Οι λενινιστικές αρχές της κριτικής του οπορτουνισμού και του ρεβιζιονισμού ως απαραίτητο συστατικό της πάλης των κομμουνιστών ενάντια στον ιμπεριαλισμό


Βίκτορ Αρκάντιεβιτς Τιούλκιν, Πρώτος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ.

Στο κομμουνιστικό κίνημα καμιά φορά παρατηρούνται παιδικές διαθέσεις και προσεγγίσεις στις μεταξύ μας σχέσεις. Δε μιλάμε για τον αριστερισμό ως παιδική αρρώστια, αλλά για την επιθυμία να μην ακούμε και να μη βλέπουμε αυτά που δε θέλουμε. Πρόσφατα διάβαζα με την εγγονή μου το υπέροχο παραμύθι του Νικολάι Νόσοφ «Ο Νεζνάικα (σ.μ. ανήξερος) στην πόλη των λουλουδιών». Σε αυτό ο Νεζνάικα αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. «Όταν αποκοιμήθηκαν όλοι, πήρε τις μπογιές και άρχισε να τους ζωγραφίζει όλους. Τον Λουκουμάκο τον ζωγράφισε τόσο χοντρό, που ούτε καν χώρεσε στο πορτρέτο. Το Βιαστικούλη τον ζωγράφισε με λεπτά πόδια και πίσω του για κάποιο λόγο του πρόσθεσε μια σκυλίσια ουρά. Τον κυνηγό Σφαίρα τον ζωγράφισε πάνω στο (σ.μ. σκύλο) Μπούλκα. Στο γιατρό Χάπι αντί για μύτη ζωγράφισε ένα θερμόμετρο. Στο Ζνάικα (σ.μ. φιλομαθή) για κάποιον άγνωστο λόγο ζωγράφισε αυτιά γαϊδάρου. Με μια λέξη τους απεικόνισε όλους με αστείο και παράδοξο τρόπο. Οι μεγάλοι θα λέγανε πως ζωγράφισε γελοιογραφίες. Ως το πρωί είχε κρεμάσει τα πορτρέτα στους τοίχους και τα υπέγραψε. Βγήκε ολόκληρη έκθεση. Πρώτος ξύπνησε ο γιατρός Χάπι. Είδε στον τοίχο τα πορτρέτα και άρχισε να γελάει. Του άρεσαν τόσο, που φόρεσε γυαλιά και άρχισε να εξετάζει τα πορτρέτα με μεγάλη προσοχή. Πλησίαζε το κάθε πορτρέτο και γέλαγε πολύ ώρα. “Μπράβο Νεζνάικα!", έλεγε ο γιατρός Χάπι. “Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα γελάσει τόσο!" Τέλος στάθηκε πλάι στο δικό του πορτρέτο και ρώτησε αυστηρά: “Αυτός ποιος είναι; Μη μου πεις πως είμαι εγώ; Όχι, δεν είμαι εγώ. Είναι ένα πολύ κακό πορτρέτο. Κατέβασέ το καλύτερα ". Σε όλους άρεσαν οι γελοιογραφίες των άλλων, αλλά μόλις γνώριζαν τον εαυτό τους απαιτούσαν να κατέβει το πορτρέτο».

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη δική μας ενήλικη κομματική ζωή, μόνο που εδώ δε μιλάμε για φιλικές γελοιογραφίες, αλλά για πραγματικές διαφωνίες. Όλοι ασκούν κριτική στον οπορτουνισμό και το ρεβιζιονισμό, αλλά μόλις αναφέρονται ονόματα και συγκεκριμένα κόμματα, εμφανίζονται ενστάσεις: δε χρειάζεται, είναι σαν να κολλάς ταμπέλες, πρέπει να κατευθύνουμε τα πυρά μας ενάντια στην αστική τάξη και όχι ο ένας ενάντια στον άλλο κτλ.

Στις διεθνείς συναντήσεις έγιναν ακόμη και προσπάθειες να υπάρξει συμφωνία για να μη γίνεται ονομαστική κριτική (στην Αθήνα, στην 13η Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών κομμάτων, οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν, ενώ στο Βέλγιο οι οργανωτές του θεωρητικού σεμιναρίου ανέλαβαν τη λογοκρισία και προσκάλεσαν μόνο εκείνους που συμφωνούν να μην αναφέρονται σε συγκεκριμένα ονόματα και οργανώσεις).

Ας ζητήσουμε τη συμβουλή του Β. Ι. Λένιν, ας δούμε ποιες αρχές ασπαζόταν στο θεωρητικό του έργο και την πρακτική του δραστηριότητα.

1. Επιστημονική και ταξική προσέγγιση. Εντοπισμός των ουσιαστικών αντιθέσεων για την επίλυση τους

Ο Λένιν απέρριπτε τη χρήση της κριτικής με τη μορφή καθαρά συναισθηματικών κατηγοριών και πολύ περισσότερο με τη μορφή εξύβρισης (σήμερα, εκτός από τις κατηγορίες για οπορτουνισμό και αποστασία, είναι διαδεδομένη η κατηγορία για νεοτροτσκισμό). Πάντα αποκάλυπτε την ουσία του φαινομένου. Ο πιο ακριβής ορισμός του οπορτουνισμού, που βγαίνει μέσα από τη ζωή, δόθηκε στο έργο του «Ο Ρώσος ριζοσπάστης λέει: “Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα!”»: «Άδικα στη χώρα μας θεωρούν συχνά τη λέξη αυτή “απλώς” βρισιά, χωρίς να βαθαίνουν στο νόημά της. Ο οπορτουνιστής δεν προδίδει το κόμμα του, δεν γίνεται εξωμότης του, δεν αποχωρεί απ’ αυτό. Εξακολουθεί να το υπηρετεί με ειλικρίνεια και ζήλο. Μα τυπικό χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η υποχωρητικότητα στις διαθέσεις της στιγμής, η ανικανότητα να αντισταθεί στη μόδα, η πολιτική μυωπία και αστάθεια. Οπορτουνισμός σημαίνει θυσία των μόνιμων και ουσιαστικών συμφερόντων του κόμματος στα στιγμιαία, στα παροδικά, στα δευτερεύοντα συμφέροντα». [1]

Ο Λένιν θεωρούσε ότι: «Είναι ανήθικο να φτιασιδώνει κανείς την αλήθεια» [2]. Επέμενε ότι: «ο μαρξιστής... θεωρεί βάσιμη μόνο την κριτική που γίνεται από την σκοπιά μιας ορισμένης τάξης,» [3] (η υπογράμμιση εδώ και παρακάτω είναι δική μου, Β.Τ.). Ο ίδιος ο Λένιν πάντα ασκούσε κριτική από τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Συνάμα ο Ιλίτς πάντα αποκάλυπτε τις πραγματικές αντιθέσεις, για να τις καταλάβει και να τις επιλύσει. Έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον τυπικό τρόπο συμπεριφοράς των οπορτουνιστών, στην αποφυγή της άμεσης διασαφήνισης των θέσεων: «Όταν γίνεται λόγος για πάλη κατά του οπορτουνισμού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλου του σύγχρονου οπορτουνισμού σ’ όλους τους τομείς: την αοριστία του, την ασάφειά του, το ασύλληπτο του. Ο οπορτουνιστής, από την ίδια του τη φύση, αποφεύγει πάντα να θέτει ένα ζήτημα συγκεκριμένα και σταράτα, αναζητά τη συνισταμένη, στριφογυρίζει σαν φίδι ανάμεσα σε δύο απόψεις που αλληλοαποκλείονται, προσπαθώντας “να είναι σύμφωνος” και με τις δύο, τις διαφωνίες του τις συνοψίζει σε μικροτροποποιήσεις, αμφιβολίες, αθώους και ευσεβείς πόθους κτλ. κτλ.» [4]

Για να επιβεβαιώσουμε τον ταξικό επιστημονικό χαρακτήρα της προσέγγισης του Λένιν θα τονίσουμε την ξεκάθαρη αντίληψή του ότι τα ζητήματα αρχής καμιά φορά δε λύνονται με ψηφοφορία, αλλά με την ίδια την πάλη. Ο Λένιν δε φοβόταν σε ορισμένες περιπτώσεις να βρεθεί στη μειοψηφία, θεωρώντας πως η ζωή και η πάλη του προλεταριάτου θα τα αποδείξουν όλα: «Αριθμητική αδυναμία; Αλλά από πότε οι επαναστάτες εξαρτούν την πολιτική τους από το γεγονός ότι αποτελούν πλειοψηφία ή μειοψηφία;». [5] Και πρόσθετε: «δεν πρέπει να φοβόμαστε να μείνουμε σε μειοψηφία». [6]

2. Συγκεκριμένα, εμπράγματα και ονομαστικά

Όλοι όσοι έχουν διαβάσει έργα του Λένιν γνωρίζουν ότι αυτές οι αρχές χαρακτηρίζουν το στυλ της δουλειάς του. Δεν πρόκειται για θεωρητική γενική κριτική του ιμπεριαλισμού και της αποστασίας, αλλά πάλη με συγκεκριμένες εκφράσεις τους. Στη βάση τους γίνονται θεωρητικές γενικεύσεις και εξάγονται συμπεράσματα. Ο Λένιν ήταν υπέρμαχος της ευθύτητας και της απλότητας στις εκφράσεις: «Είναι γνώρισμα της εκφυλισμένης ταξικά μικροαστικής διανόησης να πετάει δεξιά και αριστερά ηχηρές φράσεις. Οι οργανωμένοι προλετάριοι κομμουνιστές θα επιβάλουν γι ’ αυτή τη «συμπεριφορά» μια τιμωρία, ασφαλώς όχι μικρότερη από κοροϊδία και διώξιμο από κάθε υπεύθυνη θέση. Πρέπει να λέμε στις μάζες απλά, καθαρά και ανοιχτά την πικρή αλήθεια». [7]

Είναι αδύνατο να φανταστούμε το Λένιν να ονομάζει το έργο του: «Η προλεταριακή επανάσταση και ορισμένοι αποστάτες στο κίνημά μας». Όχι, ο Λένιν δηλώνει με ευθύτητα ο αποστάτης Κάουτσκι, παρά το γεγονός ότι ο Καρλ Κάουτσκι, αναμφίβολα, είχε συμβολή στο κίνημα.

Θα τονίσουμε ιδιαίτερα ότι ο Λένιν επέκρινε την απομάκρυνση από την ταξική ανάλυση των καταστάσεων. Στο άρθρο του «Στη μνήμη του κόμητα Χάιντεν» με ευθύ και συγκεκριμένο τρόπο κατηγόρησε τους συντρόφους για αταξική εξύμνηση του θανόντος: «Αυτή η άποψή σας δεν είναι πανανθρώπινη, αλλά πανδουλοπρεπής. Ο δούλος που έχει συνείδηση της θέσης του σαν δούλου και παλεύει ενάντια σ ’αυτή, είναι επαναστάτης. Ο δούλος που δεν έχει συνείδηση της δουλείας του και που φυτοζωεί, που ζει μια ζωή δούλου χωρίς συνείδηση και μιλιά είναι απλώς δούλος. Και ο δούλος που τρέχουν τα σάλια του όταν με αυτοϊκανοποίηση περιγράφει την ομορφιά της ζωής του σαν δούλου και που πέφτει σε έκσταση και θαυμασμό για τον ενάρετο και καλό του κύριο, είναι λακές, ξεδιάντροπος κόλακας. Ακριβώς τέτοιοι ξεδιάντροποι κόλακες είστε και εσείς, κύριοι, από τον κύκλο της εφημερίδας “Τοβάριστς”... αντί να κάνετε το δούλο επαναστάτη, κάνετε τους δούλους λακέδες». [8]

Η κριτική του Λένιν προς τους Πλεχάνοφ, Μάρτοφ, Τρότσκι, Μπουχάριν και πολλούς συναγωνιστές, μέρος των οποίων εγκατέλειψαν τις προλεταριακές θέσεις, δεν αφήνει αμφιβολία ότι όταν υπήρχε ανάγκη, δηλαδή λόγος για άσκηση κριτικής, η κριτική γινόταν άμεσα και συγκεκριμένα, με συγκεκριμένη αφορμή και προς συγκεκριμένο αποδέκτη.

3. Θετικός προσανατολισμός, εποικοδομητική στάση

Η κριτική του Λένιν ποτέ δε στόχευε απλά στο να συντρίψει δημόσια τον ιδεολογικό ή τον πολιτικό αντίπαλο. Πάντα προσανατολιζόταν στην ανάπτυξη του κινήματος και την ενδυνάμωση της οργάνωσης. Μια από της πιο γνωστές φράσεις για το διαχωρισμό εμπεριέχει το τεράστιο φορτίο ενός πιο υψηλού στόχου, της μελλοντικής συνένωσης: «προτού ενωθούμε και για να ενωθούμε είναι ανάγκη πρώτα να χαράξουμε μεταξύ μας μια σταθερή και ξεκάθαρη διαχωριστικά γραμμή». [9]

Στόχος της κριτικής του Λένιν δεν είναι η αποκάλυψη των ασθενειών, αλλά η θεραπεία τους: «ένα πολιτικό κόμμα θα ήταν ανάξιο σεβασμού, αν δεν είχε το θάρρος να ονομάσει μια αρρώστια του με το πραγματικό της όνομα, να κάνει μια αμείλιχτη διάγνωση και να αναζητήσει τα μέσα θεραπείας». [10]

4. Διαρκής, ασυμβίβαστη, συνεπής και διαφανής

Ο μπολσεβικισμός υπάρχει ως πολιτική σκέψη και ως πολιτικό κόμμα από το 1903. Όλη η ιστορία του λενινιστικού κόμματος είναι ιστορία πάλης ενάντια στα ιδεολογικά ρεύματα που είναι εχθρικά προς τα ριζικά συμφέροντα της εργατικής τάξης: με το ναροντνικισμό και τον οικονομισμό, με τον οπορτουνισμό με την ευρεία έννοια, με τον οτζοβισμό και το λικβινταρισμό, με την αριστερή παρέκκλιση, με τον τροτσκισμό και τις άλλες πολυάριθμες εκφράσεις της επιρροής της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα.

Στο βιβλίο «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», στο ερώτημα στην πάλη ενάντια σε ποιους εχθρούς μέσα στο εργατικό κίνημα αναπτύχθηκε, δυνάμωσε και ατσαλώθηκε ο μπολσεβικισμός ο Λένιν απάντησε: «Πρώτα και κύρια στην πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, που το 1914 εξελίχθηκε οριστικά σε σοσιαλσωβινισμό και πέρασε οριστικά με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτός ήταν, φυσικά, ο κυριότερος εχθρός του μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτός ο εχθρός παραμένει και τώρα ο κυριότερος εχθρός σε διεθνή κλίμακα» [11]. Αυτή η γνώμη του Λένιν για τον οπορτουνισμό ως κύριο εχθρό του εργατικού κινήματος δε διατηρεί μονάχα την επικαιρότητά της, αλλά σήμερα έγινε ακόμη πιο σημαντική, διότι η σύγχρονη αστική τάξη μετέτρεψε τον οπορτουνισμό από απλό συμβιβασμό σε πειθήνιο όπλο της και εξελίσσεται σε ανοιχτή αποστασία και ρεβιζιονισμό στη θεωρία. Ο Λένιν εκφράζει την ανάγκη για ασυμβίβαστη πάλη με τον οπορτουνισμό λέγοντας ότι: «ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη φρασεολογία, αν δεν συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό». [12]

Συνήθως, οι σύγχρονοι οπορτουνιστές, όπως και οι οπορτουνιστές του παρελθόντος, προτείνουν να μην ασκείται κριτική με πρόσχημα τη φροντίδα για την ενότητα των γραμμών του κόμματος. Έτσι υπεράσπιζαν τον Γκορμπατσόφ, καλώντας να στραφεί η κριτική ενάντια στο Γιέλτσιν. Σήμερα υπερασπίζονται το Ζιουγκάνοφ και το ΚΚΡΟ, λέγοντας ότι τα όπλα πρέπει να στραφούν ενάντια στον Πούτιν κτλ. Δήθεν έχουμε την ίδια κόκκινη σημαία, είμαστε όλοι κομμουνιστές και όλοι υπέρ του σοσιαλισμού. Ο Λένιν απάντησε διεξοδικά στο ζήτημα για την ενότητα ήδη από το 1914 στο άρθρο «Η ενότητα»: «Η ενότητα είναι μεγάλη υπόθεση και μεγάλο σύνθημα! Η εργατική υπόθεση όμως έχει ανάγκη από την ενότητα των μαρξιστών και όχι από την ενότητα των μαρξιστών με τους εχθρούς και τους διαστρεβλωτές του μαρξισμού». [13]

Ταυτόχρονα, απέναντι στους διαστρεβλωτές του μαρξισμού ο Λένιν δεν ήταν απλά αυστηρός, αλλά αυστηρός και σκληρός σε βαθμό ηθικής ταπείνωσης: «Είτε δικτατορία (δηλαδή, σιδερένια εξουσία) των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών είτε δικτατορία της εργατικής τάξης.

Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Μέσο δρόμο ονειρεύονται του κάκου τα αρχοντόπουλα, οι διανοουμενίσκοι, οι μικροί κύριοι που σπούδασαν άσχημα από άσχημα βιβλιαράκια. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μέσος δρόμος και δεν μπορεί να υπάρξει. Είτε δικτατορία της αστικής τάξης (σκεπασμένη με τα παχιά λόγια των εσσέρων και των μενσεβίκων για λαϊκή κυριαρχία, Συντακτική, ελευθερίες κτλ.) είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Όποιος δεν το διδάχθηκε αυτό από την ιστορία όλου του 19ου αιώνα, είναι αδιόρθωτος ηλίθιος». [14] Και πρόσθεσε: «Μόνο οι παλιάνθρωποι και οι κουτεντέδες μπορούν να νομίζουν πως το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πλειοψηφία στις εκλογές που διενεργούνται κάτω από το ζυγό της αστικής τάξης, κάτω από το ζυγό της μισθωτής δουλείας, και έπειτα να προσπαθήσει να κατακτήσει την εξουσία. Αυτό είναι αποκορύφωμα αμβλύνοιας ή υποκρισίας, είναι αντικατάσταση της ταξικής πάλης και τις επανάστασης με εκλογές σε συνθήκες του παλιού καθεστώτος, της παλιάς εξουσίας». [15]

Ο Λένιν δεν ντρεπόταν να εκφραστεί με ευθύτητα όχι μόνο για τις προσωπικότητες της πολιτικής, αλλά και για τα κόμματα που αντιπροσώπευαν: «Το μεγαλύτερο ατύχημα και ο κίνδυνος για την Ευρώπη είναι ότι δεν υπάρχει στην Ευρώπη ένα επαναστατικό κόμμα. Υπάρχουν κόμματα προδοτών τύπου Σάιντεμαν, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Βεμπ και Σίας, ή λακέδων τύπου Κάουτσκι. Δεν υπάρχει ένα κόμμα επαναστατικό». [16] Επομένως, οι δικές μας αναφορές σε μια σειρά κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης είναι εκπληκτικά ήπιες και υπερβολικά διπλωματικές.

6. Έκκληση προς τις προλεταριακές μάζες σαν να ήταν διαιτητές

Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι οι μπολσεβίκοι νίκησαν τους μενσεβίκους πρώτα και κύρια επειδή κέρδισαν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος του συνειδητού προλεταριάτου, που με την εργατική του διαίσθηση επέλεγε αυτό, που ανταποκρινόταν στα βασικά συμφέροντά του: «Η εργαζόμενη μάζα με εξαιρετική ευαισθησία συλλαμβάνει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους τίμιους και αφοσιωμένους στον κομμουνισμό και σε όσους προκαλούν αποστροφή στον άνθρωπο που κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του, στον άνθρωπο που δεν έχει κανένα προνόμιο, δεν έχει “υψηλούς προστάτες”». [17] Γι’ αυτό ακριβώς με συντονισμένες προσπάθειες των οπορτουνιστών οι εργαζόμενες μάζες στη Ρωσία συγκρατούνται και απομακρύνονται με κάθε τρόπο από τη συνειδητή και οργανωμένη συμμετοχή στην πολιτική.

7. Αυτοκριτική και αναγνώριση των λαθών

Ο Λένιν ισχυριζόταν, ότι «κανείς δεν μπορεί να μας χαντακώσει, εκτός από τα ίδια τα λάθη μας». [18] Συνεπώς, η προσοχή μας πρέπει να είναι συνεχώς στραμμένη σε αυτά τα λάθη, στη δυνατότητα ύπαρξής τους και πρέπει απαραίτητα να εξελίσσεται σε επιδιόρθωσή τους: «Όλα τα επαναστατικά κόμματα που χάθηκαν μέχρι σήμερα, χάθηκαν γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους αέρα και δεν μπορούσαν να δουν που βρισκόταν η δύναμή τους, και φοβούνταν να ομολογούν τις αδυναμίες τους. Μα εμείς δεν πρόκειται να χαθούμε, γιατί δεν φοβόμαστε να ομολογούμε τις αδυναμίες μας, και θα μάθουμε να τις ξεπερνάμε». [19] Δυστυχώς ξέχασαν αυτή τη διαθήκη του Λένιν και πήραν τα μυαλά τους αέρα. Το ΚΚΣΕ κατέρρευσε. Εμείς πρέπει να διορθώσουμε την κατάσταση.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λένιν ήξερε και να αναγνωρίζει την ορθότητα των αντιπάλων του. Έτσι, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς έλεγε για τους μενσεβίκους ότι απέδειξαν πολλές φορές με τις πράξεις τους ότι είναι σε μεγάλο βαθμό πράκτορες του ιμπεριαλισμού, αυτό όμως δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι μενσεβίκοι είχαν άδικο σε όλα τα ζητήματα. Συνέβαινε και το αντίθετο.

Ο Λένιν έγραφε το 1920 ότι «Ο μπολσεβικισμός δε θα νικούσε την αστική τάξη στα 1917-1919, αν δεν είχε μάθει προηγούμενα στα 1903-1917 να νικά και να διώχνει αμείλικτα από το κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας τους μενσεβίκους, δηλαδή τους οπορτουνιστές, τους ρεφορμιστές και τους σοσιαλσωβινιστές». [20]

Οι σύγχρονοι κομμουνιστές, έχοντας την πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και του κραχ του ΚΚΣΕ του Γκορμπατσόφ, πρέπει να εξάγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα, για να μη συμβεί το ίδιο την επόμενη φορά.


[1] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 14, σ. 37.

[2] Ό.π., τ. 1, σ. 410.

[3] Ό.π., τ. 1, σ. 465.

[4] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 8, σ. 267.

[5] Ό.π., τ. 30, σ. 403.

[6] Ό.π., τ. 31, σ. 105.

[7] Ό.π., τ. 36, σ. 290-291.

[8] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 16, σ. 43.

[9] Ό.π., τ. 6, σ. 22.

[10] Ό.π., τ. 8, σ. 313.

[11] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 41, σ. 14.

[12] Ό.π., τ. 27, σ. 431.

[13] Ό.π., τ. 25, σ. 79.

[14] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 39, σ. 158.

[15] Ό.π., τ. 39, σ. 219.

[16] Ό.π., τ. 37, σ.109.

[17] Ό.π., τ. 44, σ.123.

[18] Ό.π., τ. 42, σ. 249.

[19] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 45, σ. 118.

[20] Ό.π., τ. 40, σ. 24.