Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα


Μάκης Παπαδόπουλος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Η νέα διεθνής καπιταλιστική κρίση, καθώς και η κατάσταση που διαμορφώθηκε σε πολλές χώρες με την πανδημία φωτίζουν το αποκρουστικό πρόσωπο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και φέρνουν αντικειμενικά στο προσκήνιο την αναγκαιότητα και την ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού.

Το ΚΚΕ προσπαθεί να συμβάλει σε αυτήν την προσπάθεια μέσα στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης, στην Ευρώπη και την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων σε χώρες που επί δεκαετίες επιδίωκαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αυτή η προσπάθεια βρίσκεται στον αντίποδα των οπορτουνιστικών προσεγγίσεων, που μας καλούν να εγκαταλείψουμε την επαναστατική στρατηγική σύμφωνα με τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης (π.χ., σοσιαλισμός της αγοράς, «δημοκρατικός σοσιαλισμός του 21ου αιώνα»).

Για να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα οφείλουμε, με βάση τις θεωρητικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, να διερευνήσουμε, αφενός, την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα και, αφετέρου, τις νέες αντικειμενικές δυνατότητες και τα νέα προβλήματα που γεννά η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος στις νέες συνθήκες της ψηφιακής οικονομίας και της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης».

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξετάσουμε σύμφωνα με το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις που καθορίζουν την κίνηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Να μελετήσουμε την προσπάθεια και το βαθμό συνειδητής αξιοποίησης από τη σοβιετική εξουσία του βασικού νόμου του σοσιαλισμού, του συντονισμού όλων των σκοπών της παραγωγής για την ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτού του σύντομου άρθρου θα περιοριστούμε σε ορισμένες βασικές επισημάνεις.

Η πολύτιμη πείρα του 20ου αιώνα

Η νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία φώτισε τον απελευθερωτικό χαρακτήρα των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Οκτώβρης του 1917 ανέδειξε την υπεροχή του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο στέρεο έδαφος της εργατικής εξουσίας, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Ο γρήγορος εξηλεκτρισμός ολόκληρης της χώρας, η εξάλειψη της ανεργίας και του αναλφαβητισμού, η γενική υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση, το οχτάωρο, η πραγματική ισοτιμία αντρών και γυναικών στη δουλειά και στη ζωή, η απελευθέρωση από ρατσιστικές προκαταλήψεις, το έπος της μετατροπής της ειρηνικής σε πολεμική βιομηχανία πριν και μέσα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για τις πρώτες δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας, όπως και το άλμα της διερεύνησης του Διαστήματος στη συνέχεια.

Αναδείχτηκε στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο η δυνατότητα να αποκτά όλο και πιο σαφή επιστημονικό χαρακτήρα η στοχοθετημένη, κεντρικά σχεδιασμένη διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής και να βελτιώνεται η οργάνωση και ο συντονισμός της συλλογικής προσπάθειας εκατομμυρίων εργαζόμενων από τη σοβιετική εξουσία. Επιβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα της εφαρμογής του ενιαίου κρατικού πλάνου, της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της αξιοποίησης της σοσιαλιστικής άμιλλας ως μεθόδου διεύθυνσης, ώστε να αναβαθμίζεται η αποτελεσματικότητα του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτών των επιτευγμάτων στη Σοβιετική Ένωση, πρέπει να σκεφτούμε τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν. Οι κατακτήσεις της σοβιετικής εξουσίας επιτεύχθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής εισβολής, ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, μόνιμης διεθνούς απειλής και οξυμένης ταξικής πάλης με ενέργειες εσωτερικής υπονόμευσης της παραγωγής. Επιτεύχθηκαν σε συνθήκες μεγάλης ανεπάρκειας σε υλικούς πόρους, σε εξειδικευμένα επιστημονικά στελέχη και σε συνθήκες πίεσης χρόνου για να προχωρήσει η μεγέθυνση τομέων και κλάδων που είχαν στρατηγική σημασία στον ανταγωνισμό της ΕΣΣΔ με το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η σοβιετική εξουσία κάλυψε, επίσης, γρήγορα την πολύ μεγάλη απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική τσαρική Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία.

Το άλμα των πρώτων δεκαετιών στη Σοβιετική Ένωση αποδεικνύει ότι με την επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, απογειώθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας και οι καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές στην οικονομία. Άλλαξε ο σκοπός και ο ρυθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Απελευθερώθηκε από τα δεσμά του ο εργαζόμενος άνθρωπος, η κύρια παραγωγική δύναμη, αφού δεν αναζητούσε πλέον κάποιο αφεντικό μέσα στη ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς για να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Δημιουργήθηκε μία νέα στρατιά επιστημόνων από τα παιδιά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς.

Η σοβιετική εργατική εξουσία θεμελιώθηκε στη δεκαετία του 1920 στο στέρεο έδαφος των Σοβιέτ, των Γενικών Συνελεύσεων των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς, με ανακλητούς αντιπροσώπους της Συνέλευσης στα ανώτερα όργανα εξουσίας, σε κάθε κλάδο. Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για την ουσιαστική άσκηση της εργατικής εξουσίας.

Αναδείχτηκε η υπεροχή του κεντρικού σχεδιασμού της εργατικής εξουσίας απέναντι στην καπιταλιστική αγορά, όπου οι μονοπωλιακοί όμιλοι σχεδιάζουν και ανταγωνίζονται για να διασφαλίσουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς.

Η σοβιετική ιστορική πείρα ανέδειξε, επίσης, ότι η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αντικειμενικά δεν είναι περίπατος, δεν προχωρά ομαλά και ευθύγραμμα. Μία σειρά υπαρκτά προβλήματα που εμφανίστηκαν, όπως, για παράδειγμα, καθυστερήσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα και στην επάρκεια προϊόντων και δυσκολίες στην επαρκή συγκέντρωση στοιχείων για τον κεντρικό προγραμματισμό της παραγωγής, ερμηνεύτηκαν λαθεμένα ως εγγενείς αδυναμίες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Σύμφωνα με σοβιετικές εκτιμήσεις, ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ δεν έφτανε ούτε στο 1/3 της αντίστοιχης των ΗΠΑ στην αρχή της δεκαετίας του 1950, ενώ υπήρχε και το στρατιωτικό προβάδισμα των ΗΠΑ στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

Ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αναβαθμίσει την παραγωγή και τις υπηρεσίες της στη βάση ενός νέου, ανώτερου επιπέδου κοινωνικών αναγκών. Έπρεπε να λύσει το πρόβλημα αυτό σε συνθήκες τρομακτικών ανθρώπινων απωλειών στις πιο παραγωγικές ηλικίες.

Ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα, που αφορούσε τη διασφάλιση της αναλογικής ανάπτυξης όλων των κλάδων της παραγωγής, την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης, την προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, την επέκταση της αυτοματοποίησης σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, τα αναγκαία βήματα για να μην οξυνθεί η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας.

Αφορούσε γενικότερα τη διασφάλιση της προτεραιότητας της ανάπτυξης των σύγχρονων μέσων παραγωγής σε σχέση με τα μέσα κατανάλωσης, τη διατήρηση των βασικών αναλογιών όλων των μερών και στοιχείων της οικονομίας, την αναβάθμιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της παραγωγής, τη γρήγορη εφαρμογή των νέων επιστημονικοτεχνικών επιτευγμάτων, την ανύψωση της σοσιαλιστικής συνείδησης και της δημιουργικής πρωτοβουλίας των εργαζόμενων. Σε αυτήν την κρίσιμη ιστορική καμπή η λύση έπρεπε να δοθεί με το βλέμμα προς τα εμπρός, με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, στη δεκαετία του 1950 φάνηκε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα.

Σοβαρές θεωρητικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στους τομείς της φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας υπήρξαν στην ιστορική διαδρομή της Σοβιετικής Ένωσης. Σημαντική ήταν η θεωρητική συζήτηση της περιόδου 1927-1929, αλλά και στις επόμενες δεκαετίες, για τη διαλεκτική σχέση και την αλληλεπίδραση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Η θεωρητική επεξεργασία και η σχετική συζήτηση ανέδειξε τον ενεργητικό ρόλο των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, που σφραγίζουν την κατεύθυνση, την ένταση και το ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ανέδειξε ότι οι παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές δυνάμεις δε βρίσκονται σε μία σχέση εξωτερική και στατική, δεν αναπτύσσονται αυτόνομα και ανεξάρτητα. Ο ενεργητικός ρόλος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής πραγματοποιείται με την προσπάθεια της εργατικής εξουσίας να εξαλείψει τις επιβιώσεις της ατομικής ιδιοκτησίας και να προσανατολίσει την κατεύθυνση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με γνώμονα την ολόπλευρη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Όμως, δυστυχώς, το περιεχόμενο της θεωρητικής συζήτησης επικεντρώθηκε κυρίως στην ανάγκη διαχωρισμού του επιστημονικού αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας από το ευρύτερο αντικείμενο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού και δεν προσανατόλισε τη θεωρητική έρευνα στην εμβάθυνση στο κρίσιμο ζήτημα της αλληλεπίδρασης των σχέσεων παραγωγής και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Αυτή η θεωρητική εμβάθυνση ήταν απαραίτητη για να ανέβει το επίπεδο επιστημονικής θεμελίωσης των μεθόδων σοσιαλιστικής διεύθυνσης της οικονομίας και να καθοδηγηθεί αποτελεσματικά η διαρκής πολιτική προσπάθεια εδραίωσης και πλήρους επικράτησης της ώριμης μορφής κοινωνικοποίησης της παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στο σύνολο της οικονομίας.

Σημαντική ήταν την ίδια περίοδο η φιλοσοφική διαμάχη (1924-1929) μεταξύ «διαλεκτικών» και «μηχανιστών» σε σχέση με την κατανόηση της έννοιας της διαλεκτικής αντίφασης και του ρόλου της στην ανάπτυξη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έχει ήδη εμφανιστεί η θεωρητική έννοια της «μη ανταγωνιστικής αντίφασης».

Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ θα επισημάνει αργότερα ότι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση θα επιδράσει στη συζήτηση των θεμάτων πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σχετικά με την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ως στοιχείου ξένου προς τον κεντρικό σχεδιασμό. Αντί για την αποφασιστική πάλη για την κατάργηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας, σταδιακά θα επικρατήσει η οπορτουνιστική αντίληψη της δυνατότητας διάχυσης, περιορισμένης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης της λειτουργίας της αγοράς μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας.

Ο Στάλιν θα συνοψίσει στη δεκαετία του 1950 αυτήν τη διαπάλη στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Συμπερασματικά, υπήρξε διαπάλη εσωκομματική στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Όμως, τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους. Ήταν ανεπαρκή για να διαμορφώσουν σαφείς κατευθύνσεις, μεθόδους και δείκτες για τον υπολογισμό και απολογισμό της ανάπτυξης και της απόδοσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, με βάση τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.

Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1950 εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στον κεντρικό σχεδιασμό οι δείκτες που αφορούσαν την αύξηση του όγκου της παραγωγής, ενώ θα έπρεπε να δεσπόζουν οι δείκτες που αφορούσαν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την εξοικονόμηση πρώτων υλών, τη βελτίωση υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, τη γρήγορη ενσωμάτωση των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων πλατιά στην παραγωγή.

Η μαρξιστική έρευνα της ιστορικής πορείας διαμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ είναι αναγκαία, για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη την επόμενη φορά.

Οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, που δεν άφηναν περιθώρια για μακρόχρονους στοχασμούς. Οι αντικειμενικές δυσκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη, από την πρώτη περίοδο της έλλειψης υλικών πόρων και εξειδικευμένων στελεχών, του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, μέχρι τη μεταπολεμική ανάγκη για μεγάλη αναδιοργάνωση πολλών κλάδων της οικονομίας.

Σήμερα έχουμε το πλεονέκτημα να διερευνήσουμε και να διδαχτούμε από θεωρητικά λάθη και αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν υπό την πίεση αυτών των αντικειμενικών δυσκολιών.

Φυσικά, η δυσκολία να ξεπεραστούν θεωρητικές ανεπάρκειες, καθώς και η ιδεολογική διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ και στα υπόλοιπα ΚΚ, είχε ως υπόβαθρο την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, διαφορετικών υλικών συμφερόντων μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες.

Σε πολλές σοσιαλιστικές χώρες δεν είχε ακόμα καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στην αγροτική παραγωγή. Δεν είχε καταργηθεί πλήρως ούτε καν το δικαίωμα μίσθωσης εργατικής δύναμης. Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, εκτός από τη διατήρηση της ομαδικής ιδιοκτησίας των κολχόζ στον αγροτικό τομέα, υπήρξε η αποδυνάμωση της εργατικής συμμετοχής και του εργατικού ελέγχου και η διατήρηση των εισοδηματικών διαφορών. Οξύνθηκε η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας.

Μεταπολεμικά, και ιδιαίτερα μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, άνοιξε ο δρόμος για τις ανατροπές, για το πισωγύρισμα της Ιστορίας. Στις οικονομικές συζητήσεις του 1960 θα επικρατήσουν οι οπορτουνιστικές απόψεις του «σοσιαλισμού της αγοράς», καρπός των οποίων ήταν η οικονομική μεταρρύθμιση Κοσίγκιν του 1965.

Την ίδια περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ «ως παλλαϊκό κράτος» και το ΚΚΣΕ «ως παλλαϊκό κόμμα».

Αντί η λύση των προβλημάτων να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και την εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, αναζητήθηκε λύση προς τα πίσω, με την αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού της οικονομίας. Η κάθε μεμονωμένη παραγωγική μονάδα προσδιόριζε ανεξάρτητα δικούς της στόχους αποδοτικότητας, κατακερματίζοντας, ουσιαστικά, τους συνολικούς στόχους της κοινωνικής παραγωγής. Η αγορά και η εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν, η ατομική και ομαδική ιδιοκτησία δυνάμωσε, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα.

Διαμορφώθηκε δηλαδή μία κοινωνική δύναμη από τα διευθυντικά στελέχη της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και την ομαδική ιδιοκτησία των κολχόζ που, αρχικά, έβαζε εμπόδια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και, στη συνέχεια, απέκτησε τη δυνατότητα να σφετεριστεί μέρος του κοινωνικού προϊόντος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται «σκιώδες κεφάλαιο». Αυτή η κοινωνική δύναμη κυριάρχησε τελικά πολιτικά και μέσα στο ΚΚΣΕ.

Η αντεπανάσταση δε θα είχε νικήσει αν υπήρχε έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία για να απαντηθούν τα δύσκολα προβλήματα που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, στην κατεύθυνση κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων και της μαζικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Τόσο η θετική όσο και η αρνητική ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917, αποδεικνύει τον απελευθερωτικό ρόλο των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.

Η ιστορική πορεία, από τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 μέχρι τη νίκη της αντεπανάστασης και τις ανατροπές στην αρχή της δεκαετίας του 1990, αναδεικνύει και υπογραμμίζει τη σημασία δημιουργικής εφαρμογής των λενινιστικών αρχών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Πρόκειται για μία πολύτιμη ιστορική πείρα, που φωτίζει, αφενός, τα ευεργετικά αποτελέσματα όταν η επαναστατική πρωτοπορία γνωρίζει και αξιοποιεί σωστά τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και, αφετέρου, τις ολέθριες αρνητικές συνέπειες όταν δε συμβαίνει αυτό, λόγω συλλογικής θεωρητικής και πολιτικής ανεπάρκειας και επικράτησης οπορτουνιστικών αντιλήψεων στο ΚΚ, κάτω από την πίεση αρνητικού συσχετισμού και μεγάλων δυσκολιών που μπορούν να εμφανιστούν.

Φωτίζει επίσης και τους αντικειμενικούς περιορισμούς και δυσκολίες στην προσπάθεια σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας, που αναδεικνύει το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνικής προόδου, της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ορισμένα βασικά συμπεράσματα

Τι μας δίδαξε πολύ συνοπτικά η πείρα του 20ού αιώνα;

Επιβεβαίωσε γενικά ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν αποτελεί μία εύκολη, ευθύγραμμη προοδευτική πορεία και ότι εμπεριέχει τον κίνδυνο του πισωγυρίσματος. Επιβεβαίωσε ορισμένους αλληλένδετους βασικούς όρους και προϋποθέσεις που κρίνουν την έκβαση αυτού του δύσκολου έργου. Συγκεκριμένα:

 

1. Επιβεβαίωσε τη σημασία του σταθερού, αταλάντευτου προσανατολισμού του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την επέκταση και την πλήρη επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής και ομαδικής εμπορευματικής παραγωγής. Ανέδειξε την ιστορική χρεοκοπία του «σοσιαλισμού της αγοράς» ως δρόμου μετάβασης από την ανώριμη στην ώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού.

Η διατήρηση του επαναστατικού προσανατολισμού στη σοσιαλιστική οικοδόμηση απαιτεί τη θεωρητική κατανόηση ότι ο νόμος της αξίας δεν αποτελεί νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας, δεν μπορεί να ρυθμίσει τις αναλογίες της. Απαιτεί τη θεωρητική κατανόηση ότι, όσο διατηρούνται εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης των αντεπαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων. Η επίδραση του νόμου της αξίας στην οικονομική ζωή είναι σε αντίφαση με τον κεντρικό σχεδιασμό και πρέπει να ξεπεραστεί αποφασιστικά με τη σχεδιασμένη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Η προσπάθεια περιορισμού της επίδρασης του νόμου της αξίας με ορισμένα μέτρα του σοσιαλιστικού κράτους, όπως η οριοθέτηση των τιμών και των πλάνων παραγωγής, δεν αποτελεί ριζική, ουσιαστική λύση για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του κινδύνου υπονόμευσης της εργατικής εξουσίας. Αποτελεί έναν προσωρινό αναγκαίο συμβιβασμό της εργατικής εξουσίας, όταν ο βαθμός κοινωνικοποίησης της εργασίας δεν επιτρέπει την άμεση κοινωνικοποίηση κάθε μορφής ομαδικής ιδιοκτησίας. Αποδείχτηκε ότι απαιτείται σταθερός προσανατολισμός ώστε να δημιουργηθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται η υλική βάση για την εξάλειψη των συνεταιριστικών μορφών και φυσικά των εμπορευματικών σχέσεών τους με τον τομέα της σοσιαλιστικής παραγωγής.

 

2. Η πείρα ανέδειξε την καθοριστική σημασία της προσπάθειας του ΚΚ για την επιστημονική αναβάθμιση και τη δημιουργική, συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού στις νέες απαιτήσεις που θέτει το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής.

Ο κεντρικός σχεδιασμός είναι κοινωνική σχέση που καθορίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Εκφράζει το ριζικά διαφορετικό τρόπο που συνενώνονται οι εργαζόμενοι με τα μέσα παραγωγής, χωρίς τη διαμεσολάβηση της αγοράς. Δίνει τη δυνατότητα του εργατικού ελέγχου σχετικά με το τι θα παραχθεί, πώς θα παραχθεί, πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής.

Αντιμετωπίζει αντικειμενικούς περιορισμούς, αφού το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν επιτρέπει στον ίδιο βαθμό την πρόσβαση σε όλο το κοινωνικό προϊόν με βάση τις ανάγκες, ούτε επιτρέπει να ξεπεραστεί άμεσα η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας και γενικότερα η αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.

Κάτω από την πίεση των αντικειμενικών δυσκολιών, των διαφορετικών υλικών κοινωνικών συμφερόντων και της θεωρητικής, επιστημονικής ανεπάρκειας, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γίνουν σοβαρά υποκειμενικά λάθη στο εκάστοτε σχέδιο που αφορά τους στόχους της παραγωγής, τις προτεραιότητες σχετικά με την αναλογική ανάπτυξη των κλάδων της παραγωγής, την εκπαίδευση και την εξειδίκευση της εργατικής δύναμης και την προσπάθεια κατάργησης της ταξικής διαφοροποίησης.

 

3. Η ιστορική πείρα του 20ού αιώνα ανέδειξε τον αναντικατάστατο ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, καθώς και την ιστορική χρεοκοπία της οπορτουνιστικής αντίληψης του «παλλαϊκού κράτους». Η σοβιετική πείρα και στην ανοδική πορεία και στην οπισθοχώρηση απέδειξε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της μόνο όταν στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργαζόμενων, ώστε οι κατευθύνσεις και οι στόχοι να υιοθετούνται ενεργά και μαχητικά από πλατιές λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό και έχει καθοριστική σημασία να λειτουργούν ουσιαστικά και όχι τυπικά τα όργανά της, από τη βάση μέχρι τα κεντρικά όργανα εξουσίας. Να λειτουργεί ουσιαστικά η Γενική Συνέλευση των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς, δηλαδή με βάση τις αρχές του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης και της ανακλητότητας των εκλεγμένων κάθε φορά αντιπροσώπων στα ανώτερα όργανα εξουσίας. Καθιερώνεται δηλαδή το ουσιαστικό εκλογικό δικαίωμα σε σχέση με το τυπικό εκλογικό δικαίωμα, την τυπική ισότητα της αστικής δημοκρατίας, της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Αυτή η λειτουργία μπορεί να προφυλάξει την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τα υποκειμενικά λάθη και τις παρεκκλίσεις στη χάραξη και υλοποίηση του εκάστοτε σχεδίου στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού.

Αυτός ο κίνδυνος υπογραμμίζει το ρόλο που πρέπει να παίξει η επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου. Η ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής προϋποθέτει τη συνειδητή δράση των εργαζόμενων. Απαιτείται μία ανώτερη ποιότητα δημοκρατίας με την ενεργητική συμμετοχή των εργαζόμενων στη λήψη, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αποφάσεων. Η μετατροπή του χώρου εργασίας σε πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας αποτελεί βασικό στοιχείο αυτής της ανώτερης ποιότητας δημοκρατίας. Επιλογές σχετικά με το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930, που μετατόπισαν τη συγκρότηση των Σοβιέτ από το χώρο εργασίας, συνέβαλαν στην εξασθένιση της λειτουργίας τους και επιβεβαιώνουν με αρνητικό τρόπο αυτό το συμπέρασμα.

Με τη νίκη της επανάστασης η σοσιαλιστική συνείδηση δεν είναι πλήρως διαμορφωμένη και εδραιωμένη στο λαό. Γι’ αυτό και έχει καθοριστικό ρόλο η πρωτοπόρα παρέμβαση του ΚΚ. Το ΚΚ αποτελεί τον καθοδηγητικό πυρήνα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, αφού είναι η μοναδική δύναμη που δρα συνειδητά με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και οφείλει να είναι ικανό να καθοδηγεί την εργατική τάξη σε όλες τις συνθήκες για να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή.

Το σοσιαλιστικό κράτος, ως όργανο της ταξικής πάλης που συνεχίζεται σε νέες μορφές και νέες συνθήκες, πρέπει να παίξει τόσο τον αμυντικό-κατασταλτικό ρόλο του όσο και τη δημιουργική, οικονομική και πολιτιστική λειτουργία του. Το εργατικό κράτος, ως μηχανισμός πολιτικής κυριαρχίας, είναι αναγκαίο μέχρι τη μετατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, μέχρι τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης στη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και μέχρι την επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

 

4. Η σοβιετική πείρα έδειξε ότι, για να υλοποιηθούν οι προαναφερόμενοι όροι, πρέπει το ΚΚ να διατηρεί την ικανότητα να διαμορφώνει την πολιτική του με επιστημονικότητα και ταξικότητα. Με άλλα λόγια, το ΚΚ πρέπει να επιβεβαιώνει συνεχώς το ρόλο του ως φορέας της διαλεκτικής ενότητας επαναστατικής θεωρίας και πράξης. Να συμβάλλει στη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας καθώς αναπτύσσεται το αντικείμενο που μελετά η θεωρία, δηλαδή η ίδια η ζωή σε όλες τις μορφές της. Να μην αντιμετωπίζει τη θεωρία σα μία θρησκευτική συλλογή δογμάτων και θέσεων, αποσπασμένων από τον ιστορικό χρόνο. Η δημιουργική ανάπτυξη είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της οπορτουνιστικής αναθεώρησης θεωρητικών αρχών και νομοτελειών που φώτισε η μαρξιστική κοσμοθεωρία. Ας μην ξεχνάμε ότι η αναθεώρηση επιχειρείται τις περισσότερες φορές με την επίκληση της αντιμετώπισης νέων σύνθετων προβλημάτων και φαινομένων.

Ασφαλώς, η δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα.

Δυσκολίες της θεωρητικής έρευνας στο σοσιαλισμό

Η θεωρητική έρευνα που αφορά τις νομοτέλειες και την εξέλιξη της δομής της οικονομίας του σοσιαλισμού έχει ιδιαίτερες αντικειμενικές δυσκολίες συγκριτικά με τη μαρξιστική θεωρητική διαμόρφωση της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού.

Ας σκεφτούμε ότι, όταν ο Μαρξ ερευνούσε τις νομοτέλειες και τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, είχαν περάσει αιώνες από την εμφάνιση της καπιταλιστικής παραγωγής στα σπλάχνα της φεουδαρχικής κοινωνίας.

Οι Μαρξ και Ένγκελς ερεύνησαν το καπιταλιστικό σύστημα ως γνωστικό αντικείμενο την εποχή που βρισκόταν σε μία σχετικά ώριμη ανώτερη βαθμίδα, όπου μπορούσαν να προσδιοριστούν επιστημονικά όλοι οι πραγματικά αναγκαίοι όροι εμφάνισης και εξέλιξης του καπιταλισμού, οι εσωτερικές και ουσιώδεις σχέσεις της διαδικασίας ανάπτυξής του σε διάκριση από τα τυχαία ιστορικά γεγονότα και τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες ιστορικές μορφές του. Οι Μαρξ και Ένγκελς συζήτησαν, αξιοποίησαν και ανέτρεψαν τις αστικές θεωρητικές μελέτες του Σμιθ και του Ρικάρντο που είχαν προηγηθεί.

Η προσπάθεια διαμόρφωσης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού από τον Λένιν ξεκίνησε με περιορισμένα εφόδια –τη μαρξιστική πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, τις θεωρητικές αρχές και τη μέθοδο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού.

Είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο αντικειμενικό πρόβλημα, που επισημάνθηκε αργότερα στις σχετικές συζητήσεις της σοβιετικής φιλοσοφικής σκέψης. Μπορούσε να μελετήσει συγκεκριμένα μόνο την πρωταρχική εμφάνιση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής μετά από τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Μπορούσε να μελετήσει μόνο τα θεμέλια του νέου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, είχε ως αποστολή να φωτίσει νομοτέλειες και να προβλέψει τα βασικά ζητήματα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στο μέλλον η προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε διεθνείς συνθήκες όπου παραμένει ισχυρός, καθοριστικός ο ρόλος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Αυτή η μεγαλύτερη δυσκολία της θεωρητικής έρευνας της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης συγκριτικά με την έρευνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι αντικειμενική, γιατί, σε αντίθεση με την αστική επανάσταση που βρίσκει έτοιμες τις μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων, η εργατική εξουσία δεν κληρονομεί έτοιμες τις νέες σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις της κοινωνικής ιδιοκτησίας εμφανίζονται μόνο ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης της εργατικής εξουσίας. Η θεωρητική έρευνα που πρέπει να στηρίξει κάθε φορά την επαναστατική πράξη για να διαμορφωθούν, να επεκταθούν και να βαθύνουν οι νέες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής έχει ως αντικείμενο μελέτης σε μεγάλο βαθμό αυτό που γεννιέται και δεν έχει ακόμα ωριμάσει. Αυτή η αντικειμενική δυσκολία μπορεί να διευκολύνει την κυριαρχία του εμπειρισμού, τη μέθοδο «δοκιμή και σφάλμα» των θετικιστικών προσεγγίσεων, αν δεν υπάρχει θεωρητική επαγρύπνηση και συλλογική ετοιμότητα.

Ωστόσο, σήμερα εμείς οι κομμουνιστές έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες και ευθύνες, γιατί μπορούμε να μελετήσουμε την πλούσια ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Μπορούμε να μελετήσουμε και να ερευνήσουμε τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, εξετάζοντας την ιστορική πορεία δεκαετιών.

Οι νέες δυνατότητες της «4ης βιομηχανικής επανάστασης»

Ταυτόχρονα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες μεγάλες δυνατότητες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση που γεννά σήμερα η αντικειμενική αύξηση του βαθμού κοινωνικοποίησης της εργασίας και αυτοματοποίησης της παραγωγής. Να αξιοποιήσουμε τις νέες δυνατότητες που γεννά η σύγχρονη εποχή της αλματώδους επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, την οποία η αστική επιστημονική σκέψη έχει κωδικοποιήσει ως εποχή της «ψηφιακής οικονομίας» και του περάσματος στην «4η Βιομηχανική Επανάσταση».

Αξίζει να δούμε πόσοι τεχνικοί και επιστημονικοί περιορισμοί, που υπήρχαν στη Ρωσία του 1917 και στη Σοβιετική Ένωση του 1950, για την επιτυχία του κεντρικού σχεδιασμού και το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν υπάρχουν σήμερα.

Σκεφτείτε τις δυνατότητες που δημιουργούνται από την ολοένα και πιο εκτεταμένη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και από τη θεαματική αύξηση του βαθμού αυτοματοποίησης της διαδικασίας βιομηχανικής παραγωγής, που εκτείνεται ήδη στην αυτόματη πρόβλεψη βλαβών και στην αυτόματη παραγγελία των αναγκαίων ανταλλακτικών.

Σκεφτείτε τις δυνατότητες των μηχανικών συστημάτων να συντονίζονται μεταξύ τους και με τους εργαζόμενους και να συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων, χάρη στην πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και της πληροφορικής σχετικά με τη γρήγορη συλλογή και εντατική επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων. Σκεφτείτε τις δυνατότητες που δίνει σήμερα η αύξηση του επιπέδου κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας για να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος και να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος και να ενισχυθεί το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας και να αναβαθμιστεί το γενικό μορφωτικό επίπεδο για τους εργαζόμενους, που αποτελούν την κύρια παραγωγική δύναμη κάθε εποχής.

Εδώ θα πρέπει, επίσης, να συνυπολογίσουμε τη στρατιά των μισθωτών επιστημόνων που αντικειμενικά ανήκουν ή προσεγγίζουν τη σύγχρονη εργατική τάξη, στρατιά η οποία δεν υπήρχε τον Οκτώβρη του 1917.

Σκεφτείτε τις νέες τεχνολογικές και επιστημονικές δυνατότητες για γρήγορη συλλογή και εντατική επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων, που αφορούν το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας, τις δυνατότητες για να διασφαλίσουμε όχι μόνο την επάρκεια, αλλά και τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, τις νέες δυνατότητες για γρήγορη βελτίωση και έλεγχο της παραγωγής.

Ταυτόχρονα, η άνοδος του βαθμού κοινωνικοποίησης της εργασίας δημιουργεί την υλική βάση, τις υλικές δυνατότητες για πολύ πιο γρήγορη εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, για παράδειγμα, τη δυνατότητα άμεσης ένταξης παραγωγικών αγροτικών συνεταιρισμών στην κοινωνική ιδιοκτησία και στον κεντρικό σχεδιασμό.

Ας σκεφτούμε, επίσης, μέσα στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την ώθηση που μπορεί να δώσει η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού στη σύγχρονη έρευνα και γενικότερα στη διαδικασία της γνώσης.

Η πρόοδος της μαρξιστικής επιστημονικής έρευνας σε όλα τα επιστημονικά αντικείμενα και η διεπιστημονική συνεργασία θα συμβάλουν ώστε να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι αναγκαίοι ποσοτικοί συσχετισμοί ώστε να τηρηθεί η αναλογική ανάπτυξη μεταξύ βασικών κλάδων της οικονομίας και μεταξύ περιφερειών μίας χώρας, καθώς και ζητήματα καταμερισμού μεταξύ κρατών, εφόσον δημιουργηθεί ομάδα χωρών που θα βαδίσει ξανά στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Αυτή η ραγδαία επιστημονική και τεχνική πρόοδος αυξάνει όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά και την ανάγκη να αναπτύσσεται η κύρια παραγωγική δύναμη, ο εργαζόμενος άνθρωπος, και να αναβαθμίζεται η συμμετοχή του εργαζόμενου κοινωνικού ανθρώπου στη διεύθυνση της οικονομίας.

Αυτήν την ανάγκη μπορούν να ικανοποιήσουν ολοκληρωμένα μόνο οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής με την πλήρη αξιοποίηση της επιστημονικής και τεχνικής προόδου για την αναβάθμιση της κεντρικά σχεδιασμένης διεύθυνσης και οργάνωσης της παραγωγής.

Αντικειμενικά, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας και στη συνέχεια της «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης» διευκολύνει την οικοδόμηση των νέων σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων και, αντίστροφα, μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να απογειώσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με γνώμονα την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Φυσικά, παράλληλα με την εμφάνιση νέων δυνατοτήτων, αναδεικνύονται ήδη νέα προβλήματα που θα επιφέρουν οι αλλαγές στην παραγωγή, στο περιεχόμενο πολλών συγκεκριμένων εργασιών και, φυσικά, στο αντίστοιχο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.

Πολλές εργασίες ρουτίνας θα αυτοματοποιηθούν. Δε θα καταργηθούν μόνο χειρωνακτικές εργασίες στα εργοστάσια, αλλά και πνευματικές εργασίες με τυποποιημένο εκτελεστικό περιεχόμενο στα γραφεία. Την παλιά εικόνα εργαζόμενων χαμηλής ειδίκευσης που δουλεύουν με μία μηχανή, θα αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό η εικόνα ορισμένων ρομπότ που δουλεύουν με έναν εργαζόμενο υψηλής ειδίκευσης. Θα αυξηθούν οι απαιτήσεις ποιοτικά ανώτερης εξειδικευμένης εργασίας.

Ο καπιταλισμός μπορεί να απαντήσει στις νέες συνθήκες μόνο με νέες θυσίες των αναγκών των εργαζόμενων, αυξάνοντας την εντατικοποίηση και το βαθμό εκμετάλλευσης αυτών που θα εργάζονται, ενώ παράλληλα θα αυξάνει ο εφεδρικός στρατός των ανέργων.

Όπως αποκάλυψε η μαρξιστική πολιτική οικονομία, μόνο η ζωντανή εργατική δύναμη –και όχι τα ρομπότ– δημιουργεί υπεραξία. Όσο αυξάνει το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής παραγωγής, όσο αυξάνει η τεχνική και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου τόσο ενισχύεται η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Γι’ αυτό και είναι μονόδρομος για την αστική τάξη να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης, να αξιοποιήσει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας για να αυξήσει τον κλεμμένο χρόνο εργασίας, ώστε να αναχαιτίσει την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Ο καπιταλισμός περιορίζει αντικειμενικά την ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών των εργαζόμενων στο επίπεδο που απαιτεί η παραγωγή με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος. Έτσι, περιορίζει την ανάπτυξη της κύριας παραγωγικής δύναμης του εργαζόμενου ανθρώπου, συρρικνώνοντας τις αυξανόμενες δυνατότητες να βελτιωθούν ριζικά οι υλικοί και πολιτιστικοί όροι της ζωής του.

Στις σημερινές συνθήκες βαθαίνει η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που έχουν πλέον κατακτηθεί από την ανθρωπότητα και στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Μέσα από τα νέα μεγάλα προβλήματα που γεννά η νέα εποχή της «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης» αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η αναγκαιότητα και η ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού, γιατί μόνο η εργατική εξουσία μπορεί να δώσει συνεκτικές απαντήσεις στα προβλήματα αυτά με όρους κοινωνικής ευημερίας.

Ο σοσιαλισμός μπορεί να ανταποκριθεί στις αναγκαίες αλλαγές στο περιεχόμενο της εργασίας, στις αναγκαίες μετακινήσεις εργαζόμενων σε νέα καθήκοντα και αντικείμενα εργασίας, σε νέους κλάδους, χωρίς αυτοί να κινδυνεύουν και να ζουν με το φόβο να μείνουν άνεργοι, ανασφάλιστοι, χωρίς ιατρική περίθαλψη, όπως στον καπιταλισμό.

Στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ο κεντρικός σχεδιασμός, σε αντίθεση με τη ζούγκλα της αγοράς, μπορεί να διαμορφώνει και να αλλάζει επιστημονικά- σχεδιασμένα την κατανομή του εργατικού και επιστημονικού δυναμικού και των μέσων παραγωγής σε όλη τη χώρα, σε κάθε περιοχή, σε κάθε κλάδο.

Ο σοσιαλισμός μπορεί να διασφαλίσει την αναγκαία διαρκή εξειδίκευση και επανεκπαίδευση, την αναβάθμιση των γνώσεων και των εργασιακών ικανοτήτων των εργαζόμενων. Μπορεί να ξεκλειδώσει, να απελευθερώσει τις δημιουργικές τους ικανότητες, την πρωτοβουλία τους και τη συνείδηση εργασιακής πειθαρχίας τους, γιατί τους φέρνει συλλογικά στο προσκήνιο της ιστορικής εξέλιξης για την κοινωνική απελευθέρωση. Μπορεί να αξιοποιήσει τη δύναμη της συλλογικής προσπάθειας, την ώθηση της σοσιαλιστικής άμιλλας.

Ο σοσιαλισμός θα καταργήσει, επίσης, όλα τα εμπόδια που δημιουργεί ο ανταγωνισμός των ομίλων της καπιταλιστικής αγοράς απέναντι στην αναγκαία, όλο και βαθύτερη κοινωνικοποίηση της επιστημονικής εργασίας, στην ελεύθερη διεπιστημονική συνεργασία.

Με άλλα λόγια, το σημερινό υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων διευκολύνει τις δυνατότητες υλοποίησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του βαθέματος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, της πορείας για την κατάργηση αντιθέσεων, όπως μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, πόλης-χωριού κλπ. Αντίστροφα, οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής θα απελευθερώσουν την κύρια παραγωγική δύναμη, τον κοινωνικά εργαζόμενο άνθρωπο, συμβάλλοντας στην αλματώδη παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας.

Φυσικά, δεν πρόκειται για έναν εύκολο δρόμο, στρωμένο με ροδοπέταλα. Η επαναστατική πρωτοπορία και η εργατική εξουσία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν δύσκολα προβλήματα. Για παράδειγμα, η αντίθεση μεταξύ διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας γίνεται πιο σύνθετη σε σχέση με το παρελθόν, καθώς διαπερνά και αφορά όλο και περισσότερο τους εργαζόμενους της πνευματικής εργασίας. Επομένως, η αντικειμενική συρρίκνωση της χειρωνακτικής εργασίας στις σύγχρονες συνθήκες δεν οδηγεί αυτόματα στο άνοιγμα του δρόμου προς την κοινωνική απελευθέρωση.

Όλα όσα προαναφέραμε υπογραμμίζουν τα σημαντικά μελετητικά και ερευνητικά καθήκοντα για τη δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού-λενινισμού που έχουμε μπροστά μας για να δράσουμε αποτελεσματικά ως επαναστατική πρωτοπορία στον 21ο αιώνα.

Η δύναμη της εργατικής τάξης να γνωρίσει και να αλλάξει τον κόσμο, η δύναμή της να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή και να ηγηθεί στον επαναστατικό αγώνα για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό θα επιβεβαιωθεί ξανά.