Ορισμένα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού στην Αμερική


Πάβελ Μπλάνκο Καμπρέρα, πρώτος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚ Μεξικού, Έκτορ Κολίο Γκαλίντο, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Μεξικού.

Ο οπορτουνισμός, ο ρεφορμισμός και ο ρεβιζιονισμός επιδιώκουν στις μέρες μας, με ανανεωμένο λόγο, τους παλιούς στόχους, δηλαδή να χωρίσουν την εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά κόμματα από τις βάσεις του μαρξισμού, την επαναστατική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, από την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης και του πρωτοπόρου κόμματός της στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Αποτελεί ένα μεγάλο μάθημα ο αγώνας ενάντια στον οπορτουνισμό και τον εκφυλισμό της Β' Διεθνούς που διεξήγαγαν οι μπολσεβίκοι και άλλοι μαρξιστές που συσπειρώθηκαν στην Αριστερά του Τσίμερβαλντ, οι Σπαρτακιστές στη Γερμανία και πολλά κόμματα, τάσεις και ομάδες που αποτέλεσαν τη βάση της Γ' Διεθνούς, της Κομμουνιστικής.

Ιστορικά ο οπορτουνισμός επεδίωκε να παραμορφώσει, να απαξιώσει, να αχρηστέψει, να ημερέψει το μαρξισμό, κάνοντάς του άμεση επίθεση, διαστρεβλώνοντας τους κλασικούς, φτάνοντας ακόμα και στον ξεδιάντροπο ακρωτηριασμό των κειμένων [1] προκειμένου να παρουσιάσει εκδοχές χρήσιμες στην πολιτική των «σκαλοπατιών», του κοινοβουλευτισμού, τη συνύπαρξη με τον καπιταλισμό και την εγκατάλειψη της πάλης για την εξουσία. Ο οπορτουνισμός οδήγησε σε παραίτηση τα κόμματα της Β' Διεθνούς και έγινε συνένοχος στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Λειτούργησε αμέσως ως μηχανισμός καταστολής του κεφαλαίου ενάντια στη γερμανική επανάσταση και ευθύνεται για τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

Όλες οι δυνάμεις του οπορτουνισμού στράφηκαν ενάντια στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και στήριξαν την αντεπανάσταση που επεδίωξε να ανατρέψει τη σοβιετική εξουσία των εργατών και των αγροτών, δικαιολογώντας την ιμπεριαλιστική επέμβαση, τη ζώνη ασφαλείας.

Η εμπειρία ήρθε να αποδείξει ότι η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, το ρεφορμισμό και το ρεβιζιονισμό έχει μεγάλη ιδεολογική σημασία, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την ύπαρξη του κόμματος της εργατικής τάξης, για την προλεταριακή επανάσταση και για την οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας. Ο Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν σε πολλά έργα επέμενε ότι η πάλη για το σοσιαλισμό δεν είναι πλήρης χωρίς την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό και αυτό αποτέλεσε στοιχείο της ταυτότητας των νέων κομμάτων που δημιουργήθηκαν από την Κομμουνιστική Διεθνή, όπως αντικατοπτρίζεται σε διάφορα ντοκουμέντα της που κάνουν λόγο για διαρκή και ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στους «βοηθούς της αστικής τάξης», για την αναγνώριση της ανάγκης για συνολική και απόλυτη ρήξη με το ρεφορμισμό «καθώς δίχως αυτό δεν είναι εφικτή μια συνεπής κομμουνιστική πολιτική». [2] Αντίθετα, η Γ' Διεθνής θα τέλειωνε, προειδοποιούσε, μοιάζοντας πολύ με την εν υπνώσει Β' Διεθνή.

Αυτό το ιδεολογικό μέτωπο δεν πρέπει να θεωρείται προσωρινό, ολοκληρωμένο ή περιορισμένο σε μια περίοδο που ανήκει στο παρελθόν της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος.

Ο οπορτουνισμός είναι μια βοηθητική δύναμη της αστικής τάξης για να καθυστερήσει τη διαδικασία ανόδου της πάλης των τάξεων, να ανακόψει το επαναστατικό κύμα και να προωθήσει την αντεπανάσταση, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός ότι η δράση του είναι σταθερή σε όλες τις περιόδους και με μια αυξανόμενη επικινδυνότητα όταν είναι δυνατό από τον κύκλο του κεφαλαίου να υπάρξουν συνθήκες για τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Σήμερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική είναι ουσιαστικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού, λαμβάνοντας μάλιστα χρηματοδότηση από τα μονοπώλια για την πολιτική δράση, από ΜΚΟ για ιδεολογικές δραστηριότητες και κυρίως προώθηση εναλλακτικών μορφών καπιταλιστικής διαχείρισης με «ανθρώπινο πρόσωπο». Αυτός είναι ο ρόλος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, με το οποίο σχετίζεται επικίνδυνα όλο και περισσότερο το Φόρουμ του Σάο Πάολο, [3] παρά τη ρητορική που επικρίνει τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και που προωθεί πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. [4]

Ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται σήμερα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η υπονόμευση στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων για να χάσουν τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά και να καταλήξουν να μετατραπούν σε τύποις κομμουνιστικά κόμματα, στην ουσία σοσιαλδημοκρατικά, που μεταλλάσσονται σε οπορτουνιστικές οργανώσεις. Το δεύτερο είναι η άμεση προώθηση συσπειρώσεων με αυτό το χαρακτήρα, που αποτελούνται από πρώην κομμουνιστές, μαοϊκούς, τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες, όπως το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.

Το ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στον οπορτουνισμό είναι αναγκαιότητα. Η αμέλεια, η περιφρόνηση, η αγνόησή του οδηγεί στη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων. Για παράδειγμα, το ΚΚ Μεξικού ενστερνίστηκε την τάση του μπραουντερισμού, όπως και πολλά άλλα κόμματα της Λατινικής Αμερικής. Όπως γνωρίζουμε, το ΚΚ των ΗΠΑ ήταν στα πρόθυρα της διάλυσης με την πρόθεση να μετατραπεί σε ένωση, σε ένα είδος ιδεολογικού ομίλου. Στο Μεξικό αυτό το πρότυπο ήταν η Σοσιαλιστική Λίγκα όπου το ΚΚ Μεξικού έπρεπε να διαχυθεί. Το κολομβιάνικο, το κουβανέζικο και το δομινικανό κόμμα μετονομάστηκαν όταν μπήκαν σε αυτό το ρεύμα. Το ΚΚ Μεξικού διέλυσε τις οργανώσεις του στη βιομηχανία και στα συνδικάτα, εγκατέλειψε προσωρινά το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και άλλαξε το όνομά του από ΚΚ Μεξικού σε Μεξικάνικο ΚΚ. Εκτός από τις σοβαρές φθορές στη λενινιστική δομή υιοθετήθηκαν πολιτικές συνύπαρξης με τμήματα της αστικής τάξης, το λεγόμενο «εθνικό» και «προοδευτικό» και εγκαταλείφθηκε ο επαναστατικός δρόμος για την κατάκτηση της εξουσίας. Η επιστολή του Ζ. Ντουκλό, καθώς και οι κριτικές άλλων κομμάτων, προκάλεσαν αντιδράσεις μαχητικής συσπείρωσης των κομμουνιστών ώστε να αποφύγουν τη διάλυση και να ανασυγκροτήσουν τα κόμματά τους.

Σε επόμενα ντοκουμέντα [5] το ΚΚ Μεξικού αναγνώρισε ότι η καταδίκη του μπραουντερισμού ήταν μόνο τυπική κι αυτό είχε αντίκτυπο τα επόμενα χρόνια καθώς δεν υπήρχε αντίδραση σε κάποιες πολιτικές οπορτουνιστικού προσανατολισμού που προωθούνταν μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως το ζήτημα των λεγόμενων «εθνικών δρόμων» για το σοσιαλισμό, της δυνατότητας του ειρηνικού δρόμου, υιοθετώντας τον όχι ως εξαίρεση αλλά σαν γενική αρχή για το κομμουνιστικό κίνημα, με βάση την πολιτική του γαλλικού και του ιταλικού κόμματος.

Στο ΚΚ Μεξικού είχαν διεισδύσει και άρχιζαν να το διαβρώνουν μέχρι τη διάλυσή του το 1981, για να μεταλλαχτεί αρχικά σε σοσιαλιστικό κόμμα και εν συνεχεία στο Κόμμα Δημοκρατικής Επανάστασης (συνδεδεμένο με τη Σοσιαλιστική Διεθνή, υποστηρικτής της κεϋνσιανής διαχείρισης και καταπιεστής του εργατικού και λαϊκού κινήματος), ένα κόμμα της κυρίαρχης τάξης που παρουσιάζεται από την προπαγάνδα ως το κόμμα της αριστεράς στο Μεξικό. Οι δύσκολες συνθήκες ανασυγκρότησης του ΚΚ Μεξικού και το επίπεδο πολιτικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης στην πάλη δείχνουν ότι ο στόχος διάλυσης του Κόμματος τη δεκαετία του ’80 ήταν να καταφέρουν ένα καίριο πλήγμα στην προλεταριακή πάλη, να την καθυστερήσουν για δεκαετίες.

Έτσι λοιπόν είναι επίκαιρο το ζήτημα ότι σήμερα στις ΗΠΑ το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα παρόμοιο με του Ερλ Μπράουντερ, όταν το οπορτουνιστικό ρεύμα με επικεφαλής τον Σαμ Γουέμπ, τον πρόεδρο του κόμματος, προτείνει μια πλατφόρμα για να του στερήσει τα χαρακτηριστικά του, να το διαλύσει και να το μετατρέψει σε βοηθητική δύναμη του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτή η πλατφόρμα έχει πολλά στοιχεία που προωθούνται από τον ευρωκομμουνισμό, από τη διαδικασία που οδήγησε στη διάλυση του ΚΚ Μεξικού και που διαβρώνει σήμερα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, εκ των οποίων ορισμένα στην Αμερική.

Επιμένουμε στη σημασία που έχει να αντιπαλεύονται οι οπορτουνιστικές τάσεις. Εντοπίζοντας τα στοιχεία που εκδηλώνει ο οπορτουνισμός στην Αμερική θα δούμε ότι -πέρα από κάποιες ιδιαιτερότητες- είναι στοιχεία γενικευμένα σε διεθνές επίπεδο.

Το γενικό και το ειδικό και η παρέκκλιση που συνιστά η έμφαση στις ιδιαιτερότητες

Ο μαρξισμός-λενινισμός, ιδεολογική βάση των κομμουνιστικών κομμάτων, επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, βασίζεται στο διαλεκτικό υλισμό, στον ιστορικό υλισμό και στην πολιτική οικονομία. Προσπαθεί να εξάγει το γενικό μελετώντας την εξέλιξη της ιστορίας, τους τρόπους παραγωγής, την κοινωνικοταξική σύγκρουση, τις νομοτέλειες στην κοινωνία, τους νόμους που διέπουν τις αλλαγές και τις επαναστάσεις.

Οι ιδιαιτερότητες, το ειδικό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καθώς ο μαρξισμός-λενινισμός εμπλουτίζεται δημιουργικά, αλλά δεν μπορούν να είναι το καθοριστικό στις προσεγγίσεις, στην ανάλυση.

Με το επιχείρημα της αποστασιοποίησης από το δογματισμό και τις αναλύσεις που είναι έξω από την πραγματικότητα καλούν σε νόθευση του μαρξισμού, αναπαράγοντας την ακαδημαϊκίστικη κριτική που έχει στόχο να διαχωρίσει τον Ένγκελς από το Μαρξ και το Λένιν από το Μαρξ. Ορισμένα κόμματα στη Λατινική Αμερική, σήμερα μάλιστα και το ΚΚ των ΗΠΑ, αποστασιοποιούνται από το λενινισμό που -όπως αναφέρουν- αντιστοιχεί στις ιδιαιτερότητες της Ρωσίας και σε άλλη ιστορική περίοδο. Βασικά πρόκειται για αποκήρυξη των επαναστατικών θέσεων του μαρξισμού και από θεωρητική άποψη είναι αβάσιμο. Επίσης είναι πηγή πολιτικών παρεκκλίσεων που οδηγούν στον κινηματισμό, διαστρεβλώνουν το ρόλο του κόμματος και της εργατικής τάξης.

Η λεγόμενη λατινοαμερικανοποίηση του μαρξισμού έχει πολλά κοινά με προηγούμενες επιχειρήσεις διάβρωσής του, όπως με το Σαντιάγο Καρίγιο και τους ευρωκομμουνιστές και με το «δυτικό μαρξισμό». Απορρίπτεται λοιπόν ανοιχτά ο διαλεκτικός υλισμός, η δικτατορία του προλεταριάτου και βάλλεται η ιστορία των κομμουνιστικών κομμάτων.

Αξίζει να πούμε πώς ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα αφομοιώνουν άκριτα αυτές τις θέσεις και τις προωθούν, για παράδειγμα αναλαμβάνοντας τη διακίνηση των εκδόσεων «Ocean Sur» τροτσκιστικής προέλευσης, που στον κατάλογό τους κυριαρχεί η επίθεση στο σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα και διαδίδονται κριτικές στο μαρξισμό-λενινισμό χαρακτηρίζοντάς τον «κρατική σοβιετική ιδεολογία». Όλα αυτά καλυμμένα στην προώθηση εκδοτικών υλικών που σχετίζονται με την Κουβανική Επανάσταση.

Ιδιαίτερες πλευρές του διαλεκτικού υλισμού όπως η φιλοσοφία της αθεΐας, παραβλέπονται κάτω από την πίεση ρευμάτων όπως η θεολογία της απελευθέρωσης.

Από την ίδια πηγή είναι και το επιχείρημα ότι ο μαρξισμός είναι ευρωκεντρικός. Όμως η εκλεκτική ανάμειξη με μυστικιστική επικάλυψη καταλήγει να ανάγει το λατινοαμερικανισμό στο άλφα και το ωμέγα.

Δεν υπάρχει έγνοια για την επανέκδοση των κλασικών, αλλά για τη διάδοση των σύγχρονων παραχαρακτών που, καθώς περιορίζονται στην πανεπιστημιακή σύγκλητο, θα τους εντόπιζε κανείς στο φολκλόρ, όμως ασκούν μεγάλη επιρροή στους κόλπους ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων. Λόγω της αδυναμίας στο ιδεολογικό μέτωπο, της περιορισμένης ανάπτυξης των θεωρητικών και επιστημονικών ερευνών και εργασιών από τις δικές μας ταξικές θέσεις, αρκετά κόμματα αιφνιδιάζονται από την ιδεολογική λαθροχειρία όσων επιτίθενται στο μαρξισμό και παρουσιάζονται ως «μαρξιστές». Για παράδειγμα ας θυμηθούμε την περίπτωση του Χ. Ντίτριχ, ενός ιδεολόγου του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», που πριν μερικά χρόνια ο Τύπος ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων τού διέθετε στήλες.

Η ιδεολογική παρέκκλιση, ο εκλεκτικισμός, η έμφαση στις ιδιαιτερότητες, αποτελούν τη βάση των νέων αναθεωρήσεων του μαρξισμού.

Άλλο αρνητικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού είναι ότι αφήνει στο περιθώριο τους γενικούς νόμους της επανάστασης, επικαλούμενος την «πρωτοτυπία» προηγούμενων και εν εξελίξει κοινωνικών διεργασιών. Προϋπόθεση για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, επιβεβαιωμένη από τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, είναι ο χαρακτήρας της εποχής, την οποία ορίζουμε ως εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Πιστεύουμε ότι η προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης δεν αλλάζει την προϋπόθεση αυτή.

Ως προς το πρόγραμμα, ο οπορτουνισμός ανοίγει μια συζήτηση και μια στρατηγική σχετικά με τη μετάβαση, που αναβάλλει τα καθήκοντα της εργατικής τάξης και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ποιο είναι το επιχείρημα; Ειδικά μετά τη νίκη της επανάστασης στην Κίνα, είχε αποδοχή η προσέγγιση του Μάο Τσε Τουνγκ ως προς τις αντιθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης και την ύπαρξη ενός «εθνικού τμήματός» της σε ανταγωνισμό με τον ιμπεριαλισμό. Μέσα από μια τέτοια προσέγγιση, αυτή η εθνική αστική τάξη γίνεται στρατηγικός σύμμαχος της εργατικής τάξης στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και για να πετύχει τον προγραμματικό της, στόχος που είναι να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Υπάρχουν πλευρές γύρω από τα αίτια της εξάρτησης. Ορισμένοι υποστηρίζουν τη λαθεμένη άποψη ότι η αποικιοκρατία ταυτίζεται με τις φεουδαρχικές και μισοφεουδαρχικές σχέσεις. Άλλοι υποστηρίζουν το χαρακτηρισμό του καπιταλισμού ως διαστρεβλωμένου και ελλιπή, κάτι το οποίο θέτει μια σειρά ζητήματα για το μαρξισμό-λενινισμό, την ταξική πολιτική και τα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων.

Κατ’ αρχάς, οι πλευρές της ίδιας της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων δείχνουν ότι η τοποθέτηση σε σχέση με την εξάρτηση δεν είναι διαλεκτική. Οι διαδικασίες συσσώρευσης, συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης οδηγούν στην εμφάνιση των μονοπωλίων που στο τέλος κυριαρχούν στην οικονομία και την πολιτική, ανεξάρτητα από σύνορα και εθνικότητες. Αυτό που υπάρχει είναι σχέσεις αλληλεξάρτησης που βάζουν από τη μια πλευρά τα μονοπώλια και από την άλλη την εργατική τάξη, δηλαδή την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Ας το εξηγήσουμε λίγο.

Στο Μεξικό όσοι υποστηρίζουν ότι ο κύριος στόχος είναι να κατακτήσουμε την ανεξαρτησία απέναντι στις ΗΠΑ και δουλεύουν για μια πολυταξική συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης που έχουν συμφέροντα, ξεχνούν ότι αυτό που αποκαλούν εθνική αστική τάξη σήμερα δημιουργεί μονοπώλια που είναι πια μέρος του ιμπεριαλισμού, ότι εξάγει κεφάλαια και εκμεταλλεύεται εργαζόμενους από διάφορες χώρες. [6] Ορισμένα από αυτά τα μεξικάνικα μονοπώλια κυριαρχούν στην ήπειρο ακόμα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ (όπως στις τηλεπικοινωνίες και σε ορισμένα ορυχεία).

Με αυτό το σκεπτικό ο αγώνας για την ανεξαρτησία δεν είναι παρά η αναζήτηση μιας νέας διαχείρισης του καπιταλισμού με εντελώς εικονικούς συμμάχους.

Επίσης είναι ελλιπής η εκτίμηση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι μόνο οι ΗΠΑ. Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός των μονοπωλίων και ένα από τα κέντρα του είναι οι ΗΠΑ, αλλά και η ΕΕ και κάθε δραστηριότητα των μονοπωλίων και των διακρατικών σχέσεων. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Νότο της ηπείρου, όπου η επέκταση των βραζιλιάνικων μονοπωλίων είναι μια πραγματικότητα, ή τη Mercosur που είναι μια διακρατική συμμαχία καπιταλιστικού χαρακτήρα που έχει όλο και πιο στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. [7]

Αυτή η αντίληψη των συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης μετονομάστηκε συγχρόνως σε «προοδευτισμό» και διάφορα κομμουνιστικά κόμματα συνεργάζονται με αυτά τα τμήματα στο σχηματισμό κυβερνήσεων που δεν κρύβουν την ταξική τους φύση και εφαρμόζουν πολιτικές που ωφελούν τα υπερκέρδη των μονοπωλίων, με φωτεινό παράδειγμα τη Βραζιλία.

Σε μια τέτοια πολιτική συμμαχιών ο ρόλος της εργατικής τάξης και των κομμουνιστικών κομμάτων που συμμετέχουν σε αυτή είναι υποδεέστερος. Είναι ένα επικίνδυνο ζήτημα, καθώς η ανεξαρτησία της τάξης και η αυτονομία του κόμματος παύουν να είναι προτεραιότητες, αταλάντευτο καθήκον. Παύουν να είναι μαχητικές οργανώσεις και μετατρέπονται σε ομάδες μελών για τις οποίες ο σοσιαλισμός είναι μια μακρινή επιλογή και, καθορίζοντας ένα ενδιάμεσο στάδιο μακράς διάρκειας, τις οδηγεί στη συνεργασία των τάξεων, στα κοινωνικά σύμφωνα και σε ένα προοδευτικό λειτουργικό κοινοβουλευτισμό που αποτελεί μια μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού.

Οι διαδικασίες στη Βενεζουέλα, στο Εκουαδόρ και τη Βολιβία παρουσιάζουν ένα διαφορετικό προβληματισμό, πάνω στον οποίο τοποθετούνται ορισμένα κόμματα αποκηρύσσοντας τη μαρξιστική θεωρία για το Κράτος. Η κοινωνική διαδικασία στη Βενεζουέλα είναι πολύ σημαντική, ωστόσο δεν είναι ακόμα επανάσταση. Πώς να αποκαλέσουμε επανάσταση μια διαδικασία από την οποία δεν προέκυψε ένα νέο Κράτος, το προηγούμενο δεν καταστράφηκε και είναι η δομή με την οποία συνεχίζει να ασκείται η διακυβέρνηση; Μια διαδικασία στην οποία δεν κοινωνικοποιήθηκαν τα μέσα παραγωγής ούτε δόθηκε ώθηση στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας; Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ένα δίλημμα που μπαίνει με εντάσεις και συγκρούσεις, που η εξέλιξή ακόμα δεν έχει λυθεί οριστικά, μια διαδικασία στην οποία σήμερα κυριαρχούν οι θέσεις των μεσαίων στρωμάτων και υπόκειται σε επιθέσεις χρηματοδοτούμενες από τα μονοπώλια. Και δεν έχουμε ουδέτερη θέση, είμαστε αλληλέγγυοι με τις πιο προοδευτικές δυνάμεις, και με το ΚΚ Βενεζουέλας μεταξύ άλλων. Αλλά είναι ανακριβές και λάθος να προωθείται ως δρόμος, ονομάζοντας επανάσταση κάτι που δεν είναι.

Η επίθεση στο Σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα, η επιχειρηματολογία του οπορτουνισμού

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού είναι η επίθεση στην εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες, που λοιδορείται με επιχειρήματα των τροτσκιστών και των αντικομμουνιστών.

Οι οπορτουνιστές επικεντρώνουν τις θέσεις τους στην έλλειψη των αντικειμενικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό, όπως κάποτε ο Κάουτσκι, σε δήθεν αντιδημοκρατικές και γραφειοκρατικές τάσεις, επιτίθενται στο σχεδιασμό της οικονομίας και προτείνουν τη συνύπαρξη διάφορων τύπων ιδιοκτησίας και εμπορευματικών σχέσεων.

Όλο το πυροβολικό που έχει συγκεντρώσει το κεφάλαιο παρουσιάζεται σε νέες εκδοχές. Ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση, άλλα αποφεύγουν το θέμα και άλλα πρόσκεινται σε τέτοιες θέσεις. Γι’ αυτό πολλά κομμουνιστικά κόμματα ενσωμάτωσαν όχι μόνο σε επίπεδο προπαγάνδας αλλά και ως προγραμματική αντίληψη την πρόταση του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» που -όπως έχουν ήδη επισημάνει οι μαρξιστές-λενινιστές- είναι μια εκδήλωση ενάντια στη σοσιαλιστική επανάσταση και στη δουλειά των κομμουνιστών.

Αυτά τα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού στην αμερικανική ήπειρο συνδέονται και -παρότι δεν εκφράζονται με συνέπεια, σαφήνεια και μερικές φορές επιδιώκουν να αναμειχθούν με το μαρξισμό-λενινισμό- βάζουν το κομμουνιστικό κίνημα απέναντι σε σοβαρά προβλήματα.

Ακόμα, το ΚΚ της Βραζιλίας εξέφρασε κάποιο βαθμό οπορτουνιστικής επιθετικότητας στην τελευταία Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 2011, όταν δήλωσε κατ’ ευφημισμό ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών σε προοδευτικές κυβερνήσεις είναι δείγμα ωριμότητας και ότι η κριτική σε αυτό είναι σεχταριστική και μακριά από τις μάζες. Τότε το σωστό θα ήταν η ταξική συνεργασία, ενώ η ανεξαρτησία της τάξης και η αυτονομία του Κομμουνιστικού Κόμματος θα ήταν λάθος. Είναι προφανής η διολίσθηση του ΚΚ της Βραζιλίας σε οπορτουνιστικές θέσεις.

Κάνοντας μια πολύ γενική εκτίμηση, στην Αμερική -με εξαίρεση την Κούβα-κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις, ανεξάρτητα από το ότι σε ορισμένες χώρες υπάρχουν ακόμα προκαπιταλιστικές σχέσεις στην ύπαιθρο. Είναι σαφής ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ενώ η τάση προλεταριοποίησης αυξάνεται στα μεσαία στρώματα. Όπως σε όλο τον κόσμο, τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού θέτουν ως επείγοντα στόχο για την εργατική τάξη να παλέψει για την ανατροπή της αστικής τάξης και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Ο οπορτουνισμός ως ομάδα κρούσης του κεφαλαίου επιδιώκει να το αποφύγει. Χρειάζεται τα κομμουνιστικά κόμματα να είναι σε επιφυλακή και να τον καταπολεμούν συνεχώς.


[1] Για παράδειγμα η εισαγωγή στο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία το 1895 του Φ. Ένγκελς.

[2] Για παράδειγμα Όροι για την ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή όπως τέθηκαν από τον Λένιν στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

[3] Αντικειμενική βάση για αυτό είναι η μέγιστη αλληλεξάρτηση της Mercosur με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αύξηση των οικονομικών σχέσεων.

[4] Ο αντινεοφιλελευθερισμός αμφισβητεί τη μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού αλλά η εναλλακτική δεν είναι απαραίτητα αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική-κομμουνιστική, αλλά σε πολλές περιπτώσεις άλλη διαχείριση όπως ο κεϋνσιανισμός όπως το αποδεικνύουν οι «προοδευτικές» διαδικασίες στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία.

[5] Η εσωτερική πάλη του Κόμματος στα χρόνια 1939-1948. Κύρια χαρακτηριστικά. Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού.

[6] Για παράδειγμα Αμέρικα Μόβιλ, Ιντουστριάλ Μινέρα Μέχικο, Θέμεξ, Γκρούπο Μπίμπο.

[7] Δεν πρέπει να υποτιμάμε ότι ο λεγόμενος «προοδευτισμός» που επικρατεί στο Φόρουμ του Σάο Πάολο και που κυβερνά στη Βραζιλία, στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη είναι αυτός που προωθεί την διεθνοποίηση του Φόρουμ του Σάο Πάολο στη βάση κυρίως ισχυρών δεσμών με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.