Η σημερινή συστημική κρίση του καπιταλισμού συμπίπτει με την ανάπτυξη προοδευτικών και επαναστατικών διαδικασιών, κυρίως αντιιμπεριαλιστικού και αντιολιγαρχικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, της οποίας οι πολλαπλές ενδογενείς αντιθέσεις δημιουργούν προσδοκίες σε διάφορες κατευθύνσεις.
Τέτοιες πολιτικές διαδικασίες, εκτός από το χαρακτήρα αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ στην περιοχή, τη διεκδίκηση εθνικής κυριαρχίας και μια καλύτερη κατανομή του πλούτου, χαρακτηριστικά για τα οποία έχει αξία να στηριχτούν από συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις, έχουν και ως κοινό χαρακτηριστικό ότι το ρόλο της κοινωνικής πρωτοπορίας τον έχουν αναλάβει άλλα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα μικροαστών και επαγγελματιών μεσαίων στρωμάτων. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η λεγόμενη ανερχόμενη εθνική αστική τάξη, όχι μονοπωλιακή, που ενδιαφέρεται να πάρει τα ηνία της οικονομικής δυναμικής, σε αντίθεση με τη στρατηγική του παγκόσμιου ηγεμονικού ελέγχου των διεθνικών μονοπωλίων.
Πρόκειται για μια ενδοαστική σύγκρουση που προσδιορίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στη Βενεζουέλα, με την κερδοφόρα πετρελαϊκή οικονομία της, όπου σχεδόν όλη η οικονομική και κοινωνική δυναμική περιστρέφεται γύρω από τους πόρους που δημιουργεί η εξαγωγή αργού πετρελαίου, μια δραστηριότητα υπό κρατικό μονοπώλιο. Γι’ αυτό και τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης προσπαθούν να πάρουν τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της κρατικής μηχανής και της διαχείρισης των εσόδων από το πετρέλαιο.
Σε αυτό το πλαίσιο προέκυψε η πρόταση για το λεγόμενο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» που προβλήθηκε πολύ δυναμικά από την ηγεσία της Μπολιβαριανής Επανάστασης στη Βενεζουέλα, ενώ ακολουθήθηκε από τις προοδευτικές κυβερνήσεις του Εκουαδόρ, της Βολιβίας και της Νικαράγουα και υιοθετήθηκε από πολιτικά ρεύματα που παλεύουν για την κατάκτηση της εξουσίας σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην Καραϊβική.
Αυτό το ιστορικό γεγονός ήταν το λίκνο της αναγέννησης διάφορων παλιών «θεωριών» και αντιλήψεων που παρουσιάστηκαν ως πρωτότυπες και εγχώριες, με την επισήμανση ενδογενείς, αλλά τελικά συνεπάγονται την άρνηση της πάλης των τάξεων και του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, την απόρριψη της επιστημονικής θεωρίας του προλεταριάτου και της αναγκαιότητας του οργανικού εργαλείου του, του πολιτικού κόμματος που βασίζεται στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Έτσι, από την ηγεσία της βενεζουελάνικης διαδικασίας υπάρχουν τμήματα που διαδίδουν έννοιες που εισήγαγαν σοσιαλρεφορμιστές, «μεταμοντερνιστές» θεωρητικοί και αναθεωρητές του μαρξισμού, κατατάσσοντας στην κατηγορία των ιστορικών υποκειμένων της επανάστασης «το πλήθος» (Αντόνιο Νέγκρι και Πάολο Βίρνο), «το Λαό» -που στερείται της έννοιας της τάξης- και των τοπικών κοινοτήτων. Το πρόβλημα με αυτές τις κατηγορίες έγκειται στο ότι είναι γενικές και αφηρημένες, ιστορικά ασαφείς κι επομένως δεν έχουν συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο. Μιλώντας για «πλήθος», για παράδειγμα, εξαφανίζεται ή τουλάχιστον διαστρεβλώνεται η πάλη των τάξεων που διεξάγεται όχι ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους, αλλά ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές, ανεξάρτητα από τις αριθμητικές δυνάμεις που έχουν αντίστοιχα. Επίσης, όταν από την ηγεσία της επαναστατικής διαδικασίας και την κυβέρνηση υπογραμμίζεται σε υπερθετικό βαθμό ο πρωταγωνιστικός ρόλος των τοπικών κοινοτήτων, αποφεύγεται ή ακόμα και γίνεται προσπάθεια να σταματήσει η οργανωτική και κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη που χρειάζεται να πετύχει η εργατική τάξη και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους, στη δυναμική της πάλης των τάξεων, για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Την ίδια στιγμή, από διοικητικά όργανα της διαδικασίας προωθείται η άρνηση του διαλεκτικού υλισμού και η άρνηση της λειτουργίας των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης (Κόχαν) προσπαθώντας να δώσουν θεωρητικό στήριγμα στο βολουνταρισμό και στον υποκειμενισμό, σε βάρος της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σε αυτή την έκρηξη ιδεολογικής παραπλάνησης ανοίγει εύκολα δρόμο ο αντικομμουνισμός, τόσο στη συζήτηση όσο και στην πολιτική πρακτική, στο όνομα του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, με παραχωρήσεις στην αστική ιδεολογία και στον αντικομμουνιστικό εκβιασμό του ψυχολογικού πολέμου του ιμπεριαλισμού, εξασθενίζοντας την πολιτική και ηθική δύναμη της Μπολιβαριανής Επανάστασης απέναντι στα σχέδια της αντεπανάστασης.
Αυτή η κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανεπαρκή ποσοτική και ποιοτική δύναμη της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας, που μέχρι τώρα την έχει εμποδίσει να παίξει καθοριστικό ή ιδιαίτερο ρόλο στη διαδικασία αλλαγών που διέρχεται η Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας, παρότι υπάρχουν αυξανόμενες και αναμφισβήτητες εκδηλώσεις μιας κάθε φορά μεγαλύτερης πολιτικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού στη Βενεζουέλα. Αυτό ευνοεί την ανάπτυξη μιας πολιτικής γραμμής για την υπεράσπιση, εδραίωση και εμβάθυνση των επαναστατικών αλλαγών. Ορισμένες από αυτές τις θετικές εκδηλώσεις είναι η μαζική δράση για την ψήφιση ενός νέου και επαναστατικού Εκτελεστικού Νόμου για την Εργασία και ο αγώνας για να προχωρήσει η δημιουργία ενός νέου μοντέλου διοίκησης των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων που είναι υπό κρατική ιδιοκτησία, υπό την αρχή του εργατικού ελέγχου, με τη συγκρότηση Σοσιαλιστικών Συμβουλίων Εργατών και Εργατριών, ως οργάνων για την άσκηση της συλλογικής διεύθυνσης των εργαζόμενων στις διαδικασίες παραγωγής, στον αγώνα για την ανατροπή των καταπιεστικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και για την καταστροφή του αστικού κράτους, ευνοώντας τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης στην εργατική τάξη.
Τα σοσιαλιστικά συμβούλια των εργαζομένων, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται το ΚΚ Βενεζουέλας, θα εκπληρώσουν τον ταξικό επαναστατικό τους ρόλο στο βαθμό που οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν την οικοδόμηση και ανάπτυξή τους, ανεβάζουν τη συνείδησή τους από τάξη καθεαυτή σε τάξη για τον εαυτό της, σε αντίθεση με τα «εργατικά συμβούλια» που προέκυψαν με πρωτοβουλία του σοσιαλρεφορμισμού σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (ΚΚΒ), οι αλλαγές που έγιναν αυτά τα χρόνια στο πλαίσιο της λεγόμενης Μπολιβαριανής Επανάστασης είναι μέχρι σήμερα το αποτέλεσμα μιας σοσιαλρεφορμιστικής πρακτικής με πατριωτική και προοδευτική τάση, με τον αποφασιστικό ρόλο τμημάτων των μικροαστών. Αυτή η πραγματικότητα θα ξεπεραστεί μόνο μέσα από ένα νέο συσχετισμό λαϊκών και επαναστατικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, που θα μπορεί να εγγυηθεί την εδραίωση της εθνικής απελευθέρωσης και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να προχωρήσει πραγματικά προς το στρατηγικό στόχο της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Έτσι λοιπόν η Μπολιβαριανή Επανάσταση πλησιάζει σε ένα σταυροδρόμι, σε ένα ιστορικό δίλημμα που η απάντησή του θα καθοριστεί από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στο εσωτερικό της: ή ενισχύει μια διαδικασία προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που διαφυλάσσει τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος ή κινείται στην κατεύθυνση μετάβασης με διάλυση του αστικού κρατικού μηχανισμού και αντικατάσταση των σημερινών κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.