Στη μνήμη του Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν, για τα 140 χρόνια από τη γέννησή του
Η παγκόσμια αντεπανάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα προώθησε στον ιδεολογικό τομέα τη θέση για το τέλος της ιστορίας, μια εκστρατεία που αποσκοπεί να επιβεβαιώνει αιώνια τον καπιταλισμό και η οποία επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση της εγκυρότητας του μαρξισμού-λενινισμού και στον αφοπλισμό της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων από την πάλη για τη χειραφέτησή τους. Αυτή η τάση, που είναι γνωστή και ως αποϊδεολογικοποίηση, διαμορφώθηκε από στοχαστές στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού, στη βάση της αμφισβήτησης της θεωρίας του κομμουνισμού και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αξιοποίησαν το αποτέλεσμα της κρίσης που οδήγησε στην προσωρινή οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, ενώ την ίδια στιγμή εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο εργατικό κίνημα και στα κομμουνιστικά κόμματα - πολλά από τα οποία απεμπόλησαν την ταυτότητά τους και τους στόχους τους για να μετατραπούν σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Καλλιέργησαν την εμφάνιση νέων μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως ο μεταμοντερνισμός και άλλες παραλλαγές, για να επηρεάσουν όχι μόνο στα πανεπιστήμια και στα κέντρα κατάρτισης τον πολιτισμό και την τέχνη, αλλά για να διαποτίσουν τα συνδικάτα, τις οργανώσεις και τα λαϊκά κινήματα, πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, προοδευτικούς διανοούμενους και για να επηρεάσουν αρνητικά τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα.
Ο γενικός στόχος της στρατηγικής του ιμπεριαλισμού δεν επιτεύχθηκε, καθώς η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και η ταξική πάλη δε σταμάτησε ούτε ένα δευτερόλεπτο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αντεπανάσταση, που τότε θριάμβευσε, παρουσίασε τα γεγονότα διαστρεβλωμένα προς όφελός της μέσω προπαγάνδας. Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ομοβροντία του παραλογισμού, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση και έχει να αντιμετωπίσει απέναντί του την εργατική τάξη και το κομμουνιστικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα σε όλες τις ηπείρους. Ωστόσο, δευτερευόντως λειτούργησε και ως πρόσφορο έδαφος για μια σειρά προσεγγίσεων που σήμερα μπορούν λειτουργήσουν περιοριστικά όσον αφορά το ανέβασμα της πάλης σε νέο επίπεδο υπέρ της διεθνούς εργατικής τάξης και των λαών του κόσμου. Πολλές από αυτές τις προσεγγίσεις συγκλίνουν στο λεγόμενο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Ο λεγόμενος «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη θεωρητική επεξεργασία ενός μονάχα ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος, δεδομένου ότι αποτελεί συνένωση διαφόρων ρευμάτων που προσδιορίζονται από επιθετικότητα απέναντι στο μαρξισμό-λενινισμό και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Για παράδειγμα, διάφορες τροτσκιστικές ομάδες, απόγονοι της νέας αριστεράς, Λατινοαμερικάνοι μαρξιστές, υποστηρικτές του κινηματισμού και του νεοαναρχισμού, διανοούμενοι που θεωρούν τη συμβολή τους στο ακαδημαϊκό πλαίσιο ως απαραίτητη και επείγουσα για τις κοινωνικές διεργασίες. Δεν μπορεί να αποδίδεται η πατρότητα μιας τέτοιας έννοιας σε ένα μόνο ρεύμα, σε ένα μόνο εισηγητή, παρότι όλοι τους πήραν ως πλαίσιο τις διεργασίες που γίνονται σήμερα στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ, χωρίς όμως να παύουν να θεωρούνται καθολικές και απορρίπτοντας ως ανεφάρμοστο ό,τι δε συσπειρώνεται γύρω από τις προσεγγίσεις τους. Ενα ακόμα στοιχείο της τοποθέτησής τους είναι η επιμονή στο «νέο», «καινοτόμο», «καινούργιο» χαρακτήρα της πρότασής τους απέναντι σε αυτό που θεωρούν ξεπερασμένο εργατικό κίνημα και παλιές ιδέες του 20ού αιώνα του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Καθώς οι συνθήκες της κοινωνικής ανάπτυξης κατέστησαν δυνατή τη διαμόρφωση της υλιστικής αντίληψης για την ιστορία, δεν είναι η πρώτη φορά στην πάλη των τάξεων που οι κομμουνιστές έρχονται αντιμέτωποι με ρεύματα που στο όνομα του σοσιαλισμού εκφράζουν μικροαστικές θέσεις ούτε είναι η πρώτη φορά που η μεταρρύθμιση βρίσκεται απέναντι στην επανάσταση.
Στη Γερμανική Ιδεολογία και στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, για να αναφέρουμε μόνο δύο έργα των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, ξεκαθαρίζει ο «πραγματικός σοσιαλισμός», ο «αντιδραστικός σοσιαλισμός» («φεουδαρχικός», «μικροαστικός»), ο «συντηρητικός ή αστικός σοσιαλισμός» και ο «κριτικός-ουτοπικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός». Σε ένα άλλο έργο, προϊόν της πολεμικής των Μαρξ και Ένγκελς με τον Ντύρινγκ (παρότι, όπως συνηθιζόταν στο διαχωρισμό των έργων των δασκάλων του προλεταριάτου, φέρει μόνο την υπογραφή του ενός εξ αυτών) επιβεβαιώνεται το εξής: «Από τότε που εμφανίστηκε στην αρένα της ιστορίας ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, υπάρχουν μεμονωμένα άτομα και ολόκληρες σέχτες στις οποίες η ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής από την κοινωνία εμφανίστηκε περισσότερο ή λιγότερο αμυδρά ως ιδεώδες για το μέλλον. Όμως, για να μπορέσει κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί, για να μπορέσει να μετατραπεί σε ιστορική αναγκαιότητα, χρειάζεται προηγουμένως να υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για την πραγματοποίησή του». [1]
Μια σύνθεση της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς δείχνει ότι οι αναφορές στο όνομα του σοσιαλισμού δεν έχουν να κάνουν πάντα με τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου και το ρόλο των κομμουνιστών: