Το Νοέμβρη 2011 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο Β' τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, ύστερα από πολύμηνη συζήτηση που έγινε σε όλες τις οργανώσεις του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Η όλη διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη διεξαγωγή πανελλαδικής συνδιάσκεψης, στις 16 Ιούλη 2011, η οποία ενέκρινε το τελικό κείμενο του Δοκιμίου Ιστορίας.
Ο Β' τόμος περιλαμβάνει την περίοδο 1949-1968. Καλύπτει το διάστημα από το τέλος του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας επί τριάμισι χρόνια (12 Φλεβάρη 1946 - 29 Αυγούστου 1949) έως τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (5-15 Φλεβάρη 1968), στην οποία το ΚΚΕ διασπάστηκε και οι αποχωρήσαντες από αυτό, που είχαν συγκροτήσει δεξιά αναθεωρητική (ευρωκομμουνιστική) ομάδα, ίδρυσαν νέο κόμμα με την ονομασία ΚΚΕ (εσωτερικού).
Παρά το γεγονός ότι η περίοδος που καλύπτει είναι τα χρόνια 1949-1968, το Δοκίμιο Ιστορίας ανατρέχει και στη δεκαετία 1940. Αυτό γίνεται επειδή τα κομματικά ντοκουμέντα της εξεταζόμενης περιόδου ασχολούνται εκτεταμένα και με τη δεκαετία του 1940, επειδή η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτήν ήταν προϋπόθεση για να διαμορφώσει το Κόμμα την πολιτική του στις νέες συνθήκες.
Οι αντεπαναστατικές ανατροπές, που κορυφώθηκαν το 1989-1991, υποχρέωσαν το Κόμμα μας να εξετάσει βαθύτερα τη δράση του, την ιστορία του. Υποχρεωθήκαμε από τα πράγματα να πάμε πιο βαθιά στην ιστορική αποτίμηση επιλογών και ενεργειών του ΚΚΕ, με γνώμονα θεμελιακά συμπεράσματα από τις παραπάνω αρνητικές εξελίξεις, που ενσωματώθηκαν στις αποφάσεις Συνεδρίων του της τελευταίας εικοσαετίας, ιδιαίτερα στο 18ο Συνέδριο (2009).
Το ΚΚΕ θεωρεί ότι η μελέτη της ιστορίας του αποτελεί στοιχείο της ανάπτυξής του, από τη στιγμή που η ιστορική πείρα καθιστά πιο διεισδυτική και αποτελεσματική τη δράση του Κόμματος στην οργάνωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Με αυτή την έννοια η μελέτη της ιστορίας του γίνεται διαδικασία έμπνευσης για συνειδητή δράση.
Το πιο βασικό ζήτημα που κρίνει το Δοκίμιο Ιστορίας είναι η στρατηγική του ΚΚΕ. Κριτήρια για την εκτίμησή της αποτέλεσαν οι παρακάτω άξονες:
1. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού ο καπιταλισμός έχει μπει στο αντιδραστικό του στάδιο εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Πέρασε δίχως επιστροφή η εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων που έδιναν ώθηση στην κοινωνική πρόοδο ανατρέποντας την εξουσία των φεουδαρχών και καταργώντας τα υπολείμματα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Η ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με την επικράτηση της αντεπανάστασης του 1989-1991 δεν αναιρεί αυτή την επαναστατική κοινωνική - πολιτική κίνηση ως αναγκαιότητα, επικαιρότητα και προοπτική.
2. Ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν προσδιορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Ο ελάχιστος αναγκαίος βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων υπάρχει και όταν η εργατική τάξη αποτελεί μειοψηφική δύναμη ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, από τη στιγμή που αποκτά συνείδηση της ιστορικής αποστολής της με τη συγκρότηση του Κόμματός της.
3. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). Η άποψη - θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα.
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε και το 18ο συνέδριο του ΚΚΕ, που υπογράμμισε ότι δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου και επανέλαβε την προγραμματική θέση του 15 ου συνεδρίου για τις μεταβατικές «στιγμές»:
«Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της»(...).
Για το κόμμα μας είναι καθαρό ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, χωρίς να μπερδεύεται σε ενδιάμεσες μορφές εξουσίας. Είναι άλλο ζήτημα εκ των υστέρων, δηλαδή από την ιστορική έρευνα, να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία κατά την οποία δεν έχει ακόμα ανατραπεί η αστική εξουσία αλλά έχει ξεκινήσει η αποδυνάμωσή της, ο κλονισμός της. Είναι ζήτημα ιστορικής έρευνας οι μορφές που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίπτωση οι διαβαθμίσεις στον κλονισμό της αστικής εξουσίας. Π.χ. οι πρώτες κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν από τα αντιφασιστικά μέτωπα στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν ήταν επαναστατικές, εργατικές εξουσίες (Δικτατορία του Προλεταριάτου), συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις.
Γι ’αυτό γρήγορα αναπτύχθηκε πάλη για το «ποιος - ποιον» και λύθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Η πορεία των πραγμάτων δεν πρέπει να αποσπάται από την ύπαρξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού. (...) Άλλα και στην περίπτωση της Κουβανέζικης Επανάστασης δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία και ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός. Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό. (...) Ούτε η «δυαδική εξουσία» στη Ρωσία επαληθεύει ενδιάμεση εξουσία» [1]
4. Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚ πρέπει να εδράζεται στη σωστή εκτίμηση των συμφερόντων και της θέσης των κοινωνικών δυνάμεων στην καπιταλιστική κοινωνία, να υπηρετεί τη γραμμή απόσπασης λαϊκών στρωμάτων από την επιρροή της αστικής τάξης, τη συσπείρωσή τους με την εργατική τάξη στο στόχο αλλαγής στο χαρακτήρα της εξουσίας κι όχι την εναλλαγή κομμάτων στην αστική διακυβέρνηση. Δηλαδή την ανάγκη διαμόρφωσης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας σύγκρουσης με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων, την πολιτική τους εξουσία, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις τους. Αυτή είναι η βάση απόρριψης των πιέσεων για πολιτική συνεργασία με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις με πρόγραμμα απατηλής «εξυγίανσης» του συστήματος.
5. Ο οπορτουνισμός έχει αντικειμενική βάση. Σημαντική πηγή του αποτελούν τα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται ή και καταστρέφονται από τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την επέκταση των μονοπωλιακών ομίλων.
Αλλά και η εργατική τάξη δεν είναι ομοιόμορφη. Την αποτελούν τμήματα διαφορετικής εισοδηματικής βάσης, καθώς και τμήματα διαφορετικής πολιτικής και ταξικής εμπειρίας, αφού η διεύρυνσή της γίνεται με τη συνεχή επέκταση της καπιταλιστικής μισθωτής εργασίας σε νέους και παλιούς κλάδους.
Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί το στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας, δηλαδή το εξαγορασμένο τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο επίσης συγκροτεί μία βασική πηγή του οπορτουνιστικού φαινόμενου, γιατί αποτελεί το φορέα της ταξικής συνεργασίας μέσα στο εργατικό κίνημα.
Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις συχνά ενισχύονται στις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, είτε στην άνοδο είτε στην υποχώρησή της. Με το μεγάλο κύμα της αντεπανάστασης της τελευταίας 20ετίας, η πίεση της αστικής ιδεολογίας εκφράστηκε με γενικευμένη αναθεώρηση θεμελιωδών θέσεων της κομμουνιστικής ιδεολογίας και οπορτουνιστική προσαρμογή στο σύστημα.
6. Ασίγαστη ιδεολογική και πολιτική πάλη με τον οπορτουνισμό, ανεξάρτητα από τις μεταμφιέσεις του, τις μεταμορφώσεις και προσαρμογές του στις φάσεις της ταξικής πάλης και των αλλαγών στο συσχετισμό δυνάμεων. Η θετική και αρνητική εμπειρία του πώς εξελίχθηκε η στάση απέναντι στο φορέα του οπορτουνισμού, άλλοτε με οξυμένη ιδεολογικοπολιτική πάλη μαζί του, άλλοτε με επιλογή εκλογικών ή πιο μακρόπνοων συνεργασιών, επιβεβαιώνει το εξής συμπέρασμα: Η συνεργασία με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που αποκήρυξε, αναθεώρησε θεμελιώδεις βασικές αρχές της επαναστατικής πάλης και προσαρμόστηκε στην αστική πολιτική, σημαίνει στην πράξη συνεργασία με την αστική πολιτική, στο εργατικό κίνημα, αξιοποιείται με σκοπό τη διάβρωση και μετάλλαξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, γι’ αυτό άλλωστε υποστηρίζεται σθεναρά από την αστική τάξη και τα επιτελεία της. Η αντίθεση με τον οπορτουνισμό αφορά την αντιπαράθεση μαζί του για την κατεύθυνση της οργάνωσης των μαζών, για την κατεύθυνση της λαϊκής πάλης, για το περιεχόμενο των συμμαχιών. Αυτό φάνηκε σε όλο το προηγούμενο διάστημα από την πείρα του ΚΚΕ με την αντιμετώπιση των οπορτουνιστικών εκκλήσεων για «ενότητα της αριστεράς», «για ενότητα στο πρόβλημα», «για αντινεοφιλελεύθερη πάλη», σήμερα για «αντιμνημονιακή ενότητα» κλπ.