Η νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία φώτισε τον απελευθερωτικό χαρακτήρα των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Οκτώβρης του 1917 ανέδειξε την υπεροχή του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο στέρεο έδαφος της εργατικής εξουσίας, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Ο γρήγορος εξηλεκτρισμός ολόκληρης της χώρας, η εξάλειψη της ανεργίας και του αναλφαβητισμού, η γενική υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση, το οχτάωρο, η πραγματική ισοτιμία αντρών και γυναικών στη δουλειά και στη ζωή, η απελευθέρωση από ρατσιστικές προκαταλήψεις, το έπος της μετατροπής της ειρηνικής σε πολεμική βιομηχανία πριν και μέσα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για τις πρώτες δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας, όπως και το άλμα της διερεύνησης του Διαστήματος στη συνέχεια.
Αναδείχτηκε στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο η δυνατότητα να αποκτά όλο και πιο σαφή επιστημονικό χαρακτήρα η στοχοθετημένη, κεντρικά σχεδιασμένη διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής και να βελτιώνεται η οργάνωση και ο συντονισμός της συλλογικής προσπάθειας εκατομμυρίων εργαζόμενων από τη σοβιετική εξουσία. Επιβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα της εφαρμογής του ενιαίου κρατικού πλάνου, της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της αξιοποίησης της σοσιαλιστικής άμιλλας ως μεθόδου διεύθυνσης, ώστε να αναβαθμίζεται η αποτελεσματικότητα του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτών των επιτευγμάτων στη Σοβιετική Ένωση, πρέπει να σκεφτούμε τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν. Οι κατακτήσεις της σοβιετικής εξουσίας επιτεύχθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής εισβολής, ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, μόνιμης διεθνούς απειλής και οξυμένης ταξικής πάλης με ενέργειες εσωτερικής υπονόμευσης της παραγωγής. Επιτεύχθηκαν σε συνθήκες μεγάλης ανεπάρκειας σε υλικούς πόρους, σε εξειδικευμένα επιστημονικά στελέχη και σε συνθήκες πίεσης χρόνου για να προχωρήσει η μεγέθυνση τομέων και κλάδων που είχαν στρατηγική σημασία στον ανταγωνισμό της ΕΣΣΔ με το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η σοβιετική εξουσία κάλυψε, επίσης, γρήγορα την πολύ μεγάλη απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική τσαρική Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία.
Το άλμα των πρώτων δεκαετιών στη Σοβιετική Ένωση αποδεικνύει ότι με την επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, απογειώθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας και οι καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές στην οικονομία. Άλλαξε ο σκοπός και ο ρυθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Απελευθερώθηκε από τα δεσμά του ο εργαζόμενος άνθρωπος, η κύρια παραγωγική δύναμη, αφού δεν αναζητούσε πλέον κάποιο αφεντικό μέσα στη ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς για να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Δημιουργήθηκε μία νέα στρατιά επιστημόνων από τα παιδιά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς.
Η σοβιετική εργατική εξουσία θεμελιώθηκε στη δεκαετία του 1920 στο στέρεο έδαφος των Σοβιέτ, των Γενικών Συνελεύσεων των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς, με ανακλητούς αντιπροσώπους της Συνέλευσης στα ανώτερα όργανα εξουσίας, σε κάθε κλάδο. Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για την ουσιαστική άσκηση της εργατικής εξουσίας.
Αναδείχτηκε η υπεροχή του κεντρικού σχεδιασμού της εργατικής εξουσίας απέναντι στην καπιταλιστική αγορά, όπου οι μονοπωλιακοί όμιλοι σχεδιάζουν και ανταγωνίζονται για να διασφαλίσουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς.
Η σοβιετική ιστορική πείρα ανέδειξε, επίσης, ότι η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αντικειμενικά δεν είναι περίπατος, δεν προχωρά ομαλά και ευθύγραμμα. Μία σειρά υπαρκτά προβλήματα που εμφανίστηκαν, όπως, για παράδειγμα, καθυστερήσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα και στην επάρκεια προϊόντων και δυσκολίες στην επαρκή συγκέντρωση στοιχείων για τον κεντρικό προγραμματισμό της παραγωγής, ερμηνεύτηκαν λαθεμένα ως εγγενείς αδυναμίες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Σύμφωνα με σοβιετικές εκτιμήσεις, ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ δεν έφτανε ούτε στο 1/3 της αντίστοιχης των ΗΠΑ στην αρχή της δεκαετίας του 1950, ενώ υπήρχε και το στρατιωτικό προβάδισμα των ΗΠΑ στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αναβαθμίσει την παραγωγή και τις υπηρεσίες της στη βάση ενός νέου, ανώτερου επιπέδου κοινωνικών αναγκών. Έπρεπε να λύσει το πρόβλημα αυτό σε συνθήκες τρομακτικών ανθρώπινων απωλειών στις πιο παραγωγικές ηλικίες.
Ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα, που αφορούσε τη διασφάλιση της αναλογικής ανάπτυξης όλων των κλάδων της παραγωγής, την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης, την προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, την επέκταση της αυτοματοποίησης σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, τα αναγκαία βήματα για να μην οξυνθεί η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας.
Αφορούσε γενικότερα τη διασφάλιση της προτεραιότητας της ανάπτυξης των σύγχρονων μέσων παραγωγής σε σχέση με τα μέσα κατανάλωσης, τη διατήρηση των βασικών αναλογιών όλων των μερών και στοιχείων της οικονομίας, την αναβάθμιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της παραγωγής, τη γρήγορη εφαρμογή των νέων επιστημονικοτεχνικών επιτευγμάτων, την ανύψωση της σοσιαλιστικής συνείδησης και της δημιουργικής πρωτοβουλίας των εργαζόμενων. Σε αυτήν την κρίσιμη ιστορική καμπή η λύση έπρεπε να δοθεί με το βλέμμα προς τα εμπρός, με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, στη δεκαετία του 1950 φάνηκε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα.
Σοβαρές θεωρητικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στους τομείς της φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας υπήρξαν στην ιστορική διαδρομή της Σοβιετικής Ένωσης. Σημαντική ήταν η θεωρητική συζήτηση της περιόδου 1927-1929, αλλά και στις επόμενες δεκαετίες, για τη διαλεκτική σχέση και την αλληλεπίδραση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Η θεωρητική επεξεργασία και η σχετική συζήτηση ανέδειξε τον ενεργητικό ρόλο των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, που σφραγίζουν την κατεύθυνση, την ένταση και το ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ανέδειξε ότι οι παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές δυνάμεις δε βρίσκονται σε μία σχέση εξωτερική και στατική, δεν αναπτύσσονται αυτόνομα και ανεξάρτητα. Ο ενεργητικός ρόλος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής πραγματοποιείται με την προσπάθεια της εργατικής εξουσίας να εξαλείψει τις επιβιώσεις της ατομικής ιδιοκτησίας και να προσανατολίσει την κατεύθυνση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με γνώμονα την ολόπλευρη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Όμως, δυστυχώς, το περιεχόμενο της θεωρητικής συζήτησης επικεντρώθηκε κυρίως στην ανάγκη διαχωρισμού του επιστημονικού αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας από το ευρύτερο αντικείμενο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού και δεν προσανατόλισε τη θεωρητική έρευνα στην εμβάθυνση στο κρίσιμο ζήτημα της αλληλεπίδρασης των σχέσεων παραγωγής και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτή η θεωρητική εμβάθυνση ήταν απαραίτητη για να ανέβει το επίπεδο επιστημονικής θεμελίωσης των μεθόδων σοσιαλιστικής διεύθυνσης της οικονομίας και να καθοδηγηθεί αποτελεσματικά η διαρκής πολιτική προσπάθεια εδραίωσης και πλήρους επικράτησης της ώριμης μορφής κοινωνικοποίησης της παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στο σύνολο της οικονομίας.
Σημαντική ήταν την ίδια περίοδο η φιλοσοφική διαμάχη (1924-1929) μεταξύ «διαλεκτικών» και «μηχανιστών» σε σχέση με την κατανόηση της έννοιας της διαλεκτικής αντίφασης και του ρόλου της στην ανάπτυξη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έχει ήδη εμφανιστεί η θεωρητική έννοια της «μη ανταγωνιστικής αντίφασης».
Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ θα επισημάνει αργότερα ότι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση θα επιδράσει στη συζήτηση των θεμάτων πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σχετικά με την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ως στοιχείου ξένου προς τον κεντρικό σχεδιασμό. Αντί για την αποφασιστική πάλη για την κατάργηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας, σταδιακά θα επικρατήσει η οπορτουνιστική αντίληψη της δυνατότητας διάχυσης, περιορισμένης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης της λειτουργίας της αγοράς μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας.
Ο Στάλιν θα συνοψίσει στη δεκαετία του 1950 αυτήν τη διαπάλη στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Συμπερασματικά, υπήρξε διαπάλη εσωκομματική στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Όμως, τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους. Ήταν ανεπαρκή για να διαμορφώσουν σαφείς κατευθύνσεις, μεθόδους και δείκτες για τον υπολογισμό και απολογισμό της ανάπτυξης και της απόδοσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, με βάση τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.
Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1950 εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στον κεντρικό σχεδιασμό οι δείκτες που αφορούσαν την αύξηση του όγκου της παραγωγής, ενώ θα έπρεπε να δεσπόζουν οι δείκτες που αφορούσαν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την εξοικονόμηση πρώτων υλών, τη βελτίωση υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, τη γρήγορη ενσωμάτωση των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων πλατιά στην παραγωγή.
Η μαρξιστική έρευνα της ιστορικής πορείας διαμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ είναι αναγκαία, για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη την επόμενη φορά.
Οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, που δεν άφηναν περιθώρια για μακρόχρονους στοχασμούς. Οι αντικειμενικές δυσκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη, από την πρώτη περίοδο της έλλειψης υλικών πόρων και εξειδικευμένων στελεχών, του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, μέχρι τη μεταπολεμική ανάγκη για μεγάλη αναδιοργάνωση πολλών κλάδων της οικονομίας.
Σήμερα έχουμε το πλεονέκτημα να διερευνήσουμε και να διδαχτούμε από θεωρητικά λάθη και αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν υπό την πίεση αυτών των αντικειμενικών δυσκολιών.
Φυσικά, η δυσκολία να ξεπεραστούν θεωρητικές ανεπάρκειες, καθώς και η ιδεολογική διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ και στα υπόλοιπα ΚΚ, είχε ως υπόβαθρο την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, διαφορετικών υλικών συμφερόντων μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες.
Σε πολλές σοσιαλιστικές χώρες δεν είχε ακόμα καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στην αγροτική παραγωγή. Δεν είχε καταργηθεί πλήρως ούτε καν το δικαίωμα μίσθωσης εργατικής δύναμης. Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, εκτός από τη διατήρηση της ομαδικής ιδιοκτησίας των κολχόζ στον αγροτικό τομέα, υπήρξε η αποδυνάμωση της εργατικής συμμετοχής και του εργατικού ελέγχου και η διατήρηση των εισοδηματικών διαφορών. Οξύνθηκε η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας.
Μεταπολεμικά, και ιδιαίτερα μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, άνοιξε ο δρόμος για τις ανατροπές, για το πισωγύρισμα της Ιστορίας. Στις οικονομικές συζητήσεις του 1960 θα επικρατήσουν οι οπορτουνιστικές απόψεις του «σοσιαλισμού της αγοράς», καρπός των οποίων ήταν η οικονομική μεταρρύθμιση Κοσίγκιν του 1965.
Την ίδια περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ «ως παλλαϊκό κράτος» και το ΚΚΣΕ «ως παλλαϊκό κόμμα».
Αντί η λύση των προβλημάτων να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και την εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, αναζητήθηκε λύση προς τα πίσω, με την αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού της οικονομίας. Η κάθε μεμονωμένη παραγωγική μονάδα προσδιόριζε ανεξάρτητα δικούς της στόχους αποδοτικότητας, κατακερματίζοντας, ουσιαστικά, τους συνολικούς στόχους της κοινωνικής παραγωγής. Η αγορά και η εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν, η ατομική και ομαδική ιδιοκτησία δυνάμωσε, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα.
Διαμορφώθηκε δηλαδή μία κοινωνική δύναμη από τα διευθυντικά στελέχη της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και την ομαδική ιδιοκτησία των κολχόζ που, αρχικά, έβαζε εμπόδια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και, στη συνέχεια, απέκτησε τη δυνατότητα να σφετεριστεί μέρος του κοινωνικού προϊόντος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται «σκιώδες κεφάλαιο». Αυτή η κοινωνική δύναμη κυριάρχησε τελικά πολιτικά και μέσα στο ΚΚΣΕ.
Η αντεπανάσταση δε θα είχε νικήσει αν υπήρχε έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία για να απαντηθούν τα δύσκολα προβλήματα που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, στην κατεύθυνση κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων και της μαζικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Τόσο η θετική όσο και η αρνητική ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917, αποδεικνύει τον απελευθερωτικό ρόλο των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.
Η ιστορική πορεία, από τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 μέχρι τη νίκη της αντεπανάστασης και τις ανατροπές στην αρχή της δεκαετίας του 1990, αναδεικνύει και υπογραμμίζει τη σημασία δημιουργικής εφαρμογής των λενινιστικών αρχών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Πρόκειται για μία πολύτιμη ιστορική πείρα, που φωτίζει, αφενός, τα ευεργετικά αποτελέσματα όταν η επαναστατική πρωτοπορία γνωρίζει και αξιοποιεί σωστά τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και, αφετέρου, τις ολέθριες αρνητικές συνέπειες όταν δε συμβαίνει αυτό, λόγω συλλογικής θεωρητικής και πολιτικής ανεπάρκειας και επικράτησης οπορτουνιστικών αντιλήψεων στο ΚΚ, κάτω από την πίεση αρνητικού συσχετισμού και μεγάλων δυσκολιών που μπορούν να εμφανιστούν.
Φωτίζει επίσης και τους αντικειμενικούς περιορισμούς και δυσκολίες στην προσπάθεια σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας, που αναδεικνύει το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνικής προόδου, της παραγωγικότητας της εργασίας.