Η 28η Ιούλη του 2014 σηματοδοτεί τα εκατό χρόνια από την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, της πρώτης στρατιωτικής σύγκρουσης που χαρακτηρίστηκε από τον Λένιν, στον πρόλογο της γαλλικής και γερμανικής έκδοσης του διαφωτιστικού έργου του «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ως ιμπεριαλιστικός πόλεμος (δηλαδή πόλεμος για το μοίρασμα του κόσμου, για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αποικιών, των «σφαιρών επιρροής» του χρηματιστικού κεφαλαίου κλπ.). Παρακάτω ο Λένιν προσθέτει: «ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε ένα καθολικό σύστημα αποικιακής καταπίεσης και οικονομικού στραγγαλισμού της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα “προηγμένες ’’χώρες. Και το μοίρασμα αυτής της “λείας ” γίνεται ανάμεσα σε δυο ή τρεις δυνάμεις-αρπακτικά, οπλισμένες ως τα δόντια (ΗΠΑ, Αγγλία, Ιαπωνία), που κυριαρχούν και σέρνουν όλη τη γη στον πόλεμο τους για το μοίρασμα της λείας τους».
Όταν μελετάμε το φαινόμενο του πολέμου, οι μαρξιστές λενινιστές ξεκινάμε από την έννοια που σκιαγράφησε ο Καρλ Μαρία φον Κλάουζεβιτς (1780-1831) στο διάσημο έργο του «Περί πολέμου», όπου διατυπώνει ότι: «ο πόλεμος είναι απλά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα... Βλέπουμε επομένως ότι ο πόλεμος δεν είναι μόνο μια πολιτική πράξη αλλά και ένα πραγματικό πολιτικό μέσο, η συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας, η πραγματοποίηση αυτής με άλλα μέσα». Προσθέστε σε αυτόν τον ορισμό την ανάγκη να μελετήσουμε το φαινόμενο του πολέμου σε στενή σύνδεση με την ιστορική περίοδο στην οποία ωριμάζει και υλοποιείται. Ο Λένιν λέει πάνω σε αυτό: «είναι αδύνατο να κατανοήσεις έναν πόλεμο χωρίς να κατανοήσεις την εποχή, έτσι σε κάθε περίπτωση πρέπει να καθοριστεί το πολιτικό περιεχόμενο του κάθε πολέμου, να εξακριβωθεί ποιος είναι ο ταξικός χαρακτήρας ενός πολέμου, γιατί εξαπολύθηκε, ποιες τάξεις τον υποστηρίζουν, ποιες ιστορικές και οικονομικές-ιστορικές συνθήκες τον γέννησαν».
Από την πλευρά του, ο Ένγκελς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όποιες κι αν είναι οι αιτίες του πολέμου, η ρίζα του βρίσκεται στην οικονομία. Στο διάσημο έργο του Αντι-Ντίρινγκ, όπου ανέπτυξε τη Θεωρία της Βίας και της εξουσίας, σημειώνει ότι: «...η βία δεν είναι παρά το μέσο [...] ωστόσο ο στόχος βρίσκεται στο οικονομικό όφελος» τονίζοντας ότι η στρατιωτική βία είναι από μόνη της πολιτική πράξη. Από αυτή τη Θέση ο μαρξισμός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πόλεμοι είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας ανταγωνιστικών τάξεων, ότι πυροδοτούνται και διεξάγονται στο όνομα οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων μιας συγκεκριμένης τάξης.
Μια άλλη σημαντική πλευρά που επεξεργάστηκε ο Λένιν έχει να κάνει με τον κοινωνικό χαρακτήρα του πολέμου που εκφράζει τις πιο αξιοσημείωτες πλευρές του πολιτικού του περιεχομένου, τον κοινωνικό και ταξικό του προσανατολισμό, το κατά πόσο οι πολιτικές επιδιώξεις κάθε πλευράς στον πόλεμο συνάδουν με τη θεμελιώδη κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου. Επιβεβαίωσε ότι εάν οι πολιτικοί στόχοι του πολέμου κινούνται στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου, δηλαδή αν ξεκινούν από την επιβεβαίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της απελευθέρωσης των εργατών από την κοινωνική καταπίεση και την εκμετάλλευση, ο πόλεμος είναι δίκαιος. Αντίθετα, αν ο στόχος είναι η υποδούλωση άλλων λαών, η κατάκτηση ξένων εδαφών, η αρπαγή του πλούτου μιας άλλης χώρας, η επιβεβαίωση της κυριαρχίας μιας εκμεταλλεύτριας τάξης πάνω σε μια άλλη, αυτός ο πόλεμος είναι άδικος. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του χαρακτηρισμού και της κατάταξης των πολέμων από τη σκοπιά της αποκάλυψης της ουσίας και του ταξικού χαρακτήρα των πολέμων και επιμένουμε ότι έχει εξαιρετική σημασία ο καθορισμός του πολιτικού περιεχομένου, δηλαδή τις πολιτικές στοχεύσεις που έχουν τα εμπόλεμα μέρη και τις ταξικές αντιθέσεις, τα κράτη και τους συνασπισμούς που βρίσκονται πίσω από αυτές, καθώς αυτό το πολιτικό περιεχόμενο του πολέμου καθορίζει τον προοδευτικό ή αντιδραστικό ρόλο του στην ιστορία της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και σε αυτή τη βάση υπάρχει δίκαιος ή άδικος χαρακτήρας που συνάδει ή όχι με τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών. Από ’κει συμπεραίνει ο Λένιν ότι η νομιμότητα και το δίκαιο του πολέμου μπορεί να καθοριστεί μόνο «από τη σκοπιά του προλεταριάτου και της πάλης του για χειραφέτηση, δεν αποδεχόμαστε άλλη σκοπιά».
Στη βάση του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, ο Λένιν αποκαλύπτει τη διασύνδεση της ιμπεριαλιστικής πολικής με την ένοπλη βία, δείχνοντας ότι είναι ένα όργανο που χρησιμοποιείται από τον ιμπεριαλισμό για την ενίσχυση και τη διεύρυνση της ταξικής κυριαρχίας της μονοπωλιακής αστικής τάξης.
Επανεξετάζοντας αυτές τις διατυπώσεις προκαλεί έκπληξη η πρώιμη διαύγειά τους, μιας και η πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ μαρτυρά ότι η στρατιωτική επέμβαση στις υποθέσεις άλλων χωρών έχει γίνει πλέον κανόνας για την κυρίαρχη τάξη που καθορίζει το μέλλον του βασικού θύλακα του ιμπεριαλισμού σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλίο «Η στρατηγική των ΗΠΑ» του Ε. Krippendorff (ιδεολόγου του ιμπεριαλισμού) ο στρατός των ΗΠΑ παρενέβη στις υποθέσεις άλλων κρατών και λαών 161 φορές από το 1798 έως το 1945 και 55 φορές από το 1945 μέχρι το 1969. Από το 1969 μέχρι τις αρχές του ’90 οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν πάνω από 10 φορές τις ένοπλες δυνάμεις τους ενάντια σε άλλες κυρίαρχες χώρες και καθεστώτα, ενώ η πλειοψηφία αυτών των ένοπλων επεμβάσεων ήταν «ακήρυχτοι» πόλεμο. Συμπεραίνει με αυτόν τον τρόπο τη ραγδαία άνοδο αυτού του φαινομένου από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού.
Σήμερα θεωρούμε εξαιρετικά ανησυχητικό το βάθεμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στη διεθνή οικονομική αγορά και τις πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη, την αύξηση της ανισότητας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, την αυξανόμενη ένταση των αντιθέσεων ανάμεσα στα μονοπώλια, την αυξανόμενη συνένωσή τους με το κράτος και την υποταγή του τελευταίου στα συμφέροντά τους. Αυτό επιβεβαιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο ότι η πολιτική του ιμπεριαλισμού είναι η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας και ότι η τελευταία ενσωματώνει τις αιτίες και τους παράγοντες που δημιουργούν τον πόλεμο που επιβάλλεται στους λαούς σε όλο τον κόσμο. Αναλύοντας τη δραστηριότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, βλέπουμε ότι αυξήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα μονοπώλια των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένα να πάρουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πετρελαίου εκεί, παρά την αποφασιστική αντίθεση της Αγγλίας και της Γαλλίας που κυριαρχούσαν στην περιοχή. Ως αποτέλεσμα ενός σκληρού αγώνα με τους Άγγλους ανταγωνιστές τους, οι ισχυρές αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες με τη μεγάλη βοήθεια του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού διείσδυσαν σταδιακά στη βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου των χωρών της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, το 1940 οι βρετανικές εταιρίες έλεγχαν ακόμα το 72% όλων των εξερευνημένων πετρελαϊκών αποθεμάτων, ενώ οι Αμερικανοί είχαν δικαίωμα μόνο στο 9,8%. Όμως οι ΗΠΑ κατάφεραν να δημιουργήσουν μια βάση για τη μελλοντική διεύρυνσή τους στη Μέση Ανατολή την παραμονή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αμερικανικές παραχωρήσεις στη Σαουδική Αραβία την κατέστησαν το βασικό προκεχωρημένο τους φυλάκιο.
Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, οι επεμβατικές τάσεις της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή εκδηλώθηκαν εμφανώς μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η Μέση Ανατολή καταλάμβανε μια από τις πρώτες θέσεις στις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι παράλληλα με την οικονομική επέκταση των ΗΠΑ στην περιοχή αυξήθηκε αισθητά και η στρατιωτική-στρατηγική πολιτική της σημασία στα παγκόσμια σχέδια των ΗΠΑ. Στην περιοχή υπάρχει σημαντική ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και διαφορετικά είδη πολέμου που διεξάγονται αυτή τη στιγμή σε αυτό το μέρος του κόσμου, με ξεκάθαρο στόχο να δημιουργήσουν μια δύναμη που θα έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τους βασικούς δρόμους του εμπορίου της ευρύτερης συνοριακής περιοχής που εκτείνεται και περιλαμβάνει τα εδάφη της Κίνας και της Ρωσίας.
Εδώ και δεκαετίες εδραιώνεται η συμμαχία ανάμεσα στα μεγαλύτερα μονοπώλια και τα σημαντικότερα στελέχη της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής μηχανής που έχουν ενσωματωθεί στην αμερικανική κρατική δομή. Η συμμαχία αυτή έχει βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα και επηρεάζει όλο και περισσότερο τις πολιτικές διάφορων ιμπεριαλιστών κρατών, ενώ γίνεται όλο και πιο επιθετική καθώς η φύση του προγράμματός της, των σχεδίων της και των επιδιώξεών της δείχνει ότι: α) Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρόγραμμα για την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας που πρόβαλε το αμερικανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο οδήγησε σε μια στρατικοποίηση πρωτόγνωρη για την αμερικανική ιστορία, που συνοδεύτηκε από μια κούρσα εξοπλισμών και από την υποταγή όλων των δραστηριοτήτων της χώρας στις επιταγές της πολιτικής «από θέση ισχύος». β) Η πρόοδος και η ανάπτυξη της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης στον 20ό αιώνα μετέτρεψε τη στρατιωτική παραγωγή και συνέβαλε, με την εμφάνιση νέων κοινοπραξιών, στη δημιουργία νέων ισχυρών βιομηχανιών του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες στηρίζονται με τεράστιες επενδύσεις και δουλεύουν κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου. γ) Η αυξανόμενη επιρροή και η πραγματική εξουσία του υπουργού Άμυνας στις αποφάσεις σχετικά με την κατεύθυνση και το χαρακτήρα της ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ καθορίζεται από τα παραπάνω, που επιβεβαιώνουν τη σχέση ανάμεσα στο στρατιωτικό ιμπεριαλιστικό μηχανισμό και τα μονοπώλια.
Ήδη το 1917 ο Λένιν έγραψε ότι οι ΗΠΑ «κατρακύλησαν ολοσχερώς στον πανευρωπαϊκό βρομερό αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών-στρατιωτικών θεσμών που υποτάσσουν στον εαυτό τους τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα». Ο αμερικανικός μιλιταρισμός κληρονόμησε την απληστία του παρελθόντος, όντας πάντα έτοιμος να εισβάλει ξεδιάντροπα και αδιάκριτα στις υποθέσεις άλλων λαών.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στρατικοποίηση των ΗΠΑ ακολούθησε ανοδική και σταθερή πορεία. Η λενινιστική περιγραφή του μιλιταρισμού εξακολουθεί να ισχύει για το μιλιταρισμό των ΗΠΑ που δρα «ως στρατιωτική δύναμη που εξυπηρετεί τις καπιταλιστικές χώρες στις διεθνείς αντιπαραθέσεις τους». Ο εξαιρετικά αντιδραστικός χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού χρονολογείται από την ίδρυση των ΗΠΑ ως έθνους, όπως εκφράστηκε το 1845 από το δημοσιογράφο John L. O’Sullivan στο περιοδικό της Νέας Υόρκης «Δημοκρατική Επιθεώρηση». Στο άρθρο του ο O’Sullivan εξηγούσε τους λόγους για την αναγκαία εδαφική διεύρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών και υποστήριξε την προσάρτηση του Τέξας. Είπε: «Η εκπλήρωση το φανερού πεπρωμένου μας είναι να επεκταθούμε σε όλη την ήπειρο που η Θεία Πρόνοια μας έδωσε για την ανάπτυξη του μεγάλου πειράματος της ελευθερίας και της ομοσπονδιακής μας αυτοκυβέρνησης. Είναι σαν το δικαίωμα που έχει ένα δέντρο να παίρνει τον αέρα και το έδαφος που χρειάζεται για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του και την ανάπτυξή του.» Έπειτα, το 1853, ο «δημοκράτης» γερουσιαστής Stephen Arnold Douglas είπε ότι «οι ΗΠΑ προορίζονται να ασκήσουν ηγεμονία στην ήπειρο με πολεμικά πλοία και όπλα». Όπως είναι γνωστό, το 19ο αιώνα η επεκτατική φύση των ΗΠΑ έφτασε στο αποκορύφωμά της, αρπάζοντας πάνω από το μισό έδαφος του Μεξικού με τη συνθήκη (ιμπεριαλιστικής) ειρήνης Γουαδελούπης-Ιδάλγο που διασφάλισε την προσάρτηση μιας τεράστιας περιοχής που ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, η οποία βρισκόταν βόρεια του Ρίο Γκράντε. Αργότερα η νίκη των Βορείων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ενίσχυσε σαφώς την κυριαρχία της φιλοϊμπεριαλιστικής συντηρητικής ιδεολογίας της ήδη ευημερούσας βιομηχανικής - χρηματιστικής αστικής τάξης έναντι της απαρχαιωμένης και συντηρητικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας των Νοτίων, που περιοριζόταν στην αγροτική παραγωγή η οποία εξαρτιόταν από την εργασία των σκλάβων.
Τέλος, ως απόδειξη της πιο οπισθοδρομικής ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού αυτή την περίοδο, αναφέρουμε το βιβλίο «Διπλωματία» του Henry Kissinger. Το περιεχόμενο του εισαγωγικού κεφαλαίου με τίτλο «Η Νέα Τάξη Πραγμάτων» αποτελεί αναμφίβολα ξεκάθαρη έκφραση της ακραίας αντιδραστικής ιδεολογικής ουσίας ενός από τους πιο βασικούς ιδεολόγους του 20ού αιώνα. Λέει: «Σαν να είναι κάποιο είδος νομοτέλειας, σε κάθε αιώνα φαίνεται να εμφανίζεται μια χώρα με την εξουσία, τη θέληση, τη διανοητική και ηθική ώθηση που χρειάζονται για να διαμορφώσει όλο το διεθνές σύστημα σύμφωνα με τις δικές της αξίες.» Με αυτή τη δήλωση ο συγγραφέας προσπαθεί να θεμελιώσει ιδεολογικά την επεμβατική και μιλιταριστική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σαν να ήταν μια πραγματικότητα προκαθορισμένη ή προσχεδιασμένη από κάποια ουράνια δύναμη. Αυτή η ανιστόρητη ιδέα της τελολογίας υποστηρίζει τους ισχυρισμούς των διάφορων ιδεολόγων του ιμπεριαλισμού, στους οποίους προσθέτει τη λατρεία της βίας και του μιλιταρισμού, τη φυλετική ιδεολογία, το μαλθουσιανισμό, για να καταλήξει τελικά στον πιο σκληρό αντικομμουνισμό μέσα από ιδεολογικές εννοιολογικές βάσεις του ιμπεριαλισμού που εκφράστηκαν από τους A.T. Mahan, Moltke και Schlieffen, H. Morgenthau και A. Schlesinger, C. Woodruff, Mackinder και N. Spykman, που μεταξύ άλλων υποστήριξαν την ιδέα ότι υπάρχουν «πολιτισμένα» και «υπανάπτυκτα πολιτικά» έθνη στον κόσμο. Τα πρώτα πρέπει να αναλάβουν την ηγεσία του κόσμου, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να το κάνουν: εξολοθρεύοντας κατώτερες φυλές και λαούς ή υποδουλώνοντας με τη βία αυτούς που δεν έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν. Αυτές οι θέσεις είναι που συνεχίζουν σήμερα να λειτουργούν ως στήριγμα και νομιμοποιούν τη δράση που αναπτύσσει, για παράδειγμα, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ ενάντια στον παλαιστινιακό λαό ή το γαλλικό ιμπεριαλιστικό κράτος ενάντια στο λιβυκό λαό ή οι μισθοφορικές οργανώσεις που στηρίζονται ανοιχτά από τους Αμερικανούς και οι συνδυασμένες δυνάμεις των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ ενάντια στο συριακό κράτος όπου σήμερα εξελίσσεται η ιμπεριαλιστική επίθεση με διαφορετικές επιχειρησιακές μεθόδους αλλά με τους ίδιους στόχους για λεηλασία, εδαφικό και οικονομικό έλεγχο, για την εξυπηρέτηση της διεύρυνσης των ορίων της πολιτικής τους και της ενίσχυσης της εξουσίας τους στη Μέση Ανατολή.