Η αναθεώρηση της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στο 20ό και 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ


Γκιούλα Τούρμερ, Πρόεδρος του Ουγγρικού Εργατικού Κόμματος

Πέρασαν εκατό χρόνια από την 7η Νοέμβρη του 1917, όταν νίκησε η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα γιορτάζει την ημερομηνία αυτή ως την επέτειο του εξέχοντος γεγονότος της παγκόσμιας ιστορίας, που είχε αποφασιστική επιρροή στον κόσμο και το διεθνές εργατικό κίνημα, καθώς και στην Ουγγαρία και στην τύχη των Ούγγρων εργατών, του εργαζόμενου λαού της Ουγγαρίας.

Η πείρα του 1917 είναι από πολλές απόψεις σημαντική για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Τα διδάγματα της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα και είναι το σημείο αναφοράς για όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλισμό και για τη δημιουργία του σοσιαλισμού.

Ταυτόχρονα, η άρνηση της πείρας του 1917, η αναθεώρηση της σημασίας της ήταν πάντα ένα εργαλείο των αντικομμουνιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του ρεβιζιονισμού. Τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης υποβλήθηκαν σε αναθεώρηση στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) και στη συνέχεια οι θέσεις, που γεννήθηκαν κάτω από τη σημαία του ρεβιζιονισμού, κατοχυρώθηκαν στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, στο νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ που εγκρίθηκε. Οι αποφάσεις αυτές είχαν σοβαρές συνέπειες για το σύνολο του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, οι επιπτώσεις των οποίων είναι αισθητές έως και σήμερα.

Ιστορικά διδάγματα της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης

1. Η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν Σοσιαλιστική.

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού δεν μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Στη θέση του καπιταλισμού πρέπει να έρθει η σοσιαλιστική κοινωνία. Ο δρόμος προς αυτό είναι η σοσιαλιστική επανάσταση. Η Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαινίασε την εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Αυτή η μεγάλη εποχή συνεχίζεται και σήμερα. Υπήρξαν νίκες και ήττες, θα εναλλάσσονται περίοδοι ύφεσης και περίοδοι επαναστατικής ανόδου, αλλά αυτή η διαδικασία στο τέλος θα οδηγήσει στη νίκη του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Όλο και περισσότερος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια ενός στενού κύκλου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι βυθίζονται στην αυξανόμενη φτώχεια, ο πληθυσμός του πλανήτη μας όλο και αυξάνεται και όλο και περισσότερη ζημιά γίνεται στο περιβάλλον, όλο και πιο φονικός στρατιωτικός εξοπλισμός συσσωρεύεται στα χέρια ενός στενού κύκλου, όλο και περισσότερο επεκτείνονται οι δυνατότητες της τεχνολογίας και όλο και περισσότερο περιορίζεται η δημοκρατία. Όλες αυτές τις αντιφάσεις ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να τις επιλύσει.

2. Ο Μεγάλος Οκτώβρης ήταν επανάσταση της εργατικής τάξης.

Το 1917 δεν ήταν ένα πραξικόπημα, που πραγματοποίησε μια μικρή ομάδα επαναστατών, αλλά μια κοινωνική επανάσταση. Ήταν ένα ιστορικό επίτευγμα της εργατικής τάξης, της μόνης τάξης που την συνέφερε η συνεπής πάλη ενάντια στο κεφάλαιο. Το 1917 αποδείχτηκαν τα λόγια του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος:

«Απ’ όλες τις τάξεις που σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπες με την αστική τάξη, μόνο το προλεταριάτο είναι τάξη αληθινά επαναστατική. Οι υπόλοιπες τάξεις χάνονται κι εξαφανίζονται από τη μεγάλη βιομηχανία, ενώ το προλεταριάτο είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της.» [1]

Κατά την τελευταία δεκαετία, πολλά έχουν αλλάξει στη θέση της εργατικής τάξης. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δίνουν ώθηση στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε αλλαγές στην κοινωνική δομή, ενώ η ενίσχυση των μονοπωλίων οξύνει τα προβλήματα, ασκεί πίεση και καταστρέφει ένα τμήμα των μεσαίων στρωμάτων. Η εργατική τάξη με την ευρεία έννοια του όρου, ως κοινωνική τάξη, που δε διαθέτει κεφάλαιο, θέτει προς πώληση την εργατική της δύναμη, και σήμερα είναι η πιο συνειδητή δύναμη πάλης ενάντια στο κεφάλαιο.

3. Η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση στον κόσμο ετοιμάστηκε, οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από τους κομμουνιστές.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε ότι μεταξύ των διάφορων ρευμάτων στο εργατικό κίνημα μόνο η ριζοσπαστική επαναστατική κατεύθυνση, μόνο οι κομμουνιστές αναλαμβάνουν την ευθύνη και είναι σε θέση να φέρουν σε πέρας τη σοσιαλιστική επανάσταση, μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός είναι ένα αξιόπιστο ιδεολογικό εργαλείο.

Στην εποχή της σοσιαλιστικής επανάστασης διαχωρίστηκε ολοκληρωτικά το κομμουνιστικό από το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα. Οι κομμουνιστές έγιναν φορείς των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες τάχτηκαν εξολοκλήρου με το μέρος του καπιταλισμού.

4. Οι εργαζόμενες μάζες, ελλείψει ενός οργανωμένου, πειθαρχημένου, οικοδομημένου με βάση τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος, δεν είναι σε θέση να κερδίσουν και να παραμείνουν στην εξουσία. Παρά τη θέληση των μαζών, όσο οργανωμένη κι αν είναι η μικρή ομάδα των επαναστατών, δεν μπορεί να υπάρξει μια νικηφόρα επανάσταση. Αλλά όσο και να ποθούν οι μάζες επαναστατικές αλλαγές, χωρίς οργανωμένο και πειθαρχημένο Κόμμα δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτές οι αλλαγές.

5. Η επιτυχία του Κόμματος καθορίζεται από την προσήλωση στο μαρξισμό- λενινισμό.

Η βάση της δύναμης του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η ιδεολογική καθαρότητα και η ενότητα της πολιτικής και της δράσης. Ενώ η βάση της ιδεολογικής καθαρότητας του Κόμματος είναι η υιοθέτηση του μαρξισμού-λενινισμού και η δημιουργική εφαρμογή του.

6. Μια σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχία του επαναστατικού αγώνα είναι ο προλεταριακός διεθνισμός και η διεθνής ενότητα των κομμουνιστικών κομμάτων.

Λίγο μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης το Μάρτη του 1919, άρχισε το ταξίδι της η Γ' Διεθνής, η μεγαλύτερη στην ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος οργάνωση συνεργασίας.

Η σημασία του προλεταριακού διεθνισμού δε μειώνεται. Μόνο σε συντονισμό τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα είναι σε θέση να νικήσουν τις δυνάμεις του καπιταλισμού.

7. Ο σοσιαλισμός πρέπει ν’ αντιτάξει στις δυνάμεις του καπιταλισμού μια πειστική δύναμη. Η ειρηνική συνύπαρξη δε σημαίνει συμφιλίωση με τον καπιταλισμό, αλλά μια μορφή πάλης.

Το κεφάλαιο ποτέ δε συγχώρεσε την επανάσταση του 1917. Από την πρώτη στιγμή επιδίωξε την εκδίκηση και την επανάκτηση των χαμένων θέσεων. Εμείς οι Ούγγροι θυμόμαστε καλά πως το 1919 στην Ουγγαρία πνίγηκε στο αίμα η Σοβιετική Δημοκρατία και για ένα τέταρτο του αιώνα ήρθε στην εξουσία ο Μίκλος Χόρτι. Ακριβώς για να θέσει τέλος στη Σοβιετική Ένωση, στους κομμουνιστές, το κεφάλαιο εξαπέλυσε στον κόσμο το φασισμό. Χωρίς χρήματα και τη στήριξη του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου ποτέ δε θα υπήρχαν ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Το κεφάλαιο δεν το σταμάτησε το γεγονός ότι ο φασισμός οδήγησε σε πόλεμο και στο θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Και μέχρι τώρα, το κεφάλαιο δεν έχει κλείσει ολοκληρωτικά μέσα στο μπουκάλι το τζίνι του φασισμού. Το καλεί πάντα, όταν παραστεί ανάγκη. Κάτω από το σύμβολο της ιστορικής εκδίκησης το κεφάλαιο ξεκίνησε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τον Ψυχρό Πόλεμο (1948-1990), και ανέτρεψε το σοσιαλιστικό σύστημα σε μια σειρά χωρών τη δεκαετία του 1990. Ταυτόχρονα, σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίοδο γινόταν διαβρωτική δουλειά από τον οπορτουνισμό στις γραμμές των ΚΚ και παραβιάσεις των νόμων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κάτι που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την αντεπανάσταση. Ορόσημο ήταν οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.

Η ιστορική θέση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ

Από τις 14 έως τις 25 Φλεβάρη του 1956 πραγματοποιήθηκε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το Συνέδριο σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Αναθεώρησε τα κύρια διδάγματα του 1917. Οι αποφάσεις του για μεγάλο χρονικό διάστημα καθόριζαν τη σκέψη και την πρακτική του κομμουνιστικού κινήματος. Αντί για το 1917 ιστορική αφετηρία έγινε το 1956, το 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Στις συζητήσεις μέσα στο ΚΚΣΕ οι εκτιμήσεις δε βασίζονταν πλέον στη στάση ως προς το 1917, αλλά στη στάση ως προς το 20ό Συνέδριο. Αυτό προσδιόριζε και τη σχέση με τα επιμέρους κομμουνιστικά κόμματα.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης επιδίωξε να κάνει τις θέσεις της σοβιετικής πολιτικής σκέψης δόγματα του διεθνούς κινήματος, και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό πήγε σημαντικά πίσω τη δημιουργική σκέψη. Ενίσχυσε τη θέση των μικροαστικών οπορτουνιστικών δυνάμεων στις ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών.

Η περίοδος αυτή ακολουθήθηκε από τις αλλαγές στην κοινωνική βάση των δυτικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων, την αύξηση της επιρροής της διανόησης και τη μείωση του ποσοστού των πραγματικών εργατών. Στην Ευρώπη σχηματίστηκαν τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, που αρνούνταν την επαναστατική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, την εμπειρία των σοσιαλιστικών χωρών, απολυτοποιούσαν τις ιδιαιτερότητες των δυτικών χωρών και υπέβαλαν σε αναθεώρηση τις βασικές αρχές του μαρξισμού. Αυτές οι απόψεις μέχρι σήμερα είναι επιβλαβείς για το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα, εμποδίζουν την πάλη της εργατικής τάξης. Έφτασαν στο σημείο να επιχειρηματολογήσουν παράλογα και αντιεπιστημονικά ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί μέσα από αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές και χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του καπιταλισμού.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το 20ό Συνέδριο και στην κατάρρευση της ενότητας των σοσιαλιστικών χωρών. Από το 1960 αναπτυσσόταν εχθρότητα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας. Οι θέσεις της Κίνας αξιοποιήθηκαν από τον αμερικανικό κι ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Το Έκτακτο 21ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ συνεδρίασε στις 27 Γενάρη - 5 Φλεβάρη του 1959. Η αποστολή του ήταν να εδραιώσει τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, να κάνει αδιαμφισβήτητη τη θέση ισχύος του Νικίτα Χρουστσόφ και να επιταχύνει την ανάπτυξη του νέου Προγράμματος του ΚΚΣΕ.

Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που εργάστηκε στις 17-31 Οκτώβη 1961, ενέκρινε το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ και με αυτόν τον τρόπο αναθεώρησε τα διδάγματα του 1917 στο επίπεδο του Προγράμματος του Κόμματος.

Τις τελευταίες δεκαετίες το κομμουνιστικό κίνημα άρχισε τη μαρξιστική επαναξιολόγηση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα τις παραμονές της 90ής επετείου του Μεγάλου Οκτώβρη σημείωσε:

«Οι καπιταλιστικές αντεπαναστάσεις δε θα είχαν επιτύχει ή θα ήταν πολύ πιο δύσκολες, αν σε ορισμένες σοσιαλιστικές χώρες δεν υπήρχαν και εσωτερικοί λόγοι. Η κύρια εσωτερική αιτία πρέπει ν’ αναζητηθεί στο γεγονός ότι σχηματίστηκε ρεφορμιστική-οπορτουνιστική πτέρυγα στην ηγεσία των σοσιαλιστικών χωρών, που σταδιακά εγκατέλειπε τις θέσεις του σοσιαλισμού. Αυτή η πολιτική γραμμή εκδηλώθηκε μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όταν, με το πρόσχημα της εξάλειψης των σφαλμάτων της εποχής του Στάλιν εγκατέλειψαν μια σειρά αξίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η δίκαιη και σωστή κριτική του Στάλιν χρησιμοποιούνταν για την απόρριψη και των θετικών στοιχείων της κληρονομιάς του και για να στερήσουν την κοινωνία των σοσιαλιστικών χωρών από την αξιόπιστη ιστορική συνείδηση. Το καθήκον της παρούσας γενιάς είναι η εκτίμηση του Στάλιν που αντιστοιχεί στο παρόν, η διόρθωση των στρεβλώσεων.»

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με βάση την ενδελεχή ανάλυση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση έβγαλε το ακόλουθο συμπέρασμα:

«Μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Άλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών-οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Κόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός, με την περεστρόικα, ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν με επιτυχία την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.» [2]

Αναθεώρηση των διδαγμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ

Ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα πιο σημαντικά ζητήματα για τα οποία το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ άλλαξε την αξιολόγηση της πείρας της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η ειρηνική συνύπαρξη

Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, αναφερόμενο στην «ύφεση» στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη μείωση της διεθνούς έντασης και τη στρατιωτική ισορροπία που είχε δημιουργηθεί σταδιακά μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ειρηνική συνύπαρξη είναι η πλήρης και ολοκληρωμένη συνεργασία, σπρώχνοντας στο παρασκήνιο το στοιχείο της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό.

Το Συνέδριο δικαίως δήλωσε ότι συντελέστηκε ύφεση σ’ ένα βαθμό.

«Η γεμάτη σοβαρούς κινδύνους ένταση στις διεθνείς σχέσεις, χάρη στη συνεπή φιλειρηνική εξωτερική πολιτική των σοσιαλιστικών χωρών, αντικαταστάθηκε από τη γνωστή ύφεση.» [3]

Το Συνέδριο ορθώς επισήμανε ότι η ύπαρξη των δύο παγκόσμιων συστημάτων είναι το γεγονός που καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις.

«Το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ότι ο σοσιαλισμός ξεπέρασε το πλαίσιο μιας χώρας και μετατράπηκε σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα. Ο καπιταλισμός αποδείχτηκε ανίκανος ν ’ αποτρέψει αυτήν την κοσμοϊστορική διαδικασία. Η ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο αντίθετων παγκόσμιων οικονομικών συστημάτων, του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, που αναπτύσσονται σύμφωνα με διαφορετικούς νόμους και σε αντίθετες κατευθύνσεις, έχει γίνει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.» [4]

Όμως το Συνέδριο δεν είπε ότι η σχετική ύφεση στις σχέσεις μεταξύ των δύο παγκόσμιων συστημάτων σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι οι αναπτυξιακές επιτυχίες στη δεκαετία του 1950, η δημιουργία της σοβιετικής ατομικής βόμβας και στη συνέχεια της βόμβας υδρογόνου, η τεράστια πρόοδος στην ανάπτυξη των στρατιωτικών πυραύλων, οδήγησαν στη δημιουργία μιας στρατιωτικής ισορροπίας.

Το Συνέδριο αγνόησε τα εσωτερικά προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1956 συντελούνταν αντεπαναστατικές διαδικασίες στην Πολωνία και την Ουγγαρία.

«Το σοσιαλιστικό σύστημα προχωρεί θριαμβευτικά εμπρός, δίχως κρίσεις και αναταραχές. Ωφελεί σε μεγάλο βαθμό τους λαούς των σοσιαλιστικών χωρών, δείχνοντας τα αποφασιστικά πλεονεκτήματα του έναντι του καπιταλιστικού συστήματος.» [5]

Το Πρόγραμμα που εγκρίθηκε το 1961, στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, αναφέρει:

«Το ΚΚΣΕ βασίζεται στο γεγονός ότι στον κόσμο αναπτύχθηκαν και αυξάνονται οι δυνάμεις που μπορεί να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την παγκόσμια ειρήνη. Δημιουργούνται δυνατότητες για την εδραίωση ριζικά νέων σχέσεων μεταξύ των κρατών.» [6]

«Η ειρηνική συνύπαρξη των σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών χωρών αποτελεί αντικειμενική αναγκαιότητα της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας.» [7]

Ο Λένιν ήταν υποστηρικτής της παγκόσμιας επανάστασης. Για τον Λένιν, η ειρηνική συνύπαρξη ήταν ένας προσωρινός συμβιβασμός: Τώρα δεν έχω τις δυνάμεις για να νικήσω τον καπιταλισμό, αλλά δε θα εγκαταλείψω το στόχο μου. Το Μάρτη του 1919 δημιουργείται η Κομμουνιστική Διεθνής, η οποία έχει την πλήρη υποστήριξη του σοβιετικού κράτους. Στη δεκαετία του 1920, Κομμουνιστικά Κόμματα ιδρύονται σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Στην περίοδο που ο Στάλιν ήταν ΓΓ του Κόμματος, το ΚΚΣΕ υποστήριξε την Κομιντέρν. Βέβαια, το 1943, κάνει μια χειρονομία προς τα καπιταλιστικά μέλη του αντιφασιστικού συνασπισμού με τη διάλυση της Κομιντέρν, αλλά εκείνο τον καιρό ήδη υπάρχει ένα νέο, αποτελεσματικό μέσο της παγκόσμιας επανάστασης, ο νικηφόρος Κόκκινος Στρατός.

Το ΚΚΣΕ υπό την ηγεσία του Χρουστσόφ απορρίπτει την ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης και ανακοινώνει το στόχο της ειρηνικής συνύπαρξης, λέγοντας ότι η σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό θα κριθεί με ειρηνικό ανταγωνισμό. Ο Μπρέζνιεφ, κάπως αδέξια, θα επιστρέψει στην ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης. Βεβαίως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι στην περίοδο που ο Μπρέζνιεφ ήταν ΓΓ του ΚΚΣΕ τα προβλήματα σχετικά με τη χρήση των καπιταλιστικών εργαλείων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση συνέχισαν και οξύνθηκαν, με αποτέλεσμα το Κόμμα να χάσει τον επαναστατικό του δρόμο, με βαριές συνέπειες.

Η «Νέα σκέψη» του Γκορμπατσόφ θα σημάνει την προδοσία του σοσιαλιστικού σκοπού. Ο Γκορμπατσόφ επέστρεψε τα εδάφη που κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, κατέστρεψε τις ένοπλες δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης, άφησε τις σοσιαλιστικές χώρες στο έλεος των δυνάμεων του καπιταλισμού.

Μια τέτοια ερμηνεία της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης είναι η μεγαλύτερη θεωρητική σύγχυση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, το οποίο δικαιολόγησε μια σειρά από πολιτικά βήματα που οδήγησαν πρώτα στην αποδυνάμωση και στη συνέχεια στην ανατροπή του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος.

Ήταν λανθασμένη και εσφαλμένη η ερμηνεία της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης. Φυσικά, ο σοσιαλισμός θα θριαμβεύσει σε παγκόσμια κλίμακα, όταν η οικονομία του θα παράγει περισσότερο και καλύτερα από τον καπιταλισμό. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι είναι δυνατό να εγκαταλείψει τη στρατιωτική δύναμη.

Η Σοβιετική Ένωση, με βάση την εσφαλμένη και λανθασμένη ερμηνεία της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εξάλειψε σημαντικό τμήμα των χερσαίων στρατευμάτων και των ναυτικών δυνάμεών της. Και στο τέλος του 1960 σύναψε με τις Ηνωμένες Πολιτείες μια σειρά συμφωνιών για τον περιορισμό και τη μείωση των εξοπλισμών, που παραβίασαν τη στρατιωτική ισορροπία που είχε κατακτηθεί με μεγάλη δυσκολία. Και έκανε τη Σοβιετική Ένωση ευάλωτη. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχε ανάγκη για προσπάθειες αφοπλισμού, αλλά είναι γεγονός ότι όλα αυτά οδήγησαν στην κατάργηση της στρατιωτικής ισορροπίας. Δεν ήταν λάθος ο αφοπλισμός, αλλά μια σειρά από μονομερείς παραχωρήσεις προς τους Αμερικανούς. Εν απουσία μιας στρατιωτικής ισορροπίας ο σοσιαλιστικός κόσμος έγινε ευάλωτος σε όλους τους άλλους τομείς, γιατί η στρατιωτική ισορροπία είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στις καπιταλιστικές χώρες.

Ο κοινοβουλευτικός δρόμος ως μέσο δημιουργίας του σοσιαλισμού

Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ δήλωσε ότι, στο διεθνές περιβάλλον που άλλαξε, τα Κομμουνιστικά Κόμματα μπορεί και με βουλευτικές εκλογές να έρθουν στην εξουσία και να πετύχουν τη νίκη του σοσιαλισμού.

«....Σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες η εργατική τάξη έχει στις σύγχρονες συνθήκες μια πραγματική ευκαιρία να ενώσει υπό την ηγεσία της τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού και να εξασφαλίσει τη μεταφορά των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του λαού. Τα δεξιά αστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις που σχηματίζονται από αυτά χρεοκοπούν όλο και πιο συχνά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη, συσπειρώνοντας γύρω της την εργαζόμενη αγροτιά, τη διανόηση, όλες τις πατριωτικές δυνάμεις και αντιπαλεύοντας αποφασιστικά τα οπορτουνιστικά στοιχεία, που δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την πολιτική του συμβιβασμού με τους καπιταλιστές και γαιοκτήμονες, μπορεί να νικήσει τις αντιδραστικές, αντιλαϊκές δυνάμεις, να κερδίσει μια σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να το μετατρέψει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής θέλησης. (Χειροκρότημα). Σε αυτήν την περίπτωση, αυτό το παραδοσιακό για πολλές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ίδρυμα μπορεί να γίνει φορέας της πραγματικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας για τους εργαζόμενους.

Η κατάκτηση διαρκούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, βασιζόμενης στο μαζικό επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, των εργαζόμενων, θα μπορούσε να δημιουργήσει για την εργατική τάξη ενός αριθμού καπιταλιστικών και πρώην αποικιακών χωρών συνθήκες που εξασφαλίζουν την εφαρμογή των θεμελιωδών κοινωνικών αλλαγών.» [8]

Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και στο Πρόγραμμα που εγκρίθηκε στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ:

«Υπό τις τρέχουσες συνθήκες στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες η εργατική τάξη με επικεφαλής την εμπροσθοφυλακή της έχει τη δυνατότητα στη βάση του Εργατικού και Λαϊκού Μετώπου και άλλων πιθανών μορφών συμφωνίας και πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των διάφορων κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων να ενώσει την πλειοψηφία του λαού, να κερδίσει την κρατική εξουσία χωρίς εμφύλιο πόλεμο και την εξασφάλιση της μετάβασης βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του λαού.

Βασιζόμενη στην πλειοψηφία του λαού και αντιπαλεύοντας αποφασιστικά τα οπορτουνιστικά στοιχεία, που δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την πολιτική του συμβιβασμού με τους καπιταλιστές και γαιοκτήμονες, η εργατική τάξη μπορεί να νικήσει τις αντιδραστικές, αντιλαϊκές δυνάμεις, να κερδίσει μια σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να το μετατρέψει από όργανο που υπηρετεί το ταξικό συμφέρον των αστών σε όργανο που υπηρετεί τον εργαζόμενο λαό, ν’ αναπτύξει πλατιά, μαζική εξωκοινοβουλευτική πάλη, να λυγίσει την αντίσταση των αντιδραστικών δυνάμεων και να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ειρηνική εφαρμογή της σοσιαλιστικής επανάστασης.» [9]

Η θέση του ΚΚΣΕ για τη δυνατότητα ενός κοινοβουλευτικού δρόμου οδήγησε το εργατικό κίνημα σε επικίνδυνες αυταπάτες. Μια σειρά κόμματα επικεντρώθηκαν πλήρως στην προεκλογική δουλειά και τη δουλειά στο κοινοβούλιο. Ορισμένα κόμματα ξέχασαν ότι μόνιμο καθήκον των κομμουνιστών είναι ο αγώνας για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργατών, των εργαζόμενων. Η κοινοβουλευτική δουλειά δεν είναι στόχος, αλλά μέσο για τα κομμουνιστικά κόμματα.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα πιστεύει ακράδαντα ότι μια νέα λαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση θα φέρει το σοσιαλισμό. Στο Πρόγραμμα του Κόμματος που εγκρίθηκε το 2012 αναφέρεται:

«Δεν ξέρουμε ποιο χρόνο, ποιο μήνα, ποια μέρα θα κερδίσει μια νέα σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά ξέρουμε ότι θα κερδίσει. Θα κερδίσει όταν η πλειοψηφία του λαού κατανοήσει με βάση τη δική της εμπειρία ότι σε μια ευτυχισμένη ζωή οδηγεί μόνο ένας δρόμος, η νέα λαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση, και η πλειοψηφία θα θελήσει να παλέψει για την επίτευξη αυτού του στόχου.»

Η στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία

Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ τάχτηκε με την άποψη ότι για την πρόληψη ενός παγκόσμιου πολέμου είναι αναγκαία και δυνατή η στρατηγική συνεργασία των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

«Πολλές συμφορές του σύγχρονου κόσμου έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι σε πολλές χώρες η εργατική τάξη για πολλά χρόνια παραμένει διχασμένη και τα διάφορα τμήματά της δε διαμορφώνουν κοινό μέτωπο, πράγμα που συμφέρει μόνο τις δυνάμεις της Αντίδρασης. Εν τω μεταξύ, σήμερα, κατά τη γνώμη μας, ανοίγει η προοπτική για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση. Η ζωή έχει θέσει στην ημερήσια διάταξη πολλά από αυτά τα θέματα, τα οποία δεν απαιτούν μόνο την προσέγγιση και τη συνεργασία όλων των εργατικών κομμάτων, αλλά και δημιουργούν πραγματικές ευκαιρίες γι’ αυτήν τη συνεργασία. Το σημαντικότερο από αυτό είναι το ζήτημα της πρόληψης ενός νέου πολέμου. Αν η εργατική τάξη θα λειτουργήσει ως μια ενιαία οργανωμένη δύναμη, θα επιδείξει πυγμή, δε θα υπάρξει πόλεμος.» [10]

Η απόφαση συνεχίζει:

«Ολο αυτό επιβάλλει σε όλους τους ακτιβιστές του εργατικού κινήματος ιστορική ευθύνη. Το συμφέρον του αγώνα για την ειρήνη απαιτεί, βάζοντας στην άκρη αντεγκλήσεις, να βρεθεί κοινό έδαφος και στη βάση αυτή ν’ αναπτυχθεί ένα πλαίσιο για συνεργασία. Είναι δυνατή και αναγκαία η συνεργασία και με τους κύκλους του σοσιαλιστικού κινήματος που έχουν διαφορετικές από εμάς απόψεις σχετικά με το ζήτημα των μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό. Μεταξύ αυτών είναι πολλοί που σφάλλουν σε αυτό το θέμα με καλή πίστη, αλλά δεν αποτελεί εμπόδιο για τη συνεργασία. Τώρα, πολλοί σοσιαλδημοκράτες τάσσονται υπέρ ενός ενεργού αγώνα ενάντια στον κίνδυνο του πολέμου και του μιλιταρισμού, μια επαναπροσέγγιση με τις σοσιαλιστικές χώρες, για την ενότητα του εργατικού κινήματος. Χαιρετίζουμε θερμά αυτούς τους σοσιαλδημοκράτες και είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα πάντα για να ενώσουμε τις προσπάθειές μας στον αγώνα για τον ευγενή σκοπό της ειρήνης και την προστασία των συμφερόντων των εργαζόμενων.» [11]

Το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ που εγκρίθηκε στο 22ο Συνέδριο διατυπώνει ακόμη πιο ξεκάθαρα:

«Τα Κομμουνιστικά Κόμματα τάσσονται υπέρ της συνεργασίας με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όχι μόνο στον αγώνα για την ειρήνη, για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζόμενων, τη διατήρηση και την επέκταση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών τους, αλλά και στον αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.» [12]

Η σοσιαλδημοκρατία στο 19ο αιώνα αναπτύχθηκε από το εργατικό, το συνδικαλιστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές ονειρεύονταν το σοσιαλισμό, αλλά μόνο στο πολύ μακρινό μέλλον, και στην καθημερινή πρακτική επιδίωκαν την εξάλειψη των αδικιών του καπιταλισμού, τη βελτίωση του καπιταλιστικού συστήματος. Οι επαναστάτες μαρξιστές ποτέ δε συμφωνούσαν με αυτό, γιατί ο καπιταλισμός ακόμα και στην καλύτερη, την πιο δημοκρατική, την πλουσιότερη μορφή βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων μαζών. Οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν πάντα ως στόχο την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία έχει υποστεί θεμελιώδεις αλλαγές. Κατά την άνοδο της γενικής ευημερίας σε χώρες της Ευρώπης μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν αρκετά χρήματα για τα πάντα. Οι καπιταλιστικές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν σε θέση να δώσουν περισσότερα στις μάζες, να δημιουργήσουν το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Η ύπαρξη του σοσιαλιστικού κόσμου, όπου οι μάζες είχαν το δικαίωμα στην εργασία, την ανάπαυση, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κοινωνική ασφάλιση, ανάγκαζε τα καπιταλιστικά κόμματα να το κάνουν. Το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» στην πραγματικότητα σήμανε ότι μια μειοψηφία πλουσίων ζούσε με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο. Τα μεσαία στρώματα κι ένα μέρος των εργαζόμενων μαζών απολάμβαναν καλύτερες συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν. Το βιοτικό επίπεδο των μεγάλων μαζών των εργαζόμενων, μην υπολογίζοντας την αύξηση των ξένων μεταναστών, άλλαξε σ’ έναν περιορισμένο βαθμό.

Κατά τη διάρκεια των οικονομικών δυσκολιών της δεκαετίας του 1980 τα χρήματα λιγόστευαν. Και στη συνέχεια έπαψε να υφίσταται και ο σοσιαλιστικός κόσμος, εξαφανίστηκε η δύναμη πίεσης. Οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την πολιτική του γενναιόδωρου κράτους πρόνοιας και οι σοσιαλδημοκράτες διακήρυξαν την ιδέα του «Τρίτου Δρόμου». Από τη δεκαετία του 1980 δεν ήταν μόνο ο σοσιαλισμός που έπαψε να είναι στόχος. Η σοσιαλδημοκρατία είχε παραιτηθεί από τα παραδοσιακά αιτήματά της και άρχισε να υλοποιεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Η σοσιαλδημοκρατία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση και αποδυνάμωση των σοσιαλιστικών χωρών. Κάτω από τα συνθήματα «Οστπολιτίκ», «αφοπλισμός», «ευρωπαϊκή συνεργασία», συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της καπιταλιστικής αντεπανάστασης του 1989-1991.

Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες είχαν δημιουργηθεί, επίσης, μια σειρά από κόμματα με την ονομασία σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά. Αυτά τα κόμματα είναι ριζικά διαφορετικά από τα δυτικά. Δεν έχουν κανένα σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν, δεν έχουν καμία συνδικαλιστική βάση που να συνδέεται με την εργατική τάξη και τις παραδόσεις της. Αυτά τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (MSZP), από την αρχή συμμετείχαν ενεργά στην καπιταλιστική αντεπανάσταση του 1989-1991 κι έγιναν ένας από τους πυλώνες του καπιταλιστικού συστήματος. Αποστολή τους ήταν εξαπάτηση των εργαζόμενων μαζών, η χειραγώγησή τους και η σταθεροποίηση του καπιταλισμού.

Η Επανάσταση του 1917 και η εμπειρία εκατό χρόνων δείχνουν σαφώς ότι οι σκοποί των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών είναι ριζικά διαφορετικοί.

Και η εμπειρία της ουγγρικής ιστορίας αποδεικνύει ότι οι Ούγγροι σοσιαλδημοκράτες επίσης πρόδωσαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης το 1919, όπως έκαναν και το 1989-90. Παρέδιδαν κομμουνιστές στους χωροφύλακες του καθεστώτος του Χόρτι, όπως και σήμερα δε διστάζουν να παίρνουν νομικά και κυβερνητικά μέτρα κατά των κομμουνιστών.

Τα εκατό χρόνια που πέρασαν μετά από το 1917 δείχνουν ξεκάθαρα: Αν οι κομμουνιστές σε ένα καπιταλιστικό σύστημα συνεργάζονται με τους σοσιαλδημοκράτες σε στρατηγικά ζητήματα, αν σχηματίζουν από κοινού κυβέρνηση, οι κομμουνιστές πάντα χάνουν και πάντα πληρώνουν το τίμημα...

Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης

Η ηγεσία του ΚΚΣΕ μετά από το 1956, βλέποντας την επιτυχία του σοσιαλισμού, έκανε ένα λάθος, έβγαλε ένα συμπέρασμα που εκ των υστέρων αποδείχτηκε μοιραίο: Ότι η νίκη του σοσιαλισμού είναι οριστική και αμετάκλητη. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ διαμόρφωσε μια νέα στρατηγική για το Κόμμα, για την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.

«Σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) εγκρίνει το τρίτο Πρόγραμμά του, το Πρόγραμμα της οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.»

«Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας (1971-1980) θα δημιουργηθεί η υλική και τεχνική βάση του κομμουνισμού, που παρέχει αφθονία υλικών και πολιτιστικών αγαθών για το σύνολο του πληθυσμού. Η σοβιετική κοινωνία θα προσεγγίσει την εφαρμογή της αρχής της κατανομής ανάλογα με τις ανάγκες, θα υπάρξει μια σταδιακή μετάβαση προς μια ενιαία δημόσια περιουσία. Έτσι, στην ΕΣΣΔ θα οικοδομηθεί ως επί το πλείστον η κομμουνιστική κοινωνία.» [13]

Σήμερα το Πρόγραμμα του ΚΕΚΡ-ΚΚΣΕ ορίζει ορθά ότι:

«Η επιτυχής επίλυση ενός αριθμού σημαντικών καθηκόντων της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της εξάλειψης των ταξικών ανταγωνισμών, οδήγησε στην εμφάνιση στο Κόμμα και το λαό της ψευδαίσθησης της κίνησης προς τα εμπρός δίχως αντιθέσεις. Αυτή η ψευδαίσθηση της γρήγορης, χωρίς αγώνα πορείας προς το υψηλότερο στάδιο του κομμουνισμού διατυπώθηκε στο τρίτο Πρόγραμμα, που εγκρίθηκε το 1961, πράγμα που αποστράτευσε το Κόμμα, την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους. Το Πρόγραμμα λανθασμένα διακήρυξε την απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου και κήρυξε τον εθνικό χαρακτήρα αμιγώς ταξικών ιδρυμάτων, όπως το Κόμμα και το κράτος, δημιουργώντας έτσι μια ιδεολογική κάλυψη για το μικροαστικό εκφυλισμό τους. Τα λάθη και οι αποκλίσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού εξηγούνταν υποκειμενικά με την προσωπολατρία. Δεν τιθόταν καν το καθήκον της αναβίωσης της εξουσίας των Σοβιέτ και οι εργαζόμενοι, ήδη κατακερματισμένοι οργανωτικά, ήταν πλέον και ιδεολογικά αφοπλισμένοι ενώπιον του μικροαστικού κύματος. Αυτός ο αφοπλισμός του ΚΚΣΕ και των εργαζόμενων δικαιολογούνταν με την επίσημη ανακήρυξη της “ολοκληρωτικής” νίκης του σοσιαλισμού στη χώρα μας.» [14]

Η απόφαση του ΚΚΣΕ ήταν ένα στρατηγικό λάθος που είχε επιπτώσεις στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες. Μετά από το 20ό Συνέδριο υποτιμούνταν όλο και πιο πολύ η αναγκαιότητα της ταξικής πάλης. Αγνοούνταν το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμη φύγει από τη ζωή οι εκπρόσωποι των παλιών κυρίαρχων τάξεων και οι απόγονοί τους και ότι η χρήση των στοιχείων της οικονομίας της αγοράς συνέβαλε και στην αναβίωση των αστικών δυνάμεων. Τα κόμματα δεν ήταν έτοιμα για πραγματική ταξική πάλη.

Αργότερα, υπό την ταμπέλα της «περεστρόικα», «γκλάσνοστ», του εκσυγχρονισμού του Γκορμπατσόφ, οι στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη έφεραν ένα πολυκομματικό σύστημα, επέτρεψαν, πολύ περισσότερο υποστήριξαν τη δραστηριότητα κομμάτων που αντιτίθονταν στο σοσιαλισμό. Με το ψεύτικο σύνθημα της αποπολιτικοποίησης έβγαλαν από τον έλεγχο του ΚΚΣΕ και του λαού το στρατό και τα όργανα ασφαλείας του κράτους. Ουσιαστικά όλη η αλλαγή του κοινωνικού συστήματος προετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε από τις ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Αυτές οι δυνάμεις ξεπέρασαν συνειδητά τα όρια, πέρα από τα οποία δε γινόταν πλέον λόγος για μεταρρύθμιση του σοσιαλισμού, αλλά για την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού συστήματος.

Η σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία έχει επιβεβαιώσει την ορθότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για το αναπόφευκτο της σοσιαλιστικής επανάστασης και τη μετάβαση της ανθρωπότητας από τον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στον κομμουνισμό, η πρώτη φάση του οποίου είναι ο σοσιαλισμός. Ο Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία ήταν η αρχή μιας μεγάλης ιστορικής εποχής της μετάβασης της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι σαφές: Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση είναι το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας, όχι μόνο του εικοστού αιώνα. Ένα γεγονός που καθόρισε το δρόμο της προοδευτικής ανάπτυξης για πολλές δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης καταρρίφθηκε ο μύθος της αιωνιότητας του καπιταλισμού, ο καπιταλισμός έπαψε να είναι ένα παγκόσμιο σύστημα. Εμφανίστηκαν δύο αντίθετα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, η πάλη μεταξύ τους έγινε η σημαντικότερη μορφή έκφρασης της βασικής αντίθεσης της σύγχρονης εποχής, της αντίθεσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μνήμη του ουγγρικού σοσιαλισμού του εικοστού αιώνα. Οι επιτυχίες του σοσιαλισμού έχουν αποδείξει ότι η ουγγρική εργατική τάξη, οι Ούγγροι εργαζόμενοι είναι σε θέση να επωφεληθούν από την εξουσία για να δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή για εκατομμύρια ανθρώπους, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση και την ανάπτυξη του ουγγρικού έθνους. Οι Ούγγροι εργαζόμενοι μπορούν σήμερα να είναι περήφανοι γι’ αυτές τις δεκαετίες και ν’ αντλήσουν από αυτές τη δύναμη για να πολεμήσουν ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή είναι η κληρονομιά της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης.

Ο ουγγρικός σοσιαλισμός είχε πολλά θετικά, αλλά είχε και αρνητικά. Αλλά δίχως αμφιβολία είχε πολύ περισσότερες επιτυχίες κι επιτεύγματα. Και δε χωρά αμφιβολία το γεγονός ότι, παρά τα προβλήματα και τα λάθη, ο σοσιαλισμός εκείνος ήταν καλύτερος, πιο επιτυχημένος, πιο ανθρώπινος από το σημερινό καπιταλισμό.

Το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα ακολουθεί το παράδειγμα της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός. Έχουμε διδαχτεί από την ιστορία του σοσιαλισμού. Είμαστε βέβαιοι ότι η νέα σοσιαλιστική κοινωνία θα δώσει στους ανθρώπους ακόμη περισσότερα και θα είναι ακόμα καλύτερη.


[1] Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994.

[2] Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, http://www.kke.gr/18o_synedrio/apofash_toy_18oy_synedrioy_toy_kke_gia_to_sosialismo

[3] Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, 14-25 Φλεβάρη του 1956, στενογραφικός απολογισμός, σελ. 9, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, Μόσχα, 1956.

[4] Ό.π.

[5] Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, 14-25 Φλεβάρη του 1956, στενογραφικός απολογισμός, σελ. 9, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, Μόσχα, 1956.

[6] Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, σελ. 56, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, 1961.

[7] Ό.π., σελ. 59.

[8] Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, 14-25 Φλεβάρη 1956, στενογραφικός απολογισμός, σελ. 40, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, Μόσχα, 1956.

[9] Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, σελ. 40, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, 1961.

[10] Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ 14-25 Φλεβάρη 1956, στενογραφικός απολογισμός, σελ. 22-23, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, Μόσχα,1956.

[11] Ό.π.

[12] Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, σελ. 42, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, 1961.

[13] Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, σελ. 65, εκδ. Γκοσπολιτιζντάτ, 1961.

[14] http://rkrp-rpk.ru/content/view/5/47/