Σκέψεις για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Τουρκία


Ζεχρά Γκιουνέρ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας (TKP).

Το Μάρτη του 1885 ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε ένα άρθρο για τη London Commonweal με τίτλο «η Αγγλία το 1845 και το 1885», ως συνέχεια του ιστορικού έργου του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Σε αυτό το άρθρο ο Ένγκελς απεικόνισε πολύ ζωντανά την κατάσταση του ταξικού κινήματος 40 χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» ως εξής:

«ο χαρτισμός εξαφανιζόταν. Η αναβίωση της εμπορικής ευημερίας, πράγμα φυσικό αφού είχε περάσει η μεταστροφή του 1847, αποδίδεται συνολικά στο ελεύθερο εμπόριο. Αυτές οι δυο περιστάσεις μετέτρεψαν την αγγλική εργατική τάξη πολιτικά σε ουρά του «μεγάλου φιλελεύθερου κόμματος», στο οποίο ηγούνταν οι βιομήχανοι. Από τη στιγμή που επιτεύχθηκε αυτό το πλεονέκτημα έπρεπε να συνεχιστεί. Και οι βιομήχανοι καπιταλιστές είχαν μάθει από την αντιπολίτευση που έκαναν οι χαρτιστές, όχι στο ελεύθερο εμπόριο αλλά στη μετατροπή του ελεύθερου εμπορίου σε ζωτικό εθνικό ζήτημα, και μάθαιναν όλο και περισσότερο ότι η μεσαία τάξη δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει πλήρη κοινωνική και πολιτική εξουσία πάνω στο έθνος χωρίς τη βοήθεια της εργατικής τάξης. Έτσι επήλθε μια σταδιακή αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο τάξεις. Δεν υπήρξε απλά εκούσια υποταγή στους Εργοστασιακούς Νόμους, που κάποτε ήταν το φόβητρο όλων των βιομήχανων, αλλά και ανοχή στη διεύρυνσή τους σε νόμους που ρυθμίζουν όλα τα επαγγέλματα. Τα συνδικάτα που μέχρι τότε θεωρούνταν εφευρέσεις του διαβόλου, τώρα τα καλόπιαναν και τα προστάτευαν ως απόλυτα νόμιμους θεσμούς και ως χρήσιμα μέσα για τη διάδοση σωστών οικονομικών δογμάτων στους εργαζόμενους. Ακόμα και οι απεργίες, που μέχρι το 1848 δεν υπήρχε τίποτε πιο παράνομο από αυτές, θεωρήθηκε σταδιακά ότι ήταν χρήσιμες σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν προκαλούνταν από τα ίδια τα αφεντικά τη στιγμή που ήθελαν αυτοί. Τα νομοθετικά διατάγματα, τουλάχιστον τα πιο αποκρουστικά, που υποβάθμιζαν τον εργάτη ή τον έφερναν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το αφεντικό ανακλήθηκαν». [1]

Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι η ουσία αυτής της ζωντανής τοποθέτησης για το κίνημα της εργατικής τάξης 40 χρόνια μετά το ιστορικό έργο του Ένγκελς περιγράφει αρκετά καλά την κατάσταση της εργατικής τάξης στη Τουρκία. Εννοώ την ουσία την οποία θα επεξεργαστώ σε λίγες προτάσεις και όχι τη μορφή.

Το 1847 η εργατική τάξη δεν κατάφερε να αναπτύξει το κίνημα στην κατεύθυνση κατάληψης της εξουσίας (είναι άλλο ζήτημα αν είχε ιστορικά τη δυνατότητα να καταλάβει την πολιτική εξουσία) και σε μεγάλο βαθμό εξανδραποδίστηκε από το αστικό πολιτικό σύστημα και την κυρίαρχη ιδεολογία του «ελεύθερου εμπορίου». Τότε ο Ένγκελς έκανε λόγο για το τέλος του χαρτισμού και τη μετατροπή του κινήματος της εργατικής τάξης σε ουρά του φιλελεύθερου κόμματος. Περιγράφοντας την κατάσταση το 1885 ο Ένγκελς αναφέρεται στην αφομοίωση του συνδικαλιστικού κινήματος από την αστική ιδεολογία και τη διαμόρφωση εργατικής αριστοκρατίας. Στον πρόλογό του στην αγγλική έκδοση του βιβλίου του επεξεργάζεται το πώς οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν τα συνδικάτα σε διάφορες περιστάσεις ως ένα ακόμα εργαλείο για να αναβάλλουν τις επιπτώσεις των καπιταλιστικών κρίσεων υπερπαραγωγής. Βέβαια αυτό είναι μια πραγματικότητα που τη γνωρίζουμε καλά εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ωστόσο, η περιγραφή του Ένγκελς για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία το 1885 αποτυπώνει με λίγα λόγια τη δυναμική της ταξικής πάλης.

Στην ουσία, επειδή η εργατική τάξη δεν καταφέρνει να κατακτήσει μεγαλύτερη ενότητα και αγωνιστικότητα σε ταξική κατεύθυνση, αφομοιώνεται και νικιέται από την αντίπαλη τάξη και ως εκ τούτου πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης γίνονται εξαρτήματα του αστικού πολιτικού συστήματος και της αστικής ιδεολογίας. Επικρατεί το αντίθετο της ενότητας και της αυξημένης αγωνιστικότητας, δηλαδή ο κατακερματισμός, η αποδιοργάνωση, η αφομοίωση και η υποταγή.

Αυτά είναι βασικά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων μπορούμε να συγκρίνουμε την περιγραφή του Ένγκελς και την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Τουρκία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Βέβαια η ζωντανή εικόνα του Ένγκελς μπορεί να ισχύει σε γενικές γραμμές και για την εργατική τάξη άλλων χωρών. Επομένως χρειάζεται να αναδείξουμε τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης της εργατικής τάξης στην Τουρκία για να κάνουμε τα επιχειρήματα μας πιο ολοκληρωμένα και πειστικά.

Ο Ένγκελς έγραψε ένα βιβλίο 250 σελίδων όπου περιγράφει την κατάσταση διάφορων τμημάτων της εργατικής τάξης. Βέβαια σε ένα τόσο σύντομο άρθρο δεν έχουμε χώρο ούτε να συζητήσουμε την κατάσταση του κάθε τμήματος της τουρκικής εργατικής τάξης ούτε να αναδείξουμε τον κάθε παράγοντα που μπορεί να ερμηνεύσει αυτήν την κατάσταση. Επιπλέον, δεν έχω την ευφυΐα του Ένγκελς, απλά χρησιμοποιώ τη θεωρητική κληρονομιά των μεγάλων δασκάλων. Πιστεύω όμως ότι μπορούμε να αναδείξουμε κάποιους σημαντικούς παράγοντες, τους σημαντικότερους κατά τη γνώμη μου, που ασκούν μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη της Τουρκίας. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω σε γενικές γραμμές τους παράγοντες που οδηγούν στον κατακερματισμό, την αποδιοργάνωση, την αφομοίωση και την υποταγή της εργατικής τάξης στην Τουρκία. Ωστόσο, το πιο σημαντικό ζήτημα, δηλαδή η στρατηγική και η τακτική των κομμουνιστών για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυνάμεις, παραμένει αναπάντητο σε αυτό το άρθρο, καθώς μπορεί να αποτελέσει θέμα ενός άλλου άρθρου.

Η ανεργία ως παράγοντας «απανθρωποίησης»

Προτού προχωρήσουμε σε συμπεράσματα για την επίδραση των μόνιμων και υψηλών ποσοστών ανεργίας στην εργατική τάξη στην Τουρκία επιτρέψτε μου να παρουσιάσω ορισμένα στοιχεία για το ζήτημα. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να εξηγήσω σύντομα γιατί ξεκινάω ένα άρθρο για την κατάσταση της εργατικής τάξης με την ανεργία. Ο λόγος είναι απλός και ξεκάθαρος: δεν είναι μόνο ότι η ανεργία πλήττει πολύ μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά και ότι οι άνεργοι είναι ένα από τα μεγαλύτερα τμήματα της τουρκικής εργατικής τάξης.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Τουρκικού Ινστιτούτου Στρατηγικής (TSI) το Νοέμβρη του 2011 το ποσοστό ανεργίας στην Τουρκία ήταν 9,1% και ο αριθμός των ανέργων 2,5 εκατομμύρια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ευρύ και πραγματικό ορισμό της ανεργίας, [2] ο αριθμός των ανέργων φτάνει τα 4,5 εκατομμύρια και το ποσοστό στο 16,2%. Το επίσημο ποσοστό της ανεργίας στη νεολαία (1524 χρονών) είναι γύρω στο 17%, ενώ το πραγματικό είναι περίπου 30% και ο αριθμός των άνεργων νέων ανέρχεται στο 1,438 εκατομμύρια. Στις αστικές περιοχές και στη νεολαία με υψηλό μορφωτικό επίπεδο τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη πιο υψηλά.

Ο αριθμός αυτών που δεν ψάχνουν ενεργά για δουλειά αλλά είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν να δουλεύουν αυξάνεται σταδιακά, φτάνοντας τα 1,2 εκατομμύρια. Από αυτούς γύρω στις 700 χιλιάδες είναι εργαζόμενοι που έχουν αποθαρρυνθεί, δηλαδή που έχουν εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα βρουν δουλειά. Είναι απόλυτα εύλογο να υποθέσουμε ότι η συντήρηση αυτών των ανθρώπων εξαρτάται από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας και άλλους πόρους όπως αγροτικούς δεσμούς, ταμεία αλληλεγγύης κλπ. Ο Πίνακας 1 παρακάτω συνοψίζει τα στατιστικά στοιχεία που αναφέραμε μέχρι στιγμής.

Πίνακας 1. Στατιστικά στοιχεία για την ανεργία και το εργατικό δυναμικό

(χιλιάδες άτομα)

Νοέμβρης 2010

Νοέμβρης 2011

Εργατικό δυναμικό

25.665

26.696

Εργαζόμενοι

22.854

24.267

Άνεργοι

2.811

2.429

Ποσοστό συμμετοχής εργατικού δυναμικού (%)

48,6

49,4

Ποσοστό απασχόλησης (%)

43,2

44,9

Ποσοστό ανεργίας (%)

11

9,1

Ποσοστό ανεργίας μη αγροτών (%)

13,7

11,4

Ποσοστό ανεργίας στη νεολαία (%)

20,8

17,0

Άτομα που δεν συμπεριλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό

27.195

27.331

Άνεργοι σύμφωνα με τον ευρύ ορισμό

5.126

4.508

Ευρύ (πραγματικό) ποσοστό απασχόλησης (%)

19

16,2

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που θα αναδείξουμε είναι ο μεγάλος αριθμός των ατόμων που δεν κατατάσσονται στο εργατικό δυναμικό [3] της Τουρκίας. Τα άτομα που δεν ψάχνουν για δουλειά αλλά είναι διατεθειμένα να δουλέψουν ανήκουν επίσης σε αυτήν την κατηγορία. Σε αυτόν τον πληθυσμό, που υπερβαίνει τα 27 εκατομμύρια στο σύνολό του, 12,2 εκατομμύρια είναι νοικοκυρές, 4,4 εκατομμύρια απασχολούνται στην εκπαίδευση ή την κατάρτιση, ενώ οι υπόλοιποι είναι συνταξιούχοι, άτομα με αναπηρία, άρρωστοι ή ηλικιωμένοι. Αυτά τα τμήματα της εργατικής τάξης, τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ανενεργός πληθυσμός, αποτελούν επιπλέον εφεδρικό εργατικό δυναμικό εκτός από τους άνεργους. Τα μέτρα που πρόκειται να παρθούν για την επιβολή μεγαλύτερης ευελιξίας στο εργασιακό καθεστώς στην Τουρκία φιλοδοξούν να δημιουργήσουν μια μεγάλη δεξαμενή εργατικού δυναμικού, όπου τα τμήματα αυτά θα μπορούν να κινητοποιούνται όταν χρειάζεται. Είναι σαφές ότι με την προώθηση πολιτικών που επιδιώκουν να συνδέσουν τον πληθυσμό αυτό με την αγορά εργασίας μέσω των ελαστικών σχέσεων εργασίας, η κυβέρνηση επιδιώκει να αυξήσει την κυκλοφορία εργατικού δυναμικού και να πιέσει προς τα κάτω το μέσο μισθό, τα δικαιώματα και τις εργασιακές συνθήκες .

Ο λεγόμενος αδρανής πληθυσμός που περιλαμβάνει τους υποαπασχολούμενους, [4] τους εποχιακούς εργαζόμενους και τα άτομα που δεν ψάχνουν για δουλειά αλλά είναι διατεθειμένα να ξεκινήσουν να δουλεύουν αποτελεί σημαντικό μοχλό για την καπιταλιστική τάξη. Κατά τον ίδιο τρόπο αυτοί που συμμετέχουν στον εργάσιμο βίο έχοντας περάσει από τη μεγάλη δεξαμενή του ανενεργού πληθυσμού θα προλεταριοποιηθούν υπό την ιδεολογική επιρροή αυτού του τμήματος του πληθυσμού. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι αφού ολοκληρωθεί η επίθεση για την επιβολή ευελιξίας, οι ιδέες της οργάνωσης και της πάλης θα είναι ακόμα πιο ξένες για την καινούργια εργατική τάξη, τόσο λόγω υποκειμενικών όσο και αντικειμενικών συνθηκών.

Ένα σημαντικό ζήτημα που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ο ανενεργός πληθυσμός που περιμένει να ενταχθεί στο εργατικό δυναμικό, οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι με μισθούς κάτω από τα επίπεδα διαβίωσης έγιναν σταδιακά όλο και πιο εξαρτημένοι από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας και τα ανεπίσημα δίκτυα αλληλεγγύης όπως οι θρησκευτικές κοινότητες και οι αιρέσεις. Από αυτήν την άποψη μπορούμε να πούμε ότι η ιδεολογική διαστρέβλωση που δημιουργείται από τους χρόνιους δεσμούς εργατικής τάξης των αστικών κέντρων με την ύπαιθρο αντικαταστάθηκε τελικά από τη διαστρέβλωση που προκαλούν τα επιδόματα πρόνοιας και τα δίκτυα αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, καθώς τα πρώτα εξαφανίστηκαν με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις που έγιναν μετά την κρίση του 2001 στην Τουρκία.

Τα πιο σύγχρονα στοιχεία της κυβέρνησης για τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας είναι από τα τέλη του 2009. Ωστόσο, τα στοιχεία παρέχουν αρκετές πληροφορίες για να συνοψίσουμε την κατάσταση. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία το ποσό επισιτιστικής βοήθειας που παρείχε η κυβέρνηση στις τοπικές αρχές για να διανεμηθεί μέσω των Ιδρυμάτων Κοινωνικής Βοήθειας και Αλληλεγγύης κινήθηκε ως εξής (σε εκατομμύρια τουρκικές λίρες):

  • 2003: 35 ( ~ 23.000.000 δολάρια)
  • 2004: 55 ( ~ 34.000.000 δολάρια)
  • 2005: 90 ( ~ 60.000.000 δολάρια)
  • 2006: 150 (~ 100.000.000 δολάρια)
  • 2007: 140 ( ~ 93.000.000 δολάρια)
  • 2008: 213,7 ( ~ 42.000.000 δολάρια)
  • 2009: 382,4 ( ~ 255.000.000 δολάρια)

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ΑΚΡ παρατηρείται μια παρόμοια, ραγδαία αυξανόμενη τάση στην παροχή κάρβουνου και επισιτιστικής βοήθειας. Το 2009 ο αριθμός των νοικοκυριών που επωφελούνται από την παροχή κάρβουνου ξεπέρασε τα 2,2 εκατομμύρια. Καθώς ο αριθμός αυτός μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το 2010, μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για ένα στοιχείο πρόνοιας που αφορά περίπου 12 εκατομμύρια άτομα ή σχεδόν 7 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Ο Πίνακας 2 δείχνει την τάση που ακολούθησε η παροχή κάρβουνου από το 2003 έως το 2009.

Πίνακας 2. Αριθμός των οικογενειών που επωφελούνται από την παροχή κάρβουνου

Έτος

Ποσότητα του κάρβουνου που διανεμήθηκε (σε τόνους)

Αριθμός δικαιούχων (νοικοκυριά)

2003

649.820

1.096.488

2004

1.052.379

1.610.170

2005

1.329.676

1.831.234

2006

1.363.288

1.797.083

2007

1.494.163

1.894.555

2008

1.827.131

2.246.280

Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά επιδόματα η κυβέρνηση έδωσε (σε τουρκικές λίρες):

  • 2006: 919.900 σε 415 άτομα ( ~ 612.000 δολάρια).
  • 2007: 2.503.950 σε 642 άτομα ( ~ 1.669.300 δολάρια).
  • 2008: 40.461.955 σε 27.906 άτομα ( ~ 26.974.637 δολάρια).
  • 2009 (μέχρι το Δεκέμβρη): 74.430.494 σε 72.304 άτομα ( ~ 49.620.329 δολάρια).

Όπως δείχνουν αυτά τα στοιχεία η κυβέρνηση του ΑΚΡ οργάνωσε ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο περιλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Απ’ ό,τι φαίνεται στην αντίληψη αυτών των πλατιών τμημάτων του πληθυσμού, τα οποία περιλαμβάνουν τους φτωχούς εργαζόμενους, τους άνεργους και τον αδρανή πληθυσμό, ο χαρακτήρας της κυβέρνησης ως «παροχέα υπηρεσιών» έχει αντικατασταθεί από την κυβέρνηση ως «παροχέα βοήθειας». Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας, καθώς εντάσσεται στη γενικότερη εικόνα της αλλαγής αντιλήψεων για την εκμετάλλευση και τις ανισότητες. Σε αυτό το πλαίσιο τα δικαιώματα της εργατικής τάξης δε γίνονται αντιληπτά ως κάτι που επιτεύχθηκε με την πάλη, αλλά σαν κάτι που παρέχουν οι ισχυροί. Έτσι η δημόσια ζωή είναι ορθάνοιχτη για θρησκευτικές και αντιδραστικές οργανώσεις, καθώς η κουλτούρα της «φιλανθρωπίας» είναι στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ιδεολογία.

Πέρα από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας και τα δίκτυα φιλανθρωπίας ο δανεισμός αποτελεί σημαντικό μέσο συντήρησης για ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης και τον πληθυσμό γύρω από αυτή. Οι μεταρρυθμίσεις στο τραπεζικό σύστημα και η οικονομική δραστηριότητα μετά την κρίση του 2001 διευκόλυναν την πρόσβαση σε προσωπικά καταναλωτικά δάνεια και οι πιστωτικές κάρτες έγιναν βασικό μέσο πληρωμής. Ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους που δεν πληρώνονται τακτικά, οι πιστωτικές κάρτες είναι απαραίτητες. Η υπερχρεωμένη εργατική τάξη μπορεί να υποταχθεί στην αστική ιδεολογία πολύ πιο εύκολα και έντονα και τα συμφέροντα της προσαρμόζονται στη διατήρηση της «οικονομικής σταθερότητας» και στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής τάξης ούτως ώστε να μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Με άλλα λόγια τα αιτήματα των ταξικών εχθρών φαίνονται στους υπερχρεωμένους εργάτες πολύ πιο κατάλληλα απ’ ό,τι τα δικά τους.

Επιτρέψτε μου να αναφέρω διάφορα στατιστικά στοιχεία που δίνουν μια γενική εικόνα για το επίπεδο του χρέους. Το 2002 το συνολικό ύψος των καταναλωτικών δανείων ήταν 2 δισ. δολάρια, ενώ το 2010 ήταν πάνω από 80 δισ. και τον Ιούνη του 2011 ξεπέρασε τα 90 δισ. Οι συνολικές οφειλές των νοικοκυριών ήταν 129 δισ. τουρκικές λίρες το 2008, 147 δισ. το 2009 και 191 δισ. το 2010. Την ίδια περίοδο η αναλογία των συνολικών οφειλών των νοικοκυριών προς το διαθέσιμο εισόδημα τους αυξήθηκε από το 36% στο 41%. Ωστόσο η αναλογία των τόκων προς το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε από 5,2% σε 4,4% λόγω της πτώσης των επιτοκίων. Με άλλα λόγια οι καταναλωτές είναι πολύ πιο χρεωμένοι, αλλά διαθέτουν μικρότερο μέρος από το εισόδημά τους για την πληρωμή των τόκων. Έτσι μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυξήθηκε η ευαισθησία τους στις αλλαγές των επιτοκίων. Τα μισά από τα καταναλωτικά δάνεια είναι στεγαστικά δάνεια, ενώ το 45% αντιστοιχεί σε προσωπικά δάνεια και το 5% σε δάνεια για την αγορά οχημάτων. Ο αριθμός των ατόμων με πιστωτικές κάρτες που δεν εξυπηρετούνται αυξήθηκε από 1,1 εκατομμύρια το 2008 σε 1,6 εκατομμύρια το Μάρτη του 2011.

Οποιαδήποτε εξέλιξη θα διατάραζε τη ροή των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, της φιλανθρωπίας και των δανείων θα σήμανε την καταστροφή για τους εργαζόμενους που είναι όλο και πιο εξαρτημένοι από αυτούς τους παράγοντες. Επομένως, η σταθερότητα της αστικής πολιτικής και η εγκρατής ζωή είναι η μοναδική προσδοκία τους για το μέλλον. Οι συνθήκες αυτές εδραιώνονται από τη σχετική απόσταση της νέας γενιάς των εργαζόμενων από την ιδέα της οργάνωσης και της πάλης.

Η απόγνωση των άνεργων μαζών και η αναζήτηση ενός ασφαλούς καταφυγίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο ώστε το κυρίαρχο σύστημα να χτίσει τις βάσεις της αντίδρασης στις μάζες.

Ένας τρίτος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στον κατακερματισμό, την αποδιοργάνωση, την αφομοίωση και την υποταγή της εργατικής τάξης στην Τουρκία είναι η διεύρυνση της μαύρης εργασίας σε όλους τους κλάδους. Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για κάποιο είδος ελευθερίας των εργαζόμενων στη μαύρη εργασία, για να μη μιλήσουμε για την ελευθερία της οργάνωσης. Εκτός από την ανεργία ένας σημαντικός λόγος που οι άνθρωποι του μόχθου δουλεύουν «μαύρα» είναι το υψηλό επίπεδο των χρεών. Στην Τουρκία η κυβέρνηση παίζει αποφασιστικό ρόλο στη εξόφληση των δανείων, καθώς τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται εξοφλούνται με κατάσχεση. Η κυβέρνηση ρυθμίζει το καθεστώς της πληρωμής των δανείων που δεν εξυπηρετούνται, επομένως οι εργαζόμενοι που είτε προσπαθούν να αποφύγουν την πιθανότητα να κατασχεθούν οι μισθοί τους είτε προσπαθούν απλά να τα βγάλουν πέρα συναινούν στη μαύρη εργασία χωρίς καθόλου δικαιώματα.

Αίτια του κατακερματισμού της εργατικής τάξης στην πρόσφατη ιστορία

Το φασιστικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε μετά το πραξικόπημα στις 12 Σεπτέμβρη 1980 άνοιξε το δρόμο ώστε η τουρκική αστική τάξη να αυξήσει τις συστηματικές επιθέσεις της ενάντια στην εργατική τάξη σε τεράστια κλίμακα, ενώ τα πλεονεκτήματα που κατέκτησε η καπιταλιστική τάξη αναπαράχθηκαν σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής σε βάρος της εργατικής τάξης. Το φασιστικό καθεστώς δε συνίσταται μόνο σε νομοθετικές πράξεις ή φασιστικές πρακτικές εναντίον των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Πέρα από αυτό ήταν μια ολόπλευρη ιδεολογική επίθεση στην εργατική τάξη.

Αν ένας από τους βασικούς πυλώνες που ενισχύουν την ιδεολογική επίθεση της αστικής τάξης ήταν οι πολιτικές που ενισχύουν τον ιμπεριαλισμό γενικά στη χώρα μας και στην περιοχή, το άλλο ήταν η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στο κομμουνιστικό κίνημα και την εργατική τάξη. Αυτή η απόσταση τελικά κατάληξε στην απομόνωση της εργατικής τάξης.

Μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτέμβρη αποδυναμώθηκαν τα πολιτικά κόμματα που έπρεπε να εκπροσωπήσουν την εργατική τάξη, αλλά και οι οικονομικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα. Καθώς ο αριθμός των οργανωμένων στα συνδικάτα μειωνόταν ραγδαία, τα συνδικάτα βοήθησαν τις προσπάθειες να αποστασιοποιηθεί η εργατική τάξη από σοσιαλιστικές πολιτικές. Όλοι θα θυμούνται ότι σήμερα στο τουρκικό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχουν μόνο λίγα ταξικά στελέχη, που κατά κύριο λόγο συνδέθηκαν με το κίνημα πριν το 1980, όταν τα συνδικάτα δε χαρακτηρίζονταν «απολίτικες οργανώσεις». Επιπλέον, και αυτά τα στελέχη βρίσκονται αναγκαστικά σε μια θέση στην οποία δεν μπορούν να πάρουν καμιά πρωτοβουλία για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους μέσα στα συνδικάτα που μετά το πραξικόπημα ωθούνται σε μια συμβιβαστική γραμμή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η όποια δράση και η αντίσταση των εργατών, που μετά το 1980 καθορίζει μόνο περιστασιακά την ημερησία διάταξη της χώρας, διεξάχθηκε από τα συνδικάτα. Η κυριαρχία του προλεταριάτου στην ημερήσια διάταξη της χώρας είχε διάρκεια μόλις λίγων ημερών. Παρότι τα επιτεύγματα της εργατικής τάξης μετά από αυτές τις κινητοποιήσεις ήταν περιορισμένα, πρέπει να θεωρηθούν σημαντικές εμπειρίες. Όμως όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν καταδικασμένες λόγω έλλειψης επιμονής. Ούτε η τουρκική αριστερά ούτε τα συνδικάτα κατάφεραν να λύσουν την πολιορκία. Επιπλέον, οι αγωνιστές εργάτες δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι ώστε τα υποταγμένα συνδικάτα να μην τους αφήσουν στη μοίρα τους. Σε τελική ανάλυση, αυτές οι δραστηριότητες δε στιγμάτισαν τη συνείδηση του προλεταριάτου ως στιγμές αλληλεγγύης και υπέρβασης του κατακερματισμού, αφού τα συνδικάτα δεν επέτρεψαν την πολιτικοποίηση των εξεγέρσεων των εργαζόμενων και γι’ αυτό δεν είχαν θετική έκβαση.

Για παράδειγμα, ο πρόσφατος ξεσηκωμός των καπνεργατών στην TEKEL ξεκίνησε με την απόφαση του συνδικάτου (Tek Gıda-İş) να αναλάβει δράση. Καθώς οι εργάτες πάλεψαν την απόφαση πέρα από το συνδικάτο και επειδή η κινητοποίηση συνδέθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα, πολιτικοποιήθηκε, γνώρισε αποδοχή από το λαό ευρύτερα και απέκτησε την ικανότητα να οργανώσει την κοινωνία. Όμως πρέπει να πούμε ότι, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία, η παρέμβαση του ΤΚΡ για τη δημιουργία δεσμών μεταξύ του κομμουνιστικού κινήματος και του εργατικού αγώνα στην TEKEL ήταν ανεπαρκής, ενώ ο ρόλος του ΤΚΡ στον αγώνα δεν ήταν ηγετικός, παρά την ισχυρή του παρέμβαση.

Η απόσταση ανάμεσα στην εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κίνημα είναι το κύριο εμπόδιο για τις δραστηριότητες που στιγματίζουν τη συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης. Υπάρχει ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία των συνδικάτων να κρατήσουν τους εργάτες μακριά από την κομμουνιστική πολιτική και στο γεγονός ότι όλοι οι σημαντικοί εργατικοί αγώνες και δράσεις πραγματοποιηθήκαν αυθόρμητα κι ενώ τα συνδικάτα δεν προσπαθούσαν να κερδίσουν νέα μέτωπα στον ταξικό αγώνα, αλλά να διατηρήσουν τα υπάρχοντα κεκτημένα. Τέτοιες δράσεις δεν μπόρεσαν να οργανώσουν την κοινωνία συνολικά. Η ταξική γραμμή πάλης με ευρύτερες διεκδικήσεις, που θα εξυπηρετούσε την κατάκτηση δικαιωμάτων, θα μπορούσε να οργανωθεί μόνο από το κομμουνιστικό κίνημα που αντιπροσωπεύει τις πολιτικές διεκδικήσεις για το μέλλον της χώρας.

Πριν προχωρήσω σε άλλες διαστάσεις της κατάστασης της εργατικής τάξης στην Τουρκία, θα πω λίγα πράγματα για τη κατάσταση στο λεγόμενο «προοδευτικό» συνδικαλιστικό κίνημα και τη σταδιακή διάλυση της ταξικής γραμμής σε αυτό το τμήμα.

Όταν η Συνομοσπονδία Επαναστατικών Συνδικάτων (DISK) [5] αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες που της επέρριψαν το 1991, η νέα ηγεσία υιοθέτησε την κυρίαρχη πολιτική γραμμή νομιμοποίησης της ήττας του σοσιαλισμού που επικρατεί στα συνδικάτα. Αυτή η στάση σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποξένωση της εργατικής τάξης στην οικονομική και πολιτική πάλη. Μόλις ξαναϊδρύθηκε η συνομοσπονδία, η νέα σοσιαλδημοκρατική ηγεσία της DISK καταδίκασε τον ταξικό συνδικαλισμό και υιοθέτησε την ιδεολογία του λεγόμενου «σύγχρονου» συνδικαλισμού. Ερμηνεύοντας το τέλος του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και Ανατολική Ευρώπη ως το τέλος της ταξικής πάλης, εξέφρασε την επιθυμία της να τα βρει με την καπιταλιστική τάξη σε κάθε επίπεδο κι έτσι έχασε πολλά από τα μέλη της. Η DISK απαρνήθηκε τη φύση της ως οργάνωση της ταξικής πάλης κι έτσι άρχισε να προσδιορίζει τον εαυτό της ως μια μη κυβερνητική οργάνωση αναγκαία για να εδραιώσει το συμβιβασμό και τον κοινωνικό διάλογο. Με αυτές τις προϋποθέσεις η νέα DISK μπόρεσε να συνεργαστεί πιο εύκολα με τις οργανώσεις της καπιταλιστικής τάξης.

Μετά το 1980 η απόσταση μεταξύ της σοσιαλιστικής αριστεράς και της εργατικής τάξης αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, όταν ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς φιλελευθεροποιήθηκε και εγκατέλειψε τους επαναστατικούς στόχους. Η φιλελευθεροποίηση της τουρκικής αριστεράς και η μετατροπή της DISK σε «μη κυβερνητική οργάνωση» προχώρησαν χέρι-χέρι.

Σύμφωνα με την αντίληψη για το λεγόμενο σύγχρονο συνδικαλισμό, που αρνείται ότι τα συνδικάτα είναι ταξικές οργανώσεις, η DISK προτίμησε την «πολιτική ταυτοτήτων» αντί για την ταξική πολιτική. Έτσι δεν αμφισβήτησε σταθερά τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης και απέδωσε θετικά χαρακτηριστικά στη λεγομένη «νέα τάξη πραγμάτων». Όσο αποξενωνόταν όλο και περισσότερο από την ταξική πάλη, άρχισε να απευθύνεται όλο και περισσότερο σε ιμπεριαλιστικές οργανώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα παρατήματά της στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Η αποξένωση από τους επαναστατικούς στόχους και η φιλελευθεροποίηση ήταν οι αιτίες που η DISK έχασε πολλά μέλη. Η DISK χάνει μέλη ακόμα και σήμερα, ενώ ο αριθμός των συνδικάτων-μελών που οργανώνουν αληθινούς αγώνες είναι δυστυχώς πολύ μικρός. Σήμερα η DISK και η αριστερή συνομοσπονδία στους δημόσιους υπαλλήλους, η KESK, δεν καλύπτουν το κενό της αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι φιλελεύθερες φωνές του συνασπισμού συντηρητικών-φιλελευθέρων στη χώρα μας απέχουν πολύ από το να προσφέρουν ελπίδα στην εργατική τάξη. Αυτές οι συνομοσπονδίες αναγκάζονται να υποχωρήσουν σε ένα επίπεδο που υπόσχονται να μην κάνουν τίποτα εκτός από το να διεκδικούν ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα παρά τις τεράστιες επιθέσεις εναντία στην εργατική τάξη.

Η διάρθρωση της εργατικής τάξης κατά κλάδο

Τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε με τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης στην Τουρκία σε ό,τι αφορά τους κλάδους. Αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο σε σχέση με τις αλλαγές στην απασχόληση κατά κλάδο, αλλά και σε σχέση με τις αλλαγές στις μορφές απασχόλησης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τουρκικού Ινστιτούτου Στατιστικής, το 2010 το 25% απασχολούνταν στην αγροτική οικονομία, 20% στη βιομηχανία, 6% στις κατασκευές και 49% στις υπηρεσίες. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων που απασχολούνται στη βιομηχανία δουλεύουν στη μεταποίηση, ενώ 15% απασχολούνται στο εμπόριο και 5% στα εστιατόρια και στη διασκέδαση.

Οι τάσεις των αλλαγών στην απασχόληση κατά κλάδο αναδεικνύουν μια δραματική αλλαγή στην τουρκική οικονομία και κοινωνία. Πριν από δυο δεκαετίες, δηλαδή το 1990, το 46,5% των εργαζόμενων απασχολούνταν στην αγροτική οικονομία, 15,8% στην βιομηχανία, 5,7% στις κατασκευές και 32% στις υπηρεσίες. Με αλλά λόγια, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το ποσοστό των απασχολούμενων στην αγροτική οικονομία μειώθηκε στο μισό, ενώ αυξήθηκε δραστικά ο αριθμός αυτών που εργάζονται στις υπηρεσίες. Αν και ο κλάδος των κατασκευών μεγάλωσε παρά πολύ αυτά τα χρόνια, το μερίδιό του στην απασχόληση είναι σχεδόν αμετάβλητο τα τελευταία 20 χρόνια.

Η μαύρη εργασία αποτελεί πλέον στρατηγική μείωσης κόστους για τους Τούρκους καπιταλιστές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2010 υπήρχαν 3.535.000 μισθωτοί με μαύρη εργασία, ενώ ο συνολικός αριθμός των μισθωτών είναι 13.762.000. Με αλλά λόγια, ένας τους τέσσερις μισθωτούς εργάζεται με ανεπίσημες συμβάσεις, χωρίς καθόλου ασφάλεια.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το Μάρτη του 2011 υπήρχαν 3.037.447 εργαζόμενοι που απασχολούνταν στο δημόσιο τομέα. Αυτός ο αριθμός αποτελεί το 13,31% της συνολικής απασχόλησης και 4,1 % του συνολικού πληθυσμού. Ιστορικά, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του ΑΚΡ, το μερίδιο του δημόσιου τομέα στην απασχόληση μειώθηκε από 15,2% το 2002 στο 13,31% το 2011.

Διάγραμμα 1. Το μερίδιο των εργαζομένων που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα επί της συνολικής απασχόλησης

Figura 1: La parte de los trabajadores empleados en el sector público en el empleo total (%)

Πηγή: Τουρκικό Ινστιτούτο Στατιστικής.

Σε γενικές γραμμές οι υπάλληλοι του δημοσίου τομέα απασχολούνται με πέντε διαφορετικές μορφές: μόνιμο προσωπικό, προσωπικό με συμβάσεις, εποχιακό προσωπικό, μόνιμοι εργάτες και προσωρινοί εργάτες. Σχεδόν το 70% των δημόσιων υπαλλήλων (περίπου 2.000.000) απασχολούνται ως μόνιμοι. Όμως, με τη λεγομένη «μεταρρύθμιση των δημοσιών υπαλλήλων» που είναι στην ημερησία διάταξη για εδώ κι αρκετό καιρό, η κυβέρνηση σκοπεύει να μετατρέψει το περισσότερο μόνιμο προσωπικό σε συμβασιούχους. Στην πραγματικότητα ο αριθμός των υπαλλήλων που εργάζονται με συμβάσεις αυξήθηκε σχεδόν 100% από το Μάρτη του 2007, παρά το γεγονός ότι το μερίδιό του στη συνολική απασχόληση στο δημόσιο τομέα είναι ακόμα μικρό (10.93%).

Η κατάσταση των Κούρδων εργαζομένων

Μετά το 1960 συνεχίστηκε η μετανάστευση από τις κουρδικές πόλεις σε ιδιαίτερα μεγάλες πόλεις στο Αιγαίο, το Μαρμαρά και τις περιοχές της Μεσογείου. Πριν το 1985 οι βασικοί λόγοι της μετανάστευσης ήταν οικονομικοί, αλλά μετά προστέθηκαν πολιτικοί λόγοι, όπως η «αναγκαστική μετανάστευση» λόγω του πολέμου. Η μετανάστευση από τις κουρδικές πόλεις στη Δύση είναι ένα φαινόμενο το οποίο συνεχίζεται τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ επιταχύνθηκε σημαντικά στις αρχές του 1990. Η αλλαγή στους παράγοντες που προκαλούν τη μετανάστευση δεν επηρέασε σημαντικά τα αποτελέσματα. Η βασική διαφορά για τον κουρδικό πληθυσμό έχει να κάνει λίγο-πολύ με τις ραγδαίες αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στις χώρες που μεταναστεύουν.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τα χρόνια αλλάζει ο χαρακτήρας της δουλειάς που μπορούν να βρουν οι Κούρδοι, καθώς και οι εργασιακές συνθήκες στις δυτικές πόλεις. Τα προηγούμενα χρόνια του μεταναστευτικού κινήματος, που τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν είχαν εκδηλωθεί πλήρως, ο Κούρδος μετανάστης μπορούσε συνήθως να δουλέψει ως αυτοαπασχολούμενος, π.χ. μικροπωλητής ή παραγωγός μικρών προϊόντων (μαύρη εργασία). Αυτή η ευκαιρία είτε εξαφανίστηκε τελείως είτε πέρασε στο περιθώριο, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι την περίοδο του ΑΚΡ. Τα είδη της δουλειάς που μπορούν να βρουν οι Κούρδοι στη Δύση άλλαξαν, καθώς η ανεπίσημη, ανασφάλιστη, προσωρινή δουλειά και η δουλειά με το κομμάτι, με άλλα λόγια η μαύρη εργασία, έγινε ο κανόνας και αφού τέτοιες μορφές απασχόλησης επικράτησαν από τις αρχές του 1990. Με άλλα λόγια, αντί να απασχολούνται σε περιθωριακές θέσεις εργασίας στα αστικά κέντρα, οι Κούρδοι εργάτες είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης της Τουρκίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι Κούρδοι μετανάστες προλεταριοποιούνται πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με το ρυθμό της προλεταριοποίησης τα προηγούμενα χρόνια της μετανάστευσης. Ωστόσο αυτό δεν είναι ένα απόλυτα καινούργιο και παράξενο φαινόμενο στην Τουρκία. Βέβαια η ποιοτική διαφορά των νέων μορφών προλεταριοποίησης από τις κλασσικές διαδικασίες είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης.

Η διεύρυνση των άτυπων μορφών απασχόλησης, η σταδιακή αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων με ανεπίσημη, ανασφάλιστη εργολαβική και προσωρινή απασχόληση είναι ένα γενικό φαινόμενο. Δεδομένου ότι τα πιο δυναμικά τμήματα της εργατικής τάξης που δοκιμάζουν διάφορες μορφές αγώνα είναι αυτά που είναι, υπό την απειλή της ανασφάλειας οι Κούρδοι εργαζόμενοι έχουν πιο διακριτή στις διάφορες οργανώσεις της οργάνωσης και της πάλης.

Ο αυξανόμενος αριθμός των Κούρδων εργαζόμενων μέσω της μετανάστευσης σε μητροπολιτικές πόλεις στη Δύση ή σε μεγάλες κουρδικές πόλεις όπως το Ντιγιαρμπακίρ δεν αποδυναμώνει αλλά αντίθετα ενισχύει τις ταξικές ρίζες του κουρδικού προβλήματος. Σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο οι προλεταριοποιημένοι Κούρδοι είναι πιο ανοιχτοί στην ταξική πολιτική, ανεξάρτητα από την πολιτική τους ταυτότητα.

Σε ό,τι αφορά τους Κούρδους εργάτες, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι επιταχύνεται η διαδικασία προλεταριοποίησης των φτωχών Κούρδων, πράγμα που έρχεται σε αντιπαράθεση με τη θέση ότι η εργατική τάξη στην Τουρκία «κουρδοποιείται». Ταυτόχρονα ωριμάζει ένα νέο και κοινό έδαφος για την πάλη των Κούρδων και Τούρκων εργατών που υφίστανται όλο και περισσότερο ανασφάλιστες, εργολαβικές και προσωρινές μορφές απασχόλησης, παρά τη σχετική αδυναμία των μορφών οργάνωσης.


[1] F. Engels, «The Condition of the Working Class in England», in Collected Works, vol.4, Progress Publishers, Moscow, 1975, p. 297.

[2] Ο ευρύς ορισμός της ανεργίας λαμβάνει υπόψη και τα παρακάτω: τους υποαπασχολούμενους, αυτούς που δεν ψάχνουν ενεργά για δουλειά αλλά είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν και τους εποχιακούς. Το πραγματικό ποσοστό υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο: (άνεργοι + τους υποαπασχολούμενους + αυτούς που δεν ψάχνουν δραστήρια για δουλειά αλλά είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν + τους εποχιακούς εργαζόμενους)/ (το εργατικό δυναμικό + αυτούς που δεν ψάχνουν ενεργά για δουλειά και είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν + εποχιακούς εργάτες).

[3] Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει ανθρώπους που είναι σε ηλικία που μπορούν να εργαστούν, δλδ. Πάνω από 15 χρονών.

[4] Η κατηγορία των υποαπασχολούμενων περιλαμβάνει την υποαπασχόληση από την άποψη του χρόνου και την «ανεπαρκή απασχόληση». Η πρώτη περιγράφεται ως άτομα που απασχολούνται στη βδομάδα αναφοράς και δουλεύουν λιγότερο από 40 ώρες τη βδομάδα παρά τη διάθεσή τους να δουλέψουν παραπάνω ώρες. Οι τελευταίοι περιγράφονται ως άτομα που προσλαμβάνονται με τη βδομάδα αναφοράς αλλά ψάχνουν για δουλειά για να αντικαταστήσουν τη σημερινή ή σαν δεύτερη δουλειά τις τελευταίες 4 εβδομάδες και είναι διατεθειμένοι να ξεκινήσουν μόλις βρουν.

[5] Έχει αρκετό ενδιαφέρον ότι τα επίσημα ντοκουμέντα της DISK στα αγγλικά αναφέρουν την οργάνωση ως η συνομοσπονδία «προοδευτικών» συνδικάτων παρά το γεγονός ότι το όνομα του Devrimci İşçi Sendikaları Konfedarasyonu στα τουρκικά που μεταφράζεται λέξη προς λέξη στα αγγλικά ως η Συνομοσπονδία «Επαναστατικών» Συνδικάτων.