Η συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας και του πρώτου χρόνου διαχείρισης του καπιταλισμού αναπτύσσεται στις απαρχές μίας νέας κρίσης υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, μίας κρίσης που δεν προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού. Κατά την άποψή μας, όσοι περιορίζουν τις αιτίες της κρίσης στην πανδημία, επιδιώκουν να αθωώσουν τον καπιταλισμό, σκόπιμα αποκρύπτουν ότι η πηγή της κρίσης βρίσκεται στις ίδιες τις αντιθέσεις που διακατέχουν τον καπιταλισμό, όχι σε εξωτερικούς παράγοντες ή στη μία ή στην άλλη μορφή διαχείρισης. Οι αποφάσεις που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιτάχυναν τη νέα οικονομική κρίση, η οποία εκκολαπτόταν από το 2014, πράγμα για το οποίο εμείς οι κομμουνιστές προειδοποιούσαμε με επιμονή. Η κυβέρνηση συνεργασίας απάντησε στο ξέσπασμα της κρίσης με το σύνθημα ότι σε αυτές τις συνθήκες «κανείς δε θα μείνει πίσω». Προσπαθούν, έτσι, να διαφοροποιηθούν από τον τρόπο με τον οποίον έγινε η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης την περίοδο 2008-2014. Το πρόβλημα, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, δε βρίσκεται στον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά στο νεοφιλελευθερισμό. Επομένως, το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της κυβέρνησης θα δώσει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να μην πληρώσουν τις συνέπειες της κρίσης.
Σκόπιμα αποκρύπτεται ότι την πρώτη φάση της προηγούμενης κρίσης την διαχειρίστηκε επίσης μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Προσπαθούν να ρίξουν τις ευθύνες για τις συνέπειες της κρίσης αποκλειστικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και να αποφύγουν να υπάρξουν παραλληλισμοί ανάμεσα στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Θαπατέρο (PSOE) και σε αυτά που λαμβάνονται σήμερα.
Η επιχειρηματολογία της σοσιαλδημοκρατίας βασίζεται σε μία δέσμη συμβολικών μέτρων που σκοπό έχουν να απαρνηθούν το αυτονόητο, ότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν εκ νέου τις συνέπειες της κρίσης. Όπως έχουμε υπογραμμίσει ως ΚΚΕΙ, άλλο πράγμα είναι οι δημόσιες δηλώσεις της κυβέρνησης και άλλο τα μέτρα που λαμβάνονται, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, τελικά, άλλο πράγμα τα όσα συμβαίνουν στους χώρους δουλειάς και στις λαϊκές γειτονιές. Η απόσταση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα και στην πραγματικότητα τείνει να γίνει αβυσσαλέα.
Η προηγούμενη καπιταλιστική κρίση ξέσπασε στην Ισπανία το 2008. Από τότε και μέχρι τις εθνικές εκλογές του Νοέμβρη του 2011 η κυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια του PSOE. Στην πρώτη φάση της κρίσης, αυτή η κυβέρνηση απάντησε με ένα πρόγραμμα τυπικά κεϊνσιανών μέτρων, το λεγόμενο και Σχέδιο Τόνωσης της Οικονομίας και της Εργασίας –γνωστό και ως Σχέδιο Ε– μαζί με μία σειρά μέτρων που σκοπό είχε να υποστηρίξει την αυτοκινητοβιομηχανία και τον τουρισμό και τη λεγόμενη Στρατηγική της Βιώσιμης Οικονομίας, όπως ορίζεται στο νόμο περί βιώσιμης οικονομίας, ο οποίος σκοπό είχε να αντικαταστήσει το Σχέδιο Ε και να εκσυγχρονίσει με καπιταλιστικούς όρους το ισπανικό παραγωγικό σύστημα. Από το Μάη του 2010 η ίδια σοσιαλδημοκρατία ενίσχυσε το μονοπάτι της λιτότητας, επιβάλλοντας μία σκληρή εργασιακή μεταρρύθμιση (μεταξύ Ιούνη-Σεπτέμβρη 2010) και επικυρώνοντας την αναθεώρηση του άρθρου 135 του Συντάγματος τον Αύγουστο του 2011, που περιλαμβάνει το λεγόμενο χρυσό φορολογικό κανόνα.
Έτσι, μεσούσης μίας έντονης κοινωνικής αμφισβήτησης, η σοσιαλδημοκρατία προετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Λαϊκού Κόμματος στην κυβέρνηση μετά από τις εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 20 Νοέμβρη 2011, το οποίο και διά του Μαριάνο Ραχόι θα έπαιρνε τη σκυτάλη στην εναλλαγή της διαχείρισης του ισπανικού καπιταλισμού και θα συνέχιζε τα σκληρά χτυπήματα ενάντια στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα.
Η ρητορική της σημερινής κυβέρνησης είναι άμεση κληρονόμος της ρητορικής του PSOE του Θαπατέρο μέχρι το Μάη του 2011. Για την ακρίβεια, και πάλι βρισκόμαστε μπροστά σε σχέδια για την υποστήριξη συγκεκριμένα της αυτοκινητοβιομηχανίας (το λεγόμενο και Σχέδιο MOVES) και του τουριστικού κλάδου. Και πάλι συζητιέται ο εκσυγχρονισμός του ισπανικού παραγωγικού ιστού μέσω του λεγόμενου «Πράσινου Καπιταλισμού», αυτήν τη φορά μέσω του νόμου περί Κλιματικής Αλλαγής και Ενεργειακής Μετάβασης.
Όπως συνέβη και με την προηγούμενη κρίση, οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας έθεσαν στην υπηρεσία των επιχειρήσεων ένα μεγάλο όγκο δημόσιων πόρων. Έτσι, εκχωρήθηκαν πιστώσεις κεφαλαίων χωρίς απόδοση ή με ένα πολύ μικρό επιτόκιο στους καπιταλιστές και, πολύ συγκεκριμένα, με φοροαπαλλαγές και πριμοδοτήσεις στις εργοδοτικές εισφορές για την κοινωνική ασφάλιση.
Παράλληλα, η νομοθεσία περί απαλλαγής, που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης κατάσταση ετοιμότητας που κηρύχτηκε στις 14 Μάρτη 2020, ξεκινά μία διαδικασία εκσυγχρονισμού των εργασιακών σχέσεων που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οι κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις, από εκεί που υπόσχονταν την κατάργηση των εργασιακών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (το 2010 από το PSOE και το 2012 από το Λαϊκό Κόμμα), κατέληξαν να αναπτύσσουν και να χρησιμοποιούν μαζικά τους μηχανισμούς που θεσπίστηκαν από εκείνες τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις (που υπόσχονταν να καταργήσουν). Τώρα, υπόσχονται ένα νέο εργατικό Δίκαιο που, όπως όλα δείχνουν, θα βασίζεται στην απατηλή έννοια της ευελφάλειας, που επινοήθηκε εντός της ΕΕ, εμβαθύνοντας την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων σε βάρος της συλλογικής διαπραγμάτευσης, την «ουμπεροποίηση» της αγοράς εργασίας και τη γενίκευση της δουλειάς κατά παραγγελία του εργοδότη.
Στην πραγματικότητα, η σημερινή κυβέρνηση εξακολουθεί στο μονοπάτι της διευκόλυνσης μεγαλύτερων δεικτών εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο και έτσι εντείνεται η μαζική φτωχοποίηση των εργαζόμενων, η απαξίωση του εμπορεύματος εργατική δύναμη, η τιμή της οποίας βρίσκεται σε πολλούς κλάδους κάτω του κόστους της αναπαραγωγής. Προκάλεσε μία ταχεία ανάπτυξη των λεγόμενων φτωχών εργαζόμενων, πράγμα στο οποίο η κυβέρνηση απάντησε εγκρίνοντας το λεγόμενο «ελάχιστο εισόδημα επιβίωσης», το οποίο συμπληρώνει με δημόσιο χρήμα τις συνθήκες εξαθλίωσης και πείνας που έχουν επιβληθεί από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.