Ο οπορτουνισμός, ο ρεφορμισμός και ο ρεβιζιονισμός επιδιώκουν στις μέρες μας, με ανανεωμένο λόγο, τους παλιούς στόχους, δηλαδή να χωρίσουν την εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά κόμματα από τις βάσεις του μαρξισμού, την επαναστατική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, από την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης και του πρωτοπόρου κόμματός της στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Αποτελεί ένα μεγάλο μάθημα ο αγώνας ενάντια στον οπορτουνισμό και τον εκφυλισμό της Β' Διεθνούς που διεξήγαγαν οι μπολσεβίκοι και άλλοι μαρξιστές που συσπειρώθηκαν στην Αριστερά του Τσίμερβαλντ, οι Σπαρτακιστές στη Γερμανία και πολλά κόμματα, τάσεις και ομάδες που αποτέλεσαν τη βάση της Γ' Διεθνούς, της Κομμουνιστικής.
Ιστορικά ο οπορτουνισμός επεδίωκε να παραμορφώσει, να απαξιώσει, να αχρηστέψει, να ημερέψει το μαρξισμό, κάνοντάς του άμεση επίθεση, διαστρεβλώνοντας τους κλασικούς, φτάνοντας ακόμα και στον ξεδιάντροπο ακρωτηριασμό των κειμένων [1] προκειμένου να παρουσιάσει εκδοχές χρήσιμες στην πολιτική των «σκαλοπατιών», του κοινοβουλευτισμού, τη συνύπαρξη με τον καπιταλισμό και την εγκατάλειψη της πάλης για την εξουσία. Ο οπορτουνισμός οδήγησε σε παραίτηση τα κόμματα της Β' Διεθνούς και έγινε συνένοχος στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Λειτούργησε αμέσως ως μηχανισμός καταστολής του κεφαλαίου ενάντια στη γερμανική επανάσταση και ευθύνεται για τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.
Όλες οι δυνάμεις του οπορτουνισμού στράφηκαν ενάντια στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και στήριξαν την αντεπανάσταση που επεδίωξε να ανατρέψει τη σοβιετική εξουσία των εργατών και των αγροτών, δικαιολογώντας την ιμπεριαλιστική επέμβαση, τη ζώνη ασφαλείας.
Η εμπειρία ήρθε να αποδείξει ότι η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, το ρεφορμισμό και το ρεβιζιονισμό έχει μεγάλη ιδεολογική σημασία, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την ύπαρξη του κόμματος της εργατικής τάξης, για την προλεταριακή επανάσταση και για την οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας. Ο Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν σε πολλά έργα επέμενε ότι η πάλη για το σοσιαλισμό δεν είναι πλήρης χωρίς την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό και αυτό αποτέλεσε στοιχείο της ταυτότητας των νέων κομμάτων που δημιουργήθηκαν από την Κομμουνιστική Διεθνή, όπως αντικατοπτρίζεται σε διάφορα ντοκουμέντα της που κάνουν λόγο για διαρκή και ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στους «βοηθούς της αστικής τάξης», για την αναγνώριση της ανάγκης για συνολική και απόλυτη ρήξη με το ρεφορμισμό «καθώς δίχως αυτό δεν είναι εφικτή μια συνεπής κομμουνιστική πολιτική». [2] Αντίθετα, η Γ' Διεθνής θα τέλειωνε, προειδοποιούσε, μοιάζοντας πολύ με την εν υπνώσει Β' Διεθνή.
Αυτό το ιδεολογικό μέτωπο δεν πρέπει να θεωρείται προσωρινό, ολοκληρωμένο ή περιορισμένο σε μια περίοδο που ανήκει στο παρελθόν της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος.
Ο οπορτουνισμός είναι μια βοηθητική δύναμη της αστικής τάξης για να καθυστερήσει τη διαδικασία ανόδου της πάλης των τάξεων, να ανακόψει το επαναστατικό κύμα και να προωθήσει την αντεπανάσταση, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός ότι η δράση του είναι σταθερή σε όλες τις περιόδους και με μια αυξανόμενη επικινδυνότητα όταν είναι δυνατό από τον κύκλο του κεφαλαίου να υπάρξουν συνθήκες για τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Σήμερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική είναι ουσιαστικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού, λαμβάνοντας μάλιστα χρηματοδότηση από τα μονοπώλια για την πολιτική δράση, από ΜΚΟ για ιδεολογικές δραστηριότητες και κυρίως προώθηση εναλλακτικών μορφών καπιταλιστικής διαχείρισης με «ανθρώπινο πρόσωπο». Αυτός είναι ο ρόλος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, με το οποίο σχετίζεται επικίνδυνα όλο και περισσότερο το Φόρουμ του Σάο Πάολο, [3] παρά τη ρητορική που επικρίνει τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και που προωθεί πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. [4]
Ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται σήμερα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η υπονόμευση στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων για να χάσουν τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά και να καταλήξουν να μετατραπούν σε τύποις κομμουνιστικά κόμματα, στην ουσία σοσιαλδημοκρατικά, που μεταλλάσσονται σε οπορτουνιστικές οργανώσεις. Το δεύτερο είναι η άμεση προώθηση συσπειρώσεων με αυτό το χαρακτήρα, που αποτελούνται από πρώην κομμουνιστές, μαοϊκούς, τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες, όπως το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Το ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στον οπορτουνισμό είναι αναγκαιότητα. Η αμέλεια, η περιφρόνηση, η αγνόησή του οδηγεί στη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων. Για παράδειγμα, το ΚΚ Μεξικού ενστερνίστηκε την τάση του μπραουντερισμού, όπως και πολλά άλλα κόμματα της Λατινικής Αμερικής. Όπως γνωρίζουμε, το ΚΚ των ΗΠΑ ήταν στα πρόθυρα της διάλυσης με την πρόθεση να μετατραπεί σε ένωση, σε ένα είδος ιδεολογικού ομίλου. Στο Μεξικό αυτό το πρότυπο ήταν η Σοσιαλιστική Λίγκα όπου το ΚΚ Μεξικού έπρεπε να διαχυθεί. Το κολομβιάνικο, το κουβανέζικο και το δομινικανό κόμμα μετονομάστηκαν όταν μπήκαν σε αυτό το ρεύμα. Το ΚΚ Μεξικού διέλυσε τις οργανώσεις του στη βιομηχανία και στα συνδικάτα, εγκατέλειψε προσωρινά το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και άλλαξε το όνομά του από ΚΚ Μεξικού σε Μεξικάνικο ΚΚ. Εκτός από τις σοβαρές φθορές στη λενινιστική δομή υιοθετήθηκαν πολιτικές συνύπαρξης με τμήματα της αστικής τάξης, το λεγόμενο «εθνικό» και «προοδευτικό» και εγκαταλείφθηκε ο επαναστατικός δρόμος για την κατάκτηση της εξουσίας. Η επιστολή του Ζ. Ντουκλό, καθώς και οι κριτικές άλλων κομμάτων, προκάλεσαν αντιδράσεις μαχητικής συσπείρωσης των κομμουνιστών ώστε να αποφύγουν τη διάλυση και να ανασυγκροτήσουν τα κόμματά τους.
Σε επόμενα ντοκουμέντα [5] το ΚΚ Μεξικού αναγνώρισε ότι η καταδίκη του μπραουντερισμού ήταν μόνο τυπική κι αυτό είχε αντίκτυπο τα επόμενα χρόνια καθώς δεν υπήρχε αντίδραση σε κάποιες πολιτικές οπορτουνιστικού προσανατολισμού που προωθούνταν μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως το ζήτημα των λεγόμενων «εθνικών δρόμων» για το σοσιαλισμό, της δυνατότητας του ειρηνικού δρόμου, υιοθετώντας τον όχι ως εξαίρεση αλλά σαν γενική αρχή για το κομμουνιστικό κίνημα, με βάση την πολιτική του γαλλικού και του ιταλικού κόμματος.
Στο ΚΚ Μεξικού είχαν διεισδύσει και άρχιζαν να το διαβρώνουν μέχρι τη διάλυσή του το 1981, για να μεταλλαχτεί αρχικά σε σοσιαλιστικό κόμμα και εν συνεχεία στο Κόμμα Δημοκρατικής Επανάστασης (συνδεδεμένο με τη Σοσιαλιστική Διεθνή, υποστηρικτής της κεϋνσιανής διαχείρισης και καταπιεστής του εργατικού και λαϊκού κινήματος), ένα κόμμα της κυρίαρχης τάξης που παρουσιάζεται από την προπαγάνδα ως το κόμμα της αριστεράς στο Μεξικό. Οι δύσκολες συνθήκες ανασυγκρότησης του ΚΚ Μεξικού και το επίπεδο πολιτικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης στην πάλη δείχνουν ότι ο στόχος διάλυσης του Κόμματος τη δεκαετία του ’80 ήταν να καταφέρουν ένα καίριο πλήγμα στην προλεταριακή πάλη, να την καθυστερήσουν για δεκαετίες.
Έτσι λοιπόν είναι επίκαιρο το ζήτημα ότι σήμερα στις ΗΠΑ το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα παρόμοιο με του Ερλ Μπράουντερ, όταν το οπορτουνιστικό ρεύμα με επικεφαλής τον Σαμ Γουέμπ, τον πρόεδρο του κόμματος, προτείνει μια πλατφόρμα για να του στερήσει τα χαρακτηριστικά του, να το διαλύσει και να το μετατρέψει σε βοηθητική δύναμη του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτή η πλατφόρμα έχει πολλά στοιχεία που προωθούνται από τον ευρωκομμουνισμό, από τη διαδικασία που οδήγησε στη διάλυση του ΚΚ Μεξικού και που διαβρώνει σήμερα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, εκ των οποίων ορισμένα στην Αμερική.
Επιμένουμε στη σημασία που έχει να αντιπαλεύονται οι οπορτουνιστικές τάσεις. Εντοπίζοντας τα στοιχεία που εκδηλώνει ο οπορτουνισμός στην Αμερική θα δούμε ότι -πέρα από κάποιες ιδιαιτερότητες- είναι στοιχεία γενικευμένα σε διεθνές επίπεδο.