Οι κομμουνιστές, η ενεργή πάλη για την ειρήνη και το παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο


Κάρλος Οχέδα Φαλκόν, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Βενεζουέλας

Ο στρατιωτικός - φιλοπόλεμος χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού

Η 28η Ιούλη του 2014 σηματοδοτεί τα εκατό χρόνια από την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, της πρώτης στρατιωτικής σύγκρουσης που χαρακτηρίστηκε από τον Λένιν, στον πρόλογο της γαλλικής και γερμανικής έκδοσης του διαφωτιστικού έργου του «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ως ιμπεριαλιστικός πόλεμος (δηλαδή πόλεμος για το μοίρασμα του κόσμου, για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αποικιών, των «σφαιρών επιρροής» του χρηματιστικού κεφαλαίου κλπ.). Παρακάτω ο Λένιν προσθέτει: «ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε ένα καθολικό σύστημα αποικιακής καταπίεσης και οικονομικού στραγγαλισμού της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα “προηγμένες ’’χώρες. Και το μοίρασμα αυτής της “λείας ” γίνεται ανάμεσα σε δυο ή τρεις δυνάμεις-αρπακτικά, οπλισμένες ως τα δόντια (ΗΠΑ, Αγγλία, Ιαπωνία), που κυριαρχούν και σέρνουν όλη τη γη στον πόλεμο τους για το μοίρασμα της λείας τους».

Όταν μελετάμε το φαινόμενο του πολέμου, οι μαρξιστές λενινιστές ξεκινάμε από την έννοια που σκιαγράφησε ο Καρλ Μαρία φον Κλάουζεβιτς (1780-1831) στο διάσημο έργο του «Περί πολέμου», όπου διατυπώνει ότι: «ο πόλεμος είναι απλά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα... Βλέπουμε επομένως ότι ο πόλεμος δεν είναι μόνο μια πολιτική πράξη αλλά και ένα πραγματικό πολιτικό μέσο, η συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας, η πραγματοποίηση αυτής με άλλα μέσα». Προσθέστε σε αυτόν τον ορισμό την ανάγκη να μελετήσουμε το φαινόμενο του πολέμου σε στενή σύνδεση με την ιστορική περίοδο στην οποία ωριμάζει και υλοποιείται. Ο Λένιν λέει πάνω σε αυτό: «είναι αδύνατο να κατανοήσεις έναν πόλεμο χωρίς να κατανοήσεις την εποχή, έτσι σε κάθε περίπτωση πρέπει να καθοριστεί το πολιτικό περιεχόμενο του κάθε πολέμου, να εξακριβωθεί ποιος είναι ο ταξικός χαρακτήρας ενός πολέμου, γιατί εξαπολύθηκε, ποιες τάξεις τον υποστηρίζουν, ποιες ιστορικές και οικονομικές-ιστορικές συνθήκες τον γέννησαν».

Από την πλευρά του, ο Ένγκελς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όποιες κι αν είναι οι αιτίες του πολέμου, η ρίζα του βρίσκεται στην οικονομία. Στο διάσημο έργο του Αντι-Ντίρινγκ, όπου ανέπτυξε τη Θεωρία της Βίας και της εξουσίας, σημειώνει ότι: «...η βία δεν είναι παρά το μέσο [...] ωστόσο ο στόχος βρίσκεται στο οικονομικό όφελος» τονίζοντας ότι η στρατιωτική βία είναι από μόνη της πολιτική πράξη. Από αυτή τη Θέση ο μαρξισμός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πόλεμοι είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας ανταγωνιστικών τάξεων, ότι πυροδοτούνται και διεξάγονται στο όνομα οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων μιας συγκεκριμένης τάξης.

Μια άλλη σημαντική πλευρά που επεξεργάστηκε ο Λένιν έχει να κάνει με τον κοινωνικό χαρακτήρα του πολέμου που εκφράζει τις πιο αξιοσημείωτες πλευρές του πολιτικού του περιεχομένου, τον κοινωνικό και ταξικό του προσανατολισμό, το κατά πόσο οι πολιτικές επιδιώξεις κάθε πλευράς στον πόλεμο συνάδουν με τη θεμελιώδη κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου. Επιβεβαίωσε ότι εάν οι πολιτικοί στόχοι του πολέμου κινούνται στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου, δηλαδή αν ξεκινούν από την επιβεβαίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της απελευθέρωσης των εργατών από την κοινωνική καταπίεση και την εκμετάλλευση, ο πόλεμος είναι δίκαιος. Αντίθετα, αν ο στόχος είναι η υποδούλωση άλλων λαών, η κατάκτηση ξένων εδαφών, η αρπαγή του πλούτου μιας άλλης χώρας, η επιβεβαίωση της κυριαρχίας μιας εκμεταλλεύτριας τάξης πάνω σε μια άλλη, αυτός ο πόλεμος είναι άδικος. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του χαρακτηρισμού και της κατάταξης των πολέμων από τη σκοπιά της αποκάλυψης της ουσίας και του ταξικού χαρακτήρα των πολέμων και επιμένουμε ότι έχει εξαιρετική σημασία ο καθορισμός του πολιτικού περιεχομένου, δηλαδή τις πολιτικές στοχεύσεις που έχουν τα εμπόλεμα μέρη και τις ταξικές αντιθέσεις, τα κράτη και τους συνασπισμούς που βρίσκονται πίσω από αυτές, καθώς αυτό το πολιτικό περιεχόμενο του πολέμου καθορίζει τον προοδευτικό ή αντιδραστικό ρόλο του στην ιστορία της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και σε αυτή τη βάση υπάρχει δίκαιος ή άδικος χαρακτήρας που συνάδει ή όχι με τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών. Από ’κει συμπεραίνει ο Λένιν ότι η νομιμότητα και το δίκαιο του πολέμου μπορεί να καθοριστεί μόνο «από τη σκοπιά του προλεταριάτου και της πάλης του για χειραφέτηση, δεν αποδεχόμαστε άλλη σκοπιά».

Στη βάση του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, ο Λένιν αποκαλύπτει τη διασύνδεση της ιμπεριαλιστικής πολικής με την ένοπλη βία, δείχνοντας ότι είναι ένα όργανο που χρησιμοποιείται από τον ιμπεριαλισμό για την ενίσχυση και τη διεύρυνση της ταξικής κυριαρχίας της μονοπωλιακής αστικής τάξης.

Επανεξετάζοντας αυτές τις διατυπώσεις προκαλεί έκπληξη η πρώιμη διαύγειά τους, μιας και η πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ μαρτυρά ότι η στρατιωτική επέμβαση στις υποθέσεις άλλων χωρών έχει γίνει πλέον κανόνας για την κυρίαρχη τάξη που καθορίζει το μέλλον του βασικού θύλακα του ιμπεριαλισμού σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλίο «Η στρατηγική των ΗΠΑ» του Ε. Krippendorff (ιδεολόγου του ιμπεριαλισμού) ο στρατός των ΗΠΑ παρενέβη στις υποθέσεις άλλων κρατών και λαών 161 φορές από το 1798 έως το 1945 και 55 φορές από το 1945 μέχρι το 1969. Από το 1969 μέχρι τις αρχές του ’90 οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν πάνω από 10 φορές τις ένοπλες δυνάμεις τους ενάντια σε άλλες κυρίαρχες χώρες και καθεστώτα, ενώ η πλειοψηφία αυτών των ένοπλων επεμβάσεων ήταν «ακήρυχτοι» πόλεμο. Συμπεραίνει με αυτόν τον τρόπο τη ραγδαία άνοδο αυτού του φαινομένου από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού.

Σήμερα θεωρούμε εξαιρετικά ανησυχητικό το βάθεμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στη διεθνή οικονομική αγορά και τις πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη, την αύξηση της ανισότητας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, την αυξανόμενη ένταση των αντιθέσεων ανάμεσα στα μονοπώλια, την αυξανόμενη συνένωσή τους με το κράτος και την υποταγή του τελευταίου στα συμφέροντά τους. Αυτό επιβεβαιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο ότι η πολιτική του ιμπεριαλισμού είναι η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας και ότι η τελευταία ενσωματώνει τις αιτίες και τους παράγοντες που δημιουργούν τον πόλεμο που επιβάλλεται στους λαούς σε όλο τον κόσμο. Αναλύοντας τη δραστηριότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, βλέπουμε ότι αυξήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα μονοπώλια των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένα να πάρουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πετρελαίου εκεί, παρά την αποφασιστική αντίθεση της Αγγλίας και της Γαλλίας που κυριαρχούσαν στην περιοχή. Ως αποτέλεσμα ενός σκληρού αγώνα με τους Άγγλους ανταγωνιστές τους, οι ισχυρές αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες με τη μεγάλη βοήθεια του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού διείσδυσαν σταδιακά στη βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου των χωρών της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, το 1940 οι βρετανικές εταιρίες έλεγχαν ακόμα το 72% όλων των εξερευνημένων πετρελαϊκών αποθεμάτων, ενώ οι Αμερικανοί είχαν δικαίωμα μόνο στο 9,8%. Όμως οι ΗΠΑ κατάφεραν να δημιουργήσουν μια βάση για τη μελλοντική διεύρυνσή τους στη Μέση Ανατολή την παραμονή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αμερικανικές παραχωρήσεις στη Σαουδική Αραβία την κατέστησαν το βασικό προκεχωρημένο τους φυλάκιο.

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, οι επεμβατικές τάσεις της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή εκδηλώθηκαν εμφανώς μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η Μέση Ανατολή καταλάμβανε μια από τις πρώτες θέσεις στις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι παράλληλα με την οικονομική επέκταση των ΗΠΑ στην περιοχή αυξήθηκε αισθητά και η στρατιωτική-στρατηγική πολιτική της σημασία στα παγκόσμια σχέδια των ΗΠΑ. Στην περιοχή υπάρχει σημαντική ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και διαφορετικά είδη πολέμου που διεξάγονται αυτή τη στιγμή σε αυτό το μέρος του κόσμου, με ξεκάθαρο στόχο να δημιουργήσουν μια δύναμη που θα έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τους βασικούς δρόμους του εμπορίου της ευρύτερης συνοριακής περιοχής που εκτείνεται και περιλαμβάνει τα εδάφη της Κίνας και της Ρωσίας.

Εδώ και δεκαετίες εδραιώνεται η συμμαχία ανάμεσα στα μεγαλύτερα μονοπώλια και τα σημαντικότερα στελέχη της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής μηχανής που έχουν ενσωματωθεί στην αμερικανική κρατική δομή. Η συμμαχία αυτή έχει βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα και επηρεάζει όλο και περισσότερο τις πολιτικές διάφορων ιμπεριαλιστών κρατών, ενώ γίνεται όλο και πιο επιθετική καθώς η φύση του προγράμματός της, των σχεδίων της και των επιδιώξεών της δείχνει ότι: α) Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρόγραμμα για την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας που πρόβαλε το αμερικανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο οδήγησε σε μια στρατικοποίηση πρωτόγνωρη για την αμερικανική ιστορία, που συνοδεύτηκε από μια κούρσα εξοπλισμών και από την υποταγή όλων των δραστηριοτήτων της χώρας στις επιταγές της πολιτικής «από θέση ισχύος». β) Η πρόοδος και η ανάπτυξη της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης στον 20ό αιώνα μετέτρεψε τη στρατιωτική παραγωγή και συνέβαλε, με την εμφάνιση νέων κοινοπραξιών, στη δημιουργία νέων ισχυρών βιομηχανιών του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες στηρίζονται με τεράστιες επενδύσεις και δουλεύουν κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου. γ) Η αυξανόμενη επιρροή και η πραγματική εξουσία του υπουργού Άμυνας στις αποφάσεις σχετικά με την κατεύθυνση και το χαρακτήρα της ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ καθορίζεται από τα παραπάνω, που επιβεβαιώνουν τη σχέση ανάμεσα στο στρατιωτικό ιμπεριαλιστικό μηχανισμό και τα μονοπώλια.

Ήδη το 1917 ο Λένιν έγραψε ότι οι ΗΠΑ «κατρακύλησαν ολοσχερώς στον πανευρωπαϊκό βρομερό αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών-στρατιωτικών θεσμών που υποτάσσουν στον εαυτό τους τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα». Ο αμερικανικός μιλιταρισμός κληρονόμησε την απληστία του παρελθόντος, όντας πάντα έτοιμος να εισβάλει ξεδιάντροπα και αδιάκριτα στις υποθέσεις άλλων λαών.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στρατικοποίηση των ΗΠΑ ακολούθησε ανοδική και σταθερή πορεία. Η λενινιστική περιγραφή του μιλιταρισμού εξακολουθεί να ισχύει για το μιλιταρισμό των ΗΠΑ που δρα «ως στρατιωτική δύναμη που εξυπηρετεί τις καπιταλιστικές χώρες στις διεθνείς αντιπαραθέσεις τους». Ο εξαιρετικά αντιδραστικός χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού χρονολογείται από την ίδρυση των ΗΠΑ ως έθνους, όπως εκφράστηκε το 1845 από το δημοσιογράφο John L. O’Sullivan στο περιοδικό της Νέας Υόρκης «Δημοκρατική Επιθεώρηση». Στο άρθρο του ο O’Sullivan εξηγούσε τους λόγους για την αναγκαία εδαφική διεύρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών και υποστήριξε την προσάρτηση του Τέξας. Είπε: «Η εκπλήρωση το φανερού πεπρωμένου μας είναι να επεκταθούμε σε όλη την ήπειρο που η Θεία Πρόνοια μας έδωσε για την ανάπτυξη του μεγάλου πειράματος της ελευθερίας και της ομοσπονδιακής μας αυτοκυβέρνησης. Είναι σαν το δικαίωμα που έχει ένα δέντρο να παίρνει τον αέρα και το έδαφος που χρειάζεται για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του και την ανάπτυξή του.» Έπειτα, το 1853, ο «δημοκράτης» γερουσιαστής Stephen Arnold Douglas είπε ότι «οι ΗΠΑ προορίζονται να ασκήσουν ηγεμονία στην ήπειρο με πολεμικά πλοία και όπλα». Όπως είναι γνωστό, το 19ο αιώνα η επεκτατική φύση των ΗΠΑ έφτασε στο αποκορύφωμά της, αρπάζοντας πάνω από το μισό έδαφος του Μεξικού με τη συνθήκη (ιμπεριαλιστικής) ειρήνης Γουαδελούπης-Ιδάλγο που διασφάλισε την προσάρτηση μιας τεράστιας περιοχής που ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, η οποία βρισκόταν βόρεια του Ρίο Γκράντε. Αργότερα η νίκη των Βορείων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ενίσχυσε σαφώς την κυριαρχία της φιλοϊμπεριαλιστικής συντηρητικής ιδεολογίας της ήδη ευημερούσας βιομηχανικής - χρηματιστικής αστικής τάξης έναντι της απαρχαιωμένης και συντηρητικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας των Νοτίων, που περιοριζόταν στην αγροτική παραγωγή η οποία εξαρτιόταν από την εργασία των σκλάβων.

Τέλος, ως απόδειξη της πιο οπισθοδρομικής ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού αυτή την περίοδο, αναφέρουμε το βιβλίο «Διπλωματία» του Henry Kissinger. Το περιεχόμενο του εισαγωγικού κεφαλαίου με τίτλο «Η Νέα Τάξη Πραγμάτων» αποτελεί αναμφίβολα ξεκάθαρη έκφραση της ακραίας αντιδραστικής ιδεολογικής ουσίας ενός από τους πιο βασικούς ιδεολόγους του 20ού αιώνα. Λέει: «Σαν να είναι κάποιο είδος νομοτέλειας, σε κάθε αιώνα φαίνεται να εμφανίζεται μια χώρα με την εξουσία, τη θέληση, τη διανοητική και ηθική ώθηση που χρειάζονται για να διαμορφώσει όλο το διεθνές σύστημα σύμφωνα με τις δικές της αξίες.» Με αυτή τη δήλωση ο συγγραφέας προσπαθεί να θεμελιώσει ιδεολογικά την επεμβατική και μιλιταριστική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σαν να ήταν μια πραγματικότητα προκαθορισμένη ή προσχεδιασμένη από κάποια ουράνια δύναμη. Αυτή η ανιστόρητη ιδέα της τελολογίας υποστηρίζει τους ισχυρισμούς των διάφορων ιδεολόγων του ιμπεριαλισμού, στους οποίους προσθέτει τη λατρεία της βίας και του μιλιταρισμού, τη φυλετική ιδεολογία, το μαλθουσιανισμό, για να καταλήξει τελικά στον πιο σκληρό αντικομμουνισμό μέσα από ιδεολογικές εννοιολογικές βάσεις του ιμπεριαλισμού που εκφράστηκαν από τους A.T. Mahan, Moltke και Schlieffen, H. Morgenthau και A. Schlesinger, C. Woodruff, Mackinder και N. Spykman, που μεταξύ άλλων υποστήριξαν την ιδέα ότι υπάρχουν «πολιτισμένα» και «υπανάπτυκτα πολιτικά» έθνη στον κόσμο. Τα πρώτα πρέπει να αναλάβουν την ηγεσία του κόσμου, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να το κάνουν: εξολοθρεύοντας κατώτερες φυλές και λαούς ή υποδουλώνοντας με τη βία αυτούς που δεν έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν. Αυτές οι θέσεις είναι που συνεχίζουν σήμερα να λειτουργούν ως στήριγμα και νομιμοποιούν τη δράση που αναπτύσσει, για παράδειγμα, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ ενάντια στον παλαιστινιακό λαό ή το γαλλικό ιμπεριαλιστικό κράτος ενάντια στο λιβυκό λαό ή οι μισθοφορικές οργανώσεις που στηρίζονται ανοιχτά από τους Αμερικανούς και οι συνδυασμένες δυνάμεις των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ ενάντια στο συριακό κράτος όπου σήμερα εξελίσσεται η ιμπεριαλιστική επίθεση με διαφορετικές επιχειρησιακές μεθόδους αλλά με τους ίδιους στόχους για λεηλασία, εδαφικό και οικονομικό έλεγχο, για την εξυπηρέτηση της διεύρυνσης των ορίων της πολιτικής τους και της ενίσχυσης της εξουσίας τους στη Μέση Ανατολή.

Η στρατηγική της έμμεσης σύγκρουσης, ο Ψυχρός Πόλεμος, η νέα μονοπωλιακή-ιμπεριαλιστική αντίληψη του πολέμου και η νέα ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων που επιδιώκεται

Αναλύοντας το τελικό αποτέλεσμα που πέτυχαν οι συμμαχικές δυνάμεις κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ με βάση τις συνθήκες της Γιάλτας, του Πότσνταμ και της Τεχεράνης συμφώνησαν μεταξύ άλλων σε ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με καθορισμένα σύνορα και όρια των γεωπολιτικών και στρατιωτικών περιοχών τους. Από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στις 9 Μάη 1945 και μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου η πολιτική και στρατιωτική στρατηγική του ιμπεριαλισμού είχε στόχο τη συγκράτηση της προόδου της προλεταριακής, αντιιμπεριαλιστικής και σοσιαλιστικής επανάστασης και την ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Από την άλλη, ο στόχος του σοσιαλιστικού μπλοκ με επικεφαλής την ΕΣΣΔ ήταν η ήττα του ιμπεριαλισμού, προχωρώντας παράλληλα στην ανάπτυξη και εδραίωση του σοσιαλιστικού μοντέλου ως προϋπόθεση για την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Ο τρόπος με τον οποίο λύθηκε τελικά η μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου οδήγησε στο λεγόμενο διπολικό κόσμο, στον οποίο επί δεκαετίες όλες οι περιφερειακές αντιπαραθέσεις ερμηνεύονταν στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Ανατολής - Δύσης: ο ψυχρός πόλεμος, ο οποίος αποτέλεσε έκφραση ενός νέου τρόπου ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης που καθορίστηκε από την εμφάνιση της ατομικής βόμβας, πριν από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και το ενδεχόμενο ενός πολέμου, όπου θα χρησιμοποιούνταν αυτά τα όπλα μαζικής καταστροφής (οι βομβαρδισμοί με ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν πυρηνικές επιθέσεις που διατάχθηκαν από τον Harry Truman πρόεδρο των ΗΠΑ που πραγματοποιήθηκαν στις 6 και 9 Αυγούστου 1945), οδήγησαν σε αποτρεπτική πολιτική ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ και καθόρισαν την πορεία της αντιπαράθεσης για δεκαετίες. Σήμερα, μόνο η ΛΔ Κορέας χρησιμοποιεί την πυρηνική αποτροπή ως παράγοντα που εμποδίζει μέχρι στιγμής τον πλήρη έλεγχο της στρατηγικής χερσονήσου της Νοτιοανατολικής Ασίας από τον ιμπεριαλισμό.

Έπειτα η ένοπλη σύγκρουση μετατράπηκε σε Στρατηγική Έμμεσης Σύγκρουσης. Παραδείγματα: Ιράν, Γουατεμάλα, Ουγγαρία, Κορέα, Κούβα, Νικαράγουα, Δομινικανή Δημοκρατία, Ονδούρα, Βιετνάμ, Αφγανιστάν, Κεντρική Αμερική, Καμπότζη, Λάος, Τσεχοσλοβακία, Χιλή κλπ.

Η Στρατηγική της Έμμεσης Σύγκρουσης οδήγησε στην εξειδίκευση των τμημάτων των μυστικών επιχειρήσεων, όπου οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούνται επιτυγχάνουν τον έλεγχο ολόκληρων κοινωνιών χωρίς να μετακινούν στρατεύματα για να εκτελούν τις παραδοσιακές εισβολές των πεζοναυτών των ΗΠΑ, που ήταν και είναι «δραστηριότητα ρουτίνας στο εξωτερικό για το Σώμα Πεζοναυτών». [1]

Οι μυστικές επιχειρήσεις και το είδος της δραστηριότητας που κατατάσσεται σήμερα στο πλαίσιο «στρατιωτικών επιχειρήσεων όχι απαραίτητα πολεμικών» [2] χρησιμοποιήθηκαν στο Ιράν και τη Γουατεμάλα τη δεκαετία του ’50 και στη Χιλή το 1973 και αυτές είναι μερικές μόνο περιπτώσεις. Αυτές οι δραστηριότητες «πέρα από τον πόλεμο» συνίστανται στη συστηματική χρήση ψυχολογικού πολέμου με όλες τις μορφές του. Τη βία και την ανάπτυξη πρακτόρων που λειτουργούν στο εσωτερικό της χώρας για την αποσταθεροποίηση, τη στήριξη και την εκπαίδευση δυνάμεων φιλοϊμπεριαλιστικών οργανώσεων από τη χώρα-στόχο.

Η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την αποσταθεροποίηση, χρησιμοποιώντας ιδιωτικές εταιρίες για τη μαζική ενημέρωση (τηλεόραση, έντυπα, ράδιο, διαδίκτυο κλπ.) με στόχο να παραπληροφορήσουν, να δημιουργήσουν σύγχυση, να στιγματίσουν και να θέσουν μηχανισμούς προβοκάτσιας στην υποκειμενικότητα των μαζών για να πετύχουν κοινωνικές εκρήξεις εξέγερσης, αποτελεί ένα θεμέλιο λίθο αυτού του είδους ή της μεθόδου ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Ένα άλλο συστατικό στοιχείο που συνοδεύει αυτές τις επιχειρήσεις είναι η υλοποίηση στρατιωτικών δράσεων που διεξάγονται από μισθοφόρους ή παραστρατιωτικούς, όπως συνέβη στις 11 Απρίλη 2002 κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος ενάντια στην μπολιβαριανή επανάσταση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο τρόπο, χρησιμοποιώντας τον άμαχο πληθυσμό και μέλη του στρατού. Στο πλαίσιο αυτών των «όχι απαραίτητα πολεμικών» δραστηριοτήτων επιδιώκεται ο ίδιος στόχος με τη χρηματοδότηση φιλοϊμπεριαλιστικών πολιτικών οργανώσεων, ΜΚΟ, για να συμμετάσχουν σε εκλογές και να αποκτήσουν τον έλεγχο των κοινωνιών μέσω της εκλογικής οδού. Και στις δυο περιπτώσεις αυτοί οι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με ένα στρατό που θα χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση αποτυχίας άλλων μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων όχι απαραίτητα πολεμικών.

Αυτός ο επιχειρησιακός επανασχεδιασμός της επίθεσης σε λαούς και κυβερνήσεις προκάλεσε τελικά τη συντριβή των χωρών του λεγόμενου σοσιαλιστικού μπλοκ. Έτσι η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο. Μετά την ήττα της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν είχε δικαιολογία για να συνεχίσει την πολιτική επιθετικότητας και με αυτόν τον τρόπο να περιορίσει και να συντρίψει τις επαναστατικές διεργασίες στις περιοχές επιρροής του. Η στρατηγική της έμμεσης σύγκρουσης που είχε σχεδιαστεί στο πλαίσιο του διπολισμού, όπου υπήρχε πραγματική απειλή πολέμου με μια δύναμη με δυνατότητα μαζικής καταστροφής, δεν εφαρμόστηκε, αλλά η στρατιωτική δύναμη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η οποία είχε παγκόσμιες διαστάσεις, οι περιφερειακές επιχειρησιακές του διοικήσεις και βάσεις δεδομένων που είχαν αναπτυχθεί στον κόσμο παρέμειναν ανέπαφες. Όμως το πιο σημαντικό για το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κράτος είναι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί που αυξήθηκαν για να καλύψουν τις συμβάσεις του στρατιωτικού βιομηχανικού συγκροτήματος, των πολυεθνικών που παρήγαγαν όπλα και του υπόλοιπου σύνθετου δικτύου παραγωγής, κατάρτισης και εκπαίδευσης στρατευμάτων.

Όλο αυτό το περίπλοκο στρατιωτικό-επιχειρησιακό οικοδόμημα δεν είχε πλέον την απαραίτητη δικαιολογία για να συνεχίζει την προετοιμασία των ετήσιων προϋπολογισμών. Από την άλλη, από τη στιγμή που ηττήθηκε η Σοβιετική Ένωση και διαμελίστηκε το σοσιαλιστικό μπλοκ, τα σχέδια προέλασης του Διεθνούς Μονοπωλιακού Χρηματιστικού Κεφαλαίου στην Ασία και τις χώρες που ανήκαν στο σοσιαλιστικό μπλοκ ανάγκασαν τα Ιμπεριαλιστικά Μονοπωλιακά Κράτη να αναπτύξουν μια εξωτερική πολιτική που θα συμβάδιζε με τους στόχους επέκτασης του μεγάλου διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης που είχε ήδη ξεκινήσει. Η διαδικασία τώρα αφορά την υλοποίηση της εκμετάλλευσης των λαών του κόσμου και τη λεηλασία των πρώτων υλών, της ενέργειας, του νερού και της βιοποικιλότητας χωρίς να υπάρχει ένας εχθρός που θα μπορούσε να συγκρατήσει την επέκτασή της. Άρα, πρόκειται για την τελική επίθεση του ιμπεριαλισμού για να επιβάλει στον κόσμο την κυβέρνηση των ιμπεριαλιστικών επιχειρήσεων και να υποδουλώσει τους λαούς σε παγκόσμια κλίμακα σε μια νέα μορφή δουλείας.

Η νέα στρατηγική αντίληψη του πολέμου, που βασίζεται στις υποτιθέμενες απειλές για την εθνική ασφάλεια, κατευθύνεται σε χώρες του Νότου, νεοαποικιακές και εξαρτημένες από την ιμπεριαλιστική οικονομία. Έτσι, το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κράτος προστατεύει τα κέρδη του στρατιωτικού και βιομηχανικού συγκροτήματος και την υγεία της ίδιας της οικονομίας των ΗΠΑ στη μακρά περίοδο της οικονομικής ύφεσης. Η νέα μεταψυχροπολεμική στρατιωτική επιθετική πολιτική επιδιώκει να προστατέψει τα συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού μονοπωλιακού κράτους και των κερδών του μεγάλου διεθνούςχρηματιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου το οποίο εκπροσωπεί και να ενισχύσει την αμερικανική στρατιωτική ηγεμονία ως βάση της διεθνούς πολιτικής στην τρέχουσα περίοδο.

Επομένως, την τελευταία δεκαετία ο ιμπεριαλισμός αλλάζει τους τρόπους με τους οποίους διεξάγει ένοπλες συγκρούσεις και πολέμους. Από αυτή την ανάλυση προκύπτει ότι πέρα από τους στρατούς των κρατών, οι ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρίες (ΙΣΕ), οι ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας (ΙΕΑ), οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι ιδιωτικοί στρατοί και οι μισθοφόροι εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως νέοι φορείς του πολέμου. Αυτοί οι νέοι φορείς ή οι ιδιωτικές εταιρίες αναπτύσσουν δραστηριότητες σε τομείς πρόσληψης εξειδικευμένου προσωπικού για την παροχή υπηρεσιών σε στρατιωτικές αποστολές, στρατιωτική υποστήριξη, υπηρεσίες αναγνώρισης, μυστικές υπηρεσίες και στρατιωτική εκπαίδευση. Η αυξανόμενη επέκταση αυτής της παγκόσμιας επιχείρησης ανέρχεται πλέον σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Το Ιράκ τώρα είναι το πιο προηγμένο παράδειγμα ιδιωτικοποίησης του πολέμου με 180.000 εργολάβους να εργάζονται στο στρατιωτικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας.

Έτσι η συμμετοχή κρατών στους πολέμους «θολώνει» και ο ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο χάνουν τη σημασία τους. Πρόκειται για off shore επιχειρήσεις και off shore δίκαιο. Οι ρυθμιστικοί παράγοντες του πολέμου, οι ευθύνες των κυβερνήσεων και των εθνών εξασθενούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις παίρνουν μέρος οι φιλοϊμπεριαλιστικοί στρατοί (ΝΑΤΟ) με τη συναίνεση του ΟΗΕ για να επιβάλουν την «ειρήνη» και την υποδούλωση των λαών με διεθνή νομιμοποίηση.

Την περίοδο 1994-2004, μόνο η κυβέρνηση των ΗΠΑ υπέγραψε πάνω από 3.000 συμβάσεις με ΙΣΕ για υπηρεσίες σε στρατεύματα σε αποστολές στο εξωτερικό. Το 2003 το Πεντάγωνο εκτιμούσε ότι από τα 87 δισεκατομμύρια για τον πόλεμο στο Ιράκ τα 30 δισεκατομμύρια θα πήγαιναν για την πληρωμή των ΙΣΕ. Ως εκ τούτου, την ίδια χρονιά, πολλά από τα αναπτυγμένα οπλικά συστήματα των πολεμικών πλοίων στον Κόλπο τα χειρίζονταν ειδικοί από 4 διαφορετικές ΙΣΕ, όπως και τα οπλικά συστήματα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών Predator, των Global Hawk και των βομβαρδιστικών B2 Stealth. Στο Ιράκ οι υπάλληλοι των ΙΣΕ κάνουν περιπολίες, αναλαμβάνουν την παρακολούθηση κτηρίων και υποδομών, ενώ επίσης παρέχουν υπηρεσίες συνοδείας και ασφάλειας σε προσωπικότητες από τις ΗΠΑ και το Ιράκ. Αυτά τα επίλεκτα σώματα αποτελούνται μεταξύ άλλων από νοτιοαφρικανούς μισθοφόρους που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τις υπηρεσίες ασφάλειας και ειδικές μονάδες του στρατού του πρώην καθεστώτος του απαρτχάιντ (τάγμα 32, Vlakplaas και Koevoet).

Βασικός ανάδοχος των μισθοφόρων είναι το υπουργείο Άμυνας, συνεπώς η νέα αντίληψη για τον πόλεμο τον προσδιορίζει ως αποκεντρωμένο, με έμφαση στη χρήση μη κρατικών στρατιωτικών δυνάμεων ή παραστρατιωτικών και με αυτή ο πόλεμος είναι πλέον ένα τεράστιο σύμπαν επεκτεινόμενων επιχειρήσεων.

Οι ΙΣΕ που αναφέρθηκαν για τη συμμετοχή τους σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και ένοπλες συγκρούσεις που προωθούνται από αυτό συμπεριλαμβάνουν τις: Blackwater USA που ιδρύθηκε το 1997 από τον Erik Prince, πρώην αξιωματούχο των Navy Seals, [3] που στρατολογεί το προσωπικό της από διάφορα σώματα των ειδικών δυνάμεων, δηλαδή: τα Navy Seals, Army Rangers (επίλεκτο σώμα πεζικού) και Delta Force. Στην Κολομβία, η θυγατρική ID Systems Blackwater. Δουλεύει στις δραστηριότητες πρόσληψης για τον πόλεμο στο Ιράκ. Η Erinys International που ιδρύθηκε από το ΒρετανόAlastier Morrison, πρώην αξιωματούχο που έχει έναν μικρό ιδιωτικό στρατό 1.500 Νοτιοαφρικανών, διατηρεί γραφεία στο Midrand (Νότια Αφρική) και το Ντουμπάι, τη Βρετανία και τη Βαγδάτη. Έλαβε μια σύμβαση 39,5 εκατομμυρίων δολαρίων για την εκπαίδευση των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας για τη φύλαξη των αγωγών σε αυτή τη χώρα, ένα έργο το οποίο πραγματοποιείται και στην Κολομβία για τη British Petrol (BP), καθώς και για άλλες εταιρίες στην Αγκόλα και το Δέλτα του Νίγηρα. Η Triple Canopy, με δραστηριότητα αυτή τη στιγμή στο Ελ Σαλβαδόρ, το Περού, τη Χιλή και την Ονδούρα, με στόχο τη στρατολόγηση εξειδικευμένου προσωπικού για τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Η Tactical Network Consulting Group, με επιχειρήσεις στη Χιλή και το Neskowin, που διευθύνεται από τον José Miguel Pizarro, έναν πρώην αξιωματούχο του στρατού του Πινοσέτ, για την επιλογή και στρατολόγηση προσωπικού με στρατιωτική εκπαίδευση που θα προσληφθεί για τον πόλεμο στο Ιράκ. Οι Your Solutions, 3D Global Solutions and Gesegur SAC (Security Management Private Company), με καθήκοντα επιλογής προσωπικού και στρατολόγησης στο Περού και την Ονδούρα. Η EPI & Security, με δραστηριότητα στο Εκουαδόρ μέσα από τον Αμερικανό πολίτη Jeffrey Shippy, ο οποίος βρισκόταν στη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στη Manta στο Εκουαδόρ μέχρι το 2009. Η Tess and Inveco International Corporation, με δραστηριότητα στη Βραζιλία με παρόμοιο σκοπό και η Crawford & Company, με επικεφαλής τον Jeffrey Bowman, που η βάση της είναι στην Ατλάντα των ΗΠΑ και η επιχειρησιακή της βάση στη Χιλή, τη Βολιβία, το Περού και την Κολομβία για την ανάπτυξη μυστικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις εντολές της CIA για την προώθηση χαμηλής έντασης επιχειρήσεων ενάντια στις κυβερνήσεις που θεωρούνται εχθρικές. Με τη διεύρυνση αυτής της πρωτοφανούς και εξαιρετικά επικερδούς δραστηριότητας προστίθενται και προετοιμάζονται ολοκληρωμένα στρατιωτικά σώματα από πρώην αξιωματούχους του στρατού και της αστυνομίας από χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι στο παρελθόν εκπαιδεύονταν και καθοδηγούνταν από τη Νότια Διοίκηση των ΗΠΑ σε εγκληματικές μεθόδους αντιμετώπισης εξεγέρσεων. Όλο αυτό το προσωπικό ενισχύει τις βάσεις δεδομένων των ΙΣΕ που λειτουργούν με συμβάσεις με το Πεντάγωνο και μπορεί να αποτελέσουν ένα «μικρό» αλλά καλά εκπαιδευμένο αντεπαναστατικό στρατό, έτοιμο να διεξαγάγει επιχειρήσεις σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όταν το απαιτήσει ο εργοδότης, με μια καθολική εγγύηση προστασίας για να διασφαλιστεί ασυλία για τη δράση τους. Με αυτήν την έννοια, το Φλεβάρη του 2006, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ κατέταξε τις ΙΣΕ ως τμήμα της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ, εξαιρώντας τις από την αστική δικαιοσύνη. Επίσης, ο κυβερνήτης του Ιράκ Paul Bremer (επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ μετά από την εισβολή) υπέγραψε ένα διάταγμα που απένεμε στους ΙΣΕ ασυλία από τις ποινικές διώξεις στο Ιράκ.

Υπάρχει μια περίπτωση που δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε σε αυτό το άρθρο, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που διεξάγονται από τον ιμπεριαλισμό στην Κολομβία, κύρια γεωστρατηγική θέση του στην περιοχή, όχι μόνο για να εξουδετερωθεί η ανάπτυξη του λαϊκού και αντάρτικου κινήματος του λαού της Κολομβίας, αλλά και για να διασφαλιστεί μια τεράστια έκταση που θα σταθεροποιήσει την πολιτική και στρατιωτική του ηγεμονία στην περιοχή. Για να δώσουμε μια εικόνα σχετικά με την εμβέλεια της δράσης των ΙΣΕ στη Κολομβία, παραθέτουμε στοιχεία από μια έκθεση του 2007 που εξέδωσε το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, μετά από αίτημα του Κογκρέσου της χώρας, που συμπεριλαμβάνει μια λίστα με όλες τις ΙΣΕ που έχουν συμβάσεις με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για εκτέλεση εργασιών στην Κολομβία το 2006. Σύμφωνα με αυτή τη λίστα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έδωσε στις ΙΣΕ συνολικά 309,6 εκατομμύρια δολάρια που μοιράστηκαν σε περίπου 25 ΙΣΕ, όπου έχουν διακεκριμένο ρόλο οι εξής εταιρίες: η DynCorp που ασχολείται με το «ψέκασμα» της σοδειάς των ναρκωτικών -τη συλλογή πληροφοριών με εναέρια μέσα και υλικοτεχνική στήριξη για μυστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις- με πάνω από 30.000 «υπαλλήλους» ως ανθρώπινο προσωπικό και δρα στο Ιράκ και στην Κολομβία και η Northrop Grumman που ασχολείται με τη λειτουργία σταθμών ραντάρ για τον έλεγχο του εναέριου χώρου και την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών και πληροφοριών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

Η αναδιάρθρωση και η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων έχει τροποποιηθεί μετά την ήττα της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, κάτι που όχι μόνο επιτάχυνε τη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου, αλλά κι έδωσε μια νέα δυναμική στη δραστηριότητα των παγκόσμιων μονοπωλίων με την εμφάνιση νέων αγορών και τομέων για επενδύσεις και για επέκταση των μονοπωλίων. Έτσι, η εκμετάλλευση των λαών από μια χούφτα επιχειρήσεων πήρε παγκόσμιες διαστάσεις, η βασική αντίθεση των καπιταλιστικών σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, που περιορίστηκε στα πλαίσια των καπιταλιστικών χωρών, μετά το πέρασμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπως σημειώνει ο Λένιν, οι άμεσες ξένες επενδύσεις που προωθούνται από το διεθνές χρηματοπιστωτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο γίνονται όλο και πιο σημαντικές στην παγκόσμια οικονομία. Συγχωνεύσεις, εξαγορές κι επανεπενδύσεις σε νεοαποικιοκρατικές κι εξαρτημένες χώρες, καθώς και σε οικονομίες που βρίσκονται στη μετάβαση προς τον καπιταλισμό, δημιούργησαν μια ροή αυξανόμενων εσόδων για τις πολυεθνικές που εδράζονται στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η εκμετάλλευση έχει παγκοσμιοποιηθεί, έχει βαθύνει κι έχει πάρει τη μορφή της υπερεκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού μέσα από τα εργοστάσια «maquilas». Η επέκταση αυτή του ιμπεριαλισμού προκαλεί μια παγκόσμια σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Η σημερινή εποχή συνεχίζει να είναι, ακόμα πιο καθαρά, η έκφραση της εποχής της προλεταριακής επανάστασης, της σοσιαλιστικής επανάστασης, την οποία αποκάλυψε ο Λένιν στις αρχές του προηγουμένου αιώνα. Συνεπώς, οι συγκρούσεις και οι επιθετικοί πόλεμοι του ιμπεριαλισμού έχουν αυξηθεί, με επικεφαλής το Ιμπεριαλιστικό Μονοπωλιακό Κράτος των ΗΠΑ, μια χώρα που έχει πετύχει την ανάπτυξη μιας στρατιωτικής δύναμης άνευ προηγουμένου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στο Μεγάλο Διεθνές Μονοπωλιακό Κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό, εμπορικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό τομέα προστίθεται το μεγάλο Παγκόσμιο Στρατιωτικό Δίκτυο (ΠΣΔ) που συμπεριλαμβάνει τις διάφορες στρατιωτικές διοικήσεις: τη Διοίκηση του Βορρά (USNORTHCOM), τη Διοίκηση του Κέντρου (USCENTCOM), τη Διοίκηση της Ευρώπης (USEUCOM), τη Διοίκηση στο Ειρηνικό (SPACOM), τη Διοίκηση του Νότου (USSOUTHCOM) και -πιο πρόσφατα (2004)- τη δημιουργία μιας διοίκησης για την Αφρική.

Η οργάνωση του στρατού των ΗΠΑ έχει ενισχυθεί μετά την ήττα της Σοβιετικής Ένωσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτός ο παγκόσμιος χάρτης μάς δείχνει αυτό που ονομάζουν Ζώνες Ευθύνης, οι οποίες καλύπτουν ολόκληρη τη γη. Οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει στόλους σε περιοχές όπως ο Περσικός Κόλπος, κάτι που δε θα μπορούσε να είχε γίνει στο παρελθόν. Ένας στόλος της Διοίκησης Κέντρου (USCENTCOM) που έχει πυρηνικά όπλα χρησιμοποιείται ως ορμητήριο για να αναπτυχθούν δυνάμεις στον επιθετικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο ενάντια στους λαούς στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Όλη αυτή η αναδιάρθρωση της στρατιωτικής πολιτικής των ΗΠΑ, που έχει ως στόχο την ένταση της επίθεσης ενάντια στους λαούς του κόσμου, ξεκίνησε το 1989 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την εισβολή στο Παναμά και τον πρώτο επιθετικό πόλεμο ενάντια στο λαό του Ιράκ κι έκτοτε ακολούθησε μια σειρά από πολέμους και συγκρούσεις, ο δυναμισμός των οποίων έχει επιταχυνθεί μετά από την περιβόητη επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτέμβρη του 2011 και την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα.

Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι μετά από την ήττα της ΕΣΣΔ, πόλεμοι και ένοπλες συγκρούσεις πήραν παγκόσμιες διαστάσεις χωρίς περιορισμούς. Από πόλεμοι ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη έχουν μετατραπεί σε αγώνα ανάμεσα στις Πολυεθνικές Εταιρίες που εκπροσωπούνται από τα Ιμπεριαλιστικά Μονοπωλιακά Κράτη και στους λαούς των αποικιοκρατικών κι εξαρτημένων χωρών. Σε γενικές γραμμές, ο ληστρικός πόλεμος ενάντια στους λαούς του Τρίτου Κόσμου για την πρώτη ύλη, την ενέργεια, το νερό και τη βιοποικιλότητά τους, που είναι απαραίτητα για την καπιταλιστική συσσώρευση σε παγκόσμιο επίπεδο, γίνεται όλο και πιο βίαιος και αδίστακτος. Ο σκληρός αγώνας για την κατάκτηση εδαφών, πρώτων υλών και σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις διάφορες ομάδες καπιταλιστών, που εκφράστηκε στην περίοδο των παγκόσμιων πολέμων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, έχει αλλάξει μετά την ήττα της ΕΣΣΔ. Η συγχώνευση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών επιχειρήσεων, του ΠΟΕ και των άλλων συμφωνιών εμπορίου, έχει σταματήσει τους πολέμους ανάμεσα στα Ιμπεριαλιστικά Μονοπωλιακά Κράτη. Αλλά την ίδια στιγμή, η αναδιάρθρωση της εξουσίας έχει αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκεί βρίσκεται η διεθνής ταξική πάλη και συνεπώς η φύση και αναγκαιότητα της διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης, των εργαζομένων και των λαών του κόσμου για να αντιμετωπίσουν τη βάναυση επίθεση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος τα επόμενα χρόνια.

Οι κομμουνιστές, η ενεργή πάλη για την ειρήνη και το παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο

Για τους κομμουνιστές η επίλυση των προβλημάτων που συνδέονται με τον πόλεμο και την ειρήνη προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα μια βαθιά κατανόηση της Ιστορίας, των αιτιών και της ουσίας αυτών των φαινόμενων. Πρέπει να σημειωθεί ότι και ο πόλεμος, και η ειρήνη έχουν πρωτίστως ταξική φύση, συνεπώς ο κάθε πόλεμος δεν είναι κατ’ ανάγκη απόλυτα κακός και η κάθε ειρήνη δεν είναι κατ’ ανάγκη καλή για όλους. Στην ταξική ανάλυσή του για τον πόλεμο ο Λένιν ξεκαθάρισε ότι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι είναι άδικοι, αλλά και η ιμπεριαλιστική ειρήνη είναι επίσης άδικη, αφού επιδιώκει την καθολική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, αντικαθιστώντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων σε άλλες χώρες με το αμερικανικό μοντέλο: αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία κι ελεύθερη αγορά, ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων που θα υποτάσσονται στα συμφέροντά τους, ενώ εξασφαλίζουν το δικαίωμά τους να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Επίσης, να προχωρούν στη στρατιωτική καταστολή χωρών που θεωρούνται εχθρικές προς τα συμφέροντά τους και να διαμορφώνουν τις λεγόμενες ζώνες για τα ζωτικά συμφέροντα της εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ. Το αντίβαρο σε αυτόν τον ταξικό χαρακτηρισμό του άδικου πολέμου και της άδικης ειρήνης είναι αυτό που έγραψε ο Λένιν ότι ο μόνος δίκαιος και απελευθερωτικός πόλεμος είναι ο πόλεμος που εδραιώνει την ειρήνη στηριγμένη στη δικαιοσύνη, μια πραγματική δημοκρατική ειρήνη που εξασφαλίζει την πρόοδο της κοινωνίας με βάση την ανθρώπινη χειραφέτηση από το ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, μαζί με την κοινωνικοοικονομική και πνευματική ευημερία.

Όταν αναλύουμε τον πόλεμο και την ειρήνη από τη σκοπιά του Μαρξισμού- Λενινισμού, πρέπει να πάρουμε υπόψη όχι μόνο τον κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά και τον ιστορικό χαρακτήρα. Ο πόλεμος είναι ένα φαινόμενο που αντιστοιχεί σε ένα ιδιαίτερο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, συνεπώς πρέπει να θυμίσουμε ότι οι λενινιστικές αντιλήψεις για τον πόλεμο και την ειρήνη ισχύουν και σήμερα, με εξαίρεση την περίπτωση ενός παγκόσμιου πολέμου όπου η ανθρωπότητα θα είναι αντιμέτωπη με τον κίνδυνο χρήσης πυρηνικών οπλών, που η έκβασή του θα οδηγούσε στην εξαφάνιση της ζωής από τον κόσμο. Ο Λένιν έγραψε: «το τέλος των πολέμων, η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, το σταμάτημα της ληστείας και της βίας, αυτά είναι ακριβώς τα ιδανικά μας». Ο δρόμος προς αυτό το ιδανικό είναι σύνθετος και αντιφατικός, αλλά οι προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις, με τους κομμουνιστές στην πρωτοπορία, βλέπουν το μέλλον με σιγουριά και αισιοδοξία και κάνουν τα πάντα να φτάσουν σε αυτή την προοπτική πιο σύντομα.

Σε αυτόν τον αγώνα, οι κομμουνιστές, συνεπείς στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, υποστηρίζουμε τη μέγιστη συνοχή των επαναστατικών δυνάμεων παγκοσμίως. Οι κομμουνιστές δεν επιδιώκουν την αφηρημένη ενότητα των επαναστατικών δυνάμεων, δηλαδή την ενότητα για την ενότητα, αλλά την ενότητα για ένα συγκεκριμένο σκοπό και αυτός ο σκοπός είναι ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, επειδή σήμερα ο ιμπεριαλισμός αποτελεί τον κύριο εχθρό της ειρήνης και της εθνικής και κοινωνικής προόδου. Άρα σε αυτή τη φάση αποτελεί και τον κύριο εχθρό του κομμουνιστικού, προοδευτικού και δημοκρατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό ισχύει, αφού τα κομμουνιστικά κόμματα είναι τα πιο προετοιμασμένα και συνειδητοποιημένα τμήματα του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, εξοπλισμένα με τη μόνη επιστημονική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης. Συνεπώς, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είναι η μόνη δύναμη που έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται ένα πλήρες και ολόπλευρο πρόγραμμα για τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα στη σημερινή περίοδο.


[1] “Small War” Handbook of the Marine Corps. Page 10

[2] Chairman of the Joint Chieft of Staff, Joint Publication 3 – 07, Joint Doctrine for Military Operations Other Than War. . mil/doctrine/jpoperationsseriespubs.htm; Internet

[3]

Παρατηρήσεις των εκπροσώπων της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» (ΚΚΕ) στη Συντακτική Επιτροπή της ΔΚΕ για το άρθρο που παρουσίασε το ΚΚ Βενεζουέλας


Κομμουνιστική Επιθεώρηση

Στο άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια προσέγγισης θεωρητικών θέσεων για τον πόλεμο, προσέγγισης των αιτιών των πολέμων, των ζητημάτων του διεθνούς δικαίου, της ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Ωστόσο, κατά την εκτίμησή μας, ορισμένα σημαντικά ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται ολοκληρωμένα και με τα οποία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Θα θέλαμε να σταθούμε στα σημαντικότερα από αυτά:

Η βασική, κατά τη γνώμη μας, αδυναμία του άρθρου βρίσκεται στη θεώρηση της σύγχρονης πραγματικότητας, με την οποία ιδιαίτερος ρόλος δίνεται στις ΗΠΑ, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις τους, υποβαθμίζοντας τις επεμβάσεις των άλλων δυνάμεων (Βρετανίας, Γαλλίας), αλλά και το ρόλο των ανερχόμενων δυνάμεων στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία). Σαφώς οι ΗΠΑ, παρά τη συρρίκνωση του μεριδίου τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ, παραμένουν η ισχυρότερη πολιτικο-στρατιωτική και οικονομική ιμπεριαλιστική δύναμη, ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει από το πεδίο μας ο ρόλος και η δράση και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Επιπλέον, πιστεύουμε πως δεν ισχύει ο διαχωρισμός που υπάρχει στο άρθρο μεταξύ των «ιμπεριαλιστικών μονοπωλιακών κρατών» (που ουσιαστικά κι εδώ ταυτίζονται με τις ΗΠΑ) και των «χωρών του Νότου» που παρουσιάζονται ως «νεοαποικιακές κι «εξαρτημένες» από την ιμπεριαλιστική οικονομία». Κι αυτό γιατί ο ρόλος των μονοπωλίων είναι σήμερα κυρίαρχος και στην πιο καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα του κόσμου. Από την άποψη αυτή είναι λαθεμένη η διαίρεση μεταξύ των «μονοπωλιακών καπιταλιστικών κρατών» και των «νεοαποικιακών - εξαρτημένων» και μπορεί να κρύψει πως στην εποχή μας, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού, η βασική αντίθεση είναι μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτή η αντίθεση είναι κυρίαρχη τόσο στις πιο αναπτυγμένες και ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες όσο και στις καπιταλιστικές χώρες που βρίσκονται σε κατώτερη κι ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική «αλυσίδα» των καπιταλιστικών κρατών.

Πράγματι, μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών μπορεί να υπάρξουν και υπάρχουν αντιθέσεις. Αυτές περιγράφονται στον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν ως ένα από τα 5 βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού και είναι η διαπάλη για το μοίρασμα των εδαφών, των αγορών, των πρώτων υλών κλπ. Δεν μπορούμε να αποσπούμε τις αναφορές του Λένιν για αποικίες από την ιστορική πραγματικότητα στην οποία αυτός έζησε. Την εποχή εκείνη τα % των εδαφών του πλανήτη μας ήταν πράγματι αποικίες. Δεν μπορούμε να αφαιρούμαστε από τη σημερινή πραγματικότητα, πως τα δεκάδες καπιταλιστικά κράτη που έχουν προκύψει, με τη συμβολή της ΕΣΣΔ, του κομμουνιστικού κινήματος, συχνά μέσα από σκληρούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, έχουν δημιουργήσει νέες καταστάσεις σε σχέση με την εποχή στην οποία έζησε ο Λένιν. Και η πραγματικότητα είναι πως όλα τα καπιταλιστικά κράτη διαπλέκονται σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα που διέπεται από την ανισότιμη αλληλεξάρτηση. Από τη στιγμή που σε μια χώρα κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αυτή παίρνει τη θέση της μέσα σε αυτό το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Όλα τα κράτη του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι ώριμα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και οι ανισότιμες σχέσεις, η ανισόμετρη ανάπτυξη, δεν αλλάζουν αυτή την αναγκαιότητα. Συμπερασματικά, η πάλη της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στον ιμπεριαλισμό πρέπει να κατανοείται ως πάλη για την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Δεν πρέπει να διαχωρίζουμε τεχνητά την αντιιμπεριαλιστική, δηλαδή την πάλη ενάντια σε ιμπεριαλιστικές οργανώσεις και σχέδια, από την αντικαπιταλιστική πάλη, την πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, του καπιταλισμού που βρίσκεται στο ανώτατο και τελευταίο του στάδιο, το ιμπεριαλιστικό.

Επιπλέον, δε συμφωνούμε με την εκτίμηση που παρουσιάζεται στο άρθρο, για την αιτία της ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Σαφώς, ανάμεσα σε αυτούς τους παράγοντες ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε και η αντιπαράθεση («ψυχρός πόλεμος») με τον καπιταλιστικό κόσμο. Κατά τη γνώμη μας όμως οι κύριες αιτίες της ανατροπής του σοσιαλισμού βρίσκονταν στο εσωτερικό. Στην οικονομική και πολιτική γραμμή που επικράτησε κυρίως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σε σημαντικά λάθη που έγιναν στην οικονομία, στην πολιτική και στη διεθνή στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος. Επειδή δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ, αναφέρουμε πως τα ζητήματα αυτά παρουσιάζονται εκτενώς στην ειδική Απόφαση που πήρε το ΚΚΕ στο 18ο Συνέδριό του.

Τέλος, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εκτίμηση του συγγραφέα του άρθρου πως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο «ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, με βάση τις συνθήκες της Γιάλτας, του Πότσνταμ και της Τεχεράνης, συμφώνησαν μεταξύ άλλων σε ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με καθορισμένα σύνορα και όρια των γεωπολιτικών και στρατιωτικών περιοχών τους». Πρόκειται για μια άποψη που αναπαράγεται από το σύνολο σχεδόν των κυρίαρχων αστικών και κυρίως οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και δε στηρίζεται σε ιστορικά ντοκουμέντα. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, πρέπει να πούμε πως το ΚΚΕ καταβάλλει σημαντική προσπάθεια να αντλήσει συμπεράσματα από την Ιστορία κι έχει με μεγάλη προσοχή ασχοληθεί και με τη συγκεκριμένη αντισοβιετική κατηγορία. Αυτή δεν προκύπτει από κανένα ιστορικό ντοκουμέντο, πέρα από ισχυρισμούς του Τσόρτσιλ οι οποίοι αναπαράγονται. Όμως η ουσία είναι πως οι βασικές συμφωνίες που ενέτασσαν την Ελλάδα στον άξονα δράσης των βρετανικών δυνάμεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχαν προηγηθεί από το 1943 (ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής) και είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 (Καζέρτα), δηλαδή πολύ πριν τις προαναφερόμενες συμφωνίες. Και, όπως έχουμε εκτιμήσει, οφείλονταν στην αδυναμία της ηγεσίας του Κόμματός μας να συνδέσει με επιτυχία τα εθνικοαπελευθερωτικά καθήκοντα του αγώνα με τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.