Το Κομμουνιστικό Κόμμα και η εργατική τάξη της Βενεζουέλας στο σταυροδρόμι της Μπολιβαριανής Επανάστασης


Πέδρο Έουσσε, εκπρόσωπος του Ταξικού Ρεύματος «Κρους Βιγιέγκας».

Η σημερινή συστημική κρίση του καπιταλισμού συμπίπτει με την ανάπτυξη προοδευτικών και επαναστατικών διαδικασιών, κυρίως αντιιμπεριαλιστικού και αντιολιγαρχικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, της οποίας οι πολλαπλές ενδογενείς αντιθέσεις δημιουργούν προσδοκίες σε διάφορες κατευθύνσεις.

Τέτοιες πολιτικές διαδικασίες, εκτός από το χαρακτήρα αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ στην περιοχή, τη διεκδίκηση εθνικής κυριαρχίας και μια καλύτερη κατανομή του πλούτου, χαρακτηριστικά για τα οποία έχει αξία να στηριχτούν από συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις, έχουν και ως κοινό χαρακτηριστικό ότι το ρόλο της κοινωνικής πρωτοπορίας τον έχουν αναλάβει άλλα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα μικροαστών και επαγγελματιών μεσαίων στρωμάτων. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η λεγόμενη ανερχόμενη εθνική αστική τάξη, όχι μονοπωλιακή, που ενδιαφέρεται να πάρει τα ηνία της οικονομικής δυναμικής, σε αντίθεση με τη στρατηγική του παγκόσμιου ηγεμονικού ελέγχου των διεθνικών μονοπωλίων.

Πρόκειται για μια ενδοαστική σύγκρουση που προσδιορίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στη Βενεζουέλα, με την κερδοφόρα πετρελαϊκή οικονομία της, όπου σχεδόν όλη η οικονομική και κοινωνική δυναμική περιστρέφεται γύρω από τους πόρους που δημιουργεί η εξαγωγή αργού πετρελαίου, μια δραστηριότητα υπό κρατικό μονοπώλιο. Γι’ αυτό και τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης προσπαθούν να πάρουν τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της κρατικής μηχανής και της διαχείρισης των εσόδων από το πετρέλαιο.

Σε αυτό το πλαίσιο προέκυψε η πρόταση για το λεγόμενο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» που προβλήθηκε πολύ δυναμικά από την ηγεσία της Μπολιβαριανής Επανάστασης στη Βενεζουέλα, ενώ ακολουθήθηκε από τις προοδευτικές κυβερνήσεις του Εκουαδόρ, της Βολιβίας και της Νικαράγουα και υιοθετήθηκε από πολιτικά ρεύματα που παλεύουν για την κατάκτηση της εξουσίας σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην Καραϊβική.

Αυτό το ιστορικό γεγονός ήταν το λίκνο της αναγέννησης διάφορων παλιών «θεωριών» και αντιλήψεων που παρουσιάστηκαν ως πρωτότυπες και εγχώριες, με την επισήμανση ενδογενείς, αλλά τελικά συνεπάγονται την άρνηση της πάλης των τάξεων και του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, την απόρριψη της επιστημονικής θεωρίας του προλεταριάτου και της αναγκαιότητας του οργανικού εργαλείου του, του πολιτικού κόμματος που βασίζεται στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.

Έτσι, από την ηγεσία της βενεζουελάνικης διαδικασίας υπάρχουν τμήματα που διαδίδουν έννοιες που εισήγαγαν σοσιαλρεφορμιστές, «μεταμοντερνιστές» θεωρητικοί και αναθεωρητές του μαρξισμού, κατατάσσοντας στην κατηγορία των ιστορικών υποκειμένων της επανάστασης «το πλήθος» (Αντόνιο Νέγκρι και Πάολο Βίρνο), «το Λαό» -που στερείται της έννοιας της τάξης- και των τοπικών κοινοτήτων. Το πρόβλημα με αυτές τις κατηγορίες έγκειται στο ότι είναι γενικές και αφηρημένες, ιστορικά ασαφείς κι επομένως δεν έχουν συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο. Μιλώντας για «πλήθος», για παράδειγμα, εξαφανίζεται ή τουλάχιστον διαστρεβλώνεται η πάλη των τάξεων που διεξάγεται όχι ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους, αλλά ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές, ανεξάρτητα από τις αριθμητικές δυνάμεις που έχουν αντίστοιχα. Επίσης, όταν από την ηγεσία της επαναστατικής διαδικασίας και την κυβέρνηση υπογραμμίζεται σε υπερθετικό βαθμό ο πρωταγωνιστικός ρόλος των τοπικών κοινοτήτων, αποφεύγεται ή ακόμα και γίνεται προσπάθεια να σταματήσει η οργανωτική και κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη που χρειάζεται να πετύχει η εργατική τάξη και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους, στη δυναμική της πάλης των τάξεων, για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Την ίδια στιγμή, από διοικητικά όργανα της διαδικασίας προωθείται η άρνηση του διαλεκτικού υλισμού και η άρνηση της λειτουργίας των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης (Κόχαν) προσπαθώντας να δώσουν θεωρητικό στήριγμα στο βολουνταρισμό και στον υποκειμενισμό, σε βάρος της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σε αυτή την έκρηξη ιδεολογικής παραπλάνησης ανοίγει εύκολα δρόμο ο αντικομμουνισμός, τόσο στη συζήτηση όσο και στην πολιτική πρακτική, στο όνομα του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, με παραχωρήσεις στην αστική ιδεολογία και στον αντικομμουνιστικό εκβιασμό του ψυχολογικού πολέμου του ιμπεριαλισμού, εξασθενίζοντας την πολιτική και ηθική δύναμη της Μπολιβαριανής Επανάστασης απέναντι στα σχέδια της αντεπανάστασης.

Αυτή η κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανεπαρκή ποσοτική και ποιοτική δύναμη της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας, που μέχρι τώρα την έχει εμποδίσει να παίξει καθοριστικό ή ιδιαίτερο ρόλο στη διαδικασία αλλαγών που διέρχεται η Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας, παρότι υπάρχουν αυξανόμενες και αναμφισβήτητες εκδηλώσεις μιας κάθε φορά μεγαλύτερης πολιτικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού στη Βενεζουέλα. Αυτό ευνοεί την ανάπτυξη μιας πολιτικής γραμμής για την υπεράσπιση, εδραίωση και εμβάθυνση των επαναστατικών αλλαγών. Ορισμένες από αυτές τις θετικές εκδηλώσεις είναι η μαζική δράση για την ψήφιση ενός νέου και επαναστατικού Εκτελεστικού Νόμου για την Εργασία και ο αγώνας για να προχωρήσει η δημιουργία ενός νέου μοντέλου διοίκησης των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων που είναι υπό κρατική ιδιοκτησία, υπό την αρχή του εργατικού ελέγχου, με τη συγκρότηση Σοσιαλιστικών Συμβουλίων Εργατών και Εργατριών, ως οργάνων για την άσκηση της συλλογικής διεύθυνσης των εργαζόμενων στις διαδικασίες παραγωγής, στον αγώνα για την ανατροπή των καταπιεστικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και για την καταστροφή του αστικού κράτους, ευνοώντας τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης στην εργατική τάξη.

Τα σοσιαλιστικά συμβούλια των εργαζομένων, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται το ΚΚ Βενεζουέλας, θα εκπληρώσουν τον ταξικό επαναστατικό τους ρόλο στο βαθμό που οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν την οικοδόμηση και ανάπτυξή τους, ανεβάζουν τη συνείδησή τους από τάξη καθεαυτή σε τάξη για τον εαυτό της, σε αντίθεση με τα «εργατικά συμβούλια» που προέκυψαν με πρωτοβουλία του σοσιαλρεφορμισμού σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (ΚΚΒ), οι αλλαγές που έγιναν αυτά τα χρόνια στο πλαίσιο της λεγόμενης Μπολιβαριανής Επανάστασης είναι μέχρι σήμερα το αποτέλεσμα μιας σοσιαλρεφορμιστικής πρακτικής με πατριωτική και προοδευτική τάση, με τον αποφασιστικό ρόλο τμημάτων των μικροαστών. Αυτή η πραγματικότητα θα ξεπεραστεί μόνο μέσα από ένα νέο συσχετισμό λαϊκών και επαναστατικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, που θα μπορεί να εγγυηθεί την εδραίωση της εθνικής απελευθέρωσης και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να προχωρήσει πραγματικά προς το στρατηγικό στόχο της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Έτσι λοιπόν η Μπολιβαριανή Επανάσταση πλησιάζει σε ένα σταυροδρόμι, σε ένα ιστορικό δίλημμα που η απάντησή του θα καθοριστεί από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στο εσωτερικό της: ή ενισχύει μια διαδικασία προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που διαφυλάσσει τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος ή κινείται στην κατεύθυνση μετάβασης με διάλυση του αστικού κρατικού μηχανισμού και αντικατάσταση των σημερινών κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Αιτίες της ανεπαρκείας της εργατικής τάξης να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σήμερα στη Βενεζουελάνικη Διαδικασία

Η εργατική τάξη της Βενεζουέλας δεν είχε -ιστορικά και εν γένει- υψηλή αριθμητική σύνθεση, εξαιτίας κυρίως του παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής και εξαγωγής ενός βασικού προϊόντος που χαρακτηρίζει την εθνική μας οικονομία και της βιομηχανικής καθυστέρησης της χώρας μας, αποτέλεσμα της εξάρτησης και του ρόλου που έχει επιφορτιστεί η χώρα μας στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας υπό ιμπεριαλιστική κατεύθυνση, ως παραγωγός και εξαγωγέας σχεδόν αποκλειστικά πρώτων υλών και ειδικά αργού πετρελαίου.

Παρότι μεταξύ του 1960-70 δημιουργήθηκαν σημαντικοί βιομηχανικοί όμιλοι, κυρίως κρατικής ιδιοκτησίας, όπως οι επιχειρήσεις της Βενεζουελάνικης Εταιρίας της Γκουαγιάνα (Corporación Venezolana de Guayana-CVG), ωστόσο τη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ξεκίνησε μια ταχεία αποβιομηχανοποίηση της χώρας. Αυτή η τάση σταμάτησε μετά το 1999, όταν η κυβέρνηση του Προέδρου Τσάβες ήρθε σε ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά διάφοροι εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες εμπόδισαν να ενεργοποιηθεί μια διαδικασία διαρκούς επανεκβιομηχάνισης της χώρας.

Αν και είναι αλήθεια ότι η αδυναμία του παραγωγικού ιστού οδήγησε σε μια σχετική αριθμητική μείωση του βιομηχανικού προλεταριάτου (π.χ. ο αριθμός των εργαζομένων στη βιομηχανία μεταποίησης μειώθηκε πάνω από 20% από το 1990), αυτό δε σημαίνει απόλυτη μείωση της εργατικής τάξης, δεδομένου ότι υπήρχε αύξηση του εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε άλλους τομείς, ιδίως στις κατασκευές, στο εμπόριο και τις δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανόμενων των τηλεπικοινωνιών και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Ωστόσο οι εργάτες της βιομηχανίας μεταποίησης είναι πολύ σημαντικοί από ποιοτική άποψη, παρά τη σημαντική μείωση που υπέστησαν στις γραμμές τους. Σήμερα ο αριθμός τους είναι πολύ κάτω από τις 500.000 ή το ένα 4% του συνολικού ενεργού εργατικού δυναμικού της χώρας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι μεταλλουργοί, συγκεντρωμένοι στο βιομηχανικό συγκρότημα της Γκουαγιάνα.

Πράγματι υπήρξε μια διαδικασία μείωσης της βιομηχανικής ζώνης, εξαιτίας του μονομερούς κλεισίματος επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες τους είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους που συνδέονται με τις υπόλοιπες συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ευνόησαν τις τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Έτσι, μεταξύ 1996 και 2007, ο συνολικός αριθμός των βιομηχανικών επιχειρήσεων μεταποίησης μειώθηκε σχεδόν κατά 40%, μείωση που έπληξε ιδιαίτερα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Όσον αφορά το προλεταριάτο της πετρελαϊκής βιομηχανίας στη Βενεζουέλα, δεν έχει καταγράψει ιστορικά μεγάλο αριθμό δυναμικού, αν και τις πρώτες πέντε δεκαετίες του 20ού αιώνα, περίοδο δημιουργίας και εδραίωσης της πετρελαϊκής οικονομίας, ήταν η πιο πολυάριθμη, οργανωμένη και μαχητική συνιστώσα στο σύνολο της εργατικής μας τάξης. Στη συνέχεια παρουσίασε μείωση και εξασθένιση, λόγω της εισβολής της χρήσης νέων τεχνολογιών και της πληθώρας μηχανισμών εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και υπεργολαβίας στις σχέσεις εργασίας, καθώς και της ολέθριας και διασπαστικής επίδρασης των διεφθαρμένων ρευμάτων της φιλοϊμπεριαλιστικής σοσιαλδημοκρατίας, που κυριάρχησαν στα συνδικάτα πετρελαίου για πολλά χρόνια.

Σήμερα, με την εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων στη Φάχα του Ορινόκο και την πρόσφατη κρατικοποίηση των υπηρεσιών που συνδέονται με βασικές δραστηριότητες όπως οι μεταφορές, οι γεωτρήσεις, γενικές υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, η κρατική πετρελαϊκή εταιρία «Πετρέλαια της Βενεζουέλας Α.Ε.» (PDVSA) αύξησε το προσωπικό της σε 100.000 εργαζόμενους, συμπεριλαμβάνοντας το διογκωμένο αριθμό εργαζομένων των διοικητικών και κοινωνικών υπηρεσιών που διόρισε η μπολιβαριανή κυβέρνηση στην εθνική εταιρία πετρελαίου.

Οι υποκειμενικές πλευρές της μέχρι τώρα ανεπάρκειας της εργατικής μας τάξης να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο είναι η παραδοσιακή οργανική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος της Βενεζουέλας, η αδύναμη οργάνωση και η επικράτηση ρεφορμιστικών και γραφειοκρατικών τάσεων στην ηγεσία του, παρόλο που οι τάσεις με ταξικές διεκδικήσεις στον κόλπο του συνδικαλιστικού μας κινήματος ήταν πάντα δραστήριες και μαχητικές, με σημαντική παρουσία κομμουνιστών αγωνιστριών και αγωνιστών.

Η πάλη ενάντια στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό στο βενεζουελάνικο εργατικό κίνημα

Η αντιπαράθεση στη Βενεζουέλα ανάμεσα στον ταξικό συνδικαλισμό και στο ρεφορμιστικό συνδικαλισμό και στις οργανικές συσπειρώσεις τους δεν είναι έξω από την παγκόσμια ιστορική πάλη για το κέρδισμα των εργατικών μαζών, είτε για να σπάσουν οι αλυσίδες τις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και να κατακτήσουν την πλήρη κοινωνική απελευθέρωση είτε για να δεχτούν πειθήνια τη σύγχρονη μισθωτή σκλαβιά και να καταδικάσουν όλη την ανθρωπότητα στην καταπίεση που ασκεί το κεφάλαιο.

Όπως είναι γνωστό, η οργανική και πολιτική διαίρεση του συνδικαλισμού έχει τις ρίζες του στην ίδια την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, από τη στιγμή που ο ταξικός εχθρός κατάφερε να αναπτύσσονται και να δρουν δυναμικά στους κόλπους του ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές τάσεις. Έτσι, με τη διάσπαση της Δεύτερης Διεθνούς, το 1914, γεννήθηκε η σύγχρονη αστική σοσιαλδημοκρατία, φορέας της ταξικής συνεργασίας.

Η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ), που ιδρύθηκε το 1945, ως διεθνές κέντρο που εκφράζει τα γνήσια συμφέροντα και στόχους των εργαζομένων του κόσμου, διαιρέθηκε λίγα χρόνια αργότερα, εξαιτίας μια συνωμοσίας που ενορχηστρώθηκε από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τα τελευταία χρόνια οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της δεξιάς σε παγκόσμιο επίπεδο, απαντώντας στην παγκόσμια στρατηγική της κυριαρχίας των διακρατικών κεφαλαίων, αποφάσισαν να ενωθούν σε ένα ενιαίο κέντρο, που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 2006, την Παγκόσμια Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία (ΙΊΌΌ), που προέκυψε από τη συγχώνευσης της σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ελεύθερων Συνδικάτων (ICFTU) και της σοσιαλχριστιανικής Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Εργασίας (WCL). Στην Αμερική ενώθηκαν η Διαμερικανική Περιφερειακή Οργάνωση Εργατών (ORIT), θυγατρική της IFCTU, και η Κεντρική Ένωση Εργαζομένων Λατινικής Αμερικής (CLAT), θυγατρική της WCL, στη Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία Εργαζομένων της Αμερικής (TUCA). Στη Βενεζουέλα οι δεξιές συνδικαλιστικές ενώσεις η Συνομοσπονδία Εργαζομένων Βενεζουέλας (CTV), η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), η Συνομοσπονδία Αυτόνομων Συνδικάτων (CODESA) -εκ των οποίων οι δύο τελευταίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί - ενώθηκαν με την TUCA και την ITUC.

Στην Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, από την άλλη, τη δεκαετία του 1960 εντάχθηκε η Ενωτική Συνομοσπονδία Εργαζομένων στη Βενεζουέλα (CUTV), που αν και σχετικά αδύναμη οργανικά ήταν για δεκαετίες ταξικό σημείο αναφοράς στην πάλη των Βενεζουελάνων εργαζόμενων, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1980 και 1990, όταν κατήγγειλε και αντιπάλεψε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της εργασιακής ευελιξίας, της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης και της ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων και αντιτάχθηκε στην εργοδοσία και στη φιλοϊμπεριαλιστική Συνομοσπονδία Εργαζομένων Βενεζουέλας (CTV) που από τη δεκαετία του 1960 μετατράπηκε σε συνδικαλιστικό όργανο στην υπηρεσία της βενεζουελάνικης ολιγαρχίας και των κυβερνήσεών της.

Η αρχή της μπολιβαριανής επαναστατικής διαδικασίας, με την εκλογή του Προέδρου Τσάβες και την ψήφιση του Συντάγματος της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, όξυνε την πάλη των τάξεων, αλλά και δημιούργησε τις συνθήκες για τη μετατόπιση της συνδικαλιστικής ηγεμονίας που ασκούσε η CTV και για προσπάθεια επίτευξης συνδικαλιστικής ενότητας, μέσω της ανασυγκρότησης των διάφορων εργασιακών συντελεστών που επηρεάζονταν από την επαναστατική διαδικασία. Σε αυτή τη δυναμική δημιουργήθηκε η Εθνική Ένωση Εργαζομένων (UNETE), που πρόσκειται στην ΠΣΟ και υποστηρίζει την επαναστατική διαδικασία από θέσεις ανεξαρτησίας της τάξης.

Παρότι η αντινεοφιλελεύθερη και αντιιμπεριαλιστική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Βενεζουέλα αποτελεί πρόοδο και παρά την ύπαρξη της UNETE, εξακολουθεί να υπάρχει η ιστορική τάση η αστική τάξη και το Κράτος να θέτουν το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βενεζουέλας υπό κηδεμονία και υποταγή. Εκτός από τα ανοιχτά αντεπαναστατικά συνδικαλιστικά ρεύματα υπάρχουν ορισμένα που παρότι δηλώνουν υπέρ της επαναστατικής διαδικασίας, έχουν μια ρεφορμιστική και οπορτουνιστική αντίληψη και πρακτική και επιλέγουν τον εργοδοτικό και φιλοκυβερνητικό συνδικαλισμό, που υποστηρίζει τη διάλυση της UNETE και το σχηματισμό μιας άλλης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας, σχηματισμένης γραφειοκρατικά από σενάρια της κρατικής εξουσίας. Αυτή η κατάσταση περιπλέκει την πάλη των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοσία στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ιδίως όταν από διάφορα επίπεδα πολιτικής εξουσίας υπάρχει η τάση να κρατούν μια ανοιχτά αντισυνδικαλιστική θέση ή, εν πάση περιπτώσει, αντίθετη στην ανεξάρτητη ύπαρξη οργανώσεων εργαζομένων.

Για το ΚΚ Βενεζουέλας η ανάγκη υπεράσπισης και ενδυνάμωσης της αυτονομίας και ανεξαρτησίας του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και όλων των μαζικών οργανώσεων, απέναντι στην εργοδοσία, το Κράτος και τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, μπαίνει ως προτεραιότητα των εργαζομένων με ταξική συνείδηση, τόσο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις όσο και από τη δράση των αντιπροσώπων πρόληψης (εκπρόσωποι των εργαζομένων για την υπεράσπιση της υγείας και της ασφάλειας στη δουλειά) και από τα Σοσιαλιστικά Συμβούλια των Εργαζόμενων που προέκυψαν ως αποτέλεσμα συνταγματικής προϋπόθεσης για τη συμμετοχική δημοκρατία με πρωταγωνιστή το λαό και ως όργανα που διεκδικούν την άσκηση εργατικού ελέγχου στις διαδικασίες παραγωγής, διεύθυνσης και κατανομής αγαθών και υπηρεσιών, από κάθε τόπο δουλειάς και στους διάφορους κλάδους της παραγωγής.

Η ανάγκη αυτή υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια γενικευμένη τάση να τεθούν όλες οι κοινωνικές οργανώσεις υπό την εξουσία της εθνικής κυβέρνησης και άλλων αρχών κρατικής εξουσίας. Αλλά η υπόθεση είναι ιδιαίτερα σοβαρή στην περίπτωση των εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι με την άσκηση της καθοδήγησης της διαδικασίας και της εθνικής κυβέρνησης από τους μικροαστούς επιδιώκεται οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες να αρνηθούν την ταξική ανεξαρτησία, που είναι απαραίτητη για να διεκδικήσουν τα ιδιαίτερα δικαιώματά τους και τα συλλογικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά τους συμφέροντα, που βασικά είναι τα ίδια τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του λαού στην πόλη και στην ύπαιθρο και ταυτόχρονα αντίθετα προς τα συμφέροντα τμημάτων που βασικά ασκούν μεγάλο κομμάτι της πολιτικής εξουσίας. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί συνεχείς και αυξανόμενες συγκρούσεις.

Έτσι λοιπόν ο αγώνας στην κατεύθυνση οργανικής και προγραμματικής ενότητας του κινήματος των εργαζόμενων είναι μέρος του αγώνα για το μετασχηματισμό του βενεζουελάνικου συνδικαλισμού, εξοπλίζοντάς το εκ νέου με τις αρχές που πρέπει να καθοδηγούν τη δράση της τάξης μας για απελευθέρωση, κυρίως για τη νίκη κατά του ρεφορμισμού στους κόλπους του, ούτως ώστε οι διάφοροι αγώνες και οι κατακτήσεις να εξυπηρετούν τη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και να προαγάγουν το προλεταριάτο, σε στρατηγική συμμαχία με άλλες τάξεις και κοινωνικά στρώματα που υφίστανται εκμετάλλευση και καταπίεση, σε άρχουσα τάξη.

Όπως επιβεβαίωσε και το 13ο Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚ Βενεζουέλας (Μάρτης 2007): «.. .ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του κόμματος της επανάστασης, είναι ο σχεδιασμός μιας πολιτικής ικανής να κατακτήσει το συνδικαλιστικό κίνημα για να το βάλει σε τάξη, για να εξαλείψει τις κακές συνήθειες που καλλιεργήθηκαν ως αποτέλεσμα της τεράστιας ρεφορμιστικής διαφθοράς, των πρακτικών που εφάρμοζαν τα εργοδοτικά συνδικάτα και της επίδρασης των πελατειακών σχέσεων, για να αντιμετωπιστεί οριστικά ο κατακερματισμός του, για να μετατραπεί σε δύναμη πρώτης γραμμής στην οικοδόμηση της νέα κοινωνίας».

Είναι αναγκαία η ύπαρξη και το δυνάμωμα του κόμματος της εργατικής τάξης στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας στη Βενεζουέλα

Όσοι από την μπολιβαριανή διαδικασία θεωρούν ότι η εργατική τάξη δεν είναι το ιστορικό υποκείμενο της κοινωνικής επανάστασης, είτε λόγω άγνοιας της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού είτε επειδή θεωρούν ότι απειλούνται τα ταξικά τους συμφέροντα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη δεν πρέπει να οργανωθεί ανεξάρτητα, ως τάξη. Έτσι, περιφρονούν και αμφισβητούν την επικαιρότητα του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, προσπαθώντας να δυσφημήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, επιδιώκοντας να το περιθωριοποιήσουν, πιέζοντας για τη διάλυσή του.

Εν προκειμένω, η Θέση για το Κόμμα της Επανάστασης που προέκυψε από το 13ο Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚ Βενεζουέλας, που πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 2007, σε μια περίοδο που προτεινόταν στο κόμμα μας να ενσωματωθεί στο εκκολαπτόμενο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (PSUV), πολυταξικού χαρακτήρα, που θα οδηγούσε στη διάλυση του κόμματός μας, έχει ως εξής: «Αναφερόμενοι στη συμμετοχή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο των μαζών, πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα την οργανική προσπάθεια για να συναντηθεί η εργατική τάξη με τα υπόλοιπα τμήματα των εργαζομένων. Αν σχεδιάζουμε την εξάλειψη του καπιταλισμού, πρέπει να γίνουμε η πολιτική οργάνωση, ο γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων της κοινωνικής τάξης που από τη θέση της στην κοινωνικοοικονομική δομή, είναι όχι μόνο αυτή που επηρεάζεται πιο άμεσα από την καπιταλιστική εκμετάλλευση -και εκ τούτου, αντικειμενικά, αυτή που ενδιαφέρεται περισσότερο για την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς- αλλά και αυτή που με την επίτευξη αυτού του στόχου θα ελευθερώσει την υπόλοιπη κοινωνία από το καθεστώς εκμετάλλευσης, αφού καθώς δεν κατέχει μέσα παραγωγής, δε φιλοδοξεί να τα κατακτήσει για να εκμεταλλεύεται άλλες κοινωνικές τάξεις».

Και στη συνέχεια: «.. .το κόμμα της επανάστασης θα πρέπει να είναι από άποψη περιεχομένου, πολιτικής, σύνθεσης, ιδεολογίας, ως προς τα συμφέροντα που εκφράζει, το κόμμα της εργατικής τάξης και όλου του εργαζόμενου λαού. Βέβαια, σε αυτό το κόμμα θα υπάρχουν μέλη και από άλλες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζουν ως δικά τους τα συμφέροντα που προβάλλει το κόμμα, που θα πρέπει να είναι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τον προγραμματικό στόχο στρατηγικού χαρακτήρα που επιδιώκουμε: το σοσιαλισμό.[... ]

Ο ακριβής ορισμός του ταξικού περιεχόμενου του κόμματος της επανάστασης είναι ιστορική ανάγκη και δεν έρχεται σε αντίθεση με τον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Μπολιβαριανής Επανάστασης σήμερα. Αυτή η φάση της επανάστασής μας απαιτεί πραγματικά μια πλατιά συμμαχία τάξεων και συντελεστών γύρω από τους στόχους για εθνική απελευθέρωση. Ένα από τα κύρια καθήκοντα της αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας είναι να επωφεληθούμε απ’ όλες τις αντιθέσεις και διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ τμημάτων των μεγαλοαστών και των μικροαστών, από τη μια πλευρά, και τον ιμπεριαλισμό από τη άλλη. Όμως αυτή η συμμαχία δεν πρέπει να γίνει στους κόλπους του κόμματος της επανάστασης, ειδικά όταν αναγνωρίζουμε ότι η πορεία αυτής της επανάστασης έχει στόχο το σοσιαλισμό.[...]

Το κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης δε θα μπορέσει να εκπληρώσει τον ιστορικό σκοπό του αν αποδεχτεί μια πολυταξική αντίληψη που τελικά υποτάσσει όλες τις τάξεις, τα στρώματα και τα τμήματα της κοινωνίας που έχουν λαϊκό χαρακτήρα, στα συμφέροντα του κυρίαρχου οικονομικού μπλοκ στους κόλπους της αντίστοιχης οργάνωσης. Οι αδυναμίες αυτού του τύπου κόμματος είναι πολύ γνωστές στην ιστορία μας: λειτουργούν διαλυτικά στον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος, τα αντικαπιταλιστικά συμφέροντα του εργαζόμενου λαού υποτάσσονται στα συμφέροντα του κεφαλαίου στη βάση ανακατατάξεων, παραχωρήσεων και προσφορών. Αντικαθίσταται η πάλη των τάξεων σαν μηχανισμός μετασχηματισμού από την ταξική συμφιλίωση με σκοπό να σταθεροποιηθεί το σύστημα. Αντικαθίσταται η επανάσταση από τη μεταρρύθμιση, θολώνει ο ιστορικός ορίζοντας του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, με τον οποίο μόνο η εργατική τάξη είναι οργανικά συνδεδεμένη».

Έτσι το κόμμα μας είχε σταθερή θέση και συμβολή στο διάλογο, που ήταν ανοιχτός, γύρω από το χαρακτήρα του κόμματος που χρειάζεται η βενεζουελάνικη επανάσταση. Στο 13ο Έκτακτο Συνέδριο το ΚΚ Βενεζουέλας επιβεβαίωσε το χαρακτήρα του ως επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης που βασίζεται στην επιστημονική θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, όπως ισχύει από την ίδρυσή του το 1931 και ότι, χρησιμοποιώντας αυτό το θεωρητικό και μεθοδολογικό εργαλείο, σχεδιάζει μια πολιτική γραμμή που βασίζεται στην ανάγκη επίλυσης της βασικής αντίθεσης αυτής της ιστορικής στιγμής, την αντίθεση ανάμεσα στα ηγεμονικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και στα συμφέροντα του βενεζουελάνικου έθνους και τη θεμελιώδη και ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Από εκεί προκύπτει η ανάγκη η εργατική τάξη, με το κόμμα και την επαναστατική της ιδεολογία, να είναι πρωτοπόρα στην πάλη για την εθνική απελευθέρωση και το σοσιαλισμό, με προοπτική τον κομμουνισμό.

Μια διαλεκτική πολιτική γραμμή: Αντιιμπεριαλιστική Συμμαχία και ανάγκη συσχετισμού δυνάμεων υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης

Με βάση το χαρακτηρισμό του κόμματός μας για την επαναστατική διαδικασία στη Βενεζουέλα, ιδιαίτερα στη σημερινή της φάση, έχουμε προτείνει την ανάγκη να διαμορφωθεί ένα Πλατύ Αντιιμπεριαλιστικό και Πατριωτικό Μέτωπο που να ενσωματώνει το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών φορέων που συμφωνούν στην ανάγκη αντιμετώπισης και νίκης έναντι της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και στην κατάκτηση της πλήρους εθνικής απελευθέρωσης.

Ακριβώς γι’ αυτό προτείνουμε ταυτόχρονα τη δημιουργία ενός Επαναστατικού Λαϊκού Μπλοκ (BPR), που κατ’ ανάγκη θα περιορίζεται σε όσους προτείνουν την πλήρη κατάργηση του εκμεταλλευτικού συστήματος και που επομένως δεν μπορεί να περιλαμβάνει απολύτως κανένα τμήμα της αστικής τάξης ή κάποια οργάνωση που να εκφράζει τα συμφέροντά της.

Οι κομμουνιστές παλεύουμε για να ηγείται η εργατική τάξη στο Επαναστατικό Λαϊκό Μπλοκ, ώστε στο πλαίσιο όξυνσης της πάλης των τάξεων να μπορεί να αναλάβει με συνέπεια την κοινωνική και πολιτική πάλη ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου, για την εδραίωση ενός δημοκρατικού-λαϊκού επαναστατικού Κράτους, όπου θα ξεκινήσει η οικοδόμηση του πραγματικού σοσιαλισμού με την εργατική τάξη στην πρωτοπορία. Η οικοδόμηση ενός Επαναστατικού Λαϊκού Μπλοκ είναι ζωτικής σημασίας για την εργατική τάξη στην πάλη της για την εξουσία, όπως έλεγε και ο σύντροφος Αντόνιο Γκράμσι το 1926, με συνεπή λενινιστική σκέψη, με αναμφισβήτητη επικαιρότητα για τους Βενεζουελάνους κομμουνιστές: «Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει ηγετική και κυρίαρχη τάξη στο βαθμό που θα καταφέρει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που θα του επιτρέπει να κινητοποιήσει ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό Κράτος την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού».