Οι εθνικοί δρόμοι για το σοσιαλισμό: Ο δρόμος της μεταρρύθμισης, όχι της επανάστασης


Ιδεολογική Επιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού

«Για να μετατραπεί οσοσιαλισμός σε επιστήμη, έπρεπε να τοποθετηθεί πρώταπάνω στο έδαφος της πραγματικότητας.» [1]

Φρίντριχ Ένγκελς

«Η μαρξιστική θεωρία ξεκαθάρισε το πραγματικό καθήκον του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος: Όχι σκάρωμα σχεδίων αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, όχι κήρυγμα στους κεφαλαιοκράτες και στα τσιράκια τους για καλυτέρευση της κατάστασης των εργατών, όχι οργάνωση συνωμοσιών, αλλά οργάνωση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και καθοδήγηση αυτής της πάλης, που τελικός σκοπός της είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο και η οργάνωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.» [2]

Β. Ι. Λένιν

Είναι πολύ σημαντικό το ότι η Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση αφιερώνει αυτό το τεύχος στον προβληματισμό γύρω από ένα κλασικό έργο του μαρξισμού-λενινισμού, το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, ειδικά όταν η περσινή χρονιά, το 2020, σηματοδοτείται από τη 200ή επέτειο από τη γέννηση του μεγάλου κομμουνιστή και σπουδαίου δασκάλου του προλεταριάτου, ο οποίος μαζί με τον Καρλ Μαρξ ίδρυσαν την κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Ι

Στο σύγχρονο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα πολλά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα υποστηρίζουν τη θέση των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό και, πάνω απ’ όλα, τονίζουν τα ουσιώδη στοιχεία μίας τέτοιας πρότασης, όπως είναι η απολυτοποίηση της δημοκρατίας, της εθνικής κυριαρχίας/εθνικής απελευθέρωσης, την ταξική και πολιτική συμμαχία με την αστική τάξη και τους μικροαστούς, τον κοινοβουλευτικό δρόμο, την ειρηνική μετάβαση κλπ.

Όμως, αυτό συνέβαινε πάντα στο κομμουνιστικό κίνημα; Ήταν πάντα αυτή η στρατηγική γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων;

  • Οι βασικές θέσεις για την επανάσταση και την επαναστατική διαδικασία εμφανίζονται από τα πρώτα κλασικά έργα του μαρξισμού, στη θεωρία και την πρακτική των Μαρξ και Ένγκελς και εμπλουτίζονται με την εμπειρία των κομμουνιστών και των επαναστατών εργατών στην περίοδο της άνθησης του ταξικού αγώνα στην Ευρώπη το 1848 και ειδικά το 1871 με την Κομμούνα του Παρισιού. Τα χρόνια από το 1848 έως το 1871 χαρακτηρίστηκαν από τον Λένιν ως εκείνα της πρώτης περιόδου των ιστορικών περιπετειών του μαρξιστικού δόγματος. Σε αυτήν την περίοδο έχει ήδη διαμορφωθεί το ουσιαστικό και γενικό περίγραμμα της θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης:
  • Η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, στην οποία εκτίθενται οι διαφορετικοί τρόποι παραγωγής, αμφισβητώντας το αμετάβλητό τους, αποδεικνύοντας ότι οι υπάρχοντες ανταγωνισμοί οδηγούν σε ανταγωνισμό μεταξύ του παλιού και του νέου σχετικά με την ανάπτυξη των υλικών προϋποθέσεων, δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, και το αναπόφευκτο των κοινωνικών επαναστάσεων. Όλ’ αυτά βασίζονται στην ταξική πάλη ως κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, ένα συμπέρασμα στο οποίο βασίζεται η δραστηριότητα των κομμουνιστών. Η αντικειμενική οικονομική βάση της κοινωνικής επανάστασης είναι η σύγκρουση μεταξύ των νέων παραγωγικών δυνάμεων και των παλιών σχέσεων παραγωγής.
  • Η φύση του καπιταλισμού, το προτσές της εκμετάλλευσης, γεννά την εργατική τάξη, μία τάξη ανταγωνιστική στην αστική τάξη και με την ικανότητα να γίνει ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού ή όπως εξηγεί ο Φρ. Ένγκελς στο Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη: «Η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας παίρνει τη μορφή ανταγωνισμού μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης.»
  • Σε αυτό το έργο ο Φρ. Ένγκελς καθορίζει ορισμένες έννοιες και νόμους στους οποίους το επαναστατικό κίνημα πρέπει να εναρμονιστεί ανεξάρτητα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες:

«Η λύση αυτή μπορεί να είναι μονάχα μία, ότι θα αναγνωριστεί στην πράξη η κοινωνική φύση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, ότι δηλαδή οι τρόποι παραγωγής, ιδιοποίησης, ανταλλαγής θα εναρμονιστούν με τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Και αυτό μπορεί να γίνει μονάχα με το γεγονός ότι η κοινωνία θα πάρει ανοιχτά και άμεσα στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν τόσο ώστε δεν ανέχονται άλλη διεύθυνση εκτός από τη διεύθυνση της κοινωνίας. Έτσι, ο κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής και των προϊόντων, που στρέφεται σήμερα ενάντια στους ίδιους τους παραγωγούς, κλονίζει περιοδικά τον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής και επιβάλλεται μόνο ως φυσικός νόμος, που δρα τυφλά, βίαια και με καταστροφές –αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας θα χρησιμοποιηθεί εντελώς συνειδητά από τους παραγωγούς και θα μετατραπεί από αίτιο αναταραχής και περιοδικών καταρρεύσεων στον πιο ισχυρό μοχλό της ίδιας της παραγωγής.» [3]

Αντίστοιχα, στη σύνοψη του ίδιου έργου:

«3. Προλεταριακή επανάσταση, λύση των αντιφάσεων: Το προλεταριάτο παίρνει τη δημόσια εξουσία και μετατρέπει με τη δύναμη της εξουσίας σε δημόσια ιδιοκτησία τα κοινωνικά μέσα παραγωγής, που ξέφυγαν από τα χέρια της αστικής τάξης. Με την πράξη αυτήν απελευθερώνει τα μέσα παραγωγής από την έως τώρα ιδιότητά τους ως κεφαλαίου και δίνει στον κοινωνικό τους χαρακτήρα πλήρη ελευθερία να αναπτυχθεί. Τώρα γίνεται πια δυνατή η κοινωνική παραγωγή σύμφωνα με ένα από τα πριν καθορισμένο σχέδιο. Η εξέλιξη της παραγωγής μετατρέπει σε αναχρονισμό την παραπέρα ύπαρξη διάφορων κοινωνικών τάξεων. Στο μέτρο που θα σβήνει η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής, στο ίδιο μέτρο θα απονεκρώνεται και η πολιτική εξουσία τους κράτους. Οι άνθρωποι γίνονται επιτέλους κύριοι της μορφής της κοινωνικής τους ζωής και, ταυτόχρονα, κύριοι της φύσης, κύριοι του ίδιου του εαυτού τους –ελεύθεροι.

Η ιστορική αποστολή του σύγχρονου προλεταριάτου είναι να πραγματώσει αυτήν την κοσμοαπελευθερωτική πράξη. Καθήκον της θεωρητικής έκφρασης του προλεταριακού κινήματος, του επιστημονικού σοσιαλισμού, είναι να εξερευνήσει τους ιστορικούς όρους και, επομένως, την ίδια τη φύση αυτής της κοσμοαπελευθερωτικής πράξης και, έτσι, να κάνει συνείδηση στην προορισμένη για δράση και σήμερα καταπιεζόμενη τάξη τους όρους και τη φύση της δράσης της.» [4]

– Η επανάσταση, ως ατμομηχανή της Ιστορίας, με πρωταγωνιστή το προλεταριάτο έχει στο σύγχρονο χαρακτήρα της το στόχο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και εναπόκειται στο προλεταριάτο να τον πραγματοποιήσει. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επαναστάσεις, τώρα δεν είναι θέμα αντικατάστασης μίας ξεπερασμένης εκμεταλλευτικής τάξης από μία νέα εκμεταλλευτική τάξη, αλλά τερματισμού της εκμετάλλευσης, συνεπώς δεν αρκεί να καταλάβουμε την κρατική μηχανή, αλλά πρέπει να την καταστρέψουμε. Η μελέτη της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας επέτρεψε στο μαρξισμό να φτάσει στο συμπέρασμα για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Δεν είναι κάτι δευτερεύον, προαιρετικό ή περιττό, είναι ζωτικό στοιχείο για την εργατική τάξη για να επιτύχει τους ιστορικούς της σκοπούς. Η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη μόλις ανατρέψει την καπιταλιστική κυριαρχία, όχι κατάληψη μέρους του υπάρχοντος κράτους, το οποίο πρέπει να καταστρέψει και να χτίσει το νέο κράτος, αυτός είναι ο μόνος και αποκλειστικός τρόπος με τον οποίο το προλεταριάτο μπορεί να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας, το βασικό ζήτημα κάθε επανάστασης, όπως τονίζει ο Λένιν.

Τώρα, από το 1872 έως το 1904 έρχεται μία ειρηνική περίοδος, όπου γεννιέται ο οπορτουνισμός και ο ρεβιζιονισμός –κατά κύριο λόγο ως πολιτική έκφραση που πηγάζει από το πέρασμα του καπιταλισμού από τον ελεύθερο συναγωνισμό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, δηλαδή στον ιμπεριαλισμό, που παρεμβαίνει με τους πράκτορές του στο εργατικό κίνημα– που ακριβώς εναντιώνονται στην ιδέα της επανάστασης και των θεμελίων της. Καταβάλλονται προσπάθειες να περιοριστεί ο μαρξισμός στα δεσμά της νομιμότητας και του βαθμιαίου περάσματος. Οι εκλογικές και συνδικαλιστικές επιτυχίες των κομμάτων της Β΄ Διεθνούς γεννούν ψευδαισθήσεις σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις ως πορεία προς το σοσιαλισμό και αυτό προϋποθέτει επίθεση στο μαρξισμό και στη θεωρία της επανάστασης. Η προετοιμασία της επαναστατικής διαδικασίας οδηγεί τους κομμουνιστές να συγκρούονται με αυτές τις θεωρίες για να υπερασπιστούν το μαρξισμό από εκείνους που, για να τον παραμορφώσουν, αυτοαποκαλούνται «μαρξιστές» και να τον εμπλουτίσουν, να τον αναπτύξουν με ρυθμό αντίστοιχο με την εξέλιξη του καπιταλισμού. Ένας τέτοιος εμπλουτισμός της θεωρίας βασίζεται στην ενοποίηση των βασικών και ουσιαστικών στοιχείων για την ανάλυση της πραγματικότητας και την αλλαγή της.

Χωρίς αυτήν τη θεωρητική προετοιμασία, χωρίς την πάλη ενάντια στο οπορτουνιστικό ρεύμα για την αποκατάσταση της επαναστατικής αιχμής του μαρξισμού, δε θα είχε σφυρηλατηθεί το Κόμμα νέου τύπου, το Κόμμα της επανάστασης, το Κομμουνιστικό Κόμμα.

ΙΙ

Φυσικά, οι θεωρητικές μάχες του λενινισμού ενάντια στον οπορτουνισμό, καθώς και ο ουσιαστικός εμπλουτισμός του μαρξισμού με τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και του κράτους, τη θεωρία για το Κόμμα και τη θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης υπήρξαν προϋπόθεση για την επαναστατική άνοδο του προλεταριάτου και η μεγάλη επιβεβαίωση είναι η νίκη της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης τον Οκτώβρη του 1917. Και κάτω από αυτήν τη σημαία η Γ΄ –Κομμουνιστική– Διεθνής σφυρηλάτησε μία ενιαία στρατηγική, που καθοδήγησε επιτυχώς την ταξική πάλη σε μία πολύ περίπλοκη περίοδο της Ιστορίας, καθώς εξαπολύθηκε συντονισμένη επίθεση από τις ιμπεριαλιστικές χώρες και την αντεπανάσταση που στόχευε στην κατάπνιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Η Γ΄ Διεθνής επεξεργάστηκε τη στρατηγική και τις τακτικές της με βάση το γεγονός ότι, με το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, άνοιξε μία νέα εποχή κοινωνικής επανάστασης, της ιστορικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μία εποχή που συμφωνούμε να επισημαίνουμε –τα Κομμουνιστικά Κόμματα τα οποία δίνουμε ζωή στη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση– πως είναι σε πλήρη ισχύ. Σε αυτό το πλαίσιο ξετυλίχτηκαν τα βασικά στοιχεία της στρατηγικής και των καθηκόντων κάθε τμήματος της Κομιντέρν, επί των οποίων ήταν απαραίτητο να επιμείνουν με διάλογο, καρποφόρα, βαθιά και σχολαστική συζήτηση με κάθε τμήμα, όπως αποδεικνύεται στις πηγές των ντοκουμέντων. Στην Κομμουνιστική Διεθνή η συζήτηση για τη στρατηγική ήταν συνεχής.

Όποιος θέλει να την ορίσει στατικά κάνει λάθος, αφού προσαρμοζόταν στο ρυθμό της ταξικής πάλης ή, όπως εξήγησε ο Λένιν σε αρκετές περιπτώσεις, αντιστοιχεί στην επίθεση και στην άμυνα, στην πτώση και στην άνοδο. Ωστόσο, βασιζόταν σε κομμουνιστικές αρχές και στα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, διότι όπως αναφέρεται στο σημαντικό άρθρο του περιοδικού Η Κομμουνιστική Διεθνής του 1933 «Για τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία»:

«Στη σταθερή βάση του μαρξισμού και του λενινισμού και στη βάση όλης της ιστορικής εμπειρίας του διεθνούς επαναστατικού κινήματος εν γένει και στην πρακτική των μπολσεβίκων σε τρεις ρωσικές επαναστάσεις ειδικότερα, έχει γίνει επεξεργασία της τακτικής και της στρατηγικής της Γ΄ Διεθνούς ως άμεση συνέχεια της τακτικής και της στρατηγικής του Μαρξ, ως συνέχειας της ανάγκης της Α΄ Διεθνούς.» [5]

Βέβαια, στην Κομμουνιστική Διεθνή αναδείχτηκαν ορισμένες τάσεις που αμφισβητούσαν την ανάγκη μίας ενιαίας στρατηγικής και που τόνιζαν το ιδιαίτερο και το συγκεκριμένο πάνω από το γενικό και το κανονικό. Και δε θέλουμε να αναφερθούμε αποκλειστικά στον Μπράουντερ [6], ούτε και στον Τολιάτι [7] και σε άλλους. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις συμμαχίες με τη σοσιαλδημοκρατία και τις αστικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση του φασισμού. Μετά από την ήττα του φασισμού δεν έγινε κοινή επεξεργασία για μία κοινή στρατηγική των ΚΚ. Η Κομινφόρμ δεν κατάφερε να καλύψει το κενό που άφησε η αυτοδιάλυση της Γ΄ Διεθνούς για την επεξεργασία μίας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής σε μία περίοδο που, επιπρόσθετα, εντάθηκαν τα ιδεολογικά προβλήματα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Ο Μπράουντερ ανέπτυξε στο έπακρο τη θέση περί συμμαχίας με τα κόμματα του κεφαλαίου και τη σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας ακόμη και περιττή την ύπαρξη του ΚΚ των ΗΠΑ, το οποίο προσπάθησε να διαλύσει. Η επιρροή του ήταν θανατηφόρα στα ΚΚ της Κούβας, του Μεξικού, της Χιλής, της Κολομβίας και, παρόλο που αντιμετωπίστηκε από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, παρόμοιες ιδέες αναπτύχθηκαν και σε άλλα ΚΚ, ειδικά στην Ευρώπη.

Ο αγώνας ενάντια σε αυτήν την οπορτουνιστική τάση, ωστόσο, σταμάτησε όταν πραγματοποιήθηκε η στροφή του ΚΚΣΕ, που εκφράστηκε στις θέσεις του 20ού Συνεδρίου, όσον αφορά το συσχετισμό των υπαρχουσών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο μεταξύ του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού στρατοπέδου, που άνοιγε τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων, θέση στην οποία στηρίχτηκε η οπορτουνιστική άποψη περί ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό μέσω της κοινοβουλευτικής δράσης και της σταδιακής συσσώρευσης δυνάμεων που επεξεργάστηκαν ορισμένα ΚΚ, όπως το Ιταλικό, το Γαλλικό και άλλα. Πάνω στη βάση αυτήν έγιναν οι επεξεργασίες των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό, φτιάχνοντας μία καρικατούρα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση, η οποία παρουσιάστηκε ως ένα δογματικό, στάσιμο και ξεπερασμένο βιβλίο συνταγών. Αυτή η στροφή εμβάθυνε παραπέρα από το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και άλλες μετέπειτα αποφάσεις διαφόρων ΚΚ με βαρύνουσα σημασία στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτή η στρατηγική είχε δυσβάστακτο κόστος, όπως, για παράδειγμα, με το λεγόμενο χιλιανό δρόμο προς το σοσιαλισμό, που πνίγηκε στο αίμα από το πραξικόπημα του 1973, και σε άλλες περιπτώσεις που κατέληξαν με τη διάλυση διάφορων ΚΚ.

Υπογραμμίζουμε ότι πρόκειται για μία πλήρη επεξεργασία που έχει να κάνει με διαρθρωτικές αλλαγές όχι μόνο της στρατηγικής, αλλά και του ρόλου του Κόμματος, της προλεταριακής κοσμοθεωρίας και ακόμη και των προγραμματικών στόχων.

Είναι εντυπωσιακό ότι οι θέσεις αυτές επιμένουν στην «πρωτοτυπία», στην «αυτοτελή επεξεργασία», στον «πλούτο των ιδιαιτεροτήτων». Ενώ, αντίθετα, όταν αντιμετωπίζονται συνολικά, κάθε εθνική πορεία προς το σοσιαλισμό είναι τόσο πανομοιότυπη όσο άλλες, με τις οποίες υπάρχουν λίγες διαφορές, πράγμα που δίνει την εικόνα μίας κοινής στρατηγικής, αλλά περιορίζεται σε οπορτουνιστικές θέσεις.

Σήμερα μπορεί να φαίνεται ότι κάνουμε εκτίμηση μίας διαδικασίας που εξελίχτηκε περισσότερο από μισό αιώνα πριν και που μπήκε σε κρίση ήδη πριν αρκετά χρόνια. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, δεν περιορίζεται σε μία εκτίμηση των λαθών του κινήματός μας –με αυτές τις θέσεις το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεξικού και το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ξεκίνησαν την αναδιοργάνωσή τους μεταξύ του 1994 και του 9ου Συνεδρίου του 2010, εωσότου έγινε μία αυτοκριτική εξέταση από την οποία προέκυψε μία αλλαγή πορείας με μετρήσιμα αποτελέσματα– αλλά είναι στη ρίζα των οπορτουνιστικών θέσεων που παραμένουν σήμερα ζωντανές.

Οι εθνικοί δρόμοι για το σοσιαλισμό προσδιόριζαν την αστική δημοκρατία ως αφετηριακό σημείο για το σοσιαλισμό. Οι προγραμματικές θέσεις ήταν στη σφαίρα της «διεύρυνσης του δημοκρατικού καθεστώτος», του πλατέματος και της υπεράσπισης της δημοκρατίας, αποκομμένης από το ταξικό της περιεχόμενο, που ιδεολογικά αποτελεί μία παραίτηση από τις επαναστατικές θέσεις που προσδιορίζουν πως κάθε κράτος αποτελεί δικτατορία μίας τάξης και, συγκεκριμένα, το αστικό κράτος ως μία δικτατορία της αστικής τάξης. Αυτό, βέβαια, οδηγεί σε παραπέρα λάθη, αλλά η ουσία είναι πως δεν αναζητά την ανατροπή του αστικού κράτους, αντίθετα επιδιώκει τη βελτίωσή του. Οι θέσεις αυτές, που σέρνονταν για δεκαετίες, οδήγησαν τα μέλη αυτών των κομμάτων να θεωρούν τη μεταρρύθμιση ως στόχο και όταν έφτασε η στιγμή, για παράδειγμα, της διάλυσης του Ιταλικού ΚΚ, να περάσουν στις γραμμές του Δημοκρατικού Κόμματος. Η επαναστατική θεωρία ξεθώριασε σε αυτήν την πορεία. Για παράδειγμα, η δικτατορία του προλεταριάτου αντιμετωπίστηκε με χυδαιότητα, σε βαθμό που θεωρήθηκε περιττή και κάτι δευτερεύον. Πολλά ΚΚ, όχι μόνο τα ευρωκομμουνιστικά, αλλά και ορισμένα που επισήμως διακήρυτταν το λενινισμό, αποφάσισαν να την αποσύρουν από τα προγράμματά τους, απολυτοποιώντας την υπεράσπιση της δημοκρατίας, δηλαδή τη δικτατορία της αστικής τάξης. Αυτό διαμόρφωσε, από τη μία μεριά, την παραίτηση από το στόχο της εξουσίας και, από την άλλη, την υπεράσπιση της ήδη υπάρχουσας εξουσίας. Φυσικά, αν αυτό συνιστούσε μία αποστασία τις δεκαετίες του 1970, 1980 και του 1990, το ίδιο είναι και σήμερα. Σε αυτό το ζήτημα επιβεβαιώνεται εκείνη η τοποθέτηση του Λένιν πως, για να επιτεθούν στο μαρξισμό οι αντίπαλοί του, πρέπει να μασκαρευτούν με «μαρξιστικά» ρούχα.

Θεμελιώνοντας αυτήν την άποψη, ο Παλμίρο Τολιάτι, ένας από βασικούς θεωρητικούς των εθνικών δρόμων, λέει:

«Βρίσκουμε τα θεμελιώδη στοιχεία αυτού που ονομάζουμε αναζήτηση και επιβεβαίωση ενός ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό στην πρώτη σχετική συζήτηση για το πρόγραμμα, που έγινε στη Νάπολη στις 11 Απρίλη 1944, στην οποία ανοιχτά επιβεβαιώνεται πως: “Σήμερα δε βάζουμε στους Ιταλούς εργάτες το καθήκον να κάνουν αυτό που έγινε στη Ρωσία.” Το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους καθορίζεται στο Rinascita [8] πως: “Η εργατική τάξη γνωρίζει πως το κύριο καθήκον της δεν είναι σήμερα η πάλη για την άμεση εγκατάσταση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος.” Το 1947, την παραμονή του 6ου Συνεδρίου μας, είπαμε: “Χωρίς καμία αμφιβολία ο ιταλικός λαός έχει καθήκον να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο (προς το σοσιαλισμό) χρησιμοποιώντας τις δικές του μεθόδους, που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες, την κατάσταση της χώρας μας, τη διεθνή της κατάσταση, την οικονομική και πολιτική της δομή και τις αναπτυξιακές της δυνατότητες και ανάγκες ... Επομένως, υποδεικνύεται ένας γενικός στρατηγικός στόχος: Η δημιουργία ενός καθεστώτος προοδευτικής δημοκρατίας, που θα πραγματοποιήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων στην οικονομική και κοινωνική δομή και, την ίδια στιγμή, θα πραγματοποιήσει τη συμμετοχή όλων των οργανωμένων δυνάμεων των εργαζόμενων τάξεων στη διοίκηση της χώρας.”» [9]

Μέχρι ενός ορισμένου σημείου η υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων μπορούν να αποτελούν τμήμα των διεκδικήσεων των κομμουνιστών, κατανοώντας την ταξική φύση του αστικού κράτους και ταυτόχρονα έχοντας καθαρό, όμως, πως η εργατική τάξη έχει ως στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου ως θεμελιώδες στοιχείο της επανάστασης –δηλαδή, την αντικατάσταση μίας τάξης από μία άλλη στη διοίκηση του κράτους– και πως στο σοσιαλισμό αυτό το κράτος είναι εξ ολοκλήρου νέο, στηρίζεται στην καταστροφή του προηγούμενου κράτους. Από άλλη πλευρά, το πέρασμα των χρόνων και η πείρα της ταξικής πάλης έχουν αποδείξει πως οι λεγόμενες δημοκρατικές κατακτήσεις μπορούν να εξελιχτούν, να παγιωθούν και να διευρυνθούν μόνο από τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Δεν πρέπει να ξεχνιέται πως η απολυτοποίηση της δημοκρατίας οδήγησε πολλά ΚΚ σε σύγκρουση με τις επαναστατικές αρχές. Η υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού και των ιδεών της αστικής δημοκρατίας τα οδήγησε σε πολεμική ενάντια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, σε αμφισβήτηση των επιστημονικών νομοτελειών που διέπουν τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση και, στη συνέχεια, στην απόρριψη του προλεταριακού διεθνισμού. Αλλά, εφόσον η λεγόμενη υπόθεση της δημοκρατίας είναι συστατικό στοιχείο όλων των εθνικών δρόμων για το σοσιαλισμό, με τον ίδιο τρόπο στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία ή στο Μεξικό η αποδόμηση του μαρξισμού-λενινισμού ή η ανοιχτή παραίτηση από αυτόν μετατράπηκε σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό για το ποιος θα απομακρυνόταν περισσότερο από τις αρχές του. Έτσι, για παράδειγμα, στο μεξικανικό δρόμο για το σοσιαλισμό έφτασε να θεμελιωθεί πως το κράτος είναι υπερταξικό και πως είναι ένας ρυθμιστής των υπαρχουσών ταξικών συγκρούσεων, αφού είναι «πάνω» από αυτές. Αυτή η διαστρέβλωση οδήγησε σε λάθη στον αγώνα για πολλά χρόνια.

Επιστρέφοντας σε όσα τόνιζε ο Τολιάτι, δεν απέχουν ούτε εκατοστό αυτά που εξέφραζε ο Ιστορικός Συμβιβασμός του Μπερλίνγκουερ [10] και η αυτοδιάλυση (Σ.τ.Μ.: Του ΚΚ Μεξικού) με επικεφαλής τον Νάτα-Οτσέτο. Δηλαδή υπάρχει μία συνέχεια, μία σύνδεση ανάμεσα στη μία θέση και στην άλλη.

Με αυτήν την αντίληψη, για να πάρουν αποστάσεις από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι προγραμματικοί στόχοι σε οικονομικό επίπεδο εντάσσονται στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας: Με πολιτικές ρύθμισης της φορολογίας, αναδιανομής του πλούτου, κοινωνικών επιδομάτων, εθνικοποιήσεων στα πλαίσια πάντα του αστικού κράτους και με ένα μικτό σύστημα οικονομίας με τη συμμετοχή του (καπιταλιστικού) κράτους και των ιδιωτών, που με τις σημερινές αναλογίες περιγράφει αυτό που διάφορα ΚΚ ονομάζουν σοσιαλισμό της αγοράς.

Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής διαμορφώθηκε αντίστοιχα μία πολιτική συμμαχιών που συμπεριλαμβάνει τη σοσιαλδημοκρατία και άλλα κόμματα του αστικού τόξου. Εκεί που προχώρησε πιο πολύ αυτή η γραμμή ήταν στην περίπτωση του Ιστορικού Συμβιβασμού, που έφτασε να συμπεριλαμβάνει τους χριστιανοδημοκράτες. Χωρίς αμφιβολία οι αριστεροί συνασπισμοί ανάμεσα σε κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους σχηματισμούς δε διαφέρουν στην ουσία τους, παρόλο που η μορφή μπορεί να είναι διαφορετική. Πρόκειται για συνασπισμούς για την επιβολή λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων, μέτρων για την υποτίμηση της εργασίας, στην Ευρώπη με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιμπεριαλιστικής ένωσης. Επιπλέον, ορισμένοι από αυτούς τους συνασπισμούς συμμετείχαν σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις εναντίον των λαών. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα δεν πρέπει να συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς για τη διαχείριση του καπιταλισμού και αυτόν τον τακτικό προσανατολισμό τον θεμελίωσε ο επαναστατικός μαρξισμός στην κριτική του για τον κυβερνητισμό της Β΄ Διεθνούς. Όμως, τέτοιοι συνασπισμοί, οι οποίοι από μόνοι τους προϋποθέτουν την παραίτηση από την ταξική αυτοτέλεια και αυτονομία του κομμουνιστικού κόμματος, περιέχουν, επίσης, τη δυνατότητα να αντικατασταθεί το ίδιο το Κόμμα από το μέτωπο/συνασπισμό με οποιαδήποτε ονομασία (δημοκρατική, αριστερή, πλουραλιστική, ευρεία) ή ακόμη και συγχώνευση σε ένα νέο αριστερό κόμμα, διαλύοντας έτσι το κομμουνιστικό κόμμα.

Στο πέρασμα των δεκαετιών οι εθνικοί δρόμοι μας έφεραν πιο κοντά στο σοσιαλισμό; Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στο Μεξικό, στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όπου τα ΚΚ υιοθέτησαν αυτήν την αντίληψη όχι μόνο δεν αναβαθμίστηκε η ταξική πάλη, αλλά αντίθετα υποχώρησε και τα ΚΚ υπέστησαν σκληρά χτυπήματα, ορισμένα διαλύθηκαν και άλλα μεταλλάχτηκαν σε άλλες πολιτικές μορφές, αν και διατηρούν το όνομα. Οι διαδικασίες της αναδιοργάνωσης των ΚΚ σε αυτές τις χώρες μπορούν να ξεπεραστούν μόνο εφόσον κάνουν κριτική και ξεπεράσουν τη στρατηγική των σταδίων και επεξεργαστούν νέους προγραμματικούς στόχους με ταξικά κριτήρια.

Οι εθνικοί δρόμοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, άσκησαν την κυβερνητική εξουσία και το αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Ιδεολογικά προκάλεσε μία μετατόπιση σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης προς τη σοσιαλδημοκρατία. Επιπλέον, τέτοιες κυβερνήσεις έκαναν δυνατή την άνοδο των αντιδραστικών δυνάμεων.

ΙΙΙ. Τα θεωρητικά λάθη των εθνικών δρόμων

Οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές θέσεις που βρίσκονται πίσω από τους λεγόμενους εθνικούς δρόμους για το σοσιαλισμό, με τη σειρά τους, έχουν τη ρίζα τους σε θεωρητικά λάθη που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και την ισχύ του διαλεκτικού υλισμού. Η ουσία αυτών των λαθών βρίσκεται στην άρνηση των γενικών νόμων της επανάστασης.

Γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επιχείρημα της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης πραγματικότητας κάθε χώρας. Ωστόσο, για τον Μαρξ το συγκεκριμένο ως σύνθεση πολλαπλών προσδιορισμών υπονοεί ότι, λόγω της καθολικής αλληλεξάρτησης των φαινομένων, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι πτυχές της πραγματικότητας, παρά το ότι η σημασία ορισμένων είναι μεγαλύτερη, καθώς υπάρχουν πτυχές ουσιαστικής και γενικής φύσης που εμφανίζονται ως κανονικότητες και καθυποτάσσουν/υπερσκελίζουν τις πιο ιδιαίτερες, δευτερεύουσες και πιθανές πτυχές.

Έτσι, πρέπει να αιτιολογείται κάθε πτυχή της πραγματικότητας –με δεδομένο ότι οι γενικές πτυχές δεν μπορούν να εξαρτηθούν από την ύπαρξη ιδιαιτεροτήτων– όπως και το ότι οι κανονικότητες προέρχονται από βασικούς προσδιορισμούς και οι ιδιαιτερότητες των δευτερευόντων πλευρών που μπορεί να εμφανίζονται ή όχι, όμως η ύπαρξή τους δε μεταβάλλει τις ουσιαστικές πτυχές.

Μόλις αναπτυχθεί ο ιμπεριαλισμός επιβεβαιώνεται μία γενικότητα: Όλες οι χώρες με καπιταλιστική ανάπτυξη βρίσκονται ενταγμένες στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Επομένως, ανεξάρτητα από την ειδική καπιταλιστική ανάπτυξη κάθε χώρας και τη συγκεκριμένη θέση που κατέχει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, η στρατηγική των κομμουνιστών σε παγκόσμιο επίπεδο προϋποθέτει ότι ο σοσιαλισμός είναι το άμεσο καθήκον χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι ο καπιταλισμός σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκεται ήδη στο παρασιτικό στάδιο και ότι παρέχει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.

Οι εθνικοί δρόμοι προς το σοσιαλισμό, που κηρύττουν το ρεφορμισμό, ένα σταδιακό μετασχηματισμό και την προοδευτική κατάκτηση των κρατικών θεσμών, αρνούνται την ουσία του κράτους ως οργάνου για την κυριαρχία μίας τάξης πάνω στην άλλη. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι μία κανονικότητα που επαναλαμβάνεται σε κάθε μέρος και στιγμή κατά την οποία υπάρχει η ταξική πάλη. Δεν υπάρχει εθνική ιδιαιτερότητα που να μπορεί να αρνηθεί την ουσία του κράτους.

Η άρνηση του ταξικού χαρακτήρα του κράτους ως μία καθολικότητα οδηγεί σε άλλο θεωρητικό λάθος: Την άρνηση της αναγκαιότητας της βίας ως μαμή της Ιστορίας, που σημαίνει άρνηση του επαναστατικού δρόμου για την κατάκτηση της εξουσίας. Εφόσον υποτιμηθεί πως σοσιαλισμός σημαίνει κατάκτηση της εξουσίας, μπορούν να αρνηθούν άλλα στοιχεία της μαρξιστικής-λενινιστική θεωρίας: Ανάμεσα σε άλλα, την ανάγκη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του κομμουνιστικού κόμματος.

Με την άρνηση του ταξικού χαρακτήρα του κράτους αρνούνται, επίσης, την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο, η ύπαρξη του κράτους σε κάθε κοινωνία όπου υπάρχει ταξική πάλη είναι μία καθολικότητα και αυτή ισχύει, επίσης, στην περίπτωση του σοσιαλισμού, οπότε ο ισχυρισμός ορισμένων «κομμουνιστών» που αρνούνται κάθε «δικτατορία, ακόμα και αυτή του προλεταριάτου», αποτελεί απλά μία ασόβαρη φρασεολογία.

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο γίνεται κάθε φορά όλο και πιο συγκεκριμένη η διαίρεση της κοινωνίας σε δύο τάξεις, την αστική τάξη και το προλεταριάτο, γι’ αυτό και η ταξική πάλη εκφράζεται ουσιαστικά στον ανταγωνισμό «τάξης εναντίον τάξης». Από αυτό προκύπτει πως γενικά δεν υπάρχουν λόγοι για τη συνεργασία της εργατικής τάξης με τμήματα της αστικής τάξης.

Εκεί όπου πήρε προτεραιότητα ο αγώνας για τη δημοκρατία ως έκφραση ενός εθνικού δρόμου, διάφορες κομμουνιστικές οργανώσεις έχουν καταδικάσει τον επαναστατικό στόχο της ρήξης. Οι συνέπειες μίας τέτοιας επιλογής έχουν παραλειφτεί ή/και υποτιμηθεί. Το οποίο έχει συνέπειες στο να βοηθήσει στη διατήρηση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, να απομακρύνει και να αφοπλίσει την προσπάθεια για την ανατροπή της. Στο διαλεκτικό έδαφος της πραγματικότητας η συμβολή στην αποκατάσταση της δημοκρατίας είναι ενίσχυση του εκσυγχρονισμού της και δίνει νέα όπλα στην άμυνά της ενάντια στη δράση του οργανωμένου ως τάξη προλεταριάτου. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ξεκαθάρισμα ή προσέγγιση του σοσιαλισμού, αλλά, αντίθετα, για ταφή του με ανανεωμένους ελιγμούς για την υποστήριξη και την ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Από άλλη μεριά, εκεί όπου εκτιμήθηκε πως ήταν αναγκαίο ένα ενδιάμεσο στάδιο εθνικής ή αντιαποικιακής απελευθέρωσης, η δέσμευση για μία περίοδο συνεργασίας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις έχει σηματοδοτήσει την παραίτηση από τα μελλοντικά συμφέροντα του προλεταριάτου, αλλά και από τη λύση των άμεσων προβλημάτων του, ανοίγοντας, έτσι, μία μακρά περίοδο εργατικής-λαϊκής αγωνίας για την εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Οι διάφοροι «προοδευτισμοί» υπερτονίζουν την ενίσχυση των «δικών τους» μονοπωλίων και οι οπορτουνιστές όλων των τύπων έχουν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να καταστείλουν τις συλλογικές επαναστατικές ηγεσίες ή να εκτρέψουν την πορεία τους. Η αστική τάξη αξιοποιεί την ευκαιρία, αφού το προλεταριάτο έχει «συμμορφωθεί» και αναγκαστεί να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις του. Οι αντιδιαλεκτικές έννοιες των λεγόμενων εθνικών δρόμων έχουν σπείρει τη μεταφυσική αντίληψη ότι η επαναστατική δράση είναι περιττή, ότι δεν απαιτείται αποφασιστική και αυτοτελής δράση των κομμουνιστών για το θρίαμβο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ότι αρκούν οι –ανύπαρκτες– ομαλές μεταβάσεις. Και με αυτόν τον τρόπο εμποδίζεται η ιστορική και σύγχρονη ανάγκη να μετατραπεί αμέσως ο θρίαμβος της αστικής δημοκρατίας ή η ίδια η ύπαρξή της σε μία προλεταριακή επανάσταση, σε μία προλεταριακή δημοκρατία. Το συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο: Η ηγεσία της κοινωνίας είναι είτε αστική είτε προλεταριακή από την άποψη του μαρξισμού-λενινισμού, πέρα από εθνικές ή ηπειρωτικές ιδιαιτερότητες.

Οι γενικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν παραλείπουν ή περιφρονούν τις ιδιαιτερότητες του προτσές της ταξικής πάλης, όπως, για παράδειγμα, ζητήματα σε σχέση με το εθνικό ζήτημα, που ακόμα είναι προς συζήτηση, πολιτιστικά χαρακτηριστικά και άλλα που χρειάζονται δημιουργική μελέτη, αλλά σε καμία περίπτωση δε θέτουν την ιδιαιτερότητα πάνω από το γενικό.

Σήμερα είναι δυνατό να συμπεράνουμε πως οι εθνικοί δρόμοι ήταν ένα μονοπάτι για τη μεταρρύθμιση, την ενίσχυση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και τη μετάλλαξη πολλών ΚΚ σε κόμματα του κεφαλαίου, είτε της κλασικής είτε της νέας σοσιαλδημοκρατίας.

Η μετάλλαξη προέκυψε σταδιακά, μέσα από μία ιδεολογική επιχείρηση χτυπήματος των χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής ταυτότητας. Σήμερα η παραίτηση από το διαλεκτικό υλισμό, αύριο η επιχείρηση για την απόσπαση του Μαρξ από τον Ένγκελς, στη συνέχεια η παραίτηση από το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και αυτό που ακολουθεί πάντα, η εγκατάλειψη του προλεταριακού διεθνισμού. Σήμερα επιθέσεις ενάντια στον Στάλιν, αύριο στον Λένιν και, στο όνομα της «ανανέωσης», η παραίτηση από το μαρξισμό-λενινισμό.

Επιμένουμε, υπάρχουν διδάγματα για τη σύγχρονη δράση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που βρίσκεται σε ιδεολογική κρίση.

Αν υπάρχει μία διαφορά, είναι πως προηγουμένως ο οπορτουνισμός θεωρητικοποίησε τις επεξεργασίες του και σήμερα συνεχίζει στην ίδια βάση, που κατά περίπτωση ονομάζεται ξεπέρασμα του «βρεφικού σταδίου» και του «δογματισμού», ως ωριμότητα.

Η πείρα δείχνει πως, όταν πρόκειται για θεμελίωση του λάθος δρόμου, οι οπορτουνιστές καταφεύγουν στη θέση του συντρόφου Ντιμιτρόφ στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ, αλλά σήμερα η πραγματικότητα και οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, σήμερα έχει αναδειχτεί σε μία αμετάβλητη στρατηγική με δογματικό τρόπο.

Η συζήτηση που δίνει την έμφαση στο ιδιαίτερο, στο επιμέρους, στο εθνικό, στον πολυκεντρισμό ξαναγεννιέται. Θεωρείται «φυσική» η συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία, με τη νέα σοσιαλδημοκρατία ή με τον «προοδευτισμό», η συμμετοχή σε κυβερνητικούς συνασπισμούς που εφαρμόζουν αντεργατικά μέτρα και που διαχειρίζονται τις περιόδους της καπιταλιστικής κρίσης, όταν απαιτείται σταθεροποίηση του συστήματος και συγκράτηση/έλεγχος της ανυπακοής των εργαζόμενων.

Με τον Λούλα, την Μπατσελέτ, τον Τσίπρα, τον Ομπραδόρ ή τον Σάντσες, με τον οποιονδήποτε, δε γίνεται ούτε μισό βήμα προς το συμφέρον της επανάστασης, αντίθετα, προκαλείται σύγχυση και ταξική συνεργασία.

Έχουμε καθαρό το δίδαγμα και δεν μπορούμε να επαναλάβουμε το λάθος.


[1] Φρ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 68.

[2] Β. Ι. Λένιν, «Το πρόγραμμά μας», Άπαντα, τόμ. 4, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 187.

[3] Φρ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 99-100.

[4] Ό.π., σελ. 109.

[5] Σ.τ.Μ.: Το περιοδικό Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν εκδιδόταν στα ελληνικά, το απόσπασμα παρατίθεται σε μετάφραση από το κείμενο του συγγραφέα.

[6] Έαρλ Μπράουντερ, ΓΓ του ΚΚ ΗΠΑ από το 1934 έως το 1945.

[7] Παλμίρο Τολιάτι, ΓΓ του Ιταλικού ΚΚ από το 1927 έως το 1964.

[8] Πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που εκδιδόταν από το 1944 έως το Μάρτη του 1991.

[9] Σ.τ.Μ.: Τοαπόσπασμαείναι από τα ντοκουμέντα του 10ου Συνεδρίου του Ιταλικού ΚΚ(1962), τα οποία δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά. Το απόσπασμα παρατίθεται σε μετάφραση από το κείμενο του συγγραφέα.

[10] Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ΓΓ του Ιταλικού ΚΚ από το 1972 έως το 1984.