Στα συντρίμμια του εθνικοφιλελευθερισμού, η Λετονία σε συνθήκες παγκόσμιας συστημικής κρίσης


Victor Matushenok, μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Σοσιαλίστι Λάτβια», του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας.

Αν και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής συνήθως αποκαλούνται συνολικά «νέα Ευρώπη», λόγω της συμμετοχής τους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η πολιτική και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση σε αυτές διαφέρει. Επιπλέον, η Λετονία για μια σειρά από παράγοντες ξεχωρίζει ακόμη και στο φόντο των γειτονισσών της Εσθονίας και Λιθουανίας, πόσο μάλλον σε σχέση με την Πολωνία και την Τσεχία. Αντίστοιχα διαφέρει και το σύνολο των ιδεολογικών και των προπαγανδιστικών εργαλείων, που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τα αστικά καθεστώτα για την κατάκτηση και τη συγκράτηση της εξουσίας. Είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς μια πιστή εικόνα χωρίς να λάβει υπόψη τις δεδομένες ιδιαιτερότητες, απλά παρατηρώντας από τα έξω τις διεργασίες που συντελούνται στη Λετονία - είτε πρόκειται για τις πολιτικές ιδιαιτερότητες και προτιμήσεις των εκλογέων στις εκλογές, είτε για τις ιδιαιτερότητες έκφρασης της κοινωνικής διαμαρτυρίας και τις συγκεκριμένες δυσκολίες της πολιτικής δουλειάς στις μάζες.

Η Λετονική Αντεπανάσταση: Εθνικιστική στη μορφή, καπιταλιστική στην ουσία

Οι συνθήκες της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, που συντελέστηκε το 1991 ως αποτέλεσμα της πίεσης του διεθνούς κεφαλαίου και της προδοσίας της ηγεσίας της χώρας, είχαν στην περιοχή της ΕΣΣΔ ιδιαίτερες διαφορές σε σχέση με το διοικητικό καθεστώς και την εθνική σύνθεση της συγκεκριμένης περιοχής. Αν στη Ρωσία ή τη Λευκορωσία στην κοινωνική συνείδηση κυριαρχούσαν οι μύθοι και οι ψευδαισθήσεις ενός γενικά δημοκρατικού και αγοραίου προσανατολισμού, στη Λετονία μόλις το λεγόμενο Λαϊκό μέτωπο της Λετονίας (ΛΜΛ) ένιωσε τη δύναμή του στο φόντο της κρίσης της εξουσίας, το προκάλυμμα της «μεταρρύθμισης του σοσιαλισμού» πετάχτηκε αμέσως και με τη στήριξη των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού πάρθηκε από τα έξω ρότα προς την αποκατάσταση της αστικής λετονικής δημοκρατίας του τύπου των δεκαετιών του 1920-40.

Η στήριξη της αναστήλωσης του αστικού κράτους, που κατάφεραν να προκαλέσουν οι προπαγανδιστές του ΛΜΛ, εκτός του ατομικού ιδιοτελούς συμφέροντος των πρώην ιδιοκτητών, είχε το χαρακτήρα μια ιδιόμορφης ρομαντικής «ιστορικής νοσταλγίας» σε μια μερίδα του πληθυσμού, ενώ σε μια άλλη μερίδα το χαρακτήρα των διαδεδομένων εκείνη την περίοδο αυταπατών για την αφθονία της αγοράς. Αυτό επέτρεψε στις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις να διατηρήσουν σχεδόν ως τον Αύγουστο του 1991 τη δημαγωγία περί «πανανθρώπινων αξιών», «δημοκρατίας» και «ελεύθερης αγοράς».

Ιδιόμορφο παράδοξο αποτελούσε το γεγονός πως η αστική δημοκρατία της Λετονίας το 1940 δεν αποτελούσε ούτε υπόδειγμα δημοκρατίας, ούτε των περιβόητων ελευθεριών της αγοράς. Ήδη από το 1934 ο τότε πρωθυπουργός Ulmanis όχι μόνο διέπραξε κρατικό πραξικόπημα, διέλυσε το κοινοβούλιο, απαγόρευσε τα κόμματα και εγκαθίδρυσε στρατιωτική-αστυνομική δικτατορία, αλλά και πέρασε μια σειρά από μέτρα κρατικής-διοικητικής ρύθμισης της οικονομίας, ιδιαίτερα στη σφαίρα του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής. Αυτά τα μέτρα ήταν που έδωσαν θετικό αποτέλεσμα το φόντο της τότε οικονομικής κρίσης και γι’ αυτό ακόμη και μετά από δεκαετίες η περίοδος της αστικής δικτατορίας με εμφανή στοιχεία εθνοκρατίας έμεινε στη συνείδηση των μαζών ως «περίοδος άνθησης και τάξης».

Μεταξύ άλλων και εξαιτίας αυτών των ντυμένων σε νοσταλγικούς τόνους αναμνήσεων, ο εθνικός παράγοντας έγινε ένας από τους βασικούς ψυχολογικούς παράγοντες της αναστήλωσης του καπιταλισμού στη Λετονία. Αυτή η ιδιαιτερότητα επέδρασε εκείνη την περίοδο και στη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας (ΚΚΛ) και προκαθόρισε τη δυσκολία της κατάστασης στο αριστερό κίνημα ως και σήμερα.

Είναι αρκετά εμφανές ότι αν το ΛΜΛ και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων όσων από το ΚΚΛ συνθηκολόγησαν, προπαγάνδιζαν μοναχά την αποκατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος, ποτέ δεν θα έχαιραν τόσο μαζικής στήριξης. Κι όμως, ο πληθυσμός της Λετονίας ήταν αρκετά μορφωμένος πολιτικά και τα κοινωνικά αγαθά - η εξάλειψη της ανεργίας, η εγγυημένη από το κράτος δωρεάν ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση, η στέγη (που, αποκτήθηκαν σε λίγες μόλις δεκαετίες, ουσιαστικά στη διάρκεια της ζωής μιας γενιάς)- ήταν τόσο αισθητά, ώστε να κάνουν τους ανθρώπους αρκετά σκεπτικιστές ως προς την φιλελεύθερη προπαγάνδα της αγοράς.

Ο τονισμός των εθνικών αισθημάτων, που από τη φύση τους δεν ανήκουν στη λογική μα στη συναισθηματική σφαίρα, δεν οδήγησε μόνο στον πολιτικό αποπροσανατολισμό ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, αλλά επέτρεψε και το διχασμό του βάσει της εθνικότητας, αποκαλώντας παράλληλα τους υποστηρικτές του σοσιαλισμού «εχθρούς των Λετονών» και προσδίδοντας στην αστική αντεπανάσταση τη μορφή ενός «εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος».

Επιπλέον, τώρα το πολιτικό φάσμα της Λετονίας δεν είναι διαχωρισμένο μόνο με βάση το κοινωνικοπολιτικό κριτήριο (δεξιά κόμματα, που εκφράζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και αριστερά, που εκφράζουν τα συμφέροντα των μισθωτών), αλλά και με βάση τη στάση των κομμάτων ως προς το εθνικό ζήτημα. Τα λετονικά κόμματα δεν είναι απλώς φιλελεύθερα, συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά, αλλά εθνικοφιλελεύθερα, εθνικοσυντηρητικά, ακόμη και εθνικοσοσιαλδημοκρατικά! Πέρα από αυτά υπάρχουν κεντρώα και κέντροαριστερά κόμματα, που προσπαθούν να λύσουν τα εθνικά προβλήματα στη βάση συμβιβασμών ή απλά να μην αναφέρονται σε αυτά στα προγράμματά τους και το Σοσιαλιστικό κόμμα Λετονίας (ΣΚΛ) είναι το μόνο κόμμα που από θέσεις αρχών υπερασπίζεται τις θέσεις του κλασσικού μαρξιστικού διεθνισμού.

Στο IV συνέδριό τους οι σοσιαλιστές δήλωσαν: «Η πολιτική του τωρινού καθεστώτος είναι δυνατή γιατί μας χώρισαν, προσπαθούν να μας χωρίσουν με βάση το εθνικό γνώρισμα... Αυτό γίνεται, επειδή έχοντας διαιρέσει είναι ευκολότερο να κυβερνάς και να κλείνεις τα στόματα των ανθρώπων. Είμαστε ενάντια σε αυτή την πολιτική!» [1]

Η αποβιομηχανοποίηση ως μέθοδος πάλης ενάντια στο εργατικό κίνημα

Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα στις χώρες όπου αποκαταστάθηκε η καπιταλιστική τάξη ήταν η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, που προκλήθηκε από την καταστροφή της οικονομίας και πρώτα απ’ όλα του παραγωγικού της τομέα. Αρκετά χαρακτηριστικό, αν όχι το πιο εμφανές παράδειγμα αυτής της εξέλιξης ήταν η Λετονία, που κατά τη σοβιετική περίοδο υπήρξε μια από τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Πέρα από την αναπόφευκτη πτώση, που προκλήθηκε από τη διάρρηξη των διαμορφωμένων οικονομικών σχέσεων με τις άλλες σοβιετικές δημοκρατίες και τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά και από το πέρασμα σε καπιταλιστικές μεθόδους διεύθυνσης της οικονομίας, ως εμφανής αιτία, συνήθως, παρουσιάζεται μόνο ο ληστρικός χαρακτήρας της ιδιωτικοποίησης, της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου από τη νέα αστική τάξη και η τάση των μεγάλων ευρωπαϊκών και παγκόσμιων κοντσέρν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο ή απλά να εξαλείψουν ως πιθανούς ανταγωνιστές τους, τα οικονομικά αντικείμενα της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ.

Εν τω μεταξύ, σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκονται πολλά άλλα συμφέροντα, και αρκετά ειδικά, που μπορούν να παρατηρηθούν στο παράδειγμα της Λετονίας. Οι πράξεις καταστροφής της παραγωγικής οικονομίας από την πλευρά της κυρίαρχης ελίτ καθορίζονταν, συνολικά, από τους ακόλουθους παράγοντες:

  1. την εκπλήρωση της «παραγγελίας» του ξένου μεγάλου κεφαλαίου για απελευθέρωση των αγορών και εξάλειψη των πιθανών ανταγωνιστών,
  2. την ιδιωτικοποίηση από τη νέα αστική τάξη και μέρος της πρώην σοβιετικής και κομματικής ελίτ των υλικών αξιών με βάση το ιδιοτελές τους συμφέρον, τυπική ληστρική εκδοχή της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου,
  3. την κατάργηση των μεγάλων εργασιακών κολεκτίβων, ως μιας πιθανής βάσης ταξικής συσπείρωσης και κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας,
  4. την υλοποίηση της εθνικιστικής αντίληψης για το «εθνικό κράτος»,
  5. την απουσία στο νέο κυρίαρχο στρώμα επαγγελματιών, ειδικών στη διεύθυνση μεγάλων βιομηχανικών δομών.

Οι πρώτοι δύο παράγοντες είναι αρκετά χαρακτηριστικοί για πολλές χώρες του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους, απαιτούνται ορισμένες διευκρινήσεις. Πέρα από επιχειρήσεις του τομέα ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, που στηρίζουν ένα κανονικό επίπεδο ζωής, απαραίτητο στον XXI αιώνα, σήμερα στη Λετονία ουσιαστικά δεν έχουν παραμείνει βιομηχανικές επιχειρήσεις που να έχουν διατηρήσει τη σημασία που είχαν, τον όγκο της παραγωγής και τον αριθμό των εργαζόμενων. Η πλειοψηφία εξ αυτών πρώτα απ’ όλα στους τομείς της επεξεργασίας μετάλλων, της κατασκευής συσκευών, μηχανημάτων, ηλεκτρικών και μικρών ηλεκτρονικών συσκευών, είχε πρακτικά καταστραφεί εξ ολοκλήρου ήδη από τη δεκαετία του 90 του περασμένου αιώνα, ενώ πριν σε αυτές εργάζονταν κολεκτίβες δεκάδων χιλιάδων ατόμων.

Παραδεχτείτε πως η κατάσταση είναι αρκετά μοναδική. Η κυβέρνηση της χώρας, παρ’ όλη την άρνηση του σοσιαλισμού δεν μπορούσε να μην είχε καταλάβει ότι μια τέτοια βιομηχανική καταστροφή θέτει υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, αλλά και το ίδιο το γεγονός της ολοκληρωμένης ύπαρξής της. Όμως, η απληστία και ο φόβος των πιθανών κοινωνικών διαμαρτυριών αποδείχτηκε πιο ισχυρός από τα επιχειρήματα της λογικής και η Λετονία εντάχθηκε το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση με μια «βιομηχανία» την οποία χαρακτήριζε ένα επίπεδο εξοπλισμού και ένας αριθμός εργαζομένων, που ήταν πιο συνήθης για μανουφατούρες των αρχών του XIX αιώνα: το 76 τοις εκατό όλων των εν ενεργεία επιχειρήσεων αποτελούνταν από πολύ μικρές επιχειρήσεις όπου απασχολούν έως 9 άτομα και το 20 τοις εκατό από μικρές επιχειρήσεις των 10-49 ατόμων. [2]

Η νέα αστική τάξη συγκάλυπτε τον ταξικό της φόβο με εθνικιστική ρητορική, με την οποία είχε εξοπλιστεί ήδη από την περίοδο της κατάληψης της εξουσίας και η οποία είχε δείξει την αποτελεσματικότητά της. Αυτό οδήγησε στο να χαρακτηριστεί η μεγάλη βιομηχανία, ως σφαίρα «ξένη ως προς τη νοοτροπία του Λετονικού λαού», «επιβλημένη από τα έξω» και χωρίς προοπτική στο εθνικό κράτος. Ήδη στο πρόγραμμα του ΛΜΛ του 1989 διαφαινόταν μια τέτοια προσέγγιση των οικονομικών ζητημάτων: «Το ΛΜΛ θεωρεί... ότι σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να σχεδιαστεί η αλλαγή του προορισμού ή ακόμη και το κλείσιμο ορισμένων επιχειρήσεων». [3]

Η διακυβέρνησή τους είχε ως αποτέλεσμα αυτή η περίεργη «αναγκαιότητα» να αγγίξει όλες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις...

Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η σύνθεση των κατοίκων των πόλεων και ειδικά όσων απασχολούνταν στη βιομηχανία, διέφερε ουσιαστικά από αυτή σε άλλους τομείς, για μια σειρά από ιστορικούς λόγους η πλειοψηφία του προσωπικού της βιομηχανίας, των μηχανικών και τεχνικών δεν ήταν Λετονοί. Εν τω μεταξύ, ένα μέρος τους (αλλά όχι όλοι, όπως ισχυρίζονταν οι ιδεολόγοι των δεξιών εθνικιστών), ήρθαν στη Λετονία από άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ τις δεκαετίες 50-80 του περασμένου αιώνα. Για παράδειγμα, το 1976-80 το μερίδιο της μηχανικής αύξησης του πληθυσμού (σ. μ. - αύξηση λόγω της μετανάστευσης προς τη χώρα) στη συνολική αύξηση του πληθυσμού της πόλης αποτέλεσε 71%, ενώ το 1981-82 67%. [4]

Αυτό το γεγονός αξιοποιήθηκε μετά το 1991 ως δήθεν «νομική βάση» για την αφαίρεση από όσους ήρθαν, ακόμη και από τους απογόνους τους (!) των πολιτικών δικαιωμάτων και την εξίσωση της θέσης τους με αυτή των παράνομων μεταναστών. Αν και οι άνθρωποι που ήρθαν να ζήσουν στη Λετονία δεν παραβίαζαν τους τότε νόμους και μετακινούνταν στα πλαίσια της διοικητικής περιοχής μιας χώρας της ΕΣΣΔ.

Χρησιμοποιώντας παρόμοια δημαγωγία και εκμεταλλευόμενοι τα εθνικά αισθήματα, οι κυβερνώντες πολιτικοί, στο όνομα της διατήρησης της εξουσίας τους, κατάφεραν να επιβάλουν στους εκλογείς την παρανοϊκή ιδέα της ύπαρξης κινδύνου για την εθνική ανάπτυξη σε περίπτωση που στη χώρα υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε διαφορετική γλώσσα ή έχουν διαφορετική εθνικότητα και της ανάγκης καταστροφής της βιομηχανικής βάσης, για να δοθεί ώθηση στο να εγκαταλείψουν τη Λετονία.

Αν και η πλειοψηφία των μη Λετονών που εργαζόταν στη βιομηχανία δεν εγκατέλειψε τη χώρα (είχαν συνδέσει τη ζωή τους με τη Λετονία και μόνο, που για πολλούς από αυτούς ήταν η μόνη πατρίδα - το ένα τρίτο των λεγόμενων «μη πολιτών» γεννήθηκε στη Λετονία) και ακόμη και σήμερα, μετά από 18 χρόνια, στη χώρα ζουν πάνω από 300 χιλιάδες μη πολίτες. Έτσι, δυστυχώς, οι δεξιοί εθνικιστές πέτυχαν τους βασικούς τους κοινωνικοπολιτικούς στόχους. Με την κάλυψη του εθνικισμού δεν συντελέστηκε μόνο η κοινωνική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, αλλά και η μαζική απώλεια της ταξικής αλληλεγγύης και ταξικής συνείδησης. Οι εργάτες των κατεστραμμένων βιομηχανικών γιγάντων γίνονταν μικρέμποροι και χειροτέχνες. Στον αγροτικό τομέα οι εκπρόσωποι της διεύθυνσης των μεγάλων αγροτικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων γίνονταν ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης και αγροκτημάτων. Οι εργαζόμενοι στην αγροτική οικονομία άρχιζαν να ασχολούνται με την πρωτόγονη φυσική αγροτική οικονομία. Εξαιτίας του οικονομικού χάους, μέρος των εργατών απλά οδηγήθηκαν σε ξεπεσμό ως μέλη της κοινωνίας.

Χαρακτηριστικό στοιχείο: παρά τις περιόδους σοβαρών κοινωνικοοικονομικών δυσκολιών και παρά τους δείκτες ανεργίας που σοκάρουν, ενώ οι κοινωνικές εγγυήσεις είναι μηδαμινές, στη Λετονία μετά το 1991 δεν υπήρξε ΟΥΤΕ ΜΙΑ απεργία στη βιομηχανία.

Το ατυχές άλμα της «Τίγρης της Βαλτικής»

Συνάμα πρέπει να τονιστεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 90, γρήγορα κατορθώθηκαν επιτυχίες στη δημιουργία νέων δομών και γνωρισμάτων κρατικής οργάνωσης. Οι επιτυχίες αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό τυπικές, εξωτερικές, προπαγανδιστικές-επιδεικτικές, παρ’ όλα αυτά όμως, δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης από τις δεξιές εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις των δεσμεύσεων που ανέλαβαν. Γι’ αυτό παρά την οικονομική διάλυση και την αρκετά δύσκολη οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η κοινωνική κατάσταση ήταν εντελώς σταθερή. Αυτό εξηγείται από μια σειρά από ειδικούς παράγοντες.

Πρώτα απ’ όλα από την συναισθηματική ανάταση ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης της κρατικής ανεξαρτησίας. Για να είμαστε πιο ακριβείς, σχετικά με αυτό μπορεί να γίνεται λόγος μόνο για απόκτηση τυπικής κυριαρχίας, παράλληλα με την ύπαρξη φανερής επιβολής και χειραγώγησης της ντόπιας εξουσίας από την πλευρά του διεθνούς κεφαλαίου. Αυτό όμως δεν γινόταν αντιληπτό στο επίπεδο της κοινής συνείδησης. Αν για τους κατοίκους, για παράδειγμα, της Ρωσίας η περίοδος της δεκαετίας του 90 δε σήμαινε μόνο οικονομικές δυσκολίες, στερήσεις, αλλά και ηθική ταπείνωση, που σχετιζόταν με τη διάλυση της παλιάς κρατικής οργάνωσης και την ανικανότητα της νέας να επιτελεί τις βασικές εξωτερικές και εσωτερικές της λειτουργίες, για τους Λετονούς αντίθετα ήταν μια περίοδος συγκεκριμένης δημιουργίας: νέων δομών εξουσίας και διοίκησης, του δικού τους χρηματικού συστήματος, αστυνομίας, στρατού κ.ο.κ. Παράλληλα, εκτός του ηθικού παράγοντα υπήρχε και ο υλικός: την περίοδο της διάλυσης της βιομηχανίας και των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων οι τομείς που χρηματοδοτούνταν από τον προϋπολογισμό (και πρώτα απ’ όλα οι δημόσιες υπηρεσίες) δεν παρείχαν μόνο σταθερό μισθό, αλλά και τις μέγιστες δυνατές εκείνη την περίοδο κοινωνικές εγγυήσεις, προοπτική αυτοπραγμάτωσης και κρατικής καριέρας.

Σε αυτό είναι απαραίτητο να προστεθεί η πολιτική και εν μέρει η οικονομική στήριξη της αναστήλωσης του καπιταλιστικού συστήματος από την πλευρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού και η επιτυχής αξιοποίηση της «προσόδου από τη γεωγραφική θέση» και των δημιουργημένων τη σοβιετική περίοδο σοβαρών υποδομών, όπως βασικών αυτοκινητοδρόμων μεταφοράς, αγωγών και θαλάσσιων λιμανιών. Την εποχή της πλήρους καταλήστευσης της σοσιαλιστικής οικονομικής «κληρονομιάς» από τη Λετονία πέρναγαν εμπορεύματα και πρώτες ύλες αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και αντίστοιχα χρηματικά ποσά, που αν και άφηναν ελάχιστα, αποτελούσαν για τη μικρή χώρα πολύ σημαντικά φορολογικά και άλλου είδους έσοδα. Συνάμα, η διέλευση και η εξαγωγή κεφαλαίου είχε συχνά αμφιλεγόμενη προέλευση, ακόμη και από τη σκοπιά των νέων νόμων της αγοράς. Και αυτό επιδρούσε στη συμπεριφορά των ντόπιων πολιτικών και στο χαρακτηρισμό των πολιτικών κομμάτων που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της νέας αστικής τάξης. Εκτός από τη πραγματική διαφθορά, εμφανίζονταν και ιδιαίτερες εστίες, περιοχές ανεβασμένης ευημερίας στη Ρίγα, το Βέντσπιλς, τη Γιούρμαλα όπου αναπτυσσόταν η διαμετακομιστική επιχειρηματική δραστηριότητα, συγκεντρωνόταν το τραπεζικό κεφάλαιο και διέμεναν οι νεόπλουτοι. Αντίστοιχα, στις ομάδες των μισθωτών που ήταν απασχολημένες στους δεδομένους τομείς, είτε εξυπηρετούσαν τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου διαμορφώνονταν μάλλον μικροαστικές, παρά προλεταριακές αντιλήψεις και τύπος συμπεριφοράς.

Όλα αυτά τα καταλάβαιναν όσοι ήταν δραστήριοι και είχαν μαρξιστικές αντιλήψεις. Ήδη από το 1995 στο Ι συνέδριο του ΣΚΛ τονίζονταν σε ειδική απόφαση: «Η πολιτική που εφαρμόζεται από το κράτος μέσα από το ανώτατο νομοθετικό όργανο, την κυβέρνηση και την Κεντρική Τράπεζα οδηγεί στην κατάπτωση της χώρας. Οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται τώρα στην εξουσία μετέτρεψαν την οικονομία σε πηγή από την οποία τρέφονται και λύνουν με ζήλο τα προβλήματα ιδιοκτησίας της τους». [5]

Ωστόσο, εξαιτίας των παραπάνω παραγόντων, η κριτική που ασκούσαν οι σοσιαλιστές στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και τις πράξεις της εξουσίας, είχε αμυδρή επίδραση στην πλειοψηφία του πληθυσμού, αν και συνολικά στη χώρα τα γεγονότα της κοινωνικής αδικίας, των πολιτικών και εθνικών διακρίσεων ήταν εμφανέστατα και η πλειονότητα του λαού βρίσκονταν σε αρκετά δύσκολη θέση: ακόμη και οι επίσημοι (μειωμένοι) δείκτες ανεργίας έφταναν σε ορισμένες περιφέρειες το 27% του ενεργού πληθυσμού, ως και 20 χιλιάδες παιδιά δεν πήγαιναν σχολείο, ενώ 710 χιλιάδες κάτοικοι (εκ των 2,3 εκατομμυρίων του πληθυσμού!) ήταν παντελώς στερημένοι βασικών πολιτικών δικαιωμάτων και με αυτό τον τρόπο είχαν παραμεριστεί από τη συμμετοχή στην πολιτική, ακόμη και στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης.

Πάρα ταύτα, σε τόσο δύσκολες συνθήκες το Σοσιαλιστικό κόμμα Λετονίας δρούσε στην πολιτική αρένα -εκείνη την περίοδο κατάφερνε να εκλέγει βουλευτές του στο λετονικό κοινοβούλιο, ακόμη και χωρίς να έχει πολιτικούς συμμάχους- αυτό συνηγορεί στην ύπαρξη σημαντικού αριθμού υποστηρικτών του ΣΚΛ.

Σε ότι αφορά την οικονομία, είναι αρκετά προφανές, ότι οι τομείς των μεταφορών και των κατασκευών, πόσο μάλλον οι διάφορες υπηρεσίες, αντικειμενικά, είναι βοηθητικοί τομείς που εξυπηρετούν την παραγωγική οικονομία. Γι’ αυτό οι συνέπειες της διάλυσης της μεγάλης βιομηχανίας και του συλλογικού αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος άρχισαν να φαίνονται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 90 του περασμένου αιώνα. Για μια σειρά από λόγους εμφανίστηκαν προβλήματα στο διαμετακομιστικό τομέα. Οι επιχειρήσεις που διατηρήθηκαν επειδή εξυπηρετούσαν την εσωτερική αγορά της Λετονίας και τις εξαγωγές στη Ρωσία, δέχονταν σοβαρή πίεση από τους ισχυρούς ευρωπαίους ανταγωνιστές: πρώτα απ’ όλα η βιομηχανία τροφίμων και η ελαφρά βιομηχανία. Άκρως δυσμενείς ήταν οι συνέπειες για την οικονομία από την υπερτίμηση από την Τράπεζα της Λετονίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος του λατ.

Σε αυτές τις συνθήκες οι κυβερνητικές δυνάμεις επιδίωξαν την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Εκτός από τη φανερή προώθηση αυτής της ιδέας από την πλευρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού (πρώτα απ’ όλα της πολιτικής των ΗΠΑ), η δυνατότητα της ένταξης στην ΕΕ για του δεξιούς της Λετονίας ήταν ουσιαστικά σωτηρία από την πλήρη κοινωνικοοικονομική και πολιτική χρεοκοπία. Όταν η προοπτική της ένταξης έγινε ρεαλιστική και έπρεπε να πειστεί γι’ αυτή ο πληθυσμός (σε αντίθεση με τις αρχές ο λαός της Λετονίας κρατούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στην ένταξη στην ΕΕ), ο τότε υπουργός οικονομικών ήταν πάνω από σαφής, δηλώνοντας ανοιχτά, πως σε αντίθεση περίπτωση τη χώρα περιμένει μια καταστροφική αδυναμία πληρωμών. Γι’ αυτό οι κυβερνώντες ήταν σύμφωνοι να ενταχθούν ουσιαστικά υπό οποιεσδήποτε, ακόμη και τις πιο ασύμφορες οικονομικά και κοινωνικά συνθήκες, οι οποίες ούτε καν συζητούνταν δημόσια.

Η θέση του ΣΚΛ που εκτιμούσε αντικειμενικά τα πλεονεκτήματα από την ένταξη στην ΕΕ, παρ’ αυτά κατέληξε στον ορισμό της ΕΕ ως ένωσης του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που δημιουργήθηκε από αυτό για την εξασφάλιση πρώτα απ’ όλα των δικών του ταξικών συμφερόντων. Ο Β.Ι. Λένιν έδωσε σχεδόν εκατό χρόνια πριν μια πολύ ακριβή εκτίμηση μιας τέτοιας συνένωσης της Ευρώπης: « Φυσικά είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ’ αυτή την έννοια μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, σαν συμφωνία των ευρωπαίων καπιταλιστών ...με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη.». [6]

Γι’ αυτό για τους Λετονούς σοσιαλιστές ήταν απόλυτα κατανοητές οι πολιτικές αιτίες που προώθησαν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρών, που ήταν εντελών ανέτοιμες για κάτι τέτοιο βάσει των οικονομικών κριτηρίων. Η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ πριν από αυτό δείχνει φανερά τις αιτίες.

Παράλληλα, το Σοσιαλιστικό κόμμα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που έδιναν οι επαφές σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου για την καθιέρωση πιο στενών δεσμών με τους εκπροσώπους των κομμουνιστικών και των εργατικών κομμάτων των χωρών της Ευρώπης και την καθιέρωση πιο καρποφόρας συνεργασίας προς όφελος των Λετονών εργαζόμενων.

Ήδη το 2000, όταν αυτά τα θέματα άρχισαν να συζητούνται ενεργά στην κοινωνία το ΣΚΛ καθόρισε με ακρίβεια τη στάση του: «... δε βλέπουμε να υπάρχει οικονομικός και πολιτικός λόγος για την ένταξη της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπαίνοντας στην ΕΕ η Λετονία θα χάσει μεγάλο μέρος της ανεξαρτησίας της και της αυτοτέλειάς της στον τομέα της οικονομίας, της πολιτικής, του πολιτισμού, της λαϊκής οικονομίας συνολικά». [7]

Πέρασαν πέντε χρόνια από τη στιγμή της ένταξης στην ΕΕ. Ακόμη και οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες της μη ετοιμότητας της Λετονίας γι’ αυτή και της ανοιχτά τυχοδιωκτικής και ανεύθυνης πολιτικής των δεξιών κομμάτων που ασχολούνταν με τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής, πρώτα απ’ όλα οικονομικής, ολοκλήρωσης δείχνουν παραστατικά την ορθότητα της θέσης των σοσιαλιστών. Η παραμονή της Λετονίας στην ΕΕ δεν έδωσε πρακτικά τίποτα στο λαό σε ότι αφορά την κοινωνική προστασία και την εγγύηση των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων: το σύστημα των κοινωνικών εγγυήσεων εξακολουθεί να είναι αδύναμο και ατελές, έχουν μείνει απαράλλακτες οι πολιτικές απαγορεύσεις, έχει διατηρηθεί το άγριο και υποτιμητικό καθεστώς των μη πολιτών, συνεχίζονται οι πολιτικές διώξεις για τις πολιτικές αντιλήψεις.

Ωστόσο, η χρηματική εισροή των δομών της ΕΕ και η δράση του διεθνούς κεφαλαίου (πρώτα και κύρια του χρηματοπιστωτικού και του κερδοσκοπικού) προκάλεσαν έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι δείκτες της αύξησης του ΑΕΠ έφτασαν το 2007 στο ποσοστό ρεκόρ των 11 %. Αυτό επέτρεψε στους προπαγανδιστές των δεξιών να μιλάνε για τη Λετονία σαν «Βαλτική οικονομική τίγρη» και στη συμμαχία των δεξιών και των εθνικό-φιλελεύθερων κομμάτων να νικήσει στις βουλευτικές εκλογές του 2006.

Συνάμα υπήρξε ουσιαστικό κόστος για τον πραγματικό τομέα της οικονομίας: καταστράφηκε η βιομηχανία ζάχαρης, συνολικά η αγροτική οικονομία και η αλιεία αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες. Σε ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες οδήγησε η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των ξένων τραπεζών στη χώρα και ο πυρετός του δανεισμού και της κερδοσκοπίας στον τομέα των ακινήτων που προκάλεσαν, με τη σιωπηλή συγκατάθεση της κυβέρνησης. Αν και ήδη από τον XIX αιώνα ο Καρλ Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο» έγραφε για τα διπλά χαρακτηριστικά του πιστωτικού συστήματος και την ικανότητά του: «από τη μια μεριά, (σ.μ. -να) αναπτύσσουν στο πιο καθαρό και κολοσσιαίο σύστημα παιχνιδιού και αγυρτείας τα ελατήρια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, τον εμπλουτισμό με την εκμετάλλευση ξένης εργασίας και περιορίζουν όλο και περισσότερο τον αριθμό των λίγων που εκμεταλλεύονται τον κοινωνικό πλούτο. Από την άλλη μεριά, όμως, δημιουργούν τη μεταβατική μορφή σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής». [8] Εν τω μεταξύ, οι αρνητικές συνέπειες άρχισαν ήδη να εκδηλώνονται πριν από τη γενική παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Πράγμα που διόλου δεν προκαλεί έκπληξη, αν ρίξουμε έστω μια ματιά στην αύξηση του εξωτερικού χρέους της Λετονίας:

 

Έτη, τρίμηνα, δισ. Λατ.

2004 III

2005 III

2006 III

2007 III

2008 III

Εξωτερικό χρέος (καθαρό)

2.002,4

2.787,5

4.275,8

6.940,2

8.684,0

 

Το 2008 η κυβέρνηση της Λετονίας κατόρθωσε να συνάψει συμφωνίες με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απόκτηση ως το τέλος του 2009 επιπλέον δανείου ύψους 7,5 δισ. ευρώ (5,122 δισ. λατ), τότε το συνολικό ποσό του κρατικού δανείου θα υπερβεί κατά πάνω από δύο φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό. Για μια τόσο μικρή χώρα όπως η Λετονία, που συν τοις άλλοις έχει μια πρακτικά κατεστραμμένη παραγωγική οικονομία και παντελή έλλειψη φυσικών πόρων για εξαγωγή, αυτό ουσιαστικά οδηγεί σε αδιέξοδη εξάρτηση λόγω χρέους και στην πλήρη απώλεια κάθε αυτοτέλειας. Ενώ για το λαό σημαίνει ουσιαστική επιδείνωση της υλικής του ευημερίας και της κοινωνικής προστασίας.

Κοινωνική παθητικότητα: Είναι ευκολότερο να φύγεις, παρά να αγωνιστείς

Σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, που ουσιαστικά διαρκεί στη Λετονία από την αρχή της δεκαετίας του 90 του περασμένου αιώνα, θα ήταν εύλογο να αναμένουμε διαθέσεις και πράξεις διαμαρτυρίας από την πλευρά των εργαζόμενων, στις πλάτες των οποίων έπεφτε και πέφτει το κύριο βάρος των συνεπειών της αναστήλωσης του καπιταλισμού, των λαθών και των καταχρήσεων της εξουσίας από τα δεξιά αστικά κόμματα. Ωστόσο, έως και τα γεγονότα της 13ης Ιανουαρίου του 2009 (όταν στη Ρίγα συνέβησαν συγκρούσεις με την αστυνομία κατά την προσπάθεια βίαιης εισβολής στο κοινοβούλιο, αλλά και τοπικές αναταραχές στους δρόμους), στη χώρα δεν συνέβαινε τίποτα, που να μπορούσε να ονομαστεί σοβαρή κοινωνική διαμαρτυρία.

Το ΣΚΛ μέσω των οργανώσεων βάσης του, μέσω της εφημερίδας «Latvijas Socialists Социалист Латвии» (Σοσιαλιστής της Λετονίας), της ιστοσελίδας του κόμματος και διαφόρων κινητοποιήσεων, τόσο σε προεκλογικές περιόδους, όσο και κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων αφιερωμένων σε σημαντικές ιστορικές ημερομηνίες όπως η 1η Μάη ή η επέτειος της Νίκης κατά της χιτλερικής Γερμανίας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εξηγεί με συνέπεια στους εργαζόμενους την ουσία των διαδικασιών που συντελούνται στη χώρα, τις αιτίες και τις συνέπειές τους και τους προτείνει τρόπους επίλυσης. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε, ότι παρότι η σοσιαλιστική ιδέα είναι δημοφιλής ανάμεσα στους εργαζόμενους (πράγμα που μεταξύ άλλων εκφράζεται και στον αριθμό των ψηφοφόρων του ΣΚΛ στις διάφορες εκλογές), δεν έχει ακόμη κατορθωθεί ο συντονισμός των προσπαθειών, έστω και στο επίπεδο των κοινωνικοοικονομικών αιτημάτων και της ανόδου της ταξικής αυτοσυνείδησης.

Οι αιτίες της κοινωνικής παθητικότητας στις αρχές της δεκαετίας του 90, την περίοδο της αναστήλωσης του καπιταλισμού, έχουν παρατεθεί παραπάνω. Σε ότι αφορά την αδρανή στάση των εργαζόμενων μαζών την τελευταία δεκαετία, η βασική αιτία είναι ότι μετά την ένταξη της Λετονίας στην ΕΕ οι άρχουσες πολιτικές δυνάμεις κατόρθωσαν να «εξάγουν» από τη χώρα μέρος των οξέων εσωτερικών κοινωνικών προβλημάτων. Τα πιο βαρύνοντα από αυτά, η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί αντιμετωπίστηκαν με το άνοιγμα των αγορών εργασίας σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Μεγάλη Βρετανία.

Στην εισήγηση στο XI συνέδριο του ΣΚΛ τονίστηκε ότι: «Οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στο εξωτερικό για να δουλέψουν επειδή δεν τους αρέσει στη Λετονία, αλλά επειδή δεν μπορούν ζώντας και εργαζόμενοι εδώ να θρέψουν την οικογένειά τους. Είναι διατεθειμένοι να υπομένουν στερήσεις, το χωρισμό από την οικογένειά και τους δικούς τους για να ζήσουν, να εξασφαλίσουν τους ηλικιωμένους γονείς τους, οι συντάξεις πείνας της πλειοψηφίας των οποίων δεν καλύπτουν ούτε καν τις στοιχειώδεις ζωτικές ανάγκες, για να εξασφαλίσουν τη μόρφωση των παιδιών τους». [9]

Σε συνθήκες όταν μόλις σε δύο ώρες (διάρκεια πτήσης από τη Λετονία στη Μ. Βρετανία) ο άνεργος από τη Λετονία βρισκόταν σε μια χώρα, όπου ακόμη και ο ελάχιστος μισθός ήταν κατά πέντε φορές υψηλότερος από αυτόν που μπορούσε να πάρει στην πατρίδα του, είναι πολύ δύσκολο να πειστεί να μην αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα, αλλά να πετύχει με την ταξική πάλη τη βελτίωση της ζωής στο σπίτι του.

Σε αυτές τις διαδικασίες προστέθηκε ο «πιστωτικός πυρετός» που προαναφέρθηκε. Οι χειρισμοί που χρησιμοποιούν οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες είναι γνωστοί στους εργαζόμενους των ευρωπαϊκών χωρών και η πείρα τους από τη ζωή στον καπιταλισμό τους βοηθά να αντιδρούν πιο μετρημένα στις γενναιόδωρες διαφημιστικές υποσχέσεις των τραπεζιτών. Οι Λετονοί (όπως και οι κάτοικοι των άλλων πρώην σοσιαλιστικών χωρών) φάνηκαν ψυχολογικά απροετοίμαστοι μπροστά στον πιστωτικό πειρασμό. Την περίοδο της οικονομικής αναζωογόνησης, κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ, ένας σημαντικός αριθμός ατόμων, όχι μόνο δημόσιων υπαλλήλων, αλλά και όσων απασχολούνταν στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και εργαζόμενοι κλάδων-μονοπωλίων, των μεταφορών ή των κατασκευών απόκτησαν τη δυνατότητα απόκτησης διαμερίσματος, ακριβών επίπλων ή καινούργιου αυτοκινήτου. Φυσικά, όλα αυτά αγοράστηκαν με δάνεια, με κερδοσκοπικά υπερτιμημένες εκτιμήσεις των κατοικιών και με μπερδεμένους και σκληρούς όρους αποπληρωμής.

Τότε, όμως, αυτοί οι άνθρωποι νόμιζαν ότι υλοποιούνται τα καταπληκτικά της «κοινωνίας της κατανάλωσης» και των «ίσων ευκαιριών» του σύγχρονου καπιταλισμού, που τους είχαν ταχθεί. Οι προσπάθειες να τους εξηγηθεί η σφαλερότητα παρόμοιων αντιλήψεων, ο κίνδυνος του να πέσουν στα δίχτυα των τραπεζών, ή πολύ περισσότερο, οι αδυναμίες της οικονομικής κατάστασης στη χώρα, δεν είχαν καμία επίδραση.

Την κατάσταση της κοινωνικής συνείδησης επιδεινώνει και το γεγονός, πως στην ενεργό ζωή εντάχθηκε η γενιά, που δεν γνώρισε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, τα αγαθά και τις εγγυήσεις του, που μεγάλωσε στην περίοδο της αγριότητας του πρώτου σταδίου της αναστήλωσης του καπιταλιστικού συστήματος, που συν τοις άλλοις διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της στοχευόμενης ψευδούς αστικής προπαγάνδας. Για παράδειγμα, όταν ερωτήθηκαν μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων (νέοι ηλικίας 17-19 ετών) εξακριβώθηκε ότι, όταν εκτιμούσαν τη στάση τους ως προς βασικές κοινωνικοπολιτικές και ηθικές έννοιες, έως και το ένα τρίτο των μαθητών εκτίμησε θετικά τις έννοιες «σοσιαλισμός», «αλληλεγγύη», «αλτρουισμός», ταυτόχρονα, όμως, εκτίμησε αρνητικά τις έννοιες «κομμουνισμός» ή «κολεκτιβισμός»...

Αυτό συνηγορεί για τα σοβαρά προβλήματα στην κατανόηση από τη νέα γενιά των βάσεων της ζωής της κοινωνίας, για τις αντιφάσεις στις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις τους. Από τη μια πλευρά, στη βάση των διηγήσεων των μεγαλύτερων μελών της οικογένειας, της γνωριμίας με αντικειμενικές πηγές πληροφοριών, πολλά απ’ όσα συνδέονται με την έννοια «σοσιαλισμός» δεν προκαλούν αρνητικά συναισθήματα. Από την άλλη πλευρά, μέσα από την επίσημη ιδεολογία του κράτους, που εκφράζεται στο περιεχόμενο των τωρινών σχολικών εγχειριδίων και των προγραμμάτων ιστορίας και κοινωνικών επιστημών, μέσα από την πολιτική καμπάνια εξίσωσης της κομμουνιστικής και ναζιστικής ιδεολογίας στην ΕΕ, ανάμεσα στους πρωτεργάτες της οποίας είναι οι δεξιοί λετονοί πολιτικοί, διαμορφώθηκαν ορισμένες συγκεχυμένες αρνητικές αντιλήψεις για την έννοια «κομμουνισμός».

Όπως προαναφέρθηκε, σοβαρή επίδραση στη συμπεριφορά των ανθρώπων άσκησε και η διάλυση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων και ο κατακερματισμός που ακολούθησε. Ακόμη και οι κινητοποιήσεις που έγιναν στη Λετονία, όπως τα συνδικαλιστικά συλλαλητήρια και οι πικετοφορίες με πολύ ήπια και περιορισμένα οικονομικά αιτήματα, δείχνουν αυτό τον κατακερματισμό. Σχεδόν όλες έγιναν χωριστά: οι δάσκαλοι, οι ιατροί, οι αγρότες, οι αστυνομικοί, οι εργαζόμενοι στους μικρούς υπό εξάλειψη φορείς αυτοδιοίκησης προέβαλαν καθαρά κλαδικά αιτήματα, δεν ενώθηκαν και δεν προέβαλαν κοινούς στόχους ούτε μια φορά. Συνάμα, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι όλες οι απαριθμημένες ομάδες των δυσαρεστημένων αφορούν μη παραγωγικούς τομείς, που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό. Στους παραγωγούς μπορούμε να συγκαταλέξουμε μονάχα τους αγρότες-ιδιοκτήτες φάρμας, που κινητοποιούνταν κλείνοντας δρόμους ή οργανώνοντας τον περασμένο χειμώνα «πορείες τρακτέρ» προς τη Ρίγα. Αλλά και τα δικά τους αιτήματα από τη μια είχαν στενά κλαδικό χαρακτήρα, και από την άλλη εκφράζονταν μόνο μέσα από την επιδίωξη να πάρουν το δικό τους μερίδιο των επιδομάτων που προβλέπει ο προϋπολογισμός και ως προς αυτό λίγο διέφεραν από τις θέσεις των διαμαρτυρόμενων κρατικών υπαλλήλων. Συνάμα, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι συγκεκριμένοι αγρότες-ιδιοκτήτες φάρμας στην πλειοψηφία τους δεν ανήκουν στην αγροτιά καθ ’ αυτή. Έχοντας στην ιδιοκτησία τους μεγάλες εκτάσεις γης, συχνά και επιχειρήσεις μεταποίησης, διαθέτουν ορισμένα κεφάλαια, χρησιμοποιούν ενεργά τη μισθωτή εργασία και αντικειμενικά ανήκουν στους εκπροσώπους του μεσαίου στρώματος της αγροτικής αστικής τάξης.

Η έλλειψη αλληλεγγύης επιδρά πρακτικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαμαρτυρίας, είτε αντίδρασης στην πολιτική της δεξιάς κυβέρνησης. Για παράδειγμα, κατά το δημοψήφισμα του 2008 σχετικά με την αλλαγή του συστήματος συνταξιοδότησης, τα κυβερνώντα κόμματα κατάφεραν να πείσουν τους νέους εργαζόμενους να μη συμμετάσχουν σε αυτό, μια και με το σωρευτικό σύστημα η αύξηση των πληρωμών προς τους τωρινούς συνταξιούχους, δήθεν θα έβλαπτε τις μελλοντικές τους αποταμιεύσεις. Το δημοψήφισμα δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της μικρής προσέλευσης των εκλογέων.

Μια ανάλογη αντιπαράθεση συμφερόντων των εργαζόμενων στα μικρά νοσοκομεία και σχολεία της υπαίθρου και τα μεγάλα της πόλης προκλήθηκε κατά τη διεξαγωγή «μεταρρυθμίσεων» στην εκπαίδευση και την υγεία και αναμφίβολα θα εφαρμοστεί από τα δεξιά κόμματα στις επερχόμενες περικοπές του προϋπολογισμού σε συνθήκες κρίσης.

Ο αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης

Η τρέχουσα κοινωνικοοικονομική κατάσταση στον κόσμο, επιδεινωμένη από ειδικούς εσωτερικούς παράγοντες, έχει ήδη οδηγήσει στην απώλεια της εμπιστοσύνης του λαού προς το άρχων στρώμα. Η σύγκρουση με την αστυνομία στις 13 Ιανουαρίου είναι μόλις η πρώτη προειδοποίηση προς την εξουσία. Στο άμεσο μέλλον αυτό μπορεί να επιδράσει ριζικά στον πολιτικό συσχετισμό στη χώρα. Για πρώτη φορά τις δύο τελευταίες δεκαετίες το κεντροαριστερό μπλοκ «Αρμονία του Κέντρου», στο οποίο εντάσσεται το ΣΚΛ, διατηρεί σταθερά την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των εκλογέων. Στις Ευρωεκλογές το μπλοκ εξέλεξε δύο ευρωβουλευτές, μεταξύ των οποίων και τον Πρόεδρο του ΣΚΛ Άλφρεντ Ρούμπιξ. Στις δημοτικές εκλογές η «Αρμονία του Κέντρου» κατέκτησε την πλειοψηφία σε μια σειρά από αυτοδιοικήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας (σε συνασπισμό, όμως, με ένα από τα κεντροδεξιά κόμματα). Αυτό το μπλοκ έχει πράγματι τη δυνατότητα να αποκτήσει στις βουλευτικές εκλογές είτε την πλειοψηφία, είτε μια «αναστέλλουσα μειοψηφία». Έτσι, η Λετονία μπορεί να γίνει ένα είδος «αδύναμου κρίκου» σε μια σειρά από χώρες του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου, όπου τον τελευταίο καιρό υπάρχουν απαράλλακτα δεξιά καθεστώτα.

Αυτή η εκδοχή είναι πιθανή για τους ακόλουθους λόγους. Ερχόμενος αντιμέτωπος με σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα ο πληθυσμός της Λετονίας αναπόφευκτα θέτει τα ερωτήματα: Γιατί έγιναν αυτά, ποιος φταίει, ποια είναι η διέξοδος από αυτή την κατάσταση; Η απάντηση όσον αφορά τους υπαίτιους είναι προφανής ακόμη και για τους παντελώς απολίτικους ή τα στρώματα και τις κοινωνικές ομάδες που είναι πιστά στην εξουσία. Συν τοις άλλοις, τα δεξιά κόμματα, στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας του αγοραίου φιλελευθερισμού, δεν μπορούν να προτείνουν καμία σαφή διέξοδο από την κρίση. Αυτό αρχίζει να επιδρά και στη δεύτερη ιδεολογική συνιστώσα του τωρινού λετονικού καθεστώτος - στον εθνικισμό. Έχοντας υποκύψει στον καιρό τους στον πειρασμό των ιδεών του εθνικισμού (που στηρίζονταν και από μια σειρά από μέτρα εθνικού προστατευτισμού, για παράδειγμα, στη σφαίρα της εκπαίδευσης ή της πολιτικής στελεχών), οι άνθρωποι αρχίζουν να αναλογίζονται: αν οι κυβερνώντες τους έλεγαν ψέματα για την «αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς» ή την «κοινωνική δικαιοσύνη στον καπιταλισμό», τότε πιθανά να λέγανε ψέματα και για τις απειλές που απορρέουν από τους ανθρώπους μιας άλλης εθνικότητας, πολιτισμού και γλώσσας. Αν αυτό γίνει κατανοητό από σημαντικό μέρος των εργαζόμενων στρωμάτων, τότε θα καταστεί δυνατό να καταρριφθεί ο εθνικός κατακερματισμός, ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την αλληλεγγύη στην πάλη για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος στη Λετονία.

Συνειδητοποιώντας το οι δεξιοί Λετονοί πολιτικοί εστιάζουν τον τελευταίο καιρό στην αναζήτηση ενός εξωτερικού εχθρού παρά στην διεθνική αντίσταση μέσα στη χώρα. Ως εχθρός επιλέχθηκε η γειτονική Ρωσική Ομοσπονδία, ενάντια στην οποία εξαπολύονται πολιτικές και ιστορικές κατηγορίες, προβάλλονται ακόμη και οικονομικές αξιώσεις. Στη βάση αυτής της πολιτικής κείται η αντίληψη της λεγόμενης «σοβιετικής κατοχής» και στη Λετονία μάλιστα δραστηριοποιείται μια ειδική κρατική επιτροπή υπολογισμού της ζημιάς, που δήθεν προκάλεσε η Σοβιετική Ένωση από το 1940 έως το 1991! Στην ίδια κατεύθυνση δρα και το λετονικό Υπουργείο Εξωτερικών και οι δεξιοί ευρωβουλευτές της Λετονίας, που επιδιώκουν την αναγνώριση της κομμουνιστικής ιδεολογίας ως εγκληματικής και την εξίσωσή της με τη ναζιστική.

Είναι χαρακτηριστικό πως αυτές οι πράξεις όχι μόνο δεν καταγγέλλονται από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά, χριστιανοδημοκρατικά, ακόμα και από «σοσιαλιστικά» κόμματα με εμβέλεια, αλλά και στηρίζονται άμεσα και ανοιχτά από αυτά.

Πέρα από αυτό, κατά την εκτίμηση της πολιτικής προοπτικής της Λετονίας είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας ότι ως αποτέλεσμα της κρίσης και της συσσώρευσης χρεών, η κυβέρνησή της έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοτέλειά της και το πεδίο για να κάνει χειρισμούς κατά τη λήψη αποφάσεων πάνω σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα αρχής. Κάθε κυβέρνηση, και η αριστερή, ανεξάρτητα από το επίπεδο στήριξης μέσα στη χώρα, θα έρθει αμέσως αντιμέτωπη με ισχυρή πίεση όχι μόνο από τους ντόπιους εθνικιστές-φιλελεύθερους, αλλά και από τη δεξιά πλειοψηφία της ΕΕ, δομές όπως το ΔΝΤ και όλο το διεθνές κεφάλαιο.

Αποτελέσματα από τη διεξαγωγή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στη Λετονία είναι δυνατό να υπάρξουν μόνο σε συνθήκες στήριξης εκ μέρους του διεθνούς αριστερού και του κομμουνιστικού κινήματος, ανόδου της δύναμης και του κύρους του, αλληλεγγύης στην πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις σε συνθήκες κρίσης, ενότητας του εργατικού κινήματος με τα άλλα λαϊκά στρώματα. Τελικά, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι εφικτός μόνο σε περίπτωση ριζικών επαναστατικών αλλαγών.


[1] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, «Η ιστορία μέσα από ντοκουμέντα», Ρίγα, 2006, σελ. 134.

[2] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, «Η ιστορία μέσα από ντοκουμέντα», Ρίγα, 2006, σελ. 534.

[3] Πρόγραμμα του Λαϊκού μετώπου Λετονίας, Ρίγα, Άβοτς 1989, σελ. 16.

[4] «Οι προοπτικές τάσεις της ανάπτυξης του πληθυσμού της Λετονικής ΣΣΔ» Рига, «Ζινάτνε» 1986, πίνακας 2-4.

[5] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, «Η ιστορία μέσα από ντοκουμέντα», Ρίγα, 2006, σελ. 68.

[6] Β.Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», «Άπαντα», τ. 26, σελ. 362.

[7] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, «Η ιστορία μέσα από ντοκουμέντα», Ρίγα, 2006, σελ. 191.

[8] Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 556-557.

[9] Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, «Υλικά του ХI συνεδρίου», Ρίγα 2008, σελ. 4.