Η κοινωνική ασφάλιση με τη μορφή που εμφανίστηκε το 1945 ήταν αποτέλεσμα ενός διαρκούς αγώνα που επιδίωκε να αναγκάσει τα αφεντικά να πληρώσουν για τα ρίσκα που ήταν συνυφασμένα με το σύστημά τους. Η ζωή για τους εργαζόμενους στο καπιταλιστικό σύστημα είναι γεμάτη αβεβαιότητα. Γι’ αυτό από την εμφάνιση του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι πάλευαν να διατηρήσουν ένα εισόδημα, όταν πια δε θα είναι ικανοί να εργάζονται λόγο ανεργίας, ασθένειας ή γηρατειών. Οι καπιταλιστές δεν αμείβουν τον εργάτη για όλη την αξία που παράγει. Οι μισθοί καθορίζονται από τις ανάγκες των εργατών για να επιβιώσουν, να φροντίσουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους. Επομένως, τα αποθέματα που μπορούν να συσσωρεύσουν είναι μηδαμινά ή ανύπαρκτα. Η κοινωνική ασφάλιση γεννήθηκε από τη ζωτική ανάγκη των εργατών να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.
Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο στο Βέλγιο εμφανίστηκε η κοινωνική ασφάλιση όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, με το διάταγμα-νόμο της 28ΗςΔεκέμβρη του 1944. Ο νεωτερισμός αφορούσε την υποχρέωση των εργοδοτών να καταβάλλουν μια σταθερή συνδρομή, ώστε να διασφαλίζεται η καθολική ασφάλιση: για συντάξεις, για την υγεία, τις αναπηρικές παροχές, τα επιδόματα ανεργίας, τα οικογενειακά επιδόματα και τα επιδόματα αδείας για κάθε μισθωτό. Μέχρι τότε τα αφεντικά πλήρωναν μόνο για τους δικούς τους εργάτες. Έτσι υλοποιήθηκε τελικά το αίτημα που είχε τεθεί από το 1890, καθώς και στη γενική απεργία το 1936.
Οι Βέλγοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες αρέσκονται να πείθουν ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι κατάκτηση του κόμματός τους και του ηγέτη του, Achille Van Acker. Στην πραγματικότητα ο φόβος της εξάπλωσης του σοσιαλισμού ανάγκασε τους εργοδότες να προχωρήσουν σε αυτή τη μεταρρύθμιση.
Το 1944 το Βελγικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCB) και η ΕΣΣΔ ήταν τρομερά δημοφιλείς. Το PCB ήταν το μόνο προπολεμικό κόμμα που δεν είχε δεσμούς με τη νέα τάξη και παρουσιαζόταν με αυτό τον τρόπο στον πληθυσμό. Το καθολικό και το φιλελεύθερο κόμμα εξαφανίστηκαν ως πολιτικά κόμματα. Ο σοσιαλιστής ηγέτης De Man τέθηκε στην υπηρεσία των κατοχικών και διέλυσε το POB ήδη από το 1940.
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της κατοχής οι κομμουνιστές οργάνωσαν απεργίες. Το Μάη του 1941 το κόμμα κάλεσε σε συγκρότηση του Front de l’ indépendance (Μετώπου Ανεξαρτησίας), ενός πλατιού ενωτικού λαϊκού κινήματος αντίστασης στον εχθρό. Δύο χιλιάδες κομμουνιστές θυσιάστηκαν αντιστεκόμενοι στο φασισμό.
Στο τέλος του πολέμου η συμπάθεια προς τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ ήταν τεράστια. Στο Βέλγιο ο αριθμός των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος αυξήθηκε από 12.000 τον καιρό της απελευθέρωσης το Σεπτέμβρη του 1944, σε 103.000 τον Αύγουστο του 1945.
Η αστική τάξη βιαζόταν να πάρει μέτρα για να καταπνίξει το λαϊκό ξεσηκωμό που εμπνεύστηκε από τον κομμουνισμό. Ο Robert Vandeputte ήταν πρόεδρος της Εκδοτικής Τράπεζας (Banque d’ Emission) που δούλευε για τους Γερμανούς στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου και μετά από μερικές δεκαετίες έγινε Υπουργός Οικονομικών. Σύμφωνα με αυτόν «...το 1944 οι επιχειρηματικοί ηγέτες ανησυχούσαν για τις επαναστατικές τάσεις. Ο κομμουνισμός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Ο φόβος τους για απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις ήταν βάσιμος...». [5]
Με σκοπό τη διατήρηση του καπιταλισμού σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή οι εργοδότες χρειάζονταν σοσιαλιστές που θα αναλάμβαναν την υπεράσπιση της ανοικοδόμησης. Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Van Acker, που υπήρξε συνδικαλιστικός ηγέτης και είχε συνεργαστεί στενά με τις κατοχικές δυνάμεις, χέρι-χέρι με τον Henri De Man, πρόεδρο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (POB), καθοδήγησαν τους Βέλγους μισθωτούς στα πιο δύσκολα χρόνια της ιστορίας τους.
Για τους Βέλγους εργοδότες διακυβεύονταν τεράστια συμφέροντα. Η πλειοψηφία τους είχε συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις. Είχαν το πιστόλι στον κρόταφο και έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις. Έπρεπε να αποφύγουν «τα χειρότερα», δηλαδή ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα, που το στήριζαν οι ένοπλοι αντάρτες και που εμπνεόταν από την πρόοδο του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου η αστική τάξη ετοιμαζόταν στρατιωτικά γι’ αυτή τη στιγμή. Σύμφωνα με τον Georges de Lovinfosse, έναν πράκτορα που κρατούσε σε επαφή την εξόριστη στο Λονδίνο κυβέρνηση και το κατοχικό Βέλγιο: «Υπήρχε πραγματικό ρίσκο η ένοπλη αντίσταση, την οποία θέλαμε να ελέγχουμε, να διαφύγει από τον έλεγχό μας [...] ένας εξαπλωμένος ξεσηκωμός θα μπορούσε να προκαλέσει στο Βέλγιο λουτρό αίματος [...] Η αποστολή μου ήταν να κρατώ συνεχώς την εξέγερση υπό έλεγχο [...] Το κρίσιμο πρόβλημα ήταν: Ποιος θα αναλάμβανε στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία την περίοδο μεταξύ της απελευθέρωσης και της επιστροφής των βελγικών αρχών;» [6]
Από την άλλη πλευρά, μέσω μυστικών διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε συμφωνηθεί μια στρατηγική κοινωνικών παραχωρήσεων. Από το 1942, κάπου είκοσι μέλη του διοικητικού προσωπικού του Βελγικού Χριστιανικού Συνδικάτου CSC μαζεύονταν κατά τακτικά χρονικά διαστήματα υπό την ηγεσία του προέδρου τους Auguste Cool. Σύμφωνα με τον Cool: «Οι μέρες μετά την απελευθέρωση θα είναι κρίσιμες. Τότε είναι που θα αποφασίσουμε αν θέλουμε μια νέα περίοδο αναταραχής, ταξικής πάλης, έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των εργατών και των εργοδοτών, διάσπασης στα πλαίσια των εργοστασίων και των επιχειρήσεων ή συνεργασία [...] Επιθυμούμε τη συνεργασία, γι 'αυτό θα πρέπει να κάνουμε το παν για να αποφύγουμε τις αναταραχές, τις απεργίες και τις διενέξεις». [7]
Σε μυστικές συζητήσεις τα αφεντικά προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αφοσίωση των σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατών διαπραγματευτών. Ο καθηγητής Deleeck, που υπήρξε συγκλητικός των χριστιανοδημοκρατικών, έγραφε για εκείνη την περίοδο: «Στο Βέλγιο η θεσμική ανάπτυξη του διαλόγου για την οικονομία και την κοινωνική ασφάλιση επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με μυστικές συζητήσεις μεταξύ των εργοδοτών και των ηγετών των εργατών που ανήκαν σε όλες τις ιδεολογικές τάσεις. [...] Οι εργάτες υποχρεώθηκαν να δεχτούν την εξουσία των αφεντικών στις επιχειρήσεις (δηλαδή, να αποκηρύξουν την αρχή της εθνικοποίησης των επιχειρήσεων) και να συνεργαστούν με πίστη στην εντατικοποίηση της εθνικής παραγωγής». [8]
Η επόμενη κρίσιμη πρόταση εισήχθηκε κοινή συναινέσει στο Κοινωνικό Σύμφωνο του 1944 : «Οι εργάτες σέβονται τη νομική εξουσία των διευθυντών της εταιρίας και δεσμεύονται να επιτελούν τη δουλειά τους και να παραμένουν πιστοί στο καθήκον τους». [9] Ενα σχόλιο που δημοσιεύτηκε σε έντυπο του χρηματιστηρίου επιβεβαίωσε ότι: «Αυτό το απόκομμα απεικονίζει τέλεια αυτό στο οποίο στόχευαν οι προωθητές του συγκεκριμένου συμφώνου: τη δημιουργία μιαw δομής που να μπορεί να ανεγείρει φραγμούς ενάντια στην καθιέρωση του κρατικού ελέγχου, πράγμα που ενθάρρυνε ο ανερχόμενος κομμουνισμός». [10]
Έτσι, αν και οι φόβοι της αστικής τάξης ήταν πραγματικοί, εν μέρει δεν ήταν βάσιμοι. Το Βελγικό Κομμουνιστικό Κόμμα έκανε καλά που ενώθηκε με την πατριωτική αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέμου, ταυτόχρονα όμως παραιτήθηκε από το αυτόνομο πρόγραμμά του. Έμεινε στο να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Μετώπου ανεξαρτησίας (Front de l’ indépendance), στο οποίο η αστική τάξη ένταξε τη φράση «σεβασμός στις συνταγματικές ελευθερίες» (σημείο 6 του προγράμματος), δηλαδή διατήρηση του αστικού κράτους, της αστικής τάξης. Δεν προσπάθησε να ανεβάσει τις επιδιώξεις των αγωνιστών της Αντίστασης πέραν του να «εκδιώξουν τους κατακτητές». Ωστόσο, ο λαός δεν αγωνιζόταν μόνο για να εκδιώξει τον εχθρό. Η πάλη του στόχευε και στην εγκαθίδρυση μιας δίκαιης αδελφικής κοινωνίας, μετά από τόσα χρόνια τρόμου. Το μόνο που επιδίωκε το PCB για τη μεταπολεμική περίοδο ήταν να μαζέψει μερικά ψίχουλα εξουσίας με το να συμμετέχει στην κυβέρνηση. Σύντομα μετά την απελευθέρωση, το Μέτωπο ανεξαρτησίας κάλεσε σε αποκατάσταση του κράτους, των θεσμών του, των «συνταγματικών ελευθεριών του». Ανακάλεσε την προπολεμική βελγική κυβέρνηση από το Λονδίνο για να κυβερνήσει τη χώρα, ενώ αυτή ακριβώς η κυβέρνηση έκανε τα πάντα για να προστατέψει τους Βέλγους φασίστες και να φυλακίσει τους κομμουνιστές. Το πρόγραμμα του Μετώπου ανεξαρτησίας, που εγκρίθηκε από το PCB, μεριμνούσε και για την εξάλειψη του κινήματος Αντίστασης μέσω της ενσωμάτωσής του στον επίσημο βελγικό στρατό, υπό το πρόσχημα ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ενώ όλοι γνώριζαν ότι το τέλος του ήταν κοντά και ήταν αναπόφευκτο. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να αφοπλιστεί το κίνημα της Αντίστασης.
Ο φόβος της ΕΣΣΔ, της εξουσίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, η άμεση και έμμεση επιρροή τους στο συνδικαλισμό αποδυνάμωσαν την αντίσταση της αστικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη και οδήγησε σε κοινωνική πρόοδο. Αυτό φαίνεται καθαρά αν συγκρίνουμε τις κρατήσεις για φόρους και κοινωνική ασφάλιση (σε σύγκριση με το ΑΕΠ) στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία. Και οι εθνικοποιήσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Για παράδειγμα, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας ο ντε Γκολ κατέφυγε σε μαζικές εθνικοποιήσεις: των ορυχείων του Nord-Pas-de-Calais, των Renault και Air France, του ενεργειακού τομέα, των ναυπηγείων, τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, ταμιευτηρίων και 34 ασφαλιστικών εταιριών. Αυτό οδήγησε στις καπιταλιστικές χώρες σε αύξηση των δημοσίων δαπανών σε σύγκριση με τις συνολικές εθνικές δαπάνες.
Το μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν:
1913
|
1929
|
1940
|
1950
|
1955
|
1960
|
1965
|
1970
|
7,1%
|
8,1%
|
12,4%
|
24,6%
|
27,8%
|
28,1%
|
30,0%
|
33,2%
|
Το μερίδιο των δημοσίων δαπανών (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης) στο καθαρό κοινωνικό προϊόν της Γερμανίας, στη συνέχεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. [11]
1913
|
1928
|
1950
|
1959
|
1961
|
1969
|
15,7%
|
27,6%
|
37,5%
|
39,5%
|
40,0%
|
42,5%
|
Έως και τη δεκαετία του 1980 οι συνδικαλιστικοί ηγέτες της Δυτικής Γερμανίας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο σχεδόν θρυλικός πρόεδρος της IG-Metall, Otto Brenner, γνώριζαν από την πείρα τους ότι «κατά τις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά, ένας αόρατος μα αντιληπτός συνεταίρος ήταν πάντα παρών στο τραπέζι: η σοσιαλιστική ΓΛΔ (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία -Ανατολική Γερμανία)». [12]
Ένας Γερμανός συνδικαλιστής έγραψε: «Σίγουρα δεν ήμουν υποστηρικτής της ΓΛΔ. Αλλά εκείνες τις μέρες υπήρχε ορισμένη πίεση κατά τις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Εκείνες τις μέρες υπήρχαν κατακτήσεις στη ΓΛΔ: καταβολή μισθών όταν αρρώσταιναν τα παιδιά, παράταση του αμειβόμενου χρόνου διακοπών, μια ελεύθερη αμειβόμενη μέρα το μήνα για τις γυναίκες, κανόνες προστασίας των μητέρων και των παιδιών, συνολική προστασία ενάντια στις απολύσεις, πληρωμή των υπερωριών, όλα αυτά είχαν έμμεση επίπτωση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία». [13]