Η συμβολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης στο εργατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα του Βελγίου


Χέρβιγκ Λερούζ, συντάκτης του περιοδικού «Ετούντ Μαρξίστ» και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του Κόμματος Εργασίας Βελγίου.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μακράν τα πιο σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα. Όχι μόνο για το σοβιετικό λαό, που σε σαράντα μόλις χρόνια ξεπέρασε τη δουλοπαροικία, το οπισθοδρομικό οικονομικό σύστημα, την ακραία φτώχεια, την αγραμματοσύνη και την αποικιακή καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων και οικοδόμησε ένα σύγχρονο κράτος, τη δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο οικονομία, μια χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό μηχανικών και επιστημόνων, την πρώτη χώρα στον κόσμο που έθεσε σε τροχιά δορυφόρο, μια χώρα στην οποία ζούσαν 70 εθνότητες, τη μόνη χώρα που ήταν ικανή να σταματήσει την πολεμική μηχανή των Ναζί, τη στιγμή που οι καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης παραδόθηκαν μόλις σε λίγες εβδομάδες. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν σημαντικά μόνο για το σοβιετικό λαό. Η Οκτωβριανή επανάσταση και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μακράν τα πιο σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα για τα έθνη που αποτελούσαν αποικίες και ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Επιπρόσθετα, θα ήταν δύσκολο να υπερεκτιμηθεί η συμβολή της Οκτωβριανής επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης. Με την ανατροπή της ρωσικής αστικής τάξης το 1917, η αστική τάξη όλου του κόσμου συνειδητοποίησε ότι η εργατική τάξη είναι πράγματι σε θέση να τη νικήσει, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να εγκαθιδρύσει μια νέα κοινωνική δομή. Τον Οκτώβρη του 1917, για πρώτη φορά στην ιστορία η ανθρωπότητα, η εργατική τάξη πήραν τη γη, τα εργοστάσια, το μεταφορικό σύστημα και το δίκτυο διανομής από τους ιδιοκτήτες γης και τους καπιταλιστές και τα έκαναν κοινωνική ιδιοκτησία. Αντικατέστησαν το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα με τη σοσιαλιστική εξουσία των Σοβιέτ των εργατών και των αγροτών.

Η Οκτωβριανή επανάσταση απέδειξε την αποτελεσματικότητα του επαναστατικού δρόμου και αποκάλυψε την ψευδαίσθηση του ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα από εκλογές, που προωθούσε η σοσιαλδημοκρατία. Από τότε η σοσιαλδημοκρατία δεν κατάφερε πουθενά να αποδείξει το αντίθετο. Η Χιλή του Αλιέντε είναι καλή υπενθύμιση αυτού.

Αντίδραση σε δυο αντίθετες κατευθύνσεις

Ο φόβος της «μόλυνσης» με επαναστατικότητα διαδόθηκε αμέσως σε όλη την ευρωπαϊκή αστική τάξη. Σύμφωνα με το Γερμανό κομμουνιστή ιστορικό Kurt Gossweiler αυτό προκάλεσε δύο αντιφατικές αντιδράσεις. [1]

Από τη μια πλευρά ο φόβος της επανάστασης την οδήγησε όχι μόνο στον περιορισμό του εργατικού κινήματος σε συγκεκριμένα πλαίσια, αλλά και στην προσπάθεια εξάλειψης του επαναστατικού εργατικού κινήματος και του κράτους που το στήριζε, της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η εξέλιξη μεταξύ άλλων οδήγησε στην ένοπλη επέμβαση ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και στον «εμπλουτισμό» του πολιτικού φάσματος σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες, ειδικά σε όσες ηττήθηκαν στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό έγινε με τη δημιουργία οργανώσεων και κομμάτων που στόχευαν στην εξάλειψη του κομμουνισμού, ακόμη και του εργατικού κινήματος, κυρίως με βίαια και τρομοκρατικά μέσα, με το φασισμό.

Από την άλλη πλευρά το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμιστικό σύστημα, που έως τότε θεωρούνταν ακατάλληλο για διακυβέρνηση, εκτιμήθηκε το 1917 ως ανάχωμα ενάντια στην επανάσταση και ενσωματώθηκε στο σύστημα κυριαρχίας και καταπίεσης. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απέδειξαν τη χρησιμότητά τους, παίρνοντας μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των αστικών τους τάξεων.

Οι καταστροφές και το κόστος του πολέμου αποτέλεσαν βαρύ φορτίο για τον πληθυσμό των νικητριών μεγάλων δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης, πρώτα και κύρια της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Η εναπόθεση ενός τέτοιου φορτίου στις πλάτες των εργατών τους θα είχε εντείνει σοβαρά τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Ωστόσο, οι αστικές τάξεις αυτών των χωρών είχαν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το βάρος στον ηττημένο αντίπαλο, τη Γερμανία και τις αποικίες της. Έδρεψαν πολύ υψηλότερα κέρδη από αυτές τις αποικίες απ’ ό,τι θα μπορούσαν να μαζέψουν με τη λεηλασία των εργατών των χωρών τους. Ένα τμήμα αυτού του σημαντικού ποσού μπορούσε να μπει στην άκρη και να μοιραστεί αδρά στους ηγέτες των εργατών, με στόχο τη διαφθορά τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Η αστική τάξη προτίμησε αυτή τη λύση, διότι δεν ήθελε να ρισκάρει να εξαλείψει βίαια το καλά οργανωμένο και επαναστατικοποιημένο εργατικό κίνημα, η μαχητικότητα του οποίου ενισχύθηκε με το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης και ήταν αποφασισμένο να υπερασπίσει τις κοινωνικές παροχές που απέκτησε.

Όλα έγιναν δυνατά

Ήδη από το 1918 η αστική τάξη αναγκάστηκε να δεχτεί κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες μέχρι τότε αντιστεκόταν σθεναρά. Μια μέρα μετά την εκεχειρία της 11ης Νοέμβρη 1918, ο Αλβέρτος Κ, βασιλιάς των Βέλγων, συγκάλεσε συνάντηση του Φιλελεύθερου, του Καθολικού και του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (POB), από το οποίο προήλθε το Σοσιαλιστικό κόμμα, στο χωριό Λόππεμ (κοντά στη Βελγική πόλη Γκεντ), όπου και έμενε εκείνο τον καιρό, ώστε να συζητήσουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της νομιμότητας και της τάξης μετά την αποστράτευση των στρατιωτών. Η αστική τάξη είχε πανικοβληθεί και αυτή η κατάσταση πανικού αυξανόταν με την ίδρυση των επαναστατικών συμβουλίων από τους Γερμανούς στρατιώτες στις Βρυξέλλες, αντίστοιχων με αυτά που δημιουργήθηκαν σε όλη τη Γερμανία.

Κατά τη συνάντηση στο Λόππεμ αποφασίστηκε η εισαγωγή στην κυβέρνηση δύο σοσιαλιστών υπουργών και η παραχώρηση καθολικού δικαιώματος ψήφου χωρίς πρώτα να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Ο κύριος υποστηρικτής αυτού του χειρισμού ήταν ο βασικός τραπεζίτης του Βελγίου, ο Émile Francqui, πρόεδρος της ισχυρής Société Générale και στενός φίλος του Émile Vandervelde, ηγέτη της POB και της 2ης Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Έτσι χρειάστηκαν τρεις γενικές απεργίες, το 1893, το 1902 και το 1913 και ιδιαίτερα η Οκτωβριανή επανάσταση, για να αποκτήσουν οι άντρες εργάτες πλήρη εκλογικά δικαιώματα. Οι συνθήκες για να δοθεί ψήφος στις γυναίκες εργάτριες δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Αυτή ήταν η πρώτη συγκεκριμένη επίδειξη της βοήθειας που μπορούσε να παράσχει προς τους κοινωνικούς αγώνες της εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές χώρες ένα σοσιαλιστικό κράτος, παρά το ότι δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί.

Χρειάστηκε ακόμη μια γενική απεργία το 1919, μα κύρια η Οκτωβριανή επανάσταση και ο φόβος της εξάπλωσης της επανάστασης για να καθιερωθεί η 8ωρη εργάσιμη ημέρα και η 48ώρη εργάσιμη εβδομάδα στο Βέλγιο. Αυτό το αίτημα είχε ήδη κοστίσει τη ζωή σε δεκάδες εργάτες, που σκότωσε η αστυνομία. Μεταξύ αυτών ήταν και εκείνοι που έπεσαν στο Σικάγο την περίφημη 1η Μάη του 1886. Το αναγνωρίζουν ακόμη και τα αστικά ιστορικά βιβλία: Το 1918 στο Βέλγιο, η στάση της αστικής τάξης καθοριζόταν κατά πολύ από το «φόβο να δουν τους προλετάριους να ακολουθούν το παράδειγμα της Ρωσίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο». [2]

Μέσα σε λίγες δεκαετίες η Σοβιετική επανάσταση εγγυήθηκε το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία και την ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Η 7ωρη εργάσιμη ημέρα και το πενθήμερο εισαχθήκανε στην ΕΣΣΔ ήδη από το 1956. Οικοδομήθηκαν υποδομές για ξεκούραση, ανάπαυση και διακοπές. Στήθηκε ένα αξιόλογο δίκτυο θεάτρων και κινηματογράφων σε όλη τη χώρα. Ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά εμφανίστηκαν καλλιτεχνικές και αθλητικές οργανώσεις, καθώς και βιβλιοθήκες. Το κράτος παρείχε τα μέσα για καλλιτεχνική παιδεία, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία. Κάθε Σοβιετικός πολίτης δικαιούνταν σύνταξη. Οι άντρες στα 60 και οι γυναίκες στα 55. Οι εργάτες δε γνώριζαν την απειλή της ανεργίας. Η σοσιαλιστική εξουσία εξασφάλιζε τη βάση της ισότητας ανδρών και γυναικών. Απελευθέρωσε τη γυναίκα από πολλές ευθύνες για το νοικοκυριό. Πάνω από το 75% του πληθυσμού απέκτησε τουλάχιστον απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ενώ το 1917 τα δύο τρίτα του πληθυσμού ήταν αναλφάβητα. Η σοσιαλιστική εξουσία οργάνωσε την άνθηση της φυσικής και των μαθηματικών, την πρώτη πτήση ανθρώπου στο διάστημα. Οι κατακτήσεις του σοσιαλιστικού πολιτισμού ωφέλησαν πολύ τον πληθυσμό.

Τα νέα γι’ αυτά τα επιτεύγματα σύντομα ξεπέρασαν τα εμπόδια που έστησε η αντικομμουνιστική προπαγάνδα και διαδόθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και στους συνδικαλιστικούς κύκλους...

Στο γνωστό επίσημο αντικομμουνιστικό φερέφωνο της συνδικαλιστικής επιτροπής του Βελγικού Εργατικού Κόμματος «Le mouvement syndical belge» («Το Βελγικό συνδικαλιστικό κίνημα») η Berthe Labille, σύζυγος ενός σοσιαλιστή υπουργού, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «La vie de l’ouvrière en URSS» («Η ζωή των εργατριών στην ΕΣΣΔ»):

«Οι περισσότεροι εργάτες τρώνε στο χώρο του εργοστασίου. Έχουν δημιουργηθεί παντού τραπεζαρίες και σερβίρονται πλήρη γεύματα σε πολύ χαμηλή τιμή. Το εργοστάσιο επεμβαίνει σε περιπτώσεις ασθένειας και παρέχει θεραπεία σε κλινική και σε αναρρωτήριο έως ότου επιτευχθεί πλήρης ανάρρωση. [...] Σήμερα στη Σοβιετική Ένωση υπάρχουν 8 εκατομμύρια εργάτριες. Αποτελούν το ένα τρίτο της συνολικής εργατικής δύναμης. Μια εκτίμηση για τα κολχόζ μιλάει για 25 εκατομμύρια εργαζόμενες στα χωράφια. Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει ανεργία [...] έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν οποιαδήποτε σταδιοδρομία, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση. Οι μισοί γιατροί είναι γυναίκες. [...] Γυναίκες μπορούμε να βρούμε και στις ανώτατες κυβερνητικές επιτροπές, να τις δούμε να διευθύνουν εργοστάσια, επίσημα ιδρύματα, μουσεία κλπ. [...]

Η Σοβιετική Ένωση είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου οι γυναίκες απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία κινήσεων και είναι απόλυτα ίσες με τους άνδρες σε όλους τους τομείς. Ιση εργασία δίνει το δικαίωμα σε ίση αμοιβή.

Έχει παρθεί ένας μεγάλος αριθμός μέτρων, ώστε οι έγκυες εργάτριες να δουλεύουν σε ειδικές συνθήκες και να τους παρέχεται μια πολύ πλατιά προστασία. Η επίσκεψη γιατρών για προγεννητικό έλεγχο είναι υποχρεωτική. Εκεί οι μέλλουσες μητέρες δέχονται φροντίδα και συμβουλές. Επίσης, τις παρακολουθεί γιατρός στο σπίτι καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι εργάτριες μεταφέρονται στο χώρο του εργοστασίου, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας τους, χωρίς να υποστούν απώλεια στο μισθό τους. Οι γυναίκες στέλνονται σε μαιευτήρια να γεννήσουν με έξοδα του κράτους. Ο νόμος για την κοινωνική ασφάλιση προβλέπει για τις εργάτριες δίμηνη άδεια πριν από τη γέννα και δίμηνη μετά και για τις υπαλλήλους 6 εβδομάδες πριν και 6μετά. Παίρνουν ολόκληρο το μισθό για όλη αυτή την περίοδο, καθώς και επίδομα τοκετού. Μόλις οι μητέρες επιστρέψουν στη δουλειά, τους παρέχονται όλες οι απαραίτητες ανέσεις για ξεκούραση και για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Παιδικοί σταθμοί του εργοστασίου φροντίζουν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ημέρας με ευνοϊκούς όρους. Η συμβολή της μητέρας στο κόστος είναι ελάχιστη. Το βασικό μέρος του κόστους καλύπτεται από το ταμείο κοινωνικών έργων του εργοστασίου.

Η ύπαρξη τέτοιων ιδρυμάτων, καθώς και σανατόριων, πολυκλινικών, συλλόγων, πολιτιστικών κέντρων, απαλλάσσει σε μεγάλο βαθμό τις Σοβιετικές εργάτριες από την ανησυχία για την εξασφάλιση της υλικής ευημερίας. Δεν είναι αναγκασμένες να λύσουν πολλά προβλήματα που σχετίζονται με τις ασθένειες, την αναπηρία, τα γηρατειά και την εκπαίδευση των παιδιών, ξοδεύοντας από το μισθό τους, εφόσον όλα είναι δωρεάν. Είναι προστατευμένες από όλες αυτές τις ανησυχίες που κάνουν τη ζωή των αδελφών τους στις καπιταλιστικές χώρες άθλια.

[...] Οι εργάτριες στην ΕΣΣΔ είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένες από τις δουλειές του σπιτιού. Οι περισσότερες τρώνε στο χώρο του εργοστασίου. Από την άλλη πλευρά τα καταστήματα τροφίμων “γαστρονόμοι" προσφέρουν γεύματα σε χαμηλή τιμή. Το μόνο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να τα ζεστάνει. Έχουν εγκατασταθεί κεντρικές κουζίνες σε συγκεκριμένες οικιστικές μονάδες, όπου οι ένοικοι μπορούν να προμηθευτούν ότι χρειάζονται για τα γεύματά τους. Δε χωρά αμφιβολία ότι στις παρούσες συνθήκες η ευημερία των εργατών και των εργατριών ποτέ δεν παραμελήθηκε». [3]

Η ίδια εφημερίδα χαιρέτησε την προσχώρηση της ΕΣΣΔ στη Διεθνή Εργατική Συνδιάσκεψη του 1931, θεωρώντας ότι «Η Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύ ευνοϊκό παράγοντα για την ψήφιση σύμβασης που να εισάγει τη 40ωρη εργάσιμη εβδομάδα σε όλες τις χώρες». [4]

Το σύνολο της κοινωνικής νομοθεσίας, η ίδια η σύλληψή της, εμπνεύστηκε σε διεθνές επίπεδο από την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και την κοινωνική της νομοθεσία. Οι άλλες χώρες αναγκάστηκαν να τη λάβουν υπόψη, ακόμη και αν το έκαναν προκατειλημμένα ή διαστρεβλωμένα. Αρκεί κανείς να σκεφτεί την Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που έπρεπε να υπερβεί τη διακήρυξη που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της Γαλλικής επανάστασης και να λάβει υπόψη τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα.

Ο φόβος του σοσιαλισμού οδηγεί σε κοινωνική ασφάλιση

Η κοινωνική ασφάλιση με τη μορφή που εμφανίστηκε το 1945 ήταν αποτέλεσμα ενός διαρκούς αγώνα που επιδίωκε να αναγκάσει τα αφεντικά να πληρώσουν για τα ρίσκα που ήταν συνυφασμένα με το σύστημά τους. Η ζωή για τους εργαζόμενους στο καπιταλιστικό σύστημα είναι γεμάτη αβεβαιότητα. Γι’ αυτό από την εμφάνιση του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι πάλευαν να διατηρήσουν ένα εισόδημα, όταν πια δε θα είναι ικανοί να εργάζονται λόγο ανεργίας, ασθένειας ή γηρατειών. Οι καπιταλιστές δεν αμείβουν τον εργάτη για όλη την αξία που παράγει. Οι μισθοί καθορίζονται από τις ανάγκες των εργατών για να επιβιώσουν, να φροντίσουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους. Επομένως, τα αποθέματα που μπορούν να συσσωρεύσουν είναι μηδαμινά ή ανύπαρκτα. Η κοινωνική ασφάλιση γεννήθηκε από τη ζωτική ανάγκη των εργατών να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.

Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο στο Βέλγιο εμφανίστηκε η κοινωνική ασφάλιση όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, με το διάταγμα-νόμο της 28ΗςΔεκέμβρη του 1944. Ο νεωτερισμός αφορούσε την υποχρέωση των εργοδοτών να καταβάλλουν μια σταθερή συνδρομή, ώστε να διασφαλίζεται η καθολική ασφάλιση: για συντάξεις, για την υγεία, τις αναπηρικές παροχές, τα επιδόματα ανεργίας, τα οικογενειακά επιδόματα και τα επιδόματα αδείας για κάθε μισθωτό. Μέχρι τότε τα αφεντικά πλήρωναν μόνο για τους δικούς τους εργάτες. Έτσι υλοποιήθηκε τελικά το αίτημα που είχε τεθεί από το 1890, καθώς και στη γενική απεργία το 1936.

Οι Βέλγοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες αρέσκονται να πείθουν ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι κατάκτηση του κόμματός τους και του ηγέτη του, Achille Van Acker. Στην πραγματικότητα ο φόβος της εξάπλωσης του σοσιαλισμού ανάγκασε τους εργοδότες να προχωρήσουν σε αυτή τη μεταρρύθμιση.

Το 1944 το Βελγικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCB) και η ΕΣΣΔ ήταν τρομερά δημοφιλείς. Το PCB ήταν το μόνο προπολεμικό κόμμα που δεν είχε δεσμούς με τη νέα τάξη και παρουσιαζόταν με αυτό τον τρόπο στον πληθυσμό. Το καθολικό και το φιλελεύθερο κόμμα εξαφανίστηκαν ως πολιτικά κόμματα. Ο σοσιαλιστής ηγέτης De Man τέθηκε στην υπηρεσία των κατοχικών και διέλυσε το POB ήδη από το 1940.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της κατοχής οι κομμουνιστές οργάνωσαν απεργίες. Το Μάη του 1941 το κόμμα κάλεσε σε συγκρότηση του Front de l’ indépendance (Μετώπου Ανεξαρτησίας), ενός πλατιού ενωτικού λαϊκού κινήματος αντίστασης στον εχθρό. Δύο χιλιάδες κομμουνιστές θυσιάστηκαν αντιστεκόμενοι στο φασισμό.

Στο τέλος του πολέμου η συμπάθεια προς τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ ήταν τεράστια. Στο Βέλγιο ο αριθμός των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος αυξήθηκε από 12.000 τον καιρό της απελευθέρωσης το Σεπτέμβρη του 1944, σε 103.000 τον Αύγουστο του 1945.

Η αστική τάξη βιαζόταν να πάρει μέτρα για να καταπνίξει το λαϊκό ξεσηκωμό που εμπνεύστηκε από τον κομμουνισμό. Ο Robert Vandeputte ήταν πρόεδρος της Εκδοτικής Τράπεζας (Banque d’ Emission) που δούλευε για τους Γερμανούς στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου και μετά από μερικές δεκαετίες έγινε Υπουργός Οικονομικών. Σύμφωνα με αυτόν «...το 1944 οι επιχειρηματικοί ηγέτες ανησυχούσαν για τις επαναστατικές τάσεις. Ο κομμουνισμός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Ο φόβος τους για απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις ήταν βάσιμος...». [5]

Με σκοπό τη διατήρηση του καπιταλισμού σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή οι εργοδότες χρειάζονταν σοσιαλιστές που θα αναλάμβαναν την υπεράσπιση της ανοικοδόμησης. Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Van Acker, που υπήρξε συνδικαλιστικός ηγέτης και είχε συνεργαστεί στενά με τις κατοχικές δυνάμεις, χέρι-χέρι με τον Henri De Man, πρόεδρο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (POB), καθοδήγησαν τους Βέλγους μισθωτούς στα πιο δύσκολα χρόνια της ιστορίας τους.

Για τους Βέλγους εργοδότες διακυβεύονταν τεράστια συμφέροντα. Η πλειοψηφία τους είχε συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις. Είχαν το πιστόλι στον κρόταφο και έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις. Έπρεπε να αποφύγουν «τα χειρότερα», δηλαδή ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα, που το στήριζαν οι ένοπλοι αντάρτες και που εμπνεόταν από την πρόοδο του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη.

Ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου η αστική τάξη ετοιμαζόταν στρατιωτικά γι’ αυτή τη στιγμή. Σύμφωνα με τον Georges de Lovinfosse, έναν πράκτορα που κρατούσε σε επαφή την εξόριστη στο Λονδίνο κυβέρνηση και το κατοχικό Βέλγιο: «Υπήρχε πραγματικό ρίσκο η ένοπλη αντίσταση, την οποία θέλαμε να ελέγχουμε, να διαφύγει από τον έλεγχό μας [...] ένας εξαπλωμένος ξεσηκωμός θα μπορούσε να προκαλέσει στο Βέλγιο λουτρό αίματος [...] Η αποστολή μου ήταν να κρατώ συνεχώς την εξέγερση υπό έλεγχο [...] Το κρίσιμο πρόβλημα ήταν: Ποιος θα αναλάμβανε στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία την περίοδο μεταξύ της απελευθέρωσης και της επιστροφής των βελγικών αρχών;» [6]

Από την άλλη πλευρά, μέσω μυστικών διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε συμφωνηθεί μια στρατηγική κοινωνικών παραχωρήσεων. Από το 1942, κάπου είκοσι μέλη του διοικητικού προσωπικού του Βελγικού Χριστιανικού Συνδικάτου CSC μαζεύονταν κατά τακτικά χρονικά διαστήματα υπό την ηγεσία του προέδρου τους Auguste Cool. Σύμφωνα με τον Cool: «Οι μέρες μετά την απελευθέρωση θα είναι κρίσιμες. Τότε είναι που θα αποφασίσουμε αν θέλουμε μια νέα περίοδο αναταραχής, ταξικής πάλης, έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των εργατών και των εργοδοτών, διάσπασης στα πλαίσια των εργοστασίων και των επιχειρήσεων ή συνεργασία [...] Επιθυμούμε τη συνεργασία, γι 'αυτό θα πρέπει να κάνουμε το παν για να αποφύγουμε τις αναταραχές, τις απεργίες και τις διενέξεις». [7]

Σε μυστικές συζητήσεις τα αφεντικά προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αφοσίωση των σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατών διαπραγματευτών. Ο καθηγητής Deleeck, που υπήρξε συγκλητικός των χριστιανοδημοκρατικών, έγραφε για εκείνη την περίοδο: «Στο Βέλγιο η θεσμική ανάπτυξη του διαλόγου για την οικονομία και την κοινωνική ασφάλιση επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με μυστικές συζητήσεις μεταξύ των εργοδοτών και των ηγετών των εργατών που ανήκαν σε όλες τις ιδεολογικές τάσεις. [...] Οι εργάτες υποχρεώθηκαν να δεχτούν την εξουσία των αφεντικών στις επιχειρήσεις (δηλαδή, να αποκηρύξουν την αρχή της εθνικοποίησης των επιχειρήσεων) και να συνεργαστούν με πίστη στην εντατικοποίηση της εθνικής παραγωγής». [8]

Η επόμενη κρίσιμη πρόταση εισήχθηκε κοινή συναινέσει στο Κοινωνικό Σύμφωνο του 1944 : «Οι εργάτες σέβονται τη νομική εξουσία των διευθυντών της εταιρίας και δεσμεύονται να επιτελούν τη δουλειά τους και να παραμένουν πιστοί στο καθήκον τους». [9] Ενα σχόλιο που δημοσιεύτηκε σε έντυπο του χρηματιστηρίου επιβεβαίωσε ότι: «Αυτό το απόκομμα απεικονίζει τέλεια αυτό στο οποίο στόχευαν οι προωθητές του συγκεκριμένου συμφώνου: τη δημιουργία μιαw δομής που να μπορεί να ανεγείρει φραγμούς ενάντια στην καθιέρωση του κρατικού ελέγχου, πράγμα που ενθάρρυνε ο ανερχόμενος κομμουνισμός». [10]

Έτσι, αν και οι φόβοι της αστικής τάξης ήταν πραγματικοί, εν μέρει δεν ήταν βάσιμοι. Το Βελγικό Κομμουνιστικό Κόμμα έκανε καλά που ενώθηκε με την πατριωτική αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέμου, ταυτόχρονα όμως παραιτήθηκε από το αυτόνομο πρόγραμμά του. Έμεινε στο να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Μετώπου ανεξαρτησίας (Front de l’ indépendance), στο οποίο η αστική τάξη ένταξε τη φράση «σεβασμός στις συνταγματικές ελευθερίες» (σημείο 6 του προγράμματος), δηλαδή διατήρηση του αστικού κράτους, της αστικής τάξης. Δεν προσπάθησε να ανεβάσει τις επιδιώξεις των αγωνιστών της Αντίστασης πέραν του να «εκδιώξουν τους κατακτητές». Ωστόσο, ο λαός δεν αγωνιζόταν μόνο για να εκδιώξει τον εχθρό. Η πάλη του στόχευε και στην εγκαθίδρυση μιας δίκαιης αδελφικής κοινωνίας, μετά από τόσα χρόνια τρόμου. Το μόνο που επιδίωκε το PCB για τη μεταπολεμική περίοδο ήταν να μαζέψει μερικά ψίχουλα εξουσίας με το να συμμετέχει στην κυβέρνηση. Σύντομα μετά την απελευθέρωση, το Μέτωπο ανεξαρτησίας κάλεσε σε αποκατάσταση του κράτους, των θεσμών του, των «συνταγματικών ελευθεριών του». Ανακάλεσε την προπολεμική βελγική κυβέρνηση από το Λονδίνο για να κυβερνήσει τη χώρα, ενώ αυτή ακριβώς η κυβέρνηση έκανε τα πάντα για να προστατέψει τους Βέλγους φασίστες και να φυλακίσει τους κομμουνιστές. Το πρόγραμμα του Μετώπου ανεξαρτησίας, που εγκρίθηκε από το PCB, μεριμνούσε και για την εξάλειψη του κινήματος Αντίστασης μέσω της ενσωμάτωσής του στον επίσημο βελγικό στρατό, υπό το πρόσχημα ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ενώ όλοι γνώριζαν ότι το τέλος του ήταν κοντά και ήταν αναπόφευκτο. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να αφοπλιστεί το κίνημα της Αντίστασης.

Ο φόβος της ΕΣΣΔ, της εξουσίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, η άμεση και έμμεση επιρροή τους στο συνδικαλισμό αποδυνάμωσαν την αντίσταση της αστικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη και οδήγησε σε κοινωνική πρόοδο. Αυτό φαίνεται καθαρά αν συγκρίνουμε τις κρατήσεις για φόρους και κοινωνική ασφάλιση (σε σύγκριση με το ΑΕΠ) στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία. Και οι εθνικοποιήσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Για παράδειγμα, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας ο ντε Γκολ κατέφυγε σε μαζικές εθνικοποιήσεις: των ορυχείων του Nord-Pas-de-Calais, των Renault και Air France, του ενεργειακού τομέα, των ναυπηγείων, τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, ταμιευτηρίων και 34 ασφαλιστικών εταιριών. Αυτό οδήγησε στις καπιταλιστικές χώρες σε αύξηση των δημοσίων δαπανών σε σύγκριση με τις συνολικές εθνικές δαπάνες.

Το μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν:

1913

1929

1940

1950

1955

1960

1965

1970

7,1%

8,1%

12,4%

24,6%

27,8%

28,1%

30,0%

33,2%

Το μερίδιο των δημοσίων δαπανών (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης) στο καθαρό κοινωνικό προϊόν της Γερμανίας, στη συνέχεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. [11]

1913

1928

1950

1959

1961

1969

15,7%

27,6%

37,5%

39,5%

40,0%

42,5%

Έως και τη δεκαετία του 1980 οι συνδικαλιστικοί ηγέτες της Δυτικής Γερμανίας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο σχεδόν θρυλικός πρόεδρος της IG-Metall, Otto Brenner, γνώριζαν από την πείρα τους ότι «κατά τις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά, ένας αόρατος μα αντιληπτός συνεταίρος ήταν πάντα παρών στο τραπέζι: η σοσιαλιστική ΓΛΔ (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία -Ανατολική Γερμανία)». [12]

Ένας Γερμανός συνδικαλιστής έγραψε: «Σίγουρα δεν ήμουν υποστηρικτής της ΓΛΔ. Αλλά εκείνες τις μέρες υπήρχε ορισμένη πίεση κατά τις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Εκείνες τις μέρες υπήρχαν κατακτήσεις στη ΓΛΔ: καταβολή μισθών όταν αρρώσταιναν τα παιδιά, παράταση του αμειβόμενου χρόνου διακοπών, μια ελεύθερη αμειβόμενη μέρα το μήνα για τις γυναίκες, κανόνες προστασίας των μητέρων και των παιδιών, συνολική προστασία ενάντια στις απολύσεις, πληρωμή των υπερωριών, όλα αυτά είχαν έμμεση επίπτωση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία». [13]

Αντίστροφη απόδειξη

Το πιο σημαντικό γεγονός του 20ού αιώνα για τους εργάτες όλης της Ευρώπης ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης και όχι η συμμετοχή των σοσιαλιστικών κομμάτων στις κυβερνήσεις. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί και αντίστροφα. Τώρα που έχει εκλείψει η πολιτική πίεση του σοσιαλισμού, έγινε σχεδόν αδύνατο για το συνδικαλιστικό κίνημα να πάει μπροστά. Στην Ολλανδία, η NRC-Handelsblad δημοσίευσε το παρακάτω αποκαλυπτικό άρθρο, με αφορμή την ψήφιση στη δεκαετία του 1990 ενός πολύ πιο περιοριστικού νόμου για τις ασθένειες και την αναπηρία: «Αν ζούσε ο Στάλιν ή πιθανά και ο Μπρέζνιεφ, δε θα είχε ψηφιστεί η νέα μας νομοθεσία».

Ο Fernand Vandamme, φιλόσοφος και καθηγητής από το Γκεντ, μοιράζεται αυτή την άποψη. «Έπρεπε να στήσουμε ένα ευρύ σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, διότι αν δεν το κάναμε πιθανά να γινόμασταν κομμουνιστές. Τώρα που αυτή η πίεση έχει υποχωρήσει, ορισμένοι μπορεί να έλκονται από την ιδέα να εισάγουν παντού το ίδιο σύστημα, ένα σύστημα βασισμένο στο αμερικάνικο πρότυπο». [14]

Ο ανταγωνισμός μεταξύ του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού συνέβαλε στις κοινωνικές κατακτήσεις, ενώ σήμερα αντικαταστάθηκε από έναν ατελείωτο κατήφορο. 54 χώρες είναι φτωχότερες σήμερα απ’ ό,τι ήταν το 1990. 17 από αυτές βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση. [15] Μετά την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους της βιομηχανίας της, η Ανατολική Ευρώπη έγινε απόθεμα καλά εκπαιδευμένης και φτηνής εργατικής δύναμης που προορίζεται να ανταγωνιστεί τους εργάτες της Δυτικής Ευρώπης.

Με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, το εργατικό κίνημα της Ευρώπης οπισθοχωρεί συνεχώς, παρά ή και λόγω της πρακτικά αδιάκοπης συμμετοχής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κυβέρνηση.

Από το 1989 το περίφημο μοντέλο Rhineland που βασίζεται στην «κοινωνική οικονομία της αγοράς» δεν οδήγησε σε κοινωνική πρόοδο. Μετά από ενενήντα χρόνια τα παιδιά μας θα είναι η πρώτη γενιά με λιγότερη κοινωνική προστασία απ’ ό,τι οι γονείς τους. Η οκτάωρη εργάσιμη εβδομάδα, το πενθήμερο και η σταθερή δουλειά δεν είναι παρά αναμνήσεις. Οι μισοί νέοι του Βελγίου αρχίζουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία με μερική απασχόληση. Οι προσωρινές θέσεις εργασίας είναι επισφαλείς και εξαπλώνονται σαν δηλητηριώδη μανιτάρια. Σε ορισμένες χώρες, ακόμη και σε πλούσιες όπως η Γερμανία, οι άνθρωποι πρέπει να δουλεύουν ως τα 67 για να δικαιούνται πλήρη σύνταξη. Εν τω μεταξύ, εκατομμύρια νέοι δε βρίσκουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και δεν μπορούν να ανοίξουν σπίτι ή να κάνουν οικογένεια. Σύντομα θα είναι δύσκολο να επιβιώσει κανείς χωρίς μια πρόσθετη ιδιωτική σύνταξη και να μπει σε νοσοκομείο χωρίς συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση. Ωστόσο, οι ιδιωτικές συντάξεις και ασφάλιση είναι απρόσιτη πολυτέλεια για μεγάλο αριθμό εργατών.

Με την ατζέντα της Λισσαβόνας για το 2020 οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να ενισχύσουν τη λεγόμενη «ευελφάλεια». Σχεδιάζουν να αναθεωρήσουν σημαντικό μέρος της κοινωνικής προόδου που σημειώθηκε σε ζητήματα συμβάσεων εργασίας και στο δικαίωμα ειδοποιήσεως για απόλυση.

Οι δημόσιες υπηρεσίες ενέργειας, μεταφορών, ύδρευσης και τα ταχυδρομεία διαλύονται και παραδίδονται στις πολυεθνικές. Αντί να εξασφαλίζουν τις βασικές υπηρεσίες στον πληθυσμό, οι τελευταίες περιορίζονται στο να μοιράζουν απαράδεκτα μερίσματα στους μετόχους των Suez, Veolia και άλλων. Ταυτόχρονα, οι άποροι, μεταξύ των οποίων και εργαζόμενοι, αναγκάζονται να ζητιανεύουν κουπόνια ενέργειας, για να εξασφαλίσουν φωτισμό και θέρμανση.

Από τότε που έπαψε να υπάρχει η ΕΣΣΔ το 10% του βελγικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, το 10% του συνολικού πλούτου, που προηγούμενα δινόταν για την κοινωνική ασφάλιση και τις δημόσιες υπηρεσίες, αφαιρέθηκε από τα συλλογικά ασφαλιστικά ταμεία και μεταφέρθηκε στα χρηματοκιβώτια των κεφαλαιοκρατών.

Για δυο χρόνια τώρα ο καπιταλιστικός κόσμος έχει εγκολπωθεί σε μια νέα κρίση, τη χειρότερη από τη δεκαετία του 1930. Ο παγκόσμιος πλούτος μειώθηκε. Στις περισσότερες χώρες η ανεργία αυξήθηκε κατά 50%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αύξηση του αριθμού των ανέργων ανέρχεται σε 5 εκατομμύρια.

Στην πολεμική του με την τροτσκιστική αντιπολίτευση με αφορμή την 7η διευρυμένη Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς ο Στάλιν σημείωνε: «Τι θα γινόταν αν το κεφάλαιο κατόρθωνε να συντρίψει τη Δημοκρατία των Σοβιέτ; Θ ’ άρχιζε μια εποχή της πιο μαύρης αντίδρασης σ ’ όλες τις κεφαλαιοκρατικές και αποικιακές χώρες, θ ’ άρχιζαν να πνίγουν την εργατική τάξη και τους καταπιεζόμενους λαούς, θα εκμηδενίζονταν οι θέσεις του διεθνούς κομμουνισμού». [16] Σήμερα τα λόγια του επαληθεύτηκαν.

Από τότε που έπαψε να υπάρχει η ΕΣΣΔ, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, που είχαν σημαντική συμβολή στην πτώση της, δεν προώθησαν ούτε κατά ένα εκατοστό την κοινωνική πρόοδο. Όλα αυτά ξεσκεπάζουν το επιχείρημα ότι σε αυτούς οφείλονται οι κοινωνικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα. Αν κυριαρχούσε η πολιτική τους, ποτέ δε θα υπήρχε Σοβιετική Ένωση και η αστική τάξη δε θα είχε λόγο να νιώθει άβολα για πολύ καιρό ακόμα.

Από την αρχή κιόλας της Οκτωβριανής επανάστασης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, μεταξύ αυτών και οι ηγέτες του Βελγικού Εργατικού κόμματος ήταν στην πρωτοπορία της πάλης ενάντια στο νέο σοσιαλιστικό κράτος. Το Μάη και Ιούνη του 1917, στην κορύφωση της ρωσικής δημοκρατικής επανάστασης, οι ηγέτες του POB Vandervelde, De Brouckère και De Man ταξίδεψαν στο ρωσικό μέτωπο για να προτρέψουν τους Ρώσους εργάτες και αγρότες να συνεχίσουν τον πόλεμο ενάντια στους Γερμανούς μαζί με τους Γάλλους, τους Άγγλους και τους Βέλγους. Ο De Brouckère και ο συνάδελφός του De Man έφτασαν στο σημείο να συμβουλέψουν τους Ρώσους ηγέτες να εκτελέσουν τους στρατιώτες του εβδόμου σώματος Σιβηρίας που έκαναν ανταρσία. Όταν ένας διεθνής συνασπισμός αντεπαναστατών με επικεφαλής τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, τον οποίο οδηγούσαν πρώην τσαρικοί αξιωματούχοι, εισέβαλε στη Ρωσία και προκάλεσε έναν αιματηρό εμφύλιο το Δεκέμβρη του 1917, οι ηγέτες του POB τάχθηκαν με το μέρος της αντεπανάστασης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το περιοδικό του POB «Le Peuple» εξαπέλυε μια σφοδρή καμπάνια ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση και τους λοιπούς επαναστάτες στην Ευρώπη. Το Δεκέμβρη του 1918 διακήρυξε ότι «αν νικούσαν οι Σπαρτακιστές στη Γερμανία θα χρειαζόταν η επέμβαση των Αγγλογαλλικών στρατευμάτων». Το Μάη του 1919 στήριξε την ξένη επέμβαση ενάντια στη Σοβιετική εξουσία. [17]

Οι Νέοι Σοσιαλιστές

Εδώ επεισέρχονται οι «νέοι σοσιαλιστές». Ανακτούν αυτό το παραμύθι από τον κάδο των αχρήστων της Ιστορίας. Υπερασπίζονται το ρεφορμιστικό σύστημα των «παλιών σοσιαλιστών» ενάντια στο νεοφιλελεύθερο σοσιαλδημοκρατικό σύστημα τύπου Σρέντερ και Μπλερ. Στη Γερμανία ο ηγέτης του «Die Linke» Gregor Gysi ανήκει σε αυτό το κίνημα. Τον Αύγουστο του 1999 δημοσίευσε «12 επιχειρήματα υπέρ μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής πολιτικής». [18] Γράφει για την «εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» και τις μεγάλες της κατακτήσεις: «Η άνοδος της παραγωγικότητας, των νεωτερισμών, και του πολιτιστικού επιπέδου πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού αποκτήθηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια χάρη, μεταξύ άλλων, και στη μεγάλη επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας» (2ο επιχείρημα).

Ασκώντας δριμεία κριτική σε αυτά τα επιχειρήματα ο Γερμανός κομμουνιστής ιστορικός Kurt Gossweiler [19] έγραφε ότι: «Η άνοδος της παραγωγικότητας και των νεωτερισμών δεν έχει τίποτα να κάνει με τη σοσιαλδημοκρατία. Σε αυτή τη λεγόμενη σοσιαλδημοκρατική περίοδο οι ΗΠΑ ηγήθηκαν αυτών των εξελίξεων. Επιπρόσθετα, αν λάβουμε υπόψη το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το SPD (σοσιαλδημοκράτες) συμμετείχε στην κυβέρνηση μόνο 16χρόνια και ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης μόνο 13 χρόνια. Για 37χρόνια οι χριστιανοδημοκράτες (CDU) ήταν που κατάρτιζαν την πορεία. Και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυριαρχούσε παρόμοια κατάσταση».

Ο Gysi περιγράφει αυτή την περίοδο ως «μια μακρόχρονη περίοδο με ευημερία, απασχόληση, αύξηση της αγοραστικής δύναμης που συνδέεται με την άνοδο της παραγωγικότητας, με κοινωνικές παροχές που συνδέονται με την αύξηση των εσόδων από την εργασία, κατά την οποία ωστόσο δεν μπορούσε να εξαλειφθεί πλήρως η φτώχεια. Η συμμετοχή του πληθυσμού αυξανόταν: Οι εργάτες συμμετείχαν στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Δημιουργήθηκαν ιδρύματα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αντικατέστησαν εν μέρει την αρχή του κεφαλαίου με την κοινωνική συμμετοχή. Όλα αυτά έγιναν δυνατά καταρχήν χάρη στα συνδικάτα, κατά δεύτερον χάρη στη σοσιαλδημοκρατία και τα σοσιαλιστικά κινήματα και τέλος χάρη στον ανταγωνισμό με τον κρατικό σοσιαλισμό».

Ο Gossweiler αναρωτιέται γιατί η πίεση των σοσιαλιστικών χωρών είναι τελευταία στην απαρίθμηση του Gysi: «Είναι περίεργο: Όλα τα ιδρύματα που ο Gysi θεωρεί πως συνέβαλαν στην κοινωνική πρόοδο εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Επιπλέον, η σοσιαλδημοκρατία μοιραζόταν την εξουσία τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, όχι με το δεξιό, αλλά με το Πράσινο κόμμα! Ωστόσο, μόλις “ο ανταγωνισμός με το σοσιαλιστικό κράτος” έληξε, αυτά τα ιδρύματα δεν πέτυχαν τίποτα για τους εργαζόμενους. Δεν κατάφεραν καν να αποτρέψουν την οπισθοχώρηση από τις κατακτήσεις της εποχής του ανταγωνισμού. Το μόνο που βλέπουμε τώρα υπό το Σρέντερ είναι η ύφεση και τα πράγματα να χειροτερεύουν. Δεν αναφέρομαι καν στα τελευταία επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατίας: στην επιστροφή της Γερμανίας στο να είναι δύναμη που συμμετέχει σε πολέμους».

Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί μαζί με τον Gossweiler γιατί ο Gysi με το μεγάλο θαυμασμό του για τα επιτεύγματα της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας δεν προχωράει παραπέρα, στην εξύμνηση των μεταρρυθμίσεων, π.χ. της αγροτικής μεταρρύθμισης μέσω της οποίας η γη της ΓΛΔ δόθηκε σε αυτούς που την καλλιεργούν ή της κολεκτιβοποίησης των μέσων παραγωγής μέσω της απαλλοτρίωσης των μεγάλων τραπεζών και βιομηχανιών, της εξίσωσης των δικαιωμάτων για τις γυναίκες, του εκπαιδευτικού συστήματος για όλους, της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης, του δικαιώματος στην εργασία. Ποτέ κανένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν πέτυχε αυτά τα επιτεύγματα. Υπήρχαν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ). Σύμφωνα με τους νέους σοσιαλιστές τύπου Gysi η σοσιαλδημοκρατία είναι ο μόνος άξιος σεβασμού θεσμός. Σε ό,τι αφορά τα πραγματικά ιστορικά επιτεύγματα της ΓΛΔ, με βάση τα λεγόμενα του ίδιου του Gysi στο Συνέδριο του Βερολίνου του SDP το Γενάρη του 1999, «πρέπει να αποκαλύψουμε χωρίς αναστολή και να ασκήσουμε κριτική τις σχέσεις που υπήρχαν στη ΓΛΔ». Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε από αυτό; Οι νέοι σοσιαλιστές εκτιμούν και υπερασπίζονται μόνο τις μεταρρυθμίσεις που δεν αγγίζουν τον καπιταλισμό. Όσες μεταρρυθμίσεις υπονομεύουν τα θεμέλια του καπιταλισμού τις θεωρούν άξιες μόνο «ωμής» κριτικής.

Η κληρονομία της Οκτωβριανής Επανάστασης

Όχι, η εξάλειψη των σοσιαλιστικών κρατών δε σήμανε την «πρόοδο προς την ελευθερία». Ήταν μια αντεπαναστατική διαδικασία που ανέτρεψε τις κοινωνικές και ανθρώπινες κατακτήσεις των λαών της Ανατολής!

Τώρα στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται η συζήτηση μεταξύ των υπερασπιστών της επαναστατικής κληρονομιάς του Οκτώβρη και των υποστηρικτών μιας νέας εκδοχής της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Η παραδοσιακή εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας πέφτει όλο και περισσότερο σε ανυποληψία στα μάτια της εργατικής τάξης. Ορισμένοι επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της, μιλώντας για «μοντέρνο σοσιαλισμό», ένα σύστημα στο οποίο δε θα είναι απαραίτητο να κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής. Χωρίς να θέλουν να αναταράξουν τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος, υπόσχονται «μια προωθημένη σοσιαλιστική εναλλακτική λύση», «ειρήνη», «κοινωνική δικαιοσύνη», «αειφόρο ανάπτυξη», πράγματα που όλοι ευχόμαστε.

Παρ’ όλα αυτά οι πολλαπλές κρίσεις που υφίσταται ο καπιταλισμός προσφέρουν ευκαιρίες και δυνατότητες για να ξαναγίνει ο σοσιαλισμός επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Να τι αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ο Joseph Stiglitz, που είχε παραιτηθεί από τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας: «... καμία κρίση και ειδικά μια τόσο σοβαρή δεν υποχωρεί χωρίς να αφήσει πίσω της κληρονομιά. Μια από τις κληρονομιές αυτής της κρίσης θα είναι μια παγκόσμια μάχη ιδεών πάνω στο είδος του οικονομικού συστήματος που μπορεί να ωφελήσει στο μέγιστο τους περισσότερους ανθρώπους. Πουθενά αυτή η πάλη δε διεξάγεται τόσο έντονα όσο στον Τρίτο κόσμο, στο 80% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική [...] Σε μεγάλο μέρος του κόσμου [...] ακόμη μαίνεται [...] η μάχη μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. [...] Οι πρώην κομμουνιστικές χώρες κατά κανόνα στράφηκαν μετά την οικτρή αποτυχία του μεταπολεμικού τους συστήματος στον καπιταλισμό της αγοράς. Στη θέση του Καρλ Μαρξ έκαναν θεό τους τον Milton Friedman. Η νέα θρησκεία δεν τις υπηρέτησε καλά [...] Πολλές χώρες μπορεί να φτάσουν στο συμπέρασμα όχι μόνο ότι ο αχαλίνωτος καπιταλισμός αμερικάνικου τύπου έχει αποτύχει, αλλά και ότι η ίδια η ιδέα της οικονομίας της αγοράς έχει αποτύχει και δεν μπορεί να επιδιορθωθεί με κανένα τρόπο». [20]

Τώρα που έχουμε υποστεί πλήγμα από τη σοβαρότερη κρίση των τελευταίων 70 χρόνων, πρέπει να ειπωθεί απερίφραστα: Η οικονομία της αγοράς, ο καπιταλισμός, έχουν αποτύχει. Δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί εκδοχή τους που να είναι απαλλαγμένη από κρίσεις, ανεργία και πολέμους. Μπορούν μόνο να αντικατασταθούν μέσω μια σοσιαλιστικής επανάστασης, της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, του περάσματος της πολιτικής εξουσίας στους εργάτες, της δημοκρατίας για την πλειοψηφία.

Ο εικοστός αιώνας θα καταγραφεί ως γενική πρόβα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή η εμπειρία, με τις θετικές και αρνητικές πλευρές της, επιτρέπει στις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις να κατανοήσουν καλύτερα την ιστορική ορθότητα των αρχών της Οκτωβριανής επανάστασης. Πράγματι, η πίστη στις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές έφερε τη νίκη στις επαναστατικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ενώ η σταδιακή εξάλειψή τους κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του ίδιου αιώνα έφερε πικρές ήττες παγκόσμια.


[1] Kurt Gossweiler, Hitler: L’irrésistible ascension? Chapter V: Origines et variantes du fascisme, Études marxistes n° 67-68, Éditions Aden, 2006.

[2] J. Bartier, La politique intérieure belge (1914-1940), Bruxelles, 1953, t. 4, p. 47. Αναφέρεται στον Claude Renard, Ο Οκτώβρης του 1917 και το εργατικό κίνημα του Βελγίου, 1967, Εκδόσεις του Ιδρύματος Jacquemotte, Βρυξέλλες, σ. 63.

[3] Εφημερίδα «Le mouvement syndical belge», Nο 5, 25 Μάη 1936.

[4] Εφημερίδα «Le mouvement syndical belge», Nο 10, 20 Οκτώβρη 1934.

[5] Περιοδικό Trends, 14 Οκτώβρη 1993, σελ. 172.

[6] Georges de Lovinfosse, Au service de Leurs Majestés: histoire secrète des Belges à Londres. 1974, éditions Byblos. Pp 186-187 and 196.

[7] Peter Franssen and Ludo Martens. L’argent du PSC-CVP. Editions EPO, pp 29-30.

[8] Herman Deleeck, De architectuur van de welvaartstaat, ACCO, 2001 p.2. (περιέχεται στο Carl Cauwenbergh. “La Sécurité sociale n’est pas une conquête de la social-démocratie”, Études marxistes n° 27, 1995)

[9] Σχέδιο Συμφώνου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 28 Απρίλη 1944.

[10] Περιοδικό Financieel Ekonomische Tijd, 19 October 1993.

[11] Τμήμα Εμπορίου των ΗΠΑ, Μακροχρόνια Οικονομική Ανάπτυξη, Στατιστική περίληψη, 1971. (στο Elemente einer materialistischen Staatstheorie, Frankfurt 1973).

[12] http://www.prignitzer.de/nachrichten/mecklenburg-vorpommern/artikeldetail/article/111/deranfang-vom-ende-der-ddr.html

[13] http://www.wer-weiss-was.de/theme75/article3238793.html

[14] De Morgen, 4 September 1993.(στο Carl Cauwenbergh. “La Sécurité sociale n’est pas une conquête de la social-démocratie”, Études marxistes n° 27, 1995.

[15] Στοιχεία από τις εκδόσεις του 2003 και του 2006 των Εκθέσεων του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη.

[16] Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα. τ. 9, σ. 32 (ελληνική έκδοση).

[17] Émile Vandervelde, La Belgique envahie et le socialisme international, Berger-Levrault, Paris 1917.

[18] http://www.glasnost.de/pol/gysiblair.html August 1999

[19] Kurt Gossweiler. Der “moderne sozialismus” -gedanken zu 12 thesen gysis und seiner denkwerkstatt. http://www.kurt-gossweiler.de/artikel/gysi12t.pdf

[20] Joseph Stiglitz, “Wall Street’s Toxic Message”, Vanity Fair, July 2009 http://www.vanityfair.com/politics/features/2009/07/third-world-debt200907; στο La crise, les restrictions et les germes du changement, Résolution du Conseil national du PTB, 15 March 2010, http://www.ptb.be/fileadmin/users/nationaal/download/2010/03/crise.pdf