Τα 100χρονα ενός Κόμματος που επιδιώκει την επανάσταση


Κεμάλ Οκουγιάν, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας (ΤΚΡ)

Οι κοινωνικές επιστήμες πολύ συχνά ορίζουν τα πολιτικά κόμματα ως θεσμούς που προσπαθούν να αποκτήσουν πολιτική εξουσία. Αυτή η φιλοδοξία που αποδίδεται στα πολιτικά κόμματα χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τα πολιτικά κόμματα από τις ομάδες συμφερόντων. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές παγίδες κρυμμένες σε αυτόν τον ορισμό που διατυπώνει η αστική ιδεολογία, η οποία προσπαθεί να αποτρέψει την ανάλυση των μαζικών αγώνων με ταξικές αντιθέσεις και να θολώσει την αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου, αποσπώντας την προσοχή από αυτήν τη βασική αντίθεση προς έναν ατελείωτο αριθμό νέων και ξεχωριστών κατηγοριών.

Με την πάροδο του χρόνου ξεκίνησαν να αναπτύσσονται νέες και πιο «τολμηρές» προσεγγίσεις σχετικά με το περιεχόμενο, τα εργαλεία, το εύρος και τους παράγοντες της πολιτικής. Οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης έχουν πρόσφατα καταφέρει να ευτελίσουν την ίδια την ιδέα του «πολιτικού κόμματος» και, ενώ κηρύττουν ότι πρέπει να αποφεύγονται οι βαρύγδουπες ρητορικές, καλούν να επικεντρωνόμαστε σε ασήμαντους τομείς της καθημερινής ζωής, να στοχεύουμε το συμβιβασμό με τους πολιτικούς αγώνες και να συνδέουμε τις προσδοκίες μας με τους πραγματιστές πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι απορρίπτουν πολιτικά προγράμματα ή αρχές, αντί να συμμετέχουμε στην πολιτική δραστηριότητα που βασίζεται στη συλλογική θέληση. Στην ίδια διαδικασία παρατηρούμε πολλούς αριστερούς που έχουν αρχίζει να χαιρετίζουν την υποχώρηση από την πολιτική εξουσία, θεωρώντας αυτήν τη στάση ως αρετή.

Αυτό, στη ρίζα του, είναι μία επίθεση στο μαρξισμό και μία προσπάθεια να εξαλειφθεί το μεγάλο κύρος και οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης, που από τα μέσα του 19ου αιώνα έχουν γίνει ο εφιάλτης της καπιταλιστικής τάξης.

Οι επαναστάσεις του 1848, οι οποίες σημείωσαν σημαντική άνοδο στην επίδραση της εργατικής τάξης στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ευρώπης, συνέπεσαν με μία ιστορική στιγμή της ταλάντευσης της αστικής τάξης ανάμεσα στον επαναστατικό και στον αντεπαναστατικό πόλο. Εκείνη την εποχή η ιδέα της επανάστασης ήταν δίκαιη στην ολότητά της και είχε, επίσης, τεράστια δημόσια υποστήριξη. Καθώς η αστική τάξη προσπάθησε να αποκηρύξει αυτήν την επαναστατική θέση, η οποία στην πραγματικότητα ήταν κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, το προλεταριάτο αμέσως παρουσιάστηκε ως ο υποψήφιος που θα αναλάμβανε τον επαναστατικό ρόλο.

Στον απόηχο της επανάστασης του 1789, η επαναστατική αστική τάξη εγκατέλειψε τη ριζοσπαστική της γραμμή, έχασε την επαναστατική της ενέργεια και, εξάλλου, το κεφάλαιο ξεκίνησε να επιδιώκει τη σταθερότητα έναντι της επανάστασης. Αλλά τα επαναστατικά ξεσπάσματα απείχαν πολύ από το να εξασθενίσουν. Το 1830 η επανάσταση βγήκε ξανά στο προσκήνιο της Ιστορίας και το 1848 η κατάσταση έβγαινε ξανά εκτός ελέγχου.

Παρά τις καλύτερες προσπάθειες εκ μέρους των απολυταρχικών και των πιο αντιδραστικών τμημάτων της αστικής τάξης να δυσφημίσουν την ιδέα της επανάστασης, η επαναστατικότητα και η ιδέα της «πραγματοποίησης μίας επανάστασης» διατήρησε μία ασύγκριτη αξιοπιστία, όχι μόνο λόγω της συλλογικής θέλησης των ανθρώπων που την στήριζαν, αλλά, επίσης, επειδή καμία εξουσία ή τάξη δεν μπορούσε να έρθει αντιμέτωπη με τις αρχές της μεγάλης επανάστασης: Liberté, égalité, fraternité (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα).

Το συμπέρασμα των επαναστάσεων του 1848 με την αποκατάσταση της τάξης ήταν αναμφίβολα μία αρνητική έκβαση για την εργατική τάξη. Παρόλ’ αυτά, το δικαίωμα και η προσδοκία του προλεταριάτου να εγκαθιδρύσει μία διαφορετική τάξη συνέχισε να είναι η πραγματικότητα της εποχής. Σε όλα τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη άρχισαν να ιδρύονται η μία μετά από την άλλη ανεξάρτητες οργανώσεις που πάλευαν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και σε σύντομο διάστημα μετατράπηκαν σε μαζικές οργανώσεις που αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας.

Στην εποχή των επαναστάσεων, η Παρισινή Κομμούνα του 1871 σηματοδότησε την προδοσία της αστικής τάξης στα επαναστατικά ιδανικά και το πέρασμά της στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο, αφήνοντας το προλεταριάτο να είναι ο μόνος παράγοντας για την υπεράσπιση της ιδέας της επανάστασης. Η πορεία των γεγονότων ήταν, άλλωστε, προς αυτήν την κατεύθυνση. Η καπιταλιστική τάξη επιδίωκε τη σταθερότητα και σκεφτόταν προληπτικά μέτρα για να σταματήσει την επαναστατική αλλαγή, η οποία κλόνιζε συθέμελα την εξουσία της αστικής τάξης. Ένα από τα προληπτικά μέτρα που πήρε η γαλλική αστική τάξη, η οποία γονάτισε το προλεταριάτο του Παρισιού χύνοντας το αίμα των καλύτερων εκπροσώπων του, ήταν η συνεργασία με τους Πρώσους εισβολείς που πολιορκούσαν τις πύλες του Παρισιού. Το τέλος της Κομμούνας σήμαινε, επίσης, την αντικατάσταση της Γαλλίας από τη Γερμανία ως το νέο κέντρο του εργατικού κινήματος.

Καθ’ όλη την περίοδο που οι επαναστατικές ιδέες διαδίδονταν από τη Γαλλία σε όλη την ήπειρο, η Γερμανία ήταν ένα οχυρό της τάξης και του συντηρητισμού, όπου η αστική τάξη δρούσε με μεγάλη προσοχή. Επομένως, η αντικατάσταση της Γαλλίας από τη Γερμανία ως το νέο κέντρο του εργατικού κινήματος, φυσικά, θα είχε σοβαρές συνέπειες. Στη Γαλλία η κληρονομιά του 1789 σε ένα βαθμό έδενε τα χέρια της αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη. Αυτό συνέβαινε επειδή η ιδέα της επανάστασης ήταν δίκαιη και αυτό το γεγονός ήταν δύσκολο να αλλάξει. Από την άλλη πλευρά, παρότι η Γερμανία δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις επιδράσεις του επαναστατικού αναβρασμού, ήταν ακόμα υπό τον έλεγχο του «κόμματος της τάξης», που συμβόλιζε η προσωπικότητα του Μπίσμαρκ. Η εργατική τάξη της Γερμανίας έγινε γρήγορα μία πολιτική δύναμη οργανωμένη μέσα από τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά αυτό δεν οδήγησε στη μείωση του κύρους του «κόμματος της τάξης». Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε ότι το κίνημα της εργατικής τάξης της Γερμανίας αναπτυσσόταν παράλληλα με την ωρίμανση του καθυστερημένου ιμπεριαλιστικού σταδίου του γερμανικού καπιταλισμού, όπως και ότι αυτή η εξέλιξη σε ένα βαθμό πραγματοποιήθηκε τρεφόμενη από τη διαδικασία της ιμπεριαλιστικής εξέλιξης.

Παρόλ’ αυτά, το γερμανικό προλεταριάτο ενδυναμώθηκε με μία ορμή που κατέστησε τις απαγορεύσεις του Μπίσμαρκ αλυσιτελείς και η ιδέα της επανάστασης έγινε πολύ δημοφιλής μαζί με την προοπτική μίας ριζοσπαστικής αλλαγής. Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν εκατομμύρια εργάτες που υποστήριζαν μία «σοσιαλιστική τάξη» στη Γερμανία και το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που οργάνωσε αυτούς τους εργάτες, πρακτικά κέρδισε πολιτική ασυλία.

Όμως, σχετικά με την ιδέα μίας ριζοσπαστικής αλλαγής και της επανάστασης υπήρχε μία σημαντική διαφορά στη γερμανική εμπειρία, που δεν μπορούσε να θεωρηθεί απλά λεπτομέρεια. Η επανάσταση στη Γαλλία του 19ου αιώνα ήταν ένα θριαμβευτικό φαινόμενο, δε γινόταν να μπει σε κανένα καλούπι και έκανε την παρουσία της αισθητή με ξαφνικές εξάρσεις. Στη Γερμανία, ωστόσο, είχε αποκτήσει ένα σοβαρό, σταθερό και απίστευτα ισχυρό χαρακτήρα. Το γερμανικό εργατικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα απέκτησε κάποια χαρακτηριστικά της αστικής εξουσίας κατά κάποιον τρόπο και προσπάθησε να ανταγωνιστεί την αστική τάξη για το ποιος από τους δύο μπορεί να καταλάβει την εξουσία και να εξασφαλίσει τη σταθερότητα και την τάξη.

Το γερμανικό κράτος στόχευε να δαμάσει την ιδέα της επανάστασης και με αυτόν τον τρόπο τη σοσιαλδημοκρατία, στοχεύοντας το κίνημα της εργατικής τάξης στη Γερμανία, αφού θα είχε δαμάσει την πολιτική της οργάνωση. Το 1914 φάνηκε τι πρόοδο είχε κάνει το γερμανικό κράτος προς την επίτευξη αυτού του καθήκοντος. Στην αρχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε ενσωματωθεί στην καθεστηκυία τάξη σε τέτοιο βαθμό, που ήταν αδύνατο να φέρει εις πέρας την ιδέα της επανάστασης.

Παρόλ’ αυτά, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος ήταν το αποτέλεσμα των οξυνόμενων συγκρούσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, προκάλεσε πρωτόγνωρη καταστροφή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που οι φτωχές μάζες, που είχαν ξεχάσει τις φιλοδοξίες τους για επανάσταση και μία ανθρώπινη τάξη πραγμάτων, άρχισαν να αναρωτιούνται ξανά: «Είμαστε καταδικασμένοι σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες;» Στην πραγματικότητα, η ιδέα της επανάστασης δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς και η οδυνηρή πραγματικότητα αναζωογόνησε γρήγορα τις αναμνήσεις. Παρά την αρχική του εξύμνηση μέσω της εθνικιστικής προπαγάνδας, σύντομα έγινε προφανές ότι ο πόλεμος σήμαινε θάνατο, λιμοκτονία, μάστιγα και ανεργία για τα εκατομμύρια των μαζών, γεγονός που τις εξόργισε. Έτσι, οι λαοί του κόσμου άρχισαν πάλι να αναζητούν μία διέξοδο σωτηρίας.

Οι μπολσεβίκοι, υπό την ηγεσία του Λένιν, ανέδειξαν το δρόμο αυτής της διεξόδου. Καθώς εξασθενούσε το ρωσικό επαναστατικό κύμα του Φλεβάρη του 1917, που ανέτρεψε τον τσάρο –ο οποίος είχε σύρει την ήδη εξαντλημένη χώρα στον παγκόσμιο πόλεμο προκειμένου να ικανοποιήσει την άπληστη τάξη των γαιοκτημόνων της Ρωσίας και να ενισχύσει τη δική του κλονισμένη εξουσία– οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να το αναζωογονήσουν με την εγκαθίδρυση μίας σοσιαλιστικής εξουσίας και έδωσαν νέα ενέργεια στον επαναστατικό ζήλο.

Αυτή η επαναστατική ενέργεια, που δημιουργήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση, επεκτάθηκε αμέσως στον τομέα των Γερμανών αφεντικών, των οποίων η αλαζονεία, η αυτοπεποίθηση και η θεμελιωμένη τάξη πραγμάτων ήδη βυθίζονταν. Το Νοέμβρη του 1918 ο γερμανικός λαός εκθρόνισε τον Κάιζερ και κήρυξε τη δημοκρατία. Ξαφνικά, η «Επανάσταση» μετατράπηκε σε μία πραγματικότητα στην Ευρώπη, μπροστά στην οποία όλοι ανεξαιρέτως έπρεπε να υποκλιθούν με σεβασμό. Ποιος θα τολμούσε να χτυπήσει μία επανάσταση που είχε αποκτήσει πάλι κύρος σε τόσο σημαντικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ρωσία! Η γερμανική εργατική τάξη ήταν έτοιμη να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια των μανιακών με την τάξη ηγεμόνων της Γερμανίας. Αλλά έσπευσε να τους σώσει η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που με αυτόν τον τρόπο έδειξε ότι δε γνώριζε κανένα όριο όταν επρόκειτο για την εξυπηρέτηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες έδειξαν την αφοσίωσή τους, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να σωθούν οι Γερμανοί εκμεταλλευτές, που ήταν σε διαρκή ανησυχία από το 1919 μέχρι το 1923. Όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και σε ολόκληρο τον κόσμο, η «Επανάσταση» στη Γη και η υπόσχεση για μια νέα τάξη πραγμάτων έγινε η μοναδική ελπίδα για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Αρκεί να θυμηθεί κανείς την Ανατολία. Οι έννοιες της μεταρρύθμισης και της επανάστασης υπήρχαν πολύ καιρό στην ιστορία της Ανατολίας, αλλά, για να μπορέσουν να αφήσουν ένα μόνιμο και μακροχρόνιο σημάδι σε αυτήν τη γη, έπρεπε να περιμένουμε μέχρι και τα χρόνια που ακολούθησαν μετά από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Λόγω αυτής της κληρονομιάς, η αστική τάξη στην Τουρκία δεν κατάφερε να καταπνίξει την ιδέα της επανάστασης, παρόλες τις προσπάθειες των μετέπειτα κυβερνήσεων στην τουρκική ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της αντεπαναστατικής στρατιωτικής χούντας της 12ης Σεπτέμβρη 1980 και της σημερινής κυβέρνησης του ΑΚΡ.

Όμως, το 1924 το επαναστατικό κύμα άρχισε να υποχωρεί, το διεθνές κεφάλαιο άδραξε την ευκαιρία να αποκρύψει την επικαιρότητα της επανάστασης.

Το νεαρό κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο σφυρηλάτησε τη διεθνή του ταυτότητα με την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919, μπήκε σε αυτήν την εποχή των επαναστατικών κινημάτων έχοντας μεγάλες προσδοκίες. Ήταν μία κοινή πεποίθηση μεταξύ των επαναστατών ότι η ρωσική εργατική τάξη, έχοντας πάρει την εξουσία στα χέρια της, θα ήταν ένα λαμπρό παράδειγμα και θα ακολουθούσαν και άλλες επαναστάσεις. Αλλά οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Σοβιετική Ρωσία αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να επουλώσει τις πληγές της και να προχωρήσει μόνη της προς την οικοδόμηση του κομμουνισμού, αποκρούοντας μόνη της τις εχθροπραξίες ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού κόσμου. Αυτό δεν ήταν κάτι που είχε προβλεφθεί και ήταν άκρως απογοητευτικό για τις μάζες που ζούσαν εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, που, στην πραγματικότητα, ήταν έτοιμες να θυσιάσουν τη ζωή τους στην πάλη για την εδραίωση μίας νέας τάξης πραγμάτων, του κομμουνισμού.

Ήταν δύσκολο να κατανοηθούν και να εξηγηθούν οι εξελίξεις αυτής της εποχής απλά και μόνο με τη βοήθεια της ταξικής συνείδησης, καθώς μία βαθιά ανάλυση της εποχής απαιτούσε την κατανόηση της Ιστορίας, η οποία σπάνια κατακτιόταν από τα μέλη της εργατικής τάξης. Οι διανοούμενοι, από την άλλη πλευρά, καθοδηγούνταν εύκολα από μη επαναστατικές ιδέες. Δυστυχώς, δεν ήταν λίγοι οι «μαρξιστές» που ενστερνίστηκαν τυχοδιωκτικές θέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια άρχισαν να υποστηρίζουν ρεφορμιστικές λύσεις ή ακόμη και εξελίχτηκαν σε φερέφωνα του αντικομμουνισμού.

Η αλήθεια είναι ότι η διεθνής εργατική τάξη δεν μπήκε στο 1924 έτοιμη να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Το καπιταλιστικό σύστημα σταδιακά αποκτούσε σταθερότητα και ο εργαζόμενος λαός επέστρεφε σιγά-σιγά στην καθημερινή του ζωή. Μπορεί να υποστηριχτεί με βεβαιότητα ότι τα θεμελιώδη προβλήματα των κοινωνιών απείχαν πολύ από κάθε είδους ανθρώπινη και αποδεκτή λύση, αλλά οι αστικές κυβερνήσεις σημείωσαν μία πιο επιδέξια επίδοση στο να σώσουν την κατάσταση ή να αποσπάσουν την προσοχή του λαού από την ανάγκη για μία πραγματική αλλαγή του συστήματος. Το 1929 ξέσπασε ακόμα μία καπιταλιστική κρίση. Αυτή η καταστροφική κρίση γι’ άλλη μία φορά συγκλόνισε τα οχυρά του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο, ενώ η Σοβιετική Ένωση σημείωνε τεράστια πρόοδο στη διαδικασία οικοδόμησης μίας ισότιμης τάξης πραγμάτων. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία κλπ. οι εργατικές τάξεις αναζητούσαν και πάλι μία καλύτερη ζωή. Αλλά οι καπιταλιστικές τάξεις αυτών των χωρών ήταν επίσης προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν νέες απειλές που προέρχονταν από τις φτωχές μάζες. Έτσι, το 1922 η φασιστική δικτατορία στην Ιταλία κατάφερε να καταστείλει το κίνημα της εργατικής τάξης. Στη Γερμανία μία παρόμοια φασιστική οργάνωση, με επικεφαλής τον Χίτλερ, οργανωνόταν κάτω από τις φτερούγες του γερμανικού κράτους και περίμενε να έρθει η μέρα που η γερμανική καπιταλιστική τάξη θα την χρειαζόταν να δράσει.

Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός χρειαζόταν τους ναζί τόσο για τη διευθέτηση των λογαριασμών του με άλλες δυνάμεις στη διεθνή σφαίρα όσο και για την εξάλειψη της απειλής του κινήματος της εργατικής τάξης στην εγχώρια σφαίρα. Οι ναζί, με τη συμβολή των σοσιαλδημοκρατών, κατάφεραν να καταλάβουν τους δρόμους, μετά τις κάλπες και τελικά την ίδια την κυβέρνηση. Καθώς οι φασίστες, με τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου, ήρθαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, η ιδέα της επανάστασης υπέστη βαρύ πλήγμα.

Όταν έγινε σαφές ότι πλησίαζε ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος, προέκυψε μία επείγουσα ανάγκη προστασίας της Σοβιετικής Ένωσης από τη φασιστική πολεμική μηχανή. Καθώς η εργατική τάξη υποχωρούσε σε θέση άμυνας, αυτό σηματοδότησε μία ιστορική ευκαιρία για τις καπιταλιστικές τάξεις να αποδυναμώσουν την έννοια του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Με το τέλος του παγκόσμιου πολέμου ήταν πλέον αδιαμφισβήτητο ότι ο ιμπεριαλισμός στο σύνολό του εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ακυρώσει την ιδέα της επανάστασης. Με την έκβαση των επαναστάσεων του 1848 το διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα λειτουργούσε υιοθετώντας την έννοια του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας ως κεντρικού αιτήματος της πάλης του. Μέχρι το 1930, ωστόσο, άλλες προτεραιότητες άρχισαν να επισκιάζουν αυτό το επαναστατικό όραμα του κινήματος. Η αναλυτική διερεύνηση των αντικειμενικών ιστορικών συνθηκών που οδήγησαν σε αυτήν την αλλαγή ή ο ρόλος που είχαν τα διαφορετικά τμήματα του διεθνούς κινήματος που είχαν ως αποτέλεσμα αυτήν την αλλαγή στην προοπτική ξεπερνάει τους σκοπούς αυτού του άρθρου.

Ωστόσο, για να συνεχίσω, πρέπει να αναφερθώ στο ότι η ίδια η εποχή μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την οποία παρατηρούμε ριζική κλιμάκωση της σοβιετικής επιρροής στο διεθνή χώρο, σηματοδότησε την αρχή της εκμετάλλευσης αυτής της προαναφερθείσας αλλαγής στις προτεραιότητες του κομμουνιστικού κινήματος εκ μέρους της αστικής τάξης.

Η στρατηγική του ιμπεριαλισμού για την καταπολέμηση του κομμουνισμού βασίστηκε στην αιχμαλώτιση και στη μονοπώληση της πρωτοβουλίας καθορισμού των προϋποθέσεων και των κανόνων του παιχνιδιού. Αυτή η στρατηγική είχε πάνω-κάτω τέσσερα στοιχεία:

Πρώτον, να κάνει τη Σοβιετική Ένωση να πληρώσει για τη δύναμη και το κύρος που απέκτησε κατά τη διάρκεια του πολέμου, παγιώνοντας μία συνεχή απειλή ενός παρατεταμένου πολέμου στη χώρα και, συνεπώς, αναγκάζοντάς την να παραμείνει σε κατάσταση άμυνας.

Δεύτερον, να καταστήσει τις Λαϊκές Δημοκρατίες που είχαν ιδρυθεί στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη την αχίλλειο πτέρνα της Σοβιετικής Ένωσης όσον αφορά την οικονομία, την ιδεολογία, τον πολιτισμό και την πολιτική. Έτσι, να καταστήσει δυσκολότερη την υπεράσπιση του σοσιαλιστικού μπλοκ στη συζήτηση σχετικά με την κατάσταση και τα προβλήματα της εμπειρίας του σοσιαλισμού σε αυτές τις χώρες.

Τρίτον, να εξοντώσει τη φυσική υπόσταση των κομμουνιστικών κινημάτων που οργανώνονταν στις καπιταλιστικές χώρες ή, τουλάχιστον, να τα καταπιέσει στο βαθμό που θα τα υποχρέωνε να επιβιώνουν υπό τη συνεχή απειλή φυσικής εξόντωσης.

Τέταρτον, να κάνει χώρο στην αστική πολιτική για εκείνα τα κομμουνιστικά κόμματα ή τα εσωκομματικά στοιχεία που είχαν εξαντληθεί μετά από χρόνια σκληρών αγώνων και είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το γεγονός ότι ο στόχος της επανάστασης ήταν ο λόγος ύπαρξής τους. Σε σχέση με αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι οπορτουνιστικές τάσεις με επίκεντρο τον ευρωκομμουνισμό και άλλα παρόμοια ρεύματα παρέχουν το κατάλληλο έδαφος για τους ιμπεριαλιστές. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πέτυχαν. Σε τελική ανάλυση, αυτή η στρατηγική θα είχε αποτύχει αν και μόνο αν είχε αμφισβητηθεί από μία «αντι-στρατηγική» που προερχόταν από το επαναστατικό στρατόπεδο. Είναι προφανές ότι μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αναπτύξει μία ολοκληρωμένη και επεξεργασμένη στρατηγική. Η πεποίθηση ότι ο χρόνος δούλευε ενάντια στον ιμπεριαλισμό όχι μόνο αποδείχτηκε ψευδής, αλλά συνέβαλε σημαντικά στην ιδεολογικοπολιτική παρακμή που έλαβε χώρα στο πρωτοπόρο Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, που συμβολίζει την κορύφωση του μεγάλου αντεπαναστατικού κύματος, για πρώτη φορά από το 1848 η καπιταλιστική τάξη απαλλάχτηκε από την πίεση της «αλλαγής του συστήματος». Η ιδέα της επανάστασης αποδυναμώθηκε δραματικά, ενώ οι αντεπαναστάσεις, υποστηριζόμενες από το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, απέκτησαν ανησυχητική αξιοπιστία. Εν τω μεταξύ, σχεδόν όλα τα τμήματα του διεθνούς εργατικού κινήματος παραδέχτηκαν ότι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν πολιτικά ήταν να εγκαταλείψουν την πρόταση της «επικαιρότητας της επανάστασης». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εξελίξεις, φαίνεται πόσο άσκοπο είναι να ρωτάμε γιατί οι εργατικές τάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό ακινητοποιημένες ή γιατί το αίτημα για αλλαγή του συστήματος δεν αγκαλιάζεται από τις μάζες. Την εποχή εκείνη, όταν η εργατική τάξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της Ιστορίας, η Ευρώπη βίωνε επαναστατικούς σπασμούς και η ιδέα της επανάστασης ήταν ζωντανή, επίκαιρη και φυσική. Οι παρεμβάσεις που θα αναιρούσαν τα εμπόδια στην επανάσταση τη δεκαετία του 1930 ήρθαν πολύ αργά. Ακόμη, η απίστευτη ζωτικότητα που δημιουργήθηκε από τις επαναστάσεις στην Κίνα, στο Βιετνάμ και στην Κούβα ήταν σύντομη και δεν κατόρθωσε να επιλύσει το πρόβλημα στην κεντρική αρένα των ταξικών αγώνων, που ήταν η Ευρώπη. Μετά από το 1945, πέρα από ορισμένες τοπικές πρωτοβουλίες, η Ευρώπη σταδιακά απομακρύνθηκε από την ιδέα της επανάστασης.

Σήμερα, τα θεμέλια του καπιταλισμού δεν είναι ισχυρότερα από εκείνα της δεκαετίας του 1920, παρόλο που η αστική τάξη έχει συγκεντρώσει μεγάλη εμπειρία. Αντιθέτως, τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν πρόσφατα είναι πιο καταστροφικά από ποτέ. Ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι ο λαός είναι πιο ευτυχισμένος απ’ ό,τι στο παρελθόν. Σε όλες τις κοινωνίες κυριαρχεί η έλλειψη ελπίδας, η ανησυχία και ο φόβος.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, δουλεύοντας και ζώντας για σχεδόν 40 χρόνια σε όλο και χειρότερες συνθήκες, έχουν χάσει κάθε πίστη στην πάλη για καθημερινές κατακτήσεις και βελτιώσεις μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Υπάρχει η υποταγή στο μύθο του «καλύτερου καπιταλισμού», εγκαταλείποντας τη σημασία των καθημερινών αγώνων ενάντια στον καπιταλισμό, που θα έπρεπε να εντάσσονται σε μία επαναστατική προοπτική. Τέτοιο ζήτημα είναι η οργάνωση της εργατικής τάξης, που χρησιμεύει ως σχολείο της ταξικής πάλης και μεταμορφώνει το προλεταριάτο σε μία πολιτική δύναμη που αμφισβητεί το σύστημα. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της σκληρής πραγματικότητας είναι οι ρεφορμιστικές θέσεις σήμερα να μην υιοθετούν μία πιο αριστερή στάση, αλλά, αντίθετα, τώρα απαιτούν ακόμη λιγότερα, ικανοποιούνται με τα λιγότερα και προτείνουν στις εργατικές τάξεις να κάνουν το ίδιο.

Η ιδέα ότι η διέξοδος ή, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας, εάν υιοθετήσει ξανά τις επαναστατικές ιδέες, θα συμπέσει με μία ιστορική στιγμή όπου οι σημερινοί κλονισμοί του καπιταλισμού θα οδηγήσουν σε μαζικές αναταραχές, βασίζεται αναμφίβολα σε μία «επιστημονική» αλήθεια. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την άνοδο του ρατσισμού και του δεξιού λαϊκισμού τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι το σύστημα δε διαθέτει τις απαραίτητες αντιδραστικές εφεδρείες έτοιμες να στραγγαλίσουν οποιαδήποτε μελλοντική επαναστατική πρωτοβουλία.

Αυτή η πεποίθηση μπορεί να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ότι το καπιταλιστικό σύστημα διέρχεται μία ιστορική κρίση και, επίσης, όσον αφορά την ικανότητά του να παράγει μία πολιτική και ιδεολογική απάντηση στην κρίση του. Ωστόσο, αυτό που προσπαθούμε να τονίσουμε εδώ δεν είναι ότι αυτές οι εφεδρείες αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων αποτελούν ένα ολοκληρωμένο μοντέλο που θα σώσει το μέλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Αντίθετα, θα θέλαμε να τονίσουμε το γεγονός ότι αυτά τα αναδυόμενα αντιδραστικά κινήματα αποδεικνύουν μόνο ότι το καπιταλιστικό σύστημα προσπαθεί να καλύψει το πολιτικό και ιδεολογικό κενό που δημιουργείται από την τρέχουσα κρίση μέσω των πιο πρωτόγονων διαθέσιμων μέσων. Επιπλέον, είναι προφανές ότι, με μία ευρύτερη έννοια, ο ρατσισμός και ο δεξιός λαϊκισμός εντείνουν την τρέχουσα κρίση.

Αυτό που επισημαίνουμε εδώ είναι ότι, όταν έρθει η «ιστορική στιγμή», οι κομμουνιστές θα αντιμετωπίσουν μία πολύ πιο περίπλοκη κατάσταση απ’ ό,τι πιστεύουμε και ότι η αναβίωση της έννοιας της επανάστασης δε θα είναι τόσο φυσική όσο αναμένεται σήμερα.

Πάνω απ’ όλα, το γεγονός ότι σήμερα μία πολιτική κουλτούρα που απευθύνεται στην άγνοια, στην ηλιθιότητα και στην αυθαιρεσία υπερισχύει του κοινού αισθήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, πρέπει, επίσης, να είναι ανησυχητικό για τους κομμουνιστές. Οι μάζες, που μαστίζονται και οδηγούνται στην απόγνωση από τον καπιταλισμό, αναζητούν τις ευκολότερες και απλούστερες λύσεις. Επομένως, ακολουθούν ακόμη και προφανώς παράλογες «αυθεντίες», που ισχυρίζονται ότι θα φέρουν λύσεις στα προβλήματα των κοινωνιών χρησιμοποιώντας χρήματα και δύναμη. H προσπάθεια ερμηνείας της επιρροής των αντιμεταναστευτικών συναισθημάτων που πυροδοτήθηκαν από τον Τραμπ στις ΗΠΑ αποκλειστικά με το ρατσισμό ή η ερμηνεία του κινήματος «κατά της μάσκας» αποκλειστικά με την άγνοια, στην πραγματικότητα, είναι μία έκδηλη αποτυχία στην κατανόηση του πνεύματος αυτής της εποχής.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ίδια η απλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας που εκφράζεται στο ειρωνικό ερώτημα «υπάρχουν δύο πλευρές, σε ποια πλευρά είστε;», που ρωτάει ένας επαναστάτης φρουρός στο διάσημο έργο του Τζον Ριντ Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, παρατηρείται και σήμερα, αλλά αυτήν τη φορά στην ευάλωτη θέση των φτωχών μαζών απέναντι στην κακόβουλη επιρροή του δεξιού λαϊκισμού.

Ενώ αυτή η ιστορική κρίση του καπιταλισμού «προσκαλεί» το ριζοσπαστισμό, οι «προσκεκλημένοι» δεν έχουν έρθει ακόμα ή, μάλλον, επιλέγουν να θεωρήσουν το ριζοσπαστισμό ως μη ρεαλιστικό, ενώ η αστική πολιτική μετατρέπεται σε σκηνή σουρεαλιστικών παραστάσεων!

Στο πολιτικό επίπεδο, το ειδικό βάρος των ιδεών της επανάστασης και της αλλαγής του συστήματος θα πρέπει να αυξάνεται σε κάθε χώρα και τέτοιες ιδέες θα πρέπει ακόμη και να έχουν ηγεμονικό ρόλο στην πολιτική σφαίρα. Αυτό δεν είναι απλά δύσκολο, αλλά αδύνατο σε περιπτώσεις όπου η πολιτική σφαίρα περιορίζεται στις εκλογές και στο κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι η πολιτική σφαίρα έχει προτεραιότητα έναντι της κοινωνικής από την άποψη της υποχώρησης της ιδέας της επανάστασης, οι ενέργειες που πρέπει να ληφθούν σε αυτήν τη σφαίρα πρέπει να προσδιοριστούν μία προς μία.

Βρισκόμαστε σε μία περίοδο όπου είναι δύσκολο, αλλά και εφικτό να πάρουμε μία επαναστατική θέση χωρίς να καταφύγουμε σε απαρχαιωμένες ή νοσταλγικές θέσεις. Σε μία τέτοια περίοδο το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η έμφαση στην επικαιρότητα της επανάστασης και του σοσιαλισμού, με βάση τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, ξεπερνά ένα επίπεδο προγραμματικό-διακηρυκτικό και μετατρέπεται σε δημιουργικές παρεμβάσεις, που δημιουργούν και καλλιεργούν μία επαναστατική προοπτική σε καθημερινά θέματα στη σφαίρα της πολιτικής. Το προγραμματικό επίπεδο είναι αναμφίβολα μία βάση από την οποία δεν μπορούμε να παραιτηθούμε. Ωστόσο, η ιδέα της επανάστασης ως έχει εδώ προκύπτει εξωτερικά, όχι φυσιολογικά, λόγω των ιστορικών εξελίξεων που προσπαθώ να εξηγήσω σε αυτό το άρθρο.

Άλλωστε, υπό την πίεση αυτής της εξωτερικής ή μη φυσιολογικής κατάστασης, οι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο είτε έχουν αφαιρέσει από τα προγράμματά τους κάθε επαναστατικότητα είτε έχουν προσπαθήσει να εξισορροπήσουν το επαναστατικό τους πρόγραμμα με καθημερινές προσπάθειες που περιορίζονται υπερβολικά στα πλαίσια του συστήματος. Ωστόσο, είναι η επαναστατικοποίηση των καθημερινών θέσεων που θα ανοίξει πραγματικά χώρο για την ιδέα της επανάστασης. Σε αντίθεση με ένα αφηρημένο επαναστατικό πρόγραμμα, τελικά είναι αυτές οι καθημερινές θέσεις με τις οποίες οι εργαζόμενες μάζες θα αλληλεπιδράσουν.

Στην πραγματικότητα, το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να εισέλθει γρήγορα σε αυτήν τη σφαίρα που αφήνεται σήμερα στο δεξιό λαϊκισμό και να διαλύσει το μύθο ότι τα επαναστατικά αιτήματα δε βρίσκουν ανταπόκριση στις εργαζόμενες μάζες. Παράγοντες όπως η χρήση μίας κατάλληλης γλώσσας, το να είσαι γνήσιος, να ενεργείς με σιγουριά και να το κάνεις αισθητό και σε άλλους, να είσαι συνεπής και επίμονος, είναι φυσικά σημαντικοί. Ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση νέων θέσεων μεταξύ των κοινωνικών τμημάτων –και επίσης στην πάλη εναντίον τους– που συχνά ονομάζονται «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» και κωδικοποιούνται ως «πολιτικές ελίτ» στην αστική κοινωνιολογία, οι οποίες επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αντιλήψεων των λαϊκών μαζών.

Το 1917 στη Ρωσία δεν είχε παραμείνει μία ισχυρή δεξαμενή διανοούμενων που θα υπερασπιζόταν τα ιστορικά συμφέροντα της αστικής τάξης ενώπιον των μπολσεβίκων. Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που διευκόλυνε τις προσπάθειες της εργατικής τάξης στη διαδικασία μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η αστική τάξη υπέφερε από την έλλειψη στελεχών στον τομέα της πολιτικής και του πολιτισμού, που ανακούφισε σημαντικά τους μπολσεβίκους, οι οποίοι είχαν ένα μικρό αριθμό διανοούμενων, εκτός από το στενό, αλλά επιδραστικό σύνολο διανοούμενων που συγκεντρώνονταν στον πυρήνα του Κόμματος.

Σήμερα, ωστόσο, σε όλες σχεδόν τις χώρες υπάρχει ένα σύνολο από «διανοούμενους» που βρίσκονται ανάμεσα στους επαναστάτες κομμουνιστές και στην καπιταλιστική τάξη και κινούνται σε μία αρκετά μεγάλη σφαίρα, από τις ακαδημαϊκές θέσεις μέχρι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από την πολιτική μέχρι τις τέχνες. Η απόσταση μεταξύ αυτών των διανοούμενων και του κομμουνισμού και το επίπεδο εχθρότητας ή φιλίας του πρώτου με το δεύτερο αλλάζουν από χώρα σε χώρα. Στους διανοούμενους περιλαμβάνονται και παράγοντες που υπηρετούν απευθείας την καπιταλιστική τάξη και την βοηθούν να διατηρήσει αυτήν τη σφαίρα υπό τον έλεγχό της. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν ανόητο να πιστεύουμε ότι εκείνα τα στοιχεία που υπερασπίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, μία προοδευτική συνείδηση, την ειρήνη, μία προοδευτική τέχνη, τη δικαιοσύνη, τα δημόσια συμφέροντα και το σοσιαλισμό, ακόμα και αν σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απλώς μιμητισμός, εξυπηρετούν την αστική τάξη.

Ένα κομμουνιστικό κίνημα που δεν αλληλεπιδρά και δε δίνει ενέργεια σε αυτά τα στοιχεία, που μπορούν να κάνουν εντυπωσιακές κινήσεις ακόμη και στις χώρες «όπου δεν υπάρχει ελπίδα», ένα κομμουνιστικό κίνημα που θεωρεί επαναστατικότητα να τα χαρακτηρίζει ως ελαττωματικά μικροαστικά στοιχεία που στοχεύουν να διαφθείρουν την κοινωνική δυναμική, δεν έχει καμία τύχη να πετύχει σε καμία καπιταλιστική χώρα.

Ναι, αυτά τα στοιχεία μπορεί γενικά να είναι σε μία μετέωρη κατάσταση από ταξική άποψη, αναξιόπιστα από ιδεολογική άποψη, επιφυλακτικά από πολιτική άποψη. Ωστόσο, χωρίς να καταστήσουμε ένα μέρος αυτών μαχητές ή φίλους του κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να ουδετεροποιήσουμε ένα μέρος τους και χωρίς να εξουδετερώσουμε ένα μέρος τους, είναι αδύνατο να κερδίσουμε το πολιτικό βάρος που έχουμε χάσει.

Αντί να αντιμετωπίζουμε όλ’ αυτά τα στοιχεία ως ένα μόνο υποκείμενο που εμποδίζει το κίνημα της εργατικής τάξης, είναι πιο υγιές να τα θεωρούμε ως μεταβλητές μίας σφαίρας πάλης στην οποία πρέπει να παρέμβουμε είτε για να τα αγκαλιάσουμε είτε να τα εξαλείψουμε.

Αντί να ενεργούν με αλαζονεία και να παραβλέπουν τις δικές τους ανεπάρκειες και τεμπελιά και να υποβαθμίζουν την ανοργάνωτη δεξαμενή στη σφαίρα του πολιτισμού και των τεχνών, οι κομμουνιστές θα πρέπει να αναπτύξουν ιδεολογικοπολιτικές κινήσεις αρκετά σοβαρές ώστε να διαχωρίσουν αυτήν τη δεξαμενή. Εδώ το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι οι παράξενες συνήθειες του κομμουνιστικού κινήματος που χρονολογούνται από δεκαετίες. Μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κομμουνιστικό κίνημα απέσυρε τις επαναστατικές του διεκδικήσεις και ώθησε τους «διανοούμενους» σε θέματα πάλης όπως η δημοκρατία και η ειρήνη. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν ότι ένα μεγάλο τμήμα, με επιρροή στην πολιτική και ιδεολογική σφαίρα, αφενός, φαινόταν αριστερό, αφετέρου, υπηρετούσε τη συνέχιση του συστήματος.

Για να πούμε την αλήθεια, το κομμουνιστικό κίνημα σήμερα πρέπει να δημιουργήσει τους δικούς του διανοούμενους, αντί να αντιμετωπίζει τους διανοούμενους ή τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης ως κάποιους με τους οποίους πρέπει να συνδεθεί και θα πρέπει να αυξήσει αμέσως τον αριθμό των στοιχείων που προωθούν την ιδέα της επανάστασης και της αλλαγής του συστήματος στην ευρεία κλίμακα που αναφέρθηκε προηγουμένως.

Είναι προφανές γιατί έδωσα ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το θέμα: Η πολιτική και ιδεολογική πάλη διεξάγεται με νύχια και με δόντια σε γκρίζες ζώνες, όχι μέσω κανονιοβολισμών μεταξύ δύο ανταγωνιστικών τάξεων. Εάν το κομμουνιστικό κίνημα συνοψίσει την ιδεολογική πάλη στα θέματα της ειρήνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των γυναικών, της νεολαίας, της εκκοσμίκευσης, της ανεξαρτησίας, του περιβαλλοντισμού και της δημοκρατίας, καθένα από τα οποία είναι πολύ ευρύ και κρίσιμο, και κάνει παρέμβαση για να καταστήσει ελκυστική την ιδέα της επανάστασης και μίας νέας τάξης πραγμάτων, τότε θα ανοίξει ρήγματα σε μία σφαίρα που σήμερα λειτουργεί για λογαριασμό του συστήματος. Ένα κίνημα που στοχεύει στην πολιτική εξουσία δεν μπορεί να αποφύγει αυτήν την αποστολή, ειδικά σε μία χώρα όπως η Τουρκία. Διαφορετικά, αυτό αποτελεί δειλία.

Όλ’ αυτά πρέπει να συμβαδίζουν με το άνοιγμα χώρου για την ιδέα της επανάστασης στην κοινωνική σφαίρα.

Τι σημαίνει να ανοίξουμε χώρο για την ιδέα της επανάστασης στην κοινωνική σφαίρα;

Πρώτ’ απ’ όλα, είναι να συνδέσουμε τμήματα της εργατικής τάξης που έχουν συναισθηματικά αποκοπεί από το σημερινό σύστημα με ένα επαναστατικό πολιτικό σχέδιο. Κρίση, κορονοϊός κλπ.... Ο καπιταλισμός όχι μόνο προκαλεί απελπισία, αλλά επίσης προκαλεί θυμό σε ένα τεράστιο τμήμα της κοινωνίας. Σε πολλές χώρες οι άνθρωποι κατανοούν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σύστημα που δεν τους ανήκει και ξεκινούν ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Το ποσοστό αυτού του τμήματος της κοινωνίας αυξάνεται καθημερινά. Εκτός αυτού, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά τα τμήματα μπορεί να είναι πολύ πιο ενεργητικά από άλλα στοιχεία που είχαν εισέλθει στο πεδίο έλξης της επαναστατικής πάλης πολύ πριν και για διαφορετικούς λόγους. Όσο περισσότερο διασφαλίζουμε νέες θέσεις μεταξύ αυτών των τμημάτων και όσο περισσότερο τα κρατάμε μακριά από αντεπαναστατικά ρεύματα, όπως ο ρατσισμός ή ακόμη και ο φασισμός, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι πιθανότητές μας να αξιοποιήσουμε μία επαναστατική περίοδο. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δε θα μας δώσει το βάθος που χρειαζόμαστε. Προκειμένου το κομμουνιστικό κίνημα να έχει οργανωμένη επίδραση στις εργαζόμενες μάζες, το βασικό έδαφος είναι η οργάνωση στο χώρο δουλειάς. Η οργάνωση στους τόπους κατοικίας και στις γειτονιές βρίσκεται στο πλάι. Απαιτείται ιεράρχηση για να καταστεί η ιδέα της επανάστασης συγκεκριμένη και αποδεκτή τόσο στους χώρους δουλειάς όσο και τις γειτονιές.

Ωστόσο… Το μεγαλύτερο μειονέκτημα μίας θέσης που καταφέρνει να αντιστρέψει την αστική κυριαρχία σε ορισμένη κλίμακα είναι ότι, αν δε ληφθεί σωστή μέριμνα, αφενός, γεννά γρήγορα το ρεφορμισμό και, αφετέρου, διαβρώνει την επαναστατική προοπτική.

Από αυτήν την άποψη, στην κοινωνική σφαίρα, στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές η πρώτη προϋπόθεση του ανοίγματος χώρου για την ιδέα της επανάστασης είναι να επικεντρωθούμε στην πολιτική ρήξη των κοινωνικών τμημάτων που έχουν διακόψει την ψυχολογική τους σύνδεση με το σύστημα. Τον 20ό αιώνα πολλά κομμουνιστικά κόμματα με τη μονότονη, μη επαναστατική οργανωτική πρακτική κατόρθωσαν να ωθήσουν τις εργατικές τάξεις να αποκαταστήσουν ξανά τους ήδη διαλυμένους δεσμούς τους με το σύστημα. Το ίδιο συνέβη και στην Τουρκία.

Ωστόσο, για ένα κομμουνιστικό κόμμα είναι τεράστια ευλογία να έχει την οργή μίας εργατικής τάξης που απλώνει το χέρι της αναζητώντας τους κομμουνιστές χωρίς να βασίζεται σε κάποιο πολιτικό κίνητρο. Η ανησυχία ότι η έμφαση στην αλλαγή του συστήματος θα απομακρύνει αυτά τα τμήματα από την οργανωμένη πάλη είναι ένας ενοχλητικός αστικός μύθος του ρεφορμισμού. Είναι πολύ πιθανό να ανοίξουμε χώρο για την ιδέα της επανάστασης χωρίς να καταφεύγουμε σε αποκλίσεις, όπως οι υπερβολές, η ανυπομονησία και ο τυχοδιωκτισμός. Οι πολιτικές και οργανωτικές πρωτοβουλίες που έχει το TKP στην ημερήσια διάταξη για την 100ή επέτειό του ήταν ο καρπός αυτού του ανοίγματος. Η πιθανότητα ατυχιών, αναπόφευκτων λαθών ή αποτυχιών, που θα θεωρήσουμε προσωρινές, δε θα κλονίσει ποτέ την αφοσίωσή μας στην επαναστατική μας στρατηγική.