοηθεί η οξύτητα του προβλήματος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Λετονία ποτέ δεν ήταν μονοεθνικό και μονογλωσσικό έδαφος και έθνος. Η κατάσταση με τις γλώσσες που χρησιμοποιεί ο πληθυσμός θυμίζει κατά κάποιο τρόπο το Βέλγιο: Ποικίλη εθνική σύνθεση στην Ανατολή, ακόμη και με ρωσική και λευκορωσική πλειοψηφία σε ορισμένες τοπικές Αρχές, σχεδόν εξολοκλήρου λετονικές αγροτικές περιοχές του Κεντρικού και του Δυτικού Τμήματος και ένας σημαντικός αριθμός ρωσόφωνων κατοίκων στην πρωτεύουσα και στις παραθαλάσσιες πόλεις. Στη Ρίγα (το έτος 2018) ζουν 46,8% Λετονοί και 37,1% Ρώσοι. Εκπρόσωποι των υπόλοιπων εθνικών ομάδων (οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Λευκορώσοι και Ουκρανοί) χρησιμοποιούν επίσης τη ρωσική γλώσσα για επικοινωνία (https://infogram.com/etnicheskij-sostav-naseleniya-rigi-1hmr6glo3qqz4nl).

Σήμερα, η Λετονία συμμετέχει σε μια σειρά ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς, όπως η ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, στην πράξη αγνοεί ανοιχτά τα άρθρα των διεθνών συμβάσεων και διακηρύξεων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων, στις οποίες συμμετέχει. Συμπεριλαμβανομένων των πιο θεμελιωδών πράξεων, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948. Παραβιάζονται τα: Άρθρο 2 (λετονικός νόμος περί γλώσσας), Άρθρο 11 (νόμος αναδρομικής ισχύος για την ιδιότητα μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος και των σοβιετικών δημόσιων οργανισμών), Άρθρο 15 (νόμοι περί ιθαγένειας), Άρθρο 19 (απαγόρευση ιδεολογίας και απαγορεύσεις στη σφαίρα της αξιολόγησης ιστορικών γεγονότων) κλπ. (http://www.un.org/ru/documents/decl_conv/declarations/declhr).

Μιλώντας επί της ουσίας, οι Αρχές της Λετονίας παραβίασαν σχεδόν όλα (!) τα άρθρα αυτής της βασικής διεθνούς πράξης για τα δικαιώματα, αλλά αυτό δεν προκάλεσε κανενός είδους κυρώσεις από τη «διεθνή κοινότητα», ούτε από τους προαναφερθέντες διεθνείς οργανισμούς, εκτός από κάποιες «συστάσεις» που δεν είναι υποχρεωτικές για κανέναν.

Φυσικά, τα άτομα που μοιράζονται την κομμουνιστική ιδεολογία δε θα βρουν τίποτα απροσδόκητο σε αυτό, οι μαρξιστές γνωρίζουν καλά την ψευδή και υποκριτική φύση της αστικής δημοκρατίας και την αληθινή στάση των καπιταλιστών και των μισθωμένων πολιτικών και αξιωματούχων τους απέναντι στα δικαιώματα των ανθρώπων. Παρόλ’ αυτά, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την αντίδραση των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών και των «αριστερών» φιλελευθέρων, εάν, για παράδειγμα, στο προαναφερόμενο Βέλγιο γινόταν μια διοικητική αλλαγή στη σχολική εκπαίδευση από τα γαλλικά στα ολλανδικά και στους θυμωμένους γονείς λεγόταν επισήμως να φύγουν στη Γαλλία και να διδάξουν τα παιδιά τους στα γαλλικά εκεί.

Στη Λετονία, παρόμοιες υπερβολές συμβαίνουν σε διάφορους τομείς, ήδη επί τρεις δεκαετίες, με την πλήρη αδιαφορία όλων των επίσημων θεσμών της ΕΕ και γνωστών πολιτικών κομμάτων και πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων «αριστερών» και σοσιαλδημοκρατών. Ωστόσο, για εμάς ένα άλλο ερώτημα είναι πιο επίκαιρο: Γιατί είναι εξίσου αδιάφοροι με αυτό που συμβαίνει οι εργαζόμενοι στη Λετονία, τόσο αυτοί που χρησιμοποιούν τη ρωσική ως τη μητρική τους γλώσσα όσο κι αυτοί που έχουν τη λετονική ως μητρική τους γλώσσα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι γνωστή: Είναι επειδή οι καταστροφείς του σοσιαλισμού κατάφεραν να χωρίσουν το προλεταριάτο με βάση την εθνικότητα, η οποία στη Λετονία καθορίζεται αντικειμενικά από τον παράγοντα της γλώσσας. Είναι επίσης απαραίτητο να σημειωθεί ο παράγοντας του υλικού κινήτρου.

Στην αρχή της καταστροφής του σοσιαλισμού, υποσχέθηκαν την αποκατάσταση όχι μόνο του καθεστώτος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και της εθνικοποιημένης ιδιοκτησίας στους πρώην ιδιοκτήτες της. Ιδιοκτησία, για παράδειγμα, θεωρούνται οι γεωργικές εκτάσεις και τα δάση. Η μέση έκταση των πρώην αγροκτημάτων είναι 30-50 εκτάρια και οι δυνητικοί κληρονόμοι, που ανήκαν τυπικά στο προλεταριάτο, γνώριζαν καλά την αντίστοιχη αξία τους στις σύγχρονες συνθήκες. Λόγω των προαναφερθέντων λόγων, οι περισσότεροι από αυτούς τους ιστορικούς κληρονόμους ήταν Λετονοί και τα προσωπικά τους υλικά συμφέροντα έρχονταν σε σύγκρουση με τα ταξικά συμφέροντα.

Αργότερα, έχοντας αποκτήσει την εξουσία, κυριολεκτικά από τα πρώτα χρόνια της αποκατάστασης της αστικής κρατικής εξουσίας, οι κυβερνώντες πολιτικοί άρχισαν να εξηγούν ότι «η βιομηχανία είχε επιβληθεί τεχνητά» και η Λετονία μπορεί εύκολα να ζήσει χωρίς όλα αυτά τα εργοστάσια. Οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να αποδεχτούν ήρεμα τη διάλυσή τους, κυρίως μπροστά στην προοπτική απασχόλησης στον τομέα της δημόσιας διοίκησης. Είναι αλήθεια: Ένα ξεχωριστό κράτος χρειάζεται πολύ περισσότερους αξιωματούχους-διαχειριστές από μια δημοκρατία της πρώην Ένωσης και ο αριθμός των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης στη Λετονία αυξήθηκε σχεδόν κατά πέντε φορές σε σύγκριση με τη Λετονική ΣΣΔ. Και αυτή είναι μια δουλειά κύρους με υψηλό μισθό.

Εδώ αναδύονται άλλοι παράγοντες της αστικής τεχνολογίας διάσπασης της ενότητας των εργατών, ο εθνικός (γλωσσικός) παράγοντας και η στέρηση της υπηκοότητας. Αυτή, για παράδειγμα, είναι η εικόνα των διαφορών των δυνατοτήτων απασχόλησης των πολιτών και των μη πολιτών: https://www.russkie.org.lv/sites/default/files/rights-differences.pdf (Παράρτημα 1).

Βεβαίως, δε θα μπορούσαν να γίνουν όλοι οι Λετονοί υπάλληλοι της δημόσιας διοίκησης. Όμως, στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης της Λετονίας και της αύξησης της ανεργίας στο βιομηχανικό τομέα της οικονομίας, κάθε δουλειά στο δημόσιο τομέα (από την εκπαίδευση και την ιατρική μέχρι τις υπηρεσίες των μηχανικών δικτύων) έγινε ελκυστική λόγω της ύπαρξης όχι μόνο υψηλότερων μισθών, αλλά κοινωνικών παροχών. Συνολικά, στο δημόσιο τομέα της Λετονίας απασχολούνται περίπου διακόσιες πενήντα χιλιάδες εργαζόμενοι (από το περίπου ένα εκατομμύριο όλου του ενεργού πληθυσμού). Επιπλέον, τομείς της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, όπως, για παράδειγμα, η οδοποιία, ορισμένοι κλάδοι των μεταφορών κ.ά. υπάρχουν στην πραγματικότητα λόγω των δημόσιων συμβάσεων και κατά συνέπεια εξαρτώνται από τους κυβερνώντες πολιτικούς.

Μια καλά υπολογισμένη πολιτική των αστικών Αρχών εμπόδισε την αντίδραση στην ανάπτυξη του μικροαστικού αυθορμητισμού μέσα στο περιβάλλον των εργατών, το ξεπέρασμα της αδιαφορίας ορισμένων και του φόβου για την απόλυση και για διώξεις άλλων. Η διαδικασία της περικοπής των κοινωνικών παροχών πραγματοποιήθηκε αρκετά αργά. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού, παρέμειναν υπολείμματα των σοσιαλιστικών κατακτήσεων των εργαζόμενων. Η ανώτατη εκπαίδευση επί πληρωμή εισήχθη κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’90 του περασμένου αιώνα (ένα μέρος των ειδικοτήτων συνεχίστηκε να πληρώνεται από το δημόσιο προϋπολογισμό, αλλά μόνο στη λετονική γλώσσα). Η πλήρης μετάβαση σε επί πληρωμή υγειονομικές υπηρεσίες προγραμματίζεται μόνο για φέτος. Αυτό επέτρεψε να διατηρηθούν ψευδαισθήσεις σχετικά με τη «φροντίδα από την πλευρά του κράτους». Όσον αφορά τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, ένα μέρος τους διατηρήθηκε, ενώ ένα άλλο (για τα μεσαία και ανώτερα στρώματα της κρατικής υπαλληλίας) αντικαταστάθηκε από υψηλότερη χρηματική αποζημίωση, πολλές φορές μεγαλύτερη από τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων στα χρόνια του σοσιαλισμού.

Κατά την ένταξη της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίστηκε η δυνατότητα αξιοποίησης σημαντικών οικονομικών πόρων υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων. Και στους ιδιοκτήτες αγροκτημάτων δόθηκε γενικά η δυνατότητα να συνταξιοδοτούνται στην ηλικία των 50 ετών (για τις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζόμενων η ηλικία συνταξιοδότησής τους αυξάνεται στα 65 το 2025, το 2018 ήταν στα 62 έτη και 9 μήνες). Όπως αναφέρθηκε ήδη, η απόλυτη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού είναι Λετονοί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εργαζόμενοι ενός εργοστασίου, που καταστράφηκε κατά την ανεδαφική αποβιομηχανοποίηση, διέθεταν πολύ διαφορετικές δυνατότητες ανάλογα με την εθνική τους προέλευση: Να τους πετάξουν απλά στο δρόμο ή να προσληφθούν στο δημόσιο τομέα, έχοντας επιπλέον κληρονομήσει αγροτικά νοικοκυριά με όλα τα προαναφερθέντα οφέλη και ευκαιρίες.

Ακόμα και η πολυσυζητημένη σήμερα «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» αποσκοπεί όχι μόνο στην κινητοποίηση του λετονικού εκλογικού σώματος στη βάση εθνικιστικών συναισθημάτων, αλλά και στην προσφορά θέσεων εργασίας στους δασκάλους που έμειναν άνεργοι λόγω της διάλυσης των μικρών αγροτικών σχολείων στη Λετονία, εις βάρος των Ρώσων δασκάλων οι οποίοι απολύθηκαν από τα σχολεία στην πόλη, όπου η εκπαίδευση πρέπει πλέον να είναι στα λετονικά.

Ως αποτέλεσμα, έχουμε την αστικοποίηση του λετονικού τμήματος των εργαζόμενων, οι οποίοι εξαγοράστηκαν από τα επιδόματα του «εθνικού κράτους» και την περιθωριοποίηση και μετανάστευση του ρωσόφωνου προλεταριάτου που παλεύει για τη στοιχειώδη επιβίωση.

Οι επικλήσεις της αστικής εξουσίας στην «εθνική ενότητα των Λετονών», ανεξάρτητα από την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, υποστηρίζονται από απτά υλικά προνόμια και είναι πρακτικά αδύνατο να σπάσουν τέτοιες απόψεις μόνο με ιδεολογική, διαφωτιστική και προπαγανδιστική δουλειά. Το ρωσόφωνο τμήμα των εργαζόμενων, που έχουν μείνει χωρίς αυτά τα προνόμια, αρχίζει να προσανατολίζεται προς την καπιταλιστική Ρωσία, βλέποντας θετικά όχι μόνο ορισμένα στοιχεία του σοβιετικού παρελθόντος που διατηρούνται εκεί, όπως ο εορτασμός της νίκης επί της Ναζιστικής Γερμανίας, αλλά και τις φιλελεύθερες, ιμπεριαλιστικές, εθνικιστικές πτυχές που προωθούνται από εκπροσώπους της ρωσικής άρχουσας τάξης.

Η συγκρατημένη στην επιλογή εθνικών ζητημάτων πολιτική τακτική του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας (ΣΚΛ), σε αυτές τις συνθήκες, μερικές φορές εκλαμβάνεται όπως το διαβόητο «πατάει σε δυο βάρκες». Εάν χρησιμοποιήσουμε αυτήν την εικόνα για να εξηγήσουμε τη θέση μας, το ΣΚΛ δεν πατάει αλλά στέκεται ανάμεσα σε δύο βάρκες: Η μία είναι των Λετονών εργαζόμενων και η άλλη είναι των ρωσόφωνων. Και οι δύο «βάρκες» έχουν ένα σπασμένο κομμάτι από τις προσπάθειες της λετονικής και της ρωσικής αστικής τάξης, που προσπαθούν να τις στρέψουν προς την κατεύθυνσή τους ή τουλάχιστον να τις ταρακουνήσουν. Και προσπαθούμε να το αποτρέψουμε, διατηρώντας αυτήν την αδύναμη υποστήριξη του σύγχρονου προλεταριάτου της Λετονίας.

Φυσικά, σε κάθε χώρα, η κατάσταση με τις διεθνικές σχέσεις μεταξύ των εργαζόμενων και η επίδραση αυτού του παράγοντα στην ταξική συνείδηση είναι αρκετά διαφορετική. Ένα κάλεσμα στην εθνική αυτογνωσία των μαζών μπορεί να έχει προοδευτικό χαρακτήρα στις χώρες που αγωνίζονται για απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα ή ενάντια στις εκδηλώσεις νεο-αποικιοκρατίας. Στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, ο εθνικισμός εκδηλώνεται ως μονοσήμαντα αντιδραστικός παράγοντας, ο οποίος χρησιμοποιείται με επιτυχία από την τοπική και παγκόσμια αστική τάξη, για να αντιταχτεί στην ενότητα της εργατικής τάξης.

Είναι προφανές ότι, από τη στιγμή της εμφάνισης του σοσιαλιστικού κράτους στη Ρωσία το 1917 και μέχρι την αστική αντεπανάσταση τη δεκαετία του ’90 του περασμένου αιώνα, η συμπεριφορά των μαζών των εργαζόμενων στην ΕΣΣΔ και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μας δείχνει γλαφυρά, ότι αυτός ο παράγοντας υποτιμάται σαφώς στη μαρξιστική θεωρία και απαιτεί μια σοβαρή έρευνα. Η σημασία αυτού του παράγοντα επισημάνθηκε από τον Β. I. Λένιν: «Ο αστικός και ο αστικοδημοκρατικός εθνικισμός, αναγνωρίζοντας στα λόγια την ισοτιμία των εθνών, στην πράξη υπερασπίζει (συχνά κρυφά πίσω από την πλάτη του λαού) ορισμένα προνόμια του ενός από τα έθνη και προσπαθεί πάντα να πετύχει μεγαλύτερα οφέλη για το «δικό του» έθνος (δηλαδή για την αστική τάξη του έθνους του), να διαιρέσει τα έθνη και να βάλει φραγμούς ανάμεσά τους, να καλλιεργήσει τις εθνικές διακρίσεις κτλ. Ο αστικός εθνικισμός, μιλώντας περισσότερο για «εθνικό πολιτισμό», υπογραμμίζοντας ό,τι ξεχωρίζει το ένα έθνος από το άλλο, διαιρεί τους εργάτες των διάφορων εθνών και τους εξαπατά με “εθνικά συνθήματα”.» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 24, σελ. 231, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).