Από τον Ευρωκομμουνισμό στη συμμέτοχη σε αστικές κυβερνήσεις


Ραούλ Μαρτίνες, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Εργαζόμενων της Ισπανίας

Το μακρύ ταξίδι του Ευρωκομμουνισμού

Στις 13 Γενάρη 2020 συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας από την εποχή της Δεύτερης Δημοκρατίας από υπουργούς του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ισπανίας (PSOE) και τη συμμαχία Unidas Podemos, στην οποία συμμετέχουν το Podemos, η Ενωμένη Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας (ΚΚΙ). Έτσι, βρέθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο δύο μέλη του ΚΚΙ, η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίας και ο υπουργός Κατανάλωσης Αλμπέρτο Γκαρσόν.

Το μεγάλο ταξίδι που ξεκίνησε υπό τη ρεβιζιονιστική ηγεσία του ΚΚΙ με επικεφαλής τον Σαντιάγο Καρίγιο έφτασε σε ένα νέο σταθμό. Ο στόχος που έθεσε ο ευρωκομμουνισμός επετεύχθη. Πλέον, βρίσκονται στην κυβέρνηση. Ήρθε η ώρα της αλήθειας, η ώρα που η πράξη θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει τις θέσεις που οδήγησαν την κομμουνιστική ηγεσία της Ισπανίας να εγκαταλείψει κάθε επαναστατική στρατηγική, εφαρμόζοντας τις θέσεις που κυριάρχησαν μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δυναμώνοντας τη γραμμή της συνεργασίας με την αστική τάξη, που βύθισε το κομμουνιστικό κίνημα σε μία κρίση η οποία υφίσταται μέχρι σήμερα.

Το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Εργαζόμενων της Ισπανίας (ΚΚΕΙ) τοποθετήθηκε δημόσια σε σχέση με τη νέα κυβέρνηση συνεργασίας. Στην απόφασή του στις 7 Γενάρη 2020, το ΚΚΕΙ προειδοποιούσε ότι αυτή η κυβέρνηση δε θα έκανε τίποτ’ άλλο, παρά να διαχειριστεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Προειδοποιούσαμε για τις αυταπάτες που σπέρνονταν σε σημαντικά τμήματα του εργατικού κινήματος στη βάση μίας σειράς συμβολικών προτάσεων. Καλούσαμε σε καμία εμπιστοσύνη στη νέα σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που σκοπό είχε να συγκρατήσει την κινητοποίηση των μαζών μπροστά στην υποβόσκουσα έκρηξη της νέας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία σήμερα εξελίσσεται με σφοδρότητα.

Εν ολίγοις, μπροστά στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού, το ΚΚΕΙ επανέλαβε τη δέσμευσή του για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης, καλούσε τους εργαζόμενους να κάνουν αποφασιστικά βήματα να ενισχύσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα και να συγκεντρώσουν δυνάμεις γύρω από τη στρατηγική για την ανατροπή.

Το παρόν άρθρο αφορά ακριβώς αυτόν τον αγώνα. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, πολλά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι υπερασπιστές της στρατηγικής της καπιταλιστικής διαχείρισης βασίζονται σε υποτιθέμενες εθνικές ιδιαιτερότητες –ορισμένες εκ των οποίων είναι κοινές με άλλες χώρες του Νότου της Ευρώπης– και δήθεν θα είχαν δικαιολογία να ακολουθήσουν ένα δικό τους δρόμο.

Απολογισμός ενός χρόνου καπιταλιστικής διαχείρισης

Η συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας και του πρώτου χρόνου διαχείρισης του καπιταλισμού αναπτύσσεται στις απαρχές μίας νέας κρίσης υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, μίας κρίσης που δεν προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού. Κατά την άποψή μας, όσοι περιορίζουν τις αιτίες της κρίσης στην πανδημία, επιδιώκουν να αθωώσουν τον καπιταλισμό, σκόπιμα αποκρύπτουν ότι η πηγή της κρίσης βρίσκεται στις ίδιες τις αντιθέσεις που διακατέχουν τον καπιταλισμό, όχι σε εξωτερικούς παράγοντες ή στη μία ή στην άλλη μορφή διαχείρισης. Οι αποφάσεις που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιτάχυναν τη νέα οικονομική κρίση, η οποία εκκολαπτόταν από το 2014, πράγμα για το οποίο εμείς οι κομμουνιστές προειδοποιούσαμε με επιμονή. Η κυβέρνηση συνεργασίας απάντησε στο ξέσπασμα της κρίσης με το σύνθημα ότι σε αυτές τις συνθήκες «κανείς δε θα μείνει πίσω». Προσπαθούν, έτσι, να διαφοροποιηθούν από τον τρόπο με τον οποίον έγινε η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης την περίοδο 2008-2014. Το πρόβλημα, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, δε βρίσκεται στον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά στο νεοφιλελευθερισμό. Επομένως, το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της κυβέρνησης θα δώσει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να μην πληρώσουν τις συνέπειες της κρίσης.

Σκόπιμα αποκρύπτεται ότι την πρώτη φάση της προηγούμενης κρίσης την διαχειρίστηκε επίσης μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Προσπαθούν να ρίξουν τις ευθύνες για τις συνέπειες της κρίσης αποκλειστικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και να αποφύγουν να υπάρξουν παραλληλισμοί ανάμεσα στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Θαπατέρο (PSOE) και σε αυτά που λαμβάνονται σήμερα.

Η επιχειρηματολογία της σοσιαλδημοκρατίας βασίζεται σε μία δέσμη συμβολικών μέτρων που σκοπό έχουν να απαρνηθούν το αυτονόητο, ότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν εκ νέου τις συνέπειες της κρίσης. Όπως έχουμε υπογραμμίσει ως ΚΚΕΙ, άλλο πράγμα είναι οι δημόσιες δηλώσεις της κυβέρνησης και άλλο τα μέτρα που λαμβάνονται, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, τελικά, άλλο πράγμα τα όσα συμβαίνουν στους χώρους δουλειάς και στις λαϊκές γειτονιές. Η απόσταση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα και στην πραγματικότητα τείνει να γίνει αβυσσαλέα.

Η προηγούμενη καπιταλιστική κρίση ξέσπασε στην Ισπανία το 2008. Από τότε και μέχρι τις εθνικές εκλογές του Νοέμβρη του 2011 η κυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια του PSOE. Στην πρώτη φάση της κρίσης, αυτή η κυβέρνηση απάντησε με ένα πρόγραμμα τυπικά κεϊνσιανών μέτρων, το λεγόμενο και Σχέδιο Τόνωσης της Οικονομίας και της Εργασίας –γνωστό και ως Σχέδιο Ε– μαζί με μία σειρά μέτρων που σκοπό είχε να υποστηρίξει την αυτοκινητοβιομηχανία και τον τουρισμό και τη λεγόμενη Στρατηγική της Βιώσιμης Οικονομίας, όπως ορίζεται στο νόμο περί βιώσιμης οικονομίας, ο οποίος σκοπό είχε να αντικαταστήσει το Σχέδιο Ε και να εκσυγχρονίσει με καπιταλιστικούς όρους το ισπανικό παραγωγικό σύστημα. Από το Μάη του 2010 η ίδια σοσιαλδημοκρατία ενίσχυσε το μονοπάτι της λιτότητας, επιβάλλοντας μία σκληρή εργασιακή μεταρρύθμιση (μεταξύ Ιούνη-Σεπτέμβρη 2010) και επικυρώνοντας την αναθεώρηση του άρθρου 135 του Συντάγματος τον Αύγουστο του 2011, που περιλαμβάνει το λεγόμενο χρυσό φορολογικό κανόνα.

Έτσι, μεσούσης μίας έντονης κοινωνικής αμφισβήτησης, η σοσιαλδημοκρατία προετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Λαϊκού Κόμματος στην κυβέρνηση μετά από τις εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 20 Νοέμβρη 2011, το οποίο και διά του Μαριάνο Ραχόι θα έπαιρνε τη σκυτάλη στην εναλλαγή της διαχείρισης του ισπανικού καπιταλισμού και θα συνέχιζε τα σκληρά χτυπήματα ενάντια στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα.

Η ρητορική της σημερινής κυβέρνησης είναι άμεση κληρονόμος της ρητορικής του PSOE του Θαπατέρο μέχρι το Μάη του 2011. Για την ακρίβεια, και πάλι βρισκόμαστε μπροστά σε σχέδια για την υποστήριξη συγκεκριμένα της αυτοκινητοβιομηχανίας (το λεγόμενο και Σχέδιο MOVES) και του τουριστικού κλάδου. Και πάλι συζητιέται ο εκσυγχρονισμός του ισπανικού παραγωγικού ιστού μέσω του λεγόμενου «Πράσινου Καπιταλισμού», αυτήν τη φορά μέσω του νόμου περί Κλιματικής Αλλαγής και Ενεργειακής Μετάβασης.

Όπως συνέβη και με την προηγούμενη κρίση, οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας έθεσαν στην υπηρεσία των επιχειρήσεων ένα μεγάλο όγκο δημόσιων πόρων. Έτσι, εκχωρήθηκαν πιστώσεις κεφαλαίων χωρίς απόδοση ή με ένα πολύ μικρό επιτόκιο στους καπιταλιστές και, πολύ συγκεκριμένα, με φοροαπαλλαγές και πριμοδοτήσεις στις εργοδοτικές εισφορές για την κοινωνική ασφάλιση.

Παράλληλα, η νομοθεσία περί απαλλαγής, που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης κατάσταση ετοιμότητας που κηρύχτηκε στις 14 Μάρτη 2020, ξεκινά μία διαδικασία εκσυγχρονισμού των εργασιακών σχέσεων που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οι κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις, από εκεί που υπόσχονταν την κατάργηση των εργασιακών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (το 2010 από το PSOE και το 2012 από το Λαϊκό Κόμμα), κατέληξαν να αναπτύσσουν και να χρησιμοποιούν μαζικά τους μηχανισμούς που θεσπίστηκαν από εκείνες τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις (που υπόσχονταν να καταργήσουν). Τώρα, υπόσχονται ένα νέο εργατικό Δίκαιο που, όπως όλα δείχνουν, θα βασίζεται στην απατηλή έννοια της ευελφάλειας, που επινοήθηκε εντός της ΕΕ, εμβαθύνοντας την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων σε βάρος της συλλογικής διαπραγμάτευσης, την «ουμπεροποίηση» της αγοράς εργασίας και τη γενίκευση της δουλειάς κατά παραγγελία του εργοδότη.

Στην πραγματικότητα, η σημερινή κυβέρνηση εξακολουθεί στο μονοπάτι της διευκόλυνσης μεγαλύτερων δεικτών εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο και έτσι εντείνεται η μαζική φτωχοποίηση των εργαζόμενων, η απαξίωση του εμπορεύματος εργατική δύναμη, η τιμή της οποίας βρίσκεται σε πολλούς κλάδους κάτω του κόστους της αναπαραγωγής. Προκάλεσε μία ταχεία ανάπτυξη των λεγόμενων φτωχών εργαζόμενων, πράγμα στο οποίο η κυβέρνηση απάντησε εγκρίνοντας το λεγόμενο «ελάχιστο εισόδημα επιβίωσης», το οποίο συμπληρώνει με δημόσιο χρήμα τις συνθήκες εξαθλίωσης και πείνας που έχουν επιβληθεί από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

Το ζήτημα της ακροδεξιάς

Η διαδικασία καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού προκύπτει σε πολιτικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από την άνοδο της Ακροδεξιάς. Η γρήγορη ανάπτυξη του κόμματος Vox, που προέκυψε ως διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος, χρησιμοποιείται από το PSOE και το Unidas Podemos για να παγιδεύσει το εργατικό κίνημα στο ψευτοδίλημμα «είτε στηρίζουμε την κυβέρνηση συνεργασίας είτε ευνοούμε την άνοδο του φασισμού».

Το ΚΚΕΙ χαρακτήρισε την άνοδο του Vox ως απάντηση ενός τμήματος της αστικής τάξης στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης της περιόδου 2008- 2014 σε ένα σκηνικό που χαρακτηρίζεται από έντονη ενδοαστική διαμάχη, τόσο στο εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το Vox εξυπηρετεί τα συμφέροντα ενός τμήματος της αστικής τάξης, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φασιστική δύναμη, καθώς για την ώρα η στρατηγική του βρίσκεται εντός των ορίων της αστικής δημοκρατίας.

Προφανώς, αυτό δε σημαίνει ότι σε συνθήκες έντασης της ταξικής πάλης αυτή η στρατηγική δεν μπορεί να αλλάξει σε ένα πρόγραμμα φασιστικής κοπής. Ωστόσο, το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία του Vox βασίζεται στην υπεράσπιση του φρανκισμού και του ριζικού αντικομμουνισμού δεν αποτελεί θεμελιώδη διαφορά με τις θέσεις άλλων πολιτικών κομμάτων της Δεξιάς, όπως το κόμμα Λαϊκή Συμμαχία ή η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου στον καιρό τους και το ίδιο το Λαϊκό Κόμμα τις τελευταίες δεκαετίες.

Αυτό που πραγματικά είναι καινούργιο είναι η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ακροδεξιά:

  • Προωθεί τη λεκτική αντιπαράθεση και πόλωση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και στην Ακροδεξιά.
  • Παρουσιάζει την τρέχουσα κυβέρνηση συνεργασίας ως νέα εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου.
  • Δικαιολογεί την παρουσία μελών του ΚΚΙ στην κυβέρνηση με την επίκληση της «δημοκρατικής παράδοσης» του ΚΚΙ, δηλαδή του ευρωκομμουνισμού.

Έτσι, προσπαθούν να διατηρήσουν το μπλοκ της Δεξιάς διαιρεμένο, ούτως ώστε το παιχνίδι του εκλογικού νόμου να τους επιτρέψει να διατηρήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να παγιδέψουν την εργατική τάξη στην παγίδα της «ενότητας της Αριστεράς». Γι’ αυτό, διαστρεβλώνουν την ιστορία της κομμουνιστικής πάλης στην Ισπανία, περιορίζοντάς την σε κάτι που απλά αφορά τον τρόπο με τον οποίον το ΚΚΙ εγκατέλειψε τον επαναστατικό δρόμο για να μετατραπεί σε μία κατ’ ουσία σοσιαλδημοκρατική δύναμη.

Και πάλι για την «πατριωτική αστική τάξη»

Η κυβέρνηση συνεργασίας, όπως δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, είναι μία καπιταλιστική κυβέρνηση. Όμως, στο βαθμό στον οποίον επικαλείται την ψήφο των λαϊκών στρωμάτων και αποτελείται από πολιτικές δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποκρύπτει τον αστικό της χαρακτήρα, κάνοντας συνεχώς επίκληση σε μία ψευδεπίγραφη διαφοροποίηση στο πλαίσιο των κυρίαρχων τάξεων.

Γι’ αυτόν το λόγο, τόσο από τις γραμμές του PSOE όσο και από τις γραμμές του Unidas Podemos, γίνεται επίκληση στη συμφωνία των «πατριωτών επιχειρηματιών». Έτσι, προβάλλεται στο εργατικό κίνημα η ύπαρξη μίας «καλής» και μίας «κακής» αστικής τάξης, μίας αστικής τάξης που είναι με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά και θα περιόριζε την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ευθυγραμμιζόταν με τον Τραμπ, τον Μπολσονάρο και άλλους, κληρονόμος του φρανκικού αυταρχισμού, καθυστερημένη, αντιδραστική, θα αγαπούσε τη φοροαποφυγή και την κερδοσκοπία. Η άλλη μερίδα των επιχειρηματιών, η «πατριωτική», υποστηρίζει την κυβέρνηση, υποστηρίζει τη συμφωνία με τα συνδικάτα στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου», είναι διατεθειμένη να πραγματοποιήσει σχέδιο εκσυγχρονισμού της ισπανικής οικονομίας με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει την πληρωμή δίκαιων φόρων και μία κάποια αναδιανομή του πλούτου για να τονώσει την εσωτερική κατανάλωση και, επίσης, είναι κοσμοπολίτικη και δημοκρατική.

Αυτό το φανταστικό τμήμα της αστικής τάξης επικαλείται άμεσα ο πρόεδρος της κυβέρνησης Πέδρο Σάντσες, ο πρώην αρχηγός του Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας και ο συντονιστής της ενωμένης Αριστεράς Αλμπέρτο Γκαρσόν.

Και η νέα σοσιαλδημοκρατική επιχειρηματολογία

Η επιχειρηματολογία της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας και των κομμάτων της δεν είναι καινούργια. Για την ακρίβεια, πολλές από τις θέσεις της είναι κληρονομημένες από τον ευρωκομμουνισμό και επικαλούνται την πολιτική γραμμή που ακολουθήθηκε υπό την ηγεσία του Σαντιάγο Καρίγιο κατά το τελευταίο διάστημα της δικτατορίας του Φράνκο.

Σήμερα δίνεται έμφαση σε μία ορισμένη ισπανική ιδιαιτερότητα με βάση το γεγονός της επιβίωσης μίας, ερχόμενης από παλιά, καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών στις οποίες πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ισπανία και στο γεγονός ότι στην Ισπανία διατηρήθηκε το φασιστικό καθεστώς μετά από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε αυτήν τη βάση, οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αστική επανάσταση στην Ισπανία δεν έχει ολοκληρωθεί. Επομένως, δικαιολογείται η συμμαχία της εργατικής τάξης με τη «δημοκρατική αστική τάξη» ή με την «πατριωτική αστική τάξη» για να ολοκληρωθεί αυτή η αστική επανάσταση και να κατακτηθεί μία αστική δημοκρατία που να αντιστοιχεί σε αυτήν των γύρω χώρων, δικαιολογώντας με αυτόν τον τρόπο τη συμμετοχή ορισμένων δυνάμεων που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστικές στην αστική κυβέρνηση.

Αυτές οι θέσεις εκφράστηκαν κατά τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης, για να τεκμηριωθεί ότι υπάρχει ανάγκη να θεσπιστεί ένα νέο κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα σαν αυτό των Συμφωνιών της Μονκλόα. [1] Εκείνες οι Συμφωνίες υπογράφηκαν το 1977 και έδιναν τη δυνατότητα στην ισπανική αστική τάξη να έχει ένα πρόγραμμα το οποίο, ως προς την οικονομική του πλευρά, θα υπέτασσε την εργατική τάξη στα μέτρα που χρειάζονταν οι καπιταλιστές για να αντιμετωπίσουν την κρίση και, στο πολιτικό επίπεδο, θα δέσμευε οριστικά το ΚΚΙ στη μετάβαση από τη δικτατορία στην αστική δημοκρατία και στην ολοκληρωτική παραίτηση από την επαναστατική στρατηγική. Έτσι, η εργατική τάξη έχασε την πολιτική της ανεξαρτησία, το επαναστατικό εργατικό κίνημα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και οι ταξικές θέσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα υπέστησαν σοβαρό πλήγμα. Μπροστά στην τρέχουσα οικονομική κρίση, που επιταχύνθηκε από την πανδημία, ο πρόεδρος της κυβέρνησης επικαλέστηκε ένα νέο πολιτικοκοινωνικό συμβόλαιο της Μονκλόα, στο οποίο οι πολιτικές δυνάμεις δεσμεύονται στο σχεδιασμό και την εκτέλεση μίας σειράς μέτρων που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση της κρίσης στο πλαίσιο μίας διαδικασίας εκσυγχρονισμού του ισπανικού καπιταλισμού.

Αυτή η πρωτοβουλία επιστεγάστηκε με τη δημιουργία της Επιτροπής Κοινωνικής και Οικονομικής Ανασυγκρότησης της Βουλής υπό την προεδρία του βουλευτή Πάτξι Λόπες (PSOE), αντιπρόεδρος στην οποία είναι ο εκπρόσωπος της συμμαχίας Unidas Podemos, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΙ.

Η Επιτροπή Ανασυγκρότησης οργανώθηκε σε διαφορετικές υποεπιτροπές με θεματικό χαρακτήρα, στις οποίες συμμετέχουν ειδικοί σε διάφορα θέματα και εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, επιχειρηματικών ενώσεων κτλ., με σκοπό την επίτευξη συναίνεσης σε σχέση με τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι επιχειρείται η επίτευξη μίας νέας συμφωνίας ταξικής συνεργασίας, που εγγυάται την επιβίωση του ισπανικού καπιταλισμού με νέα εκσυγχρονιστική ώθηση, διατηρώντας ορισμένα επίπεδα κοινωνικής ειρήνης.

Η δικαιολόγηση της συμμετοχής των δυνάμεων που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστικές τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην εν λόγω Επιτροπή βασίζεται στα κύρια επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο ευρωκομμουνισμός στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα μπροστά στον μπαμπούλα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Γίνεται επίκληση της ιδιαιτερότητας του ρόλου των κομμουνιστών στην Ισπανία για «την υπεράσπιση της Δημοκρατίας», την «πολιτική εθνικής συμφιλίωσης», το «πάθος για την ενότητα» κτλ.

Στην πραγματικότητα, παίρνουν προβάδισμα οι ευρωκομμουνιστικές πολιτικές που οδήγησαν στην εγκατάλειψη κάθε επαναστατικής στρατηγικής στην κατεύθυνση της ανατροπής, στη ρήξη με το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και στην προδοσία των σοσιαλιστικών χωρών. Γίνεται επίκληση με πάθος στην παραδειγματική πάλη των Ισπανών κομμουνιστών ενάντια στο φασισμό, ως παράδειγμα θυσίας στο βωμό της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Διεκδικείται η ιδιοποίηση της μετάλλαξης του ιστορικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και έτσι δικαιολογείται η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις.

Πρέπει να συμμετέχουν οι κομμουνιστές σε αστικές κυβερνήσεις;

Το ΚΚΕΙ κάνει μία κοπιαστική προσπάθεια για να αναλύσει την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ισπανία. Η ανάλυση αυτή μας οδηγεί σε ένα συμπέρασμα το οποίο βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις που δικαιολογούν τη συμμετοχή των κομμουνιστικών δυνάμεων σε αστικές κυβερνήσεις. Κατά την άποψή μας, ούτε σήμερα, ούτε κατά τον 20ό αιώνα υπήρξαν εθνικές ιδιαιτερότητες που θα δικαιολογούσαν τη συμμετοχή των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις.

Θεωρούμε ότι η Κομμουνιστική Διεθνής έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα στοιχεία καθυστέρησης που υπήρχαν στην οικονομική βάση ορισμένων χωρών, όπως η Ισπανία. Σε αυτήν τη βάση προσδιορίστηκε μηχανιστικά ο τύπος της επανάστασης που πραγματοποιούνταν σε κάθε χώρα, αν και τονιζόταν ότι η εργατική τάξη έπρεπε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις περιπτώσεις που η επανάσταση θεωρούνταν αστικοδημοκρατική. Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων, η συνέχεια της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων και στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν σε μία σαφή αποδυνάμωση της επαναστατικής στρατηγικής σε μία σειρά χώρες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται και η Ισπανία, δυνάμωσε η γραμμή της ταξικής συνεργασίας, μαζί με τις αρνητικές αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, συνέβαλε αποφασιστικά στη μετάλλαξη πολλών ΚΚ, ανάμεσα σε άλλα του ΚΚΙ.

Αν και θεωρούμε ότι θα ήταν λάθος να υπερεκτιμηθούν τα φεουδαρχικά κατάλοιπα κατά τη δεκαετία του 1930 του περασμένου αιώνα, το να λέμε σήμερα ότι αυτά τα κατάλοιπα είναι παρόντα στην καπιταλιστική διαμόρφωση και να απορρέει από εκεί η ανάγκη συμμετοχής των κομμουνιστών στην καπιταλιστική κυβέρνηση σημαίνει εγκατάλειψη του μαρξισμού. Η Ισπανία είναι μία ιμπεριαλιστική χώρα, στην οποία η μόνη επανάσταση που δεν έχει γίνει είναι η σοσιαλιστική-κομμουνιστική και δεν υπάρχει καμία ιδιαιτερότητα που να δικαιολογεί τη θεωρητικοποίηση ενός ιδιαίτερου δρόμου προς το σοσιαλισμό. Αυτά τα επιχειρήματα, στην πραγματικότητα, σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν με κάθε κόστος την εγκατάλειψη της επαναστατικής στρατηγικής και τη μετάλλαξη των κομμουνιστικών δυνάμεων σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Η άρνηση του τέλους της εποχής των αστικών επαναστάσεων οδηγεί στην αθώωση της καπιταλιστικής δικτατορίας υπό το πρόσχημα της υπεράσπισης της εμβάθυνσης της αστικής δημοκρατίας. Με τη σειρά της, η δικαιολόγηση της συμμετοχής στην αστική κυβέρνηση υπό την απειλή της ανόδου της Ακροδεξιάς, όπως γίνεται στην Ισπανία, σημαίνει περιορισμό του προγράμματος της εργατικής τάξης στην υπεράσπιση μίας από τις μορφές με τις οποίες αποκαλείται η αστική τάξη –αστική δημοκρατία– υποτασσόμενοι σε αυτήν στο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, παραβλέποντας την υφιστάμενη συνέχεια ανάμεσα στη μία και στην άλλη μορφή κυριαρχίας και, μαζί με αυτό, τη γενική τάση προς την αντίδραση στην ιμπεριαλιστική εποχή.

Ούτε η λογική του μικρότερου κακού δικαιολογεί τη συμμετοχή των κομμουνιστικών δυνάμεων σε αστικές κυβερνήσεις. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα έχει πλούσια πείρα σε σχέση με το τι σημαίνει συμμετοχή σε καπιταλιστικές κυβερνήσεις. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στην οποία η συμμετοχή των κομμουνιστών σε τέτοιες κυβερνήσεις να οδήγησε στην ενίσχυση των θέσεων της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, αυτές οι εμπειρίες οδήγησαν σε αποδυνάμωση των ταξικών θέσεων, στη διασπορά ψεύτικων προσδοκιών δήθεν σταδιακής εξέλιξης διά της κοινοβουλευτικής οδού προς το σοσιαλισμό και ενίσχυσαν τη μετάλλαξη των κομμουνιστικών δυνάμεων σε σοσιαλδημοκρατικές.

Χρειάζεται ανυποχώρητη πάλη ενάντια σε αυτές τις θέσεις. Ιδιαίτερα αυτό πρέπει να γίνεται τεκμηριωμένα, βοηθώντας τα τμήματα της εργατικής τάξης που παγιδεύονται από τη λογική του μικρότερου κακού να προχωρήσουν προς επαναστατικές θέσεις. Να αποκαλύψουμε τα μέτρα της κυβέρνησης που είναι δήθεν υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, να εξηγήσουμε με υπομονή πώς αυτά τα μέτρα εντάσσονται στη λογική του εκσυγχρονισμού της εκμετάλλευσης, να συμβάλουμε ώστε η απάντηση των εργατών στην κρίση να είναι όσο πιο μαζική γίνεται, να βοηθήσουμε να ενισχυθούν οι ταξικές μαχητικές θέσεις μέσα στα συνδικάτα, να συμβάλουμε στην οργάνωση των λαϊκών στρωμάτων στις γειτονιές και στο φοιτητικό/μαθητικό κίνημα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Όλ’ αυτά τα καθήκοντα, που οδηγούν στην ενίσχυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, συγκεντρώνοντας ταξικές δυνάμεις που θα καταλαβαίνουν από τη δική τους πείρα ότι μόνη διέξοδος για την εργατική τάξη και το καθήκον των καιρών μας είναι η αποφασιστική πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλά η καπιταλιστική εκμετάλλευση δυναμώνει στη διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Επομένως, το μόνο που αρμόζει είναι η κατά μέτωπο εναντίωση και η αποκάλυψη του χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής και των ευρωκομμουνιστών υπερασπιστών της. Αυτό είναι το συμπέρασμα που αντλείται από την εμπειρία στην Ισπανία.


[1] Συμφωνίες μεταξύ πολιτικών, πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων για το σχεδιασμό λειτουργίας της οικονομίας κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης μπροστά στην κατάρτιση νέου Συντάγματος.