Όταν το 1917 η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση συγκλόνισε τον κόσμο, αρχικά στο Λουξεμβούργο επικρατούσε ηρεμία, καθώς η χώρα βρισκόταν από το 1914 υπό την παράνομη κατοχή της γερμανικής αυτοκρατορίας. Η απεργία 10.000 εργατών στη χαλυβουργία ενάντια στην πείνα και την εξαθλίωση, που ξεκίνησε στις 31 Μάη του 1917, τελείωσε μετά από μια βδομάδα με στρατιωτική επέμβαση των κατακτητών. Το γερμανικό πεζικό και οι ουσάροι κατέλαβαν τα χαλυβουργεία, συνέλαβαν τους επικεφαλής των απεργών, δεκάδες εργάτες τιμωρήθηκαν ή απολύθηκαν, ενώ απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των εντύπων των συνδικάτων για τρεις μήνες.
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπήρχε αναβρασμός. Ήδη από τις αρχές του 1918 η «Φωνή του λαού», η εφημερίδα του «Συνδέσμου Ανθρακωρύχων και Μεταλλεργατών» που ιδρύθηκε το 1916, δημοσίευε όλο και περισσότερα άρθρα με την υπογραφή «Μπολσεβίκος». Τα άρθρα αυτά ασκούσαν κριτική στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στο Λουξεμβούργο και καλούσαν τους εργαζόμενους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ρώσων επαναστατών, να οργανώσουν και να συσπειρώσουν τους εργάτες και τους αγρότες ενάντια στον παντοδύναμο καπιταλισμό που καταπιέζει το λαό.
Η αρχή της Επανάστασης στη Γερμανία το Νοέμβριο του 1918 ήταν η σπίθα που πυροδότησε ένα επαναστατικό κίνημα στο Λουξεμβούργο, το οποίο κράτησε δυο μήνες, μέχρι να διαλυθεί με τη δύναμη των όπλων από τη νέα γαλλική δύναμη κατοχής. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του κινήματος αυτού ήταν η εισαγωγή του οχταώρου. Στις 14 Δεκέμβρη 1918 η κυβέρνηση, φοβούμενη ότι τα αιτήματα που προωθούσαν τα συμβούλια των εργατών και των αγροτών για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, των τραπεζών, των χαλυβουργιών και των ορυχείων θα έβρισκαν ανταπόκριση, κατοχύρωσε με νόμο το 8ωρο. Τα συνδικάτα στα ορυχεία, τα χαλυβουργεία και τα εργοτάξια των σιδηροδρόμων είχαν ήδη εισάγει το 8ωρο κόντρα στην αντίσταση των ιδιοκτητών. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα του επαναστατικού κινήματος του 1918 ήταν η εισαγωγή του γενικού εκλογικού δικαιώματος στα 21 χρόνια για τους άντρες και τις γυναίκες.
Ωστόσο, οι παραχωρήσεις αυτές δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την αύξηση των μελών του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λουξεμβούργου που υποστήριζαν την επανάσταση στη Ρωσία και ήθελαν να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας στη χώρα. Το καλοκαίρι του 1919 ιδρύθηκε η «επιτροπή προπαγάνδας για την προσχώρηση στην Τρίτη Διεθνή». Στη δεύτερη επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης μοίρασε φυλλάδια που καλούσαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών στη Σοβιετική Ρωσία. Το κάλεσμα υπέγραφε μια «ομάδα εργατών και σοσιαλιστών του Λουξεμβούργου».
Την περίοδο εκείνη η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ακόμα υπόθεση όλων των σοσιαλιστών. Όμως ήδη από το 1921, όταν επισφραγίστηκε η ήττα του επαναστατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη, σταθεροποιήθηκε ο καπιταλισμός και φάνηκε ότι η Σοβιετική Ένωση θα παρέμενε προς το παρόν η μόνη χώρα που οικοδομούσε το σοσιαλισμό, οι δρόμοι άρχισαν να χωρίζουν.
Οι σοσιαλιστές με μαρξιστικό προσανατολισμό ίδρυσαν στις 2 Γενάρη του 1921 το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου (KPL). Προηγήθηκε η άρνηση της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος να ενταχθούν στην Τρίτη Διεθνή. Επέμεναν στο αίτημα της κατάργησης του καπιταλισμού και της οικοδόμησης της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στη χώρα τους. Είχαν την πεποίθηση ότι η υπεράσπιση της πρώτης χώρας που άρχισε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι το κύριο καθήκον κάθε επαναστάτη. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι σοσιαλιστές απαρνήθηκαν το αντικαπιταλιστικό τους πρόγραμμα, υποτάχθηκαν στον καπιταλισμό και έφτασαν στο σημείο να λάβουν μέρος στην αντισοβιετική εκστρατεία.
Τον Οκτώβρη του 1932 το KPL αποφάσισε να δημιουργήσει το σύνδεσμο «Λουξεμβουργιανοί φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης» (Luxemburger Freunde der Sowjet-Union) με στόχο να δημιουργήσει αντίβαρο, έστω και μετριοπαθές, στις αντικομμουνιστικές στρεβλώσεις που μέρα με τη μέρα προπαγάνδιζε ο αστικός και σοσιαλδημοκρατικός τύπος για τη Σοβιετική Ένωση. Το βασικό καθήκον του συνδέσμου ήταν να προσελκύσει τους εργάτες και τους διανοούμενους, που δεν ήταν μέλη του KPL, στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, στην απόκρουση αντισοβιετικών προκαταλήψεων και με αυτό τον τρόπο να περιορίσει τις προκαταλήψεις ενάντια στο KPL. Ο σύνδεσμος ενημέρωνε για τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και επιστημονικές εξελίξεις, καθώς και για τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση και αποδείκνυε τη θετική επίδραση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στις εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες των εργαζόμενων.
Οι κομμουνιστές ασκούσαν συνεχώς κριτική στο υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα όπου η ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με κρίσεις που οδηγούν σε μείωση των μισθών και σε απόλυση χιλιάδων εργαζόμενων. Ταυτόχρονα το KPL κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να ενημερώνει μέσω της εβδομαδιαίας εφημερίδας του για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, για την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας στην ΕΣΣΔ που συνδεόταν στενά με τις βελτιώσεις στις κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες κατοχυρώνονταν από τη σοσιαλιστική νομοθεσία. Όλα αυτά παρουσιάζονταν από το KPL ως εναλλακτική λύση στην κατάσταση που επικρατούσε στο Λουξεμβούργο.
Δε χωρά αμφιβολία ότι η επιτυχημένη ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα οι κοινωνικές κατακτήσεις του σοβιετικού λαού είχαν μεγάλη επίδραση στη συμπεριφορά τμημάτων της εργατικής τάξης του Λουξεμβούργου. Επίσης δε χωρά αμφιβολία και το γεγονός ότι η αστική άρχουσα τάξη ήταν αναγκασμένη να το λάβει υπόψη. Οι καπιταλιστές ήθελαν να κρατήσουν τους εργάτες «εν τάξει» και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μια σειρά κοινωνικές παραχωρήσεις, ώστε οι εργάτες να μην αντιληφθούν τις κοινωνικές κατακτήσεις στη Σοβιετική Ένωση και να μην τις θεωρήσουν επιθυμητό παράδειγμα, αλλά και για να αποτρέψουν την ενίσχυση των κομμουνιστών.
Αυτό ίσχυε για τις θετικές αλλά και για τις αρνητικές εξελίξεις. Στη δεκαετία του ’30 κατά κύριο λόγο έγιναν πολλές παραβιάσεις των σοσιαλιστικών νόμων στην ΕΣΣΔ. Ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη ότι οι πληροφορίες γι’ αυτά τα προβλήματα στον αστικό τύπο και στη σοσιαλιστική προπαγάνδα ήταν υπέρμετρα υπερβολικές, τότε και μόνο το γεγονός της ύπαρξής τους έκανε για πολλές δεκαετίες μεγάλη ζημιά στα ιδανικά της Οκτωβριανής Επανάστασης και στην υπόθεση όλου του κομμουνιστικού κινήματος, καθώς και στην εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης και στη δράση του KPL.
Η Σοβιετική Ένωση απέκτησε μεγάλη αναγνώριση από το λαό του Λουξεμβούργου και ιδιαίτερα από την εργατική τάξη, χάρη στην αποφασιστική συμβολή της στην πάλη ενάντια στη φασιστική Γερμανία και στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης από το φασισμό. Όταν ο σοβιετικός στρατός νίκησε τα γερμανικά φασιστικά στρατεύματα στο Στάλινγκραντ, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού του Λουξεμβούργου άντλησαν ελπίδα από αυτή τη νίκη και το οργανωμένο κίνημα αντίστασης, που είχε αποδυναμωθεί εξαιτίας της φασιστικής τρομοκρατίας, ενέτεινε τη δραστηριότητά του. Πολλοί Λουξεμβουργιανοί κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στους Γερμανούς κατακτητές. Όταν οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις οργάνωσαν δημοψήφισμα για την προσάρτηση του Λουξεμβούργου στο γερμανικό «Ράιχ», η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ψήφισε «ΟΧΙ».
Το KPL ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα στο Λουξεμβούργο που αρνήθηκε να διαλυθεί όταν τα φασιστικά στρατεύματα κατέκτησαν τη χώρα. Συνέχισε να δρα σε συνθήκες παρανομίας και πλήρωσε υψηλό φόρο αίματος στον αγώνα ενάντια στους φασίστες κατακτητές.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας το KPL, ενώ πολλά από τα στελέχη του κόμματος δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από τις φασιστικές φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αύξησε τον αριθμό των μελών του κατά δέκα φορές, από 400 περίπου το 1940 σε πάνω από 4.000 τον Απρίλη του 1945, ενώ στις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές στις 21 Οκτώβρη 1945 το κόμμα κέρδισε πέντε από τις 51 έδρες στην Εθνική Συνέλευση. Στα προπύργιά του στο νότο της χώρας το KPL πήρε το 20,7% των ψήφων και στην πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση ο κομμουνιστής Charles Marx έγινε υπουργός υγείας, κοινωνικών ζητημάτων και αθλητισμού. Αυτό οφείλεται στο μεγάλο κύρος που είχε η ΕΣΣΔ εκείνο τον καιρό, που απλωνόταν έως και την αστική τάξη, καθώς και στο ρόλο που έπαιξαν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην αντίσταση ενάντια στη φασιστική κατοχή στο Λουξεμβούργο, στη Γαλλία και στο Βέλγιο.
Το κόμμα δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμόσει τις οργανωτικές δομές σε αυτή την εξέλιξη. Δεν είχε ούτε τα στελέχη ούτε τα απαραίτητα οικονομικά μέσα ούτε καν την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων σε μια χώρα που είχε καταληφθεί από το στρατό των ΗΠΑ και έτσι ήταν αδύνατο να ξεκινήσει δουλειά για την προπαγάνδιση ριζοσπαστικών δημοκρατικών αλλαγών. Από την άλλη η επιρροή του KPL ήταν περιορισμένη σε τμήματα της εργατικής τάξης.
Τα χρόνια μετά την ήττα του φασισμού ξαναήρθε στο προσκήνιο η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Για να μειώσει την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος και να αποφύγει την υιοθέτηση των αιτημάτων για εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και για αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης του Λουξεμβούργου, η άρχουσα τάξη έκανε ορισμένες παραχωρήσεις στον κοινωνικό τομέα: βελτιώθηκε σημαντικά η κοινωνική προστασία στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και των συντάξεων, κατοχυρώθηκε στη νομοθεσία η τακτική αναπροσαρμογή των μισθών στην αύξηση των τιμών και ενοποιήθηκαν τα οικογενειακά επιδόματα. Ταυτόχρονα οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωστοί για τις αντικομμουνιστικές τους θέσεις, επαναδραστηριοποιήθηκαν και παροτρύνθηκαν να αποτρέψουν τη δημιουργία ενιαίου συνδικάτου με ισχυρή κομμουνιστική επιρροή. Γι’ αυτό το σκοπό δόθηκαν χρήματα ακόμα και από συνδικάτα των ΗΠΑ, που προέρχονταν από δίκτυα της CIA.
Με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ των ΗΠΑ -που ψηφίστηκε στο Κοινοβούλιο του Λουξεμβούργου από τους βουλευτές όλων των πολιτικών κομμάτων με εξαίρεση τους κομμουνιστές- και στην πορεία του ψυχρού πολέμου που προκάλεσαν οι ΗΠΑ, έγινε και πάλι δυνατό να μειωθεί η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα το KPL, που υπερασπιζόταν σταθερά το σοσιαλισμό και την ΕΣΣΔ χωρίς αναστολές, αποδυναμώθηκε και μειώθηκε η επιρροή του στην εργατική τάξη.
Αυτή η τάση άλλαξε ξανά όταν η ΕΣΣΔ, αφού ξεπέρασε τις καταστροφές από τον πόλεμο, αναπτύχθηκε με γιγαντιαία βήματα και παρουσίαζε όλο και περισσότερα επιτεύγματα στον τομέα της οικονομίας και των επιστημών. Την περίοδο μεταξύ του 1958 και του 1970, περίοδο οικονομικής ανόδου, το KPL αύξησε την επιρροή του ιδιαίτερα στους εργάτες στη χαλυβουργία, καθώς και την παρουσία του στο εθνικό κοινοβούλιο. Όλο αυτό το διάστημα οι κομμουνιστές του Λουξεμβούργου συνέχιζαν να προπαγανδίζουν τα κοινωνικά επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, ιδιαίτερα της ΓΛΔ στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην υγεία, στην φροντίδα των παιδιών και την εργατική νομοθεσία.
Η αλληλεγγύη που πάντα εξέφρασε το KPL προς τις σοσιαλιστικές χώρες ήταν βάσιμη. Ταυτόχρονα όμως το κόμμα δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις που αντικειμενικά υπήρχαν σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες όσον αφορά τους διακηρυγμένους στόχους και την πραγματικότητα, καθώς και να ασκήσει κριτική στην ανεπαρκή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στις γραφειοκρατικές τάσεις, στο έλλειμμα άσκησης δημοκρατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις και το σοσιαλιστικό κράτος από την εργατική τάξη. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο βαθιάς ανάλυσης.
Η αιτία αυτής της συμπεριφοράς ήταν κυρίως η ανησυχία ότι η άσκηση ανοικτής κριτικής θα υπηρετούσε τον ταξικό εχθρό και θα έβλαπτε τον κοινό στόχο. Ωστόσο αυτή η στάση είχε τελικά αρνητικό αντίκτυπο στη συζήτηση μέσα στο κόμμα και στην πολιτική ενημέρωσης του κομμουνιστικού Τύπου. Το αποτέλεσμα ήταν οι εφημερίδες συχνά να δημοσιεύουν άρθρα που παρουσίαζαν εξιδανικευμένες εικόνες, οι οποίες δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματική κατάσταση στη χώρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες που μπήκαν στο σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης σε πολύ σύνθετες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.
Επιπρόσθετα, η ιδεολογική επίθεση του κεφαλαίου καθώς και οι κοινωνικές παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει το κεφάλαιο την περίοδο της διεθνούς σύγκρουσης των διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων συντέλεσαν στη μείωση της ελκυστικότητας του σοσιαλισμού για την εργατική τάξη του Λουξεμβούργου. Οι κοινωνικές κατακτήσεις που κερδίστηκαν με κόπο από τους εργάτες του Λουξεμβούργου χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα για να γίνει μηχανική σύγκριση με την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης στις σοσιαλιστικές χώρες. Επιπλέον, οι σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να παρουσιάσουν αυτά τα επιτεύγματα στο Λουξεμβούργο ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της δράσης του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Εξαιτίας των μεγάλων κοινωνιολογικών αλλαγών στον πληθυσμό, αλλά και της αδυναμίας της οργανωτικής, πολιτικής και ιδεολογικής δουλειάς του KPL και από την άλλη εξαιτίας της φθίνουσας υλικής και ιδεολογικής ελκυστικότητας του σοσιαλισμού το Κομμουνιστικό Κόμμα Λουξεμβούργου έχασε την πολιτική του επιρροή και αναγκάστηκε να κρατά αμυντική στάση. Ένα από τα πολλά παραδείγματα ήταν η μακροχρόνια εκστρατεία σχετικά με τους λεγόμενους «αντιφρονούντες» στη Σοβιετική Ένωση, η οποία αξιοποιήθηκε με επιτυχία από τους θεωρητικούς του κεφαλαίου ενάντια στους κομμουνιστές. Δυστυχώς οι περισσότεροι εργαζόμενοι, αντί να αμφισβητήσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τον περιορισμό της αστικής δημοκρατίας στη χώρα τους, επηρεάστηκαν από αυτή την εκστρατεία.
Επιπλέον, οι κομμουνιστές του Λουξεμβούργου δεν κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες που βασιζόταν σε υποτιθέμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να καταγγείλουν τη μόνιμη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις καπιταλιστικές χώρες. Κάτω από την επιρροή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Λουξεμβούργου (LSAP) και των συνδικάτων η θέση για τον «κοινωνικό εταιρισμό» ανάμεσα στους εργάτες και τους επιχειρηματίες άσκησε πολύ βλαβερή επίδραση στις γραμμές της εργατικής τάξης.
Βέβαια είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ποσοτικά η επίδραση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις επιτυχίες και τις ήττες της εργατικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη και το Λουξεμβούργο. Επιπλέον, η προσπάθεια χρησιμοποίησης θεωριών περί αναθεωρητικών συνομωσιών για την εξήγηση των πολύ σύνθετων αιτιών που οδήγησαν στην ήττα του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στην ήττα της αντεπανάστασης δε θα είχε καμία επιστημονική βάση.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια βαθιά μελέτη για την αποκάλυψη των αιτιών που η Σοβιετική Ένωση και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες και ιδιαίτερα τα κομμουνιστικά κόμματα αυτών των χωρών δεν κατόρθωσαν τις δεκαετίες του 1970 και 1980 να κάνουν πράξη τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού. Πρέπει να μάθουμε γιατί δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστούν οι γνώσεις της επιστημονικής - τεχνικής επανάστασης στη σοσιαλιστική παραγωγή, γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις δεν αναπτύχθηκαν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι στις καπιταλιστικές χώρες και γιατί ο σοσιαλισμός δεν έγινε αρκετά ελκυστικός για να τον υπερασπιστεί τελικά η εργατική τάξη εντός και εκτός των σοσιαλιστικών χωρών.
Όμως οι εξελίξεις μετά την εξαφάνιση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος δείχνουν καθαρά ότι μόνο και μόνο η ύπαρξη ανταγωνιστικού συστήματος ανάγκαζε τον καπιταλισμό να σέβεται και να λαμβάνει υπόψη τα αιτήματα της εργατικής τάξης και να κάνει έστω και προσωρινούς πολιτικούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Αυτό ήταν απαραίτητο γιατί η άρχουσα αστική τάξη ήθελε να αποφύγει την αμφισβήτηση του εκμεταλλευτικού συστήματος από όλο και μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, καθώς και τους αγώνες της εργατικής τάξης για επαναστατικές αλλαγές.
Η δραματική ήττα του σοσιαλισμού αποτέλεσε ταυτόχρονα και ήττα της εργατικής τάξης του Λουξεμβούργου, γιατί από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα έπαψε να υπάρχει ανταγωνιστικό σύστημα που μόνο και μόνο με την ύπαρξή του ασκούσε πίεση στον καπιταλισμό. Έτσι το κεφάλαιο άρχισε να ακυρώνει σταδιακά όλους τους συμβιβασμούς των προηγούμενων 40 χρόνων και να αμφισβητεί όλες τις κοινωνικές κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν ως αποτέλεσμα της πάλης της εργατικής τάξης. Το αστικό κράτος εισήγαγε όλο και περισσότερες νομοθετικές αλλαγές που υπαγόρευε ή αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ή η πλειοψηφία των αστών στο εθνικό κοινοβούλιο. Αυτοί οι νόμοι στόχευαν στην κατάργηση προηγούμενων κατακτήσεων και στην αλλαγή της κατάστασης υπέρ των κυρίαρχων δυνάμεων.
Η 40ωρη εργάσιμη εβδομάδα υπάρχει μόνο θεωρητικά. Η αμοιβή των υπερωριών μειώθηκε δραστικά. Μειώνεται συστηματικά ο αριθμός των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Κατοχυρώθηκαν με νόμο η μερική απασχόληση και η μίσθωση εργασίας υπό επισφαλείς συνθήκες. Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών στο ύψος του πληθωρισμού, που υπήρξε μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της εργατικής τάξης του Λουξεμβούργου μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, παραποιήθηκε και περιορίστηκε. Μειώνονται οι μισθοί των νέων εργαζομένων σε όλο και περισσότερες επιχειρήσεις. Οι νομικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος ανάπηρος έγιναν αυστηρότερες. Η χρηματοδότηση της ιατροφαρμακευτικής αγωγής από τους ασθενείς διευρύνθηκε, ενώ το καπιταλιστικό κράτος μειώνει τη χρηματοδότηση για την Υγεία.
Ταυτόχρονα, όπως παρατηρείται και στις άλλες χώρες τις ΕΕ, οι δημόσιες υπηρεσίες στον τομέα της ενέργειας, των ταχυδρομείων και των μεταφορών απελευθερώθηκαν και οι δημόσιες επιχειρήσεις έχουν εν μέρει ιδιωτικοποιηθεί. Αυτό έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές συνθήκες, στους χώρους εργασίας και στην ποιότητα των υπηρεσιών.
Η καπιταλιστική χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση εντείνει την αναδιανομή του πλούτου από τους πολλούς στους λίγους που άρχισε πριν δύο δεκαετίες. Ακόμη μια φορά τα θύματα της καπιταλιστικής κρίσης είναι οι εργαζόμενοι που από το ξέσπασμα της κρίσης πλήττονται όλο και περισσότερο από την αύξηση της ανεργίας και της μερικής απασχόλησης. Στο Λουξεμβούργο το συντηρητικό Χριστιανικό-κοινωνικό Λαϊκό Κόμμα (CSV) και το σοσιαλδημοκρατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Λουξεμβούργου (LSAP) που έχουν συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού εδώ έξι χρόνια, αυξάνουν τους φόρους και περικόπτουν τις κοινωνικές δαπάνες ώστε να περιορίσουν τα κρατικά χρέη. Όμως το έλλειμμα είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων αναδιανομών προς όφελος του μεγάλου χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, της εξαγοράς από το κράτος των χρεών των τραπεζών. Παράλληλα, τα στρατιωτικά έξοδα στο Λουξεμβούργο είναι υψηλότερα απ’ ό,τι στη χειρότερη περίοδο του ψυχρού πολέμου.
Η αντίσταση στις κοινωνικές περικοπές αναπτυσσόταν αργά τα τελευταία χρόνια. Τα συνδικάτα στο Λουξεμβούργο βρίσκονται υπό έντονη σοσιαλδημοκρατική και αντικομμουνιστική επιρροή και το 1990 θεωρούσαν ότι βρίσκονταν με το μέρος των νικητών στη διαπάλη των συστημάτων. Πιστεύουν στη θεωρία του «κοινωνικού εταιρισμού» και επιμένουν στη θέση του «Λουξεμβουργιανού μοντέλου». Δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι μετά την εξαφάνιση της διαπάλης των συστημάτων το οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης αποδυναμώθηκε σοβαρά, ότι οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους μειώθηκαν και ότι σε μεγάλο βαθμό έχει καταστραφεί η βάση της προηγούμενης επιτυχίας του «Λουξεμβουργιανού μοντέλου».
Από την άλλη πλευρά, η επίθεση του κεφαλαίου και του αστικού κράτους ενάντια στις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζόμενων θα αναγκάσουν τα συνδικάτα να αναθεωρήσουν την πολιτική γραμμή των δραστηριοτήτων τους και να αντιμετωπίσουν στο εξής το κεφάλαιο πιο ανοιχτά σε σχέση με τώρα. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος να καταργηθούν όλες οι κατακτήσεις στην εργατική νομοθεσία και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης από τα πάνω που εφαρμόστηκε από το κεφαλαίο και τους υποστηρικτές του στην κυβέρνηση. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σύνθετη, εφόσον τα συνδικάτα θεωρούν τις κοινωνικές κατακτήσεις αποτέλεσμα της δικής τους ισχύος και δε λαμβάνουν υπόψη διεθνείς παράγοντες, όπως η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών.
Σε αυτά τα πλαίσια οι κομμουνιστές θα πρέπει να σκέφτονται τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και να ξεκαθαρίζουν ότι επείγει η από κοινού ενιαία υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων. Επιπλέον, πρέπει να προπαγανδίζουν με επαναστατική υπομονή την αντίληψη ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι το καπιταλιστικό σύστημα, μέτρο του οποίου είναι το κέρδος.
Αν θέλουμε να λύσουμε τα σημερινά προβλήματα, λύνοντας ταυτόχρονα και τα προβλήματα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων, δεν αρκεί να απαιτούμε «πιο δίκαιη» αναδιανομή της παραγόμενης πρόσθετης αξίας, όπως κάνουν οι σοσιαλδημοκράτες και τα νέα «αριστερά» κόμματα. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να θέσουμε το ζήτημα του συστήματος και να παλέψουμε για ριζική αλλαγή στην ιδιοκτησία στα σημαντικότερα μέσα παραγωγής, καθώς και για την εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Αυτό το δίδαγμα από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» που γράφηκε το 1848 και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην πράξη από τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 ισχύει και σήμερα. Επιβεβαιώνεται από τη λεπτομερή ανάλυση της κοινωνικής κατάστασης στο Λουξεμβούργο.