Η δεκαετία του 1960 ξεκίνησε για τη χώρα μας μέσα σε ένα κλίμα γεμάτο δυνατότητες και απειλές. Μετά την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας το Γενάρη του 1958 ως αποτέλεσμα της πετυχημένης και τολμηρής πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΒ που οδήγησε σε μια γνήσια λαϊκή εξέγερση, η πολιτική κατάσταση οδηγήθηκε ραγδαία σε αποσύνθεση. Οι ελπίδες που δημιούργησε η λαϊκή νίκη επί της δικτατορίας προδόθηκαν σχεδόν αμέσως από τη λεγόμενη «Συμφωνία του Πούντο Φίχο», μέσω της οποίας τα κόμματα της δεξιάς (το σοσιαλδημοκρατικό AD και το χριστιανοδημοκρατικό COPEI, σε συνεργασία με το URD ως μικρότερο εταίρο), συμφώνησαν στον αποκλεισμό των κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών και λαϊκών δυνάμεων από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, συμφωνία που αργότερα οδήγησε στο σχηματισμό ενός δικομματικού συστήματος για την προστασία των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης με την οποία συνδέονται.
Το διάστημα 1962-1967 το ΚΚΒ ανέπτυξε την τακτική του ένοπλου αγώνα ως απάντηση στις αντιπατριωτικές και αντιλαϊκές κυβερνήσεις που προέκυψαν από αυτή τη Συμφωνία. Παραλείποντας να αναφερθούμε αυτή τη στιγμή στα λάθη που έκανε το Κόμμα σχετικά με τις πολιτικές αποφάσεις που οδήγησαν στην ένοπλη πάλη ή σε όσα διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στη στρατιωτική καθοδήγηση της δράσης αλλά και ιδιαίτερα στην πολιτική καθοδήγηση, το 1965 ήταν πλέον απολύτως σαφές ότι στη χώρα δεν υπήρχαν οι συνθήκες για την επιτυχή ανάπτυξη μιας τέτοιας τακτικής και αυτό το γνώριζε μεγάλο μέρος της Κεντρικής μας Επιτροπής. Συζητιόνταν τότε οι πιθανότητες για μια ομαλή στρατιωτική υποχώρηση και για την επανένταξη του Κόμματός μας στην εθνική πολιτική ζωή. [4]
Όμως αυτή η συζήτηση εμποδίστηκε από την εκδήλωση του φραξιονισμού στις γραμμές μας που επεδίωκε την αυτονομία του στρατού και την υπεροχή του σε σχέση με τη συλλογική πολιτική ηγεσία. Οι προσωπικές φιλοδοξίες για εξουσία ορισμένων στρατιωτικών διοικητών (ιδιαίτερα του Ντάγκλας Μπράβο), οι οποίες τροφοδοτούνταν από τις τυχοδιωκτικές αριστερές θέσεις ορισμένων που επέμεναν στη δυνατότητα μιας στρατιωτικής νίκης (Τεόδορο Πέτκοφ, Φρέντι Μουνιός), διαμόρφωσαν μια πολύ περίπλοκη κατάσταση στο Κόμμα μας που καθυστέρησε για πάνω από δύο χρόνια την τελική απόφαση για τη στρατιωτική υποχώρηση.
Εκείνη την εποχή οι οπορτουνιστές από αριστερές μικροαστικές θέσεις, χαρακτηριστικές της ριζοσπαστικής διανόησης, προωθούσαν στις γραμμές μας την εμπειρία του κουβανέζικου αντάρτικου ως παράδειγμα προς μίμηση, αλλά αφηρημένα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στη Βενεζουέλα και -το πιο σημαντικό- χωρίς οργανική σύνδεση με το λαό και ιδιαίτερα με την εργατική τάξη. Είναι ενδεικτικό ότι ταυτόχρονα με τη στρατιωτική εκτροπή διαμορφώθηκε μια κατάσταση σχεδόν πλήρους εγκατάλειψης της δουλειάς του Κόμματος στο συνδικαλιστικό μέτωπο και υποτίμησης της δουλειάς της οργάνωσης των αγροτών που δεν είχε άμεση σχέση με τη στρατιωτική δραστηριότητα:
«.. .στην Ηγεσία του Κόμματος επικράτησε μια υποτίμηση της συνδικαλιστικής δουλειάς και στην πράξη βγήκε το συμπέρασμα ότι δεν άξιζε τον κόπο να αφιερώνονται ούτε υλικοί ούτε ανθρώπινοι πόροι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και γενικά σε οποιαδήποτε δουλειά με τις μάζες που δεν ήταν ένοπλη.
Για κάποια χρόνια τη δεκαετία του 1960 συνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΒ ήταν στο περιθώριο και θεωρούνταν περιττοί για την επαναστατική νίκη που αναμενόταν να κατακτηθεί αποκλειστικά μέσα από το δρόμο της ένοπλης πάλης». [5]
Τα χειρότερα από τη στρατιωτική εκτροπή αντιμετωπίστηκαν με την αποπομπή του Μπράβο και άλλων, οι οποίοι ίδρυσαν τότε το λεγόμενο Βενεζολάνικο Επαναστατικό Κόμμα (PRV), που πλέον δεν υπάρχει. Άλλα στοιχεία ωστόσο συνέχισαν να τροφοδοτούν στις γραμμές μας τον αριστερό τυχοδιωκτισμό και να βάλλουν κατά της ενότητας της οργάνωσής μας. Η παράταση αυτής της κατάστασης δημιούργησε τις συνθήκες, το πρόσφορο έδαφος, ώστε να αναπτυχθεί ένας νέος φραξιονισμός που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας.
Η απόφαση της στρατιωτικής υποχώρησης πάρθηκε τελικά από την 8η Έκτακτη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, τον Απρίλη του 1967, όπου προσδιορίστηκαν οι γενικές κατευθύνσεις του ΚΚΒ σχετικά με την ένοπλη πάλη που επικυρώθηκαν από τότε ξανά και ξανά, το 1980 ενσωματώθηκαν στο Πρόγραμμα του Κόμματος και ισχύουν μέχρι σήμερα. Υπερασπιζόμαστε και τιμάμε την ηρωική θυσία εκατοντάδων αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους εκείνα τα χρόνια, των χιλιάδων που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκδιώχθηκαν και αναγνωρίζουμε ως θεμιτή την ένοπλη τακτική του λαού όταν το απαιτούν οι συνθήκες, αλλά προσπαθούμε πάντα να προωθούμε την ανάπτυξη των στρατηγικών μας στόχων με όσο γίνεται λιγότερο τραυματικούς τρόπους και για το λόγο αυτό κερδίζουμε ολοένα κι ευρύτερη λαϊκή στήριξη:
«Το ΚΚΒ θα προσπαθήσει οι αντιιμπεριαλιστικοί, αντιμονοπωλιακοί, αντιολιγαρχικοί, δημοκρατικοί και λαϊκοί μετασχηματισμοί, καθώς και η μετάβαση της Βενεζουέλας στο σοσιαλισμό να γίνουν με τις λιγότερες θυσίες. Γι’ αυτό θα βασιστούμε στην οργάνωση των εργαζόμενων, συσπειρώνοντας όσες δυνάμεις είναι εφικτό, ώστε να εκφράζεται η βούληση του λαού μας, καθιστώντας αδύναμο τον εχθρό και αποφεύγοντας τις προκλήσεις. Δε θα διστάσουμε όμως να χρησιμοποιήσουμε τις πιο ανεβασμένες μορφές πάλης στην προσπάθεια να νικήσουμε για τους εργαζόμενους και το λαό, για να υπερασπιστούμε τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις, αν η άρχουσα τάξη χρησιμοποιήσει την απάτη και την αντεπαναστατική και φασιστική βία για τα ιδιοτελή συμφέροντά της, παραβιάζοντας τη λαϊκή βούληση». [6]
Το 1969, όταν ξεκινούσε η διαδικασία προετοιμασίας και συζήτησης του 4ου Εθνικού Συνεδρίου του Κόμματος, αυτοί που τα προηγούμενα χρόνια είχαν προβάλει πιο έντονα τις οπορτουνιστικές θέσεις τελικά ανακοίνωσαν τη ρήξη τους με το ΚΚΒ. Οι «διαφωνούντες», αντί να εξηγήσουν και να υπερασπιστούν τις απόψεις τους στις οργανώσεις τους κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που μόλις είχαν αρχίσει, ξεκίνησαν μια δημόσια εκστρατεία επίθεσης ενάντια στο Κόμμα, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ενάντια στο λενινισμό. [7]
Όταν ξεκίνησε το 4ο Εθνικό Συνέδριο, το Γενάρη του 1971, ήδη αρκετές βδομάδες ο Πομπέγιο Μάρκες, ο Πέτκοφ, ο Ελόι Τόρρες, ο Μουνιός και ο Αλφρέντο Μανέιρο, μεταξύ άλλων, είχαν εγκαταλείψει τις γραμμές μας και είχαν ξεκινήσει να οργανώνουν ένα νέο Κόμμα, το Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS), που παρουσιάστηκε αρχικά ως υπερασπιστής των γνήσιων κομμουνιστικών θέσεων και μάλιστα διεκδικούσε την ονομασία «Βενεζολάνικη Κομμουνιστική Δύναμη». Λόγω του κύρους που είχαν αυτοί οι ηγέτες, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων ή των λιγότερο έμπειρων μελών, η αποσκίρτηση αυτή μας προκάλεσε πολύ μεγάλη ζημιά, κυρίως στις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας Βενεζουέλας (7Όν) που μειώθηκε σημαντικά, αλλά και στους διανοούμενους και στους επαγγελματίες. [8]
Το 4ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ και η Κεντρική Επιτροπή που εξελέγη εξαπέλυσαν αμέσως αντεπίθεση με σκοπό να δείξουν τον πραγματικό χαρακτήρα της νέας οργάνωσης, που ήταν αδυσώπητα καταδικασμένη λόγω των ιδεολογικών της ταλαντεύσεων, της σύνθεσης, της δομής και της εσωτερικής δυναμικής της, να παρεκκλίνει και να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις δήθεν αριστερές θέσεις της:
«Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο ή πρωτότυπο στις προτάσεις τους (των διαφωνούντων). Και όλα αυτά τα κηρύγματα, αυτός ο υποτιθέμενος “νέος τρόπος να είναι κανείς σοσιαλιστής” δεν είναι παρά προπέτασμα καπνού για να κρύψει αυτό που στην πραγματικότητα είναι μια διάχυση προς τη δεξιά. Η πρακτική τους από το 1970 μέχρι σήμερα δείχνει ότι αυτός είναι ο δρόμος που έχουν πάρει. Και από εκεί κατευθύνονται αναπόφευκτα προς το γκρεμό». [9]
Οι μετέπειτα εξελίξεις δικαίωσαν το Κόμμα μας: όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενοι «νέοι κομμουνιστές» επέκριναν αρχικά τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», σχεδόν αμέσως απαρνήθηκαν το λενινισμό (και την ονομασία «Κομμουνιστική Δύναμη»), έπειτα αυτό που ονόμαζαν «ορθόδοξο μαρξισμό», αργότερα συνολικά το μαρξισμό και τέλος οποιαδήποτε μορφή πραγματικού σοσιαλισμού. Σήμερα, από εκείνο το MAS έχει απομείνει μόνο το όνομα, με το οποίο δε συνάδει η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική του που μάλιστα το έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια να συμμαχήσει με τη φασιστική δεξιά στην προσπάθειά του να εκτροχιάσει τη διαδικασία της εθνικής απελευθέρωσης της χώρας μας που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 1999.
Κατά το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970 και το πρώτο εξάμηνο της δεκαετίας του 1980 το Κόμμα μας χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολλές εκδηλώσεις οπορτουνισμού, παρότι καμία δεν ήταν τόσο σοβαρή και επιζήμια όσο αυτές που προαναφέρθηκαν. Το διάστημα 1971-1974 τα απομεινάρια των φραξιονιστικών ομάδων που είχαν μείνει στις γραμμές μας, καθώς και άλλα στοιχεία που συμφωνούσαν μαζί τους στην πράξη, αντιμετωπίστηκαν με ένα εσωτερικό περιβάλλον μεγαλύτερης πειθαρχίας, με ενισχυμένη οργανωτική ζωή και ένα Κόμμα ειλικρινά αποφασισμένο να διορθωθεί και να προλεταριοποιηθεί εκ νέου, σύμφωνα με τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου:
«.. .η τελευταία κρίση καταδεικνύει την ανάγκη να προλεταριοποιείται όλο και περισσότερο η Ηγεσία μας, για αυτό και είναι απαραίτητο να αυξηθεί ο αριθμός των εργατών και των αγροτών στη θέση του καθοδηγητή [...] ως η καλύτερη εγγύηση ότι το Κόμμα θα παραμείνει σε εγρήγορση για να απορρίψει τις ιδεολογικές και οργανωτικές λαθροχειρίες όσων προέρχονται από άλλες κοινωνικές τάξεις και συχνά έρχονται στην ηγεσία του ΚΚΒ όχι για να βοηθήσουν την εργατική τάξη αλλά για να αλλάξουν την πορεία της εξέλιξής του.». [10]
Υπό αυτές τις εσωτερικές συνθήκες που δυσκόλευαν το ενδεχόμενο να διαταραχθεί ξανά η ζωή της οργάνωσης, οι καθυστερημένες περιπτώσεις άρχισαν να παραμερίζονται είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές ομάδες, με σχετικά μικρές συνέπειες. Άλλες μικρότερες ομάδες εγκατέλειψαν το Κόμμα μας και τη Νεολαία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (λίγο πριν και λίγο μετά το 7ο Εθνικό Συνέδριό μας το 1985) με συνέπειες που είχαν ακόμα μικρότερη σημασία.