Υπέρ της ιστορικής αλήθειας και της αληθινής αντανάκλασης των γεγονότων της εποχής


Σεργκέι Χριστολιούμποφ είναι Γραμματέας του Πολιτικού Συμβουλίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας.

1. Για την πάλη των Κομμουνιστών της Λετονίας ενάντια στη φασιστική δικτατορία του Κ. Ούλμανις

Στην ιστορία της αστικής Λετονίας, προπολεμικά, μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο εμφανώς διακριτές περιόδους: την περίοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας που ακολούθησαν. Αυτές διαχωρίζονται από τη 15η Μάη του 1934, μια ημερομηνία που έως και σήμερα εκτιμάται με διαφορετικούς τρόπους από την κοινωνία της Λετονίας. Ωστόσο, η νύχτα από τις 15 στις 16 Μάη του 1934 παραμένει ιστορικό γεγονός. Τότε από την πολιτική σκηνή της αστικής Λετονίας εξαφανίστηκε το κοινοβούλιο (Σέιμ), τα εκλεγμένα όργανα της αυτοδιοίκησης και όλα τα πολιτικά κόμματα, ενώ η εσωτερική και εξωτερική πολιτική του κράτους άρχισαν να καθορίζονται προσωπικά από τον «ηγέτη» και «άρχοντα της γης», όπως δουλοπρεπώς αποκαλούσε τον «πρόεδρο των υπουργών» και υπουργό εξωτερικών Κάρλις Ούλμανις ο άμεσος περίγυρός του. Όμως, ο Κ. Ούλμανις δεν αρκέστηκε για πολύ στον τίτλο του επικεφαλής της κυβέρνησης. Στις 12 Μάρτη του 1936, στη βάση μιας παντελώς αντισυνταγματικής απόφασης του Υπουργικού συμβουλίου που λήφθηκε με το τέλος της θητείας του προέδρου του κράτους Άλμπερτς Κβιεσίτις, ο Ούλμανις σφετερίστηκε και αυτή τη θέση.

Η κυβέρνηση του Κάρλις Ούλμανις άρχισε τη δραστηριότητά της με μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών, οι οποίοι προειδοποιούσαν επανειλημμένα για την πιθανότητα φασιστικού πραξικοπήματος. Η έκκληση που απεύθυνε το Κομμουνιστικό Κόμμα τον Απρίλη του 1934 από την παρανομία και ήταν αφιερωμένη στην Πρωτομαγιά έγραφε: «Στη Λετονία σχηματίστηκε η κυβέρνηση Ούλμανις. Είναι μια κυβέρνηση του φασισμού, του πολέμου και της προδοσίας του λαού. Η αστική τάξη «έπαιξε το χαρτί» του Ούλμανις για να σώσει τους εργοστασιάρχες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες, τσακίζοντας τους εργάτες, τους εργαζόμενους αγρότες και τους ανέργους της Λετονίας».

Από όλα τα κόμματα που είχαν απαγορευτεί μετά το φασιστικό πραξικόπημα μόνο ένα μέρος των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που κατάλαβε την αναγκαιότητα απάρνησης της ρεφορμιστικής ιδεολογίας, συνέχισε την πολιτική δραστηριότητα, ιδρύοντας το παράνομο Σοσιαλιστικό Εργατοαγροτικό Κόμμα Λετονίας. Το Νοέμβρη του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα σύναψε με αυτό το κόμμα συμφωνία για τη δημιουργία ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, ενώ το 1936 πέτυχε την ενοποίηση της Κομμουνιστικής Νεολαίας και της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, δημιουργώντας την Ένωση Εργαζόμενης Νεολαίας Λετονίας. Έτσι ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό η διάσπαση της εργατικής τάξης της Λετονίας. Γύρω από τους κομμουνιστές συσπειρώνονταν οι αντιφασιστικές δυνάμεις και διαμορφωνόταν το αντιφασιστικό λαϊκό μέτωπο.

Η καταστολή και η τρομοκρατία της φασιστικής δικτατορίας, η οικονομική ύφεση που βάθυνε απότομα με την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το κλείσιμο των επιχειρήσεων και η άνοδος της ανεργίας, η καταναγκαστική μεταφορά των κατοίκων των πόλεων για δουλειά στο χωριό, άναβαν τη φλόγα της επαναστατικής πάλης. Στο τέλος της άνοιξης του 1940 ωρίμασε ολοκληρωτικά η επαναστατική κατάσταση στη Λετονία και το Κομμουνιστικό Κόμμα έκανε τα πάντα, ώστε να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική επανάσταση.

2. Για τα γεγονότα της περιόδου 1939-1940 που προηγήθηκαν της ένταξης της Λετονίας στην ΕΣΣΔ

Η νίκη της σοβιετικής εξουσίας στη Λετονία το καλοκαίρι του 1940 υπήρξε φυσικό επακόλουθο της επαναστατικής πάλης του λετονικού προλεταριάτου, που διάρκεσε σχεδόν μισό αιώνα. Με τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1940 ολοκληρώθηκε στην ιστορία της Λετονίας η περίοδος της επαναστατικής πάλης και άρχισε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στα πλαίσια της αδελφικής οικογένειας των σοβιετικών λαών. Είναι ασύγκριτη η κατάσταση της Λετονίας πριν το 1940 με τη σοβιετική Λετονία των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων.

Ωστόσο τα γεγονότα του 1940 αποτελούν εδώ και 70 χρόνια αντικείμενο οξείας ιδεολογικής διαπάλης. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξακολουθούν να διογκώνουν το λεγόμενο «Ζήτημα της Βαλτικής», προσπαθούν επίμονα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της αποκατάστασης της σοβιετικής εξουσίας, προσπαθούν να παρουσιάσουν τα γεγονότα του 1940 σαν «κατοχή της Λετονίας» και αναγκαστική «ένταξή της» στη Σοβιετική Ένωση.

Οι ιστορικοί της Λετονίας της σοβιετικής περιόδου έχουν ήδη μελετήσει εκτενώς τα γεγονότα και εργάστηκαν για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Όμως η επιμονή και η λεπτολογία της εχθρικής προπαγάνδας απαιτούν τη συνέχιση αυτών των προσπαθειών.

Μιλώντας για τα γεγονότα του 1940 στη Λετονία, είναι καλό να θυμίσουμε τα λόγια του Β. Ι. Λένιν στη συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών του κυβερνείου της Μόσχας το 1918: «Οι επαναστάσεις δε γίνονται κατά παραγγελία, δεν καθορίζονται για τούτη ή εκείνη τη στιγμή, αλλά ωριμάζουν στο προτσές της ιστορικής εξέλιξης και ξεσπούν σε μια στιγμή που καθορίζεται από ένα σύμπλεγμα ολόκληρης σειράς εσωτερικών και εξωτερικών αιτιών». [1]

Στη Λετονία εμφανίστηκε επαναστατική κατάσταση το Σεπτέμβρη του 1939, μαζί με την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που οδήγησε σε παντελώς νέα φαινόμενα στην οικονομική ζωή της Λετονίας. Η οικονομία ήταν πλήρως εξαρτημένη από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης. Οι εμπορικές συναλλαγές μόνο με την Αγγλία και τη Γερμανία (που βρέθηκαν να πολεμούν η μια την άλλη) αποτελούσαν το 70% του συνολικού όγκου των εμπορικών συναλλαγών. Παράλληλα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Λετονίας πραγματοποιούνταν μέσω θαλάσσης. Η κρίση των θαλάσσιων συγκοινωνιών οδήγησε σε κρίση στις πρώτες ύλες και τα καύσιμα, που με τη σειρά τους επέφεραν συντριπτικό χτύπημα στη βιομηχανία της Λετονίας. Ως τον Ιούνη του 1940 κάθε πέμπτος Λετονός εργάτης ήταν άνεργος.

Στα τέλη του 1939 με αρχές του 1940 το καθεστώς Ούλμανις περνούσε και μια βαθιά εσωτερική κρίση. Εξωτερικά αυτό εκδηλώθηκε με τη μορφή της πάλης για την αποκατάσταση του συντάγματος, δηλαδή για την επιστροφή στο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Ο Ούλμανις δεν ήθελε καν να ακούσει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, λίγο πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Λετονία, οι εξωτερικοί πολιτικοί παράγοντες και η διεθνής κατάσταση δεν ήταν λιγότερο σημαντικοί από την εσωτερική κατάσταση στη χώρα. Επιδρούσαν σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική ζωή της Λετονίας, τις διαθέσεις των κατοίκων κλπ.

Η Λετονία ήταν αναγκασμένη να λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα εισβολής των χιτλερικών. Μόνο το σοβιετολετονικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας που συνάφθηκε στις 5 Οκτώβρη του 1939 στη Μόσχα απάλυνε την ένταση. Το σύμφωνο προέβλεπε την παροχή από τη Λετονία στη Σοβιετική Ένωση του δικαιώματος δημιουργίας ναυτικών πολεμικών βάσεων στο Λιέπαϊ και το Βέντσπιλς, καθώς και μερικών αεροδιαδρόμων στο Κούρζεμ. Οι σοβιετικές στρατιωτικές βάσεις ήταν στραμμένες ενάντια στη χιτλερική Γερμανία και διαφύλασσαν την ασφάλεια τόσο της ΕΣΣΔ όσο και της Λετονίας. Και οι δυο πλευρές δεσμεύτηκαν να μη συνάψουν καμία συμμαχία και να μη συμμετέχουν σε συνασπισμούς που να στρέφονται ενάντια σε μια από αυτές.

Στις 18 Οκτώβρη του 1939 συνάφθηκε η σοβιετολετονική εμπορική συμφωνία που προέβλεπε τον τριπλασιασμό της εμπορευματικής κυκλοφορίας μεταξύ των δυο κρατών. Όμως, έχοντας συνάψει την εμπορική συμφωνία με την ΕΣΣΔ και στηρίζοντάς την με κάθε τρόπο στα λόγια, η φασιστική κλίκα του Ούλμανις από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας βάλθηκε να τη σαμποτάρει και να ετοιμάζει τη χώρα και το στρατό για... πόλεμο με την ΕΣΣΔ.

Η κυβέρνηση Ούλμανις ενίσχυσε τις στρατιωτικές επαφές με την Εσθονία και τη Λιθουανία πίσω από την πλάτη της ΕΣΣΔ και ενέτεινε την ιδεολογική επεξεργασία του στρατού, της αστυνομίας κλπ. Η διοίκηση του λετονικού στρατού επεξεργάστηκε ένα πολεμικό σχέδιο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση (τη λεγόμενη «οδηγία για επιστράτευση 5»). Αυτά τα σχέδια αποκάλυψε άθελά του εν μέρει ο ίδιος ο Ούλμανις σε ραδιοφωνική εκπομπή στις 10 Φλεβάρη του 1940.

Από τη στιγμή της άφιξης των σοβιετικών στρατευμάτων στη Λετονία οι μετακινήσεις τους, οι χώροι διαμονής, τα αεροδρόμια και τα πολεμικά πλοία βρίσκονταν υπό διεξοδική παρακολούθηση. Κοντά στις σοβιετικές φρουρές στο Λιέπαϊ και το Βέντσπιλς ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα η αγγλική, η γερμανική και η ιαπωνική κατασκοπία. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ ήταν καλά ενημερωμένη γι’ αυτά τα αντισοβιετικά σχέδια.

Στις 16 Ιούνη του 1940 η σοβιετική κυβέρνηση παρέδωσε στον Φρίτσις Κοτσίνς, πρέσβη της Λετονίας στη Μόσχα, νότα διαμαρτυρίας που υποδείκνυε τις παραβιάσεις του συμφώνου αλληλοβοήθειας και προέβαλε το αίτημα της εγκαθίδρυσης μιας τέτοιας κυβέρνησης, που να τηρεί τίμια τους όρους του συμφώνου. Η κυβέρνηση της Λετονίας αποφάσισε στις 16 Ιούνη του 1940 να δεχτεί τη σοβιετική νότα. Στο τέλος της συνεδρίασης 6 υπουργοί παραιτήθηκαν (οι υπόλοιποι βρίσκονταν στο Ντάουγκαβπιλς στη γιορτή τραγουδιού της Λατγκάλια). Την επόμενη μέρα, στις 17 Ιούνη του 1940, η κυβέρνηση Ούλμανις παραιτήθηκε στο σύνολό της.

Στις 17 Ιούνη του 1940 τμήματα του Κόκκινου Στρατού εισήλθαν στο έδαφος της Λετονίας από το νότο (από την πλευρά της Λιθουανίας) και από την ανατολή. Εισήλθαν ως παράγοντες της ειρήνης και της ασφάλειας, χωρίς να ακουστεί ούτε ένας πυροβολισμός. Κανένα χέρι δε σήκωσε όπλο ενάντια στους πολεμιστές του Κόκκινου Στρατού. Ο Κόκκινος Στρατός δεν παρενέβαινε στις εσωτερικές υποθέσεις, αλλά η παρουσία του αναμφίβολα επέδρασε στις περαιτέρω εξελίξεις. Η λετονική αστική τάξη δεν τόλμησε να εξαπολύσει αιματηρή τρομοκρατία ενάντια στο εργατικό κίνημα της Λετονίας και να καταπνίξει τις επαναστατικές δυνάμεις.

Το διάστημα 17-20 Ιούνη του 1940 ήταν μέρες της επιθανάτιας αγωνίας του καθεστώτος Ούλμανις. Τότε η εργατική τάξη της Λετονίας ξεσηκώθηκε για να ανατρέψει τη φασιστική δικτατορία. Σε πολλές περιοχές διεξάγονταν διαδηλώσεις οργανωμένες από τους κομμουνιστές. Το καθεστώς Ούλμανις άρχισε να καταρρέει. Σε αυτές τις συνθήκες ο Ούλμανις ανακοίνωσε στις 20 Ιούνη τη δημιουργία νέας κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Αυγούστου Κίρχενσταϊν. Δεν υπήρχαν Λετονοί κομμουνιστές στη σύνθεσή της. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν στις φυλακές. Κατά τη σύναψη συμφωνιών με τις λετονικές αρχές, η σοβιετική πλευρά δεν απαιτούσε την απελευθέρωση των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος και την απαραίτητη συμμετοχή τους στη νέα κυβέρνηση.

Ταυτόχρονα, η πολιτική καθοδήγηση της κυβέρνησης πραγματοποιούνταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας. Τα αιτήματα που κατέθεσε το ΚΚΛ στη νέα κυβέρνηση στις 21 Ιούνη του 1940 στη διάρκεια διαδήλωσης έγιναν πρόγραμμα δράσης της κυβέρνησης. Στις ιδιαίτερες συνθήκες του καλοκαιριού του 1940 η λαϊκή κυβέρνηση της Λετονίας πραγματοποιούσε τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η σοσιαλιστική επανάσταση του 1940 στη Λετονία, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της επαναστατικής διαδικασίας της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης είχε και τις ιδιαιτερότητές της.

Πρώτον, ήταν ειρηνική σοσιαλιστική επανάσταση, που επικράτησε χωρίς εμφύλιο πόλεμο, χωρίς την ενεργή αντίσταση της αστικής τάξης. Στην ιστορία της Ευρώπης αυτό είναι ένα πολύ σπάνιο, ίσως μοναδικό φαινόμενο.

Δεύτερον, αυτή η επανάσταση, έχοντας σοσιαλιστικό χαρακτήρα, ήταν ταυτόχρονα και αντιφασιστική επανάσταση, εφόσον ανέτρεψε τη φασιστική δικτατορία και πάρθηκαν πολλά μέτρα για την εξάλειψη των θεσμών του προηγούμενου καθεστώτος και το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής. Γι’ αυτό στα πρώτα στάδια της επανάστασης πάρθηκαν μέτρα δημοκρατικού χαρακτήρα.

Ένα από τα κεντρικά γεγονότα της επανάστασης του 1940 πρέπει να θεωρηθεί η εκλογή του Λαϊκού Σέιμ της Λετονίας, που πραγματοποιήθηκε στις 14 και 15 Ιούλη του 1940. Στις εκλογές συμμετείχαν 1.181.323 εκλογείς ηλικίας από 21 χρονών (94,8%). Το Μπλοκ του Εργαζόμενου Λαού της Λετονίας πήρε 1.155.807 ψήφους (97,8%). 25.516 ψήφοι ήταν κατά.

Ήταν ελεύθερες αυτές οι εκλογές; Πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά, εφόσον κανένας δεν ανάγκαζε τους εκλογείς να πάνε στις κάλπες και ούτε υπήρχε μηχανισμός που να μπορούσε να το κάνει. Δεν υπήρχαν εκλογικοί κατάλογοι, μπορούσε κανείς να ψηφίσει σε οποιοδήποτε εκλογικό τμήμα και σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια. Στο διαβατήριο σημειωνόταν η συμμετοχή στις εκλογές.

Είναι πραγματικά τα αποτελέσματα των εκλογών; Ναι, αυτό μπορεί να ελεγχθεί από τα έγγραφα όλων των εκλογικών τμημάτων και υπο-τμημάτων που διατηρήθηκαν στα αρχεία. Ωστόσο, μόνο τα έγγραφα δεν μπορούν να απεικονίσουν τα πραγματικά αποτελέσματα. Στα εκλογικά τμήματα και τα υπο-τμήματα τις ψήφους δεν τις καταμετρούσαν μόνο οι κομμουνιστές και οι οπαδοί τους, αλλά και εκατοντάδες υπάλληλοι του πρώην κρατικού μηχανισμού και εκπρόσωποι των αστικών κύκλων. Πού είναι οι αποκαλύψεις της «πλαστογράφησης των εκλογών» από αυτούς τους ανθρώπους; Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.

Το 1940-1941 στη Λετονική ΣΣΔ συντελέστηκαν βαθιές κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς της ζωής. Άρχισε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας στη χώρα μας, στις 22 Ιούνη του 1941, διέκοψε αυτή την ειρηνική διαδικασία.

3. Οι ελιγμοί των χιτλερικών πρακτόρων στη Λετονία έως το 1940. Για τη στήριξη του κατοχικού καθεστώτος στη Λετονία από τους ντόπιους συνεργάτες

Ήδη από την περίοδο της προετοιμασίας για πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, η κατασκοπία της φασιστικής Γερμανίας χρησιμοποιούσε πλατιά τους Λετονούς αστούς εθνικιστές. Διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες γι’ αυτό, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, μετά τη ραγδαία και αναίμακτη σοσιαλιστική επανάσταση στη Λετονία. Η Σοβιετική εξουσία ήταν μεγαλόψυχη ως προς τον ηττημένο εχθρό. Γι’ αυτό, όσοι είχαν την εξουσία, ούτε συνελήφθησαν ούτε δικάστηκαν, αν και πολλοί εργάτες εξέφρασαν πολλές φορές τη δυσαρέσκειά τους γι’ αυτή τη γενική συγχώρεση, για τη «γενική αμνηστία» που δόθηκε στους ηγέτες της φασιστικής δικτατορίας και τους υπηρέτες τους. Μόνο όταν η αστική τάξη άρχισε να δημιουργεί παράνομες οργανώσεις και να συσπειρώνει δυνάμεις για ένοπλη πάλη, στη σοβιετική εξουσία δεν έμενε παρά να καλέσει τους αντεπαναστάτες σε απολογία.

Σχεδόν όλες οι αστικές-εθνικιστικές παράνομες ομάδες συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τα χιτλερικά κατασκοπευτικά όργανα, που άρχισαν να εμφανίζονται το χειμώνα του 1940-41 και συσπείρωσαν στις γραμμές τους κύρια τους πρώην Άιζσαργκ (σ.μ. μέλη φασιστικής ένοπλης οργάνωσης), αστυνομικούς, μέρος των αξιωματικών του αστικού στρατού, κουλάκους και πρώην υπαλλήλους της κρατικής μηχανής του Ούλμανις.

Τα μέλη της αντισοβιετικής παρανομίας στη Λετονία επιδίωκαν πυρετωδώς (και αποκαταστούσαν) επαφές με την κατασκοπία του «τρίτου ράιχ», μάζευαν γι’ αυτή μυστικές πληροφορίες. Έτσι οι εξτρεμιστικές ομάδες της λετονικής αστικής τάξης μετατράπηκαν σταδιακά σε βοηθητικό μηχανισμό των μυστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας, σε «πέμπτη φάλαγγα», πράγμα που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για το σοβιετικό κράτος και την ασφάλεια των συνόρων του.

Σε αυτές τις συνθήκες καμία κρατική εξουσία δε θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Ούτε η Σοβιετική εξουσία παρέμεινε παθητικός παρατηρητής. Μέχρι τον πόλεμο κατορθώθηκε να εξαλειφθούν τέσσερα γερμανικά κατασκοπευτικά κέντρα, τα οποία ήταν στενά συνδεδεμένα με τις τοπικές αντισοβιετικές οργανώσεις και ομάδες.

Σε αυτές τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης η Σοβιετική κυβέρνηση πήρε έκτακτα μέτρα. Στις 14 Ιούνη του 1941 εκτοπίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές της ΕΣΣΔ 5.520 οικογένειες πολιτών της Λετονικής ΣΣΔ, συνολικά 9.926 άτομα. Ταυτόχρονα συνελήφθησαν 455 άτομα. Συνολικά αυτή η κίνηση αφορούσε 14.476 άτομα.

Ήταν ένα αναγκαστικό μέτρο που προκλήθηκε πρώτα και κύρια από την ανάγκη εξασφάλισης της αμυντικής ικανότητας της Λετονίας και ολόκληρης της ΕΣΣΔ, ένα μέτρο που δεν αποκλείεται στα πλαίσια της διεθνούς πρακτικής. Αργότερα, στα χρόνια της κατοχής, αυτό αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν και οι μυστικές υπηρεσίες της χιτλερικής Γερμανίας. Έτσι, στην αναφορά της ασφάλειας και της υπηρεσίας ασφάλειας (SD) της Λετονίας που συντάχθηκε το Δεκέμβρη του 1942 σημειώνεται ότι η απομόνωση (σύλληψη και εκτοπισμός) περίπου 5.000 ατόμων, που είχαν σχέση με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, επέφερε μεγάλο πλήγμα στις αστικές-εθνικιστικές παράνομες ομάδες.

Ο πόλεμος έφτασε στο έδαφος της Λετονίας στις 22 Ιούνη του 1941, στις 4 το πρωί, όταν μια ομάδα της στρατιάς «Βορράς» και πλοία του γερμανικού πολεμικού ναυτικού επέφεραν χτυπήματα από ξηράς και αέρα. Το πρώτο χτύπημα κατευθυνόταν ενάντια στο Λιέπαϊ, στη βάση του Κόκκινου στόλου της Βαλτικής.

Το πρωί της 29ης Ιούνη άρχισε η μάχη για τη Ρίγα. Παρά την ηρωική αντίσταση στη μαζική επίθεση των χιτλερικών, οι υπερασπιστές της πόλης αναγκάστηκαν να αφήσουν την πρωτεύουσα της Λετονίας, επειδή υπήρχε κίνδυνος περικύκλωσης.

Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας και η ΚΕ του ΚΚ(μπ) Λετονίας απομακρύνθηκαν από τη Ρίγα στις 27 Ιούνη και ανανέωσαν τη δουλειά τους στη Βάλκα. Ωστόσο, τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιούλη, βάσει εντολής της διοίκησης του βορειοδυτικού μετώπου, τα σοβιετικά στρατεύματα και τα διοικητικά όργανα της Λετονικής ΣΣΔ άφησαν τη Βάλκα. Το έδαφος της Δημοκρατίας πέρασε στα χέρια των γερμανοφασιστών κατακτητών.

Για τη στήριξη του κατοχικού καθεστώτος στη Λετονία η γερμανική διοίκηση δημιούργησε ειδικά όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης. Στη σύνθεσή τους εντάχθηκαν πρώην κρατικοί υπάλληλοι, μια σειρά δημόσια πρόσωπα, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της εθνικής αστικής τάξης. Οι υποστηρικτές του κατοχικού καθεστώτος συμμετείχαν ενεργά μαζί με τους φασίστες στη μαζική καταστολή ενάντια στους άμαχους πολίτες. Στα χρόνια της χιτλερικής κατοχής στο έδαφος της Λετονίας δολοφονήθηκαν συνολικά περίπου 150 χιλιάδες άμαχοι, μεταξύ των οποίων πάνω από 75 χιλιάδες Εβραίοι. Περίπου 50 χιλιάδες φυλακίστηκαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πάνω από 280 χιλιάδες μεταφέρθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία ή μετανάστευσαν. Συνολικά στα χρόνια του πολέμου ο πληθυσμός της Λετονίας μειώθηκε σχεδόν κατά 450 χιλιάδες.

Το Φλεβάρη του 1943 ο Χίτλερ εξέδωσε διαταγή για τη δημιουργία Λετονικής Εθελοντικής Λεγεώνας στη σύνθεση του γερμανικού στρατιωτικού σχηματισμού Βάφεν Ες Ες. Οι μονάδες αυτής της λεγεώνας δε συμμετείχαν μόνο στις μάχες ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, αλλά και στις αποστολές τιμωρίας ενάντια στον άμαχο πληθυσμό στο έδαφος των κατεχόμενων από τα φασιστικά στρατεύματα περιοχών.

Ο πόλεμος έδειξε πως η λετονική κοινωνία δεν είχε φτάσει ακόμη σε ενιαία αντίληψη για την προοπτική της ανάπτυξης της δημοκρατίας και ότι υπήρχαν ακόμη υπέρμαχοι της επιστροφής στο αστικό παρελθόν, μεταξύ των οποίων και υπέρμαχοι της ένοπλης αντίστασης, η οποία συνεχιζόταν ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Παράλληλα αποδείχτηκε στην πράξη πως η πλειοψηφία του πληθυσμού της Λετονίας επέλεξε το σοσιαλισμό.

4. Για το παρτιζάνικο κίνημα στη Λετονία και τις πολεμικές επιχειρήσεις των λετονικών τμημάτων του Κόκκινου Στρατού στη διάρκεια της απελευθέρωσης της δημοκρατίας

Η παράνομη πάλη των Σοβιετικών στα μετόπισθεν των γερμανοφασιστών κατακτητών αποτελεί φωτεινή σελίδα στα χρονικά του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Η ανάδειξη της ιστορίας του παράνομου αντιφασιστικού κινήματος στο προσωρινά κατεχόμενο έδαφος της Λετονικής ΣΣΔ, που μόλις πριν ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο μπήκε στο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης στη σύνθεση της ΕΣΣΔ, έχει μεγάλη σημασία, διότι το παρτιζάνικο κίνημα στη Λετονία εξαιτίας ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών έγινε μαζικό μόλις στο τέλος του 1943 - αρχές του 1944. Κατά τη διάρκεια των πρώτων δυόμισι χρόνων της χιτλερικής κατοχής, δηλαδή από τον Ιούλη του 1941 έως την αρχή του 1944, τις διαθέσεις της κύριας μάζας των εργαζόμενων της Λετονίας (πριν από την άφιξη των κατακτητών στο βάθος της Σοβιετικής Ένωσης πρόλαβαν και μεταφέρθηκαν μόλις το 2 με 2,5% των κατοίκων της Λετονικής ΣΣΔ) εξέφραζε η παράνομη αντιφασιστική πάλη. Κάνοντας εκτίμηση του ρόλου αυτού του κινήματος στην πάλη του λετονικού λαού στα μετόπισθεν του εχθρού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής δεν κατορθώθηκε να δημιουργηθούν παράνομες επιτροπές του Κομμουνιστικού Κόμματος (το φθινόπωρο του 1942 μόνο στη Ρίγα υπήρχε παράνομη κομματική οργάνωση). Οι παράνομες επιτροπές περιφέρειας και περιοχής του ΚΚ(μπ) Λετονίας που δρούσαν το 1943-1944 καθοδηγούσαν μόνο τις κομματικές οργανώσεις βάσης των ταξιαρχιών και αποσπασμάτων των παρτιζάνων. Μια από τις αιτίες αυτής της κατάστασης ήταν ότι στη νεαρή σοβιετική δημοκρατία μετά από είκοσι χρόνια αστικής δικτατορίας η κομματική οργάνωση ήταν σχετικά ολιγάριθμη. Στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Λετονίας (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους κομμουνιστές που υπηρέτησαν στις στρατιωτικές μονάδες στο έδαφος της Λετονικής ΣΣΔ) την 1η Ιούνη του 1941 υπήρχαν μόλις 5.057 άτομα (3.059 μέλη του κόμματος και 1.998 υποψήφια μέλη του κόμματος. Ο πληθυσμός το 1940 ήταν 1.886.000 άτομα). Στις κατεχόμενες από τον εχθρό περιοχές της Λετονίας παρέμειναν περίπου 400 κομμουνιστές, αλλά από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της κατοχής το μεγαλύτερο μέρος τους συνελήφθηκε και εκτελέστηκε.

Στις διαμορφωθείσες συνθήκες η ΚΕ του ΚΚ(μπ) Λετονίας, καθώς και η ομάδα εργασίας και οι παράνομες επιτροπές του κόμματος μπορούσαν να στηρίζουν τη δραστηριότητά τους στο προσωρινά κατεχόμενο έδαφος της Δημοκρατίας, κυρίως στις παράνομες οργανώσεις και ομάδες που στη μορφή ήταν αντιφασιστικές, ενώ στην ουσία, στον ταξικό τους προσανατολισμό, ήταν κομμουνιστικές. Γι’ αυτό οι αντιδραστικοί ιστορικοί και οι Λετονοί αστοί μετανάστες στη Δύση προσπαθούν να πλαστογραφήσουν την ιστορία της αντιφασιστικής πάλης που διεξήγαγε ο λετονικός λαός και ιδιαίτερα η πρωτοπορία του, η εργατική τάξη, υπό την καθοδήγηση του ΚΚ Λετονίας, ενάντια στους χιτλερικούς κατακτητές και τους ακολούθους τους, τους Λετονούς αστούς εθνικιστές. Οι αστοί διαστρεβλωτές της ιστορίας κάνουν τα πάντα για να πείσουν τον κόσμο ότι στη Λετονία η πάλη ενάντια στους χιτλερικούς κατακτητές δεν ήταν καθόλου πάλη για τη Σοβιετική εξουσία.

Την 1η Μάρτη του 1942 το Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ(μπ) Λετονίας πήρε την απόφαση να ετοιμάσει και να στείλει στο έδαφος της κατεχόμενης Λετονίας καθοδηγητές του παρτιζάνικου κινήματος και του παράνομου κόμματος. Με τη στήριξη της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) και της Σοβιετικής κυβέρνησης εκπαιδεύτηκαν, εξοπλίστηκαν και στάλθηκαν πέρα από τη γραμμή του μετώπου περίπου 700 εθελοντές, που χωρίζονταν σε μερικά αποσπάσματα και ομάδες.

Ως το 1944 το παρτιζάνικο κίνημα εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλη τη Λετονία. Δημιουργήθηκαν 24 αποσπάσματα παρτιζάνων, 33 υποαποσπάσματα και πολλές ξεχωριστές διμοιρίες και ομάδες. Συνολικά στο παρτιζάνικο κίνημα της Λετονίας συμμετείχαν περίπου 20.000 άτομα. Οι χιτλερικοί κατεύθυναν ενάντια στις βάσεις των παρτιζάνων πάνω από 100 αποστολές τιμωρίας. Εκτέλεσαν χιλιάδες φίλους των παρτιζάνων. Ωστόσο δεν κατάφεραν να σταματήσουν το παρτιζάνικο κίνημα που εξαπλωνόταν.

Η απελευθέρωση της επικράτειας της Λετονίας από τα στρατεύματα των χιτλερικών κατακτητών διάρκεσε 10 μήνες, από τον Ιούλη του 1944 έως το Μάη του 1945. Σε αυτές τις μάχες πήραν μέρος σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα 19 στρατιές, στις γραμμές των οποίων μάχονταν πολεμιστές διαφόρων εθνικοτήτων. Περίπου 150 χιλιάδες Σοβιετικοί πολεμιστές έπεσαν στις μάχες στη λετονική γη, σε 320 πολεμιστές απονεμήθηκε ο τίτλος του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.

Στην απελευθέρωση της Λετονικής ΣΣΔ συμμετείχαν και λετονικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί: το 130ο λετονικό σώμα στρατού, το 1ο λετονικό αεροπορικό σύνταγμα, λετονικά αποσπάσματα παρτιζάνων.

Στις 18 Ιούλη του 1944 τα αποσπάσματα της 43ης επίλεκτης μεραρχίας πέρασαν τα σύνορα της Λετονικής ΣΣΔ και κατέλαβαν την πρώτη κατοικημένη περιοχή της Δημοκρατίας, το Σκιάουνε. Μετά από αυτό, το λετονικό σώμα συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις στο Ρέζεκνενσκ-Νταουγκαβπίλσκ, στο Κρουστπίλσκ, στο Μαντόνσκ και στη Ρίγα.

Στις 16 Οκτώβρη του 1944 τμήματα του 130ου λετονικού σώματος στρατού μπήκαν στην απελευθερωμένη Ρίγα συνοδευόμενοι από τις θερμές επευφημίες των κατοίκων.

Στις 9 Μάη του 1945 στο Πλάνι (δίπλα στον ποταμό Ίμουλα) τμήματα της 43ης λετονικής επίλεκτης μεραρχίας πεζικού αποδέχτηκαν την παράδοση των φασιστικών στρατευμάτων (της 24ης μεραρχίας πεζικού και μέρους των αποσπασμάτων της 19ης μεραρχίας της λετονικής λεγεώνας των ΣΣ).

Στα χρόνια του πολέμου ο πληθυσμός της Λετονικής ΣΣΔ μειώθηκε κατά 450 χιλιάδες (σχεδόν κατά 24%). Από αυτές, 280 χιλιάδες Λετονοί βρέθηκαν στο εξωτερικό. Στην πάλη ενάντια στους γερμανοφασίστες κατακτητές έπεσαν πάνω από 100 χιλιάδες άμαχοι Λετονοί. Η λαϊκή οικονομία υπέστη τεράστιες απώλειες.

Η ιστορία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου μαρτυρά παραστατικά ότι μόνο με τις δικές του δυνάμεις ο λαός της Λετονίας δε θα κατάφερνε να αποτινάξει το ναζιστικό ζυγό, να νικήσει την τεράστια πολεμική μηχανή της φασιστικής Γερμανίας. Η νίκη στον πόλεμο μας διδάσκει ότι: Η ανίκητη δύναμη του λετονικού λαού βρίσκεται στην πίστη του στην αδελφότητα των σοβιετικών λαών, μαζί με τους οποίους υπερασπίστηκε την ελευθερία, τον εθνικό πολιτισμό, τη δυνατότητα της ολόπλευρης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.

Γι’ αυτό είναι ακόμη πιο οδυνηρό να παρατηρούμε τώρα, κατά την 65η επέτειο της Νίκης του σοβιετικού λαού στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, τις επίμονες επιδιώξεις των πολιτικών δυνάμεων της Λετονίας που βρίσκονται στην εξουσία να βρουν τρόπο να «ξεπλύνουν» και να δικαιολογήσουν το φασισμό και τη μισάνθρωπη ιδεολογία του. Η άδεια για διεξαγωγή φιλοφασιστικών διαδηλώσεων στη Ρίγα και σε άλλες πόλεις της Δημοκρατίας, η διάθεση χρημάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό για συντήρηση των τάφων των πολεμιστών της φασιστικής λεγεώνας των «Βάφεν - Ες Ες» και η πλήρης έλλειψη χρηματοδότησης για την αναστήλωση και τη συντήρηση των τόπων μαζικής ταφής των πολεμιστών του Κόκκινου Στρατού, η άθλια διαβίωση των βετεράνων του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, των αντιφασιστών και η συνεχής αύξηση των συντάξεων και των παροχών στους λεγόμενους εθνικούς παρτιζάνους, στα μέλη των μεταπολεμικών συμμοριών που πάλευαν μεταπολεμικά ενάντια στη νόμιμη σοβιετική εξουσία, αποτελούν απόδειξη της στήριξης των πρώην φασιστών στη Λετονία σε κρατικό επίπεδο.

Πίσω από όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την επιδίωξη των εθνικιστικών δυνάμεων στη δημοκρατία να δώσουν μια διαφορετική εκτίμηση της ιστορίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου από αυτή που διαμορφώθηκε στον κόσμο. Όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες που όλος ο κόσμος, με επικεφαλής τη Ρωσία και τις χώρες της αντιχιτλερικής συμμαχίας, γιορτάζουν τα 65χρονα της Νίκης επί της φασιστικής Γερμανίας.

Το Σοσιαλιστικό κόμμα Λετονίας καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης και ξεπλύματος του φασισμού, κάθε προσπάθεια μείωσης του άθλου των νικητών του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ως ακόμη μια πρόκληση από τους ρεβανσιστές, που πρέπει να απαντηθεί αντίστοιχα, θεωρούμε την αναγγελθείσα στις 17 Μάη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για την υπόθεση του Κόκκινου παρτιζάνου Βασίλι Μακάροβιτς Κόνονοφ. Η πάλη συνεχίζεται.


[1] Β.Ι. Λένιν, Άπαντα. τ. 36, σελ. 531 (ελληνική έκδοση).