Η εμπειρία επιβεβαιώνει τις θέσεις του Μαρξ, του Λένιν της τρίτης Διεθνούς για αυτό το ζήτημα. Απορρίπτει τη συμμετοχή με εξαίρεση την κατάσταση όπου ο φασισμός αποτελεί πραγματική απειλή, την περίπτωση όπου μπορεί να υπάρξει μετάβαση σε πραγματική επαναστατική κυβέρνηση, σε προεπαναστατικές καταστάσεις με πολύ σημαντικούς ταξικούς αγώνες και ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων (π.χ. στη Χιλή τη δεκαετία του ‘70, το ‘75 στην Πορτογαλία). Σε αυτές τις καταστάσεις, μπορεί να πρέπει να κάνουμε συμμαχίες με δυνάμεις που εκπροσωπούν μη προλεταριακά στρώματα αλλά καταπιέζονται από τα μονοπώλια ή απειλούνται από το φάσιμο ή είναι εχθροί του πολέμου. Όμως μόνο υπό τον όρο ότι αυτή η εξουσία (θα) κατευθύνεται στη λαϊκή δημοκρατία και το σοσιαλισμό, ότι θα οικοδομηθεί ένα διαφορετικό κράτος που θα ελέγχεται από τους εργάτες, κάτι που δεν έγινε στη Χιλή όπου η αντίδραση κατέσφαξε τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.
Η εργατική κυβέρνηση που πρότεινε η Τρίτη Διεθνής κατανοείται ως «το ενιαίο μέτωπο όλων των εργαζομένων και συνασπισμός όλων των εργατικών κομμάτων» τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, για την πάλη ενάντια στην εξουσία της αστικής τάξης και τελικά για την ανατροπή της. Τα πιο βασικά καθήκοντα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο οπλισμός των εργατών, ο αφοπλισμός των αστικών αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εισαγωγή του (εργατικού) ελέγχου της παραγωγής, η μετάθεση του βασικού βάρους της φορολογίας στις πλάτες των πλουσίων και το σπάσιμο της αντίστασης της αντεπαναστατικής αστικής τάξης.
Μια τέτοια εργατική κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν γεννηθεί από τους αγώνες των ίδιων των μαζών και στηριχθεί από τις αγωνιστικές οργανώσεις των εργατών. Αυτοί που υπερασπίζονται έναν συνασπισμό με αστικά πολιτικά κόμματα σε κοινοβουλευτικούς θεσμούς χρησιμοποιούν συχνά τα γραπτά του Δημητρώφ για το ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασισμό. Είναι αλήθεια ότι ο Δημητρώφ επέκρινε αυτούς που αρνήθηκαν την πολιτική των ενιαίων μετώπων ενάντια στο φασισμό αλλά προειδοποιούσε ότι «η διατήρηση ενός λαϊκού μετώπου στη Γαλλία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η εργατική τάξη θα στηρίξει τη σημερινή κυβέρνηση με κάθε τίμημα... Αν για τον έναν ή τον άλλο λόγο η υπάρχουσα κυβέρνηση αποδειχτεί ανίκανη να επιβάλλει το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, αν ακολουθήσει τη γραμμή της υποταγής στον εχθρό εντός και εκτός της χώρας, αν η πολιτική της αποδυναμώνει την αντίσταση στη φασιστική επίθεση, τότε η εργατική τάξη, ενώ θα προσπαθεί παράλληλα να ενισχύει τους δεσμούς του λαϊκού μετώπου θα επιδιώξει να επιφέρει την αντικατάσταση αυτής της κυβέρνησης από μια άλλη...»
Αυτό το πράγμα συνέβη και το ΓΚΚ άργησε πολύ να το καταλάβει. Το 1936 μετά από την εκλογική νίκη των αριστερών κομμάτων, συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Blum των σοσιαλιστών και των ριζοσπαστών με την εξωτερική στήριξη του ΓΚΚ. Ένα μεγάλο κύμα απεργιών άσκησε πίεση στην κυβέρνηση για να την αναγκάσει να εφαρμόσει τα αιτήματα του προγράμματος του Λαϊκού Μετώπου. Όμως ο ηγέτης της έθεσε ως στόχο της κυβέρνησης να βρει έναν τρόπο να «πετύχει την επαρκή ανακούφιση αυτών που υποφέρουν» στο πλαίσιο της κοινωνίας όπως υφίσταται. Για τον Blum η αποστολή του Λαϊκού Μετώπου είναι «να διαχειριστεί την αστική κοινωνία και να βγάλει από αυτή «τη μεγαλύτερη δυνατή τάξη, ευημερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης του καπιταλισμού «που έχει ακόμα πολύ δρόμο». Σε κάθε περίπτωση το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο γιατί όπως είπε «είμαστε κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου όχι σοσιαλιστική κυβέρνηση, ο στόχος μας δεν είναι να μετασχηματίσουμε το κοινωνικό καθεστώς αλλά να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα του λαϊκού Μετώπου».
Η κυβέρνηση Blum ανατράπηκε μετά από δυο χρόνια και οι γάλλοι καπιταλιστές χρειάστηκαν μόνο δυο χρόνια για να πάρουν την εκδίκηση τους και να πάρουν πίσω πολλές από τις παραχωρήσεις που είχαν κάνει. Με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ηγέτη του ριζοσπαστικού κόμματος Daladier κήρυξε παράνομο το ΚΚ στις 21 Νοέμβρη 1939 και οι εκπρόσωποι του δικάστηκαν στο δικαστήριο. Οι ίδιοι εκπρόσωποι των ριζοσπαστών και των σοσιαλιστών στις 7 Ιούλη έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην προδοτική κυβέρνηση Pétain.
Ακόμα και σε περιόδους όπου η συμμετοχή σε κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει στη φάση ανοιχτής πάλης για το σοσιαλισμό ενδείκνυται η μέγιστη επαγρύπνηση.
Το Σεπτέμβρη του 1947 σε μια συνάντηση του συντονιστικού οργάνου των κομμουνιστικών κομμάτων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, της Κομινφορμ, οι συμμετέχοντες άσκησαν κριτική στην οπορτουνιστική γραμμή του ΓΚΚ και του ΙΚΚ για την πολιτική τους σχετικά με τα ενιαία μέτωπα κατά τη διάρκεια της κατοχής και για τη μετέπειτα συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Η πολιτική του ΓΚΚ και ΙΚΚ αποτελούσε ιδιαίτερη έκφραση αυτής της οπορτουνιστικής τάσης. Θεωρούσε ότι η εργατική τάξη μπορεί να έρθει στην εξουσία με ειρηνικό, νόμιμο και κοινοβουλευτικό τρόπο. Στην ουσία πρόκειται για υιοθέτηση σοσιαλδημοκρατικής γραμμής.
Η αστική τάξη είχε συμφέρον να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν γιατί ήταν αδύναμη. Οι κομμουνιστές θα έπρεπε να είχαν εκμεταλλευτεί αυτήν την κατάσταση για να καταλάβουν θέσεις κλειδιά αλλά δεν το έκαναν. Αντί να κατακτήσουν τη μαζική στήριξη για να πάρουν την εξουσία αφόπλισαν τις μάζες σπέρνοντας αυταπάτες για την αστική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Αντί να δημιουργήσουν αντιφασιστική ενότητα από τα κάτω, με τη δημιουργία οργάνων που θα πηγάζουν από τις μάζες, συγκεντρώνοντας όλες τις τάσεις που ήταν πραγματικά έτοιμες να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα για μια επαναστατική εξουσία, οι ηγέτες του ΓΚΚ και του ΚΚΙ έκαναν το λάθος να χτίσουν ένα αντιφασιστικό μέτωπο από τα πάνω στη βάση της ισότιμης συμμετοχής διαφορετικών κομμάτων, ενώ ο στόχος των αστικών κομμάτων ήταν να εμποδίσουν τον πραγματικό μετασχηματισμό της χώρας. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής οι ηγέτες του ΓΚΚ και του ΚΚΙ χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα το γεγονός ότι οποιοδήποτε αίτημα εκτός από αυτό της εθνικής απελευθέρωσης, οποιοδήποτε αίτημα για ριζοσπαστικές και επαναστατικές δημοκρατικές αλλαγές θα αποξένωνε μια σειρά κοινωνικές ομάδες και πολιτικές δυνάμεις από το αντιφασιστικό μέτωπο.
Η συνάντηση άσκησε κριτική στο ΓΚΚ που επέτρεψε και διευκόλυνε τον αφοπλισμό και τη διάλυση των δυνάμεων της αντίστασης υπό το πρόσχημα ότι δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος και ότι η δράση ενάντια στην πολιτική του de Gaulle θα οδηγούσε σε σύγκρουση με τους συμμάχους. Επίσης άσκησαν κριτική στη γενική στάση του ΓΚΚ και του ΚΚΙ που αρνήθηκαν να κάνουν κριτική στην πολιτική των συμμάχων μπροστά στις μάζες. Αυτό διευκόλυνε τους ιμπεριαλιστές να ανακαταλάβουν τις προπολεμικές θέσεις, δημιουργώντας αυταπάτες για τη «δημοκρατία» των ιμπεριαλιστών και την ικανότητα τους να βοηθούν την ανοικοδόμηση των εθνών που απελευθερώθηκαν από το φασισμό χωρίς περεταίρω σκοπούς.
Οι αντιπρόσωποι στη συνάντηση τους επέπληξαν σε παγκόσμιο επίπεδο για τη συντήρηση των αυταπατών για τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και για τη διάχυση τους στις μάζες, αντί να τις κινητοποιούν ενάντια στη φιλοαμερικανική πολιτική των κυβερνήσεων τους, για μια πραγματική επαναστατική εναλλακτική.