Η πάλη του ΚΚΕ με τον οπορτουνισμό. Η εμπειρία από τα χρόνια 1949-1968


Μάκης Μαΐλης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Το Νοέμβρη 2011 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο Β' τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, ύστερα από πολύμηνη συζήτηση που έγινε σε όλες τις οργανώσεις του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Η όλη διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη διεξαγωγή πανελλαδικής συνδιάσκεψης, στις 16 Ιούλη 2011, η οποία ενέκρινε το τελικό κείμενο του Δοκιμίου Ιστορίας.

Ο Β' τόμος περιλαμβάνει την περίοδο 1949-1968. Καλύπτει το διάστημα από το τέλος του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας επί τριάμισι χρόνια (12 Φλεβάρη 1946 - 29 Αυγούστου 1949) έως τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (5-15 Φλεβάρη 1968), στην οποία το ΚΚΕ διασπάστηκε και οι αποχωρήσαντες από αυτό, που είχαν συγκροτήσει δεξιά αναθεωρητική (ευρωκομμουνιστική) ομάδα, ίδρυσαν νέο κόμμα με την ονομασία ΚΚΕ (εσωτερικού).

Παρά το γεγονός ότι η περίοδος που καλύπτει είναι τα χρόνια 1949-1968, το Δοκίμιο Ιστορίας ανατρέχει και στη δεκαετία 1940. Αυτό γίνεται επειδή τα κομματικά ντοκουμέντα της εξεταζόμενης περιόδου ασχολούνται εκτεταμένα και με τη δεκαετία του 1940, επειδή η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτήν ήταν προϋπόθεση για να διαμορφώσει το Κόμμα την πολιτική του στις νέες συνθήκες.

Οι αντεπαναστατικές ανατροπές, που κορυφώθηκαν το 1989-1991, υποχρέωσαν το Κόμμα μας να εξετάσει βαθύτερα τη δράση του, την ιστορία του. Υποχρεωθήκαμε από τα πράγματα να πάμε πιο βαθιά στην ιστορική αποτίμηση επιλογών και ενεργειών του ΚΚΕ, με γνώμονα θεμελιακά συμπεράσματα από τις παραπάνω αρνητικές εξελίξεις, που ενσωματώθηκαν στις αποφάσεις Συνεδρίων του της τελευταίας εικοσαετίας, ιδιαίτερα στο 18ο Συνέδριο (2009).

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι η μελέτη της ιστορίας του αποτελεί στοιχείο της ανάπτυξής του, από τη στιγμή που η ιστορική πείρα καθιστά πιο διεισδυτική και αποτελεσματική τη δράση του Κόμματος στην οργάνωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Με αυτή την έννοια η μελέτη της ιστορίας του γίνεται διαδικασία έμπνευσης για συνειδητή δράση.

Το πιο βασικό ζήτημα που κρίνει το Δοκίμιο Ιστορίας είναι η στρατηγική του ΚΚΕ. Κριτήρια για την εκτίμησή της αποτέλεσαν οι παρακάτω άξονες:

1. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού ο καπιταλισμός έχει μπει στο αντιδραστικό του στάδιο εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Πέρασε δίχως επιστροφή η εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων που έδιναν ώθηση στην κοινωνική πρόοδο ανατρέποντας την εξουσία των φεουδαρχών και καταργώντας τα υπολείμματα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Η ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με την επικράτηση της αντεπανάστασης του 1989-1991 δεν αναιρεί αυτή την επαναστατική κοινωνική - πολιτική κίνηση ως αναγκαιότητα, επικαιρότητα και προοπτική.

2. Ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν προσδιορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Ο ελάχιστος αναγκαίος βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων υπάρχει και όταν η εργατική τάξη αποτελεί μειοψηφική δύναμη ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, από τη στιγμή που αποκτά συνείδηση της ιστορικής αποστολής της με τη συγκρότηση του Κόμματός της.

3. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). Η άποψη - θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα.

Το ζήτημα αυτό απασχόλησε και το 18ο συνέδριο του ΚΚΕ, που υπογράμμισε ότι δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου και επανέλαβε την προγραμματική θέση του 15 ου συνεδρίου για τις μεταβατικές «στιγμές»:

«Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της»(...).

Για το κόμμα μας είναι καθαρό ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, χωρίς να μπερδεύεται σε ενδιάμεσες μορφές εξουσίας. Είναι άλλο ζήτημα εκ των υστέρων, δηλαδή από την ιστορική έρευνα, να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία κατά την οποία δεν έχει ακόμα ανατραπεί η αστική εξουσία αλλά έχει ξεκινήσει η αποδυνάμωσή της, ο κλονισμός της. Είναι ζήτημα ιστορικής έρευνας οι μορφές που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίπτωση οι διαβαθμίσεις στον κλονισμό της αστικής εξουσίας. Π.χ. οι πρώτες κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν από τα αντιφασιστικά μέτωπα στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν ήταν επαναστατικές, εργατικές εξουσίες (Δικτατορία του Προλεταριάτου), συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις.

Γι ’αυτό γρήγορα αναπτύχθηκε πάλη για το «ποιος - ποιον» και λύθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Η πορεία των πραγμάτων δεν πρέπει να αποσπάται από την ύπαρξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού. (...) Άλλα και στην περίπτωση της Κουβανέζικης Επανάστασης δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία και ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός. Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό. (...) Ούτε η «δυαδική εξουσία» στη Ρωσία επαληθεύει ενδιάμεση εξουσία» [1]

4. Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚ πρέπει να εδράζεται στη σωστή εκτίμηση των συμφερόντων και της θέσης των κοινωνικών δυνάμεων στην καπιταλιστική κοινωνία, να υπηρετεί τη γραμμή απόσπασης λαϊκών στρωμάτων από την επιρροή της αστικής τάξης, τη συσπείρωσή τους με την εργατική τάξη στο στόχο αλλαγής στο χαρακτήρα της εξουσίας κι όχι την εναλλαγή κομμάτων στην αστική διακυβέρνηση. Δηλαδή την ανάγκη διαμόρφωσης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας σύγκρουσης με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων, την πολιτική τους εξουσία, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις τους. Αυτή είναι η βάση απόρριψης των πιέσεων για πολιτική συνεργασία με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις με πρόγραμμα απατηλής «εξυγίανσης» του συστήματος.

5. Ο οπορτουνισμός έχει αντικειμενική βάση. Σημαντική πηγή του αποτελούν τα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται ή και καταστρέφονται από τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την επέκταση των μονοπωλιακών ομίλων.

Αλλά και η εργατική τάξη δεν είναι ομοιόμορφη. Την αποτελούν τμήματα διαφορετικής εισοδηματικής βάσης, καθώς και τμήματα διαφορετικής πολιτικής και ταξικής εμπειρίας, αφού η διεύρυνσή της γίνεται με τη συνεχή επέκταση της καπιταλιστικής μισθωτής εργασίας σε νέους και παλιούς κλάδους.

Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί το στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας, δηλαδή το εξαγορασμένο τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο επίσης συγκροτεί μία βασική πηγή του οπορτουνιστικού φαινόμενου, γιατί αποτελεί το φορέα της ταξικής συνεργασίας μέσα στο εργατικό κίνημα.

Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις συχνά ενισχύονται στις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, είτε στην άνοδο είτε στην υποχώρησή της. Με το μεγάλο κύμα της αντεπανάστασης της τελευταίας 20ετίας, η πίεση της αστικής ιδεολογίας εκφράστηκε με γενικευμένη αναθεώρηση θεμελιωδών θέσεων της κομμουνιστικής ιδεολογίας και οπορτουνιστική προσαρμογή στο σύστημα.

6. Ασίγαστη ιδεολογική και πολιτική πάλη με τον οπορτουνισμό, ανεξάρτητα από τις μεταμφιέσεις του, τις μεταμορφώσεις και προσαρμογές του στις φάσεις της ταξικής πάλης και των αλλαγών στο συσχετισμό δυνάμεων. Η θετική και αρνητική εμπειρία του πώς εξελίχθηκε η στάση απέναντι στο φορέα του οπορτουνισμού, άλλοτε με οξυμένη ιδεολογικοπολιτική πάλη μαζί του, άλλοτε με επιλογή εκλογικών ή πιο μακρόπνοων συνεργασιών, επιβεβαιώνει το εξής συμπέρασμα: Η συνεργασία με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που αποκήρυξε, αναθεώρησε θεμελιώδεις βασικές αρχές της επαναστατικής πάλης και προσαρμόστηκε στην αστική πολιτική, σημαίνει στην πράξη συνεργασία με την αστική πολιτική, στο εργατικό κίνημα, αξιοποιείται με σκοπό τη διάβρωση και μετάλλαξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, γι’ αυτό άλλωστε υποστηρίζεται σθεναρά από την αστική τάξη και τα επιτελεία της. Η αντίθεση με τον οπορτουνισμό αφορά την αντιπαράθεση μαζί του για την κατεύθυνση της οργάνωσης των μαζών, για την κατεύθυνση της λαϊκής πάλης, για το περιεχόμενο των συμμαχιών. Αυτό φάνηκε σε όλο το προηγούμενο διάστημα από την πείρα του ΚΚΕ με την αντιμετώπιση των οπορτουνιστικών εκκλήσεων για «ενότητα της αριστεράς», «για ενότητα στο πρόβλημα», «για αντινεοφιλελεύθερη πάλη», σήμερα για «αντιμνημονιακή ενότητα» κλπ.

Η διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας

Μετά από το τέλος του ένοπλου αγώνα 1946-1949 η ηγεσία του ήδη παράνομου ΚΚΕ επεξεργάστηκε την πολιτική και τη στρατηγική του Κόμματος εκτιμώντας τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα και διεθνώς και καθόρισε ως στρατηγικό στόχο του ΚΚΕ την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή η επεξεργασία, που ουσιαστικά είχε αρχίσει εφτά μήνες πριν το τέλος του ένοπλου αγώνα, σήμαινε ότι το ΚΚΕ εγκατέλειπε τη στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, την οποία είχε καθορίσει αρκετά χρόνια πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με βάση και αντίστοιχες επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η υιοθέτηση του αστικοδημοκρατικού σταδίου, ανάμεσα σε άλλα, πήγαζε από την ανάλυση για το χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης, την οποία το ΚΚΕ εκτιμούσε ως τάξη υποτελή απέναντι στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κατά πρώτο λόγο απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία και μεταπολεμικά στις ΗΠΑ. Θεωρούσε ότι εξαιτίας του ξενόδουλου χαρακτήρα της στάθηκε το εμπόδιο για την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα και για τις άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, καθώς και για τη μη επίλυση σειράς προβλημάτων που ονομάτιζε αστικοδημοκρατικά (διατήρηση του θεσμού της Βασιλείας και άλλα). Εκτιμούσε ότι αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να υπολείπεται κατά πολύ από το επίπεδο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Δηλαδή εκτιμούσε ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα πρόδωσε την ιστορική αποστολή της και επομένως η ανερχόμενη τάξη, η εργατική, αναλάβαινε την ιστορική ευθύνη να ολοκληρώσει τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας σε συμμαχία με την αγροτιά. Και ότι με αυτό τον τρόπο θα διαμόρφωνε τον απαραίτητο συσχετισμό δυνάμεων για τη μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.

Η παραπάνω στρατηγική, όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά και αποτέλεσε τη βασική αιτία σοβαρών λαθών και στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944). Με βάση αυτή τη στρατηγική διαμορφώθηκε στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η πολιτική της «εθνικής ενότητας». Πραγματοποιήθηκαν συμμαχίες με αστικές δυνάμεις οι οποίες υπονόμευαν τη λαϊκή πάλη στη διάρκεια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής και αργότερα, ενώ σε συνεργασία με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό είχαν στόχο τη θωράκιση της αστικής εξουσίας, η οποία είχε κλονιστεί στα χρόνια που το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) κυριαρχούσε στην Ελλάδα.

Το 1944 το ΚΚΕ και το συμμαχικό σχήμα ΕΑΜ πήραν μέρος στην κυβέρνηση της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», η οποία συγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή, όπου βρισκόταν ένα τμήμα των ηγεσιών αστικών πολιτικών κομμάτων. Η συμμετοχή σε μία τέτοια κυβέρνηση αποδείχθηκε ολέθρια για την πορεία του λαϊκού κινήματος, όταν μάλιστα τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Το Κόμμα μας βρέθηκε ανέτοιμο να επεξεργαστεί πρόγραμμα συνδυασμού της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Οδηγήθηκε σε λάθη που είχαν μεγάλη σημασία στην έκβαση του αγώνα. Ένα από αυτά ήταν η συμφωνία του να ανατεθεί στο Εγγλέζο στρατηγό Σκόμπι η διοίκηση του Λαϊκού Στρατού.

Μετά από λίγο καιρό (αρχές Δεκέμβρη του 1944) το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση, αφού η τελευταία και οι Εγγλέζοι απαιτούσαν τη διάλυση του Λαϊκού Στρατού, ενώ διατηρούσαν αστικές ένοπλες δυνάμεις.

Αυτή η κυβέρνηση, έχοντας πρωταρχικά την εγγλέζικη στρατιωτική βοήθεια, αιματοκύλισε το λαό της Αθήνας και του Πειραιά, ο οποίος πολέμησε ηρωικά επί 33 ημέρες. Διαμορφώθηκε ενιαίο αστικό μέτωπο, που συμπεριέλαβε στις γραμμές του και τα «Τάγματα Ασφαλείας», ένοπλα σώματα που είχαν συγκροτηθεί στα χρόνια της Κατοχής και δολοφονούσαν το λαό ως όργανα των Γερμανών και της δοσιλογικής κυβέρνησης. Τη συγκρότησή τους είχαν υποστηρίξει υπογείως και οι Εγγλέζοι και εγχώριες αστικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που είχαν ταχθεί με το μέρος της Μεγάλης Βρετανίας ενάντια στους Γερμανοϊταλούς.

Η στρατηγική των σταδίων συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο και με αυτήν διεξήχθη ο ηρωικός ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Η αλλαγή της στρατηγικής του ΚΚΕ μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν σωστή επιλογή. Η πιο ολοκληρωμένη επεξεργασία της πραγματοποιήθηκε το 1953 στην 4η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που διαμόρφωσε το Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος και το έθεσε σε δημόσια συζήτηση.

Το Σχέδιο Προγράμματος, καθορίζοντας το χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικό, αποτέλεσε σημαντικό βήμα στη συλλογική σκέψη του Κόμματος. Ωστόσο τεκμηρίωσε αυτή τη στρατηγική στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων. Αναφέρεται στο σχετικό απόσπασμα ανάμεσα σε άλλα:

«8. (...) μαζί με τον εξίσου αποφασιστικό παράγοντα της αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού σε βαλκανική, ευρωπαϊκή και σε παγκόσμια κλίμακα, ύστερα απ’ τη συντριβή του χιτλεροφασισμού και του γιαπωνέζικου μιλιταρισμού στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, (...) είχαν σαν συνέπεια ότι το αστικοδημοκρατικό στάδιο της επανάστασης στην Ελλάδα βασικά ξεπεράστηκε. (...)

Σ’ αυτή ακριβώς την αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων, τοπικά, βαλκανικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρέπει να βρούμε και τη σωστή εξήγηση στη φαινομενική αντινομία ότι, ενώ σήμερα στη διάρθρωση της χώρας σημειώνουμε πισωδρόμηση, (...) στο χαρακτήρα της επανάστασης περνάμε το αστικοδημοκρατικό στάδιο και καθορίζουμε την επερχόμενη κοινωνική επαναστατική αλλαγή στον τόπο μας σαν λαϊκοδημοκρατική - σοσιαλιστική».

9. (...) Η εξουσία που θα δημιουργήσει θα είναι η Λαϊκή Δημοκρατία, που θα εκτελεί λειτουργίες της δικτατορίας του προλεταριάτου, θα είναι η λαϊκοδημοκρατική - εργατοαγροτική εξουσία, μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου». [2]

Βάση της παραπάνω ανάλυσης αποτέλεσε η μηχανιστική μεταφορά στις συνθήκες της Ελλάδας της θέσης και εμπειρίας ορισμένων χωρών, όπως πρώην αποικίες της Τσαρικής Ρωσίας οι οποίες, στηριγμένες στη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, μπόρεσαν να ενταχθούν στην ΕΣΣΔ ή να προσπεράσουν την αστική εξουσία και την καπιταλιστική ανάπτυξη, αν και είχαν εκτεταμένες προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Για παράδειγμα, τέτοια ήταν η περίπτωση της Μογγολίας. Όμως η Ελλάδα ήταν διαμορφωμένη καπιταλιστική κοινωνία, με την ανάλογη οικονομική βάση και το εποικοδόμημα, ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα.

Το Σχέδιο Προγράμματος, εκτιμώντας την Ελλάδα ως αποικιοκρατούμενη χώρα, δεν μπόρεσε να αναλύσει αντικειμενικά την πορεία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησής της, βεβαίως και σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας. Όλες τις συνέπειες της βαθιάς κρίσης στην Ελλάδας - οικονομικές, πολιτικές - τις ερμήνευε ως συνέπειες της αμερικανικής υποδούλωσης, της κατάλυσης της εθνικής ανεξαρτησίας και της εσωτερικής εθνοπροδοσίας. Δεν αναγνώριζε τη συνειδητή επιλογή της αστικής τάξης στην Ελλάδα να στηριχθεί στις κατασταλτικές δυνάμεις των ξένων συμμάχων της, προκειμένου να σταθεροποιήσει σε όφελός της τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων. Αυτή η ανάλυση παρέβλεπε τους ιστορικούς παράγοντες στην ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού μεταξύ διαφορετικών χωρών. Εξηγούσε αντεστραμμένα την επίδραση της σχετικής καθυστέρησης στην έκταση και το βάθος των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών εξαρτήσεων της Ελλάδας από τις ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το Σχέδιο Προγράμματος παρέβλεπε ότι ο νόμος της ανισομετρίας στην καπιταλιστική ανάπτυξη επιδρούσε στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, στην πολιτική διευθέτηση των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής μεταξύ τους. Η καπιταλιστική ανισομετρία αποδόθηκε στη λεγόμενη «προδοσία του έθνους» από την αστική τάξη και στον ανασταλτικό ρόλο του ξένου παράγοντα.

Παρά το γεγονός ότι το Σχέδιο Προγράμματος παρέκαμπτε το αστικοδημοκρατικό στάδιο, δεν ήταν απαλλαγμένο από τη λογική των σταδίων, γιατί καθόριζε ως τακτική του ΚΚΕ το στόχο να δημιουργηθεί «ένα πανελλαδικό πατριωτικό μέτωπο» που θα συνένωνε «τις πατριωτικές δυνάμεις του τόπου (...) για να σχηματιστεί μια πατριωτική κυβέρνηση συνασπισμού». [3]

Τελικά, η έστω ελλιπής και με αντιφάσεις προσπάθειας της ηγεσίας του ΚΚΕ να βγάλει συμπεράσματα από την πάλη στη δεκαετία του 1940, ανακόπηκε το 1956 αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, οπότε πραγματοποιήθηκε και στο Κόμμα μας η δεξιά οπορτουνιστική στροφή, που κύριο χαρακτηριστικό της είχε την απόρριψη της ένοπλης πάλης 1946 - 1949 και την υιοθέτηση του «κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό». Η 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (1956), την οποία συγκάλεσαν έξι ΚΚ (Σοβιετικής Ένωσης, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας), προχώρησε στην καθαίρεση της ηγεσίας του ΚΚΕ, πρωταρχικά του ΓΓ της ΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη.

Από εκεί και πέρα οι δυνάμεις που κυριάρχησαν στο ΚΚΕ προχώρησαν στη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα και στην ένταξη όλων των κομμουνιστών στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), ένα συμμαχικό σχήμα που συναποτελούσαν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας οι οποίες δεν είχαν ενταχθεί στο Φιλελεύθερο αστικό κόμμα. Με διαλυμένες τις κομματικές του οργανώσεις η ηγεσία του ΚΚΕ που βρισκόταν στις Λαϊκές Δημοκρατίες προχώρησε στη διοργάνωση του 8ο Συνεδρίου του Κόμματος (1961).

Το 8ο Συνέδριο επικύρωσε την πολιτική του ΚΚΕ από το 1956 και επιπλέον διαμόρφωσε και πάλι τη στρατηγική των σταδίων, που το πρώτο ονόμασε «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή» και θεωρούσε ότι αποτελεί επανάσταση, στις κινητήριες δυνάμεις της οποίας περιλαμβανόταν και η λεγόμενη «εθνική αστική τάξη». Μάλιστα υπογράμμιζε ότι η επαναστατική αλλαγή συντελείται παρά το γεγονός ότι στο «καθεστώς της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής» δεν αλλάζει ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής.

Επί της ουσίας το 8 ο Συνέδριο επανέλαβε τις παλαιότερες αναλύσεις του Κόμματος για την ύπαρξη ενός αστικού τμήματος που έχει πατριωτικά χαρακτηριστικά και ενός άλλου που το ονομάτιζε ξενόδουλο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ρίζα του διαχωρισμού της αστικής τάξης σε «πατριωτική» και σε «ξενόδουλη» βρίσκεται σε πολιτικές επεξεργασίες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος από την περίοδο του πολέμου.

Αυτή η πολιτική συμμαχιών αφορούσε τη σύμπραξη με το ένα σκέλος του διπολικού αστικού πολιτικού συστήματος, εναντίον του λεγόμενου δεξιού. Στην πραγματικότητα οδήγησε στη μετατροπή της ΕΔΑ και του ΚΚΕ σε ουρά του αστικοφιλελεύθερου κόμματος, στο οποίο η ΕΔΑ έκανε συνεχείς προτάσεις για το σχηματισμό μιας «δημοκρατικής κυβέρνησης». Οι προτάσεις φυσικά απορρίπτονταν. Το συγκεκριμένο κόμμα (η Ένωση Κέντρου) ενδιαφερόταν μόνο να αποσπάσει τμήματα ψηφοφόρων της με βάση το δίλημμα «δεξιά ή δημοκρατικές δυνάμεις;».

Η πολιτική της ΕΔΑ τροφοδοτούσε αυτό το δίλημμα. Ήταν χαρακτηριστική η απόφαση της ΕΔΑ στις βουλευτικές εκλογές του 1964, να μην ορίσει δικούς της υποψήφιους σε 24 εκλογικές περιφέρειες, προκειμένου να ψηφιστούν σε αυτές οι υποψήφιοι της Ένωσης Κέντρου. Όταν η τελευταία έγινε κυβέρνηση, συνέχισε να διατηρεί το ΚΚΕ εκτός νόμου, δεν αναγνώρισε το ΕΑΜ, ούτε επέτρεψε τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, ενώ δεν απελευθέρωσε τους κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους που είχαν καταδικαστεί πολλά χρόνια πριν ως κατάσκοποι!

Σημειώνεται ότι λίγους μήνες πριν είχαν ξαναγίνει εκλογές, όπου το φιλελεύθερο κόμμα δεν συγκέντρωσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γι’ αυτό και επιδίωξε νέα προσφυγή στις κάλπες. Τότε η ΕΔΑ, αφού υπερψήφισε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που σχηματίστηκε προσωρινά, υποστήριξε στη Βουλή:

«(…) η ΕΔΑ αποδεικνύει έμπρακτα ότι υπάρχει εις την παρούσαν Βουλήν η επαρκής πλειοψηφία δια την εκτέλεσιν του κυβερνητικού έργου». [4]

Βεβαίως η κοινοβουλευτική στήριξη της ΕΔΑ δεν έγινε δεκτή, σύμφωνα και με όσα είχε διακηρύξει η ηγεσία του φιλελεύθερου κόμματος.

Από την άλλη, το λεγόμενο αντιδεξιό δίλημμα ενίσχυσε και η ανάλογη πολιτική συμμαχιών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς και στα κινήματα της αγροτιάς και των μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Εκ των πραγμάτων οδήγησε στην ενίσχυση συνδικαλιστικών παρατάξεων που είχαν αναλάβει να εκπροσωπήσουν τα αστικά συμφέροντα στο συνδικαλιστικό κίνημα με πιο ευέλικτους τρόπους από εκείνους των κλασσικών τραμπούκων εργατοπατέρων. Διαμορφώθηκε συνολικά ένα εργατικό κίνημα το οποίο, παρά τους σκληρούς και πολλές φορές ηρωικούς αγώνες των κομμουνιστών και άλλων συνεργαζόμενων, δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση ανώτερης μορφής πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης.

Ο προσανατολισμός στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έπρεπε να παίρνει υπόψη ότι η ιδεολογική, πολιτική, οικονομική πάλη είναι ενιαία, περιλαμβάνει οικονομικά και άλλα αιτήματα, όμως ολοκληρώνεται στο εργατικό κίνημα με την προσπάθεια ανάπτυξης της δράσης συνολικά ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς της εκπροσώπους και επομένως συμβάλλει στη συγκέντρωση και προετοιμασία δυνάμεων για την εργατική εξουσία.

Από τη μελέτη της περιόδου 1949-1968 επιβεβαιώνεται ότι η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, πρέπει να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας.

Η πείρα από τη δημιουργία της ΕΔΑ

Σημαντική εμπειρία έχει συγκεντρώσει το ΚΚΕ και από τη δημιουργία της ΕΔΑ. Η εκτός νόμου θέση του ΚΚΕ δεν δικαιολογεί αυτή την επιλογή. Βεβαίως το Κόμμα μας έπρεπε να επιδιώκει την αξιοποίηση των όποιων νόμιμων περιθωρίων υπήρχαν, έπρεπε να βρίσκει μορφές πολιτικής έκφρασης στις δοσμένες συνθήκες, δίχως ωστόσο να διακυβεύεται η αυτοτέλειά του.

Η δημιουργία της ΕΔΑ αντανακλούσε δύο σοβαρά προβλήματα που υπήρχαν στην πολιτική του ΚΚΕ. Τη λαθεμένη αντίληψη που διαχώριζε το πρόγραμμα του Κόμματος σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ», από την οποία απέρρεε και η λαθεμένη πολιτική συμμαχιών. Δεύτερον, την αρνητική επίδραση των προβλημάτων της στρατηγικής στο συνδυασμό της παράνομης και της νόμιμης δουλειάς, έτσι ώστε η αυτοτελής οργάνωση και φυσιογνωμία του ΚΚΕ να εκφράζεται σε όλες τις συνθήκες, τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο κίνημα.

Η συσπείρωση στην ΕΔΑ και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων τροφοδότησε ακόμα περισσότερο τον οπορτουνισμό στις γραμμές του ΚΚΕ.

Από την άλλη, οι οπορτουνιστικές δυνάμεις στο ΚΚΕ και στην ΕΔΑ επιχείρησαν σε μια πορεία να την μετατρέψουν σε όχημα διάλυσης του ΚΚΕ, όπως ακριβώς έγινε και αρκετά χρόνια αργότερα, το 1989-1991, οπότε επιχειρήθηκε από αντίστοιχες δυνάμεις να μετατραπεί ο τότε «Συνασπισμός της Αριστεράς» σε ενιαίο κόμμα, που σήμαινε τη διάχυση του ΚΚΕ σε αυτό. Πρόκειται κατά βάση για τα ίδια στελέχη που σήμερα βρίσκονται στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Σημειώνεται ότι τα στελέχη του ΚΚΕ που επιχείρησαν να το διαλύσουν μέσω της ΕΔΑ, ήταν οι ίδιοι που υποστήριζαν ότι το ΚΚΕ δεν υιοθέτησε εξ ολοκλήρου το πνεύμα των αποφάσεων του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Σε μια πορεία εναντιώθηκαν στη στρατηγική των σταδίων, αλλά το έκαναν αυτό με ρεφορμιστικό τρόπο, γιατί ταυτόχρονα απέρριπταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η επίδραση της στρατηγικής του ΔΚΚ στη διαμόρφωση της πολίτικης του ΚΚΕ

Στο Δοκίμιο Ιστορίας γίνεται η εκτίμηση ότι τα παραπάνω προβλήματα δεν αφορούσαν μόνο το ΚΚΕ, αλλά και σειρά κομμουνιστικών κομμάτων άλλων καπιταλιστικών χωρών. Επισημαίνεται ότι η στρατηγική τους απομακρυνόταν σταδιακά από τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, περιορίζοντας και υποτάσσοντας τη δράση τους στην υπεράσπιση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών και της χώρας τους στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Το κομμουνιστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες καταγράφηκε ως παράγοντας ανάπτυξης εργατικών αγώνων, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της πραγματικής εργατικής πρωτοπορίας, να οργανώσει την πάλη για την εργατική εξουσία. Η αδυναμία επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής είχε ήδη εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και συνεχίστηκε και μετά από αυτόν. Για παράδειγμα, βασικές θέσεις του αργότερα επονομαζόμενου «ευρωκομμουνισμού» ήδη περιέχονταν στο πρόγραμμα του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας από το 1950-1951. Σειρά κομμουνιστικών κομμάτων -και μάλιστα χωρών που ήταν ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού- διαμόρφωσαν πολιτική αντιφασιστικών μετώπων και μετά τον πόλεμο, σε συνδυασμό με την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας των χωρών τους, που όπως ισχυρίζονταν είχε καταλυθεί από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, εξαιτίας της υποτέλειας τμημάτων των εγχώριων αστικών τάξεων.

Παρά το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών γενικά διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν κυβερνητικούς στόχους που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων με στόχο τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα τους. Ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη έφτασαν ως τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση, με τη μορφή του «ευρωκομμουνισμού». Βρέθηκαν αδύναμα απέναντι στην ευελιξία της αστικής τάξης να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της και να αναδιατάσσει έγκαιρα τις διεθνείς συμμαχίες της. Έθεσαν ως πολιτικό στόχο τη διαμόρφωση «αντιμονοπωλιακων δημοκρατικών κυβερνήσεων», με τη μορφή μιας καθαρά κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης ή με τη μορφή του ενδιάμεσου σταδίου στην επαναστατική διαδικασία. Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό στοιχείο της πάλης των ΚΚ, αποσπασμένο από την πάλη για την εργατική εξουσία, εξ αντικειμένου απέκτησε ουτοπικό χαρακτήρα. Ακόμα και ο στόχος της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, σε τομείς που χαρακτηρίζονταν ως στρατηγικής σημασίας, δεν συνδεόταν με το στόχο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου. Τα ΚΚ πραγματοποίησαν συμμαχίες που ισχυροποίησαν τις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη, με αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα να ενσωματωθεί σε στρατηγικής σημασίας αστικές επιλογές και να απομαζικοποιηθεί.

Η ιστορική πείρα έδειξε πόσο ουτοπική ήταν η αντίληψη που έβλεπε το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσα από τη λεγόμενη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας. Τα υψηλά εκλογικά ποσοστά ορισμένων κομμάτων, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες για κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αντίθετα, τροφοδότησαν οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις που τελικά διάβρωσαν το κομμουνιστικό κίνημα. Στην πορεία πολλά ΚΚ ακολούθησαν το δρόμο της συνεργασίας των τάξεων και στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος.

Θεωρούμε ότι η συμμετοχή κομμουνιστικών δυνάμεων στις κυβερνήσεις Πρόντι, Ντ’ Αλέμα, Ζοσπέν και άλλες, ήταν η φυσική εξέλιξη της προηγούμενης πορείας κομμουνιστικών κομμάτων. Αποδείχτηκαν κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. Οι κυβερνήσεις Ζοσπέν και Ντ’ Αλέμα πήραν μέρος στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, αποδεχόμενες τα ιμπεριαλιστικά προσχήματα της εθνοκάθαρσης σε αυτή τη χώρα. Όλες έβαλαν πλάτη να περάσουν αντεργατικά μέτρα και τσάκισαν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στις χώρες τους.

Μπορεί κανείς να εκτιμήσει βάσιμα ότι η σημερινή αρνητική κατάσταση του εργατικού κινήματος στις χώρες της ΕΕ, σε φάση μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, είναι αποτέλεσμα αυτής της πορείας.

Η συμμετοχή ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις επιβεβαίωσε την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ και στις εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου 2012, να εναντιωθεί σε συμμετοχή του στην λεγόμενη «κυβέρνηση της Αριστεράς». Το αντίθετο θα σήμαινε ότι το ΚΚΕ εγκαταλείπει τη στρατηγική του για το σοσιαλισμό και ότι προσχωρεί σε μια άλλη στρατηγική αντίληψη διαχείρισης του συστήματος και της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η τακτική πρέπει να υπηρετεί τη στρατηγική και όχι να την υπονομεύει.

Σοβαρό λάθος αποτέλεσε επίσης ο διαχωρισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε δεξιά και σε αριστερή, ή και ο διαχωρισμός της κομματικής βάσης από την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας, που ο αντεπαναστατικός ρόλος της είχε διαφανεί πεντακάθαρα, τόσο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στη στάση της απέναντι στις προλεταριακές επαναστάσεις στη Γερμανία και αλλού. Οι ιστορικές εξελίξεις έδειξαν ότι το μεγάλο μέρος της λαϊκής βάσης των άλλων κομμάτων κερδίζεται με την όξυνση της ταξικής πάλης και με ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο κατά της αστικής πολιτικής και του οπορτουνισμού.

Κρίσιμο ζήτημα η σωστή μελέτη της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε κάθε χώρα

Το ΚΚΕ δεν έγινε τμήμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού». Βρήκε τη δύναμη να διαχωριστεί απ’ αυτόν και να ανοίξει πολύχρονο μέτωπο εναντίον του, στη βάση της υπεράσπισης των γενικών αρχών του μαρξισμού - λενινισμού. Επίσης το ΚΚΕ τοποθετήθηκε αντίθετα στη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), θέση την οποία διατήρησε και για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και κατόπιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημειώνουμε ότι αντίθεση στη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ είχε εκφράσει και η ΕΔΑ, που χαρακτήριζε την ΕΟΚ «λάκκο των λεόντων». Η ΕΕ είναι συμμαχία του κεφαλαίου, δεν μεταρρυθμίζεται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, ούτε είναι δυνατόν να μετεξελιχθεί σε «Ευρώπη των λαών». Αυτό επιβεβαιώνεται και με τις σύγχρονες εξελίξεις στην ΕΕ.

Στη γραμμή αυτή το ΚΚΕ επιμένει εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική μέσα στην ΕΕ. Απαιτείται η αποδέσμευση από αυτήν, ταυτόχρονα με την πάλη σε κάθε χώρα για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, την κοινωνικοποίησή τους και τη μονομερή διαγραφή του χρέους από την εργατική - λαϊκή εξουσία. Ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δύο δρόμοι υπάρχουν: Ή θα πληρώσουν την κρίση η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ή οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Το δεύτερο συνδέεται άμεσα με τη διαμόρφωση μιας μεγάλης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που θα ανατρέψει την αστική εξουσία. Ενδιάμεσος δρόμος δεν υπάρχει. Η κρίση στην ευρωζώνη δεν είναι κρίση χρέους, ούτε προϊόν της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων. Για την έξοδο από αυτήν υπέρ του κεφαλαίου δρουν και τα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά κόμματα.

Οι αναλύσεις του ΚΚΕ για τον ελληνικό καπιταλισμό στις δεκαετίες 1950 και 1960 δεν συμβάδισαν με την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία αναπτύχθηκε τότε σημαντικά.

Το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1961) χαρακτήρισε την Ελλάδα ως «...αγροτικό εξάρτημα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης (...) υποανάπτυκτη καπιταλιστική χώρα, βασικά αγροτική, με σχετική ανάπτυξη της βιομηχανίας, με ορισμένα μισοφεουδαρχικά υπολείμματα (...) Η επικείμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι συνεπώς αντιιμπεριαλιστική - δημοκρατική». [5]

Σε αυτή την κατεύθυνση καθόρισε ως τακτική του Κόμματος τη συνεργασία των «δημοκρατικών δυνάμεων», προκειμένου να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για την επίτευξη του παραπάνω στόχου.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα απέρριψε την αντίληψη ότι ο ξένος παράγοντας αποτελούσε τροχοπέδη της, όπως επίσης και την αντίληψη ότι η αστική τάξη δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα τροφοδοτήθηκε κυρίως από την εσωτερική συσσώρευση του κεφαλαίου. Στηρίχθηκε στον νέο κρατικό προσανατολισμό και την αντίστοιχη διαμόρφωση της κρατικής υποδομής για τη στήριξη της βιομηχανίας. Η εισροή ξένου κεφαλαίου δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, με εξαίρεση το τέλος της δεκαετίας του ’40 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’ 5 0 (Σχέδιο Μάρσαλ, Δόγμα Τρούμαν). Όμως τα περισσότερα από αυτά τα κονδύλια κατευθύνθηκαν στην ενίσχυση της κρατικής καταστολής ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και γενικά στη θωράκιση του αστικού κράτους.

Αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν και η σχετική βελτίωση του εργατικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου, στην οποία αναμφισβήτητη ήταν η συμβολή των λαϊκών αγώνων. Βεβαίως, ήταν η φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά την οποία το κεφάλαιο είχε περιθώρια παροχών ενσωμάτωσης, γεγονός που εκφράστηκε και με τη δημιουργία του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», σε αντίθεση με τη σημερινή φάση που αυτά τα περιθώρια δεν υπάρχουν, και όχι μόνο εξαιτίας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.

Ταυτόχρονα εκείνα τα χρόνια διευρύνθηκε το στρώμα των δημόσιων υπαλλ0ήλων. Σημαντικά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα, ενώ άλλα οδηγήθηκαν στη μετανάστευση σε πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Διαμορφώθηκαν νέα μικροαστικά στρώματα. Πάνω σε αυτή την υλική βάση ενισχύθηκε στο Κόμμα όχι μόνο ο ρεφορμισμός, αλλά και ο οπορτουνισμός.

Ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, όπως οι σημερινές, τα μικροαστικά στρώματα που εξεγείρονται για να διατηρήσουν την οικονομική θέση τους, ενώ αγανακτούν και εναντιώνονται στην κυβερνητική πολιτική, ουτοπικά αναζητούν την επιστροφή στο παρελθόν που επέτρεπε σε μεγαλύτερο βαθμό την επιβίωσή τους. Πολιτικά πρεσβεύουν την κατοχύρωση ενός μονοπωλιακού καπιταλισμού «ελεγχόμενου» από κάποια κυβέρνηση που θα εκφράζει περισσότερο τα συμφέροντα των μικρών ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και περιορισμένης συσσώρευσης σε σχέση με τα συμφέροντα των μεγάλων ιδιοκτητών, των μονοπωλίων. Με αυτό τον τρόπο γίνονται φορείς μιας ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής, που ουτοπικά επιδιώκει είτε να αμβλύνει το μονοπωλιακό ανταγωνισμό, είτε να στρέψει τη φορά του προς τα πίσω, στο προμονοπωλιακό του στάδιο. Αυτά τα στρώματα, προσεγγίζοντας την εργατική τάξη ή και εντασσόμενα σε αυτήν μετά την καταστροφή τους, γίνονται φορείς πίεσης για την προσαρμογή του εργατικού κινήματος σε θέσεις «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού.

Γενικότερα συμπεράσματα χρήσιμα για το σήμερα

Η οπορτουνιστική πίεση δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο συγκεκριμένη στάση προσώπων που δεν αντέχουν το βάρος της ταξικής πάλης. Είναι ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, προϊόν της ιστορικής εποχής του σύγχρονου καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Η υλική του βάση βρίσκεται στη δυνατότητα εξαγοράς τμημάτων της εργατικής τάξης από τα μονοπώλια μέσα από πολυποίκιλους μηχανισμούς ενσωμάτωσης και εξαγοράς, στη διεύρυνση της εργατικής τάξης με τμήματα που έχουν μικροαστικές καταβολές. Γι’ αυτό η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, όπως το έθετε και ο Λένιν, είναι σύμφυτο στοιχείο της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του, αφού -ανεξάρτητα από προθέσεις των φορέων του- λειτουργεί ως εμπόδιο στην πολιτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης από την αστική πολιτική και αντιστρατεύεται την ιδεολογικοπολιτική αυτοτέλεια του εργατικού κινήματος.

Η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό δεν εξαρτάται από το αν αυτός είναι συγκροτημένος ή όχι σε ξεχωριστό πολιτικό φορέα, από την κοινοβουλευτική ή συνδικαλιστική του επιρροή. Δεν είναι ένα καθήκον χωριστό, δευτερεύον ή επί μέρους από το καθήκον πάλης με την αστική πολιτική σε όλες τις παραλλαγές και εκδοχές της. Ειδικά σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, με αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία, υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού σε κάποια από τα εναλλακτικά σενάρια της αστικής διαχείρισης. Η προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης και απεγκλωβισμού εργατικών και λαϊκών μαζών από την αστική πολιτική προϋποθέτει την ανοικτή πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό.

Η ιστορική πείρα βεβαίως έχει αποδείξει ότι η γέννηση και ανάπτυξη του οπορτουνισμού μέσα στο ΚΚ δεν είναι έργο μιας πράξης. Παράγοντες ισχυροποίησης του οπορτουνισμού προοπτικά είναι και θεωρητικές αδυναμίες, τα λάθη σε επίπεδο στρατηγικών επεξεργασιών που δεν εντοπίζονταν και δε διορθώνονταν, αλλά και οι αντιφάσεις εκ μέρους ηγεσιών που αποδεδειγμένα δε διαπνέονταν από διάθεση προσαρμογής, συμβιβασμού και υποταγής στην αστική τάξη, αλλά αντίθετα καθοδήγησαν ακόμη και την ένοπλη αναμέτρηση με τον ταξικό αντίπαλο.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η μη έγκαιρη σύγκρουση με τον οπορτουνισμό οδηγεί σε εκφυλισμό του Κόμματος, σε σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξή του, στην απώλεια της ιστορικής του συνέχειας. Αυτό συνέβη σε ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης, π.χ. στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.α. Αντίθετα η σύγκρουση με τον οπορτουνισμό εξασφάλισε τη συνέχεια στον κομμουνιστικό χαρακτήρα του Κόμματος. Για παράδειγμα, η σύγκρουση που εκδηλώθηκε στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το 1968, οδήγησε στην αποχώρηση της αναθεωρητικής ομάδας που επιδίωκε ουσιαστικά τη μετατροπή του Κόμματος σε «ευρωκομμουνιστικό» μόρφωμα. Εξασφάλισε την οργανωτική ανασυγκρότηση του Κόμματος, οδήγησε στην ίδρυση της ΚΝΕ. Ωστόσο δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ή να θέσει προς αντιμετώπιση το βασικό πρόβλημα, που ήταν το ζήτημα της στρατηγικής του Κόμματος, γεγονός που επέδρασε σε μεταγενέστερη ανάπτυξη του οπορτουνισμού στις γραμμές του.

Από την άλλη, η κρίση στο Κόμμα το 1990-91, που διεξήχθη σε συνθήκες βαριάς ήττας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και η πορεία της ανασυγκρότησής του μετά τη διάσπαση, επέβαλε στο Κόμμα να δει πιο αυτοκριτικά την πορεία του, να μελετήσει ζητήματα, όπως π.χ. η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και τη σχέση της με το χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας, τις αιτίες που οδήγησαν στα αντεπαναστατικά γεγονότα του 1989-1991 στην ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης, να βγάλει βαθύτερα συμπεράσματα που εκφράζονται στην προγραμματική του αντίληψη.


[1] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμ., 2η έκδ., σελ. 21-22, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011.

[2] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμ., 2η έκδ., σελ. 316-317, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011.

[3] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμ., 2η έκδ., σελ. 318, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011.

[4] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμ., 2η έκδ., σελ. 470, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011.

[5] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμ., 2η έκδ., σελ. 446, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011.