Φυσικά, οι θεωρητικές μάχες του λενινισμού ενάντια στον οπορτουνισμό, καθώς και ο ουσιαστικός εμπλουτισμός του μαρξισμού με τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και του κράτους, τη θεωρία για το Κόμμα και τη θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης υπήρξαν προϋπόθεση για την επαναστατική άνοδο του προλεταριάτου και η μεγάλη επιβεβαίωση είναι η νίκη της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης τον Οκτώβρη του 1917. Και κάτω από αυτήν τη σημαία η Γ΄ –Κομμουνιστική– Διεθνής σφυρηλάτησε μία ενιαία στρατηγική, που καθοδήγησε επιτυχώς την ταξική πάλη σε μία πολύ περίπλοκη περίοδο της Ιστορίας, καθώς εξαπολύθηκε συντονισμένη επίθεση από τις ιμπεριαλιστικές χώρες και την αντεπανάσταση που στόχευε στην κατάπνιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η Γ΄ Διεθνής επεξεργάστηκε τη στρατηγική και τις τακτικές της με βάση το γεγονός ότι, με το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, άνοιξε μία νέα εποχή κοινωνικής επανάστασης, της ιστορικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μία εποχή που συμφωνούμε να επισημαίνουμε –τα Κομμουνιστικά Κόμματα τα οποία δίνουμε ζωή στη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση– πως είναι σε πλήρη ισχύ. Σε αυτό το πλαίσιο ξετυλίχτηκαν τα βασικά στοιχεία της στρατηγικής και των καθηκόντων κάθε τμήματος της Κομιντέρν, επί των οποίων ήταν απαραίτητο να επιμείνουν με διάλογο, καρποφόρα, βαθιά και σχολαστική συζήτηση με κάθε τμήμα, όπως αποδεικνύεται στις πηγές των ντοκουμέντων. Στην Κομμουνιστική Διεθνή η συζήτηση για τη στρατηγική ήταν συνεχής.
Όποιος θέλει να την ορίσει στατικά κάνει λάθος, αφού προσαρμοζόταν στο ρυθμό της ταξικής πάλης ή, όπως εξήγησε ο Λένιν σε αρκετές περιπτώσεις, αντιστοιχεί στην επίθεση και στην άμυνα, στην πτώση και στην άνοδο. Ωστόσο, βασιζόταν σε κομμουνιστικές αρχές και στα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, διότι όπως αναφέρεται στο σημαντικό άρθρο του περιοδικού Η Κομμουνιστική Διεθνής του 1933 «Για τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία»:
«Στη σταθερή βάση του μαρξισμού και του λενινισμού και στη βάση όλης της ιστορικής εμπειρίας του διεθνούς επαναστατικού κινήματος εν γένει και στην πρακτική των μπολσεβίκων σε τρεις ρωσικές επαναστάσεις ειδικότερα, έχει γίνει επεξεργασία της τακτικής και της στρατηγικής της Γ΄ Διεθνούς ως άμεση συνέχεια της τακτικής και της στρατηγικής του Μαρξ, ως συνέχειας της ανάγκης της Α΄ Διεθνούς.» [5]
Βέβαια, στην Κομμουνιστική Διεθνή αναδείχτηκαν ορισμένες τάσεις που αμφισβητούσαν την ανάγκη μίας ενιαίας στρατηγικής και που τόνιζαν το ιδιαίτερο και το συγκεκριμένο πάνω από το γενικό και το κανονικό. Και δε θέλουμε να αναφερθούμε αποκλειστικά στον Μπράουντερ [6], ούτε και στον Τολιάτι [7] και σε άλλους. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις συμμαχίες με τη σοσιαλδημοκρατία και τις αστικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση του φασισμού. Μετά από την ήττα του φασισμού δεν έγινε κοινή επεξεργασία για μία κοινή στρατηγική των ΚΚ. Η Κομινφόρμ δεν κατάφερε να καλύψει το κενό που άφησε η αυτοδιάλυση της Γ΄ Διεθνούς για την επεξεργασία μίας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής σε μία περίοδο που, επιπρόσθετα, εντάθηκαν τα ιδεολογικά προβλήματα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Ο Μπράουντερ ανέπτυξε στο έπακρο τη θέση περί συμμαχίας με τα κόμματα του κεφαλαίου και τη σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας ακόμη και περιττή την ύπαρξη του ΚΚ των ΗΠΑ, το οποίο προσπάθησε να διαλύσει. Η επιρροή του ήταν θανατηφόρα στα ΚΚ της Κούβας, του Μεξικού, της Χιλής, της Κολομβίας και, παρόλο που αντιμετωπίστηκε από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, παρόμοιες ιδέες αναπτύχθηκαν και σε άλλα ΚΚ, ειδικά στην Ευρώπη.
Ο αγώνας ενάντια σε αυτήν την οπορτουνιστική τάση, ωστόσο, σταμάτησε όταν πραγματοποιήθηκε η στροφή του ΚΚΣΕ, που εκφράστηκε στις θέσεις του 20ού Συνεδρίου, όσον αφορά το συσχετισμό των υπαρχουσών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο μεταξύ του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού στρατοπέδου, που άνοιγε τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, θέση στην οποία στηρίχτηκε η οπορτουνιστική άποψη περί ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό μέσω της κοινοβουλευτικής δράσης και της σταδιακής συσσώρευσης δυνάμεων που επεξεργάστηκαν ορισμένα ΚΚ, όπως το Ιταλικό, το Γαλλικό και άλλα. Πάνω στη βάση αυτήν έγιναν οι επεξεργασίες των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό, φτιάχνοντας μία καρικατούρα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση, η οποία παρουσιάστηκε ως ένα δογματικό, στάσιμο και ξεπερασμένο βιβλίο συνταγών. Αυτή η στροφή εμβάθυνε παραπέρα από το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και άλλες μετέπειτα αποφάσεις διαφόρων ΚΚ με βαρύνουσα σημασία στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτή η στρατηγική είχε δυσβάστακτο κόστος, όπως, για παράδειγμα, με το λεγόμενο χιλιανό δρόμο προς το σοσιαλισμό, που πνίγηκε στο αίμα από το πραξικόπημα του 1973, και σε άλλες περιπτώσεις που κατέληξαν με τη διάλυση διάφορων ΚΚ.
Υπογραμμίζουμε ότι πρόκειται για μία πλήρη επεξεργασία που έχει να κάνει με διαρθρωτικές αλλαγές όχι μόνο της στρατηγικής, αλλά και του ρόλου του Κόμματος, της προλεταριακής κοσμοθεωρίας και ακόμη και των προγραμματικών στόχων.
Είναι εντυπωσιακό ότι οι θέσεις αυτές επιμένουν στην «πρωτοτυπία», στην «αυτοτελή επεξεργασία», στον «πλούτο των ιδιαιτεροτήτων». Ενώ, αντίθετα, όταν αντιμετωπίζονται συνολικά, κάθε εθνική πορεία προς το σοσιαλισμό είναι τόσο πανομοιότυπη όσο άλλες, με τις οποίες υπάρχουν λίγες διαφορές, πράγμα που δίνει την εικόνα μίας κοινής στρατηγικής, αλλά περιορίζεται σε οπορτουνιστικές θέσεις.
Σήμερα μπορεί να φαίνεται ότι κάνουμε εκτίμηση μίας διαδικασίας που εξελίχτηκε περισσότερο από μισό αιώνα πριν και που μπήκε σε κρίση ήδη πριν αρκετά χρόνια. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, δεν περιορίζεται σε μία εκτίμηση των λαθών του κινήματός μας –με αυτές τις θέσεις το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεξικού και το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ξεκίνησαν την αναδιοργάνωσή τους μεταξύ του 1994 και του 9ου Συνεδρίου του 2010, εωσότου έγινε μία αυτοκριτική εξέταση από την οποία προέκυψε μία αλλαγή πορείας με μετρήσιμα αποτελέσματα– αλλά είναι στη ρίζα των οπορτουνιστικών θέσεων που παραμένουν σήμερα ζωντανές.
Οι εθνικοί δρόμοι για το σοσιαλισμό προσδιόριζαν την αστική δημοκρατία ως αφετηριακό σημείο για το σοσιαλισμό. Οι προγραμματικές θέσεις ήταν στη σφαίρα της «διεύρυνσης του δημοκρατικού καθεστώτος», του πλατέματος και της υπεράσπισης της δημοκρατίας, αποκομμένης από το ταξικό της περιεχόμενο, που ιδεολογικά αποτελεί μία παραίτηση από τις επαναστατικές θέσεις που προσδιορίζουν πως κάθε κράτος αποτελεί δικτατορία μίας τάξης και, συγκεκριμένα, το αστικό κράτος ως μία δικτατορία της αστικής τάξης. Αυτό, βέβαια, οδηγεί σε παραπέρα λάθη, αλλά η ουσία είναι πως δεν αναζητά την ανατροπή του αστικού κράτους, αντίθετα επιδιώκει τη βελτίωσή του. Οι θέσεις αυτές, που σέρνονταν για δεκαετίες, οδήγησαν τα μέλη αυτών των κομμάτων να θεωρούν τη μεταρρύθμιση ως στόχο και όταν έφτασε η στιγμή, για παράδειγμα, της διάλυσης του Ιταλικού ΚΚ, να περάσουν στις γραμμές του Δημοκρατικού Κόμματος. Η επαναστατική θεωρία ξεθώριασε σε αυτήν την πορεία. Για παράδειγμα, η δικτατορία του προλεταριάτου αντιμετωπίστηκε με χυδαιότητα, σε βαθμό που θεωρήθηκε περιττή και κάτι δευτερεύον. Πολλά ΚΚ, όχι μόνο τα ευρωκομμουνιστικά, αλλά και ορισμένα που επισήμως διακήρυτταν το λενινισμό, αποφάσισαν να την αποσύρουν από τα προγράμματά τους, απολυτοποιώντας την υπεράσπιση της δημοκρατίας, δηλαδή τη δικτατορία της αστικής τάξης. Αυτό διαμόρφωσε, από τη μία μεριά, την παραίτηση από το στόχο της εξουσίας και, από την άλλη, την υπεράσπιση της ήδη υπάρχουσας εξουσίας. Φυσικά, αν αυτό συνιστούσε μία αποστασία τις δεκαετίες του 1970, 1980 και του 1990, το ίδιο είναι και σήμερα. Σε αυτό το ζήτημα επιβεβαιώνεται εκείνη η τοποθέτηση του Λένιν πως, για να επιτεθούν στο μαρξισμό οι αντίπαλοί του, πρέπει να μασκαρευτούν με «μαρξιστικά» ρούχα.
Θεμελιώνοντας αυτήν την άποψη, ο Παλμίρο Τολιάτι, ένας από βασικούς θεωρητικούς των εθνικών δρόμων, λέει:
«Βρίσκουμε τα θεμελιώδη στοιχεία αυτού που ονομάζουμε αναζήτηση και επιβεβαίωση ενός ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό στην πρώτη σχετική συζήτηση για το πρόγραμμα, που έγινε στη Νάπολη στις 11 Απρίλη 1944, στην οποία ανοιχτά επιβεβαιώνεται πως: “Σήμερα δε βάζουμε στους Ιταλούς εργάτες το καθήκον να κάνουν αυτό που έγινε στη Ρωσία.” Το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους καθορίζεται στο Rinascita [8] πως: “Η εργατική τάξη γνωρίζει πως το κύριο καθήκον της δεν είναι σήμερα η πάλη για την άμεση εγκατάσταση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος.” Το 1947, την παραμονή του 6ου Συνεδρίου μας, είπαμε: “Χωρίς καμία αμφιβολία ο ιταλικός λαός έχει καθήκον να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο (προς το σοσιαλισμό) χρησιμοποιώντας τις δικές του μεθόδους, που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες, την κατάσταση της χώρας μας, τη διεθνή της κατάσταση, την οικονομική και πολιτική της δομή και τις αναπτυξιακές της δυνατότητες και ανάγκες ... Επομένως, υποδεικνύεται ένας γενικός στρατηγικός στόχος: Η δημιουργία ενός καθεστώτος προοδευτικής δημοκρατίας, που θα πραγματοποιήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων στην οικονομική και κοινωνική δομή και, την ίδια στιγμή, θα πραγματοποιήσει τη συμμετοχή όλων των οργανωμένων δυνάμεων των εργαζόμενων τάξεων στη διοίκηση της χώρας.”» [9]
Μέχρι ενός ορισμένου σημείου η υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων μπορούν να αποτελούν τμήμα των διεκδικήσεων των κομμουνιστών, κατανοώντας την ταξική φύση του αστικού κράτους και ταυτόχρονα έχοντας καθαρό, όμως, πως η εργατική τάξη έχει ως στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου ως θεμελιώδες στοιχείο της επανάστασης –δηλαδή, την αντικατάσταση μίας τάξης από μία άλλη στη διοίκηση του κράτους– και πως στο σοσιαλισμό αυτό το κράτος είναι εξ ολοκλήρου νέο, στηρίζεται στην καταστροφή του προηγούμενου κράτους. Από άλλη πλευρά, το πέρασμα των χρόνων και η πείρα της ταξικής πάλης έχουν αποδείξει πως οι λεγόμενες δημοκρατικές κατακτήσεις μπορούν να εξελιχτούν, να παγιωθούν και να διευρυνθούν μόνο από τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Δεν πρέπει να ξεχνιέται πως η απολυτοποίηση της δημοκρατίας οδήγησε πολλά ΚΚ σε σύγκρουση με τις επαναστατικές αρχές. Η υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού και των ιδεών της αστικής δημοκρατίας τα οδήγησε σε πολεμική ενάντια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, σε αμφισβήτηση των επιστημονικών νομοτελειών που διέπουν τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση και, στη συνέχεια, στην απόρριψη του προλεταριακού διεθνισμού. Αλλά, εφόσον η λεγόμενη υπόθεση της δημοκρατίας είναι συστατικό στοιχείο όλων των εθνικών δρόμων για το σοσιαλισμό, με τον ίδιο τρόπο στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία ή στο Μεξικό η αποδόμηση του μαρξισμού-λενινισμού ή η ανοιχτή παραίτηση από αυτόν μετατράπηκε σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό για το ποιος θα απομακρυνόταν περισσότερο από τις αρχές του. Έτσι, για παράδειγμα, στο μεξικανικό δρόμο για το σοσιαλισμό έφτασε να θεμελιωθεί πως το κράτος είναι υπερταξικό και πως είναι ένας ρυθμιστής των υπαρχουσών ταξικών συγκρούσεων, αφού είναι «πάνω» από αυτές. Αυτή η διαστρέβλωση οδήγησε σε λάθη στον αγώνα για πολλά χρόνια.
Επιστρέφοντας σε όσα τόνιζε ο Τολιάτι, δεν απέχουν ούτε εκατοστό αυτά που εξέφραζε ο Ιστορικός Συμβιβασμός του Μπερλίνγκουερ [10] και η αυτοδιάλυση (Σ.τ.Μ.: Του ΚΚ Μεξικού) με επικεφαλής τον Νάτα-Οτσέτο. Δηλαδή υπάρχει μία συνέχεια, μία σύνδεση ανάμεσα στη μία θέση και στην άλλη.
Με αυτήν την αντίληψη, για να πάρουν αποστάσεις από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι προγραμματικοί στόχοι σε οικονομικό επίπεδο εντάσσονται στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας: Με πολιτικές ρύθμισης της φορολογίας, αναδιανομής του πλούτου, κοινωνικών επιδομάτων, εθνικοποιήσεων στα πλαίσια πάντα του αστικού κράτους και με ένα μικτό σύστημα οικονομίας με τη συμμετοχή του (καπιταλιστικού) κράτους και των ιδιωτών, που με τις σημερινές αναλογίες περιγράφει αυτό που διάφορα ΚΚ ονομάζουν σοσιαλισμό της αγοράς.
Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής διαμορφώθηκε αντίστοιχα μία πολιτική συμμαχιών που συμπεριλαμβάνει τη σοσιαλδημοκρατία και άλλα κόμματα του αστικού τόξου. Εκεί που προχώρησε πιο πολύ αυτή η γραμμή ήταν στην περίπτωση του Ιστορικού Συμβιβασμού, που έφτασε να συμπεριλαμβάνει τους χριστιανοδημοκράτες. Χωρίς αμφιβολία οι αριστεροί συνασπισμοί ανάμεσα σε κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους σχηματισμούς δε διαφέρουν στην ουσία τους, παρόλο που η μορφή μπορεί να είναι διαφορετική. Πρόκειται για συνασπισμούς για την επιβολή λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων, μέτρων για την υποτίμηση της εργασίας, στην Ευρώπη με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιμπεριαλιστικής ένωσης. Επιπλέον, ορισμένοι από αυτούς τους συνασπισμούς συμμετείχαν σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις εναντίον των λαών. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα δεν πρέπει να συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς για τη διαχείριση του καπιταλισμού και αυτόν τον τακτικό προσανατολισμό τον θεμελίωσε ο επαναστατικός μαρξισμός στην κριτική του για τον κυβερνητισμό της Β΄ Διεθνούς. Όμως, τέτοιοι συνασπισμοί, οι οποίοι από μόνοι τους προϋποθέτουν την παραίτηση από την ταξική αυτοτέλεια και αυτονομία του κομμουνιστικού κόμματος, περιέχουν, επίσης, τη δυνατότητα να αντικατασταθεί το ίδιο το Κόμμα από το μέτωπο/συνασπισμό με οποιαδήποτε ονομασία (δημοκρατική, αριστερή, πλουραλιστική, ευρεία) ή ακόμη και συγχώνευση σε ένα νέο αριστερό κόμμα, διαλύοντας έτσι το κομμουνιστικό κόμμα.
Στο πέρασμα των δεκαετιών οι εθνικοί δρόμοι μας έφεραν πιο κοντά στο σοσιαλισμό; Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στο Μεξικό, στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όπου τα ΚΚ υιοθέτησαν αυτήν την αντίληψη όχι μόνο δεν αναβαθμίστηκε η ταξική πάλη, αλλά αντίθετα υποχώρησε και τα ΚΚ υπέστησαν σκληρά χτυπήματα, ορισμένα διαλύθηκαν και άλλα μεταλλάχτηκαν σε άλλες πολιτικές μορφές, αν και διατηρούν το όνομα. Οι διαδικασίες της αναδιοργάνωσης των ΚΚ σε αυτές τις χώρες μπορούν να ξεπεραστούν μόνο εφόσον κάνουν κριτική και ξεπεράσουν τη στρατηγική των σταδίων και επεξεργαστούν νέους προγραμματικούς στόχους με ταξικά κριτήρια.
Οι εθνικοί δρόμοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, άσκησαν την κυβερνητική εξουσία και το αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Ιδεολογικά προκάλεσε μία μετατόπιση σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης προς τη σοσιαλδημοκρατία. Επιπλέον, τέτοιες κυβερνήσεις έκαναν δυνατή την άνοδο των αντιδραστικών δυνάμεων.